Παρασκευή 23 Ιανουαρίου 2009

Ενας Ισραηλινός αποδομεί τους εθνικούς μύθους

Πώς από «ήρωας» έγινα «προδότης»

ΤΟΥ ΙΛΑΝ ΠΑΠΕ*

Γεννήθηκα στο Ισραήλ και είχα μιαν εκπαίδευση πολύ παραδοσιακή και μια ζωή φυσιολογική, σαν αυτή που ζει κανείς στο Ισραήλ, μέχρις ότου έκανα τη διπλωματική μου εργασία στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο, πράγμα που συνέβη πριν από πολλά χρόνια, στα μέσα της δεκαετίας του 1970. Οπως όλοι οι Ισραηλινοί, γνώριζα πολύ λίγα για την κατάσταση των Παλαιστινίων και είχα συναντήσει πολύ λίγους Παλαιστίνιους.

Ηδη στο Λύκειο, ήμουν ένας μαθητής πολύ παθιασμένος για την Ιστορία και ήξερα ότι θα γίνω ιστορικός.

Ολα όσα μου δίδασκαν στο σχολείο τα αποδεχόμουν και δεν είχα αμφιβολίες ότι αυτό που οι δάσκαλοί μου με δίδασκαν είναι η μοναδική αλήθεια για το παρελθόν.

Από τότε που αποφάσισα να κάνω το διδακτορικό μου έξω από το Ισραήλ, η ζωή μου, η επαγγελματική σίγουρα αλλά και η ιδιωτική και η δημόσια, άλλαξε.

Γιατί, όταν πάει κανείς στο εξωτερικό, αντιλαμβάνεται πράγματα που θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να αντιληφθεί αν παρέμενε στη χώρα του. Κι εγώ επέλεξα ως θέμα της διδακτορικής μου διατριβής το 1948, επειδή, αν και δεν γνώριζα πολλά για το παρελθόν, είχα κατανοήσει ότι εκείνη ήταν μια χρονιά που είχε συμβάλει πολύ στη διάπλασή του. Γνώριζα αρκετά ώστε να κατανοώ ότι ήταν ένας σταθμός της Ιστορίας, επειδή το 1948, από την ισραηλινή σκοπιά, αποτελεί το θαύμα, την καλύτερη χρονιά της εβραϊκής Ιστορίας. Υστερα από δύο χιλιάδες χρόνια εξορίας, οι Εβραίοι επιτέλους ιδρύουν ένα κράτος και κατακτούν την ανεξαρτησία. Και για τους Παλαιστίνιους ήταν ακριβώς το αντίθετο, ήταν η χειρότερη χρονιά της ιστορίας τους και την αποκαλούν Νάκμπα, η καταστροφή, σχεδόν ένα ολοκαύτωμα, το χειρότερο γεγονός που μπορεί να συμβεί σε ένα έθνος. Και το γεγονός ότι η ίδια χρονιά, τα ίδια γεγονότα ερμηνεύτηκαν με τρόπο τόσο διαφορετικό από τα δύο μέρη με προβλημάτιζε πολύ.

Το ότι ζούσα στο εξωτερικό μού επέτρεψε μια μεγαλύτερη ικανότητα κατανόησης και σεβασμού των άλλων απόψεων. Σκέφτηκα ότι μπορούσε ίσως να υπάρχει ένας άλλος τρόπος να ερμηνεύουμε την ιστορία, διαφορετικός από εκείνον που είχα βιώσει εγώ. Οτι δεν υπήρχε μόνον η δική μου πραγματικότητα, ο τρόπος που βλέπουν τα πράγματα οι δικοί μου άνθρωποι, η δική μου χώρα. Αλλά φυσικά αυτό δεν ήταν αρκετό.

Για να επανερμηνεύσουμε την Ιστορία δεν αρκούσε το γεγονός ότι κάποια μέρα κάποιος αφυπνίζεται και λέει: μια στιγμή, υπάρχουν άλλοι άνθρωποι που ερμηνεύουν την ιστορία διαφορετικά· και αν είσαι ένας αληθινός μελετητής πρέπει να παλέψεις για να σεβαστείς την άποψη του άλλου και όχι μόνο τη δική σου. Υπήρξα και τυχερός εξαιτίας του γεγονότος ότι, όταν αποφάσισα να μελετήσω την άλλη πλευρά, ήταν η χρονιά στην οποία, με βάση την ισραηλινή νομοθεσία, έπαυε το κρατικό μυστικό για τα ντοκουμέντα που αναφέρονταν στην πολιτική σφαίρα, ενώ η πρόσβαση στα στρατιωτικά αρχεία θα επιτρεπόταν ύστερα από 50 χρόνια.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν εγώ άρχιζα στην Οξφόρδη, στην Αγγλία, δημοσιεύτηκε κάμποσο υλικό για το 1948. Κι εγώ άρχισα να αναλύω τα αρχεία στο Ισραήλ, τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία. Ακόμα και τα Ηνωμένα Εθνη, που είχαν αρχεία μεγάλου ενδιαφέροντος στην Γενεύη και στη Νέα Υόρκη, άνοιξαν τα δικά τους αρχεία. Και αμέσως άρχισα να βλέπω μιαν εικόνα της κατάστασης του 1948, που δεν μου ήταν καθόλου οικεία.

Οι ιστορικοί χρειάζονται μιαν ορισμένη χρονική περίοδο για να αφομοιώσουν το υλικό και να το μετατρέψουν σε άρθρο, σε βιβλίο ή σε διδακτορική διατριβή, όπως στην περίπτωσή μου. Και ύστερα από δύο χρόνια είχα αποκτήσει μια καθαρή εικόνα αυτού που συνέβη το 1948 και αυτή η εικόνα ερχόταν σε δραματική αντίθεση με την εκδοχή που είχα διδαχθεί στην περίοδο της σχολικής μου εκπαίδευσης. Και δεν ήμουν ο μόνος που είχα μια τέτοια εμπειρία. Δύο ή τρεις, ίσως τέσσερις, Ισραηλινοί ιστορικοί μελέτησαν το ίδιο υλικό και έφτασαν στα ίδια συμπεράσματα: ότι ο τρόπος που ερμηνεύαμε το Ισραήλ του 1948 δεν ήταν ορθός και ότι τα ντοκουμέντα έδειχναν μια πραγματικότητα διαφορετική από εκείνη που γνωρίζαμε. Μας αποκάλεσαν «Νέους Ιστορικούς». Τι αντιρρήσεις είχαμε όμως για το 1948;

Νομίζω ότι είναι πολύ σημαντικό να κατανοήσουμε τον παλιό τρόπο ερμηνείας και τον νέο που ακολούθησε, έτσι ώστε να μπορέσουμε να προχωρήσουμε.

Σύμφωνα με την παραδοσιακή θεώρηση, το 1948, ύστερα από 30 χρόνια αγγλικής κυριαρχίας στην Παλαιστίνη, το εβραϊκό έθνος του σιωνιστικού κινήματος ήταν έτοιμο να αποδεχθεί μια πρόταση ειρήνης με τον τοπικό παλαιστινιακό πληθυσμό. Και επομένως, όταν τα Ηνωμένα Εθνη προσφέρθηκαν να διαιρέσουν την Παλαιστίνη σε δύο κράτη, το σιωνιστικό κίνημα είπε ναι και οι παλαιστίνιοι και ο αραβικός κόσμος είπαν όχι. Συνεπώς ο αραβικός κόσμος άρχισε έναν πόλεμο για να καταστρέψει το κράτος του Ισραήλ και προέτρεψε τους Παλαιστίνιους να φύγουν για να διευκολύνουν την εισβολή των αραβικών στρατευμάτων.

Οι Εβραίοι ηγέτες ζήτησαν από τους Παλαιστίνιους να μη φύγουν, αλλά εκείνοι έφυγαν. Και ως αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος δημιουργήθηκε το πρόβλημα των Παλαιστίνιων προσφύγων. Ηταν ένα θαύμα που το Ισραήλ νίκησε στον πόλεμο και έγινε ανεξάρτητο κράτος. Και από τότε οι Παλαιστίνιοι και ο αραβικός κόσμος δεν έπαψαν να θέλουν να καταστρέψουν το εβραϊκό κράτος. Αυτή είναι, λίγο ώς πολύ, η ιστορία με την οποία μεγαλώσαμε. Υπάρχει και ένας άλλος μύθος για την εισβολή του 1948, ότι δηλαδή μια πολύ ισχυρή αραβική στρατιωτική δύναμη εισέβαλε στην Παλαιστίνη και ένας μικρός εβραϊκός στρατός πολέμησε εναντίον της. Ηταν μια μυθολογία του τύπου Δαβίδ και Γολιάθ, όπου οι Εβραίοι ήταν οι Δαβίδ και οι αραβικές στρατιές ο Γολιάθ κι έγινε και πάλι ένα θαύμα, αφού ο Δαβίδ νίκησε τον Γολιάθ.

Αυτή είναι η επίσημη εκδοχή. Αυτά που ανακαλύψαμε αμφισβητούσαν το μεγαλύτερο μέρος του μύθου.

Πρώτα απ' όλα ανακαλύψαμε ότι οι σιωνιστές ηγέτες, η ισραηλινή ηγεσία, αδιαφορώντας για τα ειρηνευτικά σχέδια των Ηνωμένων Εθνών, είχαν σκεφτεί πολύ πριν από το 1948 να εκδιώξουν τους Παλαιστίνιους, να τους κυνηγήσουν. Ετσι οι Παλαιστίνιοι δεν έχασαν τα σπίτια τους εξαιτίας του πολέμου.

Αυτό που συνέβη είναι ότι οι σιωνιστές, οι Εβραίοι, οι Ισραηλινοί, ονομάστε τους όπως θέλετε, σχεδίασαν την εθνική εκκαθάριση της Παλαιστίνης από τον αυτόχθονα πληθυσμό το 1948.

Οφείλω να παραδεχτώ ότι δεν είναι όλοι οι νέοι ιστορικοί σύμφωνοι με την ανάλυσή μου. Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι οι μισοί Παλαιστίνιοι εκδιώχτηκαν και οι άλλοι μισοί έφυγαν με δική τους πρωτοβουλία. Αλλοι θα μπορούσαν να πουν ότι ο πόλεμος υπήρξε η αιτία όλων αυτών. Εγώ έχω στον νου μου μια καθαρή εικόνα της κατάστασης. Φυσικά δεν μπορώ να υποχρεώσω κανέναν να την αποδεχθεί, αλλά είμαι βέβαιος ότι ήδη στη δεκαετία του '30 η ισραηλινή ηγεσία είχε σκεφτεί και είχε προγραμματίσει με τρόπο συστηματικό την εκδίωξη των Παλαιστινίων το '48. Συνοπτικά, η άποψη της παλιάς ισραηλινής ιστορικής σχολής ήταν: το Ισραήλ δεν έχει καμία ευθύνη για τους Παλαιστίνιους που έγιναν πρόσφυγες. Οι Παλαιστίνιοι ευθύνονται γι' αυτό, επειδή δεν αποδέχτηκαν το σχέδιο ειρήνης και υπάκουσαν στην αραβική έκκληση να εγκαταλείψουν τη χώρα. Αυτή ήταν η παλιά εκδοχή. Η δική μου εκδοχή, που τη συμμερίζεται ένας μεγάλος αριθμός ιστορικών, είναι ότι το Ισραήλ είναι ο μόνος υπεύθυνος για το πρόβλημα των προσφύγων, επειδή σχεδίασε την εκδίωξη των Παλαιστινίων από τη γη τους. Ανακαλύψαμε και ένα άλλο γεγονός αναφορικά με την ισορροπία των δυνάμεων που κινητοποίησαν οι αντίπαλοι. Η ιστορία ενός Αραβα Γολιάθ και ενός Εβραίου Δαβίδ δεν αντέχει στην αντιπαραβολή με την πραγματικότητα. Οι Αραβες μιλούν πολύ, συνεχίζουν να το κάνουν και σήμερα, αλλά κάνουν πολύ λίγα όταν πρόκειται για το παλαιστινιακό ζήτημα. Κι έτσι έστειλαν έναν πολύ περιορισμένο αριθμό στρατιωτών στο Ισραήλ. Και ουσιαστικά, για το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, ο ισραηλινός στρατός ήταν ανώτερος τόσο σε αριθμό στρατιωτών όσο και σε ποιότητα του εξοπλισμού και της εκπαίδευσης.

Τελικά ένας από τους πιο κοινούς ισραηλινούς μύθους για το 1948, και όχι μόνο για το 1948, είναι το ότι όλες τις φορές που το Ισραήλ τείνει το χέρι προς τον αραβικό κόσμο γενικά και προς τους Παλαιστίνιους ιδιαίτερα, για να πετύχει την ειρήνη, είναι ο αραβικός κόσμος και οι Παλαιστίνιοι εκείνοι που υιοθετούν μια σκληρή στάση και απορρίπτουν κάθε πρόταση για ειρήνη.

Νομίζω ότι έχουμε καταδείξει με την εργασία μας, τουλάχιστον για το 1948, ότι από μέρους του κόσμου υπήρξε μια αληθινή πρόταση ειρήνης, δηλαδή μια ιδέα ειρήνης μετά τον πόλεμο, και στην πραγματικότητα οι Παλαιστίνιοι και τα γειτονικά αραβικά κράτη ήταν διατεθειμένοι τουλάχιστον να ανοίξουν ένα παράθυρο για την ειρήνη, αλλά ήταν η ισραηλινή κυβέρνηση αυτή που απέρριψε την προσφορά. (...)

Η αρχή του σιωνιστικού κινήματος γίνεται στην Ευρώπη, στα τέλη του 19ου αιώνα. Οι πρώτοι Εβραίοι άποικοι θα φτάσουν στην Παλαιστίνη το 1882. Ο κοινός τόπος που επικρατεί στο Ισραήλ λέει ότι αυτοί έφτασαν σε μια γη λίγο ώς πολύ ακατοίκητη και ήταν η εστία του σχεδίου οικοδόμησης ενός έθνους και ότι αυτοί δημιούργησαν μια πατρίδα για τους Εβραίους. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο αυτό δεν άρεσε στους Αραβες, οι οποίοι έτσι συνέχισαν να επιτίθενται στη μικρή εβραϊκή κοινότητα. Η μοίρα του Ισραήλ φαίνεται να είναι το να ζει σε μια περιοχή που κατοικείται από πρόσωπα που δεν μπορούν να το αποδεχτούν. Δεν το αποδέχονται επειδή αυτοί που επιτίθενται στο Ισραήλ είναι μουσουλμάνοι ή Αραβες και επομένως έχουν μια πολιτική κουλτούρα η οποία δεν περιλαμβάνει την ιδέα της ειρηνικής συμβίωσης με έναν γειτονικό λαό. Το Ισραήλ δίνει εξηγήσεις αυτού του τύπου για το γιατί οι Αραβες και οι Παλαιστίνιοι επιμένουν να επιτίθενται στο εβραϊκό κράτος.

Οι νέοι ιστορικοί θεωρούν την έλευση των Εβραίων από την Ευρώπη στον αραβικό κόσμο ως ένα αποικιοκρατικό φαινόμενο. Φυσικά είναι γνωστό το γεγονός ότι οι Εβραίοι καταδιώκονταν στην Ευρώπη και ότι αναζητούσαν ένα ασφαλές καταφύγιο. Αλλά το γεγονός ότι αποφάσισαν πως το μοναδικό ασφαλές καταφύγιο ήταν ένας τόπος που κατοικούνταν ήδη από έναν άλλο πληθυσμό, χαρακτηρίζει το σχέδιό τους με αποικιοκρατικό πνεύμα. Και έτσι οι ιστορικοί μελέτησαν τη γέννηση του σιωνισμού θεωρώντας τον ένα παράδειγμα αποικιοκρατίας.

Οι νέοι ιστορικοί χρησιμοποίησαν και άλλες ερμηνείες για κάθε φλέγον θέμα, όπως, για παράδειγμα, για τον δεσμό που υπάρχει ανάμεσα στο Ολοκαύτωμα και το κράτος του Ισραήλ. Πολύ θαρραλέοι μελετητές κατέδειξαν εκείνο που για μας τώρα είναι ένα γεγονός: το ότι η εβραϊκή ηγεσία στην Παλαιστίνη δεν έκανε όλα όσα θα μπορούσε να είχε κάνει για να σώσει τους Εβραίους στη διάρκεια του Ολοκαυτώματος, επειδή ενδιαφερόταν περισσότερο για την τύχη των Εβραίων στην ίδια την Παλαιστίνη. Και ακόμα, ότι η μνήμη του Ολοκαυτώματος χειραγωγήθηκε στο Ισραήλ, για να δικαιολογηθούν ορισμένες πολιτικές και ορισμένες στάσεις απέναντι στους Παλαιστίνιους.

Ολο αυτό το έργο επανερμηνείας της ιστορίας του Ισραήλ φτάνει από το 1882 μέχρι τουλάχιστον τη δεκαετία του 1950. Εκατό ή εκατόν είκοσι μελετητές ενεπλάκησαν σε αυτό το εγχείρημα. Φυσικά, στην αρχή, η ισραηλινή κοινή γνώμη δεν αποδέχτηκε αυτά τα νέα αποτελέσματα και εξοργίστηκε πολύ μαζί τους, αλλά εγώ νομίζω ότι ήταν η αφετηρία μιας καλής ευκαιρίας για να αρχίσουμε να επηρεάζουμε την ισραηλινή κοινή γνώμη, ώς το σημείο να αλλάξουμε ορισμένα από τα σχολικά βιβλία. Επειτα ήρθε η δεύτερη Ιντιφάντα και πολλοί άνθρωποι θεώρησαν ότι το Ισραήλ βρισκόταν ξανά σε πόλεμο και όταν είσαι σε πόλεμο δεν μπορείς να ασκείς κριτική στη χώρα σου.

Ιδού λοιπόν πού έχουμε φτάσει τώρα. Πολλοί από εκείνους τους «εναλλακτικούς» μελετητές φίμωσαν το κριτικό τους πνεύμα και πρόσωπα όπως εγώ -μπορώ να μιλάω μόνο για την προσωπική μου εμπειρία- μέσα σε μια νύχτα κατέληξαν να θεωρούνται από ήρωες εχθροί. Δεν είναι μια εύκολη κατάσταση. Στη δεκαετία του '90 το Πανεπιστήμιό μου ήταν πολύ υπερήφανο που εγώ ανήκα στο διδακτικό του προσωπικό. Σε σημείο που το υπουργείο Εξωτερικών έστελνε εκεί πολλά πρόσωπα για να τους δείξει πόσο φιλελεύθερο ήταν αυτό το Πανεπιστήμιο, στο οποίο ανήκε ένα πρόσωπο που ήταν «Νέος Ιστορικός» και που μπορούσε να εκφράζει την κριτική του προσέγγιση. Ετσι το Ισραήλ θεωρούνταν μια ανοιχτή κοινωνία, η μοναδική δημοκρατία που υπήρχε στη Μέση Ανατολή. Μετά το 2000 έγινα ένας εχθρός για το Πανεπιστήμιο. Οχι μόνον το υπουργείο Εξωτερικών έπαψε να στέλνει επισκέπτες, αλλά και το Πανεπιστήμιο προσπάθησε να με στείλει στο εξωτερικό και να μποϊκοτάρει τις επισκέψεις προσώπων, και σχεδόν το κατάφερε το 2002. Θα γινόταν μάλιστα και μια σημαντική δίκη -ευτυχώς η δίκη δεν έγινε-, όπου εγώ θα έπρεπε να υποβληθώ σε όλων των ειδών τις κατηγορίες, που είναι αδιανόητο να μπορούν να υπάρχουν σε μια δημοκρατία: προδοσία εξαιτίας του περιεχομένου των μαθημάτων που έκανα, έλλειψη αφοσίωσης στη χώρα μου και άλλα παρόμοια. Οι θέσεις που εξέφραζα το 2002 ήταν οι ίδιες με εκείνες που εξέφραζα στη δεκαετία του '90. Δεν άλλαξα τις απόψεις μου. Αυτό που είχε αλλάξει ήταν το πολιτικό κλίμα στο Ισραήλ. (...)

* Το κείμενο αυτό του Ισραηλινού Ιλάν Πάπε είναι απόσπασμα μιας διάλεξης που έδωσε στο Τόκιο, τον Μάρτιο του 2007.

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ - ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΙΑΛΚΕΤΣΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: