Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2010


«Δεν πρέπει να αυτοαπομονώνεται ο μειονοτικός»

ΜΙΓΚΙΡΝΤΙΤΣ ΜΑΡΚΟΣΙΑΝ Ο ΑΡΜΕΝΙΟΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΜΙΛΑΕΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΑΜΕΝΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΣ

Ο συγγραφέας Μιγκιρντίτς Μαρκοσιάν γεννήθηκε το 1938 στο Ντιγιάρμπακιρ της νοτιοανατολικής Τουρκίας. Μετά το τουρκικό δημοτικό σχολείο στο Ντιγιάρμπακιρ, συνέχισε σε αρμενικά γυμνάσια και λύκεια στην Πόλη. Υπήρξε στη συνέχεια καθηγητής και διευθυντής ενός από τα σχολεία αυτά.
Το συγγραφικό του έργο άρχισε το 1984 με συλλογή διηγημάτων στην αρμενική γλώσσα. Στη συνέχεια άρχισε να γράφει και στην τουρκική. Το 1992 κυκλοφόρησε το πρώτο τουρκικό βιβλίο. Το 2006 κυκλοφόρησε το τελευταίο του μυθιστόρημα με τίτλο «Χάντρες Κομπολογιού».

Υπήρξε διευθυντής (1966-1972) της αρμενικής Θεολογικής Σχολής στην Κωνσταντινούπολη, της παρόμοιας με τη Σχολή της Χάλκης σχολής Θεολογίας, το κλείσιμο της οποίας προηγήθηκε μάλιστα κατά μερικά χρόνια αυτού της σχολής της Χάλκης. Εκφράζει με το έργο του ένα χαμένο πολιτισμό της Μικρασίας, τον αρμενικό.

Να φανταστεί κανείς ότι πρόκειται για συγγραφέα που έμαθε τη μητρική του γλώσσα στο γυμνάσιο. Αυτό και πολλά άλλα, όπως η πορεία των Αρμενίων και η σχέση τους με τη θρησκεία, ήταν θέματα που κουβεντιάσαμε με τον Μαργκοσιάν στην Κωνσταντινούπολη.

Ποιοι ήταν οι λόγοι για την ίδρυση της Θεολογικής Σχολής στην Πόλη;

«Η σχολή ιδρύθηκε το 1953 και λειτούργησε με σκοπό να μάθουν οι Αρμένιοι της Μικρασίας τη μητρική τους γλώσσα. Στο Ντιγιάρμπακιρ, για παράδειγμα, οι μεγάλοι μιλούσαν αρμενικά, δίχως να έχουν πάει σε κάποιο σχολείο. Εμείς οι μικροί δεν ξέραμε την αρμενική. Είχαμε πάει σε τουρκικά σχολεία. Οι μεγάλοι μιλούσαν και κουρδικά. Αυτό ίσχυε στο Ντιγιάρμπακιρ, στο Σίιρτ, στη Μαλάτια, στο Τόκατ, στο Ελαζιγ. Η Θεολογία όμως δεν προκάλεσε ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Δεν υπήρχαν και εκπαιδευτικοί. Δεν ικανοποίησε κανέναν.

Εκλεισε το 1967. Δεν υπήρχαν μαθητές και οι αρχές έκλεισαν τη σχολή προβάλλοντας αυτό ώς δικαιολογία».

Πρώτα η ταυτότητα

Μπορούμε όμως να πούμε ότι οι Αρμένιοι υπήρξαν κάπως πιο «κοσμικοί» σε σχέση με τους Ελληνες της Πόλης;

«Οι παπάδες έρχονταν τότε στο Ντιγιάρμπακιρ για να συγκεντρώσουν παιδιά ώστε να πάνε αυτά στο σχολείο στην Πόλη. Ο κόσμος δεν ήθελε να γίνουν παπάδες τα παιδιά. Ηδη έχουμε σχεδόν τελειώσει, σκέφτονταν, να γίνουν και παπάδες τα παιδιά; Το 1915, όπως θέλετε ονομάστε το, προκάλεσε μεγάλο πόνο. Το αποτέλεσμα ήταν να κλειστούν οι Αρμένιοι στον εαυτό τους. Και εκεί στηρίχθηκαν στην εκκλησία. Σχεδόν δίπλα σε κάθε εκκλησία υπήρχε και ένα σχολείο. Ηταν η εκκλησία στήριγμα για την ταυτότητα του Αρμένιου. Αλλά περισσότερο από την πίστη, αυτό είχε να κάνει με την ταυτότητά του. Δηλαδή, οι Αρμένιοι δεν υπήρξαν έντονα πιστοί. Πάντα υπήρχε μια διαφορά μεταξύ Αρμενίων και Ελλήνων. Θυμάμαι, όταν και τότε στην Πόλη οι Αρμένιοι, τα νέα παιδιά, μεταξύ τους μιλούσαν τουρκικά, όταν περνούσα μπροστά από ελληνικά σχολεία άκουγα τα Ρωμιόπαιδα να μιλούν ελληνικά».

Πώς είναι να μαθαίνει κανείς τη μητρική του γλώσσα αργότερα ή να γράφει λογοτεχνικά κείμενα και σε δύο γλώσσες μαζί;

«Είναι κάπως πληκτικό να μαθαίνεις τη μητρική σου γλώσσα αργότερα. Οταν ήρθαμε στην Κωνσταντινούπολη από το Ντιγιάρμπακιρ, άρχισα να μαθαίνω μια γλώσσα που δεν ήξερα. Πρώτα απ' όλα υπάρχει το ψυχολογικό πρόβλημα του παιδιού που προσπαθεί να μάθει τη γλώσσα του. Σε απομονώνουν, γίνεσαι περίγελος και ορισμένες φορές δεν καταλαβαίνουν οι άλλοι αυτά που λες. Εγώ προσπάθησα να το ξεπεράσω αυτό διαβάζοντας όλο και περισσότερο. Διαβάζοντας ακόμη και βιβλία που δεν καταλάβαινα. Προσπαθούσα να μάθω τη γλώσσα μου και τα κατάφερα. Αρχισα να γράφω αρμενικά. Μετά δύο χρόνια προσπάθησα να γράψω κάποια λογοτεχνικά κείμενα. Τα πρώτα μου βιβλία είναι αρμενικά. Μετά ήρθε μια πρόταση να βγουν τα βιβλία στα τουρκικά. Και έγινε καλό, γιατί τα ξαναέγραψα, δεν τα μετέφρασα. Πρόσθεσα και κάποια πράγματα. Στο σχολείο, στη Θεολογική Σχολή, 13 χρόνια μετά την αποφοίτησή μου διορίστηκα καθηγητής και δίδαξα αρμενική γλώσσα και φιλολογία».

«Η κουλτούρα έχει εξαφανιστεί»

Είχαν απήχηση τα βιβλία σας στην Αρμενία;

«Πωλήθηκαν πολύ λίγα».

Γιατί;

«Είναι θέμα ενδιαφέροντος. Για πολλά χρόνια δεν υπήρχαν σχέσεις με την Αρμενία. Κάποτε έρχονταν κάποια βιβλία από την Αρμενία, επί Σοβιετικής Ενωσης. Μετά όμως φυσικά υπήρξε ενδιαφέρον. Πήγα μάλιστα και στην Αρμενία και μίλησα για τα βιβλία. Εδώ όμως στην Πόλη, τα αρμενικά βιβλία μου έχουν κάνει πέντε εκδόσεις. Το μήνυμα που βγαίνει από το βιβλίο μου είναι η κουλτούρα που έχει εξαφανιστεί στο Ντιγιάρμπακιρ. Αυτό περιγράφω. Σαν να έβγαλα κάτι μέσα από τη λάσπη και το ανέδειξα. Εάν έγραφα κάτι με τη φαντασία μου, δεν θα είχε τόσο ενδιαφέρον».

Σας έχουν χαρακτηρίσει Αρμένιο Γιασάρ Κεμάλ ή Καζαντζάκη...

«Ναι, το έχουν πει αυτό για μένα».

Αυτό που λέτε ότι τελείωσε, όταν πάρει τη μορφή λογοτεχνίας, και έχοντας υπόψη και τους σημερινούς Αρμένιους, μήπως δεν τελείωσε;

«Οταν έχετε απώλειες, βάζετε τα πράγματα σε μια ζυγαριά. Εάν δούμε τη ζυγαριά μέσα στην ιστορική πορεία, έχουμε χάσει πολλά πράγματα. Πράγματα δίχως επιστροφή, υλικά και ηθικά. Αυτά που περιγράφω εγώ, είναι πολύ μικρό μέρος αυτών που έχουμε χάσει. Παρ' όλα αυτά, προκαλεί ενδιαφέρον».

Εάν δεν υπάρχει όμως κάποιος άλλος που το κάνει, τότε αυτό έχει μεγάλη αξία.

«Δεν υπάρχει, αλλά ως εξής. Μέχρι το 1915 δεν υπήρχαν Αρμένιοι λογοτέχνες, που να ασχολούνται λογοτεχνικά με το θέμα αυτό της υπαίθρου. Λόγου χάρη, ο Χαγκόπ Μιντζούρι. Εγώ είμαι ο τελευταίος κρίκος στην αλυσίδα αυτή».

Κατά κάποιον τρόπο μιλάμε για μια αλυσίδα της αρμενικής εκδοχής στην ονομαζόμενη «λογοτεχνία της υπαίθρου» στην Τουρκία;

«Ναι, αλλά αυτά που περιγράφω εγώ, είναι μεν το Ντιγιάρμπακιρ, αλλά δεν είναι το χωριό. Δεν γράφω τον αγρό. Γράφω για το σιδεράδικο του θείου μου και φτιάχνω εκεί δρεπάνια. Κατά κάποιον τρόπο αλλάζω κοινωνική τάξη. Είναι μεν ύπαιθρος, αλλά, έστω και σε μικρές διαστάσεις, μιλάμε για πόλη. Γράφω για τους μικροεπαγγελματίες και τα μαγαζιά. Για τον μπακάλη, τον μυλωνά, τον ράφτη».

Ο πολιτισμός των μειονοτικών

Τι λέτε για τις μειονότητες στην Τουρκία και την ιστορία τους στα πολιτιστικά πράγματα της χώρας;

«Από πλευράς χριστιανικών μειονοτήτων ήταν, για παράδειγμα, φυσιολογική η παρουσία της γυναίκας στο θέατρο, πράγμα που δεν μπορούσε να γίνει για την πλειοψηφία, δηλαδή τους μουσουλμάνους. Αλλά πιστεύω ότι όσο λάθος είναι να παραπονιέται ο μειονοτικός για την όποια απομόνωσή του, άλλο τόσο λάθος είναι και να περηφανεύεται γι' αυτή του την παρουσία στα καλλιτεχνικά πράγματα. Δηλαδή, είναι λάθος να είναι εσώκλειστες οι μειονότητες, οι μειονοτικοί να κρύβουν τα ονόματά τους κ.λπ. Το ζητούμενο είναι να είναι κανείς συνειδητός. Σαφώς υπήρξαν φάσεις σημαντικές που προκάλεσαν φόβο. Υπάρχει το 1915, τα γεγονότα της 6ης-7ης Σεπτεμβρίου 1955, ο Φόρος Περιουσίας κ.λπ. Πρέπει να είναι συνειδητοποιημένος ο μειονοτικός, να γνωρίζει την όποια αξία του και να μην αυτοαπομονώνεται. Σαφώς και υπάρχουν ζητήματα δικαιωμάτων. Και σε αυτό πιστεύω ότι επιδρά θετικά η ευρωπαϊκή διαδικασία της Τουρκίας».
ΑΡΗΣ ΑΜΠΑΤΖΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 15/2/2010

«Ο κόσμος της νύχτας δεν διαφέρει από το σπίτι μας»

Πώς ένα κορίτσι καλής οικογενείας, μεγαλωμένο στου Παπάγου με το πιάνο και τα γαλλικά του, πτυχιούχος της Νομικής Αθηνών και μ' ένα διδακτορικό στα σκαριά για το Πανεπιστήμιο Αιγαίου, πιάνει δουλειά σε μπαρ ως κονσοματρίς; Στην περίπτωση της Λιόπης Αμπατζή συνέβη ως εξής:

«Είτε είσαι μπαρόβια, είτε μετανάστρια, είτε νοικοκυρά, η σεξουαλικότητα, οι σχέσεις, και άλλα πολλά, συνδέονται με το περιεχόμενο της θηλυκότητας στην κοινωνία μας» λέει η Λιόπη Αμπατζή.

Τον Νοέμβριο του '96, όταν ξεκινούσε την έρευνά της γύρω από τη γυναικεία πορνεία στη σύγχρονη Ελλάδα, συνοδευόμενη από έναν καλό της φίλο έκανε μια αναγνωριστική επίσκεψη σ' ένα απ' αυτά τα ημιφωτισμένα μπαρ με γυναίκες πίσω απ' το «Χίλτον» που σήμερα δεν λειτουργεί πια. Βολεύτηκαν κι οι δυο στα σκαμπό τους, παρήγγειλαν ποτά, έπιασαν κουβέντα με την κοπέλα που τους τα σέρβιρε, την κέρασαν και κάποια στιγμή -με τη χαρακτηριστική άνεση του αφελούς που αγνοεί το νόημα της ερώτησής του- η Αμπατζή ζήτησε να μάθει: «Εχει δουλειά το μαγαζί;».

Αυτό ήταν! Λίγα δευτερόλεπτα μετά, το αφεντικό τού μπαρ βρισκόταν από πάνω της, και μ' ένα γλυκό αλλά και πονηρό ταυτόχρονα χαμόγελο ρωτούσε με τη σειρά του: «Τι έγινε μικρή; Θες να δουλέψουμε μαζί;». Για το επόμενο τετράμηνο, έξι βράδια τη βδομάδα εκτός Κυριακής, η Αμπατζή χρησιμοποιούσε το σώμα της ως εργαλείο και με τις δύο ιδιότητές της: τόσο ως κοινωνική ανθρωπολόγος που εξερευνά την πολιτισμική πρακτική της κονσομασιόν, όσο και σαν κονσοματρίς, η αξία της οποίας μετριέται από την ποσότητα των κερασμένων ποτών που αποσπά ως θηλυκό από τους άντρες-πελάτες.

Η έρευνά της, βέβαια, συνεχίστηκε κι έξω από τα μπαρ, στα σπίτια γυναικών -ανύπαντρες μητέρες γύρω στα 30 με 35, οι περισσότερες- που την εμπιστεύτηκαν ανοίγοντάς της κι άλλες «πόρτες» επαγγελματιών του χώρου, και με τις οποίες η ίδια εξακολουθεί να διατηρεί φιλικές επαφές. Επί ενάμιση χρόνο, η Λιόπη Αμπατζή εκτελούσε για χάρη τους χρέη μπέιμπι σίτερ, έχοντας έτσι την ευκαιρία να μοιραστεί την καθημερινότητά τους, ν' ακούσει τις ιστορίες τους και να μυηθεί στα μυστικά της «καυλάντας» και της «καψούρας», που, δοσμένα με αμεσότητα και γλαφυρότητα- σπάνιες αρετές για ακαδημαϊκή εργασία- απλώνονται τώρα στο βιβλίο της «Ποτό για παρέα» (εκδ. «Κέδρος»).

Μ' αυτήν την αφορμή την αναζητήσαμε: για την πρόσβαση που μας εξασφάλισε σ' έναν χώρο εμπορευματοποιημένης ερωτικής επικοινωνίας, στον οποίο κανείς κοινωνικός ανθρωπολόγος στην Ελλάδα δεν είχε κάνει επιτόπια έρευνα νωρίτερα. Την εντοπίσαμε στο Ρέθυμνο, όπου ζει κι εργάζεται τώρα, παραδίδοντας μαθήματα περί φύλου και σεξουαλικότητας στο τμήμα Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κρήτης:

- Μπορούσατε ποτέ να φανταστείτε τον εαυτό σας ως πιθανή κονσοματρίς;

«Κάθε άλλο! Ούτε είχα στόχο να δουλέψω σαν τέτοια στη διάρκεια της έρευνάς μου. Γρήγορα ωστόσο συνειδητοποίησα, πως σε αντίθεση με τους οίκους ανοχής που είχα σκεφτεί να μελετήσω αρχικά, τα μπαρ με γυναίκες ήταν πολύ πιο προσπελάσιμα. Κι όταν μου παρουσιάστηκε η ευκαιρία, συμφώνησα χωρίς να το σκεφτώ καν. Ο ιδιοκτήτης του μπαρ αγνοούσε την πραγματική ιδιότητά μου. Κι όλους τους μήνες που δούλεψα εκεί, βασανιζόμουν από ενοχές ότι τον κοροϊδεύω. Του το αποκάλυψα φεύγοντας. Θυμάμαι ακόμα την αντίδρασή του: "Πού θα πας; Ευκαιρία να βρεις τον πελάτη που θα υποστηρίξει τις σπουδές σου!"».

- Δεν δυσκολευτήκατε να μπείτε στον ρόλο;

«Δυσκολεύτηκα. Προσπαθούσα να λειτουργήσω σαν... καλή μαθήτρια, αλλά ταυτόχρονα αγωνιούσα συνεχώς μήπως και με διώξουν. Εμφανιζόμουν σαν φρικιό, με πορτοκαλί τζιν και αρβύλες και μιλούσα πάντα στον πληθυντικό στους πελάτες, γεγονός που δεν ενέπνεε και μεγάλη οικειότητα. Το βασικό μου «προσόν» δεν ήταν η ομορφιά -σ' αυτά τα μέρη, άλλωστε, όλοι οι σωματότυποι χωράνε- αλλά η διάθεσή μου να επικοινωνήσω, να μάθω, να μυηθώ στον κόσμο της κονσομασιόν. Κάθε βράδυ πριν πιάσω δουλειά, παρακολουθούσα τα δελτία ειδήσεων για να έχω θέμα συζήτησης από την επικαιρότητα, ενημερωνόμουν και περί τα ποδοσφαιρικά που ως τότε δεν με απασχολούσαν καθόλου, αλλά υπήρξαν φορές που το θέμα της κουβέντας ήταν "γυναικείο", όπως η μαγειρική. Δεν είχα και τη μεγαλύτερη επιτυχία, ούτε επεδίωξα να με καψουρευτεί κάποιος αλλά, κάνοντας αρκετούς να με κεράσουν, επιβίωσα!».

- Οι δικοί σας άνθρωποι πώς αντέδρασαν; Γίνατε αποδέκτης και κακόβουλων σχολίων;

«Εκείνη την εποχή ήμουν 25 χρόνων κι έμενα ακόμα με τους γονείς μου. Ενημέρωσα και τους δύο. Αναστολές δεν είχε κανείς τους. Ομως η μητέρα μου αγωνιούσε σε τέτοιο σημείο, που δεν έπεφτε για ύπνο μέχρι να σιγουρευτεί ότι επέστρεψα. Κι όμως, όπως διαπίστωσα αμέσως σχεδόν, οι σχέσεις που αναπτύσσονται σ' αυτά τα μπαρ είναι απολύτως οριοθετημένες. Οι γυναίκες δεν απειλούνται εκεί μέσα, δεν νιώθουν ότι κινδυνεύουν. Απ' τη μεριά των φίλων και των συναδέλφων μου, πάλι, δέχτηκα μεγάλη βοήθεια. Υπήρξαν και κάποιοι που αναρωτήθηκαν αν θα τα καταφέρω, αλλά οι περισσότεροι έρχονταν στο μπαρ για να με ενισχύσουν, ως πελάτες δήθεν, φροντίζοντας να μην προδοθούν. Επιπλέον, με αντιμετώπιζαν με τεράστιο θαυμασμό, ο οποίος όμως μέσα μου μετασχηματιζόταν σε αγωνία. Ειδικά την περίοδο που έγραφα τη διατριβή, ένιωθα να λυγίζω από τις προσδοκίες τους...».

Εγκλωβισμένες στο λούκι

- Είδατε κι άλλα στερεότυπα να ανατρέπονται κατά την έρευνά σας; Είναι όντως θύματα οι γυναίκες που κάνουν αυτό το επάγγελμα ή πρόκειται για επιλογή τους;

«Καμιά από τις γυναίκες που συνάντησα δεν είχε δακρύβρεχτη ιστορία να αφηγηθεί, κι ας ένιωθαν όλες τους εγκλωβισμένες στο "λούκι". Αντίθετα, οι περισσότερες είχαν επιχειρήματα που στοιχειοθετούσαν ως οικονομικά συμφέρουσα την επιλογή τους. Η κονσομασιόν δεν είναι παρά μια πολιτισμική δυνατότητα που τους προσφέρει το φύλο τους, και την οποία, καθεμία αξιοποιεί με περισσότερη ή λιγότερη επιτυχία. Είναι μια δουλειά με τα πλεονεκτήματα της άμεσης ανταμοιβής και της ελευθερίας κινήσεων, στα οποία πρέπει να προσθέσουμε κι αυτό: λίγο είναι να ξοδεύει κανείς στα πόδια σου τόσα χρήματα; Ωστόσο, υπάρχουν όρια στο επάγγελμα, και ηλικιακά και ψυχικά. Οι περισσότερες από τις συνομιλήτριές μου έχουν αλλάξει ζωή πλέον. Η είσοδος άλλωστε ξένων γυναικών στο χώρο ήταν αμείλικτη...».

- Πόσο άλλαξε το τοπίο της κονσομασιόν από τότε που το γνωρίσατε από τα μέσα;

«Στα χρόνια που μεσολάβησαν, το ενδιαφέρον μετατοπίστηκε. Από το ποτό για παρέα, περάσαμε στο ποτό με... θέα. Οι κονσοματρίς έδωσαν τη θέση τους στις στριπτιζέζ. Πώς να πιάσεις κουβέντα αν δεν γνωρίζεις ελληνικά; Οσο για τις τιμές, εκτινάχθηκαν. Το μονό ποτό που κόστιζε κάποτε 1.200 δραχμές, σήμερα κοστίζει σχεδόν τα τριπλάσια (10 ευρώ). Κι όσο πιο τσιμπημένες οι τιμές, τόσο μεγαλύτερη κι η αποθάρρυνση για κέρασμα. Ο κύκλος αυτών των μπαρ κλείνει σιγά σιγά, μολονότι υπάρχουν αρκετά ακόμα. Τη φθορά όμως την διέκρινες και στα τέλη του '90. Ολα όσα είχα επισκεφθεί, έμοιαζαν ν' ανήκουν σε άλλη εποχή. Η αισθητική τους παρέπεμπε στο 1980, εξωτερικά έδιναν εικόνα εγκατάλειψης και οι ιδιοκτήτες τους μιλούσαν για κρίση από τότε».

- Η πελατεία αυτών των μπαρ, όπως γράφετε, περιλαμβάνει από εργάτες μέχρι εφοπλιστές, από γεωργούς μέχρι ανώτατους δικαστικούς και διάσημους καλλιτέχνες, από αλβανούς μετανάστες μέχρι ιάπωνες επιχειρηματίες. Είναι πράγματι άντρες που χωλαίνουν σε κάτι κι αναζητούν πληρωμένη συντροφιά ή μήπως κι αυτό ένα κλισέ είναι;

«Ετσι τους αντιμετωπίζουν οι γυναίκες που εργάζονται στα μπαρ, για να μειώσουν κάπως την κυριαρχία τους. Εχουν συνηθίσει να τις ρωτούν "πώς βρέθηκες εσύ εδώ, πώς κατάντησες;". Την ίδια ακριβώς αντίδραση εισέπραξα από έναν γνωστό μου από τα μαθητικά μου χρόνια, που εμφανίστηκε ξαφνικά ένα βράδυ στο μέρος που δούλευα κι απόρησε: "Τόσες σπουδές για το κωλόμπαρο; Τι σου συνέβη;". Αντιμέτωπες με τον οίκτο των ανδρών, οι γυναίκες γαντζώνονται με τη σειρά τους από τα στερεότυπα, και προκειμένου ν' αμυνθούν, τ' αντιστρέφουν προς όφελός τους. Ομως και οι άντρες, δέσμιοι των φορτίων τους είναι. Πάνε εκεί για να δείξουν σε άλλους άντρες ότι είναι ικανοί, ότι διαθέτουν ερωτική επιθυμία κι ότι έχουν χρήματα να ξοδέψουν και για τον εαυτό τους, όχι μόνο για την οικογένεια».

- Υπάρχει δυνατότητα ν' αναπτυχθούν αυθεντικά συναισθήματα σε τέτοιους χώρους;

«Τι εννοείτε; Μιλάτε για εξιδανικευμένους έρωτες τύπου Ρωμαίου και Ιουλιέτας μήπως; Μα και η καψούρα αυθεντικότατο συναίσθημα είναι, όπως και το πάθος, το μίσος, η απελπισία. Δείτε και την ιστορία της Λίνας και του Σάκη, που από πελάτης έγινε σύζυγός της, την οποία προτάσσω στο βιβλίο: όπως πολλά ζευγάρια γύρω μας, αγαπήθηκαν κι έπειτα μισήθηκαν».

- Στο «Ποτό για παρέα» δημοσιεύετε ατόφια τη διατριβή σας ή προχωρήσατε σε κάποιες αλλαγές ώστε να προσεγγίσετε ένα ευρύτερο κοινό;

«Δεν άλλαξα ούτε λέξη. Καθώς όμως η ακαδημαϊκή κοινότητα είναι ήδη ενήμερη για το περιεχόμενο του βιβλίου, ελπίζω να το διαβάσουν κι άλλοι, έξω από αυτήν, όχι βέβαια για να γίνουν... καλύτεροι άνθρωποι αλλά για να εξοικειωθούν με πράγματα που θεωρούν πολύ μακρινά τους, ενώ τους αφορούν. Δεν έχουμε μελετήσει όσο θα έπρεπε τη σεξουαλικότητά μας. Ζούμε σε καρτεσιανές διχοτομίες του τύπου άντρας-γυναίκα, νους-σώμα, φύση-πολιτισμός, ενώ όλα είναι μπερδεμένα μεταξύ τους κι αλληλοεπηρεάζονται. Ούτε οι διαχωρισμοί μεταξύ θυτών και θυμάτων στον τομέα της σεξουαλικής εργασίας βοηθάνε κανέναν. Αυτό που χρειάζεται είναι η μελέτη του πολιτισμού που εγκαθιστά επιθυμίες και παράγει στερεότυπα».

- Τι αντίκτυπο είχε τελικά αυτή η εμπειρία πάνω σας;
Πώς ένα κορίτσι καλής οικογενείας, μεγαλωμένο στου Παπάγου με το πιάνο και τα γαλλικά του, πτυχιούχος της Νομικής Αθηνών και μ' ένα διδακτορικό στα σκαριά για το Πανεπιστήμιο Αιγαίου, πιάνει δουλειά σε μπαρ ως κονσοματρίς; Στην περίπτωση της Λιόπης Αμπατζή συνέβη ως εξής:

«Να μία ερώτηση που θα εκκρεμεί πάντα, όσο κι αν πίστευα, αφελώς, ότι τελειώνοντας τη διατριβή θα είχα ξεμπερδέψει... Κατά βάθος δεν ξέρω ούτε γιατί διάλεξα αυτό το θέμα, ούτε γιατί δούλεψα στο μπαρ. Ξέρω, ωστόσο, πως ό,τι έκανα, το έκανα με γνήσιο ενδιαφέρον και με πάθος, κι ότι οι εμπειρίες που απέκτησα δεν μεταφέρονται στο χαρτί, δεν μπαίνουν σε κουτάκια, δεν αναλύονται αλλά θα είναι πάντα μαζί μου, με όλο το μυστήριο που τις περιβάλλει.

»Στη δύστροπη, όπως αποδείχτηκε, περίοδο συγγραφής, αργά και οδυνηρά συνειδητοποίησα πως όσα συμβαίνουν στον "κόσμο της νύχτας", δεν είναι διαφορετικά απ' όσα γίνονται στο "σπίτι" μας. Κι ότι οι καινούριες μου φίλες είχαν τα ίδια ζητήματα να διαχειριστούν μ' εμένα και τις άλλες γυναίκες γύρω μου. Είτε είσαι πανεπιστημιακός, είτε μπαρόβια, είτε μετανάστρια, είτε νοικοκυρά, το σώμα, η σεξουαλικότητα, τα συναισθήματα, οι σχέσεις με τους άντρες, το χρήμα, η κατανάλωση, η μητρότητα και άλλα πολλά, συνδέονται με το περιεχόμενο της θηλυκότητας στην κοινωνία όπου όλοι ζούμε». *
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 15/2/2010

«Η διαπολιτισμική δουλειά δίνει στα παιδιά μας αξίες»

Με πλήθος εκπαιδευτικών και κοινωνικών φορέων στο πλευρό της, η πρώην διευθύντρια του 132ου Δημοτικού Σχολείου Αθηνών, Στέλλα Πρωτονοταρίου, που μηνύθηκε για τις διαπολιτισμικές δράσεις που εφάρμοσε εκεί, αθωώθηκε πανηγυρικά από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, την περασμένη Παρασκευή.
Σε μια εντυπωσιακή μεταστροφή, ο μηνυτής και σημερινός διευθυντής του σχολείου, Εμμ. Γιουτλάκης, δήλωσε πως τον είχαν βάλει από το υπουργείο να διακόψει τα προγράμματα και πήρε πίσω τις κατηγορίες.

***Μένει να δούμε αν θα αποσύρει και τη δεύτερη μηνυτήρια αναφορά του, με βάση την οποία διενεργείται νέα προανάκριση εις βάρος της Στ. Πρωτονοταρίου, για «παράβαση καθήκοντος κατ' εξακολούθηση» και για «παράνομη» διδασκαλία αλβανικής μητρικής γλώσσας στους μαθητές και ελληνικών στους μετανάστες γονείς τους.

***Ο ίδια, διευθύντρια πλέον στο 112ο Δημοτικό -ένα από τα 22 σχολεία του συγκροτήματος της Γκράβας- μας είχε μιλήσει λίγο πριν από τη δίκη.

* Ποια ήταν η κατάσταση στο 132ο Δημοτικό όταν αναλάβατε;

- Στο 132ο Δημοτικό, περίπου το 72% των μαθητών είναι μετανάστες από 11 διαφορετικές χώρες. Οταν πήγα να δουλέψω εκεί, πολλά παιδιά Ελληνες και μετανάστες αντιμετώπιζαν προβλήματα καθώς προέρχονταν από ευάλωτες κοινωνικές ομάδες και δεν είχαν υποστήριξη στο σπίτι. Οι μετανάστες γονείς είχαν ελάχιστη έως καθόλου επαφή με το σχολείο, λόγω άγνοιας της γλώσσας, ενώ οι έλληνες γονείς συχνά ήταν καχύποπτοι γιατί τα παιδιά τους βρίσκονταν στην τάξη με τόσα ξένα παιδιά. Ετσι, είχαμε φαινόμενα σοβαρών εντάσεων ανάμεσα στους γονείς αλλά και ανάμεσα στους μαθητές. Και οι δάσκαλοι δεν είχαν τα μεθοδολογικά εργαλεία και τις γνώσεις να διαχειριστούν την ετερογένεια στην τάξη με αποτελεσματικότητα. Ετσι υπήρχε μια κρίση στο σχολείο, μια δυσλειτουργία.

* Υπήρχαν τάξεις υποδοχής;

- Στην αρχή άτυπα και μετά, με το νόμο, αυτόματα, κάναμε μία από τις πρώτες τάξεις υποδοχής. Στόχος μας τότε, μέσα σε αυτή την κρίση ήταν να αξιοποιήσουμε θετικά την ανομοιογένεια του μαθητικού πληθυσμού, να μετατρέψουμε αυτό που θεωρείται μειονέκτημα σε πλεονέκτημα για όφελος όλων των παιδιών, Ελλήνων και μεταναστών. Οργανώσαμε δράσεις διαπολιτισμικής εκπαίδευσης, τις οποίες συναποφασίζαμε συλλογικά στο σύλλογο διδασκόντων και γινόταν πολύ σταθερά η αποτίμησή τους. Διδάχτηκαν τα αλβανικά και τα αραβικά ως μητρικές γλώσσες, έγιναν μαθήματα ελληνικών για τους γονείς, οργανώθηκαν εργαστήρια και παράχθηκε εκπαιδευτικό υλικό που βραβεύτηκε πολλές φορές εδώ και στο εξωτερικό.

* Είχατε την ελευθερία να τα κάνετε αυτά μέσα στο υφιστάμενο πλαίσιο;

- Ναι, βέβαια. Ολα γίνονταν χωρίς να καταστρατηγείται το αναλυτικό πρόγραμμα διδασκαλίας και ήταν στηριγμένα στην παιδαγωγική θεωρία και στην επιστημονική έρευνα. Ηταν ενταγμένα σε ευρωπαϊκά προγράμματα Ολυμπιακής Παιδείας που είχαν εγκριθεί για δύο συνεχόμενες χρονιές. Επίσης στηρίχτηκαν στην υπουργική απόφαση για τη διαπολιτισμική εκπαίδευση και ήταν σε απόλυτη γνώση του υπουργείου Παιδείας.

* Τι αποτελέσματα είχε, τελικά, η εφαρμογή αυτών των δράσεων;

- Καταγράψαμε πολύ σημαντική βελτίωση τόσο σε μαθησιακό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Σταμάτησαν, επίσης, εντελώς οι μαθητικές διαρροές αλλά και τα φαινόμενα ξενοφοβίας, βίας και ρατσισμού ανάμεσα σε παιδιά και γονείς. Η διαπολιτισμική δουλειά ενός σχολείου εμβολιάζει τα παιδιά σε αξίες, στην αλληλεγγύη, στην ανθρωπιά, στο σεβασμό στη διαφορετικότητα.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ στην ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΜΠΟΥΜΠΟΥΚΑ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 15/2/2010

Διεθνής Νεοφιλελεύθερη Τρομοκρατία

ΓΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟ της εθνικής κυριαρχίας μίλησε ο πρωθυπουργός. Αναφέρθηκε στη σκληρή επιτήρηση των Βρυξελλών με την «τεχνογνωσία» -έτσι την είπε- του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Σε διαδοχικές δηλώσεις του ο Γιώργος Παπανδρέου καταλόγισε την ευθύνη στην κυβέρνηση της Ν.Δ. Σαφώς υπονόησε συμπαιγνία του Κώστα Καραμανλή με τον Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο. Ανοχή του προέδρου της Επιτροπής προς τον πρώην έλληνα πρωθυπουργό - λόγω, φαίνεται, κομματικής αλληλεγγύης...

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ, όμως, δεν είναι ο περιορισμός της κυριαρχίας μας. Συναινέσαμε σ' αυτόν. Με την ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή Ενωση, που περιόρισε την ελευθερία μας στη σύναψη διεθνών συμβάσεων, ιδίως στον οικονομικό αλλά και κοινωνικό τομέα. Με την ένταξή μας στην Οικονομική και Νομισματική Ενωση (ΟΝΕ), στο ευρώ, που κατήργησε τη νομισματική αυτονομία και κυριαρχία της Ελλάδας. Το πρόβλημα είναι ο περιορισμός της Δημοκρατίας.

ΤΙΠΟΤΕ πιο αντιδημοκρατικό από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Η ιστορία του το αποδεικνύει. Οι συνταγές του, αντιλαϊκές και αντικοινωνικές, οδήγησαν τα κράτη που βρέθηκαν στην ανάγκη να τις εφαρμόσουν στην καταστροφή. Το έδειξε διά μέσου των κειμένων του ο Νόαμ Τσόμσκι για τα κράτη της Λατινικής Αμερικής ιδίως. Η Ευρωπαϊκή Ενωση και η ευρωζώνη το συναγωνίζονται για τους αδύναμους κρίκους τους. Τους λείπει η τεχνογνωσία. Την δανείζονται. Μας το είπε ο πρωθυπουργός μας και πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς.

ΠΡΟΣΦΕΥΓΟΥΜΕ στις νεοφιλελεύθερες συνταγές του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για να ικανοποιήσουμε τις αντίστοιχες απαιτήσεις της ευρωζώνης. Αμυνόμαστε στην τρομοκρατία των αγορών, υποκύπτοντας στη νεοφιλελεύθερη τρομοκρατία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, του eurogroup. Με αυτούς τους όρους, θα μας στηρίξουν αν χρειαστεί. Από τη Σκύλλα στη Χάρυβδη. Η βέβαιη, η αναπόφευκτη και δικαιολογημένη κοινωνική αναταραχή που θα επιδεινώσει την κρίση θα θεωρηθεί έλλειψη πατριωτισμού. Η υποταγή στη διεθνή νεοφιλελεύθερη τρομοκρατία επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων.

ΑΛΛΑΞΑΜΕ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ. Στη Δημοκρατία, αυτή την αντιπροσωπευτική με τους όποιους περιορισμούς και τις όποιες εντόπιες παρεκκλίσεις, τούτο σημαίνει αλλαγή πολιτικής. Από τη συντηρητική και νεοφιλελεύθερη, στην άλλη. Την επονομαζόμενη σοσιαλιστική. Πράγμα αδύνατο στην ευρωζώνη. Με την «τεχνογνωσία» του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Με τις συνταγές των ιδιωτικοποιήσεων, του περιορισμού των αποδοχών των εργαζομένων, των δικαιωμάτων, των προσδοκιών τους, της ευελιξίας στην αγορά εργασίας, της μείωσης του δημοσιονομικού ελλείμματος σε περίοδο ύφεσης με αύξηση της ανεργίας.

ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΑΝΟΗΤΗ η προσπάθεια της κυβέρνησης να περάσει τις Συμπληγάδες της νεοφιλελεύθερης τρομοκρατίας με όλα τα μέσα. Με τα μέτρα όμως που προαναγγέλλει και την τεχνογνωσία που υιοθετεί αποκτούν άλλο νόημα, αντίθετο, οι καταδικαστικές για τη Ν.Δ. δηλώσεις του πρωθυπουργού. Μοιάζει σαν να μην πήραν οι συντηρητικοί τα νεοφιλελεύθερα μέτρα που θα πάρουν τώρα οι σοσιαλιστές με την «τεχνογνωσία» του ΔΝΤ.

Η ΕΥΡΩΠΗ, πιστεύαμε, είχε μια τεχνογνωσία Δημοκρατίας και κοινωνικού κράτους. Χρειάζεται, δηλαδή, ένα σχέδιο διάσωσής τους από τις απειλές της νεοφιλελεύθερης τρομοκρατίας των αγορών και του ΔΝΤ. Αυτό όμως το σχέδιο, Α, Β ή Γ, ποιος θα το εκπονήσει;
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 15/2/2010

Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2010

Η «αναψηλάφηση» της Ιστορίας

Μέχρι ποιο σημείο μπορεί η Δικαιοσύνη να υποκαταστήσει το έργο των ιστορικών;
Στις 20 Δεκεμβρίου 2009 η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου αποφάσισε την επανάληψη της ιστορικής «Δίκης των Εξι» (1922). Της συνοπτικής, με άλλα λόγια, διαδικασίας με την οποία ένα έκτακτο στρατοδικείο, που συστάθηκε ειδικά για την περίσταση την επαύριο της μικρασιατικής καταστροφής από το «επαναστατικό» στρατιωτικό καθεστώς των Πλαστήρα-Γονατά, δίκασε εντός δεκαπενθημέρου και καταδίκασε σε θάνατο για εσχάτη προδοσία τη μέχρι τότε ανώτατη πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της χώρας: τρεις πρωθυπουργούς (Δημήτριο Γούναρη, Νικόλαο Στράτο, Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη), έναν υπουργό Στρατιωτικών (Νικόλαο Θεοτόκη), έναν υπουργό Εξωτερικών (Γεώργιο Μπαλτατζή) και τον τελευταίο αρχιστράτηγο του μετώπου (Γεώργιο Χατζηανέστη). Οι καταδικασθέντες εκτελέστηκαν στο Γουδή, με αποτέλεσμα τον αποκεφαλισμό της αντιβενιζελικής παράταξης για μια δεκαετία.

Ηταν εμφανώς μια δίκη πολιτικής σκοπιμότητας. Οχι μόνο με τη στενή έννοια, της εξόντωσης δηλαδή της αντίπαλης πολιτικής ηγεσίας, αλλά και με την έννοια της συμβολικής θυσίας που κρίθηκε απαραίτητη για την εκτόνωση της συσσωρευμένης λαϊκής οργής.

«Ολόκληρος η χώρα είναι ανάστατος», περιγράφει χαρακτηριστικά το κλίμα των ημερών ένας αγωνιστής τής τότε κομμουνιστικής Αριστεράς. «Οργή και αγανάκτηση παντού. Οι δρόμοι είναι γεμάτοι από ένοπλους στρατιώτες που δεν πειθαρχούν σε κανέναν. Χιλιάδες και χιλιάδες πρόσφυγες γυμνοί και πεινασμένοι κατακλύζουν τα λιμάνια, τους δρόμους, τις πλατείες. Οι αρχές έχουν παραλύσει και ουσιαστικά είναι ανύπαρκτες. Στη Ραιδεστό οι αρχές καταλύονται, διαδηλώσεις συγκροτούνται και κόκκινες σημαίες κάνουν την εμφάνισή τους. Η βασική αποστολή της στρατιωτικής "επανάστασης" ήταν φυσικά να σώσει το καπιταλιστικό καθεστώς. Και για να δαμάσουν τα εξαγριωμένα πλήθη, τους ρίχνουν τα πτώματα των πέντε υπουργών και του αρχιστρατήγου» (Αγις Στίνας, «Αναμνήσεις», 2η έκδοση, Αθήνα 1985, σ. 62-3).

Από τεχνική άποψη, η απόφαση του έκτακτου στρατοδικείου ήταν άκρως προβληματική. Οι έξι βασικοί ηγέτες της χώρας κατά τη διετία 1920-22 κρίθηκαν ένοχοι ότι, στο διάστημα ακριβώς της διακυβέρνησής τους, «συνώμοσαν και συναπεφάσισαν περί πράξεως εσχάτης προδοσίας» και συγκεκριμένα:

(α) «διά της διά ποικίλων μέσων συστηματικής εργασίας προς κλονισμόν του ηθικού του εν Ιωνία μαχομένου στρατού [...] ενήργησαν εκ προθέσεως την παράδοσιν εις τον εχθρόν αποθηκών πλήρων πολεμοφοδίων, όπλων, πυροβόλων και παντός άλλου πολεμικού υλικού».

(β) οι πέντε πολιτικοί «εκ προθέσεως παρεκίνησαν» τον αρχιστράτηγο, «προστάξαντες και παραγγείλαντες αυτόν και συμβουλεύσαντες αυτόν μετ' απάτης, πειθούς και φορτικότητος» να προκαλέσει την κατάρρευση του μετώπου. Αυτός δε, υπακούοντας, «παρέδωκεν εις τον εχθρόν μεγάλα τμήματα στρατού και παρημπόδισε την ανασυνάθροισιν αυτού», με αποτέλεσμα την καταστροφή.

Το κείμενο της απόφασης είναι φυσικά αναιτιολόγητο, η δε ανάγνωση των πρακτικών κάθε άλλο παρά πείθει για τη σοβαρότητα της διαδικασίας. Η «υπονόμευση» π.χ. του στρατού από έναν έβδομο κατηγορούμενο, τον Ξενοφώντα Στρατηγό (που καταδικάστηκε απλώς σε ισόβια με το ελαφρυντικό της «μετρίας συγχύσεως»), στηρίχθηκε σ' ένα δημοσιογραφικό κείμενό του για τις μάχες του Σαγκάριου, με το φοβερό επιχείρημα ότι εκεί γινόταν αναφορά στις ...καλές αμυντικές οχυρώσεις των Τούρκων (κι έτσι υπονομευόταν το ηθικό του ελληνικού λαού και στρατού)! Ανάλογης ποιότητας υπήρξαν και τα λοιπά τεκμήρια της «εσχάτης προδοσίας».

Αν η κατηγορία της συνειδητής προδοσίας έμπαζε, δεν συμβαίνει ωστόσο το ίδιο με τους ουσιαστικούς λόγους για τους οποίους το «κοινό περί δικαίου αίσθημα» εκατομμυρίων Ελλήνων ικανοποιήθηκε με τη θανατική καταδίκη κι εκτέλεση των έξι ηγετών. Οι τελευταίοι είχαν υπερψηφιστεί στις εκλογές του 1920 για να βάλουν ένα τέλος στους διαδοχικούς πολέμους μιας οκταετίας. Αντί γι' αυτό, προχώρησαν σε γενική επιστράτευση και κλιμάκωση του πολέμου, στέλνοντας εκατοντάδες χιλιάδες κληρωτούς στα βάθη της Ασίας - «σε έδαφος ξένο κι εχθρικό, που μόνο η αρχαιολογική ικανότητα των ελλήνων δημοσιογράφων απεκάλυπτε πως όχι μονάχα ήτανε μα και [εξακολουθούσε να] είναι ελληνικό» (Σεραφείμ Μάξιμος). Στο εσωτερικό οικοδόμησαν προοδευτικά ένα πρωτοφασιστικό καθεστώς, ακριβώς για να καταστείλουν τις αυξανόμενες εκδηλώσεις της λαϊκής δυσαρέσκειας. Οσο για τους Μικρασιάτες πρόσφυγες, ανεξαρτήτως της στάσης τους απέναντι στην εκστρατεία, ήξεραν καλά ότι τον Ιούλιο του 1922, στις παραμονές ακριβώς της (προβλεπόμενης από τους πάντες) κατάρρευσης του μετώπου, η κυβέρνηση των «έξι» απαγόρευσε διά νόμου την είσοδό τους -ως «αλλοδαπών»- στην ελληνική επικράτεια, παραδίδοντάς τους έτσι βορά στην εκδίκηση των κεμαλικών. Μόνο που καμιά κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να στήσει στον τοίχο τούς προκατόχους της για το πραγματικό έγκλημά τους: η «πατριωτική» πλειοδοσία, ακόμη κι όταν οδηγεί σε εθνική καταστροφή, είναι αδιανόητη ως αδίκημα στις εθνικά συντεταγμένες πολιτείες. Η επινόηση της «εσχάτης προδοσίας» πρόκυψε ως εκ τούτου ως η μόνη δυνατή λύση.

Ολα αυτά ανήκουν στη σφαίρα της -αρκετά μακρινής- Ιστορίας. Το ερώτημα που αφορά το σήμερα είναι άλλο: ποια λογική μπορεί να εξυπηρετεί η «επανάληψη» μιας τέτοιας δίκης, ένα σχεδόν αιώνα μετά το ίδιο το γεγονός; Το σχετικό αίτημα υποβλήθηκε στον Αρειο Πάγο απ' τον εγγονό ενός από τους «έξι» και θα μπορούσε να ερμηνευθεί σαν προσπάθεια συμβολικής αποκάθαρσης του οικογενειακού μητρώου. Ταυτόχρονα, βέβαια, λειτουργεί ως απροσδόκητη αναγνώριση της νομιμότητας μιας αυταπόδεικτα διαβλητής «έκτακτης» διαδικασίας: φαντάζεται π.χ. κανείς την οικογένεια του Μπελογιάννη να ζητά την «επανάληψη» της δίκης του για κατασκοπία;

Η ουσία του ζητήματος δεν βρίσκεται όμως στην υποβολή του αιτήματος, αλλά στην αποδοχή του απ' το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας. Και μάλιστα με αρκετά προβληματικό, από νομική άποψη, σκεπτικό: όπως διαπιστώνουμε από τα σχετικά δημοσιεύματα, τα «νέα στοιχεία» που επιστρατεύθηκαν για να δικαιολογήσουν την αναψηλάφηση δεν είναι παρά κάποιες δηλώσεις βενιζελικών πολιτικών, γνωστές ήδη από τη δεκαετία του 1930!

Η επισκόπηση των αντιδράσεων μας δίνει, ίσως, ένα πρώτο κλειδί για την ερμηνεία της υπόθεσης. Με λιγοστές εξαιρέσεις (όπως το «Παρόν» του Μάκη Κουρή, που αναρωτήθηκε ρητορικά μήπως πρέπει να «επαναληφθεί» και η δίκη του Ιησού), η πλειοψηφία του «εθνικού χώρου» υποδέχθηκε με πανηγυρισμούς την απόφαση του Αρείου Πάγου. Το ισχυρό φιλοβασιλικό υπόστρωμα της παράταξης εξηγεί εν μέρει αυτό τον ενθουσιασμό. Δεν αρκεί όμως μόνο αυτό. Η στάση κάποιων άλλων παραγόντων, του λεγόμενου π.χ. «ποντιακού κινήματος», μας επιτρέπει μια δεύτερη, εναλλακτική ερμηνεία: όπως ακριβώς η κατασκευή της «εσχάτης προδοσίας» υπήρξε το περιτύλιγμα για να καταδικαστεί η αδιέξοδη και καταστροφική διεξαγωγή ενός πολέμου χαμένου από χέρι, σε πλήρη αντίθεση με την εκφρασμένη λαϊκή βούληση, έτσι και η αναίρεσή της αναμένεται να λειτουργήσει σαν μια συμβολική επανανομιμοποίηση αυτού ακριβώς του πολέμου. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που το δίκαιο αίτημα των παλαιμάχων του κυπριακού «1974», να τους αναγνωριστεί το καθεστώς του πολεμιστή, επιστρατεύεται ως όχημα για το εθνικόφρον ξαναγράψιμο της κυπριακής τραγωδίας και την ουσιαστική δικαίωση των εγκληματικών τυχοδιωκτισμών της «υπερπατριωτικής» χούντας Ιωαννίδη. Ενδεικτική είναι και η χρονική συγκυρία, κατά την οποία υποβλήθηκε η αίτηση για επανάληψη της «δίκης των έξι»: Ιανουάριος του 2008, στον απόηχο της δημόσιας αντιπαράθεσης για το βιβλίο Ιστορίας της Στ' Δημοτικού.

Η σπουδή του Ανώτατου Δικαστηρίου να ικανοποιήσει αυτό το αίτημα έρχεται, ωστόσο, σε χτυπητή αντίθεση με την κατηγορηματική άρνησή του να επανεξεταστεί μια άλλη, πιο πρόσφατη σκοτεινή σελίδα της ελληνικής δικαιοσύνης. Αναφερόμαστε στη δίκη του 1949 για τη δολοφονία του Αμερικανού δημοσιογράφου Τζορτζ Πολκ και την (πανθομολογούμενα άδικη) καταδίκη σε ισόβια του Σαλονικιού συναδέλφου του Γρηγόρη Στακτόπουλου, ως συνεργού των υποτιθέμενων εκτελεστών. Μέσα στις τρεις τελευταίες δεκαετίες, μεταξύ '79 και 2007, ο Αρειος Πάγος έχει απορρίψει τέσσερις διαδοχικές αιτήσεις -αρχικά του ίδιου του Στακτόπουλου κι εν συνεχεία της χήρας του- για επανάληψη της διαδικασίας. Κι ας έχουν στο μεσοδιάστημα προκύψει πλήθος νέα στοιχεία, που ανατρέπουν εκ βάθρων το συγκεκριμένο κατηγορητήριο. Ενας απλός δημοσιογράφος, που «έσπασε» στην πολυήμερη βασανιστική ανάκριση κι «ομολόγησε» ανύπαρκτες ενέργειες, δεν έχει άλλωστε το κοινωνικό βάρος τριών πρωθυπουργών κι ενός αντιστρατήγου... *
ΙΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 14/2/2010

Δυο «μαύροι» στην πολυκατοικία

Την κινδυνολογία Καρατζαφέρη αντιγράφει ο Σαμαράς
Η τερατολογία και το μίσος κατά των μεταναστών φτάνει σε τέτοιο σημείο νοσηρότητας που να θεωρείται ότι η οικονομική κρίση και οι οδυνηρές επιπτώσεις της στα φτωχά στρώματα των Ελλήνων είναι περίπου προϊόν συνωμοσίας των ακόμα φτωχότερων μεταναστών.

Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που η Δεξιά πορεύεται με ψέματα, δημιουργεί εχθρούς και καλλιεργεί ανασφάλειες για να «ηγεμονεύσει» και παράλληλα να συσκοτίσει τη διαχρονική της ευθύνη για την αδικία, τη διαφθορά, την (κοσμοπολίτικη) μανία των κερδοσκόπων φίλων της και τις κραυγαλέες ανισότητες που δημιούργησε. Ομως, τώρα φαίνεται ακόμα πιο καθαρά: τη μια στιγμή ο κ. Σαμαράς υποστηρίζει τις νεοφιλεύθερες συνταγές καταστροφής της κοινωνικής συνοχής ως ιδεολόγος των παγκοσμιοποιημένων «αγορών», προσφέροντας τη συναίνεσή του στο βραχυκυκλωμένο ΠΑΣΟΚ, και την επόμενη ξιφουλκεί κατά των μεταναστών. «Εχουμε αποδείξει ότι έχουμε το θάρρος να στηρίζουμε τα μέτρα της κυβέρνησης για την οικονομία», είπε στη Βουλή, ώστε μετά να προσθέσει και την απαραίτητη αντιπολιτευτική του πομφόλυγα: «Η μαζική (σ.σ. πού την είδε;) χορήγηση ιθαγενείας σε συνθήκες ανέχειας εγκυμονεί κινδύνους κοινωνικών εκρήξεων και κορύφωσης της ξενοφοβίας». Τι θέλει να πει ο ηγέτης της Δεξιάς; Οτι όποιος περάσει από τα σαράντα κύματα και πολιτογραφηθεί ως ισότιμος πολίτης θα ψηφίσει την Αλ Κάιντα στις επόμενες δημοτικές εκλογές ή θα μας ανεβάσει δολίως τα spreads; Ή μήπως το «μετέχον της ημετέρας παιδείας» μεταναστόπουλο, μόλις αποκτήσει ελληνική ταυτότητα θα διεκδικήσει με θρασύτητα κομμουνιστή συνδικαλιστή ίση αμοιβή για ίση εργασία, και συνεπώς θα τροφοδοτήσει αυτομάτως τη "δίκαιη" ξενοφοβία του κάθε ελληναρά μαυραγορίτη, που δεν θα μπορεί πλέον να τον "επαναπροωθεί" άνετα, όπως ισχύει με το σημερινό καθεστώς, πίσω στην Μπαρμπαριά;

Τις ίδιες και ακόμα μεγαλύτερες αγωνίες με τον κ. Σαμαρά έχει και ο άλλος ένοικος της "πολυκατοικίας". «Εκεί, που το καφενείο πήγαινε να ομονοήσει, ακούγοντας τους πολιτικούς αρχηγούς, τώρα στο καφενείο βάζετε φωτιά με το νομοσχέδιο», έλεγε ο κ. Καρατζαφέρης στον πρωθυπουργό, για να δείξει κουτοπόνηρα ότι μπορεί να επιβάλει τη δική του ατζέντα στο ...καφενείον η Ελλάς. Και αφού ανέβασε αυθαίρετα στα ύψη τους αριθμούς των ύποπτων "αλλογενών" που θα πολιτογραφηθούν, "τρόμαξε" και την Αριστερά: «Στην Αριστερά, σε ένα Κόμμα μεγάλο, τους Πρασίνους, ο αρχηγός είναι Τούρκος στην καταγωγή. Είναι ο αρχηγός των Πρασίνων. Πολιτικά συγγενείς είστε. Γιατί να το κρύψετε εξάλλου; Λέω λοιπόν: Φανταστείτε εδώ, με το νόμο αυτό που θέλετε να γίνει αύριο πράξη, με πεντακόσιους χιλιάδες μουσουλμάνους να προκύψει αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ να είναι μουσουλμάνος εκ Τουρκίας».

Την επομένη βεβαίως ο κ. Καρατζαφέρης ζήτησε «πολιτική κινήτρων για την προσέλκυση κεφαλαίων από το εξωτερικό». Δηλαδή κάτι σαν ξέπλυμα κοσμοπολίτικου χρήματος. Αυθημερόν εισακούστηκε. Διότι οι καπιταλιστές δεν χρειάζονται σύνορα και πατρίδες, οι λαοί είναι αυτοί που οφείλουν να κάθονται στ' αβγά τους και στην εθνική τους στρούγκα, αλληλομισούμενοι.
ios@enet.gr / www.iospress.gr

«Δεν χτυπάς την ύφεση με κλασικές συνταγές»

Α. ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΣ
Μας είχε προειδοποιήσει! Ο Κέινς ξαναεμφανίστηκε στα όνειρά μου με νέα επιστολή. Την παραθέτω άλλη μία φορά χωρίς σχόλια.

Αγαπητέ κύριε Παπακωνσταντίνου. Οπως είχα προβλέψει στο πρώτο μου γράμμα τα πράγματα είναι σκούρα όταν διαπραγματεύεται κανείς χωρίς αυτοπεποίθηση στις δικές του αναλύσεις και αξίες. Επόμενο ήταν το πακέτο Β' να γίνει το πρωταρχικό. Περιττό, νομίζω, να επισημάνω ότι τώρα η κατεύθυνση έχει οριστικοποιηθεί, και ότι σύντομα θα καλεστείτε να πάρετε ακόμα πιο οδυνηρά μέτρα. Μην ξεγελαστείτε από την προθυμία της Γαλλίας και της Γερμανίας να μεσολαβήσουν για μια πιο ευρωπαϊκή λύση στα προβλήματά σας. Αυτό το γεγονός δεν σηματοδοτεί μια αλλαγή πλεύσης για τη μακροοικονομική πολιτική στο επίπεδο της Ε.Ε.

Δεν έχουν πάρει χαμπάρι ακόμα οι μεγάλες χώρες της Ε.Ε. ότι μια νομισματική ένωση δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς την κεντρική τράπεζα να δανείζει κατευθείαν στα κράτη-μέλη που αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα. Χωρίς ένα ομοσπονδιακό προϋπολογισμό που θα ενίσχυε τις περιοχές αυτές που βρίσκονται σε μεγαλύτερη ύφεση, και που το κόστος αυτής της ενίσχυσης θα μοιράζεται με περιοχές με μικρότερο πρόβλήμα. Χωρίς μια ενεργή δημοσιονομική πολιτική με γνώμονα τις μακροοικονομικές συνθήκες που επικρατούν σε όλη την ένωση, και όχι μόνο στις πιο ισχυρές οικονομίες. Καταλαβαίνω ότι το πρόβλημά σας, όπως και του προκατόχου σας, είναι ότι συμβουλεύεστε από οικονομολόγους που για δύο δεκαετίας συμπεριφέρονται ως εάν να μην γνωρίζουν αυτές τις απλές αρχές οικονομικής θεωρίας. Στην Αμερική, για να μην μιλήσω για τους λίγο πιο πιστούς οπαδούς μου, όπως ο Paul Krugman και Joseph Stiglitz, ακόμα και ο δεξιότατος ρεπουμπλικάνος οικονομολόγος Martin Feldstein είχε προειδοποιήσει πριν από χρόνια ότι έτσι που σχεδιάστηκε η Ε.Ε. θα αντιμετώπιζε τεράστια προβλήματα με την πρώτη σοβαρή ύφεση. Τους συμβούλους μας, όπως και τους φίλους, τους επιλέγουμε πιο προσεκτικά!

Οι Γαλλία και Γερμανία φοβούνται ότι οι δικές τους τράπεζες είναι εκτεθειμένες στα ομόλογα του ελληνικού κράτους. Επίσης ανησυχούν για την επέκταση των κερδοσκοπικών επιθέσεων σε άλλους αδύνατους κρίκους. Θέλουν να αποφύγουν το χλευασμό που θα εισπράξουν αν αναγκαστείτε να πάτε στο ΔΝΤ. Αλλά αυτό που θα σας προταθεί δεν θα είναι κάτι καινούριο. Θα έχετε κάποιες δανειακές διευκολύνσεις με αντάλλαγμα μέτρων στην ίδια κατεύθυνση. Στη λάθος κατεύθυνση δηλαδή.

Μου κάνει εντύπωση πόσο η δικαιολόγηση αυτής της κατεύθυνσης μοιάζει με τα επιχειρήματα που αντιμετώπισα τις δεκαετίες του '20 και του '30. Οπως ξέρετε, από τις διαμάχες εκείνης της εποχής και την αποδόμηση των επιχειρημάτων των «κλασικών οικονομολόγων» βγήκε η γενική μου θεώρηση για την οικονομική πολιτική. Επισημαίνω ότι ο γνωστός ιστορικός Eric Hobsbawm έχει γράψει ότι μία από τις πιο δυσάρεστες και μη αναμενόμενες εκπλήξεις του τέλους του «σύντομου εικοστού αιώνα» ήταν η επιστροφή των δογμάτων των κλασικών οικονομολόγων.

Ας πάρουμε, ως παράδειγμα, το επιχείρημα ότι η ύφεση φτάνει προς το τέλος της και ότι το μεγάλο πρόβλημα τώρα είναι πώς θα ξεμπλέξουν οι χώρες από τα μεγάλα ελλείμματα. Οι αγορές φοβούνται ότι τα δημοσιονομικά προβλήματα των χωρών είναι εκτός ελέγχου και ότι έτσι θα ανέβουν τα μακροπρόθεσμα επιτόκια. Με αυτό τον τρόπο η ψυχολογία των επενδυτών, ευαίσθητα πλάσματα που είναι, θα καταρρέει με αποτέλεσμα η όποια τόνωση από τις δημόσιες επεμβάσεις να εξουδετερώνεται. Αρα είναι απαγορευτικές παρεμβατικές πολιτικές όπως οι δημόσιες επενδύσεις.

Πώς είχα αντικρούσει τέτοια επιχειρήματα τότε; Είχα πει ότι ο λόγος που θέλουμε χαμηλά επιτόκια είναι επειδή θέλουμε να κάνουμε πράγματα. Αν σταματάς να κάνεις πράγματα για να μειώσεις τα επιτόκια, τότε βλέπεις τον κόσμο ανάποδα! Και το πρόβλημα σε μια ύφεση είναι ότι κανείς δεν κάνει πράγματα. Δεν αμφισβητώ ότι όταν ξανά πάρει μπρος η οικονομία, όταν θα πλησιάζουμε την πλήρη απασχόληση, μπορεί να έχει η οικονομία ακόμα προβλήματα ελλειμμάτων και χρέους. Αλλά ο καιρός να αντιμετωπίσεις αυτά τα προβλήματα είναι όταν έχεις ξεφύγει από την κρίση, όχι στη μέση της κρίσης.

Καταλαβαίνω, επίσης, ότι πολλές χώρες, όπως οι ΗΠΑ, αλλά και η Ελλάδα, δεν αποταμιεύουν αρκετά. Και σε σας είναι πιεστικό το ασφαλιστικό πρόβλημα. Αλλά και πάλι δεν μπορείς να ασχοληθείς με το ύψος των αποταμιεύσεων σε μια ύφεση. Είχα επισημάνει τότε ότι σε μια ύφεση μια απόφαση να μην πας σε ένα εστιατόριο σήμερα δεν ισοδυναμεί, όπως ισχυρίζονταν οι κλασικοί οικονομολόγοι, με μια υπόσχεση να πας αργότερα. Μπορεί να σημαίνει, αντιθέτως, ότι απλώς μειώνεις τέτοιου είδους εξόδους, απόφαση που μεταφράζεται σε μείωση της συνολικής ζήτησης και άρα σε εμβάθυνση της ύφεσης. Σε μια οικονομία με χρήμα, οι αποταμιεύσεις δεν μετατρέπονται αυτομάτως σε επενδύσεις.

Τα μέτρα που παίρνετε, και αυτά που θα πάρετε, τροφοδοτούν την ύφεση. Το ίδιο ισχύει και για τη μείωση μισθών. Αυτό που ισχύει για μια επιχείρηση, ότι μπορεί να κερδίσει σε όρους ανταγωνιστικότητας με μείωση μισθών, απλώς δεν ισχύει όταν το κάνουν όλες οι επιχειρήσεις. Και σε μια ύφεση, όπου, όπως στη δική σας περίπτωση, η ανεργία και άρα ο φόβος καλπάζουν, δημιουργείται ένα κλίμα στασιμότητας, όπου οι επιχειρηματίες δεν επενδύουν, οι εργαζόμενοι δεν αναβαθμίζουν το ανθρώπινο κεφάλαιό τους, και, γενικώς, κανείς δεν παίρνει το παραμικρό ρίσκο.

Τα επιχειρήματά μου δεν κέρδισαν την εποχή του μεσοπολέμου. Αλλά να θυμίσω ότι πουθενά δεν ξεπεράστηκε η μεγάλη ύφεση υιοθετώντας τις συνταγές των κλασικών οικονομολόγων; Να θυμίσω επίσης ότι στη Βρετανία η Εργατική κυβέρνηση διασπάστηκε όταν ο πρωθυπουργός Ramsay MacDonald αποφάσισε να μειώσει το δημόσιο έλλειμμα στο κορύφωμα της κρίσης, με αποτέλεσμα να εγκαταλείψει το κόμμα του για μια κυβέρνηση εθνικής συμμαχίας με τους συντηρητικούς; Και βεβαίως λίγα χρόνια αργότερα οι συντηρητικοί πέταξαν τον MacDonald στον κάδο των απορριμμάτων. Εχετε προειδοποιηθεί!

Με εκτίμηση

John Maynard Keynes