Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2013

Ενα συμβόλαιο κοινωνικής ενότητας

Η διεξαγωγή του συνεδρίου του ΠαΣοΚ μπορεί να είναι μια αφορμή για να αναστοχαστεί κανείς τα προβλήματα που τίθενται στις δυνάμεις της καθ' ημάς «σοσιαλδημοκρατίας». Τόσο στο ίδιο το ΠαΣοΚ όσο και σε άλλες πολιτικές δυνάμεις και ομάδες που εμπνέονται από μια τέτοια σοσιαλδημοκρατική ευρωπαϊκή προοπτική. Σε μια πολύ δύσκολη στιγμή ωστόσο, αφού η παρατεταμένη κρίση της σοσιαλδημοκρατίας, αλλά και της ίδιας της ΕΕ, δεν προσφέρει συνταγή ανάταξης για τον πληθυντικό πλέον χώρο της ελληνικής Κεντροαριστεράς.

Εξ αντικειμένου επομένως η μακρά διαδικασία ανασύνταξης αυτού του χώρου εκκινεί κατά βάση από εθνικές συντεταγμένες και από τις γνωστές δυσμενείς αφετηρίες, έχοντας για την ώρα ένα και μόνο πλεονέκτημα που της το έχει χαρίσει ένας από τους υποτιθέμενους ανταγωνιστές της, η ριζοσπαστική Αριστερά. Η τελευταία, παρά τη σημερινή πολυσυλλεκτική της αγκύρωση, αποδεικνύει καθημερινά ότι δεν μπορεί να τη διαχειριστεί πολιτικά, παραμένοντας δέσμια ενός κινηματικού ριζοσπαστισμού, ο οποίος μοιάζει να αποτελεί τον ίδιο τον λόγο ύπαρξής της. Πλεονέκτημα για την Κεντροαριστερά καθόλου αμελητέο, αν σκεφθεί κανείς ότι αυτός ο κινηματικός ριζοσπαστισμός εδράζεται και αναπαράγει έναν αντιστασιακό διχαστικό λόγο, τη στιγμή κατά την οποία ένα αίτημα κοινωνικής ενότητας αρχίζει σιγά-σιγά να αναδύεται, ιδιαίτερα μετά τις απανωτές και λίαν επικίνδυνες εκρήξεις βίας της τελευταίας περιόδου.

Αναμετρώμενη εν πολλοίς στο εσωτερικό της χώρας, η πορεία του χώρου της Κεντροαριστεράς θα κριθεί, κατ' αρχάς, από τη δυνατότητά της να δώσει αξιόπιστη πολιτική μορφή σε αυτό το αίτημα της κοινωνικής ενότητας και αλληλεγγύης. Με την έννοια αυτή, ο χώρος αυτός θα έπρεπε να είναι περισσότερο «κέντρο» και λιγότερο «αριστερά», αποσκοπώντας στο μαστόρεμα της κοινωνικής συνοχής. «Κέντρο», εδώ, δεν σημαίνει υιοθέτηση μιας άχρωμης πολιτικής ίσων αποστάσεων, ασκήσεις ισορροπίας, κτλ., αλλά μια συνεπή και επιθετική πολιτική που θα συμβάλλει στην κατασίγαση των συλλογικών παθών. «Κέντρο» σημαίνει, επιπλέον, τολμηρό αναστοχασμό και επεξεργασία εφικτού σχεδίου κοινωνικής ανόρθωσης, ταυτόχρονα με απελευθέρωση των κοινωνικών δρώντων από ένα κρατικιστικό μοντέλο ανάπτυξης. Με άλλα λόγια, «κέντρο» σημαίνει ότι το θεωρούμενο ως αριστερό αίτημα της κοινωνικής ισότητας, το οποίο πάντα θα πρέπει να υπηρετεί ο χώρος της Κεντροαριστεράς, δεν μπορεί να υπονομεύει το αμετάθετο ζήτημα της ελευθερίας των ατόμων, ως δημιουργών και πολιτών, φυλακίζοντάς το στους πολιτισμικούς και πολιτικούς αρχαϊσμούς των πελατειακών σχέσεων και του κρατικού κορπορατισμού.

Είναι σαφές ότι οι δυνάμεις που επικαλούνται τη σοσιαλδημοκρατία στην Ελλάδα έχουν να αντιμετωπίσουν ένα πρόβλημα «κοινωνικής ταυτότητας», το οποίο ωστόσο δεν μπορούν να αρχίζουν να το λύνουν αν ταυτοχρόνως δεν επιχειρούν να λύσουν και το ίδιο το «ελληνικό πρόβλημα». Με την έννοια αυτή, και τηρουμένων όλων των αναλογιών, η προσπάθεια αυτή έχει κάποια κοινά σημεία με την πορεία ανάπτυξης της μεταπολεμικής ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Η οποία υπήρξε εκ συστάσεώς της πρώτα «εθνική» πολιτική δύναμη και ήταν, ακριβώς, οι εκλογικές επιτυχίες της που βασίστηκαν πάνω στο μοντέλο της κοινωνικο-πολιτικής οργάνωσης που αυτή κατασκεύασε οι παράγοντες που την ανέδειξαν σε υπερεθνική δύναμη και «δρόμο» προς την εμβάθυνση της πολιτικής συμμετοχής και διεύρυνσης της κοινωνικής δημοκρατίας. Στη δική μας περίπτωση, οι σημερινές κατακερματισμένες δυνάμεις της Κεντροαριστεράς δεν μπορούν βέβαια να ονειρεύονται για τον εαυτό τους κάτι ανάλογο. Θα μπορούσαν όμως να ξεφύγουν με αποφασιστικό τρόπο από την κοινωνική τους περιθωριοποίηση, αν χωρίς δισταγμούς και εφήμερες φιλολαϊκές πόζες πρότειναν και έπειθαν το εν δυνάμει κοινωνικό τους ακροατήριο για τη ζωτική ανάγκη τομών στις κοινωνικές και πολιτικές δομές ενός παρασιτικού συστήματος, το οποίο άλλωστε εξερράγη.

Από την άποψη αυτή, ο χειρότερος δρόμος για τον χώρο της Κεντροαριστεράς θα ήταν να χωριστεί, επικαλούμενος το «νέο κοινωνικό ζήτημα», σε μια «δεξιά» και μια «αριστερή» σοσιαλδημοκρατία. Και αυτό γιατί απλούστατα, αυτή τουλάχιστον τη στιγμή, δεν υπάρχουν σε ευρωπαϊκό επίπεδο ανάλογα μοντέλα προς υιοθέτηση, αλλά και γιατί ένας τέτοιος διαχωρισμός θα κινδύνευε να ξαναβάλει από το παράθυρο τις αυταπάτες του μεταπολιτευτικού εθνικο-λαϊκιστικού συμβολαίου, εν απουσία μάλιστα των οικονομικών του στηριγμάτων. Το υπαρκτό σήμερα πρόβλημα της αναγκαίας «επανενσωμάτωσης» του «λαού» στο πολιτικό σύστημα, το οποίο ορισμένοι ορθά επισημαίνουν ή υπαινίσσονται, συνεπώς του αναγκαίου απεγκλωβισμού του από τις κουλτούρες των «άκρων» και του κοινωνικού χάους, προϋποθέτει το οπωσδήποτε δύσκολο έργο μιας ορθολογικής κοινωνικής συναίνεσης, στο φόντο αναμενόμενης ανάδυσης νέων κοινωνικών δρώντων. Προϋποθέτει όχι μια μυθική επανίδρυση της σοσιαλδημοκρατίας στην Ελλάδα, αφού κάτι τέτοιο ουδέποτε υπήρξε, αλλά απαντήσεις στα πραγματικά προβλήματα μιας κοινωνίας που καλείται η ίδια να αλλάξει, ανατοποθετούμενη με νέους όρους στην Ευρώπη. Καθήκον της Κεντροαριστεράς είναι να βοηθήσει την κοινωνία να αλλάξει, να γίνει δημοκρατικό έθνος, αλλάζοντας ταυτοχρόνως και η ίδια.   

Ο κ. Α. Πανταζόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο ΑΠΘ.     

Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2013

Το «λάθος» του ΔΝΤ

Του Μιραντας Ξαφα*
Πολλά έχουν γραφεί για τη «λάθος συνταγή» του ΔΝΤ που υποεκτίμησε την επίπτωση της δημοσιονομικής προσαρμογής στο ΑΕΠ (τον «πολλαπλασιαστή»), βυθίζοντας την οικονομία σε δίνη ύφεσης και νέων μέτρων. Ιδιαίτερα μετά την ανακοίνωση ότι τα φορολογικά έσοδα τον Ιανουάριο είναι ανησυχητικά χαμηλότερα από τον στόχο, ακούγεται το επιχείρημα ότι πρέπει να τερματιστεί η λιτότητα και να ληφθούν μέτρα ανάσχεσης της ύφεσης. Ποιος όμως ευθύνεται για το μπαράζ νέων φόρων και τις οριζόντιες περικοπές σε μισθούς και συντάξεις; Από την αρχή της εφαρμογής του προγράμματος σταθεροποίησης το ΔΝΤ τονίζει την ανάγκη συρρίκνωσης του κράτους και περιορισμού της φοροδιαφυγής. Γι’ αυτό το Μνημόνιο περιλαμβάνει συγκεκριμένους στόχους μείωσης του προσωπικού στο Δημόσιο, ενώ το ΔΝΤ έχει στείλει 19 αποστολές τεχνικής βοήθειας για τη φορολογική διοίκηση από τον Μάιο του 2010 έως σήμερα. Για τα απογοητευτικά αποτελέσματα στους δύο αυτούς κρίσιμους τομείς ευθύνεται αποκλειστικά η κυβέρνηση και όχι το ΔΝΤ.
Τι θα άλλαζε αν είχε χρησιμοποιηθεί υψηλότερος πολλαπλασιαστής από την αρχή του προγράμματος; Θα είχε γίνει σαφές ότι χρειαζόμαστε μακρύτερη περίοδο προσαρμογής και διαγραφή χρέους. Και πάλι όμως θα έπρεπε να μηδενίσουμε το πρωτογενές έλλειμμα, που ξεπερνούσε τα 20 δισ. ευρώ το 2009, διότι απλούστατα κανείς δεν θα ήταν πρόθυμος να μας δανείζει αιωνίως αυτό το ποσό. Ο πολλαπλασιαστής εξαρτάται και από τη σύνθεση της δημοσιονομικής προσαρμογής. Οι οικονομετρικές μελέτες δείχνουν ότι τα προγράμματα σταθεροποίησης που βασίζονται κυρίως στην περικοπή των δαπανών έχουν μικρότερη αρνητική επίπτωση στο ΑΕΠ, και επομένως μεγαλύτερη πιθανότητα επιτυχίας, από αυτά που βασίζονται στην αύξηση των φόρων (Alesina & Ardagna, NBER 2009). Η σύνθεση των δαπανών έχει και αυτή σημασία: η μείωση δημοσίων επενδύσεων επιβαρύνει το ΑΕΠ περισσότερο από τη μείωση καταναλωτικών δαπανών. Το μείγμα προσαρμογής που επέλεξε η Ελλάδα, με τη συνεχή περικοπή του προϋπολογισμού δημοσίων επενδύσεων και το μπαράζ νέων φόρων, ήταν συνταγή για τη μέγιστη δυνατή μείωση του ΑΕΠ.
Οσο για τα μέτρα ανάσχεσης της ύφεσης, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η ανάπτυξη δεν θα έρθει με περισσότερα δανεικά, αλλά με ιδιωτικές επενδύσεις που θα δημιουργήσουν νέο πλούτο και θέσεις εργασίας. Αναπτυξιακή πολιτική αποτελούν οι μεταρρυθμίσεις, που θέτουν τις βάσεις για μία οικονομία προσανατολισμένη προς τις επενδύσεις και τις εξαγωγές αντί για το χρεοκοπημένο μοντέλο του κρατισμού και της κατανάλωσης με δανεικά. Μία εύκαμπτη αγορά εργασίας και ένα ρυθμιστικό πλαίσιο φιλικό προς την επιχειρηματικότητα θα διευκόλυναν τη μετακίνηση του εργατικού δυναμικού προς τους εξωστρεφείς κλάδους και επιχειρήσεις. Αυτές οι μεταρρυθμίσεις όμως καθυστέρησαν πολύ για να μη θιγούν συνδικαλιστικά και συντεχνιακά συμφέροντα. Το αποτέλεσμα ήταν να βαθύνει η ύφεση και η προσαρμογή της οικονομίας σε χαμηλότερα επίπεδα δανεισμού να προέλθει από τη μείωση της ζήτησης, όχι από την αύξηση της προσφοράς.
Αν το ΔΝΤ έκανε ένα λάθος, αυτό ήταν ότι υποχώρησε μπροστά στην επιμονή της κυβέρνησης να μειώνει το έλλειμμα με οριζόντιες περικοπές και νέους φόρους αντί να συρρικνώσει το κράτος και να πατάξει τη φοροδιαφυγή. Το ΔΝΤ έθεσε απλώς τους στόχους για το έλλειμμα και επέτρεψε στην κυβέρνηση να επιλέξει τα μέτρα προκειμένου να διατηρήσει την κυριότητα του προγράμματος. Οταν έγινε προφανές ότι η φοροδοτική ικανότητα της οικονομίας είχε εξαντληθεί, το ΔΝΤ ζήτησε από την κυβέρνηση να επικεντρωθεί στις περικοπές δαπανών στο δεύτερο Μνημόνιο που συμφωνήθηκε τον Μάρτιο του 2012. Το Δημόσιο συνεχίζει όμως να ζει παρασιτικά, επιβαρύνοντας υπέρμετρα τον ιδιωτικό τομέα, καθυστερώντας πληρωμές. Χρειάζεται π.χ. η Ελλάδα τέσσερα κρατικά τηλεοπτικά κανάλια; Κάθε μισθός που πληρώνεται χωρίς αντίστοιχη παραγωγή έργου επιβαρύνει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Αντί να περιορίσει το υπερτροφικό Δημόσιο, η κυβέρνηση αναζητεί έσοδα για να το συντηρήσει.
Η ολιγωρία που έχει επιδείξει η κυβέρνηση στην εφαρμογή τόσο του πρώτου όσο και του δεύτερου Μνημονίου είναι υπεύθυνη για την παρατεταμένη αβεβαιότητα, τις απλήρωτες υποχρεώσεις και τη βαθιά ύφεση. Η αβεβαιότητα κορυφώθηκε πέρυσι με τις δύο εκλογικές αναμετρήσεις και τις παρατεταμένες ενδοκυβερνητικές διαπραγματεύσεις για τα μέτρα περικοπής των δαπανών. Τη στιγμή που η χώρα βρισκόταν στα πρόθυρα εξόδου από την Ευρωζώνη, ποιος επρόκειτο να επενδύσει; Η έλλειψη εμπιστοσύνης και η πιστωτική ασφυξία οφείλονται στη δυσπιστία των αγορών ως προς τη δυνατότητα να μπει τάξη στο δημοσιονομικό χάος και να εφαρμοστούν οι διαρθρωτικές αλλαγές που απαιτούνται για να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα. Η Πορτογαλία και η Ιρλανδία, που προσέφυγαν στο ΔΝΤ και στην Ε.Ε. μετά την Ελλάδα, έχουν ήδη καταφέρει να επιστρέψουν στις κεφαλαιαγορές.
Οποιος και να φταίει, το γεγονός παραμένει ότι το Μνημόνιο αναπροσαρμόστηκε ήδη δύο φορές ώστε να λάβει υπόψη τη βαθύτερη από την αναμενόμενη ύφεση. Η πρώτη έγινε τον Μάρτιο του 2012 με το κούρεμα του χρέους και τη δεύτερη δανειακή σύμβαση, και η δεύτερη τον Δεκέμβριο του 2012 όταν συμφωνήθηκε η επιμήκυνση του προγράμματος κατά δύο χρόνια, η επιπλέον χρηματοδότηση, η μείωση του επιτοκίου και η αναβολή της αποπληρωμής των δανείων, η επαναγορά ομολόγων, και η υπόσχεση ότι θα υπάρξει νέα μείωση του χρέους εφόσον η Ελλάδα εφαρμόσει το πρόγραμμα. Με άλλα λόγια, η προσαρμογή του προγράμματος σε υψηλότερο πολλαπλασιαστή έχει ήδη γίνει. Οποιαδήποτε προσπάθεια για νέα αναδιαπραγμάτευση θα ενίσχυε τη δυσπιστία για τη βούληση της Ελλάδας να τηρεί τα συμφωνημένα και θα έσβηνε κάθε ελπίδα να ανακτήσουμε την αξιοπιστία μας ως ισότιμο μέλος της Ευρωζώνης.
Αυτοί που ισχυρίζονται ότι το «λάθος» του ΔΝΤ δικαιολογεί εγκατάλειψη του Μνημονίου είναι οι ίδιοι που αναζητούν ευθύνες για την κρίση σε εξωτερικούς παράγοντες (κερδοσκόποι, τοκογλύφοι, Μέρκελ κ.λπ.), διότι αρνούνται να αποδεχτούν το τέλος της μεταπολιτευτικής ευδαιμονίας. Η σκανδαλολογία χρησιμοποιείται ως άλλοθι για να μην αντιμετωπιστούν τα πραγματικά προβλήματα. Αντί να ερευνηθεί αν η κυβέρνηση έκρυβε το πραγματικό ύψος του ελλείμματος πριν από την κρίση, ερευνάται αν το «φούσκωσε» μετά την κρίση. Αντί να ελεγχθούν οι δικαιούχοι της λίστας Λαγκάρντ ερευνάται ποιος αφαίρεσε τρία ονόματα από τη λίστα. Το νέο άλλοθι είναι ο «πολλαπλασιαστής».
* H κ. Μιράντα Ξαφά είναι σύμβουλος Επενδύσεων E.F. Consulting και μέλος της κεντρικής επιτροπής της ΔΡΑΣΗΣ.

Το στοίχημα της εφαρμογής



Του Μιχαηλ Γ. Ιακωβιδη*
Παρακολουθώντας τις συζητήσεις στην Ελλάδα, θα μπορούσε κανείς να συναγάγει ότι η μεταρρυθμιστική ατζέντα είναι ένα ελληνικό ή εν πάση περιπτώσει νοτιοευρωπαϊκό ζήτημα, που προωθείται από τον απαιτητικό και αλαζόνα ευρωπαϊκό Βορρά. Η πραγματικότητα βέβαια είναι πολύ διαφορετική. Χώρες όπως η Αγγλία μετασχηματίστηκαν πριν από τρεισήμισι δεκαετίες, ύστερα από μεγάλη κρίση. Η Γερμανία έκανε δύσκολες τομές μετά την επανένωσή της με την τέως Λαϊκή Δημοκρατία, στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Την ίδια εποχή, η Σουηδία έφτασε στο χείλος του γκρεμού, επανήλθε, ξανα-απειλήθηκε από την κρίση και σήμερα συνεχίζει ένα ευρύ και επιτυχημένο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων. Τέλος, η Λεττονία, μια χώρα που βρέθηκε σε χειρότερη δίνη από την Ελλάδα το 2009, κατάφερε μέσα σε τρία χρόνια να αντιστρέψει τη βαθύτατη ύφεση που έφτασε ςτο -24% του ΑΕΠ και να γίνει η ταχύτερα αναπτυσσόμενη οικονομία στην Ευρώπη.
Τα μαθήματα είναι σαφή. Πρώτον, οι αλλαγές πρέπει να γίνουν γρήγορα και οι περικοπές είναι καλύτερο να γίνουν νωρίς για να μπορέσει να επανέλθει η εμπιστοσύνη ώστε να γίνουν επενδύσεις. Καθυστερήσεις και προστατευτισμός αποθαρρύνουν τόσο επενδύσεις όσο και κατανάλωση, οδηγώντας μας στον φαύλο κύκλο που αντιμετωπίζει σήμερα η Ελλάδα. Δεύτερον, η κρίση δίνει τη δυνατότητα να αποσειστούν πρακτικές συντεχνιακών προνομίων και να αυξηθεί ουσιαστικά ο ανταγωνισμός, οδηγώντας σε νέες θέσεις εργασίας και μείωση των τιμών. Τρίτον, απαιτούνται διαρθρωτικές αλλαγές στη διοίκηση και συχνά η απόλυση όσων εργαζομένων στο Δημόσιο δεν προσφέρουν αποτελεσματικά, με την ταυτόχρονη διατήρηση του δικτύου κοινωνικής προστασίας (στις περισσότερες περιπτώσεις). Η δυναμική αντιμετώπιση της κρίσης, αλλά και η πολιτική συνεννόηση που οδηγεί σε μεγαλύτερη οικονομική ασφάλεια, επιτρέπει την επανεκκίνηση της οικονομίας, χωρίς τις προηγούμενες στρεβλώσεις, βασισμένη στην υγιή επιχειρηματικότητα. Aντίστοιχα μαθήματα μπορεί να αντλήσει κανείς και από την ανάκαμψη της Βραζιλίας, όσο και από τη συνεχιζόμενη αδυναμία της Αργεντινής να ανορθωθεί, παρά την αύξηση των διεθνών τιμών στα προς εξαγωγή προϊόντα της.
Αν λοιπόν γνωρίζουμε τι πρέπει να γίνει, γιατί δεν προχωρούν τα πράγματα; Ειδικότερα στην Ελλάδα, γιατί όλος αυτός ο καιρός στον οποίο υποτίθεται ότι αλλάζουμε δεν έχει αποδώσει ακόμη; Η απάντηση, δυστυχώς, είναι ότι ελάχιστες πραγματικές αλλαγές έχουν γίνει, παρ’ όλα τα νομοθετήματα. Συχνά μιλάμε για αλλαγές αφήνοντας το βαθύ, συχνά ανίκανο και ενίοτε διεφθαρμένο κράτος ανέπαφο και τους ευνοούμενούς του στη θέση τους. Η εγκληματική αδυναμία να αξιολογήσουμε τα στελέχη του Δημοσίου και να αποτολμήσουμε τον ουσιαστικό εξορθολογισμό του κράτους είναι ενδεικτικά. Οσο για αυτά που έχουμε συμφωνήσει, και συχνά νομοθετήσει, δεν τελεσφορούν, καθώς χάνονται στην εφαρμογή. Δεν φαίνεται να έχουμε ούτε τη θέληση ούτε τις δεξιότητες να κάνουμε τις τομές που χρειάζονται. Τέλος, δεν έχουμε ακόμη καταφέρει να εξηγήσουμε στην κοινωνία με απλά λόγια ποιο είναι το πρόβλημα και πώς αντιμετωπίζεται, χάνοντας έτσι την ενεργό στήριξη της κοινής γνώμης.
Τι μπορούμε να κάνουμε σ’ αυτήν την κρίσιμη καμπή; Πριν από λίγες μέρες, στο Διεθνές Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός, συντόνισα μια συνάντηση με τους ηγέτες των (βορειότερων) χωρών που μπόρεσαν να ανταποκριθούν στις προκλήσεις των καιρών και να αντιμετωπίσουν τα προβλήματά τους, αλλά και με Ευρωπαίους από χώρες που ακόμη χειμάζονται από την κρίση. Το αντικείμενο ήταν «η μεταρρύθμιση της μεταρρυθμιστικής ατζέντας», και το ενδιαφέρον καθώς και η παρουσία των ηγετικών φυσιογνωμιών επιβεβαίωσε τόσο τη σημασία του ζητήματος όσο και το επείγον του χαρακτήρα του. Αυτό που προέκυψε ως συμπέρασμα είναι ότι η εφαρμογή του προγράμματος, η συνέχεια στην παρακολούθησή του και η θέληση να αντιμετωπιστεί ο εγγενής συντηρητισμός στο Δημόσιο (ειδικά από όσους το καπηλεύονται) είναι αναγκαία συστατικά της μεταρρύθμισης. Οπως αναφέρθηκε στη συζήτηση, «εάν ο ιδιωτικός τομέας θεωρεί ότι η διαρκής αλλαγή είναι προϋπόθεση επιτυχίας, για πολιτικούς ή ανώτατους δημόσιους υπαλλήλους η αλλαγή είναι συνταγή για αποτυχία». Για να αντιμετωπιστούν τα αναμενόμενα και εγγενή αυτά προβλήματα, απαιτούνται στοχευμένες ενέργειες αλλά και παρακολούθηση από ανθρώπους με εμπειρία στη διαχείριση αλλαγής, στον εξορθολογισμό δομών και στην εφαρμογή και όχι μόνο στον σχεδιασμό, στον οποίο αρκείται η Task Force της Ε.Ε.
Χρειαζόμαστε λοιπόν ένα όργανο παρακολούθησης και υποστήριξης των αλλαγών όσο και ουσιαστική πολιτική τόλμη, που να αντλεί τις σωστές δεξιότητες. Η πρόταση αυτή έγινε τόσο στην κυβέρνηση όσο και στην Task Force που είναι υπεύθυνη για τις μεταρρυθμίσεις. Δυστυχώς, μέχρι να ξαναφτάσει ο κόμπος της εφαρμογής στο χτένι της εξόδου από την Ε.Ε., φοβούμαι πως δεν θα υπάρξει ανταπόκριση. Η κυβέρνηση δεν φαίνεται διατεθειμένη να δημιουργήσει ένα όργανο του οποίο τον έλεγχο δεν θα έχει και η Task Force δεν φαίνεται διατεθημένη να δεχθεί συμβουλές στον τομέα της υλοποίησης, παρότι αυτός εκφεύγει των δεξιοτήτων της. Κι όμως, το σημερινό πρόβλημα είναι αμιγώς πρόβλημα εφαρμογής. Η επιτυχία ή η ενδεχόμενη κατάρρευση της ύστατης προσπάθειας να σταθεί το κράτος στα πόδια του εξαρτάται απ’ αυτό. Ας ελπίσουμε ότι θα το καταλάβουμε πριν να είναι αργά.
* Κατέχει την Εδρα Επιχειρηματικότητας και Καινοτομίας Sir Donald Gordon στο London Business School και είναι επισκέπτης καθηγητής στο NYU-Stern.

Πολλαπλασιαστές και διαιρέτες



Του Νικου Χριστοδουλακη*
Μετά την κρίση του 2008, τα δημοσιονομικά ελλείμματα αυξήθηκαν σε πολλές χώρες είτε για τη διάσωση των τραπεζών είτε για να αποφύγουν κάπως την ανεργία με κρατικές παρεμβάσεις. Οσες ήταν όμως ήδη με υψηλό χρέος, ξέμειναν γρήγορα από ρευστότητα και βρέθηκαν αντιμέτωπες με το δίλημμα «χρεοκοπία ή συνεχής συρρίκνωση». Πολλοί ακαδημαϊκοί έσπευσαν τότε να τις καθησυχάσουν. Πρώτα οι Ρόγκοφ και Ράινχαρτ το 2009 και μετά διάφορες μελέτες του ΔΝΤ και της ΕΚΤ βρήκαν ότι ενώ σε μια χώρα με χαμηλό χρέος τα ελλείμματα μπορεί να βοηθήσουν την ανάκαμψη, γίνονται επιζήμια αν το χρέος ξεπεράσει το 90% του ΑΕΠ.
Επειδή κατά μαγική σύμπτωση το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ και το συνολικό της Ευρωζώνης βρισκόταν κοντά σε αυτό το όριο, το μήνυμα ήταν ότι οι κυβερνήσεις δεν πρέπει να σκέφτονται περαιτέρω δημοσιονομική επέκταση για να μην πλήξουν την ανάπτυξη! Ετσι, όλη η Ευρώπη εγκλωβίστηκε σε μια μακρά ύφεση που τώρα χτυπά ακόμα και τις εύρωστες χώρες, ενώ μόνο οι ΗΠΑ ξέφυγαν λίγο μετά την εκλογή Ομπάμα, όχι όμως και οριστικά.
Για χώρες όπως η Ελλάδα όπου το χρέος ήταν σημαντικά μεγαλύτερο και η προσαρμογή απολύτως αναγκαία, η συνταγή ήταν ακόμα πιο επιτακτική: αντί το πρόγραμμα λιτότητας να είναι σταδιακό, έπρεπε να γίνει άμεσο και εκτεταμένο, γιατί έτσι με το παραπάνω μοντέλο θα ήταν αυτομάτως και αναπτυξιακό. Σύμφωνα με τον μικρό πολλαπλασιαστή του ΔΝΤ, η όποια ύφεση θα ήταν ελάχιστη, αλλά και αυτή ακόμα θα μπορούσε να ξεπεραστεί με ταχύρρυθμες μεταρρυθμίσεις που θα επιτάχυναν την έλευση του ανταγωνιστικού παραδείσου με πολλή ανάπτυξη και χωρίς χρέος αυτή τη φορά.
Τους ξέφυγε όμως μια μικρή λεπτομέρεια, που έκανε τους περίτεχνους υπολογισμούς να καταρρεύσουν: η ίδια η κρίση, και οι βαθιές αλλαγές που επιφέρει σε οικονομικά μοντέλα και κοινωνικές συμπεριφορές. Ο Κέινς -που συνήθως περιφρονείται από την κυρίαρχη σκέψη του ΔΝΤ- είχε προειδοποιήσει από το 1936 ότι σε συνθήκες μεγάλης μείωσης του εισοδήματος, τα νοικοκυριά ξοδεύουν αναλογικά πιο μεγάλο μερίδιο για να περισώσουν όσο μπορούν το επίπεδο διαβίωσής τους. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η υπερβολική λιτότητα οδηγεί σε θεαματικά μεγαλύτερη βύθιση την οικονομία από ό,τι θα συνέβαινε σε ήρεμη περίοδο.
Τα προγράμματα σχεδιάστηκαν όμως αγνοώντας την προειδοποίηση του Κέινς και έτσι οι εκτιμήσεις για την ύφεση έπεσαν έξω κατά δύο φορές γενικά και σχεδόν τέσσερις για την Ελλάδα. Οι λόγοι που ξέφυγε μια τόσο σοβαρή αστοχία είναι πάντως διαφορετικοί για κάθε πλευρά που αναμείχθηκε στο ελληνικό πρόγραμμα. Το μεν ΔΝΤ γιατί εφαρμόζει τυποποιημένες συνταγές για όλες τις χώρες χωρίς κανόνες έγκαιρης διόρθωσης, η δε Ευρωζώνη γιατί αδιαφόρησε και δεν θέλησε να δράσει ως ενιαίος οικονομικός χώρος απέναντι στο πρόβλημα μερικών μελών της. Ακολούθως, η ελληνική κυβέρνηση χωρίς προετοιμασία και εμπειρία δέχθηκε ανυποψίαστη το σχέδιο του ΔΝΤ, ενώ οι ξένοι σύμβουλοι εκείνης της περιόδου εκτιμούσαν ότι η Ελλάδα θα εγκατέλειπε το ευρώ και το πρόγραμμα θα περνούσε σε δεύτερη μοίρα.
Ετσι η Ευρώπη διαιρέθηκε σε «ενάρετες» και «άσωτες» χώρες, η τιμωρία των οποίων θα φρονημάτιζε τις υπόλοιπες, ενώ η Ελλάδα διχάστηκε ανάμεσα σε όσους πίστεψαν άκριτα το σχέδιο προσαρμογής και σε αυτούς που οχυρώθηκαν στην παταγώδη αποτυχία του για να υπερασπίσουν τα προνόμιά τους. Είναι βέβαιο ότι το επόμενο διάστημα θα διορθωθούν πολλά ακαδημαϊκά λάθη, καθόλου σίγουρο όμως ότι θα υπάρξει κάποια επανόρθωση στην ελληνική οικονομία που διανύει τον τέταρτο χρόνο βαθιάς συρρίκνωσης και ανεργίας.
Για να συμβεί αυτό, χρειάζεται νέα διαπραγμάτευση του Μνημονίου με λιγότερους φόρους και περικοπές, πιο ελαστικό ορίζοντα εφαρμογής και μια γενναία ευρωπαϊκή πρωτοβουλία ανάπτυξης ως διόρθωση του μοιραίου πολλαπλασιαστή. Εννοείται φυσικά πως τα κλιμάκια που το σχεδίασαν και το υλοποίησαν θα έχουν την ευαισθησία να παραιτηθούν, και στον ελεύθερο χρόνο τους να ξαναδιαβάσουν τον Κέινς.
* Ο κ. Νίκος Χριστοδουλάκης είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο και πρώην υπουργός.

Οι μύθοι της κρίσης και οι «ακόλαστες δαπάνες»



Του Δημητρη Β. Παπαδημητριου*
Γιατί κατέληξε σε μια τόσο μεγάλη αποτυχία το κυριότερο πειραματικό εργαστήριο μείωσης δημοσίου ελλείμματος στον κόσμο; Οι Ευρωπαίοι ηγέτες προσδοκούν το αποτέλεσμα της δραστικής βελτίωσης του λόγου χρέος προς ΑΕΠ στην Ελλάδα, μετά την επιβολή μέτρων άκρας λιτότητας. Αλλά το τρέχον πείραμα δεν πετυχαίνει για έναν σημαντικό λόγο: τα προγράμματα λιτότητας πηγάζουν από μύθους σχετικώς με το τι προκάλεσε την κρίση εξαρχής.
Η δημοφιλής άποψη, που θέλει τις υπερβολικές δημόσιες δαπάνες να αποτελούν τον λόγο δημιουργίας του προβλήματος των δημοσίων ελλειμμάτων στην Ελλάδα, είναι απλώς λανθασμένη. Τα στοιχεία δεν στηρίζουν το θέμα που έχει δημιουργηθεί περί «ακόλαστων δαπανών».
Οι δημόσιες δαπάνες στην Ελλάδα αντιστοιχούσαν το 1990 στο 45% του ΑΕΠ της χώρας, ήτοι πολύ πριν ξεσπάσει η κρίση. Το ποσοστό αυτό διατηρήθηκε σταθερό έως και το 2006 και είναι αναλογικά σημαντικά κατώτερο των αντίστοιχων δαπανών στη Γαλλία, στην Ιταλία, ακόμη δε και στη Γερμανία. Σήμερα η Ελλάδα χαρακτηρίζεται το «κακό παιδί» με τον ανέκαθεν διογκωμένο δημόσιο τομέα. Και όμως, τα δεδομένα της δεν διέφεραν από εκείνα των γειτόνων της, ενώ τα ποσοστά της –των δημοσίων δαπανών αναλογικά προς το ΑΕΠ της– δεν την απέκλεισαν πριν από το ξέσπασμα της κρίσης το 2008, από το να συμβαδίζει με ή και να υπερβεί τους αναπτυξιακούς ρυθμούς πλουσίων χωρών της Ευρωζώνης. Δεν είχαν εντοπιστεί ραγδαίες αυξήσεις των δημοσίων δαπανών στη χώρα έως την ύφεση που ξεκίνησε το 2008. Το χρονοδιάγραμμα επιβεβαιώνει την πεποίθηση πως το κλειδί στην κατάρρευση της οικονομίας δεν ήταν οι από μακρόν υπερβολές των ελληνικών κυβερνήσεων.
Η εικόνα, σε ό,τι αφορά στο δημόσιο χρέος της, ήταν επίσης σταθερή. Επί χρόνια, το ετήσιο δημόσιο έλλειμμα της Ελλάδας κυμαινόταν από το 3% έως και το 5%, με το δημόσιο χρέος της να ανέρχεται περίπου στο 120% του ΑΕΠ, χωρίς να δημιουργείται αναστάτωση στις αγορές. Το έτος 2000, όταν η Ελλάδα εντάχθηκε στο ευρώ, το δημόσιο έλλειμμά της κυμαινόταν στο 3,8% του ΑΕΠ της, επίπεδα στα οποία διατηρήθηκε τα πρώτα χρόνια μετά την κυκλοφορία του ενιαίου νομίσματος. Ο δημόσιος δανεισμός δεν είχε εκτοξευθεί στα ύψη πριν ξεσπάσει η κρίση χρέους το 2009, γεγονός που καταδεικνύει επίσης ότι η προϊστορία της –σε ό,τι αφορά το δημόσιο χρέος της– δεν ήταν ο κύριος λόγος για την πιστωτική κρίση με την οποία βρέθηκε αντιμέτωπη.
Αλλά ήταν τα δεδομένα και οι τάσεις, που περισσότερο από τον δημόσιο δανεισμό και τις κρατικές δαπάνες, δημιουργούσαν ανησυχία. Ανάμεσά τους, η μείωση των δημοσίων εσόδων, ένα πρόβλημα που έμελλε να λάβει ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις. Πριν ακόμη ενταχθεί στο ευρώ, η Ελλάδα υπολειπόταν σημαντικά άλλων ευρωπαϊκών οικονομιών στο μέτωπο είσπραξης των φόρων.
Οπως αναφέρεται σε έκθεση του Ινστιτούτου Levy, το 2005 τα φορολογικά έσοδα –ειδικότερα αυτά από τη φορολογία εισοδήματος και περιουσιακών στοιχείων– ανέρχονταν μόλις στο 8,6% του ΑΕΠ, παραμένοντας σε σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα από εκείνα, άλλων ευρωπαϊκών κρατών. Η αξιοσημείωτη αύξηση των δημοσίων εσόδων οφειλόταν κυρίως στην αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών –συμπεριλαμβανομένων των συνταξιοδοτικών–, οι οποίες έφτασαν έως και στο 13,5% από 9,8% προηγουμένως, πριν σταθεροποιηθούν έκτοτε σε ελαφρώς χαμηλότερα επίπεδα. Η φοροδιαφυγή ήταν ευρύτατα διαδεδομένη, ενώ ανθούσε η παραοικονομία. Οσο μειώνονταν τα έσοδα, το δημόσιο έλλειμμα αυξανόταν.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’90 εμφανίστηκε ακόμη ένας κίνδυνος. Οι επενδύσεις επικεντρώθηκαν στον κλάδο της οικοδομής, ενώ οι μηχανές παραγωγής και τα μέσα μεταφοράς –πιο σημαντικά για την παραγωγική ικανότητα της χώρας– αποτέλεσαν δευτερεύουσα προτεραιότητα. Η αύξηση των επενδύσεων συγκριτικά με τις αποταμιεύσεις στην Ελλάδα και οι ισχυροί, πραγματικοί αναπτυξιακοί ρυθμοί της οικονομίας της άρχισαν να εξαρτώνται από τη ζήτηση του ιδιωτικού τομέα, η οποία στηριζόταν στον δανεισμό. Στο μεταξύ, η κατανάλωση των νοικοκυριών χρηματοδοτείτο από τη μείωση των οικογενειακών περιουσιών, τόσο όσο και από τον δανεισμό. Ο ιδιωτικός τομέας κατέστη σύντομα καθαρός οφειλέτης. Σας θυμίζει κάτι;
Αυτά ασφαλώς δεν ήταν τα μόνα θέματα που προκάλεσαν την κρίση στην Ελλάδα. Ας κατονομάσουμε μερικά ακόμη δεδομένα που συνέτειναν σε αυτήν: η συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ επέφερε επιπτώσεις στο ισοζύγιο εμπορικών συναλλαγών. Οι τιμές των εξαγώγιμων προϊόντων άρχισαν να αυξάνονται πολύ ταχύτερα στην Ελλάδα απ’ ό,τι στις υπόλοιπες χώρες–μέλη της Ευρωζώνης, με τις ελληνικές επιχειρήσεις να αδυνατούν ή να μην είναι πρόθυμες να «καλύψουν» την ανατίμηση του ευρώ, που θα μπορούσαν να επιτύχουν μειώνοντας τα περιθώρια κέρδους τους. Παράλληλα άρχισε να μειώνεται το ισοζύγιο εισροής κεφαλαίων – κυρίως από τη μείωση εμβασμάτων από το εξωτερικό. Κατόπιν άρχισαν να μειώνονται οι αποδόσεις των ακινήτων, ειδικότερα το εισόδημα που απέφεραν στους ιδιοκτήτες τους.
Σε ό,τι αφορά το μέλλον, το σημαντικότερο είναι ότι –σε αντίθεση με άλλες χώρες σε κρίση– τόσο ο ιδιωτικός τομέας στην Ελλάδα όσο και ο δημόσιος είναι καθαροί δανειστές από το εξωτερικό. Αυτός ο συνδυασμός σημαίνει ότι η Ελλάδα πρέπει να διαθέσει πραγματικά περιουσιακά στοιχεία –και όχι μόνον χρηματοοικονομικά– για να μειώσει το συνολικό χρέος της.
Κανένα από αυτά τα προβλήματα δεν μπορεί να αναμένεται να βρει λύση υπό καθεστώς λιτότητας. Αν και είναι πιθανός ο ισολογισμός των δημοσίων οικονομικών –εξαιρουμένων των τόκων του δημοσίου χρέους– μέσα στο 2013 ή στο 2014, αποτελεί φαντασίωση η πιθανότητα επίτευξης των άλλων στόχων που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, καθώς οι επιπτώσεις της προσπάθειας μείωσης του δημοσίου ελλείμματος αποδεικνύονται «τοξικές». Η φτώχεια και η ανεργία στην Ελλάδα έχουν αυξηθεί σε επίπεδα που μόνο καταστροφικά μπορεί να χαρακτηριστούν. Υπαρκτή, δε, είναι ακόμη η απειλή περαιτέρω απωλειών θέσεων εργασίας, με αποτέλεσμα την κατάρρευση της χώρας. Την τελευταία τετραετία, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ μειώνεται κατά τουλάχιστον 5% ετησίως. Βάσει αυτών αλλά και πολλών άλλων στοιχείων, οι περικοπές δαπανών πυροδότησαν μια βαθύτατη ύφεση με καταστροφικές οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις.
Πρέπει να ανακτηθούν οι ρυθμοί αύξησης του ελληνικού ΑΕΠ πριν επιλυθούν τα δημοσιονομικά προβλήματα της Ελλάδας και όχι το αντίστροφο. Το γεγονός δεν υποβαθμίζει με κανέναν τρόπο την απειλή που αντιπροσωπεύει για τη χώρα το χρέος της και την ανάγκη να επαναχρηματοδοτηθεί με χαμηλότερο κόστος. Ακόμη και με το τρέχον επιτόκιο, που κυμαίνεται κάτω από τα επίπεδα του 10%, τα τοκοχρεολύσια μπορεί να εκτοξευθούν ταχύτατα στα ύψη. Και παρά το σύνολο των προαναφερθέντων προβλημάτων, η ανάπτυξη παραμένει το ζητούμενο.
Μέσα στο 2012 είδαμε τελικώς να γίνονται μικρές υποχωρήσεις σε ό,τι αφορά την πολιτική λιτότητας που καλείται να εφαρμόσει η ελληνική κυβέρνηση. Ας ελπίσουμε ότι το 2013 θα μας επιτρέψει ένα μεγάλο βήμα πίσω από τους πολυσυζητημένους –αλλά ασφαλώς μόνο κατά φαντασία– «θρύλους» περί κατάρρευσης της Ελλάδας.
* Ο κ. Δ. Β. Παπαδημητρίου είναι πρόεδρος του Levy Economics Institute και καθηγητής Οικονομικών στο Bard College της Νέας Υόρκης.

Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2013

Σκοτώνοντας τον χρόνο...




Του Χαριδημου Κ. Τσουκα*
Το έχω ακούσει τόσες φορές, που δεν εκπλήσσομαι πλέον. Αντίθετα, θα εκπλαγώ αν δεν το ακούσω. «Παράταση μέχρι τις 8/1/2013 στην προθεσμία για την πληρωμή των τελών κυκλοφορίας και για την κατάθεση των πινακίδων, αποφάσισε το υπουργείο Οικονομικών», ανακοίνωσαν τα ΜΜΕ την τελευταία ημέρα του 2012.
Αποφάσεις σαν κι αυτές είναι χαρακτηριστικά ελλαδικές. Οι προθεσμίες σπάνια είναι δεσμευτικές, οι παρατάσεις θεωρούνται αυτονόητες. Τόσο αυτονόητες που, ακόμα και στον σκληρό πυρήνα της κρατικής λειτουργίας, όπως είναι η συλλογή φόρων, το 2012 δόθηκε τέσσερις φορές παράταση για την υποβολή φορολογικών δηλώσεων!
Δεν γνωρίζω καμία ανεπτυγμένη χώρα στην οποία ρουτινώδεις κρατικές λειτουργίες, χρονικά προκαθορισμένες, να είναι μετακινήσιμες. Δεν είναι τυχαίο. Στις ανεπτυγμένες χώρες κυριαρχεί η αίσθηση του χρόνου ως πολύτιμου πόρου. Η περίφημη φράση του Βενιαμίν Φραγκλίνου «ο χρόνος είναι χρήμα» εκφράζει αυτήν τη στάση: για τον νεωτερικό άνθρωπο, ο χρόνος δεν είναι απλώς συνυφασμένος με την εξέλιξη της ζωής, αλλά γίνεται ο ίδιος ένα αυτοτελές μέγεθος που χρήζει ορθολογικής διαχείρισης. Ο χρόνος αποσπάται από τα κοινωνικά - βιολογικά του συμφραζόμενα και αυτονομείται: εξοικονομείται, σπαταλάται, αξιοποιείται κ.λπ.
Η νεωτερική αντίληψη για τον χρόνο αντανακλάται στη στρατηγική αντιμετώπιση των προβλημάτων. Ο οργανισμός που σκέφτεται στρατηγικά γνωρίζει, προβλέπει ή ορίζει τις μελλοντικές ανάγκες του σε ένα μεταβαλλόμενο περιβάλλον και δεσμεύεται να ενεργεί στο παρόν, έτσι ώστε να υπηρετεί απώτερους σκοπούς στο μέλλον. Αντιθέτως, ο οργανισμός που δεν σκέφτεται στρατηγικά αντιδρά σπασμωδικά στα τρέχοντα προβλήματά του, ικανοποιώντας μόνο τις βραχυπρόθεσμες ανάγκες του. Ο στρατηγικά σκεπτόμενος αναβάλλει την άμεση ικανοποίηση των αναγκών του, χάριν κάποιου υπέρτερου (και απόμακρου) σκοπού· διευρύνει τον ορίζοντα της δράσης του, επιτρέποντας στο μέλλον να επηρεάσει το παρόν. Ο μη στρατηγικά σκεπτόμενος αγνοεί το μέλλον· άγεται και φέρεται από τις ανάγκες της στιγμής. Το «αχρονικό παρόν» συνιστά τον κύριο ορίζοντα αναφοράς του.
Τι συνδέει τις ουρές στις εφορίες την τελευταία στιγμή, τις παρατάσεις προθεσμιών που απλόχερα χορηγούν οι υπουργοί, την αδιαφορία της γραφειοκρατίας για τον χρόνο των πολιτών, τη χρονοτριβή στην υλοποίηση των Μνημονίων, και τη χρεοκοπία της χώρας; Πολλά, αλλά, εν προκειμένω, το εξής ένα: η ιδιοτελής αναβλητικότητα. Η φράση του πρώην πρωθυπουργού Καραμανλή Β΄ τα λέει όλα: «Ασ’ το γι’ αργότερα»!
Το κομματικό σύστημα δεν αντιμετωπίζει τα καυτά συλλογικά προβλήματα έγκαιρα και ορθολογικά («τ’ αφήνει γι’ αργότερα»), προκειμένου να συνεχίσει να ικανοποιεί τις άμεσες (πελατειακές-κομματοκρατικές) ανάγκες του. Η μετα-οθωμανική δημόσια διοίκηση δεν εκλαμβάνει τον χρόνο της ως πολύτιμο πόρο που πρέπει να αξιοποιήσει, οπότε θεωρεί αυτονόητο ότι μπορεί να σπαταλά τον χρόνο του πολίτη. Το κομματικοποιημένο κράτος δεν εμμένει στις προθεσμίες που το ίδιο θέτει, προκειμένου να μη γίνει δυσάρεστο επιβάλλοντας κυρώσεις. Οι πολίτες δεν εκπληρώνουν έγκαιρα τις υποχρεώσεις τους στο κράτος, τόσο γιατί προεξοφλούν την κρατική αναξιοπιστία όσο και γιατί θεωρούν τις υποχρεώσεις τους διαπραγματεύσιμους περιορισμούς, των οποίων την ισχύ έχουν όφελος να αναβάλλουν όσο μπορούν.
Η ιδιοτελής αναβλητικότητα πηγάζει από τον εγκλωβισμό μας στη μεταπολιτευτικά κυρίαρχη εμμονή για άμεση ικανοποίηση των βραχυχρόνιων αναγκών. Οι πολιτικοί θέλουν να μεγιστοποιούν την πολιτική τους πελατεία, οπότε δεν τους συμφέρει η λήψη (βραχυπρόθεσμα) δυσάρεστων αποφάσεων. Οι πολίτες, συντεχνιακά ή ατομικιστικά σκεπτόμενοι, επιδιώκουν την ικανοποίηση των αιτημάτων τους με κάθε τρόπο. Κανείς δεν θέλει να δεσμευτεί από κοινούς, ορθολογικούς κανόνες γιατί, ιστορικά μιλώντας, η βέλτιστη στρατηγική στον δημόσιο βίο είναι ο καιροσκοπισμός.
Η ανάληψη δεσμεύσεων στο παρόν χάριν της ικανοποίησης αναγκών στο μέλλον προϋποθέτει μια πολιτική κουλτούρα που ωθεί, μέσω ανταμοιβών και κυρώσεων, τους πολιτικούς να ενεργούν ως statesmen για το μακροχρόνιο δημόσιο συμφέρον. Προϋποθέτει, επίσης, μια ανεξάρτητη, αποτελεσματική κρατική γραφειοκρατία, με ανεπτυγμένη «θεσμική μνήμη», η οποία αίρεται πάνω από τις βραχυχρόνιες επιμέρους ανάγκες για να υπηρετήσει τα στρατηγικά συμφέροντα της χώρας. Δεν διαθέτουμε τίποτε από τα δύο.
Η χρεοκοπία προέκυψε (και) από την αθόρυβη συρρίκνωση του εθνικού ορίζοντα δράσης στο «ασάλευτο παρόν». Στο μεθύσι της λεηλασίας των κοινών, αδιαφορήσαμε για το αύριο. Η έκλειψη του μέλλοντος υποκρύπτει, όμως, κάτι βαθύτερο: τον φόβο της αλλαγής. Οπως παρατηρεί ο Στ. Ράμφος, «αργοπορούμε και αναβάλλουμε σαν να μας απειλούν οι πράξεις μας και οι συνέπειές τους. Μας τρομάζει κατά βάθος η μεταβολή ως δέσμευση στον χρόνο. Ο φόβος είναι ο φόβος του μέλλοντος». Το άνοιγμά μας στο μέλλον προϋποθέτει ότι αποδεχόμαστε τη δυνατότητα της δημιουργικής αυτο-αλλοίωσης – να γίνουμε διαφορετικοί από αυτό που είμαστε. Μπορούμε;
* Ο κ. Χ. Κ. Τσούκας (htsoukas@gmail.com) είναι καθηγητής στα Πανεπιστήμια Κύπρου και Warwick.

Ο καθρέφτης της κρίσης




Του Σταθη Ν. Καλυβα*
Ανάμεσα σε πολλά άλλα, η κρίση λειτουργεί και σαν ένα είδος καθρέφτη που φέρνει την ελληνική κοινωνία αντιμέτωπη με τις βαθιές της αλήθειες, όπως κατ’ αναλογία οι δύσκολες ατομικές περιστάσεις εξαναγκάζουν τους ανθρώπους σε δυσάρεστες ενδοσκοπήσεις. Οι κρίσεις φέρνουν στην επιφάνεια κρυμμένες ή ανομολόγητες συμπεριφορές που τις αγνοούσαμε ή τις απωθούσαμε. Από την άποψη αυτή, είναι αλήθεια πως οι κρίσεις αποτελούν μοναδική ευκαιρία αυτογνωσίας, άλλο βέβαια αν αξιοποιούνται. Τι είδαμε λοιπόν ώς τώρα στον καθρέφτη μας;
Είδαμε πως η αλαζονεία, η έπαρση και η ανεπάρκεια της πολιτικής τάξης ήταν ακόμη μεγαλύτερες απ’ ό,τι ίσως φανταζόμασταν και πως η διαφθορά του συστήματος εξουσίας είχε ξεφύγει. Διαπιστώσαμε πως η διαπλοκή του πολιτικού συστήματος με τις οικονομικές ελίτ και τα ΜΜΕ είχαν βαθύτατες ρίζες, που μπορεί μεν να ήταν γνωστές, αλλά επειδή η αναφορά σ’ αυτές γινόταν με τρόπο αόριστο, ενίσχυε την άγνοια και την απραξία. Χρειάστηκε η κρίση για να πραγματοποιήσουν μεγάλοι διεθνείς δημοσιογραφικοί οργανισμοί σοβαρές δημοσιογραφικές έρευνες πάνω στο θέμα. Είδαμε επίσης πως το σύστημα εξουσίας διασφάλιζε τη νομιμοποίησή του εξαγοράζοντας την κοινωνία τόσο διαμέσου του πελατειακού συστήματος, ιδίως των μαζικών διορισμών στο Δημόσιο, όσο και μέσω μιας ουσιαστικά θεσμοποιημένης ανομίας που επέτρεπε και ενθάρρυνε έναν εσμό παράνομων συμπεριφορών σε κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής. Αντιληφθήκαμε, τέλος, πως η συγκολλητική ουσία που συντηρούσε και διαιώνιζε το σύστημα αυτό βασιζόταν στη λογική του άλλοθι («και οι άλλοι τα ίδια κάνουν»), πακεταρισμένη σε έναν λόγο γεμάτο πατριωτικές κορώνες και αναφορές στα δικαιώματα του λαού, δηλαδή με συνθηματικούς κώδικες αλλά δίχως καμιά απολύτως ουσία. Από την άποψη αυτή, ο ρόλος της παιδείας υπήρξε κομβικός, καθώς διοχέτευε αυτόν τον τρόπο σκέψης στους νέους, αχρηστεύοντας έτσι την κριτική λειτουργία του πνεύματος. Δεν πρέπει να ξαφνιάζει, επομένως, ούτε πως πάνω σ’ αυτόν τον λόγο βρήκε αποκούμπι ο περισσότερος κόσμος για να εκφράσει την αντίδρασή του στη σκληρή πραγματικότητα που βιώνει ούτε πως οι μαέστροι της χρήσης του υπήρξαν οι μεγάλοι πολιτικά κερδισμένοι της κρίσης, μέχρι στιγμής: ΣΥΡΙΖΑ, Ανεξάρτητοι Ελληνες, Χρυσή Αυγή. Η μεγάλη ειρωνεία είναι πως το σύστημα αυτό, που εύλογα έχει περιγραφεί ως σύστημα της Μεταπολίτευσης (αν και η ακριβέστερη περιγραφή του θα ήταν «σύστημα ΠΑΣΟΚ»), ζει μιαν αναμφίβολα απατηλή και πρόσκαιρη δεύτερη νιότη, την ίδια ακριβώς στιγμή που χρεοκόπησε με πάταγο.
Ασφαλώς, όλα αυτά τα ξέραμε ή τουλάχιστον τα υποψιαζόμασταν. Απλά η κρίση τα επιβεβαίωσε με βίαιο τρόπο. Μπορούμε ίσως να κοροϊδεύουμε ακόμη τον εαυτό μας και να κάνουμε πως δεν τα βλέπουμε, δεν μπορούμε όμως πλέον να τα αποφύγουμε. Υπάρχει ωστόσο μια διάσταση που ίσως αγνοούσαμε περισσότερο από τις άλλες: η κατάρρευση του κρατικού μηχανισμού. Αυτή άλλωστε υπήρξε η μεγαλύτερη έκπληξη των ξένων παρατηρητών της κρίσης και αυτή προσδίδει στην ελληνική περίπτωση την ιδιαιτερότητά της. Κανείς δεν είχε αντιληφθεί σε ολόκληρο το μέγεθός της τη σήψη της ελληνικής διοίκησης. Αναμφίβολα, όποιος ερχόταν σε επαφή με τον κρατικό μηχανισμό (με την εφορία, τη Δικαιοσύνη, τον Στρατό, την παιδεία κ.λπ.) διαπίστωνε την ανεπάρκειά του. Αλλο όμως ανεπάρκεια και άλλο πλήρης διάλυση. Η διαπίστωση αυτή δεν πρέπει να μας οδηγήσει στο αντίθετο άκρο: την παραδοχή, δηλαδή, πως ουδέποτε λειτούργησε ο κρατικός μηχανισμός στην Ελλάδα. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Παρ’ ότι υπάρχει σχετική ένδεια μελετών που βασίζονται σε μετρήσιμα στοιχεία, μπορεί να υποστηριχθεί πως, παρά τις παθογένειές του και παρά τη λειτουργία του πελατειακού συστήματος, το κράτος λειτουργούσε καλύτερα, παρ’ ότι φτωχότερα, πριν από το 1981.
Εδώ έγκειται και το μεγάλο παράδοξο: όλες οι σχετικές μελέτες δείχνουν πως μετά το 1981 το κράτος βελτιώθηκε ως προς το έμψυχο δυναμικό του και τους πόρους του. Αν συγκρίνει π.χ. κανείς το πανεπιστήμιο του 1981 μ’ αυτό του 2013, θα διαπιστώσει την ύπαρξη ασύγκριτα καλύτερου έμψυχου δυναμικού και υλικοτεχνικής υποδομής σήμερα. Και όμως, το σημερινό πανεπιστήμιο είναι σε αρκετές διαστάσεις του χειρότερο ως προς την εκτέλεση βασικών λειτουργιών σε σχέση με το παλαιό. Παρά την αυξημένη τους κατάρτιση, υπερβολικά πολλοί διδάσκοντες δεν ανταποκρίνονται στο έργο τους, ενώ τα εκατοντάδες νέα και ακριβά κτίρια εξαθλιώθηκαν με μεγάλη ταχύτητα. Τι έφταιξε; Αναμφίβολα, η πλήρης και ολοκληρωτική κομματικοποίηση του κρατικού μηχανισμού που εισήγαγε το ΠΑΣΟΚ μετά το 1981, διαμέσου ιδίως του κομματικού συνδικαλισμού, όπως έχει δείξει στο κλασικό του έργο «Ομάδες πίεσης και δημοκρατία» ο Γ.Θ. Μαυρογορδάτος. Ετσι εξηγείται το πώς οι βελτιωμένοι ανθρώπινοι και υλικοί πόροι της τελευταίας τριακονταετίας, αντί να ενισχύσουν το κράτος, το αποσάθρωσαν.
Το αποτέλεσμα το βλέπουμε σήμερα στον καθρέφτη της κρίσης. Και υπογραμμίζω πως το βλέπουμε, ως προς τη διάλυση του κρατικού μηχανισμού, μόνο στην Ελλάδα. Δεν το βλέπουμε ούτε στην Ιρλανδία ούτε στην Ισπανία ούτε και στην Πορτογαλία. Ας διακόψουμε λοιπόν την αναζήτηση των εύκολων άλλοθι την οποία διακινούν πρώτοι και καλύτεροι οι χρεοκοπημένοι διανοούμενοι της Αριστεράς και ας δούμε επιτέλους το πρόβλημα όπως αρμόζει: κατάματα.
* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale.