Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2012

«Σουλεϊμάν», έκτακτο επεισόδιο


Του Δημοσθένη Κούρτοβικ

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2012
Ο τούρκος Πρωθυπουργός είναι έξω φρενών με το σίριαλ για τον Σουλεϊμάν. Θεωρεί ανιστόρητο και γελοίο τον τρόπο που παρουσιάζεται εκεί ο Μεγαλοπρεπής. Πιθανότατα έχει δίκιο. Αλλά δεν πά' να έχει, δεν πά' να θυμώνει. Το σίριαλ συνεχίζεται και το παρακολουθούν παγκοσμίως 150 εκατομμύρια τηλεθεατές, με ιδιαίτερη βουλιμία στην τουρκοφάγο Ελλάδα. Αυτό μας στέλνει και ένα πολιτικό μήνυμα. Οχι όμως εκείνο που βλέπουν οι «ελληνόψυχοι» και βάζουν τις φωνές για κίνδυνο αφελληνισμού από την τουρκική πολιτισμική προπαγάνδα.    
Ας αφήσουμε στην άκρη την κιτσάτη αισθητική του σίριαλ και το αφελές σενάριό του (σιγά μην ενοχλούν τέτοιες λεπτομέρειες το πλατύ κοινό, το αντίθετο μάλιστα). Ας παρακάμψουμε, εδώ, και το γεγονός ότι στην Ελλάδα της Κρίσης και του Μνημονίου εκατοντάδες χιλιάδες συμπατριώτες μας προτιμούν να νανουρίζονται με έρωτες στα οθωμανικά χαρέμια παρά να βλέπουν, για παράδειγμα, το εκπληκτικό δανέζικο σίριαλ «Borgen», με την οξυδερκέστατη, αλλά καθόλου ψυχρή ματιά του στις ίντριγκες, τους καταναγκασμούς και τα διλήμματα της σύγχρονης πολιτικής.

Ας τα παραβλέψουμε  αυτά και ας αναρωτηθούμε: Ποια δική μας ιστορική μορφή θα μπορούσαμε - θα τολμούσαμε - να προβάλουμε με τέτοιον «εθνικά ασεβή» τρόπο (όπως λέει ο Ερντογάν για τον τηλεοπτικό Σουλεϊμάν), που να συγκινεί εκατομμύρια ανθρώπους έξω από τη χώρα μας; Τον Μέγα Αλέξανδρο; Μας έχουν προλάβει δεκάδες ξένοι σεναριογράφοι και σκηνοθέτες, που δεν δεσμεύονταν από τα δικά μας εθνικιστικά σύνδρομα και γι' αυτό μπορούσαν να πάρουν όσες ελευθερίες ή να δώσουν όσα ψήγματα αλήθειας ήθελαν. Μήπως τότε κάποιον βυζαντινό αυτοκράτορα, ας πούμε τον Τσιμισκή, που άλλωστε δεν υστερούσε καθόλου από τον Σουλεϊμάν σε ερωτικές επιδόσεις; Μπα. Το Βυζάντιο έχει αποτυπωθεί στη διεθνή συνείδηση, με τη συνέργεια ημών των ιδίων, ως ένας κόσμος εσωστρεφής, μυστικοπαθής και άσαρκος, που το πολύ πολύ να εμπνέει μερικούς εξειδικευμένους λογίους (και τρεις-τέσσερις βαλκάνιους συγγραφείς, που οι αληθινές προθέσεις τους δεν θα μας άρεσαν, αν τις ξέραμε). Επειτα, πόσο θα άντεχε στις υστερικές καταγγελίες και απειλές μια τηλεοπτική σειρά που θα έδειχνε τον ένδοξο Τσιμισκή να συνωμοτεί με την ερωμένη του Θεοφανώ, κοτζάμ αυτοκράτειρα, για να ξεκάνουν τον άνδρα της, τον επίσης ένδοξο, πλην χωριάταρο Νικηφόρο Φωκά, και να του πάρουν τον θρόνο; Το πιθανότερο είναι ότι ούτε καν θα γραφόταν ένα τέτοιο σενάριο.
Γυρίστηκε μια «διεθνών προδιαγραφών» ταινία για τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο, που μπορεί να γέμισε με εθνική περηφάνια πολλούς Ελληνες, αλλά δεν έκανε καμιά σπουδαία διεθνή καριέρα, αφού η εθνική περηφάνια δεν είναι εξαγώγιμο προϊόν. Γυρίστηκε παλιότερα και μια ταινία για τον Καβάφη, η οποία με τον μουσειακό ακαδημαϊσμό της θα είχε εμπνεύσει στον Αλεξανδρινό μερικά από τα ειρωνικότερα ποιήματά του.

Στην πραγματικότητα, η οργή του Ερντογάν ενισχύει μάλλον παρά σχετικοποιεί το συμπέρασμα που υποβάλλει η σειρά για τον Σουλεϊμάν: οι Τούρκοι έχουν σήμερα χαλαρότερη, ανοιχτότερη στάση απέναντι στην Ιστορία τους και τον εαυτό τους από ό,τι εμείς. Γι' αυτό και μπορούν ευκολότερα να πλασάρουν τέτοια πολιτισμικά προϊόντα (ή υποπροϊόντα) στο εξωτερικό και να έχουν, μέσω αυτών, πολιτισμική διείσδυση σε διεθνή κλίμακα. Η σημερινή Τουρκία δεν είναι πολιτισμικά απομονωμένη. Η σημερινή Ελλάδα είναι.
Η πολιτισμική απομόνωση είναι πάντοτε ο προπομπός της πολιτικής απομόνωσης. Ενα έθνος που δεν μπορεί να γίνει γνωστό έξω από τα σύνορά του ως ζωντανός πολιτισμός, που δεν καταφέρνει να δημιουργήσει ή να ανανεώσει τον δικό του «μύθο» (όχι βέβαια σαν εκείνον που μας έμεινε στα αζήτητα πριν από μερικά χρόνια, όσα και αν ξοδέψαμε για να τον διαφημίσουμε), ένα τέτοιο έθνος δεν αποκτά πρόσωπο στον κόσμο, δεν κερδίζει σε οικειότητα, συμπάθεια και κατανόηση, που, ας μη γελιόμαστε, του είναι απαραίτητες και πολιτικά, αν δεν είναι καμιά μεγάλη δύναμη στη διεθνή σκηνή.
Το σίριαλ «Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής» μπορεί να είναι φτηνιάρικο και ιστορικά αναξιόπιστο, αλλά διασκευάζει ένα κομμάτι της τουρκικής Ιστορίας σε παραμύθι ικανό να αγγίξει μάζες ανθρώπων, έστω ενός ορισμένου επιπέδου, που δεν έχουν καμία σχέση με την ίδια την Ιστορία της Τουρκίας. Με τρόπο ασφαλώς πολύ απαιτητικότερο, συγγραφείς λαών συγκρίσιμων με εμάς στο μέγεθος και τη διεθνή ισχύ μετέπλασαν κεφάλαια της δικής τους Ιστορίας σε κάτι μεγαλύτερο, σε αφηγήσεις που μιλούσαν για πανανθρώπινα θέματα και γι' αυτό βρήκαν διεθνή απήχηση. Το έκανε ο Αντριτς με τις ιστορικές περιπέτειες της Σερβίας και της Βοσνίας, ο Σαραμάγκου με την πολιορκία της Λισαβώνας από τους Μαυριτανούς, ο Στσιπιόρσκι με τους διωγμούς των αιρετικών και των μαγισσών στην πολωνική πόλη Αράς τον 15ο αιώνα, ο Ούγκο Κλάους με τη βελγική αποικιοκρατία, ο Φουέντες, ο Γκαρσία Μάρκες, ο Λιόσα με την Ιστορία των χωρών τους της Λατινικής Αμερικής, το έκαναν πολλοί άλλοι.

Εμείς δεν κατορθώνουμε να επεξεργαστούμε σε ανάλογη προοπτική τη δική μας, τόσο μακρά και πολυκύμαντη Ιστορία, τόσο στενά και σε τόσο κομβικά σημεία συνυφασμένη με την παγκόσμια. Δεν το πετυχαίνουμε ούτε σε επίπεδο λαϊκού σίριαλ ούτε σε επίπεδο υψηλής τέχνης. Δεκάδες ιστορικά μυθιστορήματα γράφονται στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, αλλά είναι ζήτημα αν υπάρχει ανάμεσά τους ένα που να μιλάει με τρόπο ικανό να συγκινήσει το διεθνές κοινό ως κάτι που το αφορά άμεσα, είτε από άποψη συναισθημάτων είτε από άποψη στοχασμού. Μιλώντας και γράφοντας σαν να είμαστε ο ομφαλός του κόσμου, γλιστράμε ολοένα περισσότερο προς τα οπίσθιά του. Πολιτισμικά και γι' αυτό αναπόφευκτα, θα το ξαναπώ, πολιτικά.


Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2012

«Ψιλές» και «χοντρές»




Ο ευκαιριακός λαϊκισμός μάλλον δεν ταιριάζει στη δημόσια «περσόνα» που επιλέγει να επιδεικνύει ο δήμαρχος της Θεσσαλονίκης, ο οποίος διαπρέπει πολύ περισσότερο στη τέχνη της αντικομφορμιστικής ατάκας και της «παρά προσδοκίαν» λακωνικότητας.  Δυσκολεύομαι, πάντως, να ταξινομήσω τη δήλωση που έκανε τις προάλλες, μετά το επεισόδιο σε βάρος του γερμανού προξένου στη συμπρωτεύουσα. Τα διαδραματισθέντα, είπε, ήταν «αναμενόμενα και δικαιολογημένα». Αν το «δικαιολογημένα» δικαιολογεί, εκτός από τη διαμαρτυρία, και τα καταγεγραμμένα καθέκαστά της (όπου ο πρόξενος έμοιαζε  με «πουλημένο» διαιτητή που αντιμετώπιζε χειροπιαστές «ενστάσεις» από τους αδικημένους μετά τη λήξη του ντέρμπι, και όπου ένας μόλις αξιωματικός της αστυνομίας πάσχιζε να κρατήσει τον κ. Λιντς μακριά από τον κ. Ομπερμάιερ), τότε υπάρχει σοβαρό ζήτημα.
Και πρώτα πρώτα, αφού το φιτίλι δεν το άναψε ο πρόξενος αλλά ένας άλλος συμπατριώτης του (που δήλωσε ότι στο αγώνισμα της τοπικής αυτοδιοίκησης, όπως περίπου και στο ποδόσφαιρο, χάνουμε από τους Γερμανούς με 3-1), ο πρόξενος τιμωρήθηκε εναλλακτικά και, κυρίως, ως η πρώτη διαθέσιμη συμβολική ενσάρκωση της συλλογικής γερμανικής ενοχής. Κάποιοι  θα αντιδράσουν με ιερή αγανάκτηση, αλλά αν είμαστε ειλικρινείς πρέπει να παραδεχτούμε ότι αυτή η «λογική» δεν διαφέρει ουσιαστικά από εκείνην που δίνει το δικαίωμα στον ισλαμικό όχλο κάποιας Ινδονησίας να κατασπαράξει τον πρώτο χριστιανό που θα συναντήσει μετά τη γελοιογράφηση του Προφήτη σε δυτικό έντυπο. Και για να γίνουμε πιο επίκαιροι, είναι η ίδια λογική η οποία, στα μάτια του Χρυσαυγίτη, μεγεθύνει τον πρώτο τυχόντα Πακιστανό του Αγίου Παντελεήμονα ως την  επιτομή του μολυσματικού Κακού που απειλεί τα άχραντα και άμωμα του ελληνικού αίματος. Και ο δήμαρχος, σημειωτέον, είναι από τους πιο εμφατικούς εκπροσώπους της άποψης ότι η Χρυσή Αυγή πρέπει να τεθεί εκτός νόμου.
Αλλά στον βαθύ ορίζοντα αυτού του «δικαιολογημένα» διαγράφεται η αντίληψη ότι η οικονομική κρίση θα μπορούσε να δικαιολογήσει, οιονεί εκτάκτως, εκδοχές βίας εναντίον όλων αυτών, ντόπιων και ξένων, που διά πράξεως ή παραλείψεως, θεωρούνται υπεύθυνοι για την πρόκληση και τη συντήρησή της. Ο ΣΥΡΙΖΑ, ανέκαθεν ελαστικός με τις «κόκκινες γραμμές» του καταστατικού ακτιβισμού του, έχει ραφινάρει την τεχνική της εγγαστρίμυθης δεκτικότητας απέναντι στους ρέκτες της φυσικής παρεκτροπής και επιμένει να νεύει, περισσότερο ή λιγότερο διακριτικά, προς την ίδια κατεύθυνση και μετά τα εκλογικά ποσοστά που τον έκαναν αξιωματική αντιπολίτευση. Στην ίδια κατεύθυνση, «εμπνευσμένες» παρεμβάσεις τύπου Παναγούλη, από το ίδιο το βήμα του Κοινοβουλίου, μιλούν για  «λιντσάρισμα» όχι για να το εξορκίσουν αλλά μάλλον για να κάνουν πιο δραστική την αυτοεκπληρούμενη προφητεία που έχουν κατά νου. Και πάλι στην ίδια κατεύθυνση, όλο και περισσότεροι μαθαίνουν να αναμηρυκάζουν την πανούργα εκείνη εξίσωση που αθωώνει την ωμή και ακατέργαστη βία ως καθ' όλα νόμιμη άμυνα απέναντι στη βία και την ασέλγεια των μνημονιακών πολιτικών.
Ναι, η οικονομική κρίση με τα παρεπόμενά της είναι μαμή βίας. Αλλά την απάντηση στο πρόβλημα, στο μέτρο που υπάρχει απάντηση, δεν θα αρχίσουμε καν να την υποπτευόμαστε αν δεν κάνουμε τον κόπο να ξεχωρίσουμε την όξυνση των φαινομένων λόγω της οικονομικής συγκυρίας από κακοδαιμονίες και παθολογίες της κοινωνίας μας που έκαναν και συνεχίζουν να κάνουν τη διαδρομή τους ανεξάρτητα και ερήμην της κρίσης. Και για να το πούμε αλλιώς: η καθολική δικαιολόγηση της βίας λόγω εκτάκτων συνθηκών είναι υποκριτική. Γιατί το πρόβλημα (απλό αλλά μόνο σποραδικά ομολογημένο), και ιδιαίτερα όσο ζούσαμε το «προοδευτικό» ψεύτισμα της Μεταπολίτευσης, ρίζωσε και εξελίχθηκε ανάμεσα σε ασκήσεις ευφημισμού και ψευδωνυμίας. Το κανακέψαμε ως «επετειακή πορεία», το παραφράσαμε ως «κατάληψη», το δοξολογήσαμε, και ύστερα το αφήσαμε να κακοφορμίσει, ως «πανεπιστημιακό άσυλο».
Ως έλληνας πολίτης τρομάζω όταν συνειδητοποιώ ότι οι «μελανοχίτωνες» και οι «κεκαρμένοι» του φυλετικού ιδεασμού δεν είναι φιγούρες ιστορικού αρχείου αλλά συγκαιρινές ζωντανές πραγματικότητες που μπορεί να επωάζουν την αφροσύνη τους πίσω από τη διπλανή πόρτα· αλλά ομολογώ ότι το βρίσκω δύσκολο να συμμετάσχω στη χορωδία της έκπληξης και του αποτροπιασμού όταν ο Κασιδιάρης ευαγγελίζεται «κάτι ψιλές» ως μέσο ιδεολογικού φρονηματισμού, όχι μόνο επειδή η συγκεκριμένη έκπληξη δεν είναι και τόσο αυθεντική, όχι μόνο επειδή προϋποθέτει μια διάκριση καλής και κακής βίας αλλά και επειδή ξέρω ότι τη στιγμή που η ακροδεξιά (χειρ) του Κασιδιάρη μελετά «ψιλές», στη Νομική του ΑΠΘ και σε άλλα «καυτά» σημεία της Αριστοτέλειας Χωματερής (αλλά και οπουδήποτε κάποιοι πιστεύουν ότι η γροθιά δεν είναι μόνο για να υψώνεται αλλά και για να χρησιμοποιείται) ασκείται ακόμη, όπως χρόνια και ζαμάνια προ μνημονίου συνέβαινε, ανάλογη χειροπρακτική, και μάλιστα στο πιο «χοντρό»» της.
Η ταπεινή άποψη της επιφυλλίδας είναι ότι, αν δεν πρόκειται για καιρούς όπου η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφες και με εγγόνια, η φυσική βία, ακόμη και όταν είναι αναμενόμενη, δεν πρέπει να είναι δικαιολογημένη. Αλλά, βέβαια, ο καλύτερος τρόπος για να πειστεί κανείς περί αυτού είναι να γίνει ο παραλήπτης της. Υποθέτω ότι συμφωνεί ο κ. δήμαρχος, αλλά είμαι σίγουρος ότι συμφωνεί η κυρία Λιάνα Κανέλλη.

O κ. Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής είναι καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2012

Το αυγό ή τα αυγά του φιδιού;

Ακούμε να λέγεται τόσο επίμονα και νευρικά ότι δεν είναι φασίστες το 13%-15% των Ελλήνων που δηλώνουν αποφασισμένοι να ψηφίσουν Χρυσή Αυγή, ή το 7% που πράγματι την ψήφισαν πριν από λίγους μήνες, ώστε αρχίζουμε να υποψιαζόμαστε ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με κάτι σαν ξόρκι, μια μαγική επίκληση για να διασκεδαστεί ένας βαθύτερος, ανομολόγητος φόβος: μήπως τελικά αυτό το σκοτεινό ρεύμα είναι κάτι περισσότερο από γέννημα της οικονομικής κρίσης, της αποσύνθεσης του πολιτικού συστήματος και του τρόμου μπροστά στην εγκληματικότητα των λαθρομεταναστών;

 Δεν ήταν φασίστες, αν το πάρουμε έτσι, ούτε το 44% των Γερμανών που ψήφισαν τον Χίτλερ το 1933. Απλώς μισούσαν τους κακομούτσουνους εβραίους «πλουτοκράτες», σιχαίνονταν τους μαυριδερούς τσιγγάνους, βδελύσσονταν και έτρεμαν τους «μογγόλους» μπολσεβίκους, αισθάνονταν αδικημένοι και ταπεινωμένοι από τους ισχυρούς της διεθνούς πολιτικής. Δεν ήταν φασίστες, έλπιζαν όμως πως ο φασισμός θα τους απάλλασσε από όλους αυτούς, μαζί και από τη δημοκρατία που τους ανεχόταν ή τους κανάκευε.

Τον γερμανικό φασισμό τον έθρεψαν οι Βερσαλλίες και το οικονομικό χάος της επιθανάτιας αγωνίας της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Αλλά δεν τον γέννησαν. Η Χρυσή Αυγή θέριεψε στο έδαφος που της πρόσφεραν οι συνθήκες της τελευταίας τριετίας. Αλλά οι ρίζες της διεισδύουν βαθύτερα στο εθνικό φαντασιακό μας από όσο θέλουμε να παραδεχτούμε.

Σχεδόν παντού στην Ευρώπη βρίσκονται σήμερα σε έξαρση ακροδεξιά κινήματα. Η Ελλάδα είναι όμως η μόνη ευρωπαϊκή χώρα όπου ένα όχι απλώς ακροδεξιό αλλά απροκάλυπτα ναζιστικό κόμμα έχει τόσο μαζική αποδοχή. Ενώ αλλού η ακροδεξιά ρητορική εστιάζει, μάλλον αμυντικά, στην προστασία της εθνικής κουλτούρας από την πολιτισμική «διάβρωση» που συνοδεύει την παγκοσμιοποίηση, σ' εμάς μιλάει ανενδοίαστα για καθαρότητα της ελληνικής φυλής, λευκή ανωτερότητα και υπανθρώπους. Πουθενά αλλού ένα κόμμα με κοινοβουλευτική εκπροσώπηση δεν στρέφεται ανοιχτά κατά της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και δεν ασκεί ωμή βία, καταπατώντας κάθε έννοια νομιμότητας υπό τα χειροκροτήματα πλήθους «φιλήσυχων» και «νομοταγών» πολιτών.

Πολλοί ξένοι απορούν πώς είναι δυνατό να έχει τόση απήχηση ένα τέτοιο κόμμα σε μια χώρα που υπέφερε τα πάνδεινα από τον ναζισμό, αλλά και του αντιστάθηκε ηρωικά. Αγνοούν ότι για πολλούς Ελληνες ο εχθρός δεν ήταν ακριβώς ο ναζισμός αλλά ο ούννος κατακτητής (άσε που για μια όχι ευκαταφρόνητη μερίδα έφταιγαν για τις θηριωδίες του οι αντάρτες, με τις «προκλήσεις» τους). Στην πραγματικότητα υπάρχουν στην επίσημη παιδεία μας, αλλά και στις λαϊκές αντιλήψεις, πολλά στοιχεία που φέρνουν ανησυχητικά προς τη φαιά ιδεολογία, στοιχεία από εκείνα που οι πολιτικοί επιστήμονες ονομάζουν «προφασιστικά».

Και ο πιο πιστός ψηφοφόρος του Εθνικού Μετώπου στη Γαλλία δεν νοιάζεται για το αν το σόι του κρατάει από τον Βερκιγγετόριξ. Και ο πιο φανατικός οπαδός του ουγγρικού Γιόμπικ δεν φαντασιώνεται πως στις φλέβες του ρέει ανόθευτο το αίμα του φύλαρχου Αρπαντ. Αλλά αποτελούν μειοψηφία οι Ελληνες που δεν πιστεύουν πως κατάγονται αναντάν μπαμπαντάν από τον Μιλτιάδη και τον Περικλή. Ο μύθος της φυλετικής καθαρότητας του ελληνικού έθνους δεν είναι επινόηση της Χρυσής Αυγής. Είναι βασικό συστατικό του ελληνικού εθνικισμού, ο οποίος ανέκαθεν αναζητούσε βιολογικά ερείσματα. Απειρες οι «επιστημονικές» πραγματείες που γράφτηκαν και γράφονται για να αποδείξουν ότι ακόμη και οι αλλόγλωσσες ή αλλόθρησκες εθνοτικές ομάδες που ζουν στον ελλαδικό χώρο είναι «φυλετικά» γνήσια ελληνικές. Ακόμη και φωτισμένοι έλληνες συγγραφείς και ποιητές αποκαλούσαν μέχρι πριν από τέσσερις-πέντε δεκαετίες το έθνος τους «φυλή» - μοναδικό φαινόμενο στην παγκόσμια λογοτεχνία!  

Από τότε που δεν μπορούμε πια να ισχυριζόμαστε, γιατί η πραγματικότητα μας διέψευσε εκκωφαντικά, ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει ούτε είναι δυνατό να υπάρξει ρατσισμός προτάσσουμε ένα άλλο μύθευμα: ότι στην Ελλάδα δεν ρίζωσε ποτέ ο αντισημιτισμός. Ολοι οι ιστορικοί γνωρίζουν ότι πρόκειται για ψέμα, άλλο αν δεν το λένε ανοιχτά. Δεν είναι όμως μόνο ζήτημα Ιστορίας. Σε καμιά άλλη ευρωπαϊκή χώρα, με εξαίρεση την Ουγγαρία, ο αντισημιτισμός δεν είναι σήμερα τόσο διάχυτος στα λαϊκά στρώματα όσο στην Ελλάδα. Είναι απίθανο να κάνεις μια βόλτα στην πόλη περνώντας από ψιλικατζίδικα, καφενεία, μανάβικα, μπακάλικα, χασάπικα, καφεκοπτεία, εστιατόρια χωρίς να ακούσεις τουλάχιστον ένα λογύδριο για τον σατανικό ρόλο των Εβραίων παντού και διαχρονικά. Πουθενά αλλού στον κόσμο, εκτός σε μερικές μουσουλμανικές χώρες, δεν υπάρχουν τόσοι άνθρωποι που πιστεύουν ακόμη ότι τα «Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών» είναι αυθεντικό ντοκουμέντο.

Ενα χαρακτηριστικό γνώρισμα των φασιστοειδών μορφών εθνικισμού είναι το ιδεολόγημα του αιώνια αδικημένου και προδομένου έθνους, που το επιβουλεύονται γείτονες κατώτεροι φυλετικά και πολιτισμικά, αλλά στηριγμένοι στις πλάτες σκοτεινών δυνάμεων. Είναι φασιστοειδές ιδεολόγημα όχι μόνο για τις ρατσιστικές πτυχές του αλλά, προπαντός, επειδή η ιδέα ότι το έθνος περιζώνεται και απειλείται διαρκώς από εχθρικούς λαούς συνεπάγεται μια μόνιμη κατάσταση πολιορκίας, όπου είναι επιβεβλημένα όλα τα «έκτακτα» μέτρα για την αντιμετώπιση του κινδύνου. Η δημοκρατία, γι' αυτή την αντίληψη, είναι πολυτέλεια και μάλιστα οδηγεί στον συβαριτισμό, οπότε πρέπει να βρίσκεται πάντοτε υπό αναστολή. Εδώ δεν χρειάζονται επεξηγήσεις. Ολοι ξέρουμε ότι η περιγραφή αυτή ταιριάζει γάντι στην αυτοεικόνα μας ως έθνους που έδωσε τα φώτα στην οικουμένη, αλλά αντί για ευγνωμοσύνη εισπράττει από παντού αχαριστία, φθόνο και δόλιες συνωμοσίες κατά των συμφερόντων του και της ίδιας της ύπαρξής του, με μοχλό βάρβαρους γείτονες.

Εκπλήσσονται πολλοί για την έλξη που ασκεί η Χρυσή Αυγή ιδιαίτερα σε νέους. Κακώς εκπλήσσονται. Οχι μόνον επειδή η «εθνικά ορθή» παιδεία που παρέχεται στα σχολεία μας είναι σαν λεκιθίνη στο αυγό του φιδιού αλλά και επειδή η εναλλακτική «πολιτικά ορθή» διαπαιδαγώγηση από κάποιους δάσκαλους και παιδαγωγούς επιχειρείται με τρόπο που δεν μπορεί ν' αγγίξει τις ψυχές των νέων, τρέπει μάλιστα πολλούς προς την αντίθετη κατεύθυνση. Αυτό ας το αφήσουμε όμως για μια άλλη φορά.    

Οι εντροπικοί ηγέτες της ντροπής



Του Χαριδημου Κ. Τσουκα*
Η παρακμή ενός θεσμού είναι μια κλιμακούμενη διαδικασία. Αρχικά ο θεσμός παρέχει ανεπαρκώς τις υπηρεσίες για τις οποίες έχει σχεδιασθεί (π.χ. η βραδυδικία του δικαιοδοτικού συστήματος). Μια πιο προχωρημένη μορφή παρακμής είναι η αυτο-αναφορικότητα: ο θεσμός προκρίνει τα συμφέροντα των μελών του από τις κοινωνικές ανάγκες (π.χ. προκλητικά βουλευτικά προνόμια). Τέλος, η παρακμή κορυφώνεται όταν ο θεσμός περιέρχεται σε κατάσταση αποδόμησης, είτε εξαιτίας φατριαστικών αντιπαραθέσεων στο εσωτερικό του (βλέπε ΣΔΟΕ), είτε εξαιτίας πνιγηρής στασιμότητας.
Ο ακαδημαϊκός κ. Ρούσσος περιέγραψε παραστατικά τις διαδικασίες αποδόμησης που λαμβάνουν χώρα στο περιβάλλον στασιμότητας ενός έλους. «Στο έλος συντελείται δομική διαστρέβλωση των έμβιων διεργασιών», γράφει. «Ατέρμονες ζυμώσεις λαμβάνουν χώρα. Αναρίθμητοι μικρο-οργανισμοί [...] πολλαπλασιάζονται ανεξέλεγκτα συντηρώντας το έλος στο διηνεκές. Δεν έχουν να χαρίσουν προϊόντα, να δομήσουν. Μόνο αποδομούν. Τα παραπροϊόντα της ύπαρξής τους βάζουν την αναγνωριστική σφραγίδα στο έλος. Το έλος το οσφραίνεσαι, οσφραίνεσαι τη βρωμιά, τη δυσοσμία» («Κ», 19/8/2012).
Δεν ξέρω αν ο κ. Ρούσσος φανταζόταν ποτέ ότι η μεταφορική περιγραφή της στασιμότητας των ελλαδικών πανεπιστημίων θα αποκτούσε στοιχεία κυριολεξίας. Κι όμως συνέβη! Η απόλυτη παρακμή των ΑΕΙ δεν φαίνεται μόνο στις τεράστιες δυσκολίες τους να οργανώσουν εκλογές για τα Συμβούλια Διοίκησης, αλλά, πιο απτά, αποτυπώνεται στους τόνους σκουπιδιών που παρέλυσαν επί δυόμισι μήνες τη λειτουργία του ΑΠΘ.
Οταν ένας οργανισμός ασχολείται περισσότερο με τις διαδικασίες του και λιγότερο με τα αγαθά που προσφέρει ή, ακόμη χειρότερα, όταν τα παραπροϊόντα της λειτουργίας του υποκαθιστούν τις υπηρεσίες που θα έπρεπε να παράγει, τότε μιλάμε για πλήρη αποδόμηση.
Ο δημόσιος χώρος είναι, πρωτίστως, χώρος φυσικής συν-παρουσίας. Στα πανεπιστήμιά μας, όμως, η φυσική επικοινωνία είναι, συχνά, αδύνατη. Οταν ο δημόσιος χώρος έχει αλωθεί από τρομοκρατικές μειονότητες και ο «κοινός λόγος» έχει διαλυθεί, οι συμμετέχοντες μετατρέπονται σε «ιδιωτικά» άτομα - σε χομπσιανά υποκείμενα που αποσκοπούν στην εξουσιαστική κατίσχυση. Τότε ο δημόσιος χώρος δεν συνιστά χώρο συν-παρουσίας, αλλά πολεμική αρένα. Πεδίο αναφοράς των ιδιωτικών ατόμων δεν είναι οι κοινές αξίες του θεσμού, αλλά η εγωτική ύπαρξη των ιδίων ή της φατρίας τους. Η απαξίωση του δημόσιου χώρου συμβολίζει την απαξίωση του θεσμού: τα σκουπίδια απεικονίζουν υλικά τη «σαπίλα» που έχει ήδη διαβρώσει τον θεσμό. Η αποσύνθεση των σκουπιδιών κοινοποιεί την αποσύνθεση του θεσμού που τα παράγει.
«Αυτό που έχει αποτύχει πλήρως στην Ελλάδα είναι η ίδια η πολιτική ελίτ», παρατήρησε εύστοχα ο κ. Σόιμπλε. Η χώρα κατάντησε «σκουπίδι» (θυμηθείτε τα ομόλογα-«σκουπίδια» του χρεοκοπημένου μας κράτους) γιατί οι θεσμοί της απαξιώθηκαν, πρωτίστως από τους εντροπικούς ηγέτες της - ηγετικές ελίτ βαθιά ιδιοτελείς, μωροφιλόδοξες, ανίκανες, κι όχι σπάνια διεφθαρμένες.
Δείτε το ΑΠΘ. Για πάνω από εβδομήντα μέρες ο κ. Μυλόπουλος, ο πρύτανης του ΑΠΘ, συμπεριφερόταν ως παρατηρητής! Το γραφείο του ήταν κατειλημμένο από τραμπούκους απεργούς, το πανεπιστήμιο πλημμύριζε από σκουπίδια, αλλά ο δήθεν πρύτανης δεν πήρε καμία πρωτοβουλία για να αποκατασταθεί η στοιχειώδης ευρυθμία. Μετά δύο μήνες, μπήκε στον κόπο να προσθέσει την υπογραφή του σε ένα κείμενο μερικών δεκάδων συναδέλφων του που ζητούσαν την παρέμβαση του εισαγγελέα. Κι όταν ο εισαγγελέας παρενέβη, τι έκανε ο κ. Μυλόπουλος; Διαμαρτυρήθηκε για τη σύλληψη των καταληψιών! Τι στάση κράτησε η Σύνοδος των δήθεν Πρυτάνεων; Ζήτησε συμπαράσταση, διότι, λέει, οι πρυτανικές Αρχές «στοχοποιούνται» και «λειτουργούν υπό τη δαμόκλειο σπάθη της εισαγγελικής παρέμβασης»! Ναι, τέτοιου έρματος και αναστήματος ηγέτες διοικούν τα πανεπιστήμια!
Η χώρα κατάντησε το «σκουπίδι» της Ευρώπης επειδή οι θεσμοί της συστηματικά διοικούνται από εντροπικούς ηγέτες: μικρούς, ακατάλληλους ανθρώπους που όχι μόνο δεν επιλύουν προβλήματα, αλλά προσθέτουν αφειδώς «αταξία» (εντροπία) στους θεσμούς. Η κύρια έγνοια των εντροπικών ηγετών δεν είναι η προαγωγή των αξιών που εγγενώς διέπουν τη λειτουργία του θεσμού, αλλά η ικανοποίηση ιδιοτελών συμφερόντων, ναρκισσιστικών φαντασιώσεων, ή και των δύο. Αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στον ανεπτυγμένο κόσμο, η ηγετική φιλοδοξία τους δεν εκπληρώνεται προσθέτοντας αξία στους θεσμούς που διοικούν («κερδίζω-κερδίζεις»), αλλά εξαντλείται με την κατάληψη όπως όπως του ηγετικού θώκου και την εγωπαθή απόλαυση της εξουσίας. Οι εντροπικοί ηγέτες αναδεικνύονται μέσα σε ένα πλαίσιο ιστορικά εμπεδωμένων, παρακμιακών αξιών: κομματοκρατίας, πελατειακών σχέσεων, φατριασμού, διαπλοκής, ανομίας, ισχνών θεσμικών αντιβάρων, έλλειψης εμπιστοσύνης, ανευθυνότητας και σατραπικής εξουσιαστικής συμπεριφοράς. Από ένα τέτοιο πλαίσιο ηγετίσκοι τύπου Μυλόπουλου αντλούν το λεξιλόγιό τους, τα κίνητρά τους, τις μεθόδους τους. Είναι άραγε εφικτή η ανάδειξη άλλου τύπου ηγετών σε ένα τέτοιο παρακμιακό πλαίσιο; Ομολογώ ότι δεν έχω την απάντηση.
* Ο κ. Χ. Κ. Τσούκας (htsoukas@gmail.com) είναι καθηγητής στα Πανεπιστήμια Κύπρου και Warwick.

Η κάθε άλλο παρά θλιβερή άλγεβρα της επαναγοράς

Η κάθε άλλο παρά θλιβερή άλγεβρα της επαναγοράς

10/12/2012
Με τίτλο Η Θλιβερή Άλγεβρα της Επαναγοράς, ο κ. Γιάνης Βαρουφάκης (ΓΒ εφεξής) καταθέτει την ανάλυσή του για την επαναγορά του χρέους εδώ. Η ανάλυση περιέχει λάθη και ακροβατισμούς με εμφανή στόχο την επιβεβαίωση των απόψεών του – δυστυχώς αντίθετα με την πραγματικότητα.

Οι ακροβατισμοί

Ας τα πάρουμε με τη σειρά.

1. Ο ΓΒ θέλει να υποστηρίξει ότι η δημόσια προσφορά του ΟΔΔΗΧ για επαναγορά χρέους θα αποτύχει, συμπαρασύροντας το σύνολο του πλάνου του Eurogroup της 27/11, διότι ενώ αποβλέπει σε διαγραφή χρέους €31 δισ εμείς θα επιτύχουμε διαγραφή περίπου €19 δισ με αποτέλεσμα - κατά τον ΓΒ πάντα - να αναζητούμε και πάλι τα €10 δισ της διαφοράς για να επιτευχθεί ο στόχος. Κάνει όμως λάθος. Η απόφαση του Eurogroup της 27/11 επιδιώκει την απόσυρση χρέους περίπου €31 δισ έναντι ρευστού €10 δισ (που θα δανείσει ο EFSF), ώστε να επιτευχθεί καθαρή μείωση χρέους €21 δισ.  Το Eurogroup δηλαδή προβλέπει εξ αρχής μείωση περίπου €21 δισ,  μέσω «υποβοηθούμενης» απόσυρσης €31 δισ. Ο ΓΒ, στους υπολογισμούς του, για να υποστηρίξει τη θέση του ξεχνά το «βοήθημα» των €10 δισ του EFSF. Με θλιβερή δημιουργική λογιστική, το θλιβερό της άλγεβρας είναι εξασφαλισμένο! Η αλήθεια πού είναι;

2. Ο ΓΒ χαρακτηρίζει κούρεμα των ελληνικών τραπεζών τη συμμετοχή τους στο πρόγραμμα επαναγοράς. Σύμφωνα με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα (IAS 39), οι τράπεζες ήταν υποχρεωμένες να εγγράψουν τον Μάρτιο τα νέα ομόλογα (μετά PSI) με τιμή κτήσης την τιμή στο χρηματιστηριακό ταμπλώ, δηλαδή στο 20%-25% της ονομαστικής αξίας. Τα ομόλογα των ελληνικών τραπεζών, συνολικής ονομαστικής αξίας €15 δισ είναι εγγεγραμένα στα βιβλία τους με συνολική αξία περίπου €3.5 δισ. Με αυτήν την αξία έχουν υπολογισθεί οι ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης. Με τη συμμετοχή στο πρόγραμμα επαναγοράς οι τράπεζες, εάν συμμετάσχουν με το σύνολο των ομολόγων τους, θα διαγράψουν μονοκονδυλιά από τα βιβλία τους χαρτιά αξίας περίπου €3.5 δισ και θα βάλουν στο ταμείο περίπου €5.25 δισ. Η υπεραξία των €1.75 δισ κάθε άλλο παρά κούρεμα είναι. Ο ΓΒ επιμένει στον χαρακτηρισμό του κουρέματος με τον ισχυρισμό «διαγράφουν μονοκονδυλιά €14 δισ από τα βιβλία τους», ο οποίος δεν προκύπτει από πουθενά.

3. Ο ΓΒ υφαίνει ένα καμβά περί τα hedge funds που πάλι πιάνουν Κώτσους τους Ευρωπαίους φορολογούμενους. Αν κάποιοι πιάστηκαν Κώτσοι εν προκειμένω είναι αυτοί που πουλούσαν το καλοκαίρι στο 14% της ονομαστικής αξίας. Ισχυρίζεται πως τα hedge funds κατέχουν €45 δισ (από τα €66 δισ ελληνικών ομολόγων σε χέρια ιδιωτών - €62 δισ του PSI και €4 δισ παλαιών ομολόγων που αρνήθηκαν συμμετοχή τον Απρίλη). Όλοι, πλην των ελληνικών φορέων,  είναι συλλήβδην τζογαδόροι των hedge funds! Οι διακυμάνσεις τιμών των ελληνικών ομολόγων από τον Απρίλη έγιναν με ελάχιστους όγκους συναλλαγών. Οι διεθνείς αναλυτές εκτιμούν ως απόλυτο μέγιστο των νέων τοποθετήσεων των hedge funds τα €4.5 δισ. Μαζί με τα ομόλογα που κατείχαν με την ολοκλήρωση του PSI, το σύνολο των ελληνικών ομολόγων που κατέχουν είναι περίπου €20 δισ και όχι τα €45 δισ του ΓΒ. Τα υπόλοιπα είναι στα χέρια παλαιών ομολογιούχων, ευρωτράπεζες, ασφαλιστικές εταιρείες, ασφαλιστικά ταμεία, κλπ. Κάποιοι απ’ αυτούς έχουν κίνητρο συμμετοχής, άλλοι ενδιαφέρονται για μελλοντικά οφέλη. Για τους περισσότερους το πρόγραμμα επαναγοράς είναι μια ευκαιρία διόρθωσης της ζημίας του PSI –  που ταυτόχρονα μειώνει το βουνό του ελληνικού χρέους. Η αυθαιρεσία των «hedge funds που κατέχουν €45 δισ» εξυπηρετεί διπλά το σενάριο ΓΒ: (α) η επιτυχία του προγράμματος επαναγοράς εναπόκειται στις ορέξεις των τζογαδόρων, (β) η Ευρωζώνη είναι μια παρέα κορόιδων που ταΐζουν τα κοράκια των αγορών. Αμφότερα μακράν της αλήθειας!  Προφανώς υπάρχουν και οι τζογαδόροι. Πήραν ρίσκο αγοράζοντας παλιόχαρτα όταν όλοι προεξοφλούσαν την έξοδο από το ευρώ και τώρα θα κάνουν πάρτυ γιατί τους βγήκε το στοίχημα – μικρό πάρτυ όμως. Άλλοι τζογαδόροι που πήραν το ανάποδο στοίχημα έχασαν μια θάλασσα χρημάτων και κάνουν μνημόσυνα!
Τι πραγματικά σημαίνει η επαναγορά
Αυτό που δεν αναφέρεται είναι το προφανές: όσο λίγο κι αν είναι το χρέος που θα αποσυρθεί, το όφελος θα είναι πολλαπλάσιο για τους Έλληνες πολίτες. Δεν είναι μόνον η μείωση του δείκτη χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ. Ας δούμε τι πραγματικά σημαίνει επαναγορά του χρέους.

Για την εξυπηρέτηση ομολόγων PSI ονομαστικής αξίας €1 δισ απαιτείται μέχρι το 2016 καταβολή τόκων €20 εκατ ετησίως. Από το 2016 το επιτόκιο αυξάνεται από το σημερινό 2% σε 4.6% τελικά μετά το 2020 – δηλαδή μετά το 2020 θα απαιτείται καταβολή ετήσιων τόκων €46 εκατ. Με την επαναγορά, η Ελλάδα σβήνει το €1 δισ χρέους προς ιδιώτες και αναλαμβάνει χρέος €350 εκατ εναντι του EFSF. Η εξυπηρέτηση αυτού του χρέους απαιτεί καταβολή τόκων μόλις €2.5 εκατ ετησίως! Σύμφωνα μάλιστα με την απόφαση του Eurogroup, οι καταβολές των τόκων δανείων του EFSF αναστέλλονται επί μια δεκαετία. Μετά δε το πέρας της περιόδου αναστολής καταβολής τόκων θα βρούμε μπροστά μας νέο (συσσωρευμένο) χρέος λιγότερο από ενός έτους τόκους χωρίς την απόσυρση! Από την οπτική της διαχείρισης των δημοσιονομικών, η επαναγορά χρέους έπρεπε να γίνει οπωσδήποτε και σε όποια έκταση θα ήταν δυνατή!

Η έκταση επαναγοράς καθορίζεται από τα εκτιμώμενα σημεία ισορροπίας τιμών: όσο μεγαλύτερο είναι το χρέος του οποίου επιχειρείται η επαναγορά, τόσο θα ανεβαίνει το κόστος. Υπάρχει και η επιθυμία να απομείνει ικανό μέγεθος χρέους υπό διαπραγμάτευση στις αγορές ώστε να καταγράφονται οι αποδόσεις ομολόγων και να διευκολυνθεί η μελλοντική έξοδος της χώρας για πρωτογενή δανεισμό. Είναι προφανές πως ο καλύτερος τρόπος επαναγοράς χρέους είναι να γίνεται σιγά-σιγά, μυστικά, από «φίλιες δυνάμεις» που θα λειτουργούν ως πονηρές χρηματιστηριακές εταιρείες. Αυτό δεν θα μπορούσε να γίνει, καλώς ή κακώς, υπό την αιγίδα της Ευρωζώνης – οι ευρωπαϊκοί θεσμοί δεν είναι για να παίζονται παιγνίδια στα χρηματιστήρια.

Άλλο παράπλευρο όφελος της επαναγοράς χρέους είναι η αύξηση της ρευστότητας των Ταμείων κατά τουλάχιστον €700 εκατ (κατέχουν ομόλογα ονομαστικής αξίας περίπου €7 δισ και δεν συμμετέχουν στην επαναγορά).
Όσο και εάν ηχεί παράδοξο, η ενδεχόμενη απροθυμία συμμετοχής ξένων ομολογιούχων στο πρόγραμμα επαναγοράς χρέους, μόνον ως ψήφος εμπιστοσύνης για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας μπορεί να εκληφθεί. Με την εξαίρεση κάποιων τζογαδόρων που στοιχηματίζουν σε σενάρια νέου PSI σε ένα με ενάμισι χρόνο, όλοι οι υπόλοιποι αναμένουν να αποκομίσουν περισσότερα από τη διακράτηση των ελληνικών ομολόγων. Το ίδιο ισχύει και για τις ελληνικές τράπεζες.

Επαναγορά, τράπεζες και ανακεφαλαιοποίηση

Έχει δίκιο ο ΓΒ όταν ισχυρίζεται πως η συμμετοχή στο πρόγραμμα επαναγοράς ομολόγων είναι (ακριβέστερα, ήταν με τους αρχικούς όρους) αντίθετη προς το συμφέρον των ελληνικών τραπεζών – όχι όμως για τον λόγο που αναφέρει ο ίδιος, δηλαδή για το φανταστικό κούρεμα των €14 δισ! Τα ομόλογα, για όποιον σκέφτεται να πάρει το στοίχημα Ελλάδα, είναι περιουσιακό στοιχείο μεγάλης αξίας. Όποιος πιστεύει πως στα επόμενα 5 έως 8 χρόνια η Ελλάδα θα καταφέρει να ξαναβγεί στις αγορές (άρα το χρέος της να  υπόκειται σε διαπραγμάτευση κοντά στις ονομαστικές αξίες) το χαρτοφυλάκιο των ομολόγων ονομαστικής αξίας €15 δισ και «λογιστικής» αξίας €3.5 δισ, περιέχει μια δυνητική υπεραξία πάνω από €10 δισ. Αυτή η δυνητική υπεραξία ήταν ένα καρότο για τη συμμετοχή ιδιωτών στις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου των τραπεζών εν όψει ανακεφαλαιοποίησης. Η πλήρης συμμετοχή των τραπεζών στο πρόγραμμα επαναγοράς, απεμπολεί αυτή την δυνητική υπεραξία οπότε δεν συνέφερε τις τράπεζες. Όμως, για να διασφαλίσει την επιτυχία του προγράμματος επαναγοράς, αλλά και της ανακεφαλαιοποίησης, το ελληνικό δημόσιο (α) παρέσχε φορολογικό-λογιστικό κίνητρο (διευθέτηση «αναβαλλόμενου» φόρου) με το οποίο μειώνονται οι ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης κατά περίπου €4 δισ και (β) αύξησε την τιμή επαναγοράς (σε σχέση με την πρόβλεψη του Eurogroup). Με τις δύο αυτές κινήσεις, οι ελληνικές τράπεζες «κλειδώνουν» από τώρα περίπου το 60% της δυνητικής υπεραξίας και έχουν επαρκές κίνητρο συμμετοχής.

Ο ΓΒ επιλέγει μια απλουστευτική - και λανθασμένη - περιγραφή της διαδικασίας ανακεφαλαιοποίησης, με τους φραγκοφονιάδες λογιστές του Σόιμπλε να κάνουν τους υπολογισμούς και επειδή δήθεν δεν τους βγαίνουν τα νούμερα να θέλουν κάποια βοήθεια από ιδιώτες.
Πρέπει επί τέλους να γίνει κατανοητό πως οι ιδιώτες με κίνητρο είναι απαραίτητοι ώστε να μπορέσει να γίνει με το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα η επανιδιωτικοποίηση των τραπεζών σε τρία με πέντε χρόνια, ώστε το μακροπρόθεσμο χρέος που επωμίζονται οι φορολογούμενοι να είναι όσο το δυνατόν λιγότερο. Πολύ περισσότερο, είναι ανάγκη να προσφερθεί κίνητρο συμμετοχής στην ανακεφαλαιοποίηση, διαφορετικά η οικονομία κινδυνεύει να τιναχθεί στον αέρα. Η σύνοδος κορυφής της 27/10/2011 ρητώς αναφέρει την ανάγκη συνεργασίας κυβερνήσεων, κεντρικών τραπεζών και τραπεζών, ώστε να αποφευχθεί η ευρεία αναδιάρθρωση ενεργητικού με άντληση ρευστότητας από την οικονομία. Τι θα πει αυτό; Να μη χρειασθεί ελληνική τράπεζα να πωλήσει τη θυγατρική της στην Πολωνία (έγινε αυτό) ή στην Τουρκία (όχι ακόμη) ή στις βαλκανικές χώρες, να μη κουρέψει «υβριδικά προϊόντα» που είχαν πουληθεί ως συμπληρώματα σύνταξης (έγινε κι αυτό από κάποιες τράπεζες), να μην αφαιρεί ρευστότητα από την ήδη ασφυκτιώσα οικονομία. Αυτά και άλλα πολλά, που θα είχαν ήδη διαλύσει ό,τι έχει απομείνει από την οικονομία μας, ήθελε και θέλει να αποφύγει η Ευρωζώνη. Τους ιδιώτες τους χρειάζονται οι φορολογούμενοι και η οικονομία μας – όχι απλώς να τσοντάρουν το 10% που υποτίθεται πως τσιγκουνεύονται οι λογιστές του Σόιμπλε.

Αντ’ αυτού, ο ΓΒ επιμένει στο ξύλινο σχήμα των «υπό οποιεσδήποτε συνθήκες πεθαμένων τραπεζών» – αλλού είχε αναφέρει πως μπορούμε να προχωρήσουμε και χωρίς ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος! Αναμφίβολα η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και το πρόγραμμα επαναγοράς αλληλεπιδρούν (δείτε εδώ). Αντίθετα με τους ισχυρισμούς ΓΒ ότι οι τράπεζες σπρώχνονται στον γκρεμό με το αστήρικτο δήθεν κούρεμα των €14 δισ, το πρόγραμμα επαναγοράς βοηθά και στην ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών.

Ο κ. Στουρνάρας και οι επιτελείς του σχεδίασαν και προσέφεραν στους ομολογιούχους ένα πρόγραμμα επαναγοράς χρέους το οποίο αναμφίβολα ωφελεί πολλαπλώς την Ελλάδα. Εάν η επιτυχία του, ώστε να ικανοποιηθούν και οι απαιτήσεις του ΔΝΤ, καταλήξει σε πλήρη συμμετοχή των ελληνικών τραπεζών, αυτές θα έχουν απεμπολήσει μελλοντικό όφελος, όμως στο τραπέζι έχει βρεθεί σχεδόν από το πουθενά ένα πακέτο περίπου €6 δισ (υπεραξία και «αναβαλλόμενος» φόρος) πέραν των προβλέψεων της ανακεφαλαιοποίησης. Το στοίχημα και ο αγώνας δεν είναι ποιός θα φωνάξει πιο δυνατά τα αντικεφαλαιοκρατικά του συνθήματα, αλλά το πόσα ιδιωτικά κεφάλαια μπορεί αυτό το πακέτο να προσελκύσει και το πού θα χρησιμοποιηθούν: (α) ως πρόσθετη ρευστότητα για να κινηθούν τα ακούνητα, (β) για την μείωση των αναγκών ανακεφαλαιοποίησης, (γ) για την επαναγορά των τραπεζών από τους ιδιώτες μετόχους, (δ) κάτι ανάμεσα σ’ αυτα;

Υστερόγραφο
Τελικά η επαναγορά του χρέους μου φέρνει στο μυαλό τον ΓΑΠ: έψαχνε τόσα χρόνια να βρει μια win-win situation κι όταν βρέθηκε αυτή με το πρόγραμμα επαναγοράς αυτός δεν ήταν εδώ να τη χαρεί. Κρίμα που δεν τη βλέπει κι ο ΓΒ.

Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2012

Ο μύθος της επικείμενης ανάπτυξης




 Ενώ η χώρα σύρεται ως θλιβερός επαίτης από δόση σε δόση και από ταπείνωση σε ταπείνωση, η πολιτική ελίτ εξακολουθεί μονότονα και εκνευριστικά να επαίρεται ότι μας έσωσε. Φυσικά, το έπος των τροϊκανών θα ήταν απλώς μία κακόγουστη οπερέτα, ένα έργο νοσηρών οικονομικών εγκεφάλων, αν δεν οδηγούσε στη φτώχεια και στην εξαθλίωση το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής κοινωνίας. Πρόκειται ίσως για την πιο μαύρη σελίδα στην ιστορία της διεθνούς οικονομικής πολιτικής. Παραπέμπει ευθέως στη Μεγάλη Υφεση της αμερικανικής οικονομίας την τετραετία 1929 - 1933, με την οποία άλλωστε έχει ένα βασικό κοινό γνώρισμα: είναι προϊόν εσφαλμένης οικονομικής πολιτικής. Πράγματι, αν η Μεγάλη Υφεση του Μεσοπολέμου προκλήθηκε από την κακή νομισματική πολιτική της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας (Μίλτον Φρίντμαν), η Μεγάλη Υφεση της ελληνικής οικονομίας είναι αποτέλεσμα της λανθασμένης νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, αλλά και της κτηνώδους δημοσιονομικής πολιτικής της τρόικας.
Μήπως όμως υπερβάλλουμε; Μήπως διεκτραγωδούμε υπέρμετρα και αδικαιολόγητα την όλη κατάσταση; Κάθε άλλο. Είναι μία από τις λιγοστές εκείνες φορές που τα γεγονότα και οι αριθμοί μιλάνε μόνα τους. Ο απολογισμός του προγράμματος προσαρμογής είναι συντριπτικός. Μπορεί όλες οι άλλες χώρες του πλανήτη να απέφυγαν το μοιραίο, δηλαδή τη Μεγάλη Υφεση, όχι όμως και η Ελλάδα. Η ατέρμονη λιτότητα, με τις πρωτοφανείς περικοπές στις μισθολογικές και κοινωνικές δαπάνες σε μια οικονομία που στηριζόταν στην εσωτερική αγορά, βύθισε τη χώρα σε τρομακτική ύφεση (αγγίζει σωρευτικά το 23% του ΑΕΠ) και πρωτοφανή ανεργία (πάνω από 25%, υπερτριπλάσια από την αρχή της κρίσης). Ολα αυτά έγιναν για να μειωθεί το χρέος. Αλλά, ω του θαύματος, το χρέος σχεδόν διπλασιάστηκε (από 110% του ΑΕΠ λίγο πριν από την κρίση σε 190% σήμερα, χωρίς το PSI). Και έπεται συνέχεια, αφού η κατάσταση είναι εκτός ελέγχου. Ποτέ στα χρονικά - σε οποιαδήποτε χώρα του κόσμου - οικονομική πολιτική δεν προκάλεσε τόσο καταστρεπτικά αποτελέσματα σε τόσο λίγο διάστημα. Για να θεραπεύσουν τον δημοσιονομικό πονόδοντο αποκεφάλισαν την οικονομία και υπερηφανεύονται για το μακάβριο αυτό μεταρρυθμιστικό επίτευγμα.
Τώρα όμως τέλειωσαν όλα αυτά, μας λένε. Είναι ώρα για ανάπτυξη. Η επόμενη δόση των 34 δισ. ευρώ θα ενισχύσει τη ρευστότητα των τραπεζών και θα επιτρέψει στο Δημόσιο να εξοφλήσει τα χρέη του προς τους ιδιώτες. Ετσι, «θα πέσει χρήμα στην αγορά» και θα αρχίσει η ανάπτυξη. Ευσεβείς πόθοι και αέρας κοπανιστός. Το παιχνίδι της ανάπτυξης παίζεται στο πεδίο των δαπανών. Οι δαπάνες κινούν την οικονομία. Και στον τομέα αυτό έχουμε κυριολεκτικά χάσει την μπάλα. Την πέταξαν στην εξέδρα οι εξολοθρευτές δαπανών της τρόικας. Αναμφίβολα η ρευστότητα είναι αναγκαία προϋπόθεση για την ανάπτυξη, αλλά δεν αρκεί από μόνη της. Η ανάπτυξη προϋποθέτει επαρκή ζήτηση για αγαθά και υπηρεσίες. Προϋποθέτει αυξημένες δαπάνες από τα νοικοκυριά, τις επιχειρήσεις και το κράτος για αγορά καταναλωτικών και επενδυτικών αγαθών. Τα νοικοκυριά όμως δεν έχουν χρήματα να ξοδέψουν. Γι' αυτό και οι επιχειρήσεις κλείνουν ή φυτοζωούν. Το δε κράτος περικόπτει δραστικά ακόμη και τις δαπάνες δημοσίων επενδύσεων. Από πού λοιπόν θα προέλθει η ζήτηση για να υπάρξει ανάπτυξη; Από τις εξαγωγές; Για να γίνουμε εξωστρεφείς απαιτείται πολύς χρόνος (και όχι μόνο). Από τα ευρωπαϊκά κονδύλια; Το υποτιθέμενο ευρωπαϊκό Σχέδιο Μάρσαλ απεδείχθη φραστικό πυροτέχνημα. Αντ' αυτού στον υπό διαμόρφωση κολοβό προϋπολογισμό της ΕΕ εισπράττουμε κονδύλια πολύ μικρότερα από τα υποσχόμενα.
Καιρός λοιπόν να αλλάξουμε ρότα. Πρέπει επιτέλους να βρούμε το σθένος να πούμε «όχι». Αναμφίβολα αυτό περικλείει κινδύνους. Ετσι ή αλλιώς όμως εδώ που φθάσαμε όλες οι επιλογές είναι επώδυνες και περιέχουν ρίσκο. Αυτό που προέχει είναι να αλλάξουμε την αυτοκτονική πολιτική για να σπάσει ο φαύλος κύκλος της ύφεσης και της ανεργίας. Αν οι παλαβοί θαμώνες του Eurogroup (κατά δήλωση Μοσκοβισί) δεν αντιδράσουν ορθολογικά και σταματήσουν τη χρηματοδότηση, δεν έχουμε άλλη λύση από το να κηρύξουμε στάση πληρωμών εντός ευρώ. Το πρωτογενές έλλειμμα είναι αυτή τη στιγμή πολύ χαμηλό και επιτρέπει τη χρηματοδότηση των κρατικών δαπανών με πολύ μικρότερες θυσίες απ' αυτές που ήδη βιώνουμε. Ο κίνδυνος βέβαια να αναγκαστούμε να εγκαταλείψουμε την ευρωζώνη είναι υπαρκτός. Εν τοιαύτη όμως περιπτώσει η ίδια η ευρωζώνη θα τεθεί σε τροχιά διάλυσης. Ακόμη και αν επιβιώσει συρρικνωμένη στον σκληρό πυρήνα της δεν θα είναι η Ευρώπη του κοινωνικού κράτους και του υψηλού βιοτικού επιπέδου στην οποία ενταχθήκαμε. Θα είναι η Ευρώπη του γερμανικού ορντολιμπεραλισμού, της αέναης λιτότητας και της ανεργίας. Αλλά κανένας φαντάζομαι δεν επιθυμεί να παραμείνει μέλος ενός κλαμπ που επιδιώκει να μετατρέψει τη χώρα σε ζώνη χαμηλών μισθών ασιατικού τύπου, πλατφόρμα εξαγωγών των μεγάλων πολυεθνικών. Κανένας δεν θέλει να γίνει μετανάστης στον τόπο του. Απλά μαθήματα πολιτικής οικονομίας από έναν ευρωπαϊστή, που θλίβεται για την κατάντια της Ευρώπης. Από έναν αριστερό κεϊνσιανό, που θλίβεται για την κατάντια της Σοσιαλδημοκρατίας…

Ο κ. Γιώργος Δουράκης είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.

Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2012

Δευτέρα, 26 Νοεμβρίου 2012

Η ανισότητα σκοτώνει τον καπιταλισμό



του Ρόμπερτ Σκιντέλσκι   από την Προοδευτική Πολιτική

Είναι γενικά αποδεκτό πως η κρίση του 2008-2009 προκλήθηκε από υπέρμετρο τραπεζικό δανεισμό και πως η επακόλουθη αδυναμία αποτελεσματικής ανάκαμψης οφείλεται στην άρνηση των τραπεζών να δανείζουν, λόγω των «προβληματικών» τους ισολογισμών.
Μια τυπική αφήγηση της κρίσης, αρεστή στους οπαδούς του Φρίντριχ Χάγιεκ (Friedrich vonHayek) και της «αυστριακής σχολής» θα πήγαινε κάπως έτσι: στην πορεία προς την κρίση, οι τράπεζες δάνειζαν στους πελάτες τους περισσότερα χρήματα από όσο θα έπρεπε, λόγω του φθηνού χρήματος που παρείχαν οι κεντρικές τράπεζες, ιδίως η αμερικανική «φέντεραλ ριζέρβ» (FED). Οι εμπορικές τράπεζες, πλημμυρισμένες από λεφτά των κεντρικών τραπεζών, παρείχαν ρευστότητα σε ένα σωρό αμφισβητούμενα εγχειρήματα, ενώ μια σειρά χρηματοπιστωτικών καινοτομιών (ιδίως ευφάνταστων τραπεζικών εργαλείων και επενδυτικών σχημάτων) έριχνε λάδι στην φωτιά της δανειακής φρενίτιδας.
Η αναποδογυρισμένη πυραμίδα της πίστωσης κατέρρευσε τελικά όταν η FED έβαλε ένα τέλος στον φαύλο κύκλο του δανεισμού, αυξάνοντας τα επιτόκιά της (η FED αύξησε το βασικό της επιτόκιο από το 1% του 2004 στο 5.25% το 2006 και το κράτησε στο ύψος αυτό ως τον Αύγουστο του 2007). Το αποτέλεσμα ήταν η κατάρρευση της τιμής των ακινήτων πράγμα που με την σειρά του δημιούργησε ένα σωρό νεκροζώντανες τράπεζες (που οι υποχρεώσεις τους υπερέβαιναν τα αποθέματά τους) και ακόμα περισσότερους κατεστραμμένους δανειολήπτες.
Το πρόβλημα τώρα εμφανίζεται ως πρόβλημα επανεκκίνησης του δανεισμού. Οι εξασθενημένες τράπεζες, που δείχνουν πια απροθυμία να δανείζουν, κάπως πρέπει «να γυρίσουν στην δουλειά». Αυτός εξάλλου ήταν ο λόγος της ευρείας κρατικής τους ενίσχυσης στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, μετά από αλλεπάλληλους γύρους «ποσοτικής διευκόλυνσης» -ή αλλιώς μαζικού τυπώματος χρήματος από τις κεντρικές τράπεζες που στην συνέχεια διοχετεύτηκε στο τραπεζικό σύστημα μέσω μιας σειράς ανορθόδοξων διαύλων (στο σημείο αυτό οι οπαδοί του Χάγιεκ διαμαρτύρονται, λέγοντας πως η κρίση που προκλήθηκε από υπερβολικό πλεόνασμα χρήματος, δεν μπορεί να ξεπεραστεί με... αύξηση του πλεονάσματος αυτού).
Παράλληλα, σχεδόν παντού έχουν ενισχυθεί οι έλεγχοι, ώστε οι τράπεζες να μην μπορέσουν να θέσουν ξανά σε κίνδυνο το οικονομικό σύστημα. Η «τράπεζα της Αγγλίας» επί παραδείγματι, πέραν της αποστολής της να διατηρεί την σταθερότητα των τιμών, έχει τώρα επιπλέον αναλάβει το καθήκον να προασπίζει την «σταθερότητα του οικονομικού συστήματος».
Αυτή η ανάλυση, αν και φαίνεται ορθή, επικεντρώνεται στο αμφιλεγόμενο ζήτημα της νομισματικής επάρκειας: πάρα πολλά λεφτά καταστρέφουν την οικονομία, ενώ πάρα πολύ λίγα... την καταστρέφουν. Αλλά θα μπορούσε κανείς να υιοθετήσει μιαν άλλη άποψη, σύμφωνα με την οποία το κρίσιμο οικονομικό μέγεθος δεν είναι η διάθεση ρευστότητας, αλλά η ζήτηση για ρευστότητα . Στο κάτω-κάτω δουλειά των τραπεζών είναι να δανείζουν σε επικερδείς επιχειρήσεις· πριν ξεσπάσει η κρίση, η αγορά ακινήτων ήταν επικερδέστατη. Με άλλα λόγια, η διάθεση ρευστότητας προς δανεισμό προέκυψε ως αποτέλεσμα της... ζήτησης για δανεισμό.
Αυτή η οπτική θέτει κάπως διαφορετικά το ζήτημα των αιτιών της κρίσης: το πρόβλημα δεν ήταν τόσο πολύ οι αισχροκερδείς δανειστές όσο οι απρόσεκτοι -ή παραπλανημένοι- δανειολήπτες. Το πραγματικά σημαντικό ερώτημα είναι: γιατί ο κόσμος είχε τόσο πολύ ανάγκη από δανεικά; Γιατί η σχέση του δανεισμού των νοικοκυριών προς τα εισοδήματά τους έφτασε πριν την κρίση σε τόσο πρωτοφανή επίπεδα;
Ας δεχτούμε πως ο κόσμος είναι εκ φύσεως ακόρεστος, και πως θέλει να καταναλώνει περισσότερα από όσα μπορεί. Ακόμα κι έτσι όμως, γιατί εκδηλώθηκε τότε με τόση μανία αυτή η «πλεονεξία»;
Για να απαντήσει κανείς στο ερώτημα αυτό, χρειάζεται να ρίξει μια ματιά στον τρόπο κατανομής του εισοδήματος. Ο κόσμος γινόταν όλο και πλουσιότερος, αλλά η κατανομή του εισοδήματος εντός των κρατών γινόταν όλο και πιο άνιση! Την τελευταία τριακονταετία το μέσο εισόδημα έμεινε σταθερό ή και έπεσε ακόμα, ενώ το ΑΕΠ αύξαινε. Αυτό σημαίνει πως μια πελώρια φέτα από την αύξηση της παραγωγικότητας πήγε στους πλούσιους.
Τι μπορούσαν να κάνουν οι σχετικά φτωχότεροι για να παραμείνουν σε επαφή με τους πλούσιους σε έναν κόσμο που ανέβαζε διαρκώς τις προδιαγραφές διαβίωσής του; Έκαναν ό,τι έκαναν ανέκαθεν οι φτωχοί: δανείστηκαν. Παλιότερα, πήγαιναν στους ενεχυροδανειστές· τώρα πήγαν στις τράπεζες ή στις πιστωτικές κάρτες. Καθώς δε η φτώχεια τους ήταν μόνο «σχετική» και οι τιμές των ακινήτων αύξαναν ασταμάτητα, οι δανειστές τους δεν έβλεπαν για ποιον λόγο να σταματήσουν να τους βυθίζουν ολοένα και περισσότερο στα χρέη.
Υπήρχαν πράγματι κάποιοι που ανησυχούσαν με το ενδεχόμενο κατάρρευσης της αποταμίευσης των νοικοκυριών, αλλά ελάχιστοι νοιάζονταν πραγματικά. Σε ένα από τα τελευταία του άρθρα, οΜίλτον Φρίντμαν (Milton Friedman) απλά διαπίστωσε πως «πλέον» η αποταμίευση γινόταν... υπό την μορφή ακινήτων.
Όσον με αφορά, αυτή η προσέγγιση εξηγεί πολύ καλύτερα από την ορθόδοξη ερμηνεία το γιατί, παρά τα πελώρια ποσά που διοχέτευσαν οι κεντρικές τράπεζες, η ανάκαμψη δεν εμφανίστηκε στο ραντεβού. Ακριβώς όπως πριν την κρίση οι δανειστές δεν δάνειζαν το κοινό με το ζόρι, έτσι δεν μπορούν και τώρα να υποχρεώσουν να προσφύγουν στον δανεισμό υπερχρεωμένα νοικοκυριά ή επιχειρήσεις, για να αυξήσουν δήθεν την παραγωγή τους την ώρα που στην αγορά «δεν κινείται φύλλο».
Κοντολογίς, η ανάκαμψη δεν μπορεί να αφεθεί στα χέρια της FED, της «ευρωπαϊκής κεντρικής τράπεζας» (ΕΚΤ) ή της «τράπεζας της Αγγλίας». Απαιτείται ενεργός ανάμειξη της οικονομικήςπολιτικής. Αυτό που χρειαζόμαστε δεν είναι ένας «δανειστής της εσχάτης προσφυγής» αλλά ένας «ξοδευτής της εσχάτης προσφυγής»· κι αυτός δεν μπορεί να είναι άλλος από το κράτος.
Αν τα κράτη, που είναι ήδη υπερχρεωμένα, θεωρούν πως δεν δύνανται πια να καταφύγουν σε δανεισμό από τις αγορές, ας δανειστούν από τις κεντρικές τους τράπεζες κι ας ξοδέψουν τα λεφτά σε δημόσια έργα και ανάπτυξη υποδομών. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος να πάρουν ξανά μπρος οι μεγάλες δυτικές οικονομίες.
Πέραν αυτού όμως, δεν μπορούμε να συνεχίσουμε με ένα σύστημα που επιτρέπει στους πλούσιους να βάζουν στο χέρι τόσο μεγάλο μερίδιο του ΑΕΠ ή που οδηγεί στο να συσσωρεύεται τόσος πολύς πλούτος σε τόσο λίγα χέρια. Πολλές φορές στο παρελθόν, η συμπεφωνημένη αναδιανομή του πλούτου και του εισοδήματος θεωρήθηκε ζωτικής σημασίας για αυτήν καθ' αυτή την επιβίωση του καπιταλισμού. Όπως φαίνεται, διδασκόμαστε ξανά το ίδιο μάθημα.

Ο Robert Skidelsky είναι επίτιμος καθηγητής πολιτικής οικονομίας. Στέλεχος του Εργατικού κόμματος, μεταπήδησε στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα πριν γίνει εκπρόσωπος των Συντηρητικών για οικονομικά θέματα στην βουλή των λόρδων θέση από την οποία παύθηκε όταν παρέβη την κομματική «γραμμή» και υπερασπίστηκε τους βομβαρδισμούς του ΝΑΤΟ στην Γιουγκοσλαβία το 1999

Κωμωδία ιδεών, πράξη δεύτερη

Του Δημοσθένη Κούρτοβικ

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2012
Και ξαφνικά ο κ. Παναγιώτης  Λαφαζάνης έγινε ενδιαφέρων. Η δήλωσή του ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ακόμη έτοιμος να κυβερνήσει ακούστηκε μέσα στο μπολσεβίκικο παραλήρημα του συριζαίικου Ανώτατου Σοβιέτ σαν τη φωνή κάποιου που, μπολσεβίκος και αυτός, από τους πιο αρειμάνιους μάλιστα, ξεστομίζει αναπάντεχα, σαν να σαστίζει και ο ίδιος, μια αδιανόητα μενσεβίκικη κουβέντα.
Η δήλωση αυτή, ό,τι και αν τη γέννησε (ειλικρίνεια, εχεφροσύνη, τακτικισμός, στιγμιαία έκλαμψη ή οι σάλπιγγες της Ιεριχούς, που πριν τσακίσουν τα τείχη των πολιορκημένων τσάκισαν τα νεύρα ενός από τους πιο «φυσερούς» σαλπιγκτές των πολιορκητών), ήταν σαν μια ανεξέλεγκτη σύσπαση μασκαρεμένου προσώπου, που τσαλακώνει τη μάσκα και σε αφήνει να υποψιαστείς από κάτω μια άλλη εικόνα.
Μπορώ να δεχτώ τα αντιμνημονιακά επιχειρήματα του ΣΥΡΙΖΑ, στην πραγματικότητα μάλιστα συμμερίζομαι τα περισσότερα. Αλλά μου είναι αδύνατο να πιστέψω ότι οι στρατηγικοί εγκέφαλοί του, ακόμη και οι Σουσλόφ των πιο ακραίων συνιστωσών, εννοούν σοβαρά τις επαγγελίες που πλασάρουν στο αλαφιασμένο από την Κρίση κοινό, τη βαυκαλιστική ρητορική που ενοχοποιεί το Μνημόνιο για όλα τα προβλήματα της χώρας και υπόσχεται επιστροφή στην προμνημονιακή νιρβάνα (και σπατάλη), ιδανικό εφαλτήριο για τον σοσιαλισμό. Δεν είναι βλάκες αυτοί οι άνθρωποι ούτε τόσο φαντασιόπληκτοι όσο τους παρουσιάζουν μερικοί εχθροί τους. Κάτι άλλο συμβαίνει εδώ.   
Πριν από τριάντα χρόνια το ΠΑΣΟΚ, εκτός του ότι ενσωμάτωσε στο σύστημα τις μάζες των υποπρονομιούχων, όπως τους αποκαλούσε, και των αποκλεισμένων λόγω φρονημάτων από το μετεμφυλιακό κράτος, απορρόφησε και πλήθος δύστροπων διανοουμένων της γενιάς του Πολυτεχνείου, αλλά και μεγαλύτερων. Τους εκμαύλισε, για να το πούμε απερίστροφα, κυρίως μέσω του Υπουργείου Πολιτισμού και της περίφημης Γραμματείας Νέας Γενιάς, που μοίρασαν αφειδώς θέσεις στο Δημόσιο (συνήθως αργόμισθες), υποτροφίες για «μετεκπαίδευση» στο εξωτερικό (συνήθως χωρίς αντίκρισμα), επιχορηγήσεις πολιτιστικών οργανισμών και προγραμμάτων (συχνότατα ασήμαντων ή εικονικών) κ.λπ. Οσο έξυπνη και αποτελεσματική και αν ήταν όμως αυτή η πολιτική, δεν απορρόφησε ολόκληρη την προς απορρόφηση διανόηση. Υπήρξαν αρκετοί που αντιστάθηκαν στις πράσινες σειρήνες, όχι απαραίτητα επειδή δεν ορέγονταν και αυτοί εξουσία και προσόδους, αλλά επειδή η ιδεολογικά ριζοσπαστική ατμόσφαιρα της εποχής ή οι προσωπικοί δεσμοί τους με αριστερότερα κόμματα και οργανώσεις δυσκόλευαν τη μανούβρα της συνείδησής τους προς την αγκαλιά του αστικού καθεστώτος.

Αλλά τα χρόνια πέρασαν, οι καιροί άλλαξαν. Πενηντάρηδες και εξηντάρηδες πια, οι ανέντακτοι οραματιστές της γενιάς του Πολυτεχνείου ξεροστάλιαζαν στον ίδιο σταθμό της Ιστορίας, περιμένοντας με προϊούσα απογοήτευση το τρένο της μεγάλης, της πραγματικής Αλλαγής, όπου θα επιβιβάζονταν δικαιωματικά στην πρώτη θέση, ως ιδεολογικοί ταγοί και οργανωτικοί Ηρακλείς, με ό,τι «παράπλευρες» ωφέλειες αυτό συνεπάγεται όταν η ριζοσπαστική ιδεολογία θρονιάζεται στην κρατική εξουσία. Από την άλλη, το πολιτισμικό μποστάνι της Μεταπολίτευσης παρήγαγε στρατιές νεότερων «προοδευτικών» διανοουμένων, από πανεπιστημιακούς μέχρι ποιητές, από δικηγόρους μέχρι ηθοποιούς, που διέπρεπαν λιγότερο σε ό,τι έχει σχέση με τη δημιουργικότητα και πολύ περισσότερο στον συντεχνιακό διεκδικητισμό και στην αντίσταση σε όλα (πάντα με «προοδευτικό» πρόσχημα).
Η ματαιωμένη αναμονή των πρώτων και η μικρόχαρη πολυπραγμοσύνη των δεύτερων θα μπορούσαν χωρίς σοβαρές συνειδησιακές αβαρίες, αφού οι καιροί είχαν αλλάξει, να βρουν ανταμοιβή στους γενναιόδωρους κόλπους των μονοκομματικών κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ ή ακόμη και της Νέας Δημοκρατίας (και σε πολλές περιπτώσεις τη βρήκαν). Στο μεταξύ, όμως, οι καιροί άλλαξαν πάλι. ΠΑΣΟΚ και ΝΔ «μπήκαν» απελπιστικά με το άγριο πλύσιμο στο πλυντήριο της Κρίσης και ο άνεμος άρχισε να φυσάει ξανά από αριστερότερα (και από δεξιότερα, αυτό όμως είναι άλλο κεφάλαιο). Οι μετέωροι διανοούμενοι για τους οποίους μιλάμε είδαν την ευκαιρία και την άρπαξαν από τα μαλλιά. Γιατί η καπριτσιόζα Ιστορία τούς έκανε ένα απροσδόκητο, εκπληκτικό δώρο.
Οι παλιές ιδέες τους μπορούσαν τώρα ευκολότατα, χωρίς να περάσουν από τη βάσανο της επανεξέτασης στο φως της πραγματικότητας, να γίνουν το όχημα που θα τους έφερνε στην πολυπόθητη εξουσία. Σε μια εξουσία που υποσχόταν να αλλάξει τα πάντα, για να μην αλλάξει τίποτα.
Και φτάσαμε έτσι να παρακολουθούμε τη δεύτερη πράξη στο έργο της μεταπολιτευτικής κωμωδίας ιδεών. Ενα σωρό ξέμπαρκοι ριζοσπάστες της γενιάς του Πολυτεχνείου, από εκείνους που έμειναν έξω από την κιβωτό του ΠΑΣΟΚ ή την εγκατέλειψαν μόλις άρχισε να κάνει νερά, και ένα σωρό σπουδαρχίδες επίγονοί τους βρήκαν στον ΣΥΡΙΖΑ φιλόξενο καταφύγιο και, προπαντός, σκάλα για την αναρρίχηση σε κρατικά ή έστω, για αρχή, βουλευτικά αξιώματα. Οι πρώτοι έγιναν οι ιδεολογικοί ντιζάινερ του νέου κόμματος εξουσίας, οι δεύτεροι οι πιο ευφραδείς και δυναμικοί (μερικοί θα έλεγαν αδίστακτοι) ακτιβιστές του. Και όλοι μαζί καθορίζουν τον λόγο και την πρακτική του ΣΥΡΙΖΑ, κατορθώνοντας το ακατόρθωτο: να νεκραναστήσουν μια μυθολογία, τη μυθολογία της Μεταπολίτευσης, στην οποία δεν πιστεύει πια κανείς, ούτε οι ίδιοι, αλλά όλοι κάνουν πως την πιστεύουν. Είναι σαν την «αιματοβαμμένη» σημαία του Πολυτεχνείου, για την οποία ηλεκτρονική εφημερίδα έγραφε πριν από λίγες μέρες σε ρεπορτάζ ότι βρισκόταν, «όπως πάντα», επικεφαλής της πορείας, ενώ λίγο παρακάτω, σε άλλο άρθρο, μας πληροφορούσε ότι η σημαία έχει πάψει εδώ και χρόνια να είναι αιματοβαμμένη, γιατί τη μπουγάδιασε η μητέρα ενός φοιτητή της ΠΑΣΠ.

Και τη στιγμή που η Ελλάδα χρειάζεται πράγματι νέες ιδέες για την υπέρβαση του Μνημονίου, εκείνοι που το διακονούν δεν έχουν καμία, ενώ εκείνοι που το αντιμάχονται επιστρατεύουν, για τους δικούς τους λόγους, τις ιδέες ακριβώς που μας οδήγησαν στο Μνημόνιο. Γι' αυτό λέμε εδώ και καιρό ότι η κρίση που ζούμε είναι πάνω απ' όλα πολιτισμική.  

Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2012

Δημόσιο χωρίς «δήμο»

Του Αριστου Δοξιαδη*
Οποιος έχει ασχοληθεί, γνωρίζει το παράδοξο του κοινωνικού κράτους στην Ελλάδα. Ενώ οι δημόσιες δαπάνες για παιδεία, υγεία και συντάξεις ήταν σχετικά υψηλές, το κοινωνικό τους αποτέλεσμα ήταν απαράδεκτα χαμηλό. Το σύστημα συντάξεων είχε την παγκόσμια πρωτοτυπία να ανακατανέμει το εισόδημα προς τα πάνω. Το δημόσιο σχολείο, με σχεδόν την υψηλότερη αναλογία δασκάλων προς μαθητές στην Ε.Ε., είχε σχεδόν τις χειρότερες επιδόσεις στις διεθνείς εξετάσεις PISA. Στο σύστημα υγείας, οι ανισότητες στην πρόσβαση ήταν τριτοκοσμικού επιπέδου.
Η αιτία είναι ότι δεν υπήρχαν ισχυροί παίκτες να υπερασπιστούν την ποιότητα και την ισότητα των παροχών. Αυτό είναι επίσης παράδοξο. Η μεγάλη πλειονότητα των πολιτικών και των πολιτών, διαχρονικά, ομνύουν στη δημόσια παιδεία και στην κοινωνική ασφάλιση. Οσοι, ελάχιστοι, προτείνουν μικρότερο κοινωνικό κράτος με αυξημένο ρόλο της αγοράς, θεωρούνται από γραφικοί ως ανάλγητοι. Υπήρχαν λοιπόν πολλοί ισχυροί που υπερασπίζονταν το ύψος των κοινωνικών δαπανών και τον αριθμό των απασχολούμενων στις υπηρεσίες. Δεν νοιάζονταν όμως για το αποτέλεσμα.
Ο κύριος λόγος, πιστεύω, βρίσκεται στη συμπεριφορά των ελίτ. Δεν εννοώ τους πολύ πλούσιους, οι οποίοι σε κάθε κοινωνία επιλέγουν ιδιωτικές λύσεις για σχολεία, πανεπιστήμια και γιατρούς. Εννοώ τους πολιτικούς και άλλες ομάδες που διαμορφώνουν τον δημόσιο λόγο, έχουν ιδιαίτερη πρόσβαση στην πολιτική εξουσία και ασκούν οι ίδιοι καθημερινή εξουσία στις ζωές των πολλών: δημοσιογράφοι, δικηγόροι, πανεπιστημιακοί, μηχανικοί, κ.ά., αλλά και η «εργατική αριστοκρατία» που ελέγχει τις συλλογικές διαπραγματεύσεις. Είναι, σε γενικές γραμμές, αυτοί που ο Γκράμσι ονόμαζε οργανικούς διανοούμενους.
Σε χώρες με καλό κοινωνικό κράτος, η πλειονότητα αυτών των ομάδων έχουν ταυτίσει τις προσωπικές τους τύχες με το μεγάλο πλήθος των εργαζομένων και των αδύναμων που ωφελούνται από αυτό. Στέλνουν τα παιδιά τους στο δημόσιο σχολείο, πηγαίνουν στο δημόσιο νοσοκομείο, παίρνουν σύνταξη με τους ίδιους κανόνες όπως όλοι οι άλλοι.
Ενώ εδώ, στη χώρα της υποκρισίας, όλες αυτές οι ομάδες διεκδικούσαν και πετύχαιναν εξαιρέσεις μέσα στο κοινωνικό κράτος, ή επέλεγαν ιδιωτικές λύσεις. Τα ευγενή επαγγέλματα είχαν τα δικά τους ταμεία, προνομιούχα και επιχορηγούμενα με ειδικούς πόρους. Είχαν ιδιαίτερες συμβάσεις με ιατρούς και κλινικές.
Οσο μεγαλύτερος ήταν ο σαματάς για τις χαμηλές συντάξεις «πείνας», τόσο μεγάλωναν οι ψηλότερες, με ρυθμίσεις και επιδόματα που δεν ωφελούσαν τους φτωχούς. Διαχρονικά οι ελίτ διεκδικούσαν υψηλές κοινωνικές δαπάνες, αλλά φρόντιζαν να παίρνουν από αυτές τη μερίδα του λέοντος.
Στην παιδεία, οι αντικαπιταλιστές πολιτικοί στέλνουν τα παιδιά τους στα καλά ιδιωτικά σχολεία, και οι περισσότεροι δημοσιογράφοι τους δικαιολογούν - ενώ στη Βρετανία έγινε σάλος όταν μια πρώην υπουργός Παιδείας των Εργατικών έστειλε τον δυσλεκτικό γιο της σε ειδικό ιδιωτικό σχολείο. Οι πανεπιστημιακοί που με πάθος αγωνίζονται για να μην αλλάξει το άθλιο ελληνικό πανεπιστήμιο φοίτησαν οι ίδιοι στο LSE, στέλνουν το παιδί τους στην Οξφόρδη, και κανένας δεν εξεγείρεται γι’ αυτήν την αντίφαση.
Η συμπεριφορά των «οργανικών διανοουμένων» έχει επίπτωση στις επιλογές που κάνουν οι υπόλοιποι πολίτες όταν μπορούν. Το παιδί θα πάει στο φροντιστήριο για τα αγγλικά και ίσως θα ετοιμαστεί με ιδιαίτερα για τις πανελλαδικές. Τον γιατρό θέλει να τον διαλέξει ο ίδιος ο ασθενής, και δεν θα δεχθεί κανόνες που κατανέμουν αυτόματα τις περιπτώσεις. Είναι λογικές αυτές οι επιλογές όταν τα δημόσια σχολεία και ιατρεία είναι τόσο ανεπαρκή. Δεν παύουν όμως να δηλώνουν μια απάθεια για τα κοινά, μια μοιρολατρική σχεδόν αντίληψη ότι δεν μπορεί κανείς να τα βελτιώσει με συλλογική δράση. Ετσι αντί να διεκδικούν καλύτερες μεθόδους διδασκαλίας και κυρώσεις για τους ανεπαρκείς δασκάλους, οι γονείς σιωπούν, πληρώνουν φροντιστήρια, και μερικοί ξεσπάνε στην τρόικα.
Καταλήξαμε να έχουμε ένα μεγάλο Δημόσιο, χωρίς όμως τον αντίστοιχο «δήμο» όπου να συζητιούνται προβλήματα και απαντήσεις και να παίρνονται αποφάσεις γενικής εφαρμογής. Αντί για δήμο έχουμε ιδιωτικές και συντεχνιακές λύσεις. Ακόμα και στο ΙΚΑ, που είναι γενικός και όχι συντεχνιακός φορέας, δεν έχει νόημα η συζήτηση για το γενικό όριο ηλικίας, αφού μόνο το 15% των συνταξιούχων βγαίνει με αυτό το όριο - τόσες πολλές είναι οι εξαιρέσεις.
Εγραφα σε προηγούμενο κείμενο ότι πρέπει να αναζητήσουμε τη σιωπηρή συναίνεση στη βάση της κοινωνίας για να σκεφτούμε πώς θα πορευτούμε. Η συναίνεση για το κοινωνικό κράτος ώς τώρα ήταν περίπου η εξής: να είναι μεγάλο, αλλά χωρίς γενικούς και αυστηρούς κανόνες, ώστε να μπορούν μερικοί να ωφεληθούν από εξαιρέσεις, αν βρουν τρόπο νομότυπο ή και παράνομο. Το κράτος των εξαιρέσεων έφτασε στο αδιέξοδο. Πώς μπορεί να αναμορφωθεί, απηχώντας όμως μια ευρεία συναίνεση;
Ενα μέρος της απάντησης το δίνει η τρόικα: ενοποιήστε φορείς και ταμεία, για να υπάρχουν γενικοί κανόνες και στοιχειώδης προγραμματισμός, που είναι προαπαιτούμενα του δημοκρατικού ελέγχου. Προσθέτω εγώ: και για να έχουν οι ελίτ συμφέρον να τα βελτιώσουν για όλους.
Την υπόλοιπη απάντηση πρέπει να τη δώσουν οι οργανικοί διανοούμενοι. Είτε μερικοί από τους παλαιότερους, αν έχουν καταλάβει τι έγινε, είτε ένας νέος τύπος που γεννιέται τώρα στις ομάδες ακτιβιστών και στα κοινωνικά δίκτυα. Σε ποια κατεύθυνση, και με ποιες προϋποθέσεις, μένει για επόμενο άρθρο.
*Ο κ. Αρίστος Δοξιάδης είναι οικονομολόγος και στέλεχος εταιρείας venture capital.

Μια πόλη παλίμψηστο

Την ιστορία της Θεσσαλονίκης μπορεί κάποιος να τη δει με τον παλαιό σχολικό τρόπο ως ολοκλήρωση της εθνικής επικράτειας από δύο χαρισματικούς ηγέτες, τον Βενιζέλο και τον Κωνσταντίνο, μπορεί όμως και να τη δει στο πλαίσιο των αλλαγών που αναδιοργάνωσαν τη μισή Ευρώπη, διαλύοντας τρεις αυτοκρατορίες, δημιουργώντας πολλά νέα κράτη, ακόμη περισσότερες μειονότητες και μερικά εκατομμύρια προσφύγων, ανάμεσά τους και οι δικοί μας του 1922. Στον στρόβιλο αυτό, που συνεχίστηκε με τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, πολλές πόλεις άλλαξαν επικυρίαρχους, όνομα και πληθυσμό. Μια από αυτές είναι η Θεσσαλονίκη.
Υπήρξε μια τυπική ανατολίτικη και κοσμοπολίτικη, πολυεθνική και πολυθρησκευτική πόλη στις αρχές του αιώνα, που κυριολεκτικά μεταστοιχειώθηκε. Στον 20ό αιώνα η πόλη έμοιαζε με παλίμψηστο. Καθώς σβηνόταν το παλιό κείμενο, γραφόταν πάνω ένα καινούργιο. Χάνοντας μία-μία τις μεγάλες και μικρές κοινότητές της δεν έχανε μόνο ανθρώπους. Εχανε τρόπους ζωής, γειτονιές, στέκια, γλώσσες, έντυπα, κουλτούρες. Και πάνω στα παλιά ίχνη έρχονταν νέοι άνθρωποι, νέες κοινότητες και έγραφαν τον δικό τους πολιτισμό, και άφηναν τα δικά τους ίχνη. Στους δύο πολέμους χάθηκε ο εβραϊκός πληθυσμός της πόλης και την εγκατέλειψαν ο μουσουλμανικός και ο σλαβικός πληθυσμός της. Σβήστηκε η παρουσία τους στον χώρο, η γλώσσα τους, ο πολιτισμός τους. Ηλθαν άλλοι, οι πρόσφυγες της Μικρασίας, της Θράκης και του Πόντου, και έκαναν τις δικές τους γειτονιές. Στα μεταπολεμικά χρόνια ήρθαν οι εσωτερικοί πρόσφυγες από τα χωριά που δοκιμάστηκαν από τον Εμφύλιο. Και εκεί που η πόλη από πολυεθνική έγινε μονοεθνική, έφτασαν μετά το 1989 καινούργιοι πρόσφυγες, και την έκαναν ξανά πολυεθνική, φέρνοντας μαζί τον τρόπο της ζωής τους, τη γλώσσα τους και τις συνήθειές τους. Πάνω στο σώμα της πόλης γράφηκαν νέα ονόματα, ακούστηκαν νέοι ήχοι, μύρισαν καινούργια φαγητά.
Οι μεταστοιχειώσεις αυτές της πόλης συντελέστηκαν σε όλα τα πεδία. Στο παραγωγικό, στο πολιτικό και στο πολιτισμικό. Καθώς άλλαξε η κοινωνική σύνθεση του πληθυσμού, άλλαξε εν τέλει και η πολιτική φυσιογνωμία της πόλης.
Η Θεσσαλονίκη ήταν μια πόλη που τη χαρακτήριζε η πόλωση, την οποία την ενίσχυαν και ο πολυεθνικός της χαρακτήρας αλλά και το γεγονός ότι βρισκόταν κοντά στα σύνορα, σε περιοχές μήλον της Εριδος ανάμεσα σε γειτονικά κράτη, σε περιοχές πεδία του Εμφυλίου Πολέμου, στη γραμμή του Ψυχρού Πολέμου που δίχαζε την Ευρώπη και τον κόσμο. Η Θεσσαλονίκη επομένως είχε ισχυρή Αριστερά και μια ισχυρή Δεξιά, με ακραίες προεκτάσεις.
Η Αριστερά είχε τις ρίζες της στους εβραίους Σοσιαλιστές της Φεντερασιόν, στους καπνεργάτες, στους πρόσφυγες. Τρεφόταν από μια εργατική κουλτούρα που στη Θεσσαλονίκη είχε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, καθώς και από το Πανεπιστήμιο με τις προοδευτικές για την εποχή παραδόσεις και το φοιτητικό του κίνημα. Είχε τα συνδικάτα της, τις «κόκκινες» συνοικίες της, τους δημάρχους της, τους ποιητές και τη λογοτεχνία της, τα σύμβολά της, τα ανθρώπινα και οικογενειακά δίκτυα αλληλεγγύης. Υπήρχε μια διανοούμενη Θεσσαλονίκη η οποία επειδή ήταν μακριά από τα αθηναϊκά κέντρα εξουσίας ήταν πιο ανεξάρτητη, πιο κριτική, λιγότερο βιαστική, επικοινωνούσε χωρίς ενδιαμέσους με τα μεγάλα διεθνή ρεύματα. Ο κόσμος αυτός συγκροτούσε έναν πολιτισμό. Εναν πολιτισμό καθημερινό, που οριζόταν στον χώρο από διαδρομές και στέκια (καφενεία, ταβέρνες, βιβλιοπωλεία), και στον χρόνο από τις τακτικές εβδομαδιαίες συναντήσεις της παρέας και τις πολιτικές ή λογοτεχνικές εκδηλώσεις.
Η Δεξιά είχε τις καταβολές της στις εθνοτικές συγκρούσεις που κληροδότησαν οι Βαλκανικοί πόλεμοι, αλλά και στις φασίζουσες οργανώσεις του Μεσοπολέμου. Στη μεταπολεμική περίοδο επιβίωσαν πολιτικά ή παραπολιτικά μορφώματα που δημιουργήθηκαν στην Κατοχή, σε συνεργασία με τις κατοχικές αρχές, τα οποία έλαβαν μέρος στη νομή των εβραϊκών περιουσιών (άλλο ένα απαραβίαστο κεφάλαιο στην ιστορία των μεταπολεμικών οικονομικών ελίτ της πόλης). Αυτά τα μορφώματα επιβίωσαν παρασιτώντας στις επίσημες δομές της πολιτικής ζωής στα μετεμφυλιακά χρόνια δημιουργώντας μαζί με αυτές ένα εκρηκτικό μείγμα διακυβέρνησης το οποίο σε δύο δεκαετίες συσσώρευσε πέντε πολιτικές δολοφονίες (Γιάννης Ζεύγος, Τζορτζ Πολκ, Γρηγόρης Λαμπράκης, Γιάννης Χαλκίδης, Γιώργος Τσαρουχάς). Πέντε δολοφονίες, από τους οποίους δύο βουλευτές, σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα, δημιουργούν στίγμα για την πόλη. Αυτή ήταν η Θεσσαλονίκη των πολιτικών δολοφονιών.
Η πόλη υπέστη επίσης και τις συνέπειες των αλλαγών στα Βαλκάνια, τόσο με την υπόθεση του ονόματος της Μακεδονίας όσο και με την καινούργια μετανάστευση από τις πρώην ανατολικές χώρες. Μετά το 1990 η ονοματολογία απορρόφησε τόσο πολύ τη δυναμική της πόλης ώστε η ιδιαίτερη προσωπικότητά της διαλύθηκε σε έναν νέο εθνικισμό. Πρόκειται για ένα μείγμα αναφορών σε στρατιωτικά κατορθώματα του παρελθόντος και στην Εκκλησία, το οποίο συγκροτεί τη δομή και την αισθητική της τυπικά βαλκανικής παραλλαγής εθνικισμού: αυτού του τύπου τον εθνικισμό μπορεί να τον συναντήσει κάποιος σε όλες τις γειτονικές βαλκανικές χώρες. Μια ιδεολογία που έγινε το εξαγνιστήριο λουτρό για να ξαναμπούν στη δημόσια σφαίρα άνθρωποι και ιδέες εξοβελισμένες από την εποχή της δικτατορίας. Το παλαιό πολύπαθο πρόσωπο της πόλης χάνεται κάτω από μια νέα ρητορεία. Η συζήτηση για τις ταυτότητες επισκίασε τις πολλαπλές ταυτότητες της πόλης. Κυρίως επισκίασε τη συζήτηση για το μέλλον. Παρ' όλα αυτά η πόλη σκιρτά. Η κρίση δημιουργεί δίκτυα αλληλεγγύης, κοινότητες προβληματισμού. Γίνονται πρωτοποριακά πράγματα στην τέχνη και στα μουσεία, και αυτά αντισταθμίζουν ως έναν βαθμό την επίσημη ομοιομορφία. Αυτοί είναι οι πυρήνες μιας «άλλης» Θεσσαλονίκης, δημιουργικής, στοιχεία ενός δυνητικά νέου προσώπου της πόλης.

Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Το βαρύ τίμημα του φασισμού

Ο εορτασμός ιστορικών επετείων συνδέεται ευθέως και με σαφήνεια με ένα καθήκον μνήμης, την ανάγκη υπενθύμισης στην κοινωνία, και κυρίως στις νεότερες γενιές, ενός κοινού παρελθόντος, με διδακτικούς στόχους. «Να μην ξεχάσουμε» είναι η προτροπή που διατυπώνεται σταθερά σε κάθε επέτειο, όπως τον περασμένο μήνα για τα ενενήντα χρόνια της Μικρασιατικής Καταστροφής, με την υπενθύμιση ότι η μνήμη αποτελεί συστατικό της ταυτότητας και επομένως της επιβίωσης μιας ομάδας ή ενός έθνους.
Αραγε όμως εφαρμόζεται αυτό στην περίπτωση της εθνικής επετείου της 28ης Οκτωβρίου; Τι θυμόμαστε και, κυρίως, τι υπενθυμίζουμε με τον εορτασμό της επετείου; Τι διδάσκεται στο σχολείο; Ποια είναι η επικαιρότητα του ιστορικού μαθήματος για τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, την Κατοχή και την Αντίσταση στην Ελλάδα σήμερα;
Η πρώτη διαπίστωση που σχετικά εύκολα θα έκανε ένας εξωτερικός παρατηρητής είναι ότι η επέτειος αυτή έχει περιοριστεί στον εορτασμό του «ΟΧΙ» απέναντι στην ιταλική επίθεση, ως μιας πράξης εθνικής αξιοπρέπειας που προσιδιάζει στον χαρακτήρα των Ελλήνων ανά τους αιώνες, αποκομμένη από τα ιστορικά της συμφραζόμενα. Πρόκειται για την επέτειο ενός ιστορικού γεγονότος που έχει χάσει την ιστορικότητά του. Για λόγους που έχουν αναλυθεί αλλού, η Ελλάδα επέλεξε, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, να εορτάζει την έναρξη του πολέμου και όχι τη λήξη του. Η αυτολογοκρισία που επιβλήθηκε στην επίσημη Ιστορία με τη λήξη του Εμφυλίου, σε συνδυασμό με μια παράδοση σιωπών και λευκών σελίδων που χαρακτηρίζει εν γένει την εθνική Ιστορία, οδήγησε σε μια στρογγυλεμένη ερμηνεία της 28ης Οκτωβρίου. Οχι μόνο γιατί η Ομοσπονδιακή Γερμανία ήταν σύμμαχος στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, αλλά και γιατί οι ιδεολογικοί συγγενείς και οι συνεργάτες των κατακτητών απολάμβαναν ασυλία.
Το γεγονός ότι η περίοδος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου για την Ελλάδα δεν διδασκόταν (και κατά κανόνα δεν διδάσκεται ούτε σήμερα) και ότι η επέτειος της 28ης Οκτωβρίου αποϊδεολογικοποιήθηκε για να προβάλλει μόνο την εθνική και όχι την πολιτική σύγκρουση εξηγεί γιατί σήμερα η ιδεολογία του φασισμού και του ναζισμού με την οποία συγκρούστηκε η Ελλάδα του 1940 έχει απήχηση στην Ελλάδα του 2012 μέσω της Χρυσής Αυγής. Εμφανίζεται έτσι το οξύμωρο σχήμα να προβάλλεται ως «πατριωτική» η ιδεολογία που χαρακτήριζε τους γερμανούς κατακτητές και στην οποία στηρίχθηκε η αιματηρή βία της Κατοχής. Η κατάκτηση της Ελλάδας, οι εκτελέσεις και οι δολοφονίες αμάχων, η λεηλασία της παραγωγής και οι εκτοπισμοί, ήταν αποτέλεσμα μιας ιδεολογίας φυλετικής ανωτερότητας και καθαρότητας. Η πρωτοφανής άνοδος αυτής της ιδεολογίας στη σημερινή Ελλάδα καθιστά το καθήκον μνήμης επιβεβλημένο στη φετινή επέτειο.
Η Κατοχή υπήρξε ιδιαίτερα σκληρή για τον ελληνικό λαό: μέτρα καταστολής, αντίποινα, μαζικές εκτελέσεις, φυσική καταστροφή, πληθωρισμός, μαύρη αγορά, λεηλασία των οικονομικών πόρων της χώρας, κατάρρευση της εθνικής οικονομίας και φοβερός λιμός. Τον χειμώνα 1941-1942 υπολογίζεται ότι μόνο στην Αθήνα πέθαιναν κάθε μέρα 300 άνθρωποι. Ολέθρια υπήρξε η Κατοχή και για την τύχη των εβραίων της Ελλάδας. Μόνο το 17% των εβραίων που ζούσαν στην Ελλάδα πριν από τον πόλεμο επιβίωσε από τη ναζιστική κατοχή. Τον Οκτώβριο του 1944 ο γερμανικός στρατός θα εγκαταλείψει την Αθήνα, αφήνοντας πίσω του μια χώρα κατεστραμμένη και στα πρόθυρα εμφύλιας σύγκρουσης.
Παρά την ήττα του Χίτλερ και των συμμάχων του, ιδεολογίες που συνδέονται μαζί τους, όπως ο φασισμός, ο ρατσισμός και αντισημιτισμός, δεν πέθαναν το 1945, με το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Εξακολουθούν να επιβιώνουν και να αναβιώνουν σε διαφορετικά σημεία της ευρωπαϊκής ηπείρου, ιδιαίτερα μάλιστα σε μια συγκυρία σαν τη σημερινή, που πολλές χώρες δοκιμάζονται από την οικονομική κρίση. Η Ελλάδα, περισσότερο από όλες. Ωστόσο οι ιδεολογικοί απόγονοι του ναζισμού άλλοτε προβάλλουν και άλλοτε αποκρύπτουν τους δεσμούς τους με το Γ' Ράιχ και την πολιτική του.
Σε κάποιες περιπτώσεις λοιπόν, για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας, αποσυνδέονται τα συστατικά στοιχεία της ναζιστικής ιδεολογίας - σοβινισμός, φυλετισμός, βία, αντικοινοβουλευτισμός, αυταρχισμός, μιλιταρισμός, ολοκληρωτισμός - από το όνομά της, ώστε να μη συνδεθούν οι ιδεολογικοί της απόγονοι με την ιστορική τους μήτρα. Αυτή είναι και η τακτική της Χρυσής Αυγής. Επιχειρεί την ιδεολογική της νομιμοποίηση μέσω της επίκλησης της ελληνικής αρχαιότητας, αποσιωπώντας την πραγματική της προέλευση. Ο λόγος είναι προφανής: η Ελλάδα πολέμησε εναντίον της φασιστικής Ιταλίας, αντιστάθηκε εναντίον της ναζιστικής κατοχής και πλήρωσε βαρύ τίμημα σε υλικές απώλειες και ανθρώπινα θύματα. Δεν είναι πολιτικά επωφελές να παραδεχθεί κάποιος ότι συντάσσεται ιδεολογικά με τους κατακτητές της χώρας του, ιδιαιτέρως μάλιστα όταν προβάλλει «πατριωτικό» προφίλ.
Για τους λόγους αυτούς, το μάθημα Ιστορίας που προσφέρει η 28η Οκτωβρίου είναι κρίσιμο. Δάσκαλοι και καθηγητές έχουν σήμερα την ευκαιρία να εξηγήσουν στα παιδιά για ποια ιδανικά και εναντίον ποιας ιδεολογίας οι παππούδες τους έδωσαν τη ζωή τους, να τους δείξουν το αποτρόπαιο πρόσωπο του ναζισμού στα Καλάβρυτα και στο Δίστομο, καθώς και στα στρατόπεδα θανάτου του Αουσβιτς και της Τρεμπλίνκα, και να κάνουν τους μαθητές τους να αντιληφθούν ότι η χώρα τους υπήρξε ένα από τα τραγικά θύματα αυτής της ιδεολογίας που σήμερα αυτοπροβάλλεται ως «αντισυστημική» και ριζοσπαστική.

Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι καθηγήτρια Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Ευκαιρία για αναστοχασμό

Η ενσωμάτωση της Θεσσαλονίκης στο ελληνικό κράτος κατέχει μια εμβληματική θέση στη νεότερη ιστορία της χώρας. Μια σημαντική οθωμανική πόλη, αξιοζήλευτα τοποθετημένη ανάμεσα σε χερσαίους και θαλάσσιους δρόμους, κατοικημένη από μια πολυεπίπεδη και δραστήρια κοινωνία, προσέδωσε με την ενσωμάτωσή της ισχυρούς συμβολισμούς στην εθνική επέκταση των Ελλήνων. Ανήκε σε ζωτικούς για την εποχή χώρους όπως τα οθωμανικά εδάφη, τα Βαλκάνια, η Μακεδονία και ενίσχυσε την εθνική αυτοπεποίθηση για την επίτευξη των στόχων της Μεγάλης Ιδέας.
Σήμερα, έναν αιώνα μετά, μπορούμε να σταθούμε σε δύο ζητήματα άμεσα συσχετισμένα με την ιστορία της Θεσσαλονίκης τα οποία αποκτούν ιδιαίτερη επικαιρότητα. Η θυματοποίηση του έθνους και οι εγκλήσεις κατά των πάσης φύσεως «ισχυρών», «Μεγάλων Δυνάμεων» που επιβουλεύονται τα «εθνικά δίκαια» αποτελούν επαναλαμβανόμενο μοτίβο τμήματος της εθνικής μας ρητορικής. Στις αρχές του 20ού αιώνα ωστόσο το ελληνικό εθνικό κράτος διπλασίασε εδάφη και πληθυσμούς εν μέσω μιας ευρωπαϊκής και διεθνούς συγκυρίας που το έφεραν σε πλεονεκτική θέση απέναντι σε ανταγωνιστικά του εθνικά κράτη στον ευρύτερο χώρο της Βαλκανικής. Υπ' αυτή την έννοια, η ενσωμάτωση μιας πόλης όπως η Θεσσαλονίκη αλλά και περιοχών όπως τα Επτάνησα ή η Θεσσαλία νωρίτερα, καθώς και η Ηπειρος, η Κρήτη κτλ., θα μπορούσε να διαβαστεί ως «ιστορία επιτυχίας» ενός εθνικού προγράμματος στο πλαίσιο των ευρύτερων γεωπολιτικών εξελίξεων. Αυτές οι εξελίξεις δείχνουν επίσης πως η Ελλάδα δεν συγκαταλέγεται μονίμως μεταξύ των θυμάτων των «Μεγάλων Δυνάμεων» και των ισχυρών αυτού του κόσμου και ότι ορισμένες εθνικές στρατηγικές αποδείχθηκαν επιτυχείς, στο πλαίσιο των ευρύτερων πολιτικών συγκυριών αλλά και στο πλαίσιο συνεκτικών χειρισμών. Στην πραγματικότητα, περισσότερο επισφαλής και επίφοβη από τη θέση των Ελλήνων στα μάτια των ξένων αποδείχθηκε λίγο αργότερα η θέση τους στα δικά τους μάτια. Η προσκόλληση σε ένα εθνικό πρόγραμμα με αξιώσεις συγκρότησης μιας αυτοκρατορίας ήταν ένα μάλλον εξαιρετικά μεγαλεπήβολο σχέδιο για τις δυνατότητες της χώρας. Η κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας στο Μικρασιατικό Μέτωπο και η καταστροφή που επακολούθησε μαρτυρούν την αναγκαιότητα της επανεκτίμησης τόσο των δομικών υλικών της ελληνικής εθνικής ιδεολογίας όσο και της συνοχής και των προοπτικών του συγκεκριμένου εθνικού προγράμματος στο πλαίσιο των ευρύτερων γεωπολιτικών συσχετισμών.
Η ανθρωπογεωγραφία της Θεσσαλονίκης, με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, μας καλεί επίσης να ξανασκεφθούμε τις συναρμογές ανάμεσα σε εθνοτικούς, θρησκευτικούς και ταξικούς παράγοντες μέσα σε μια κοινωνία. Η Θεσσαλονίκη, μια κατά μείζονα λόγο «εβραϊκή πόλη», στις αρχές του 20ού αιώνα βίωσε τη διαδικασία της εθνικής ομογενοποίησης και του «εξελληνισμού», όπως και άλλες περιοχές που ενσωματώθηκαν στο ελληνικό κράτος. Το φαινόμενο δεν ήταν ασυνήθιστο κατά την περίοδο που αναφερόμαστε και δεν αποτελούσε ελληνική ιδιαιτερότητα. Η ύπαρξη όμως μιας μεγάλης εβραϊκής κοινότητας με σημαίνουσα θέση στην πόλη προσέδωσε στη διαδικασία αυτή τα χαρακτηριστικά της συνάντησης με έναν «αρχετυπικό Αλλον» που ήταν οι Εβραίοι για την κυρίαρχη και ισχυρή τάση της ελληνορθόδοξης ταυτότητας. Οι διακοινοτικές σχέσεις είναι βέβαια σύνθετες και πολυεπίπεδες. Ωστόσο οι κεντρικές πολιτικές γύρω από τον «εξελληνισμό» αλλά και οι διάχυτες αντιλήψεις για την ελληνική ταυτότητα δεν επέδειξαν δυστυχώς ανοσία ούτε στις διακρίσεις αλλά ούτε και στον αντισημιτισμό. Οι εθνοτικοί/θρησκευτικοί αλλά και οι κοινωνικοί ανταγωνισμοί τροφοδότησαν μια κλιμακούμενη αντισημιτική ρητορική που σημάδεψε την ιστορία τόσο της Θεσσαλονίκης όσο και της Ελλάδας. Οι πολιτικές διακρίσεων που αφορούσαν τόσο τις οικονομικές όσο και τις κοινωνικές και πολιτικές δραστηριότητες έφθασαν ως την «πολιτική γκετοποίηση», τους χωριστούς εκλογικούς καταλόγους, αλλά και το άγριο πογκρόμ κατά των Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Αυτές οι πολιτικές  ενισχύθηκαν κατά τη δεκαετία του 1930 από τη δράση και τον λόγο εθνικιστικών οργανώσεων που αντλούσαν από τον ανερχόμενο εθνικοσοσιαλισμό. Η φυσική εξόντωση και ο αφανισμός  του συνόλου σχεδόν των Εβραίων της Θεσσαλονίκης αλλά και μεγάλου αριθμού των Εβραίων της υπόλοιπης Ελλάδας κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ξεθεμέλιωσε μια παρουσία αιώνων στον ελληνικό χώρο. Αποτέλεσε μία από τις πιο εφιαλτικές και αποκρουστικές πτυχές της σύγχρονης ιστορίας μας.
Οι ιστορικές επέτειοι θα μπορούσαν να αποτελούν ευκαιρία για αναστοχασμό. Τόσο η επέτειος για την ενσωμάτωση της Θεσσαλονίκης όσο και η 28η Οκτωβρίου είναι σημαντικές στιγμές για να αναλογιστούμε το μακρινό αλλά και το πρόσφατο παρελθόν της Ελλάδας στο πλαίσιο μιας συγκυρίας όπου τα σκοτεινά και καταστροφικά πρόσωπα του ακραίου εθνικισμού, του ρατσισμού και της βίας ξεπροβάλλουν μπροστά μας - ή ίσως και μέσα μας.  

Η κυρία Εφη Γαζή είναι επίκουρη καθηγήτρια της Ιστορίας και της Θεωρίας της Ιστοριογραφίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.

"Veritas est adaecuatio rei et intellectus

Κάθε φορά που θα πετύχουμε το στόχο που έχουμε, αμέσως έχει εμφανισθεί στον ορίζοντα καινούργιος. Η ζωή μας είναι μια παραπομπή σε συνεχώς εμφανιζόμενους στόχους, κατά το ακόλουθο σχήμα.
Πρώτο επίπεδο. Να τελειώσω το Λύκειο• να πετύχω στις πανελλήνιες• να λάβω το πτυχίο• να βρω δουλειά• να παντρευτώ• να γεννήσω ένα ή δύο παιδιά• να χτίσω σπίτι• ν’ αγοράσω αυτοκίνητο• να κάνω διακοπές στη Σιθωνία.
Δεύτερο επίπεδο. Να χτίσω και εξοχικό• να βελτιώσω τους τροχούς μου από τη Φάου-Βε στη Μπι-Εμ-Τάμπλιγιου• να κάνω διακοπές στην Καζαμπλάνκα• να γραφτώ και στους μασόνους.
Τρίτο επίπεδο. Ν' αποχτήσω κοινωνική επιφάνεια• να δημοσιογραφήσω στον κίτρινο τύπο• να ιδούν ο κόσμος τη μουσούδα μου και στο τελεβίζιο, να θαγμάξουν• να διασκεδάσω στο καμπαρέ του Παρισιού «Λατινικός Παράδεισος».
Τέταρτο επίπεδο. Εδώ οι γεύσεις είναι ντελικάτες, οι επιδόσεις ανώτερες, και η τεχνολογία προηγμένη. Να διχτυωθώ σε διασυνδέσεις διεθνείς• να γίνω μέλος της Ακαδημίας των αθάνατων κρανίων, της ζωντανής κοκαλίστρας αλλιώς• νά ‘χω οδηγό στη λιμουζίνα μου• νά ‘χω και τη φρουρά μου από γορίλλες και χωροφυλάκους• να δοκιμάσω και τη λεγόμενη «δημιουργική μοιχεία», μέσω ειδικών πολυτελών γραφείων. Τον περίφημο Schöpferischen Ehebruch, που λένε οι γερμανοί.
Μ' ένα λόγο, οι συνεχώς εμφανιζόμενοι νέοι στόχοι κάνουν τη ζωή μας κάπως όμοια με την Ανάβαση των Μυρίων από τις Σάρδεις στα Κούναξα, και από τα Κούναξα στο «θάλαττα θάλαττα» του Ξενοφώντα. Κάθε στόχος στην πορεία μας είναι κι ένας σταθμός. Και η απόσταση ανάμεσα στους σταθμούς μετριέται με παρασάγγες. Τριάντα στάδια ο καθένας. Ήγουν χιλιόμετρα πέντε κόμμα τέσσερα.

Έρχεται, λοιπόν, μια ωραία πρωία στις δυσμές του βίου μας, κι έχουμε θέσει ακόμη ένα σκοπό. Όμως ο σκοπός αυτός βρίσκεται στην αντίπερα όχθη. Γκρεμιζόμαστε απότομα μέσα στον άπατο χάνδακα του θανάτου μας, κι έχουμε καρφωμένα τα μάτια μας αντίκρα. Τι τύφλωση! Πεθαίνουμε, δηλαδή, χωρίς να καταλάβουμε ότι πεθάναμε. Όπως ακριβώς εζήσαμε, χωρίς να υπάρξουμε. (Ζει το ζώο, υπάρχει ο άνθρωπος).
Μ' ερωτάς πώς έζησα χωρίς να υπάρξω; Μα είναι απλό. Γιατί στην προσπάθεια και στον αγώνα μου να πετύχω όλους τους στόχους που συνεχώς έθετα, ήμουν τόσο απορροφημένος από τη φροντίδα τους, ώστε δεν είχα μάτια για τίποτα βαθύτερο. Και αυτό είναι το νόημα των λόγων που είπε ο Κρόνος στη Μέριμνα: «Κι εσύ, Μέριμνα, θα τον κατέχεις και θα τον δυναστεύεις όσο ζει».
Αλλά εδώ ακριβώς είναι το στίγμα και η στιγμή, που εμφανίζεται το σύμπτωμα του υποστασιακού μας καρκίνου. Κοιτάζει ο στοχαστής γιατρός την ακτινογραφία του πνευματικού μας θώρακα, και με μια μελαγχολική ηρεμία ψιθυρίζει σιγά:
- Μωρέ μπράβο σου! Που το ‘κονόμησες ετούτο το παράσημο; Κι είσαι μόλις δεκαοχτώ χρονώ!
Η παραβολή σημαίνει: Απορροφημένοι από τους στόχους και τη μέριμνα να τους πετύχουμε, λησμονούμε πως η ζωή μας είναι και κάτι άλλο. Κάτι περισσότερο από μια κίνηση μπίλιας σε λεία επιφάνεια. Και μη νομίζεις ότι, αν πας στην Επίδαυρο να ιδείς Αισχύλο, ή αν ακούς τα βράδια μουσική δωματίου, κυλάς έξω από αυτή τη λεία επιφάνεια.
Η μέριμνα δε μας αφήνει να σκεφθούμε πάνω σε κάποια ερωτήματα ουσίας και βάσης: Ποιοι είμαστε, από πού ερχόμαστε, για πού τραβάμε; Γιατί πεθαίνουμε; Τι θα γίνουμε όταν πεθάνουμε; Ποιος όρισε τέτοια τη φύση και τη μοίρα της ζωή μας; Και τι λογής είναι αυτός που την όρισε τέτοια; Γιατί υπάρχει το φυσικό κακό και το ηθικό κακό; Το malum physicum και το malum morale, που λένε; Πώς ημπορούμε να βοηθήσουμε αποτελεσματικά τον άνθρωπο με βάση τη γνώση, και όχι με βάση την ψευτιά και το δόλο των παπάδων; Μήπως η ζωή μας γίνεται να γίνει αλλιώτικη; Και τι πρέπει να κάνουμε για να πετύχουμε αυτό το έργο της ανάγκης;
Αυτά τα βαθύτερα προβλήματα τα βλέπουμε όλοι και τα βρίσκουμε απλά. Όπως βλέπουμε συνηθισμένη την κορυφή του Έβερεστ με μάτι τόσο αυτονόητο. Για δοκίμασε όμως, παλικαρά μου, να την ανεβείς!
Και αυτό είναι το κακό. Η δυσκολία τους μας σπρώχνει να τα προσπερνάμε. Ή να τα λύνουμε με μια μονοκοντυλιά. Εννοώ ότι υιοθετούμε αμέσως και αβασάνιστα τις ακαταμέτρητα γελοίες παραστάσεις που φυτεύουν μέσα μας οι θρησκείες. Και ο δόλος τους βέβαια.

Συμπέρασμα. Η αδιάκοπη μέριμνα να πραγματώσουμε τους στόχους που θέτουμε, σκεπάζει τη ζωή μας έτσι, ώστε όλα τα βαθύτερά της να βυθίζουνται στο σκότος. Μπαίνουμε σ' ένα είδος οντολογικής ομίχλης, που κρύβει το τοπίο της ύπαρξης μας. Και να ζεις μες στη λήθη σημαίνει ότι δε ζεις στην αλήθεια.
Τι είναι η αλήθεια; Είναι εκείνο που βλέπεις και ζεις, όταν αναδυθείς από τη λήθη*. Το α- είναι στερητικό. Η αλήθεια είναι το έξω από τη λήθη, που μέσα της μας βυθίζει συνέχεια η μέριμνα να πραγματώσουμε τους στόχους μας.

Ζώντας μέσα στην οντολογική λήθη ζούμε σαν πεθαμένοι. Τούτη τη ζοφερή πραγματικότητα οι ποιητές την ιστόρησαν ανάγλυφα και ζαλιστικά. Θυμηθείτε τον Έλιοτ της Έρημης Χώρας. Κάθεται σ' ένα γιοφύρι του Τάμεση, παρατηρεί όλους αυτούς που τρέχουν στη δουλειά τους με τη φροντίδα της, και βλέπει νεκρούς να περπατάνε. Για την Αθήνα μας, λ.χ., με το ανάλογο μάτι θά ‘βλεπες στην οδό Πανεπιστημίου μέρα νύχτα στρατιές από κυλιόμενα φέρετρα.

"Ανύπαρχτη Πολιτεία,
Μέσα στην καστανή καταχνιά μιας χειμωνιάτικης αυγής,
Χύνουνταν στο Γιοφύρι της Λόντρας ένα πλήθος, τόσοι πολλοί,
Δεν τό ‘χα σκεφτεί πως ο θάνατος είχε ξεκάνει τόσους πολλούς**."»
_____________________________
*Λαβαίνω όχι τον ευκλείδειο ορισμό της αλήθειας, "Veritas est adaecuatio rei et intellectus = αλήθεια είναι η εξίσωση του πράγματος και του διανοήματος", αλλά το σχετικιστικό ορισμό, που τον δούλεψε κυρίως η Φιλοσοφία της Ύπαρξης. Η αλήθεια, δηλαδή, είναι έννοια «δυναμική». Είναι χρεία να τη δημιουργούμε συνεχώς, να την ανεβάζουμε από την αφάνεια (λήθη) στο φως (αλήθεια). Η διαλεκτική σχέση μας μαζί της είναι δραματική και ατελεύτητη.
**Έλιοτ Θ.Σ., Η Έρημη Χώρα στ. 63 (Μετ. Σεφέρη).
_________________________
Δημήτρης Λιαντίνης - "Γκέμμα".

Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2012

Μια ύπουλη παγίδα



Tου Σταθη Ν. Καλυβα*
Η διαπίστωση πως το πολιτικό προσωπικό της χώρας αποδείχθηκε ανεπαρκές αποτελεί κοινοτοπία. Ποιος θα διαφωνήσει πως οι πράξεις και παραλείψεις των κυβερνήσεων και αντιπολιτεύσεων της τελευταίας εικοσαετίας συνέβαλαν στην πτώχευση της χώρας ή πως ο χειρισμός της κρίσης υπήρξε και παραμένει κατώτερος των περιστάσεων; Εξίσου προφανές είναι πως από μόνη της, η επισήμανση αυτή είναι περιττή. Μπορεί όμως να φανεί χρήσιμη αν αντί να λειτουργήσει ως αδιέξοδη έκφραση μιας αέναα επαναλαμβανόμενης και τυφλής αγανάκτησης, γίνει αφετηρία κριτικής εξέτασης δύο ευρύτατα διαδεδομένων ισχυρισμών που τη συνοδεύουν υπόρρητα και αυτόματα: πως η εκλογική καταβαράθρωση του μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος υπήρξε άμεση και αναπόφευκτη συνέπεια της ανεπάρκειάς του. Και πως η συνολική αντικατάστασή του με κάτι εντελώς καινούργιο αποτελεί τη μοναδική ελπίδα για τη χώρα.
Η λογική θεμελίωση του σκεπτικού αυτού είναι πως η κρίση προέκυψε από την ανεπάρκεια των πολιτικών. Συνακόλουθα, λοιπόν, η εκλογική τους καταδίκη είναι αναπόφευκτη και η αντικατάστασή τους απαραίτητη. Μολονότι ευλογοφανές, το σκεπτικό αυτό πάσχει, για τρεις τουλάχιστον λόγους. Πρώτον, τα λάθη των πολιτικών δεν είναι καθόλου άσχετα με την έκταση και το βάθος της κρίσης. Δεν αρκούν όμως για να εξηγήσουν μια κρίση που ξέσπασε σε χώρες με μεγάλες ιστορικές και πολιτικές διαφορές μεταξύ τους, όπως η Ιρλανδία ή η Ισπανία.
Αν όμως δεχθούμε πως οι πολιτικοί υπήρξαν εξίσου ανεπαρκείς παντού, τότε θα πρέπει να αναζητήσουμε τα αίτια της ανεπάρκειάς τους σε γενικότερα φαινόμενα και όχι μόνο στα χαρακτηριστικά της Ελλάδας. Επιπλέον, στους παράγοντες που μας οδήγησαν εδώ που βρισκόμαστε θα πρέπει να προστεθούν βαθύτερες κοινωνικές και ιστορικές παθογένειες, καθώς και διεθνείς παράγοντες.
Δεύτερον, όπως έχουν δείξει πολλές έρευνες και μελέτες, η εκλογική καταδίκη πολιτικών σχηματισμών δεν έχει πάντοτε σχέση με τη διαχειριστική τους επάρκεια.
Σε ένα πρόσφατο άρθρο τους, οι πολιτικοί επιστήμονες Chris Achen και Larry Bartels έδειξαν πως τα πολιτικά κόμματα εισπράττουν το πολιτικό κόστος κρίσεων και καταστροφών ανεξάρτητα από την αντικειμενική ευθύνη που τους αναλογεί. Και επαρκείς δηλαδή να ήταν οι πολιτικοί μας, πάλι θα τους καταδικάζαμε. Αντίθετα, η ανεπάρκεια δεν καταδικάζεται πάντοτε, ακόμη και όταν είναι ορατή στους πάντες. Τρίτον, η ανεπάρκεια της εγχώριας πολιτικής τάξης ήταν εμφανής πολλά χρόνια πριν από την κρίση, χωρίς όμως να προκαλεί κάποια αξιοπρόσεκτη δυσφορία στο εκλογικό σώμα. Συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο, αν κρίνει κανείς από την ευρύτατη εκλογική αποδοχή του δικομματισμού.
Η ηθελημένη άγνοια των κινδύνων τους οποίους ενείχαν πολιτικές που βασίστηκαν στη σπατάλη δανεικών πόρων υπήρξε ευρύτατα αποδεκτή, όσο και αν η λήθη αυτής της αποδοχής είναι σήμερα βολική. Υπήρξε άραγε αίτημα κοινωνικής ομάδας για περισσότερη σπατάλη που να μην βρει ευρεία στήριξη στα ΜΜΕ και την κοινωνία; Οποιος όμως τότε τολμούσε να κινηθεί ενάντια σε αυτό το ρεύμα, στιγματιζόταν αυτόματα ως γραφικός. Ας αναδιατυπώσουμε λοιπόν το σκεπτικό. Η καταδίκη του μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος προκλήθηκε από την κρίση και όχι από την ανεπάρκεια της πολιτικής τάξης. Οσο για την κρίση, αυτή οφείλεται μόνο εν μέρει στην ανεπάρκεια αυτή.
Η σημασία των επισημάνσεων αυτών είναι διπλή. Πρώτον, η καταδίκη της πολιτικής τάξης δεν πρέπει να είναι αδιάκριτη. Βέβαια, ούτε ως προς αυτό είναι οι πολιτικοί άμοιροι ευθυνών, αφού στην προσπάθειά τους να αλληλοπροστατευθούν πέτυχαν να καταργήσουν τις διακρίσεις μεταξύ τους. Ομως διακρίσεις υπάρχουν και είναι και πραγματικές και τεράστιες, αντίστοιχες των διαφοροποιήσεων που συναντά κανείς μέσα σε κάθε επαγγελματική ομάδα. Εξίσου επιλεκτική, λοιπόν, πρέπει να είναι και η καταδίκη. Μόνο έτσι θα είμαστε δίκαιοι ως πολίτες και μόνο με τον τρόπο αυτό θα συμβάλουμε στη βελτίωση του πολιτικού συστήματος: αναζητώντας, δηλαδή, και επιβραβεύοντας τους καλύτερους και παράλληλα καταδικάζοντας τους χειρότερους. Η απροθυμία μας να διακρίνουμε τις αποχρώσεις σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αποτελέσει το άλλοθι μιας συνολικής και γι’ αυτό αδιάκριτης καταδίκης. Δεύτερον, εξίσου άδικη και προβληματική είναι η πεποίθηση πως η συνολική αντικατάσταση του πολιτικού προσωπικού από «άφθαρτους» ανθρώπους θα μας οδηγήσει στην έξοδο από την κρίση. Μάλλον το αντίθετο ισχύει.
Δυστυχώς, και αυτό είναι μια γενική διαπίστωση, η απελπισία είναι ο χειρότερος σύμβουλος γιατί οδηγεί στην επιλογή ανερμάτιστων και επικίνδυνων δημαγωγών, με μοναδικό τους προσόν πως ώς τώρα βρίσκονταν είτε στο περιθώριο της πολιτικής, είτε εκτός αυτής. Υπάρχει άραγε πιο ηχηρό παράδειγμα από τη Χρυσή Αυγή; Σπρώχνοντάς μας στον πιο στείρο λαϊκισμό και τον πιο υστερικό αντικοινοβουλευτισμό, η συνολική και αδιάκριτη καταδίκη της πολιτικής τάξης είναι στην πραγματικότητα μια εξαιρετικά ύπουλη παγίδα.
Η κρίση που περνάει η χώρα είναι μια μεγάλη εθνική δοκιμασία. Ομως η ιστορία, τόσο της Ελλάδας όσο και διεθνώς, διδάσκει πως και οι χειρότερες οικονομικές κρίσεις τελικά ξεπερνιούνται και πως οι πληγές τους επουλώνονται. Αντίθετα, η ενδυνάμωση των δημαγωγών και η αντιδημοκρατική εκτροπή που αυτή συνεπάγεται προξενεί τεράστιες καταστροφές και αφήνει πολύ βαθύτερα σημάδια. Και αυτό είναι κάτι που δεν πρέπει να ξεχνάμε ούτε στιγμή.
* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale.

Η δική μας ανίερη συμμαχία

Του Δημοσθένη Κούρτοβικ

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2012
Μια από τις εθιμικές ανοησίες που κυκλοφορούν ακόμα και σήμερα, αντλώντας την πειστικότητά τους από τη δύναμη της αδράνειας που έχουν τα κλισέ, είναι ότι η πολιτική τάξη μας αντιστέκεται στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις από τον φόβο του πολιτικού κόστους. Ποιου πολιτικού κόστους τώρα πια; Τα κόμματα της εξουσίας έχουν καταρρεύσει ακριβώς λόγω των «εναλλακτικών μέτρων» που υιοθετούν για ν' αποφύγουν τις μεταρρυθμίσεις. Και ξέρουν πολύ καλά ότι η ελεύθερη πτώση τους θα συνεχιστεί ώς την εξαέρωσή τους όσο παίρνουν τέτοια μέτρα. Οπότε;
   Ο Πολ Κρούγκμαν, που μας αρέσει να τον επικαλούμαστε για τη σφοδρή κριτική του στις ευρωπαϊκές πολιτικές λιτότητας, έχει δηλώσει επανειλημμένα κι εμφαντικά κάτι που προτιμούμε ν' αντιπαρερχόμαστε: ότι η Ελλάδα αποτελεί ειδική περίπτωση. Κι εξηγεί ότι ενώ στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες που παραπαίουν κάτω από το βάρος του χρέους και των ελλειμμάτων τους το πρόβλημα είναι οικονομικό, στην Ελλάδα είναι καθαρά πολιτικό.
   Ενας οικονομολόγος και στοχαστής του αναστήματος του Κρούγκμαν δεν μπορεί να εννοεί απλώς ότι η Ελλάδα βουλιάζει εξαιτίας της «αφροσύνης» των πολιτικών ταγών της. Εννοιες όπως αφροσύνη, επιπολαιότητα, ελαφρότητα κ.λπ. μπορεί να είναι γλαφυρές περιγραφές για πολλά πράγματα, από μια ατομική συμπεριφορά ώς ένα ορισμένο πολιτισμικό κλίμα, αλλά ποτέ δεν συνιστούν σοβαρή ερμηνεία πολιτικών και κοινωνικών φαινομένων.
  
Στην πραγματικότητα, ο μύθος και το άλλοθι του πολιτικού κόστους ήταν ένα φτενό παραπέτασμα, που κατέπεσε με την κρίση, αφήνοντας να φανεί πεντακάθαρα αυτό που βρισκόταν πίσω του: ένα σύστημα που εφαρμόζει τη στυγνότερη ταξική πολιτική σ' ευρωπαϊκή χώρα. Η περιπέτεια της λίστας Λαγκάρντ δεν μας έμαθε κάτι που αγνοούσαμε. Hταν απλώς μια εκκωφαντική επιβεβαίωση του γεγονότος ότι το πολιτικό μας σύστημα, ακόμα και μπροστά στον κίνδυνο του ξαφνικού θανάτου του, προτιμά να μετακυλίει στις πλάτες εκείνων των οποίων υποτίθεται ότι υπολογίζει την ψήφο τα βάρη εκείνων των οποίων πράγματι υπολογίζει το χρήμα. Μας υπενθύμισε επίσης η λίστα Λαγκάρντ ότι οι σχετικά ισορροπημένες ταξικές δημοκρατίες (από την εποχή του Κλεισθένη όλες οι δημοκρατίες ταξικές είναι, δεν χωρούν εδώ ψευδαισθήσεις) αυτοπροστατεύονται, με θεσμικά όργανα που επεμβαίνουν δυναμικά και, στην ανάγκη, παράτυπα για να περιορίσουν εκείνες τις αμετροέπειες και αθεμιτουργίες των ελίτ που απειλούν το σύστημα. Ενώ στη δική μας, βάρβαρα ταξική δημοκρατία υπάρχουν νόμοι που φτιάχτηκαν για να ξεπλένουν προκλητικές ανομίες της άρχουσας τάξης, πολιτικοί ιθύνοντες που δεν διστάζουν να βιάσουν το δημόσιο συμφέρον και να εξαθλιώσουν ολόκληρα κοινωνικά στρώματα για να ταΐσουν την απληστία των χορηγών και πατρόνων τους. Αν έτσι συντριβεί η πολιτική καριέρα τους, το κόμμα τους, το ίδιο το πολιτειακό καθεστώς, μικρό το κακό γι' αυτούς. Θα συνεχίσουν μια χαρά τη ζωή τους με καλοπληρωμένες διαλέξεις σε ινστιτούτα του εξωτερικού ή ιδιωτεύοντας πολυτελώς, χάρη στις «οικονομίες» τους από τον πολιτικό τους μόχθο.

Eχω ταξιδέψει σε όλη σχεδόν την Ευρώπη. Πουθενά αλλού δεν έχω δει τόσο κραυγαλέες κοινωνικές ανισότητες. Πουθενά αλλού δεν έχω δει την ολιγαρχία του πλούτου να επιδεικνύει αυτό τον πλούτο τόσο βάναυσα, τόσο αναίσχυντα (και κακόγουστα), με τρόπο που ασελγεί από κάθε άποψη πάνω στον περιβάλλοντα χώρο. Αν υπάρχει άλλη τόσο ακραία περίπτωση, φαντάζομαι ότι θα τη συναντήσει κανείς μόνο στη μετασοβιετική Ρωσία, όπου δεν έχω πάει. Τέτοιες ανισότητες δεν μπορεί να δημιουργήθηκαν απλώς από αδράνειες, παραλείψεις, αποτιτανώσεις του συστήματος. Χρειαζόταν γι' αυτές η συνειδητή συνέργεια της ιθύνουσας πολιτικής ελίτ.
Η οποία άλλωστε ταυτίζεται κοινωνικά ολοένα περισσότερο με την άλλη ελίτ, αυτή του χρήματος. Ο όρος «διαπλοκή» είναι υπερβολικά χλομός ή έχει γίνει ξεπερασμένος. Εδώ μιλάμε για κανονική σύντηξη. Τρανταχτή απόδειξη τα βιογραφικά όλων των πρωθυπουργών μας από το 1990 και δώθε. Δείχνουν ανθρώπους «από τζάκι», ανθρώπους που μεγάλωσαν με όλες τις ανέσεις και οι περισσότεροι δεν έχουν δουλέψει ούτε μια μέρα στη ζωή τους. Η όποια κοινωνική ευαισθησία τέτοιων πολιτικών πηγάζει, στην καλύτερη περίπτωση, από ιδέες, όχι από βιώματα. Eτσι κι αλλιώς, για να το πάμε πιο πέρα, σε καμιά σελίδα της νεότερης ελληνικής Ιστορίας δεν θα βρούμε πολιτικούς ηγέτες με την ταπεινή καταγωγή της «άκαρδης» Μάργκαρετ Θάτσερ, για παράδειγμα, ή της ακόμα πιο «άκαρδης» Aνγκελα Μέρκελ, αν και θα βρούμε αληθινά άκαρδους έλληνες ομολόγους τους. Ο κοτζαμπασισμός σ' εμάς αποδείχτηκε ανθεκτικότερος απ' ό,τι στη χώρα που μας κληροδότησε τη λέξη και τον θεσμό.

Μιλάμε συχνά για το στρατιωτικο-βιομηχανικό κατεστημένο των ΗΠΑ. Απεχθής συμμαχία, φονική για πλήθος λαών, αλλά πάντως παραγωγική για την εθνική οικονομία. Εμείς εδώ έχουμε ένα πολιτικο-επιχειρηματικό κατεστημένο το οποίο δεν είναι μόνον απεχθές αλλά και αντιπαραγωγικό, που σημαίνει μακροπρόθεσμα φονικό για τον ίδιο τον λαό του (και η «μακρά προθεσμία» έχει ήδη εκπνεύσει). Μια κρατικοδίαιτη επιχειρηματική ελίτ και μια πειθήνια σ' αυτή πολιτική ελίτ συνεργάζονται μέχρις αβύσσου για να συντηρήσει η καθεμιά τον παρασιτισμό της άλλης.    
    Το πώς η Ελλάδα θα μπορούσε ν' απαλλαγεί απ' αυτό το κατεστημένο χωρίς να θυσιάσει τις δημοκρατικές ελευθερίες της είναι ένας γρίφος που αμφιβάλλω αν μπορεί να λυθεί από ανθρώπινο σχέδιο. Μόνο στη δολιότητα της Ιστορίας μπορούμε να ελπίζουμε. Που σ' εμάς, βέβαια, μεταφράζεται συχνά με τον εθνομεταφυσικό όρο «ο θεός της Ελλάδας».