Κυριακή 4 Μαρτίου 2012

Edito 378 Φώτης Γεωργελές

ευτέρα βράδυ, πριν την άφιξη της Tρόικας για τις πιο κρίσιµες διαπραγµατεύσεις, αυτές για τη διαγραφή µεγάλου µέρους του ελληνικού χρέους. Σε µια κωµικοτραγική συνεδρίαση της Βουλής, όπου βουλευτές των κυβερνητικών κοµµάτων κρύβονταν για να µην ψηφίσουν, καταψηφίστηκαν οι διατάξεις για τα ωράρια των φαρµακείων και την κατάργηση δυο θυγατρικών του ΕΟΜΜΕΧ. Ούτε καν του ΕΟΜΜΕΧ, θυγατρικών του. Αυτό είναι το πραγµατικό πρόβληµα και η αιτία των δεινών. Το πολιτικό σύστηµα δεν θέλει και δεν µπορεί ούτε να ανοίξει τα φαρµακεία το Σάββατο.

Μετά από δυόµισι χρόνια καθυστερήσεων,
άµυνας, ακινησίας, παρακολουθούµε αυτές τις µέρες άλλη µια παράσταση του ελληνικού θεάτρου σκιών: η υπερήφανη πολιτική τάξη υπερασπίζεται τα δίκια των εργαζοµένων απέναντι στους ανάλγητους εκβιαστές ξένους. Για την αξιοπρέπεια και την εθνική υπερηφάνεια. Όπως κάθε φορά, το επικοινωνιακό σόου µε τους πολιτικούς αρχηγούς που διαπραγµατεύονται –σκληρά πάντα– και αγωνίζονται για να µην κοπούν ο 13ος, 14ος και ο κατώτατος µισθός, έχει ελάχιστη σχέση µε την πραγµατικότητα, είναι οι τελευταίες αξιοθρήνητες προσπάθειες να παραστήσουν τους «φίλους του λαού», τους ικανούς διαπραγµατευτές, αυτούς που αντιστέκονται. Για να το εξαργυρώσουν στις προσεχείς εκλογές.

Στην πραγµατικότητα,
το τι περιλαµβάνουν οι διαπραγµατεύσεις, πού βρίσκονται τα επίµαχα σηµεία, πού πιέζει η Τρόικα, το µαθαίνουµε από τη Μέρκελ και τον Σαρκοζί. Η Ελλάδα θα πάρει ένα τεράστιο δάνειο πολλών δισεκατοµµυρίων, θα κερδίσει ακόµα πολλά δισεκατοµµύρια από τη διαγραφή των χρεών και από τη µείωση των τόκων. Μόνο που αυτά τα λεφτά δεν θα δοθούν πια στην αφερέγγυα πολιτική τάξη αλλά σε έναν ειδικό λογαριασµό από τον οποίο θα πληρώνονται απευθείας οι δανειστές. Με λίγα λόγια, αυτά είναι τα τελευταία λεφτά που παίρνουµε, το χρέος θα το αναλάβουν αυτοί, εµείς τώρα ας αναλάβουµε τα έξοδά µας. Και όλοι οι τσάµπα µάγκες που µέχρι τώρα κατηγορούσαν την Τρόικα, κήρυτταν ανένδοτοι κατά των µνηµονίων, πάντα µε τα δανεικά λεφτά, ας βρουν τον τρόπο να ζουν όπως θέλουν, όπως πριν, χωρίς µέτρα, χωρίς περικοπές δαπανών, χωρίς να θιγεί κανένας. Αλλά χωρίς δανεικά. Σ’ αυτό το απλό ερώτηµα δεν απαντάει κανένα κόµµα.

Κάποτε και ο σουρεαλισµός τελειώνει.
∆υόµισι χρόνια έχουµε αντιστρέψει την πραγµατικότητα. ∆εν προκαλεί την ύφεση το Μνηµόνιο, η ύφεση έφερε το Μνηµόνιο. ∆εν µας παίρνει λεφτά η Τρόικα. Εµείς χρειαζόµαστε λεφτά, δανεικά λεφτά για να ζήσουµε όπως θέλουµε. ∆εν µας παίρνει λεφτά η Ευρωπαϊκή Ένωση, το κράτος µάς παίρνει. Το Μνηµόνιο άρχισε να εφαρµόζεται το β΄ εξάµηνο του 2010. Ύφεση όµως είχαµε και το 2008 και το 2009. Λέµε τώρα ότι σ’ ένα µήνα πρέπει να εξοφλήσουµε 14,5 δις ευρώ τα οποία δεν έχουµε. Ξεχνάµε όµως να πούµε ότι αυτά ακριβώς τα οµόλογα που λήγουν τον Μάρτιο, µαζί µε άλλα δυο φορές τόσα, τα είχαµε δανειστεί το σωτήριο έτος 2009. Τότε που µε 36 δις έλλειµµα, η χώρα εξόκειλε στα βράχια. Λένε τώρα οι φίλοι του λαού, οι αντίθετοι στις δυσάρεστες περικοπές, ότι πρέπει «να πέσουν λεφτά στην αγορά». Πέσανε πολλά λεφτά, 36 δις το 2009, άλλα 24 το 2008, πόσα περισσότερα λεφτά να πέσουν; Έγιναν ελλείµµατα και χρέη. Οι ίδιοι που λένε «να πέσουν λεφτά στην αγορά», οι ίδιοι που έλεγαν γιατί δεν δανειστήκαµε κι άλλα το 2010 πριν πάµε στο Μνηµόνιο, τώρα λένε «να µην πληρώσουµε τους τοκογλύφους». Και οι ίδιοι ακριβώς που λένε για διαγραφές του «επαχθούς χρέους», να µην πληρώσουµε τους τοκογλύφους, λένε την ίδια στιγµή «σώστε τα ταµεία» που έχουν επενδύσει σε οµόλογα του ελληνικού ∆ηµοσίου. Α, τα ταµεία των ασφαλισµένων δεν είναι τοκογλύφοι; Μήπως τοκογλύφοι είναι µόνο οι ξένοι, οι Ολλανδοί συνταξιούχοι, οι Σουηδοί σιδηροδροµικοί;
Αυτά τα χρόνια ο δηµόσιος διάλογος ξεπέρασε κάθε όριο γελοιότητας, αγραµµατοσύνης και λαϊκισµού. Το σύστηµα εξουσίας, πολιτικό, οικονοµικό, µιντιακό, προσπάθησε µε κάθε τρόπο να διαστρέψει την πραγµατικότητα για να διατηρήσει ζωντανή την ίδια πραγµατικότητα που οδήγησε στη χρεοκοπία. Το οικονοµικό µας µοντέλο χρεοκόπησε. Αυτό πρέπει ν’ αλλάξει. Το πολιτικό σύστηµα συµπολιτευόµενο και αντιπολιτευόµενο προσπαθεί να το διατηρήσει. Από τη ∆εξιά µέχρι την Αριστερά, το µόνιµο µοτίβο είναι «δώστε κι άλλα λεφτά για να µείνουµε όπως είµαστε». ∆ανεικά ζητάνε συνέχεια και δίνουν ηρωικούς αγώνες για τους όρους των δανείων. Τα δανεικά τελείωσαν όµως.
Όσα συµβαίνουν, µειώσεις µισθών, οριζόντιες περικοπές, ανεργία, είναι το τίµηµα των λαθών και της απραξίας. Αφού χρεοκοπήσαµε, η ύφεση ήταν βέβαιη. Η διάρκεια της ύφεσης όµως όχι. Τώρα θα είχαµε ξεπεράσει ήδη το πρόβληµα και θα άρχιζε η ανάκαµψη. ∆υόµισι χρόνια όµως δεν κάναµε τίποτα γι’ αυτό. Καµία αλλαγή, καµία διαρθρωτική µεταρρύθµιση. Προτιµήσαµε να αρνηθούµε την πραγµατικότητα. Θα φτωχύνουµε, έγραφα τότε. Και πρέπει να δουλέψουµε, να δουλέψουµε περισσότερο, να δουλέψουµε πιο σωστά, για να αναπληρώσουµε µε νέα έσοδα, τα χαµένα έσοδα από τα δανεικά. Αντί γι’ αυτό προτιµήσαµε να κλαίµε γιατί µας στερούν τα δανεικά. ∆υόµισι χρόνια δεν υπήρξε κανένα σχέδιο, καµία εθνική συνεννόηση, καµία κοινωνική συναίνεση στο πώς θα αλλάξουµε το παιχνίδι, πώς θα γίνουµε πιο παραγωγικοί. Εντάξει, πες ότι όσα ζητάει η Τρόικα δεν µας αρέσουν. Ποιο πολιτικό κόµµα είπε συγκεκριµένα από πού θα κοπούν τα ελλείµµατα; Πώς θα δηµιουργηθεί νέο χρήµα; Γιατί δεν µειώσαµε εµείς τις δαπάνες µε άλλο τρόπο; Όλοι απέκρουαν τις προτάσεις της Τρόικας και ζητούσαν τα λεφτά της.
εν µας ζητάει η Τρόικα µειώσεις µισθών και περικοπές των συντάξεων. Λένε ψέµατα όσοι τα λένε αυτά. Εµείς δεν έχουµε να τα πληρώσουµε. Τα δικά µας ασφαλιστικά ταµεία είναι άδεια, το δικό µας κράτος δεν έχει να πληρώσει µισθούς και συντάξεις, οι δικές µας επιχειρήσεις χρεοκοπούν.
Πληρώνουµε την καθυστέρηση, την αδιάλλακτη στάση του συστήµατος εξουσίας, την άρνηση κάθε προνοµιούχας οµάδας να χάσει το παραµικρό. ∆εν κάναµε τίποτα όλο αυτό το διάστηµα και οι υπεύθυνοι γι’ αυτό, τώρα, υποκριτικά, κλαίνε για το 13ο µισθό. Οδήγησαν τη χώρα στην πιο βαθιά ύφεση και τώρα δήθεν δίνουν µάχες για τα δώρα Χριστουγέννων. Αστεία πράγµατα για όσους ζουν σ’ αυτή τη χώρα. Αν δεν κάνουµε τίποτα, όσο βαθαίνει η ύφεση, όχι ο 13ος και ο 14ος µισθός, ούτε οι υπόλοιποι δεν θα υπάρχουν. Εκατοντάδες χιλιάδες επιχειρήσεις και καταστήµατα κλείνουν, οι άνεργοι έφτασαν το 1 εκατοµµύριο, η ανασφάλιστη εργασία γίνεται κανόνας. Οι αυξήσεις, τα δώρα, τα επιδόµατα, οι συντάξεις, παρόλη τη διαδεδοµένη φιλολογία στη χώρα του λαϊκισµού, δεν ορίζονται µε διατάγµατα. ∆εν µειώνει τους µισθούς η Τρόικα. Η οικονοµία που καταρρέει τους µειώνει. Στην Ιρλανδία ο κατώτατος είναι 1.462 ευρώ. ∆εν είχε πρόβληµα εκεί η Τρόικα. Εδώ έχει.

Τα πολιτικά κόµµατα
δίνουν άλλη µια ψεύτικη µάχη εντυπώσεων, παριστάνουν τους διαπραγµατευτές, τους φίλους του λαού, για να κρύψουν τις τεράστιες ευθύνες τους για την αποτυχία. Με ψεύτικα διλήµµατα, κατασκευασµένες µάχες εναντίον των «ξένων», προσπαθούν να κρύψουν τις πραγµατικές επιλογές, να διατηρήσουν τις θέσεις τους. Έστω κι αν έτσι διακινδυνεύουν το αδιανόητο, την ανεξέλεγκτη χρεοκοπία. Πολύ δύσκολα θα συνεχίσουν έτσι.
Η κατάρρευση του µέχρι τώρα πολιτικού σκηνικού θα επιταχυνθεί.

Edito 380 Φώτης Γεωργελές

Το 2000 δανειστήκαμε 1,5 δις ευρώ. Το 2009 χρειαστήκαμε 35 δισεκατομμύρια. Μόνο την καταστροφική διετία 2008-09, μπήκαμε μέσα 60 δις. Δεν χρειάζεται τίποτε άλλο ένας άνθρωπος για να καταλάβει πώς καταφέραμε να εκτροχιάσουμε μια χώρα μέσα σε λίγα χρόνια.
Από τα 36 δις έλλειμμα του 2009, τα 24 δις ήταν πρωτογενές έλλειμμα, χωρίς τους τόκους. Δεν είναι αλήθεια ότι δανειζόμαστε για να πληρώσουμε τους τοκογλύφους. Δανειζόμαστε ακόμα για να πληρώσουμε τις ανάγκες μας.
Όταν οι ανάγκες δανεισμού έγιναν υπέρογκες, σταμάτησαν να μας δανείζουν. Εύλογα, το χρέος δεν ήταν πια βιώσιμο. Μας ανέλαβαν τα κράτη, η Ευρωπαϊκή Ένωση και ο υπόλοιπος κόσμος μέσω του ΔΝΤ. Από την πρώτη στιγμή η συμφωνία ήταν γνωστή. Ανέλαβαν το χρέος κουτσά στραβά να το ρυθμίσουν. Στραβά, κυρίως. Μείωσαν τα επιτόκια, επιμήκυναν τη διάρκεια και στο τέλος διέγραψαν ένα μεγάλο μέρος. Αλλά όλα με καθυστερήσεις, διχογνωμίες, πισωγυρίσματα, που διαιώνιζαν τη νευρικότητα και υπονόμευαν την επιστροφή στην ομαλότητα. Και ανέλαβαν για ένα μικρό ακόμα διάστημα να πληρώνουν τα ελλείμματά μας για να μη βρεθεί η χώρα σε κατάσταση ξαφνικού σοκ. Το διάστημα αυτό, όπως είχε προλεχθεί, φτάνει στο τέλος του. Δεν μπορούμε να έχουμε άλλα πρωτογενή ελλείμματα γιατί κανείς δεν μας δανείζει.
Αυτό είναι το πρώτο κρυμμένο γεγονός που προκαλεί τον τελευταίο καιρό την κατάρρευση ενός πολιτικού συστήματος το οποίο στηριζόταν μόνο στη διανομή πλούτου μέσω πελατειακών σχέσεων με τους κομματικούς του πελάτες. Μέχρι τώρα έκρυβαν ότι η πραγματικότητα επιβάλλει τις μειώσεις. Δεν μπορούσαν να το πουν και τα έριχναν στους «ξένους». Από δω και πέρα θα γίνεται όλο και πιο καθαρό ότι το θέμα είναι «ποιες μειώσεις». Είναι η πολιτική επιλογή. Αυτό είναι το δεύτερο κρυμμένο γεγονός που το πελατειακό σύστημα προσπαθεί να αποκρύψει. Ότι αυτά τα 2,5 χρόνια διεξάγεται ένας κανονικός κοινωνικός πόλεμος. Ότι το σύστημα εξουσίας προσπαθεί να μεταφέρει τα βάρη της χρεοκοπίας στους ίδιους που τα πλήρωναν και πριν απ’ αυτήν. Και για να το επιτύχει αυτό εφηύρε τον «εξωτερικό εχθρό», τους ξένους που μας «επιβάλλουν». Τα κόμματα εξουσίας «αντιστέκονται» στις τρόικες και η Αριστερά, η εναλλακτική εκδοχή του πελατειακού κράτους, υπερθεματίζει και ζητάει ακόμα μεγαλύτερη αντίσταση, έτσι ώστε να μη θιγεί καμία δομή απ’ αυτές που μας οδήγησαν στη χρεοκοπία.
Ο Λουκάς Παπαδήμος στη Βουλή είπε ότι αυτά τα δύο χρόνια επιτύχαμε ένα θαύμα, μειώσαμε τα δικά μας ελλείμματα από 24 δις σε 5,2. Αυτό είναι και το μόνο ελπιδοφόρο γεγονός αυτής της οδυνηρής περιόδου. Είναι όμως η μισή αλήθεια. Γιατί αυτό που έπρεπε να κάνουμε για να μειωθούν τα ελλείμματα ήταν η μείωση της σπατάλης και της λεηλασίας στο δημόσιο τομέα αφενός και οι διαρθρωτικές αλλαγές που θα έβαζαν την οικονομία σε μια πιο υγιή επανεκκίνηση αφετέρου. Και στους δυο τομείς, το σύστημα εξουσίας αντιστάθηκε λυσσασμένα για να μη χάσει τα προνόμιά του. Η φούσκα υπερίσχυσε των μεταρρυθμίσεων. Οι μειώσεις του ελλείμματος επετεύχθησαν με εισπρακτικά μέτρα, με φορολογία, μειώσεις μισθών και συντάξεων. Πράγμα που βαθαίνει την ύφεση και αυξάνει τη διάρκειά της. Μπαίνουμε στον 5ο χρόνο ύφεσης όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά γιατί το πελατειακό κράτος αντιστέκεται λυσσαλέα στην προοπτική να χάσει τα προνόμιά του. Γι’ αυτό και οι αντιστάσεις στα μέτρα πάντα έχουν μια ορισμένη στόχευση: Όχι άλλου είδους μέτρα, όχι άλλη πολιτική, αλλά καταψήφιση του μνημονίου, αποσύνδεση από την Ευρώπη, βαλκανιοποίηση. Χρεοκοπία, αρκεί να μη θιγεί το σύστημα εξουσίας.
Στην πρόσφατη ψήφιση στη Βουλή της νέας δανειακής σύμβασης, που σημειωτέον μειώνει το χρέος αντί να το αυξάνει, υπουργοί παραιτήθηκαν, βουλευτές παραιτήθηκαν, κόμματα ψήφισαν όχι. Γιατί αυτοί οι καλοί άνθρωποι δεν παραιτήθηκαν όταν από τα περσινά βεβαιωμένα πρόστιμα της εφορίας εισέπραξαν μόνο το 1/100; Γιατί δεν παραιτήθηκαν όταν έκαναν 2,5 χρόνια να βρουν ότι 63.500 συντάξεις εισπράττονται από νεκρούς; Γιατί δεν παραιτήθηκαν όταν δεν έκλειναν κανέναν από τους χιλιάδες άχρηστους οργανισμούς; Γιατί τα 70 ακίνητα που πριν λίγα χρόνια θα χάριζαν στις κυπριακές off shore της μονής Βατοπεδίου, δεν τα πούλαγαν τώρα για να μην κόψουν τις επικουρικές; Γιατί έκαναν κινήματα «δεν πληρώνω» αντί να κάνουν κινήματα διαμαρτυρίας απέναντι σ’ αυτούς που δεν πληρώνουν; Γιατί δεν παραιτούνταν όταν δεν προχωρούσε η ηλεκτρονική συνταγογράφηση; Γιατί δεν ζητούσαν να κλείσουν τα 260 άχρηστα στρατόπεδα στο εσωτερικό της χώρας; Γιατί εμποδίζουν τις εξετάσεις για την πρόσληψη των 1.000 ελεγκτών εφοριακών υποθέσεων;
Γιατί κανείς δεν θέλει να κάνει καμία αλλαγή που θίγει το χρεοκοπημένο σύστημα. Κανείς δεν θέλει να πει τίποτα δυσάρεστο, κρύβονται πίσω από ανεργίες και μειώσεις μισθών για να μην πουν ότι δεν θέλουν να κάνουν τίποτα. Ποιος μας εμπόδισε να κάνουμε επιλογές; Είναι κανένας Έλληνας που δεν ξέρει για τη λεηλασία και τη σπατάλη στο κράτος; Γιατί δεν μείωσαν τα ελλείμματα αλλιώς; Αν δεν χρειάζεσαι δανεικά για να ζήσεις, ποιος μπορεί να σου επιβάλλει τι να κάνεις;
Πίσω από τον «αντιμνημονιακό αγώνα» κρύβεται η υπεράσπιση της ακινησίας. Έχουμε πολλές επιλογές, μόνο που κάνουμε τις λάθος. Η πρόσφατη εμπλοκή στα τελευταία 600 εκ. που έλειπαν, έδωσε μια εικόνα. Είναι καλό να κοιτάς τους αριθμούς, λένε αλήθειες πολύ αποκαλυπτικές. 45 εκ. είναι το όφελος από τις μειώσεις των κύριων συντάξεων. Λίγο περισσότερα από όσα εξοικονομούνται από την κατάργηση μιας θέσης αντιδημάρχου από τις πολλές, δηλαδή 550 αντιδήμαρχοι σ’ όλη την Ελλάδα. Οι περικοπές στις «εκλογικές και καταναλωτικές δαπάνες» εξοικονομούν 5 φορές όσο το κόψιμο των συντάξεων. 23 εκατομμύρια είναι το εκλογικό επίδομα μόνο στο Υπουργείο Εσωτερικών, σύνολο 97.000 Δ.Υ. παίρνουν εκλογικό επίδομα. Περιθώρια υπάρχουν, το θέμα είναι τι κόβεις. Την ίδια μέρα, σε μια εφημερίδα, διαβάζω τα παρακάτω νούμερα: 51,5 εκ. η υπεξαίρεση στον Δήμο Θεσσαλονίκης, 60 εκ. η απάτη με το ΦΠΑ στην Β. Ελλάδα, 3 εκ. υπερτιμολογήσεις στο νοσοκομείο Έδεσσας, πάνω από 70 εκ. οι ζημιές από το κάψιμο της Αθήνας την προηγούμενη Κυριακή…
Το δίλημμα μνημόνιο-αντιμνημόνιο είναι το λάθος δίλημμα, είναι πλαστό, παραπλανητικό, επικίνδυνο. Χωρίζει τους πολίτες σε ψεύτικα στρατόπεδα: Θα αρνηθούμε το μνημόνιο με αποτέλεσμα τη βαλκανιοποίηση της Ελλάδας ή θα αποδεχτούμε μια μίζερη προσαρμογή, αδιέξοδων συνεχών εισπρακτικών μέτρων;
Το πραγματικό δίλημμα όμως είναι, αλλάζουμε την Ελλάδα ή προσπαθούμε να διασώσουμε το χρεοκοπημένο σύστημα;

Το νέο Οίκαδε και οι σειρήνες της πανωλεθρίας

Γράφει ο Χάρης Πεϊτσίνης

Το ημερολόγιο έγραφε  1922. Λίγες βδομάδες προτού το ελληνικό στρατηγείο συμπτυχθεί στη Σμύρνη και αποστείλει τις περίφημες διαταγές του σε ώτα μη ακουόντων (γιατί τα  στρατεύματα είχαν ήδη διαλυθεί και άτακτα συνέρρεαν στα παράλια της Μικράς Ασίας), στην «παλιά» Ελλάδα, η κούραση και η απελπισία του κόσμου, το βάρος των ευθυνών του πολιτικού κατεστημένου, η αντικειμενική αδυναμία εύρεσης μιας σωτήριας λύσης, όλα αυτά μαζί και καθένα χωριστά είχαν πλάσει το νεοφανές, και θνησιγενές ιδεολόγημα του «οίκαδε». Ποιο ήταν το περιεχόμενο αυτού του  ιδεολογικού υποπροϊόντος της κρίσης; ότι ο πόλεμος δεν επρόκειτο να κερδηθεί. Ότι οι ξένοι μας είχαν προδώσει, και οι πολιτικοί μας επίσης. Ότι οι ελπίδες και οι θυσίες είχαν φτάσει το μέγιστο βαθμό τους, ότι αυτά που βίωνε η χώρα ήταν τα «χειρότερα», και χειρότερα δε μπορούσαν να γίνουν. Και ότι γι’αυτό ακριβώς το λόγο, μόνη λύση, ήταν η αποχώρηση των στρατευμάτων, η εγκατάλειψη της μικρασίας, η πολιτική και οικονομική περιχαράκωσή μας «Οίκαδε»: στη φιλόξενη αγκαλιά της παλαιάς Ελλάδας, μακριά από το κρύο, μακριά από τη βία και το θάνατο που μας περίμενε στην Ανατολή.

Το ιδεολόγημα του Οίκαδε «έπιασε» το σφυγμό της πλειοψηφίας των Ελλήνων. Ήτανε βέβαια λιγάκι ύποπτο ότι το υποστήριξαν και το προώθησαν κυρίως οι πολιτικοί που μας είχαν φτάσει στα όρια της πανωλεθρίας.  Βασικός υπερασπιστής του, ο Γ.Βλάχος, εκδότης της φιλοβασιλικής Καθημερινής. Αντικατόπτριζε όμως μια κοινωνία στο «μεταίχμιο», ανάμεσα στην άρνηση και στην αποδοχή αυτού που (νόμιζε πως) ερχότανε.  Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε  πόσο επηρέασε την κοινή γνώμη η ιδεολογία του Οίκαδε. Δεν ήταν άλλωστε λαϊκή η επανάσταση που σάρωσε το θρόνο μετά την καταστροφή αλλά στρατιωτική. Μπορούμε όμως, με την άνεση των 90 χρόνων που μας χωρίζουν από τότε να αντιληφθούμε, τον εξορθολογισμό του παράλογου, που επιχειρεί το ανθρώπινο πνεύμα, σε ακραίες συνθήκες. Σήμερα γνωρίζουμε πως η ήττα στη Μικρά Ασία, αποτέλεσε  ορόσημο στην παγκόσμια ιστορία των εθνικών καταστροφών. Πως εξάλειψε εθνολογικά, πολιτιστικά και κοινωνικά, μια ολόκληρη μειονότητα από το χάρτη της Τουρκίας, και οδήγησε στην προσφυγιά 1,2 εκατομμύρια ψυχές. Τότε όμως, μέσα στον πυρετό του πολέμου και των μανιασμένων εθνοκαθάρσεων εκατέρωθεν, είχε φανεί ως εθνικά περήφανη λύση: πετάμε την πετσέτα αποχωρώντας από το διεθνές γαϊτανάκι των εμπαιγμών και της υποκριτικής διπλωματίας. Αφήνουμε τους άλλους να τα βγάλουν πέρα, και κλεινόμαστε σπίτια μας (οίκαδε). Ο Βλάχος, απ τις σελίδες τις Καθημερινής  παραινούσε τους «ξένους» να  « παραλάβουν τας σημαίας τας οποίας έστησαν εις τα πρόθυρα της Κωνσταντινουπόλεως όταν επλησίαζεν ο Έλλην ελευθερωτής και ας τας στήσουν εκεί όπου θα πλησιάση σφαγεύς ο Τούρκος». Και κατέληγε :  «Σήμερον φρονούμεν σπουδαίως ότι η περίοδος των προσπαθειών αυτών αίτινες έπρεπε να υπάρξουν, των θυσιών αίτινες έπρεπε να καταβληθούν, αν δεν έληξε, λήγει.».

Η πρόβλεψη αποδείχτηκε εγκληματικά λαθεμένη. Οι θυσίες δεν σταμάτησαν. Πολλαπλασιάστηκαν σε ανείπωτο βαθμό καθώς οι δυστυχισμένες ανθρώπινες μάζες εγκατέλειπαν τη Σμύρνη. Οι ξένοι φυσικά έδωσαν στις παραινέσεις του κου Βλάχου περί «σημαιών» τη δέουσα (μηδενική) βαρύτητα . Και η Ελλάδα ασφαλώς και δεν πέθανε, αλλά βίωσε ό,τι πιο κοντινό υπήρχε σε θάνατο.

Τώρα ας επιστρέψουμε λίγο στο σήμερα. Η χώρα βρίσκεται και πάλι στο μεταίχμιο. Εδώ και τρία χρόνια περίπου βιώνει μια μανιασμένη μάχη με τους εταίρους της, τους δανειστές της και τον ίδιο της τον εαυτό. Οι ψηφισμένες δανειακές συμβάσεις οδήγησαν την ελληνική πολιτική τάξη σε υφεσιακές πολιτικές, ως στρατηγική επιλογή για την αποφυγή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.  Το τελικό αποτέλεσμα θυσίασε την ευημερία της μεσαίας τάξης, όχι σε κάποιο υποτιθέμενο βωμό των επί γης δανειστών μας, αλλά στο ναό του κρατισμού και της πελατειακής δημοκρατίας.  Στη θέση των απολύσεων και των λουκέτων σε άχρηστους φορείς και οργανισμούς , είδαμε οριζόντιες περικοπές μισθών και συντάξεων. Στη θέση των εσόδων από αποκρατικοποιήσεις, νιώσαμε στο πετσί μας την ένταση της φορολογικής λεηλασίας. Για το έτος 2010, το ελληνικό κράτος εγγυήθηκε κοινοπρακτικά δάνεια του ζημιογόνου ΟΣΕ ύψους περίπου 800 εκ. Ευρώ, όσα περίπου εισέπραξε το 2011 από το καταστροφικό «χαράτσι» στα ακίνητα. Υπό αυτές τις συνθήκες, το να μιλάμε για αναδιανομή πλούτου του παραγωγικού μέρους της κοινωνίας προς το μη-παραγωγικό, δε θα ήταν υπερβολή,  πράγμα που οι δανειστές μας δεν παρέλειψαν να επισημάνουν.

Η λαϊκή δυσαρέσκεια έφτασε, όπως ήταν αναμενόμενο, στα όρια της κοινωνικής έκρηξης. Μαζί της εισέβαλαν χειμαρρωδώς στο χώρο των ΜΜΕ και των κοινωνικών δικτύων, ένα σωρό σενάρια «εναλλακτικών λύσεων», που όλα ως κοινό παρονομαστή είχαν τη λεγόμενη «στάση πληρωμών». Τα επιχειρήματα, και οι προτεινόμενες στρατηγικές «εξόδου» από την κρίση είναι τόσες πολλές που δεν μπορεί κανείς να απαντήσει σε όλες μέσα στον περιορισμένο χώρο ενός κειμένου.  Ακούστηκαν ανεκδιήγητες αντιφάσεις, όπως ότι τα δάνεια που λάβαμε σε συνθήκες δημοκρατίας ήταν επαχθή, ενώ την ίδια στιγμή οι ίδιες φωνές διεκδικούσαν να διεκδικηθεί στο ακέραιο το αναγκαστικό δάνειο που η γερμανική δικτατορία έλαβε από την Ελλάδα ( παρεπιπτόντως, το επαχθές ενός δανείου εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το πολίτευμα του έθνους που το αναλαμβάνει).  Ακούστηκαν και άλλα ευτράπελα, όπως ότι πληρώνουμε αδίκως , ακόμα και σήμερα,  προπολεμικά δάνεια, σουλτανικά δάνεια, δάνεια της ανεξαρτησίας (στην πραγματικότητα τα προπολεμικά δάνεια αποπληρώθηκαν το 1998, και μέχρι τότε συνιστούσαν ποσοστό λιγότερο του 1% των συνολικών δανειακών υποχρεώσεων της χώρας). Ότι το ξανθό γένος του Προέδρου Πούτιν θα μας έσωζε, αν οι δοσιλογικές κυβερνήσεις δεν προχωρούσαν στην ανάληψη δανείου από το ΔΝΤ (ενώ ως γνωστόν το 2010, ο πολύς Μεντβέντεφ είχε συστήσει στον Γ.Α.Π. την προσφυγή στο ΔΝΤ για την επίλυση των οικονομικών προβλημάτων της χώρας). Αλλά το μεγαλύτερο και πιο ανθεκτικό απ’όλα τα παραμύθια της κρίσης, είναι ότι η χρεωκοπία αποτελεί μονόδρομο για την έξοδο από την κόλαση που ζούμε.

Ενώ λοιπόν οι συζητήσεις κορυφώνονταν για την ψήφιση του νέου Μνημονίου, χιλιάδες Έλληνες, απλοί πολίτες, βροντοφώναξαν την αντίθεσή τους σε αυτό. Στα ραδιόφωνα, στις τηλεοράσεις, στις πλατείες, διατράνωσαν και συνεχίζουν να διατρανώνουν πως προτιμούν μια άμεση χρεωκοπία από την «εσαεί εξάρτηση μας από τους δανειστές και την ΕΕ». Αρωγοί και εμπνευστές αυτών των πρωτοβουλιών, κόμματα και προσωπικότητες που πρωταγωνίστησαν στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης και της υπερχρέωσης. Στο πλάι τους «ρεαλιστές» οικονομολόγοι όπως ο κος Βαρουφάκης, που συστήνουν να χρεωκοπήσουμε μ’ένα χαμόγελο, να «αγκαλιάσουμε» τους φόβους μας, εκβιάζοντας έτσι την γηραιά Ευρώπη. Ο κος Βαξεβάνης, μέσα στη θολούρα της κρίσης, και στην γενική διασάλευση της κοινωνικής ψυχραιμίας, έρχεται να εξορθολογίσει για μια ακόμα φορά στην ελληνική ιστορία το παράλογο λέγοντας:  «η πληρωμών θα εγκαινιάσει μια δύσκολη περίοδο, όχι όμως δυσκολότερη από αυτή που θα ξεκινήσει αν πτωχεύσουμε στο μέλλον με άλλους όρους. Η χώρα θα γίνει ανταγωνιστική. Η Αργεντινή είναι ένα από τα διεθνή παραδείγματα που αποδεικνύουν πως η στάση πληρωμών, δεν είναι πτώχευση που περιγράφουν στα δελτία ειδήσεων.».  Στο ίδιο άρθρο, οι ξένοι κακίζονται για την εκμετάλλευση της χώρας, όταν τις εποχές των παχιών αγελάδων, το ελληνικό κράτος δανειζόταν για να αγοράζει γερμανικά όπλα, «εκπαιδεύοντας» τους Έλληνες στις μίζες (στην πραγματικότητα, η νοοτροπία της αγοράς οπλισμού ως αντάλλαγμα για την παροχή εύκολων δανείων, ήταν συνήθης για το ελληνικό κράτος ήδη από την εποχή του Βενιζέλου, και χρησιμοποιήθηκε επανειλημμένα από τους Έλληνες πολιτικούς για να ανοίξουν νέες αγορές κεφαλαίων στον αδηφάγο ελληνικό κρατισμό.).

Η όλη επιχειρηματολογία συνιστά , από πολλές πλευρές, το νέο Οίκαδε. Σε συνθήκες κοινωνικής κρίσης, που τα όρια της λογικής και του παραλογισμού συγχέονται, ένα μέρος της πολιτικής τάξης και της διανόησης προσπαθούν -για άγνωστους λόγους , ψυχολογικούς και μη-  να τετραγωνίσουν τον κύκλο, να αμβλύνουν τις γωνίες της επερχόμενης καταστροφής, να αθωώσουν την κοινωνία από τις ευθύνες της, και να παρουσιάσουν την τελική ήττα ως σωτηρία. «Είμαστε μπλεγμένοι σε μια  μάχη εκ των προτέρων χαμένη» μας λένε. «Οι ξένοι μας ενέπλεξαν στα παιχνιδάκια τους , οι αγορές μας ξεπούλησαν στο παγκόσμιο παζάρι, δε φταίμε εμείς. Ας αποδεχτούμε το αναπόφευκτο, ας υποταχτούμε στη μοίρα μας, ας τερματίσουμε τις θυσίες εδώ και τώρα, αρκετά υποφέραμε». Στους λίγους που θα αντιτείνουν πως αυτή η λύση συνιστά το πολιτικό αντίστοιχο της ευθανασίας, απαντούν απερίσκεπτα, πως στην πραγματικότητα, πρόκειται για συνταγή ανάνηψης.

Φυσικά, η συνταγή του οίκαδε, είναι δημοφιλής, δημοφιλέστατη στην κοινή γνώμη, που ανακατεύτηκε σε μια περιπέτεια, τις διαστάσεις της οποίας ούτε είχε προβλέψει, ούτε μπορεί πλήρως να κατανοήσει.  Είναι δημοφιλέστατη και σε μια μερίδα του πολιτικού κόσμου, καθώς συνιστά την κολυμβήθρα του Σιλωάμ για τη συμμετοχή του στη διεφθαρμένη 30ετία του υπερδανεισμού και των οικονομικών εγκλημάτων σε βάρος του λαού μας. Δεν παύει όμως να είναι μια «μαγική εικόνα», μια ψεύτικη ελπίδα, που η πολιτική της αξία θα εξαϋλωθεί την επόμενη της καταστροφής, όπως ακριβώς εξαϋλώθηκε το οίκαδε του Βλάχου, στη θέα των εκατομμυρίων μικρασιατών προσφύγων, που στοιβάζονταν στα λιμάνια και τους σταθμούς.

Επειδή ακριβώς, το νέο Οίκαδε , όπως και το παλιό, απευθύνεται στο θυμικό και την αγανάκτηση, όχι την κοινή λογική, δεν στηρίζεται σε ορθολογικά επιχειρήματα και ψύχραιμους συλλογισμούς. Ακόμα λοιπόν αναμένουμε απάντηση από τους οπαδούς της πτώχευσης σε αμείλικτα ερωτήματα:

1. Ποιος θα χρηματοδοτήσει τις τράπεζες και τα ασφαλιστικά ταμεία, μετά την ελληνική στάση πληρωμών. Υπενθυμίζουμε ότι τόσο οι μεν όσο και τα δε, ανέλαβαν με ευθύνες της πολιτικής τάξης, ομόλογα του ελληνικού δημοσίου, των οποίων η αξία μετά την πτώχευση θα μηδενιστεί.
2. Ποιος θα εγγυηθεί την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας μετά την χρεωκοπία, και την ταυτόχρονη έκθεση της Ελλάδας ως αφερέγγυας και αναξιόχρεης χώρας στα ευρωπαϊκά κράτη-δανειστές της.
3. Ποιος θα εγγυηθεί μια συνετή νομισματική πολιτική σε περίπτωση εξόδου μας από το ευρώ και επιστροφής μας στη δραχμή. Η υποτίμηση της δραχμής και η εγκατάλειψή μας από την ΕΚΤ θα σημάνουν άμεσους κινδύνους για τα πιστωτικά ιδρύματα, περικοπή πιστώσεων και συναλλαγών ακόμα και ιδιωτικών νομικών προσώπων  στο εξωτερικό, ελέγχους στην κίνηση κεφαλαίων, πιθανό υπερπληθωρισμό και γενικευμένη εξαθλίωση. Nαι ή όχι;
4. Η πτώχευση συνεπάγεται βραχυπρόθεσμη καταρράκωση των δημοσίων εσόδων και της δημόσιας πίστης. Σε συνθήκες πρωτογενούς ελλείμματος, αυτό μετά βεβαιότητας θα διογκωθεί, και ο αναγκαστικός  ισοσκελισμός θα αποκτήσει διαστάσεις κοινωνικής βαρβαρότητας (με κλείσιμο νοσοκομείων, παύση πληρωμών συντάξεων κλπ). Θα είναι εκείνη η Ελλάδα καλύτερη από τη σημερινή;

Δεν περιμένουμε απαντήσεις σε όλα αυτά τα ερωτήματα. Ούτε οι οπαδοί του πρώτου οίκαδε, ούτε και οι οπαδοί του δεύτερου μπορούν να προσφέρουν κάτι παραπάνω από ευχολόγια. Οι συγκρίσεις με χώρες σαν την Αργεντινή προϋποθέτουν αληθινή γνώση της εξαθλίωσης που έφερε η κρίση τις πρώτες ημέρες μετά τη στάση πληρωμών. Υπήρξαν εποχές μετά τη χρεωκοπία, που στην Αργεντινή το 55% του λαού βρισκόταν κάτω από το όριο της φτώχειας, πολιορκώντας τράπεζες και υπουργεία. Ακόμα και σήμερα, ανεξάρτητοι αναλυτές υποστηρίζουν πως ο πληθωρισμός της χώρας-υποδείγματος για τους οπαδούς του σύγχρονου Οίκαδε, ανέρχεται στο 25%. Φυσικά, αυτός ο συνδυασμός πτώχευσης και πληθωρισμού δεν μας είναι καθόλου άγνωστος. Τον Απρίλιο του 1932, εγκαταλείφθηκε η σταθεροποίηση της δραχμής. Από τότε, μέχρι το Δεκέμβρη του ίδιου χρόνου η δραχμή θα απωλέσει το 60% της ονομαστικής της αξίας. Το ίδιο έτος, ο Βενιζέλος ζητά από τη Δημοσιονομική Επιτροπή της Κοινωνίας των Εθνών αλλά και από τις τρείς Μεγάλες Δυνάμεις, πενταετή αναστολή στην καταβολή χρεολυσίων του εξωτερικού δανεισμού. Η χώρα χρεωκοπεί, ο κόσμος γίνεται φτωχότερος, οι πολυπόθητες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις όχι μόνο δε γίνονται, αλλά αντικαθίστανται από διαδοχικά πραξικοπήματα που φέρνουν τελικά την πτώχευση του ίδιου του κοινοβουλευτισμού, και τον Ιωάννη Μεταξά στην εξουσία.

Από τις 17.11.1974 μέχρι τις 4.10.2009 πέρασαν 34 χρόνια , 10 μήνες και 17 ημέρες. Από αυτές το ΠΑΣΟΚ κυβέρνησε τα 18 χρόνια και 24 ημέρες και η ΝΔ κυβέρνησε 15 χρόνια, 11 μήνες και 26 ημέρες. Η πρώτη κυβέρνηση Καραμανλή υπετετραπλασίασε το δημόσιο χρέος. Η κυβέρνηση Παπανδρέου το οκταπλασίασε. Η κυβέρνηση Σημίτη διπλασίασε το χρέος που βρήκε από τον προκάτοχό της. Και τέλος ο Καραμανλής ο νεώτερος, παρέδωσε το χρέος  αυξημένο κατά 107,5 δις ευρώ, ή αλλιώς 58% από όσο το παρέλαβε.

Πολλά από τα μέτρα που έπρεπε να λάβουν εκείνες οι κυβερνήσεις, τα περιλαμβάνει το νέο κείμενο του Μνημονίου. Ιδιωτικοποιήσεις και εξορθολογισμός των δαπανών. Κατάργηση φόρων και κρατήσεων υπέρ τρίτων. Περιορισμός του προσωπικού του δημόσιου τομέα. Απλούστευση του φορολογικού συστήματος, κατάργηση του γιγάντιου Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων. Φυσικά τα αρνητικά στοιχεία του Μνημονίου είναι και αυτά μια δυσάρεστη πραγματικότητα. Όμως τα περισσότερα δε θα ήταν αναγκαία αν οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις είχαν εφαρμοστεί τα προηγούμενα δύο χρόνια. Συζητάμε σήμερα βαρυγκομώντας για τη μείωση του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων κατά 150.000 τη στιγμή που μόνο για το 2005, οι «γαλάζιες» προσλήψεις έφθασαν τις 151.600 . Προσπαθούμε να αντιληφθούμε πώς φτάσαμε σε αυτήν την κομματοκρατούμενη ολιγαρχία, όταν το 1986, το 96% των μελών της Κεντρικής Επιτροπής του ΠΑΣΟΚ είχαν ενταχθεί στη δημόσια διοίκηση. Προσδωκούμε σε σωτηρία με την επιστροφή μας στη δραχμή , όταν επί τριάντα χρόνια ζούσαμε έναν νομισματικό και μακροοικονομικό λαϊκισμό γιγάντιων διαστάσεων, ενώ μόνη εποχή σταθεροποίησης του νομίσματος υπήρξε αυτή που προηγήθηκε της ένταξης μας στο ευρώ, οπότε στοχεύαμε στην ουσιαστική σύγκλιση με τις ευρωπαϊκές οικονομίες, χάρη στις πολιτικές του Λουκά Παπαδήμου (τότε διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος). Δε θα ήταν υπερβολή να υποστηρίξουμε πως  τόσο κατά τη σύνδεσή μας με την ΕΟΚ, όσο και κατά τη σύνδεσή μας με το ευρώ, η ευρωπαϊκή προοπτική αποτέλεσε το θεσμικό «αντίβαρο» στην τριτοκοσμική νοοτροπία των ηγετών, των συνδικάτων και της πολιτικής νομενκλατούρας .

Αντίθετα με την εποχή της μικρασιατικής καταστροφής, σήμερα οι οπαδοί της ούτως ειπείν «συνέχισης»  του αγώνα, έχουν ένα απτό όραμα, και ένα ουσιαστικό εργαλείο στα χέρια τους. Μια ευρωπαϊκή προοπτική –μονόδρομο για την πορεία μας ως χώρας του πολιτισμένου κόσμου. Ένα παρελθόν χρεωκοπιών και φτώχειας που δεν οδήγησαν σε κάποια ουσιαστική κάθαρση, σαν αυτή που μας υπόσχονται οι οπαδοί του οίκαδε αλλά σε καταστροφές και δικτατορίες. Παραδείγματα από το παρελθόν για την φτώχεια και την εξαθλίωση που προκαλεί η διεθνής απομόνωση. Στεκόμαστε λοιπόν εδώ , στο τελικό σύνορο, ανάμεσα σε δύο κόσμους. Τους επόμενους μήνες, θα παιχτεί μια ολόκληρη φάση της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Ας ελπίσουμε ότι στην τελική επιλογή, θα βαρύνει περισσότερο η σοφία, παρά η αγανάκτηση του λαού και των ταγών του.

Λαός και έθνος, ως φαντάσματα

Tου Nικου Γ. Ξυδακη
Το οδυνηρό συμβάν της χρεοκοπίας ξυπνά φαντάσματα· ενθυμήσεις καταχωνιασμένες, στερεότυπα κατοχικών γονιών και Mικρασιατών παππούδων, φθαρμένα διαβάσματα που δεν έβρισκαν αντίκρισμα στην πραγματικότητα του προσφάτου παρελθόντος, πόνους εξορκισμένους και εξόριστους από την ευδαίμονα Ισχυρή Ελλάδα του ευρώ. Ξύπνησαν και δύο φαντάσματα, που, ενώ στοίχειωσαν τη γένεση του κρατιδίου, ακόμη και πριν από τον Ξεσηκωμό, εντούτοις τα τελευταία χρόνια φύραναν, αποδομήθηκαν, μεταστοιχειώθηκαν: ο λαός και το έθνος.
Προλαβαίνω: ας μην ταυτίσουμε επιπόλαια τον λαό με τον λαϊκισμό, και το έθνος με την εθνοκαπηλία. Ας τα δούμε στις πολλαπλές τους εκδιπλώσεις μες στην ιστορική διάρκεια, όπως μάλιστα φανερώνονται ιδρυτικά στην ευρωπαϊκή νεωτερικότητα, από την αυγή του Διαφωτισμού ώς το μεσουράνημα του Ρομαντισμού. Και ας συνυπολογίσουμε ότι η ανάδυση του νεότερου ελληνισμού τροφοδοτείται από αυτά τα μέγιστα κινήματα και σε μεγάλο βαθμό τα εκφράζει κιόλας, σχεδόν ιδανικά. Ρομαντική είναι η σύλληψη της έννοιας λαός, ρομαντική είναι η αποκρυστάλλωση του έθνους, από τον Χέρντερ και τον Γκαίτε έως τον Σίλερ και τον Φίχτε· ρομαντική είναι η ουσία της σολωμικής ποίησης και η ενιαία ιστορική αφήγηση του ελληνικού λαού από τον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο και τον Κ. Παπαρρηγόπουλο, ρομαντική η φύτρα του Παλαμά και του Σικελιανού, και του Σεφέρη και του Ελύτη. Ακόμη και ο νεοκλασικισμός στην Ελλάδα ρομαντικά βιώθηκε. Και η ελληνική εθνογένεση πορεύεται χέρι χέρι με τη γερμανική εθνογένεση.
Υπό μία έννοια, λοιπόν, η χρεοκοπία του 2012 και η συνοδός διεθνής επιτήρηση θυμίζει τη χρεοκοπία του 1893, που κατέστη αφορμή για βαθείς ιδεολογικούς και πολιτικούς μετασχηματισμούς, εκφραζόμενους πολύτροπα από διαφορετικές προσωπικότητες όπως ο Παλαμάς, ο Δραγούμης και ο Βενιζέλος. Αναδιατύπωσαν, ανατροφοδότησαν την αφήγηση του λαού και του έθνους, έτσι ώστε λαός και έθνος να ανορθωθούν και να επανεκκινήσουν προς την ιστορική τους μοίρα.
Πώς συζητούνται σήμερα αυτά τα θεμελιώδη, ο λαός και το έθνος; Μάλλον: Πώς βιώνονται; Πώς συμβάλλουν στην αυτοαναγνώριση και την αίσθηση του συνανήκειν; Ολα εν συγχύσει – η γρήγορη απάντηση. Για πολλούς λόγους, που δεν μπορούμε να αναπτύξουμε εδώ· μόνο ας υπαινιχθούμε πρόχειρα μια υβριδική κουλτούρα κοσμοπολιτισμού, ναρκισσισμού, υποτέλειας και ψυχικής μειονεξίας, συνδαυλιζόμενη από ιδιοτελή ραγιαδισμό, μεταπρατικά συμφέροντα και εθελοδουλία.
Κατά τα λοιπά, η ιστορία. Πάντα παρούσα, διδακτική ή είρων. Ιστορία των ιδεών. Από τον ρομαντικό 19ο αιώνα των πτωχεύσεων, της πελατοκρατίας και των διχασμών, ας θυμηθούμε τις ιδρυτικές ρομαντικές ιδέες περί λαού και έθνους, τόσο δραματικά επίκαιρες, τόσο φρέσκα αποκρινόμενες σε σημερινούς βολοδαρμούς. Πρώτα ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος, εισηγητής του πνεύματος του λαού παρ’ ημίν, ο υποστηρίξας ότι θεμέλια της καθόλου υπάρξεως είναι η γυνή και ο λαός. Το 1857 ήδη διαπιστώνει ότι οι λογιώτατοι απεχθάνονται τη λέξη λαός: «Παρά μικρόν η λέξις Λαός ήλθε ν’ αποβληθή εκ της Ελληνικής συνηθείας. Επικρατέστεραι δε παρά τοις συγγραφεύσι του Βυζαντινού μεσαιώνος διέμειναν αι φράσεις Oχλος, Συρφετός, Oμιλος αγυρτώδης, Λύμα, το Χυδαίον, και έτεραι του αυτού είδους, ας άλλως τε ο λογιώτατος ουδέποτε μετεχειρίσατο μη κεκαρυκευμένας, εις επίδειξιν μισοδημίας, επιθέτοις υβριστικοίς και περιφρονητικοίς. Και όμως ο λογιώτατος ούτος ωνομάζετο χριστιανός. Εις εκατόν και πεντήκοντα δύο περιστάσεις αυτή και μόνη η Καινή Διαθήκη προσφωνεί απεριφράστως και επικαλείται του Λαού το όνομα!».
Υστερα ο φλογερός Ανδρέας Ρηγόπουλος, ο συνομιλητής του Βίκτωρος Ουγώ, του Ματσίνι και του Γκαριμπάλντι, λέει στη Βουλή, δέκα χρόνια πριν από την πτώχευση: «Κλαίω εφ’ υμάς και επί τα τέκνα σας, ω στρατιωτικοί, οίτινες θα σύρετε τα ξίφη σας όχι πλέον υπέρ του Ελληνισμού, διότι αυτός δεν θα υπάρχει αλλ’ υπέρ των συμφερόντων των ξένων· κλαίω εφ’ υμάς και επί τα τέκνα σας, ω ναυτικοί, διότι θα χρησιμοποιήσητε την θαλασσινήν υμών ικανότητα υπέρ των ξένων ισχυρών, και θ’ αποτελήτε τα πληρώματα των πλοίων των ως εις τον καιρόν των Βενετών· κλαίω επί σε, ω Ελληνικέ λαέ, διότι θα έλθη ημέρα καθ’ ην αι νέαι γενεαί δεν θα έχουν κανέν ιδανικόν, διότι ο Ελληνισμός εξέλιπε και καμμία έμπνευσις δεν θα υπάρχη ούτε εις την φιλολογίαν ούτε εις την πολιτικήν· κλαίω εφ’ υμάς, ω γεωργοί, ω βιομήχανοι, ω έμποροι, διότι θα σας επιβάλλουν βαρείς δασμούς εις τα προϊόντα σας, διότι θα σας στέλλουν τα ιδικά των μηχανήματα και θα σας τα πωλούν ακριβά, διότι θα γίνετε μεσίται και όχι έμποροι, έως ου καταντήσει ο ελληνικός λαός είλως εργαζόμενος υπέρ των ξένων».

«Οταν το Εθνος ευρίσκεται εις κόμματα»...

Tου Παντελη Mπουκαλα
Η ιστορία διδάσκει. Ετσι μας έμαθαν απ’ το δημοτικό. Κι έτσι αρχίσαμε κι εμείς από μια στιγμή κι έπειτα να λέμε στους μικρότερους, με τεντωμένο το δάχτυλο της αυθεντίας. Και όντως διδάσκει η ιστορία. Αλλά υπό μία αυστηρή προϋπόθεση: ότι την ξέρουμε ή τέλος πάντων ότι προσπαθούμε να τη μάθουμε, να μάθουμε κάποια από τα αναρίθμητα κεφάλαιά της, όσα κατ’ εξοχήν μάς αφορούν. Και, δεύτερη προϋπόθεση, ότι στην προσπάθειά μας να μάθουμε την ιστορία (μας), αποκλείουμε τίμια και εξαρχής το στρογγύλεμα εκείνο που θα βόλευε τις εθνικές μας φαντασιώσεις· ότι πετάμε τις παρωπίδες, ώστε να μπορέσουμε να δούμε και να αναγνωρίσουμε πράγματα και όχι ινδάλματα, ανθρώπους και όχι ημιθέους.
Και αφού συνηθίζουμε να λέμε, τάχα σολωμιστές φανατικοί, ότι εθνικό είναι το αληθές, δεν θα ’λεγε την αλήθεια κανείς αν ισχυριζόταν (όπως αναρίθμητοι πάντως ισχυρίζονται, επώνυμοι, επίσημοι, αρμόδιοι) ότι την ιστορία μας, την ιστορία της Ελλάδας και των Ελλήνων, τη διδασκόμαστε (και, με τη σειρά μας, τη διδάσκουμε) ακέραιη και όχι νοθευμένη από την ιδεολογική της χρήση και κατάχρηση, όχι προκρούστεια προσαρμοσμένη σε μοντέλα εξιδανικευτικά και αυτοδικαιωτικά. Και φτάνουμε έτσι στο μεσοστράτι της ζωής μας ή και στα γεράματα συνεχίζοντας να υποστηρίζουμε σαν αναμφίλεκτη αλήθεια τους αυτοεγκωμιαστικούς θρύλους και τα ανιστόρητα σχήματα με τα οποία μας εφοδίασε η επίσημη, καθαρισμένη ιστορία, πρώτο μέλημα της οποίας δεν είναι η συλλογική αυτογνωσία, όσο πικρή, αλλά η καλλιέργεια του εθνικού ναρκισσισμού. Και καταντούμε έτσι ευεπίφοροι στην υιοθέτηση οποιουδήποτε νεόκοπου αστικού μύθου υπηρετεί τη βαυκαλιστική εθνική μας φιλαυτία, ακόμα κι αν συγκρούεται κατάφωρα με την απτή πραγματικότητα.
Αν λοιπόν η ιστορία δίδασκε, κι αν τα μαθήματά της γίνονταν οδηγός ατομικού και κοινωνικού βίου, δεν μπορεί, κάποια στιγμή θα αποφασίζαμε ν’ αλλάξουμε στάση σε δυο-τρία ζητήματα κρίσιμα για την πορεία του «εθνικού σκάφους». Να ξαναδούμε λ.χ. αν μας τιμά το ότι επιτρέπουμε να υφίσταται κακοήθη εξαλλαγή η έννοια του πολίτη, ο οποίος υποβιβάζεται σε πελάτη. Σε πελάτη του κράτους, ή μάλλον των κομμάτων εξουσίας με τα οποία ταυτίζεται το κράτος ήδη από τη σύστασή του. Σίγουρα μπορεί κανείς να επικαλεστεί τις πιεστικές ανάγκες που τον υποχρεώνουν να ζει διπλή ζωή, μία στη φαντασία του (όπου υπάρχει ελεύθερος) και μία στην καθημερινότητά του, όπου, για να ξεπεράσει τα βιοτικά προβλήματα ή για να ζήσει παρασιστικά, εις βάρος του συνόλου, καταντάει κόλακας των ισχυρών και εθελόδουλος υπηρέτης τους - ένας πελάτης απολύτως εξαρτημένος, με νόμισμά του την ψήφο του, ατομική ή οικογενειακή. Αλλά ήδη αυτή η εξαλλοίωση του χαρακτήρα της ψήφου, που από εικόνα ελεύθερου φρονήματος μετατρέπεται σε πιστοποιητικό υποταγής στους κομματάρχες, διαβρώνει το ίδιο το πολίτευμα, αφού καθιστά τους πολίτες εκούσιους ή εξαναγκασμένους ομήρους των κομμάτων, τα οποία γεύονται το κράτος σαν λάφυρό τους. Για ποια δημοκρατία μπορούμε να μιλήσουμε έπειτα; Και πόσο σοβαρές μπορούμε να θεωρήσουμε τις τωρινές διαβεβαιώσεις των συγκυβερνώντων κομμάτων ότι έφτασε ο καιρός να καταλυθεί το πελατειακό σύστημα, αυτή η ακένωτη πηγή διαφθοράς και ανομίας;
Σημείωσα λίγο παραπάνω ότι το νεοελληνικό κράτος συγκροτήθηκε ως δέσμιο των κομμάτων, είχε δηλαδή εξαρχής μειωμένη εσωτερική ελευθερία (για την «εξωτερική», ως προς τους συμμάχους, αρκεί να θυμηθούμε πώς βαφτίζονταν τα κόμματα, «γαλλικό», «αγγλικό» ή «ρωσικό»). Αυτή η κατάρα, να είναι το κράτος λεία του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος που πετάει κοψίδια στους δικούς του, δεν έπαψε ποτέ να βαραίνει τον τόπο, καθηλώνοντάς τον στην αδικία, τη διαφθορά, την ανισότητα, την ανελευθερία. Ενα επεισόδιο από τα χρόνια της Επανάστασης, σε μια περίσταση όντως δραματική, θα είχε πολλά να πει αν η ιστορία δίδασκε πράγματι. Χειμώνας του 1826. Βόλια και τρόφιμα σπανίζουν στο πολιορκούμενο Μεσολόγγι. Συγκροτείται επιτροπή για να μεταβεί στο Ναύπλιο, να ζητήσει βοήθεια. Αλλα «κατά δυστυχίαν», γράφει στα Απομνημονεύματά του ο Χειμαριώτης αγωνιστής Σπυρομίλιος, «είχε προκηρυχθή να συγκροτηθή Εθνική Συνέλευσις, και εις αυτόν τον καιρόν ενεργούνται όλαι αι σκευωρίαι και αι ραδιουργίαι διά τας εκλογάς των πληρεξουσίων και των κομμάτων· άρα ήτον εις τον μεγαλύτερον βρασμόν αι φατρίαι. Και ημείς, όντες σχεδόν ένα χρόνον εις το Μεσολόγγιον, όπου δεν εσπουδάζαμε άλλο [...] από τον πόλεμον· όπου δεν ωμιλούσαμε δι’ άλλο ειμή διά κανονοστάσια, περιτειχίσματα και τάφρους· όπου δεν ηκούομεν άλλο παρά κρότους κανονίων και τουφεκίων και εκρήξεις βομβών και οβουζοβόλων, ήμεθα ως νήπια εις αυτό το νέον στάδιον». Διότι, συνεχίζει, «ούτε Κωλεττίσται ήμεθα, ούτε Μαυροκορδατίσται, ούτε και καμίας άλλης φατρίας, ειμή Ελληνες πατριώται». Αυτό ήταν το μέγα λάθος τους: Γιατί «όταν το Εθνος ευρίσκεται εις κόμματα, η αδιαφορία δεν προξενεί καλόν, αλλά μάλιστα βλάβην· και ιδού πραγματικώς τι μετά ημέρας εσυνέβη ημών των ιδίων· αφ’ ου επληροφορήθησαν τω όντι ότι δεν εμελετούσαμε να ενισχύσωμεν κανέν κόμμα, αδιαφόρεσαν όλα τα κόμματα απ’ ημάς, και εν ω τους ωμιλούσαμε διά το Μεσολόγγιον, όλοι έλεγον το “ναι, έχετε δίκαιον”, αλλά δεν εσύμπραττον υπέρ αυτού με ζήλον· εν ω αν είχομεν εγκολπωθή εν κόμμα, με τον ψήφον του Μεσολογγίου ενισχύετο, και επομένως αυτό το κόμμα ήθελε ήτο ο προστάτης του Μεσολογγίου».
Κι ενώ το Μεσολόγγι το έζωνε ο θάνατος, στο Ναύπλιο οι κομματάνθρωποι συνέχισαν να «αισχροκερδίζουν» εις βάρος του και να σπαταλούν το Δάνειο με την Αγγλία. Για να κατανοήσει έτσι ο Σπυρομίλιος ό,τι έχουν καταλάβει γενιές και γενιές: πόσο ψέμα υπάρχει κάτω από την πατριδοκάπηλη ρητορική: «Τότε εκαταλάβαμε ότι δεν είχομεν όλοι τον αυτόν σκοπόν, την σωτηρίαν της Πατρίδος δηλαδή, ότι δεν εθωρούσαμε όλοι τα πράγματα με το αυτόν όμμα· ούτως αρχίσαμε ν’ απελπιζώμεθα διά το Μεσολόγγιον [...]· ελυπούμεθα λοιπόν διότι έλειπεν το καθαρόν πνεύμα του πατριωτισμού». Τίποτα παλιό. Και τίποτα καινούργιο.

We are all greeks

We are all greeks. Αν υποψιάζονταν τα πατριωτικά τηλεοπτικά κανάλια και τα εθνοπρεπή σάιτ του διαδικτύου ότι το πρωτότυπο σύνθημα ήταν κάποτε «είμαστε όλοι γερμανοεβραίοι», θα αναπαρήγαγαν το χάπενινγκ με λιγότερο ενθουσιασμό. Έλα ρε Φώτη, λέει το αδελφάκι μου, εμένα μ’ αρέσει, μην είσαι τόσο ορθολογιστής, ανθρώπινο είναι, όλοι θέλουμε υποστήριξη. Όλοι θέλουμε, έτσι είναι, αρκεί αυτή την υποστήριξη να μην τη δημιουργούμε μόνοι μας, βασισμένη στις δικές μας ιδεοληψίες. Πενήντα Έλληνες της διασποράς σε κάθε πόλη και πέντε ευαίσθητες ψυχές, φιλέλληνες που κουνάνε ελληνικές σημαίες.
Πού είναι τα διεθνή δίκτυα, που ρωτάει και ο Θανάσης Χειμωνάς, γιατί όλα είναι εικόνες από κινητά τηλέφωνα; Το θέμα όμως δεν είναι μόνο αυτό, είναι κι ότι εμάς δεν μας συνέβη καμιά φυσική καταστροφή, δεν έγινε κανένας πόλεμος, σε τι ακριβώς μας υποστηρίζουν; Είμαστε το είδος προς εξαφάνιση έλληνες-έλληνες και μας συμπαραστέκονται; Η συμπαράσταση στις δύσκολες ώρες που περνάμε μπορεί να είναι μόνο πολιτική. Αλλιώς, το συρτάκι στο Τροκαντερό είναι απλώς φολκλόρ που αναπαράγει τις δικές μας ανάδελφες θεωρίες περί ελληνικής «ιδιαιτερότητας». Βοηθήστε αυτούς τους κακόμοιρους χαρούμενους μεσογειακούς που χορεύουν και διασκεδάζουν, τα άμυαλα τζιτζίκια. Όταν δεν είναι η λάθος πολιτική υποστήριξη, ακόμα χειρότερα, αυτή που λέει ότι πράγματι εμείς μια χαρά είμαστε και ξαφνικά δεχτήκαμε την αναίτια επίθεση του στρατού κατοχής των βορείων που μας ζηλεύουν. Το διεθνές κίνημα συμπαράστασης στην Ελλάδα είναι τόσο «ελληνικό», σε όλα του, όσο δεν πάει άλλο.
Arbeit macht frei. Γενικά η κατανόηση από τους Ευρωπαίους του ελληνικού προβλήματος είναι δύσκολη και όταν μας υποστηρίζουν και όταν μας κατηγορούν. Ο μιντιακός αναλφαβητισμός δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο. Ούτε ο λαϊκισμός. Δηλώσεις του κυρίου Ρέσλερ, υπουργού Οικονομικών, προς τους Έλληνες: Πρέπει να πηγαίνετε στις επιχειρήσεις σας 2 ώρες νωρίτερα το πρωί και να φεύγετε 1 ώρα μετά τον τελευταίο το βράδυ. Αν αυτό νομίζεις ότι είναι το πρόβλημα, φτωχό μου παιδάκι δεύτερης γενιάς που βιάζεσαι να γίνεις πιο Γερμανός κι από τους Γερμανούς, είσαι απλώς ηλίθιος. Δεν έχουμε επιχειρήσεις, φίλε, δεν έχουμε δουλειές, αυτό είναι το πρόβλημά μας. Είμαστε 2,8 εκατομμύρια συνταξιούχοι, 1 εκ. δημόσιοι υπάλληλοι, 1 εκ. άνεργοι και δουλεύουνε λιγότεροι ως ποσοστό του πληθυσμού από όσους δεν δουλεύουν. Επιχειρήσεις δεν έχουμε, αλλιώς όσοι δουλεύουνε σε τέτοιες, δουλεύουνε περισσότερο από σένα. Απλώς δεν φτάνουν για να ζήσουν όλους τους υπόλοιπους.
Keep walking Greece. Γι’ αυτό περισσότερο απ’ όλα αυτά, πιο σωστή και προοδευτική ήταν απλώς μια διαφήμιση. Με νέα πρόσωπα, καθημερινά, που περπατάνε δίπλα ο ένας στον άλλο, υποστηρίζοντας ο ένας τον άλλο, ενωμένοι στο τέλος όλοι στις ελληνικές πλατείες και τους ελληνικούς δρόμους, ξανά στην πορεία, μαζί. Συνεχίζουν, δεν σταματάνε, ποτέ δεν είναι μόνοι. Δεν είναι τυχαίο που η ανώνυμη ηλιθιότητα του διαδικτύου, αυτή που εκστασιάστηκε με το συρτάκι στον πύργο του Άιφελ, για τη διαφήμιση επεφύλαξε δηλητηριώδη σχόλια. Αναμενόμενο. Μιλάει για συνέχιση της πορείας, για υπερπήδηση εμποδίων, για συνεργασία, για αλληλεγγύη, για ενότητα, για δημιουργία, για το μέλλον. Στο βασίλειο της γκρίνιας, της ακινησίας, της διαφύλαξης των δανεικών κεκτημένων του παρελθόντος, η συλλογική προσπάθεια ενός λαού, η στηριγμένη στις δικές του δυνάμεις, είναι άγνωστες λέξεις, επικίνδυνες.
Κλειστά για πάντα. Λένε τα μαύρα συνθήματα στις σπασμένες βιτρίνες. Ο κύριος Ρουμπινί είναι πάλι στην Ελλάδα, τώρα προαναγγέλλει τη χρεοκοπία μας, την επιστροφή στη δραχμή, για το 2013. Δυο χρόνια τώρα κάθε μήνα το προβλέπει, κάποτε θα πέσει μέσα. Συμφωνούν μαζί του οι διανοούμενοι της αριστεράς, οι οικονομολόγοι αφρικανικών σπουδών και η στρατευμένη δημοσιογραφία. Περίεργο το κίνημα της αγανάκτησης σ’ αυτή τη χώρα, έτσι; Αντίσταση στη λιτότητα κάνουν αυτοί που προπαγανδίζουν την ολοκληρωτική πτώχευση και οι πιο οργισμένοι με την ύφεση και την ανεργία είναι αυτοί που θέλουν τα μαγαζιά «κλειστά για πάντα».
Το lifestyle της πτώχευσης. Σε άρθρα που γράφτηκαν πρόσφατα με αφορμή τη χρεοκοπία της Imako, διάβασα και δικές μου φράσεις. Θα ήθελα να διευκρινίσω, επειδή δεν ήταν προφανές, ότι είναι φράσεις γραμμένες πριν 15 χρόνια. Αυτή την ώρα δεν θα ένιωθα καμία επιθυμία να γράψω κάτι σχετικό. Κι αυτό όχι μόνο από λόγους τακτ και απλής ανθρώπινης ευγένειας. Αλλά και γιατί παρατηρώ τον τελευταίο καιρό ότι σήμερα, το 2012, υπάρχουν και κάποιοι που επιχειρούν να αναστήσουν φαντάσματα της δεκαετίας του ’90, να αναδείξουν βολικούς εχθρούς περασμένης εποχής, για να καλύψουν τους σημερινούς, τη δικιά τους βαθιά συντηρητικότητα: την κομματική διανόηση του εξαργυρώσιμου λαϊκισμού, την επικολυρική δημοσιογραφία της δραχμής, την πάντα επιδοτούμενη από υπουργεία «τέχνη για το λαό», τον επιχορηγούμενο κρατικό συνδικαλισμό, τις καριέρες των κομματικών γραφείων, τη μαυραγορίτικη επιχειρηματικότητα, την πνιγερή ατμόσφαιρα της γραφειοκρατίας, την γκρίζα συνωμοσία των μετρίων που έχει οδηγήσει τη χώρα σε ασφυξία. Να καλύψουν τον ελληνικό ληστρικό παρασιτισμό δηλαδή, αυτόν που ήταν και ο μόνος άλλωστε που γοητεύτηκε από εκείνο το lifestyle που τώρα με «αγανάκτηση» αποκηρύσσει.

Κανείς πια δεν μπορεί να γράφει αθώα

Παν. Δρακόπουλος
Από τη "Θυσία" του Αντρέι ΤαρκόφσκυΑρκετά από τα γράμματα στο ε-μαιηλ μου είναι πνιγμένα στα ερωτήματα. Ακόμη και σε συζητήσεις με φίλους δεν ακούς πάντοτε τον ήχο της φιλικής φωνής• μερικές φορές κυριαρχεί ο συριγμός του ίλιγγου, άλλοτε νιώθεις να σε τυλίγει η βαριά οσμή της απόγνωσης. Θα απαντήσω έτσι όπως πρέπει την ώρα τούτη: με την αμεσότητα που μπορεί και να πονέσει.
Πρώτ΄απ΄όλα, όχι δεν είμαι καθόλου αισιόδοξος για το μέλλον της Ελλάδας. Κι αν έδωσα με τα γραφτά μου αυτή την εντύπωση, λυπάμαι. Θα ήμουν αισιόδοξος, ή μάλλον θα έπρεπε να είμαι αισιόδοξος, αν το πρόβλημά μας ήταν οικονομικό. Αν ήταν κάτι που μπορούσε να διορθώσει μια χρηματοδότηση, ή μια ομοβροντία ιδιωτικοποιήσεων. Αλλά ενώπιόν μας δεν πρόκειται αυτό. Αυτό είναι το άμεσα ορατό. Κάτω από αυτό βρίσκεται ένα πολύ μεγάλων διαστάσεων κοινωνικό πρόβλημα: η Ελλάδα έχει κοπεί σε δυό κομμάτια, που το ένα μάχεται ενάντια στο άλλο. Και δεν είναι μια ιδεολογία που χωρίζει. Η Ελλάδα έπαψε πια να είναι μια κοινωνία μέσα στην οποία το ιδιωτικό ανθούσε ή πάσχιζε, κι έγινε μια ιδιωτεία μέσα στην οποία το κοινωνικό παύει να αναπνέει.
Έχουμε να κάνουμε με μια μάζα που την αποτελούν δωροδοκούμενοι μισθολήπτες του δημοσίου, η μαφία των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και των εκατοντάδων κληροδοτημάτων, αμέτρητες κατσαρίδες που προσποιούνται τους συνδικαλιστές, επιχορηγούμενοι και ισοβίως αποζημιωνόμενοι αγρότες, λογιών εφευρετικότατοι αεριτζήδες, ιατροί που σε όλους τους ασθενείς βλέπουν το ίδιο: ευκαιρία για να εισπράξουν μέσω φαρμάκων, εξεταστηρίων, νοσοκομείων αλλ΄ουχί θεραπευτηρίων, δικηγόροι και συμβολαιογράφοι και άλλοι ηγεμόνες του δικαιικού φάσματος, τα πλήθη των ψευδοαναπήρων και πάρα, μα πάρα πολλοί άλλοι. Πόσοι φανταζόμαστε ότι είναι αυτοί; Βεβαίως και ασφαλώς δεν είναι όλοι οι αγρότες, οι γιατροί και οι δικηγόροι αυτού του φυράματος. Αλλά πάλι το ερώτημα τίθεται: Πόσοι είναι αυτοί; Δεν είναι η πλειοψηφία του λαού;
Όλοι αυτοί όμως, που κάποιοι τους υπολογίζουν το 40% του λαού μας, κάποιοι τους δίνουν μεγαλύτερο ποσοστό, είναι η μεγάλη μάζα της αντίδρασης σε κάθε αναδιάρθρωση του κράτους και της κοινωνίας.
Απέναντι σ αυτή τη μάζα, ποιοι βρίσκονται; Κάποιοι επιχειρηματίες που προσπαθούν να διασωθούν ακροβατώντας ανάμεσα στη διαφθορά και την ηλιθιότητα του δημοσίου, οι μισθωτοί, όσοι έχουν καταλάβει ότι δεν υπάρχει προοπτική ανάσας εάν συνεχιστεί η κυριαρχία των επωφελουμένων και των «βυσμάτων», κάποιοι νέοι που θέλουν να ζήσουν ισότιμα με τους Ευρωπαίους, κάποιοι γέροι που καταλαβαίνουν ότι το πάρτυ πρέπει να τελειώσει, κάποιοι εκπαιδευτικοί που θέλουν στ΄ αλήθεια να διδάσκουν, και μερικοί ακόμη. Πόσοι είναι αυτοί;
Σου λένε: οι εκλογές θα μας μετρήσουν. Η απάντησή μου είναι απλή και ξερή: ίσως μας μετρήσουν, ίσως βγούμε και πλειοψηφία, αλλά η μάχη δεν πρόκειται βέβαια να σταματήσει τη νύχτα των εκλογών. Οι δυνάμεις της αντίδρασης δεν θα ψηφίσουν όλες αριστερά, οπότε θα μπορούσες να υπολογίσεις ότι τα δυό μεγάλα κόμματα θα πάρουν ψήφο με εντολή να προχωρήσουν αμέσως μπροστά. Το βέβαιο είναι ότι οι δυνάμεις της αντίδρασης θα στηρίξουν και αυτές τα δυό μεγάλα κόμματα. Βλέπουμε ήδη ότι και στα δυό μεγάλα κόμματα βουλευτές κυρίως τιποτόφρονες ψηφοσυλλέκτες, αστοιχείωτους και ανίκανους για οτιδήποτε ρωμαλέο. Ε, αυτοί οι ίδιοι θα ξαναψηφιστούν, με τούτα ή εκείνα τα ποσοστά. Ελάχιστοι μέσα στα δυό κόμματα εξουσίας έχουν τη δύναμη και το ανάστημα να αναμορφώσουν πράγματι την κοινωνία μας. Αυτούς βέβαια θα πρέπει να τους στηρίξουμε – δεν το συζητώ. Διότι εάν δεν τους στηρίξουμε, θα είμαστε συνυπεύθυνοι του επερχόμενου χάους. Αλλά οφείλουμε να μην έχουμε αυταπάτες: το πολύ που μπορούμε να περιμένουμε από τις εκλογές είναι μια πιο ενισχυμένη δυνατότητα να πιέζουμε προς την ορθή κατεύθυνση. Το πολύ.
Το δεδομένο είναι ένα που δεν θα το αλλάξουν οι εκλογές: η Ελλάδα έχει μπεί σε μια πορεία διάσπασης, καθώς οι δυό ομάδες του λαού βρίσκονται πλέον κυριολεκτικά αντιμέτωπες.
Είναι δυό δυνάμεις, άγνωστο πόσο ισχυρές: η μια έχει την ωμή δύναμη αυτού που θέλει να κρατήσει τα κεκτημένα του, αδιαφορώντας για το τί θα σημάνει αυτό για τους άλλους και για την ίδια του την ευρύτερη οικογένεια ακόμη, αδιαφορώντας για το μέλλον του έθνους που δεν είναι πια έθνος του, αδιαφορώντας για την κοινωνία που δεν είναι πια κοινωνία αλλά απειλή. Πρόκειται για δύναμη μαχόμενη μόνο για τη διατήρηση του αμφισβητούμενου εαυτού, του ιδιωτικού. Η άλλη, είναι μια δύναμη που γενιέται από την πεποίθηση στην αξία της, μια δύναμη που θέλει να περισώσει το μέλλον νιώθοντας ότι δεν μπορεί να το επιτύχει αν δεν συντρίψει τα κεκτημένα και δεν αναθέσει το αύριο στα χέρια δημιουργικών δυνάμεων. Από τη μια το μπρούτο συμφέρον, από την άλλη αντιλήψεις, έννοιες, λογική κρίση.
Δεν είναι ρεαλιστικό να πιστεύουμε ότι οι αντιλήψεις και η λογική κρίση που αποβλέπουν στο πως θα μειώσουν για να σώσουν, είναι ισχυρότερες από τη δύναμη που μάχεται υπέρ ότινος ήδη κατέχει. Πολύ περισσότερο, που η δύναμη του κοινωνικού νιώθει ήδη πως έχει χαμένη τη μάχη.
Και φαίνεται πως είναι πράγματι χαμένη η μάχη. Βλέπουμε πως ακόμη και τώρα, έπειτα από τόσες συζητήσεις και τόσα επιχειρήματα, έπειτα από τόσες διαβεβαιώσεις και υποσχέσεις και αποφάσεις, μόνο οι φόροι αυξάνουν και οι μισθοί μειώνονται, ενώ η αναδόμηση του κράτους δεν έχει προχωρήσει ούτε ένα ελάχιστο βήμα. Βλέπουμε ότι το κράτος ανθίσταται με λυσσασμένο πείσμα, ενώ η μεταρρύθμισή του σκουντουφλάει στα βράχια, κι όταν φύγει απ αυτά βυθίζεται στην άμμο.
Το ακόμη χειρότερο είναι ότι ενώ η δύναμη του συστήματος καλείται να αντέξει όσο και με όποιους τρόπους μπορεί, η δύναμη της κοινωνικής ανάταξης έχει πολύ μικρό χρόνο στη διάθεσή της: λίγο ακόμη και θα είναι πια άχρηστη, η χώρα θα οδηγηθεί έξω από το μέλλον της, στην άβυσσο που την εξωθούν. Οι διαρθρωτικές αλλαγές έπρεπε να είχαν αρχίσει εδώ και χρόνια. Έχουμε ήδη χάσει χρόνο, έχουμε ήδη βυθισθεί μέσα στην αγωνία και την έλλειψη προοπτικής εδώ και καιρό. Σε λίγο θα είναι πια άχρηστο οτιδήποτε γίνει προς τη σωστή μεριά. Αλλά και ένα θετικό να γίνει, θα είναι άχρηστο αν δεν συνοδευτεί αμέσως, μα αμέσως, από το επόμενο. Αλλά ακόμη και οι πιο στέρεοι υπερασπιστές της κοινωνικής αναμόρφωσης, γνωρίζουν ότι οι πιθανότητες να γίνουν έστω με τρία χρόνια καθυστέρηση τα πρώτα βήματα προς το σωστό διαφαίνονται ως πολύ αχνές σκιές στον ορίζοντα.
Έτσι πορεύομαι μέσα από την Επαγωγή, κι από όπου αλλού μου δίνεται δυνατότητα. Νιώθοντας ασταμάτητα την ανημπόρια να μου βαραίνει το στήθος.
Ξέρω∙ δεν πρέπει να τα λέμε αυτά, διότι ενισχύουμε αυτούς που έχουν επενδύσει πολλά δις στην πτώχευση της Ελλάδας. Αλλά δεν θέλω να το σεβαστώ αυτό. Κανείς πια δεν μπορεί να γράφει αθώα. Το κάθε βήμα που θα γίνει, θα γίνει πάντως μέσα στη λάσπη της αγωνίας μας.

Μια ολοκληρωμένη πρόταση για το ευρωπαικό αδιέξοδο

Η πιο σκοτεινή πλευρά του κουρέματος, από τον Έρμιππο

Κυριακή, 4 Μαρτίου 2012


Αυτήν την στιγμή 12.000 περίπου οικογένειες στην Ελλάδα (και άγνωστος αριθμός στο εξωτερικό), κάτοχοι ομολόγων του δημοσίου, -Έλληνες ή Ευρωπαίοι πολίτες δεύτερης κατηγορίας προφανώς αυτοί-, πρόκειται να υποστούν το επαχθές μέτρο της αυθαίρετης δήμευσης της περιουσίας τους, μέσω του περίφημου "κουρέματος", επειδή κάποτε, στο πρόσφατο παρελθόν, είχαν την ατυχή έμπνευση να εμπιστευθούν το ελληνικό κράτος και να χρηματοδοτήσουν με τις οικονομίες τους τις ανάγκες του.

Από το blog  Έρμιππος

Πρέπει να σώσουμε το "κοινωνικό κράτος", διαβάζω κάπου σήμερα. Τις "υλικές προϋποθέσεις" της δημοκρατίας.
Το βαθύτερο θεμέλιο του κοινωνικού κράτους, όμως, το πρώτο έρεισμα της ύπαρξης του, είναι το δίκαιο κράτος. Σε διαφορετική περίπτωση μπορεί η αναδιανομή, που αναλαμβάνει να διεκπεραιώσει, να μετατραπεί, από μηχανισμό απόσβεσης κραδασμών και εξισορρόπησης, σε βραδυφλεγή βόμβα, στην βάση που στηρίζει την συνύπαρξη. 
Αυτήν την στιγμή 12.000 περίπου οικογένειες στην Ελλάδα (και άγνωστος αριθμός στο εξωτερικό), κάτοχοι ομολόγων του δημοσίου, -Έλληνες ή Ευρωπαίοι πολίτες δεύτερης κατηγορίας προφανώς αυτοί-, πρόκειται να υποστούν το επαχθές μέτρο της αυθαίρετης δήμευσης της περιουσίας τους, μέσω του περίφημου "κουρέματος", επειδή κάποτε, στο πρόσφατο παρελθόν, είχαν την ατυχή έμπνευση να εμπιστευθούν το ελληνικό κράτος και να χρηματοδοτήσουν με τις οικονομίες τους τις ανάγκες του.
Με την απροκάλυπτη κλοπή των χρημάτων των ανθρώπων αυτών, τώρα, θα συνεχίσουν να καλύπτονται οι ανάγκες και να "προστατεύεται η συνοχή" της υπόλοιπης αγνής και άμωμης εγχώριας κοινωνίας. Θα δοθούν επιδόματα. Θα πληρωθούν αθώοι υπάλληλοι ειδικών μισθολογίων και δροσεροί, έφηβοι υψηλοσυνταξιούχοι. Θα ρυθμιστούν τα ληξιπρόθεσμα, μη εξυπηρετούμενα δάνεια κάποιων άλλων. Κυρίως, θα εξασφαλισθούν οι λαϊκές τραπεζικές καταθέσεις των καλών από τους αποταμιευτές. Ακόμη και όλων εκείνων που τα προηγούμενα χρόνια τοποθετούσαν τζογαδόρικα τις δικές τους οικονομίες στην Proton του πρωτοπόρου επιχειρηματία Λαυρεντιάδη, για να επωφεληθούν από τα γενναιόδωρα επιτόκια του 7, 8 και 9%. Αυτές οι προσοδοφόρες καταθέσεις υψηλού ρίσκου ήταν, φαίνεται, από τις άλλες, τις ηθικές αποταμιεύσεις, που αξίζει τον κόπο να προστατευθούν.
Ανάμεσα σε αυτούς, τους νέας κοπής "τοκογλύφους ομολογιούχους", που θα θυσιασθούν, υπάρχουν και κάποιοι που δεν αποταμίευσαν το υστέρημα ή το πλεόνασμα τους. Ήταν απλά επιχειρηματίες, μικροί, μεσαίοι ή μεγάλοι, που πούλησαν τα εμπορεύματα και τις υπηρεσίες τους στην συλλογική έκφραση των υπόλοιπων Ελλήνων. Και για λόγους ανάγκης, -έτσι τους είπαν τότε-, πληρώθηκαν το αντίτιμο με τα άτοκα χαρτιά του δημοσίου. Και γι' αυτούς, βέβαια, η απάντηση είναι έτοιμη και εύκολη. Αφού συνεργάστηκαν με το ελληνικό κράτος, αλλά, κυρίως, αφού υπήρξαν επιχειρηματίες, είναι σίγουρο ότι εξαπάτησαν και έκλεψαν. Ή τουλάχιστον ωφελήθηκαν υπέρμετρα και ήρθε η ώρα να πληρώσουν. Στα κράτη δικαίου, όμως, τα κάθε είδους αδικήματα αποδεικνύονται ακριβοδίκαια και με δημόσιες διαδικασίες μέσα στις αίθουσες των δικαστηρίων. Και καταλογίζονται και τιμωρούνται με τους τρόπους που ορίζουν οι συντεταγμένοι θεσμοί και όχι συλλογικά και οριζόντια, με τον θολό αντίλαλο των άναρθρων κραυγών της αγοράς και του οργισμένου πλήθους.
Ένα μέρος της αξίας των χαμένων ομολόγων θα αποδοθεί στους "κουρεμένους" πολίτες με νέα, εγγυημένα από τους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς αξιόγραφα, διάρκειας 30 ετών. Πόση γενναιοδωρία αλήθεια! Τα φυσικά πρόσωπα, με τον περιορισμένο χρόνο ύπαρξης, εξομοιώνονται αναίσχυντα με τις τράπεζες, τα ασφαλιστικά ταμεία και τους επενδυτικούς οίκους. Τους αθάνατους ναούς του καπιταλιστικού συστήματος. Οι σημερινοί καλόπιστοι πενηντάρηδες μπορούν τώρα να βάλουν ήσυχοι τους γιούς και τις κόρες τους στην βαθειά κατάψυξη. Θα σπουδάσουν τους μεν και θα προικίσουν γενναιόδωρα τις δε το 2042, όταν ο περήφανος λαός των Ελλήνων τους επιστρέψει τα χρωστούμενα, τηρώντας τα συμβόλαιο τιμής που υπέγραψε μαζί τους.
Το κοινωνικό κράτος είναι αποτέλεσμα δικαιοσύνης και όχι ανθρωποφαγίας. Επειδή αλλιώς δεν είναι ούτε κοινωνικό ούτε κράτος. Αλλά μόνο ένα δοχείο συσσώρευσης αδικίας, αντιφάσεων και μίσους, που, κάτω από την εξωραϊσμένη επιφάνειά του, αυξάνει μέρα με την μέρα την καταστροφική εκρηκτική του δύναμη.
Όσοι σήμερα αισθάνονται ανακουφισμένοι επειδή θα χορτάσουν την πείνα τους απλώνοντας το χέρι στο πιάτο του ανυπεράσπιστου γείτονα ας μην εφησυχάζουν. Η δική τους σειρά είναι πιθανό να έρθει πολύ σύντομα. Η απουσία των κανόνων το εγγυάται. Η πρόγευση είναι ήδη εδώ.

Το σύστημα

4 Μαρτίου, 2012 // Συγγρ:
Ήταν αναμενόμενο η τρέχουσα πολιτική σύγκρουση «μνημονιακών»- «αντιμνημονιακών» να πάρει εθνικιστικά χαρακτηριστικά. Ήταν αναμενόμενο ό,τι στην αρχή φάνταζε περιθωριακό, ό,τι γραφόταν σε ακραία μπλογκς και έντυπα, ό,τι διακήρυσσε ο Μίκης Θεοδωράκης, κατά μόνας ή με τις κατά καιρούς οργανώσεις του, να πολλαπλασιαστεί, να ενταθεί, ακόμα και να επισημοποιηθεί: οι μειοδότες «μνημονιακοί» και οι εθνικόφρονες «αντιμνημονιακοί». Οι πρώτοι πουλάνε βάσει οργανωμένου και έξωθεν εκπορευόμενου (από τους μασόνους, τους Εβραίους και, σε κάθε περίπτωση, τους Γερμανούς) σχεδίου την πατρίδα, οι δεύτεροι την υπερασπίζονται σθεναρά -ορισμένοι μάλιστα από αυτούς, όχι κατ’ανάγκη οι πιο δευτεροκλασάτοι, καλούν πλέον ανοιχτά ακόμα και σε «σύγχρονη» ανασύσταση του ΕΑΜ! Η χώρα έχει επείγουσα ανάγκη από την συγκρότηση ενός αντιστασιακού «εθνικού μετώπου» για τη σωτηρία της. Πώς αλλιώς να ερμηνευθούν οι σχετικές δηλώσεις κορυφαίων στελεχών και διανοουμένων της αριστεράς (και μάλιστα προερχόμενων από την πάλαι ποτέ «ανανεωτική» της πτέρυγα) που δεν αμφισβητούν «απλώς» κάποιες πολιτικές, αλλά και τις προθέσεις των φορέων τους; Πώς αλλιώς να ερμηνευθεί ο πληθωρισμός της εθνικοφροσύνης στην ευρύτερη δεξιά; Ο ένας ιδρύει τους «Ανεξάρτητους Ελληνες», ο άλλος την «Πατρίδα», ο τρίτος αποχωρεί από την κυβέρνηση (και χαρακτηρίζει όλους τους υπόλοιπους «ναι-ναίκους», καλά να πάθουν που τον δέχτηκαν, αν δεν τον παρακάλεσαν κιόλας!). Και στη μέση, δηλαδή παντού, ως εκφραστής του ταλαιπωρημένου, αγανακτισμένου, αλλά πάντα «περήφανου μέσου ανθρώπου», ο Θεοδωράκης με την «Ελλάδα».
Για όποιον δεν κατάλαβε, βρισκόμαστε στο 1940! Για παράδειγμα, ο Μητροπολίτης Πειραιώς Σεραφείμ μας είχε προειδοποιήσει σχετικά έγκαιρα, ανήμερα μάλιστα της εθνικής επετείου της 28ης Οκτωβρίου: τότε, δηλαδή το 1940, ο ελληνικός λαός είχε πολεμήσει κατά του ναζισμού, σήμερα πολεμά κατά του «σιωνισμού», αλλά κάποιοι δεν τον είχαμε ακούσει. Στο μεταξύ, βέβαια, η γερμανοφοβία χτύπησε κόκκινο. Αγώνας μαζικός, λαϊκός, εθνικο-απελευθερωτικός -όπως τότε, έτσι και τώρα. Σαν να μην πέρασε μια μέρα.
Όλη αυτή η κακόγουστη φάρσα θα μπορούσε να καταλήξει σε τραγωδία. Εθνική τραγωδία. Γιατί αυτό που συμβαίνει είναι η μεθοδευμένη εργαλειοποίηση της δικαιολογημένης ως έναν βαθμό κοινωνικής δυσφορίας και διαμαρτυρίας και ο προσανατολισμός της προς την υπόδειξη ενός εσωτερικού εχθρού. Το σχήμα είναι γνωστό: «λαός» εναντίον «ελίτ» που όχι μόνον δεν ενδιαφέρονται για την τύχη του, αλλά και συνειδητά, συνεργαζόμενες με αλλότριους συμμάχους της, αποσκοπούν στην εξουθένωσή του, υλική και πνευματική, προκειμένου να τον υποτάξουν.
Πώς απαντάμε (αν υποτεθεί ότι υφίσταται αυτός ο πληθυντικός του «εμείς») σε αυτήν τη ραγδαία κλιμακούμενη επίθεση του ανεύθυνου εθνικο-λαϊκισμού; Καταρχάς, με το να κατανοήσουμε το περιεχόμενο των «λόγων» του, αναλύοντας τα «επιχειρήματά» του, εντοπίζοντας τον πυρήνα του. Κατανοώντας, δηλαδή, ότι όλη αυτή η επιχείρηση είναι εξ αντικειμένου πρωτίστως ιδεολογική και πολιτική: θέλει να απονομιμοποιήσει ηθικο-πολιτικά και να δαιμονοποιήσει οποιονδήποτε σκέφτεται και δρα διαφορετικά ως «αντεθνικό δρώντα». Μονοπωλώντας την έκφραση του υπαρκτού κοινωνικού πόνου, αλλά και κλείνοντας το μάτι σε οργανωμένες συντεχνίες, κηρύσσει έναν κίβδηλο ανένδοτο αγώνα καταγγέλλοντας όλους όσους δεν είναι με το μέρος του «λαού» ως το αντέθνος που τον επιβουλεύεται, ως «ξένο σώμα» που παρασιτεί μέσα στο υγιές σώμα της εθνικής κοινότητας. Πρόκειται για μείζονα συκοφαντία, με την αρχαιοελληνική έννοια, όπου διαμέσου της διαβολής, αποσκοπεί στην ηθική εξόντωση του αντιπάλου, που ανάγεται σε εχθρό. Γι’ αυτό και επείγει η κατανόηση και η αντιμετώπιση αυτής τής στην πραγματικότητα πολεμικού τύπου επιχείρησης. Διαφορετικά, η οποιαδήποτε μονοσήμαντα ορθολογική της αντιμετώπιση (π.χ. σε επίπεδο προγράμματος, για το τι πρέπει να γίνει σήμερα, κλπ.) είναι εκ των προτέρων καταδικασμένη σε αποτυχία. Το αρτιότερο πρόγραμμα, το καλύτερα τεχνοκρατικά θεμελιωμένο, δεν έχει πιθανότητα επιτυχίας, δηλαδή να κατακτήσει τις ψυχές των ανθρώπων αν, ταυτοχρόνως, δεν επενδυθεί με έναν πειστικό λόγο που να μιλά, με μη-δημαγωγικό τρόπο, στο όνομα του εθνικού και του λαϊκού συμφέροντος.
Με άλλα λόγια, η δικαιολογημένα ως έναν βαθμό «αντι-συστημική» φορά που έχει προσλάβει η κοινωνική διαμαρτυρία, οφείλει να πολιτικοποιηθεί. Κάτι που πρακτικά θα μπορούσε να σημαίνει ότι η μακρόχρονη ρεαλιστική έξοδος από την κρίση δεν μπορεί, ούτε πρέπει, να αποσυνδέεται από μια ηθικο-πολιτική της αλληλεγγύης προς τα πραγματικά θύματα αυτής της κρίσης. Το πεπρωμένο των πραγματικών θυμάτων, όχι φυσικά με την μιζεραμπιλιστική έννοια της ακατάσχετης αριστερο-δεξιάς δημαγωγίας, αλλά υπό την οπτική της κοινωνίας ως «κοινότητας πεπρωμένου», ως ανοιχτής κοινότητας πολιτών, δηλαδή ως δημοκρατικά συγκροτημένου έθνους, οφείλει να κατέχει κεντρική θέση σε έναν λόγο που θέλει να υπερβεί την εν πολλοίς πλαστή διαίρεση «μνημόνιο»/«αντιμνημόνιο». Έναν λόγο που θα απηχεί τον από τον Λίνκολν ορισμό της δημοκρατίας ως «τη διακυβέρνηση του λαού, από το λαό, για το λαό» -αυτόν το δημόσιο λόγο, τόσο σε ύφος όσο και σε περιεχόμενο, έχουμε σήμερα ανάγκη, έχοντας ταυτόχρονα πλήρη συνείδηση των παραφθορών, ενίοτε μοιραίων, που καραδοκούν να μετατρέψουν αυτήν την υπόσχεση από «όνειρο» σε «εφιάλτη».

Σχετικά με τον συγγραφέα

Ο Αντρέας Πανταζόπουλος είναι Επίκουρος Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, ιδρυτικό μέλος του Κοινωνικού Συνδέσμου.