Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2010


«Όπως κάθε επιστήμονας, θα άλλαζα πρόθυμα τη γνώμη μου αν οι αποδείξεις με οδηγούσαν σε κάτι τέτοιο. Νοιάζομαι για αυτό που είναι αληθινό, νοιάζομαι για αποδείξεις ως αιτίες κατανόησης του τι είναι αληθινό. Πράγματι μερικές φορές εμφανίζομαι ως μάλλον παθιασμένος, και αυτό συμβαίνει επειδή είμαι παθιασμένος με την αλήθεια. … Πραγματικά μου λείπει η υπομονή όσο αφορά την αγυρτεία, την αερολογία, τις υποκρισίες, τους τσαρλατάνους.»

—Richard Dawkins (Ρίτσαρντ Ντόκινς) (γεν. 1941) Βρετανός Εξελικτικός Βιολόγος και συγγραφέας εκλαϊκευμένης επιστήμης.

Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2010

Πάντα ανεπιθύμητοι


Η ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΡΑΤΣΙΣΤΙΚΗ ΥΠΟΔΟΧΗ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ
Σμυρνιέ, δεν θα γίνεις Ελληνας ποτέ
Αν πιστέψουμε το όργιο παραπληροφόρησης που διακινείται στο Διαδίκτυο από την οργανωμένη ακροδεξιά, το υπό ψήφιση νομοσχέδιο για τους μετανάστες αποσκοπεί (και θα επιφέρει) μια δραματική αλλαγή στο ελληνικό εκλογικό σώμα και -κατ' επέκταση- στον «ελληνισμό».
*Στην πραγματικότητα, βέβαια, το νομοσχέδιο βάζει πάμπολλες «ασφαλιστικές δικλίδες», αποκλείοντας ρητά και κατηγορηματικά από την ελληνική ιθαγένεια τη συντριπτική πλειονότητα των μεταναστών και πολιτικών προσφύγων πρώτης γενιάς: πρόσφυγες στους οποίους δεν έχει χορηγηθεί πολιτικό άσυλο, οικονομικούς μετανάστες από τριτοκοσμικές χώρες χωρίς πιστοποιητικά γέννησης, όσους έχουν καταδικαστεί για οποιαδήποτε παραβίαση μεταναστευτικής νομοθεσίας, όσους κριθούν ότι δεν «έχουν επαρκή γνώση της ελληνικής γλώσσας», καθώς και όσους δεν μπορέσουν να αποδείξουν στην αρμόδια διοικητική επιτροπή όχι μόνο «την ένταξή τους στην ελληνική κοινωνία» αλλά και «τη δυνατότητά τους να συμμετάσχουν ενεργά και ουσιαστικά στην πολιτική ζωή της χώρας, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές οι οποίες τη διέπουν».

Αυτό το τελευταίο, ιδίως, ισοδυναμεί με παροχή απόλυτης διοικητικής ευχέρειας στα αρμόδια όργανα, να κόβουν κατά βούληση όσους θεωρούν «μη ελληνοποιήσιμους» με βάση τα προσωπικά πολιτικά, θρησκευτικά ή ιδεολογικά τους γούστα και κριτήρια.

Αλήθεια, πόσοι από τους σημερινούς (από γεννησιμιού) έλληνες πολίτες κι αναντάν μπαμπαντάν «Ελληνες το γένος» θα μπορούσαν να «αποδείξουν», πέραν πάσης αμφιβολίας και αμφισβήτησης, «τη δυνατότητά τους να συμμετάσχουν ενεργά και ουσιαστικά στην πολιτική ζωή της χώρας»;

*Εξίσου άτολμη (και σε μεγάλο επίπεδο συμβολικού χαρακτήρα) είναι και η παροχή δικαιώματος ψήφου στις τοπικές εκλογές σε ορισμένες κατηγορίες μεταναστών. Οπως επισήμανε η δικηγόρος Ιωάννα Κούρτοβικ στην πρόσφατη συνέντευξη τύπου του Δικτύου Κοινωνικής Υποστήριξης Προσφύγων, ο αριθμός των δικαιούχων -με άδειες παραμονής «επί μακρόν», «διαρκείας» ή «αορίστου χρόνου»- δεν ξεπερνά στην πραγματικότητα μερικές εκατοντάδες σε όλη τη χώρα.

*Από την άλλη, το ίδιο νομοσχέδιο πραγματοποιεί ένα ριζοσπαστικό βήμα με την απόδοση ελληνικής ιθαγένειας στα παιδιά που γεννιούνται στη χώρα μας, διευκολύνοντας την ισότιμη ένταξή τους στην ελληνική κοινωνία χωρίς τη δαμόκλειο σπάθη των παραπάνω διατάξεων να κρέμεται πάνω από τα κεφάλια τους.

Το σημαντικότερο είναι πως η ελληνική πολιτεία δείχνει πια αποφασισμένη ν' απαγκιστρωθεί από την ψευδοφυλετική λογική του «Ελληνα εξ αίματος» και ν' αντιμετωπίσει κατά πρόσωπο το κυριότερο (αν όχι το μοναδικό) «εθνικό ζήτημα» του καιρού μας: την όσο το δυνατόν πιο ομαλή, ισότιμη και ολοκληρωμένη ένταξη στην ελληνική κοινωνία (και -προοπτικά- το ελληνικό έθνος) εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων που το μόνο που τους εμποδίζει να νιώσουν πατρίδα τον τόπο που μεγάλωσαν, πήγαν σχολείο, έκαναν φίλους, ερωτεύτηκαν, μίσησαν, δούλεψαν, απολύθηκαν, (ενδεχομένως) απήργησαν ή διαδήλωσαν και (κατά κανόνα) φορολογήθηκαν, είναι ο θεσμικός αποκλεισμός τους από την ιδιότητα του πολίτη.

Το δίλημμα είναι πολύ απλό: ή έχουμε δημοκρατία, και λόγο για τα κοινά έχουν όλοι όσοι ζουν και εργάζονται σε μόνιμη βάση στον τόπο μας, ή οικοδομούμε ένα καθεστώς δύο παράλληλων κοινωνιών, που θυμίζει περισσότερο Νότιο Αφρική ή Λίβανο. Με όσα μπορεί αυτό να σημαίνει για τη μακροπρόθεσμη διατήρηση της συνοχής του κοινωνικού ιστού.

Το τρίτο κύμα

Οσο κι αν εξακολουθούν κάποιοι να εθελοτυφλούν, εδώ και δυο περίπου δεκαετίες ζούμε μια ιστορική -και μη αναστρέψιμη- μεταβολή στη σύνθεση του ελλαδικού πληθυσμού. Της εργατικής κυρίως τάξης της χώρας, με τη διαμόρφωση ενός πολυεθνικού «μητροπολιτικού» προλεταριάτου, αλλά και των μικροαστικών στρωμάτων, όπου με το πέρασμα του χρόνου εντάσσονται οι πιο «τακτοποιημένοι» απ' τους μετανάστες της προηγούμενης φάσης. Ουσιαστικά βρισκόμαστε μπροστά στην τρίτη μεγάλη τομή της ιστορίας του ελληνικού κράτους:

*Η πρώτη τομή ήρθε με την Επανάσταση του 1821 και τη συγκρότηση εθνικού κράτους. Το τελευταίο περιέλαβε ως Ελληνες, με φαντασιακή καταγωγή από τον Περικλή ή τον Επαμεινώνδα, ακόμη και τους απογόνους των αλβανών μεταναστών του ύστερου Μεσαίωνα που αποτελούσαν το ένα τέταρτο περίπου του αρχικού πληθυσμού του. Πρώτους και καλύτερους μάλιστα, αφού αυτό που τους έδινε κάθε δικαίωμα στην ελληνικότητα ήταν η μαζική συμμετοχή τους (και συχνά ο ηγετικός ρόλος τους) στο επαναστατικό έπος της «παλιγγενεσίας».

*Η δεύτερη μεγάλη τομή σημειώθηκε μεταξύ 1912 και 1925. Τότε που η Ελλάδα διπλασιάστηκε, περιλαμβάνοντας στους κόλπους της κάμποσες ακόμη εκατοντάδες χιλιάδες αλλόγλωσσων πληθυσμών, η γλωσσική κι εθνική αφομοίωση των οποίων συντελέστηκε πολύ πιο τραυματικά (και συχνά βίαια) τις επόμενες δεκαετίες.

Την ίδια εποχή, ενάμισι εκατομμύριο πρόσφυγες από τα Βαλκάνια, τη Μικρασία και τον Πόντο, κατά τεκμήριο Ελληνες αλλά πολλοί απ' αυτούς μη ελληνόφωνοι, κατέκλυσαν την εθνική επικράτεια κυνηγημένοι από κύματα εθνοκαθάρσεων κι ανέτρεψαν για πάντα τα δεδομένα της «μικράς πλην εντίμου» παλιάς Ελλάδας.

*Αντιμέτωποι με τον διάχυτο ρατσισμό μιας μεγάλης μερίδας της «γηγενούς» κοινωνίας (απείρως μεγαλύτερης απ' ό,τι ομολογούν σήμερα οι «εθνικά ορθές» αφηγήσεις), δαιμονοποιημένοι συχνά σαν αιτία κάθε κακού (από την οικονομική δυσπραγία του μεσοπολεμικού Δημοσίου που «τους φορτώθηκε» ή την «έκρηξη της εγκληματικότητας», μέχρι την αυξημένη ανεργία των ντόπιων, τον ρόλο τους ως φτηνού «εφεδρικού στρατού» στη διάθεση των εργοδοτών ή ως όργανων νοθείας των εκλογών, ακόμη και ως παρακρατικών τραμπούκων), οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία εντάχθηκαν τελικά ισότιμα στην ελληνική κοινωνία μέσα από μια διαδικασία επίπονη και γεμάτη συγκρούσεις.

*Ο καθοριστικός μηχανισμός που έκανε δυνατή μεσοπρόσθεσμα αυτή την ενσωμάτωση υπήρξε η θεσμική αναγνώριση των προσφύγων ως ελλήνων πολιτών και εκλογέων. Αναγνώριση που δεν θεωρήθηκε καθόλου αυτονόητη εκείνα τα χρόνια, όταν ένα μεγάλο τμήμα τόσο των γηγενών όσο και των προσφύγων θεωρούσε πιθανή την «παλιννόστησή» τους στις χαμένες «πραγματικές» τους πατρίδες. Για τη συνειδητοποίηση του μόνιμου χαρακτήρα της αλλαγής χρειάστηκε παραπάνω από μία δεκαετία.

Η τελική δε υπέρβαση του χάσματος ολοκληρώθηκε μόλις στα χρόνια της Κατοχής και της Αντίστασης, με τη σφυρηλάτηση αγωνιστικών δεσμών και τη χάραξη νέων -πολιτικότερων- διαχωριστικών γραμμών στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας.

Ξαναπαιγμένο έργο

Ξεχασμένη σχεδόν ολοκληρωτικά σήμερα, η αντιπροσφυγική πολιτική φιλολογία (και επιχειρηματολογία) του Μεσοπολέμου παρουσιάζει εξαιρετικές ομοιότητες με τις σημερινές ρατσιστικές καμπάνιες ενάντια στην «αλλοίωση της εθνικής μας ταυτότητας» από τους μετανάστες.

*Οσο και αν -στον επίσημο τουλάχιστον λόγο- η ελληνικότητα των προσφύγων αυτή καθεαυτή δεν αμφισβητείται, τα στερεοτυπικά χαρακτηριστικά που αποδίδονται στη συγκεκριμένη πληθυσμιακή ομάδα ουσιαστικά την αναιρούν: οι πρόσφυγες κι οι συνοικισμοί τους περιγράφονται σαν κάτι ολοκληρωτικά ξένο από την «αυθεντικά ελληνική» κοινωνία των γηγενών, σαν «εισβολείς» που έχουν έρθει να καταστρέψουν τον «ελληνικό τρόπο ζωής» της παραδοσιακής «μικράς πλην εντίμου» Ελλάδας.

*Η ξενοφωνία πολλών απ' αυτούς, η συσπείρωσή τους σε εθνοτοπική βάση, η εσωστρέφεια και η αμυντική περιχαράκωσή τους απέναντι στους γηγενείς, η «διπροσωπία» και «ιδιοτέλειά» τους απέναντι στους φορείς δημόσιας εξουσίας και πλούτου (έστω και με τα δικά τους μέτρα), η εξάρτησή τους από την πολιτική εξουσία, χαρακτηριστικά απολύτως φυσιολογικά για μια ξεριζωμένη κοινότητα, αντιπαραβάλλονται διαρκώς με το «ήθος», τη «λεβεντιά» και την «ευθυκρισία» μιας κοινωνίας που έφυγε μεν ανεπιστρεπτί αλλά δεν παύει να έχει νοσταλγούς.

«Επαγγελματίες ψηφοφόροι»

Ενα πρώτο πράγμα που τους χρεώνεται σε πολιτικό επίπεδο είναι ότι η ψήφος τους νοθεύει την πραγματική βούληση του εκλογικού σώματος.

«Οι πρόσφυγες ελθόντες ενταύθα θύματα μιας τραγικής καταστροφής», διαβάζουμε π.χ. σε προεκλογικό κύριο άρθρο του «Εμπρός» (14.9.1928), «δεν εδιδάχθησαν πώς πρέπει να έχουν και αυτοί γνώμην επί των κοινών, εκλέγοντες ομού μετά των άλλων τους ανθρώπους οι οποίοι θα τους διοικούν, αλλά πώς να νοθεύουν την γνώμην των άλλων. Δεν εδιδάχθησαν πώς να ψηφίζουν ως ελεύθεροι πολίται, αλλά πώς να αλλοιώνουν την ψήφον των άλλων».

*Η ίδια εφημερίδα αντιπαραβάλλει «πρόσφυγες» και «ελληνικό λαό», ως διαφορετικές -και αντίπαλες- κατηγορίες: οι βενιζελικοί, διακηρύσσει, «γνωρίζουν ότι ο ελληνικός λαός τούς θεωρεί πραγματικούς εχθρούς του, χυδαίους απατεώνας και αγύρτας και ουδέποτε θα εκδηλώση προς αυτούς την εμπιστοσύνην του, διά τούτο δε στηρίζουν τας ελπίδας τους μόνον εις τους ευνοηθέντας υπό της τύχης και της ιδικής μας νομιμότητος πρόσφυγας» (5.8.1928).

Οσο για τη «νοθεία», αυτή μπορεί να γίνεται έμμεσα και νόμιμα, με την επιλεκτική προσφυγική εγκατάσταση στις περιφέρειες αντιβενιζελικών αστικών κέντρων ή με το σχεδιασμό των εκλογικών περιφερειών έτσι ώστε να αυξάνεται η βαρύτητα της προσφυγικής ψήφου (γεγονότα ιστορικά πιστοποιημένα), η όλη συζήτηση όμως επικεντρώνεται στην υποτιθέμενη διπλοψηφία των βενιζελικών προσφύγων σε βάρος των αντιβενιζελικών γηγενών.

«Εξήκοντα χιλιάδες ανύπαρκτοι πρόσφυγες εψήφισαν κατά τας εκλογάς του 1926», διαβάζουμε π.χ. σε προεκλογικό πρωτοσέλιδο της έγκυρης «Καθημερινής» (13.7.1928). «Αι πλεονάζουσαι αυταί ψήφοι προήρχοντο εκ των διαθετόντων διπλά και τριπλά εκλογικά βιβλιάρια».

*Πιο εύγλωττο είναι το κύριο άρθρο της ίδιας εφημερίδας με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Και πάλιν ο "λεπρός"» (14.7.1928), όπου κάποιος φανταστικός ανώνυμος πρόσφυγας εξηγεί στους αντιβενιζελικούς το μάταιο της προεκλογικής τους καμπάνιας:

«Αισθάνομαι την ανάγκην να κάμω και πάλιν μίαν προδοσίαν. Εγώ ο πρόσφυξ, ο χθεσινός πολίτης του Ελληνικού Κράτους, τολμώ να σας δώσω αυτήν την συμβουλήν εις σας τους γηγενείς, οι οποίοι υποτίθεται ότι ξεύρετε καλά, καλύτερα από μας, τα πολιτικά πράγματα της πατρίδος μας. Σας συμβουλεύω λοιπόν ν' απόσχετε από τας εκλογάς. Δεν πρέπει να έχετε την εσφαλμένην ιδέαν ότι ημείς οι πρόσφυγες είμεθα σύμμαχοι του βενιζελισμού.

»Δεν είμεθα καν ελεύθεροι πολίται. Είμεθα αιχμάλωτοι του βενιζελισμού.

»Ηρθαμε κατεστραμμένοι, απηλπισμένοι, γυμνοί και πεινασμένοι από τον τόπον μας και ευρήκαμεν εδώ μίαν Επανάστασιν η οποία είχεν επικρατήσει. Η Επανάστασις ήτο βενιζελική και σεις είσθε οι εχθροί της. Ητο λοιπόν λογικόν να μας αγκαλιάση η Επανάστασις, να μας βοηθήση, να μας πληρώση και να μας στήση απέναντί σας διά να παριστάνωμεν τον λαόν.

»Τώρα μας άγει και μας φέρει. Μας πληρώνει, μας υποστηρίζει, μας συγκρατεί, διότι ημείς είμεθα ο λαός του. Και ημείς μένομεν δίπλα του, διότι αυτός είναι ο προστάτης μας, αφού αυτός επικρατεί πάντοτε.

»Δεν θα εκπλαγήτε βεβαίως αν σας ειπώ ότι ο κάθε πρόσφυξ έχει εφοδιασθή με τριπλά και τετραπλά βιβλιάρια, ότι θα έχη εις τα χέρια του τριπλά και τετραπλά ψηφοδέλτια, διά να μη σας είπω περισσότερα. Αυτό είναι το κύριον επάγγελμά μας. Ο κάθε πρόσφυξ έχει βεβαίως ένα δεύτερον επάγγελμα, αλλά το κύριον επάγγελμά του, αυτό από το οποίον αποζή, αυτό που αποτελεί την υπόστασίν του, είναι ψηφοφόρος του βενιζελισμού».

Ο -ίδης και ο -όγλου

Το νόμισμα έχει, ωστόσο, και μια άλλη πλευρά. Για την αντιβενιζελική προπαγάνδα, ο κομματικός εχθρός ταυτίζεται με τον «εθνοτικό». Με τελικό διακύβευμα, τη ζωή και την περιουσία των ντόπιων Ελλήνων που εποφθαλμιούν οι «εισβολείς».

«Ητο επόμενον», αποφαίνεται π.χ. το «Σκριπ» (31.7.1928), «ο Βενιζέλος να γίνη υποτελής εις τους πρόσφυγας. Ο μέγας αρχηγός κατήντησε να αναγνωρίζη ως αρχηγόν τον κύριον εις -ίδην και -όγλου».

«Οι γηγενείς είτε βενιζελικοί είναι είτε αντιβενιζελικοί είτε δημοκράται ή βασιλόφρονες πρέπει να γνωρίζουν ένα και το αυτό», διακηρύσσει πάλι χαρακτηριστικά η «Καθημερινή» (20.7.1928). «Οτι εφ' όσον ψηφίζουν Βενιζέλον, ψηφίζουν κατ' ανάγκην πρόσφυγας και εφ' όσον ψηφίζουν πρόσφυγας ψηφίζουν την αρπαγήν και την απώλειαν της αγροτικής χθες, της κτηματικής σήμερον, της αστικής αύριον περιουσίας των.

»Οι ατυχείς πρόσφυγες κατά τούτο δεν πταίουν. Διότι κατεστράφησαν και θέλουν να ζήσουν, οπωσδήποτε, είτε εις βάρος του ενός είτε εις βάρος του άλλου. Ημείς όμως, οι γηγενείς, τι πταίομεν;... Διατί να υφιστάμεθα την υπέρ των προσφύγων καθολικήν αυτήν απαλλοτρίωσιν της Ελλάδος;»

«Θα μας πάρουν τα σπίτια»

Η ίδια γραμμή αναλύεται, με μεγαλύτερη σαφήνεια, και στο κύριο άρθρο της επομένης:

«Δεν κινδυνεύει εκ της ενδεχομένης επικρατήσεως του βενιζελισμού μόνον το πολιτικόν καθεστώς.

»Εγκαθισταμένης της πολιτικής Δικτατορίας του βενιζελισμού εν Ελλάδι, θα έχωμεν αναποτρέπτως ανάλογον προς αυτήν οικονομικήν δικτατορίαν ασκουμένην εις βάρος των γηγενών κατοίκων της χώρας. Στηριζόμενος σχεδόν αποκλειστικώς επί των προσφύγων ο βενιζελισμός, διαθέτων ως μόνην σχεδόν εκλογικήν δύναμιν τα δεκαπλά κατ' άτομον εκλογικά βιβλιάρια των προσφύγων, βασίζων επί του προσφυγικού κόσμου την πολιτικήν του υπόστασιν, οφείλει κατ' ανάγκην να προσοικειωθή τα συμφέροντα των οπαδών του και να ικανοποιήση αυτά καθ' όλην την δυνατήν κλίμακα.

»Αλλά τα συμφέροντα των προσφύγων, κατά μοιραίαν τραγικήν δυσμένειαν, είναι ως γνωστόν τελείως αντίθετα προς τα συμφέροντα των γηγενών. Το Κράτος αφ' ενός μεν βρίσκεται εις αθλιεστάτην κατάστασιν, την οποίαν γνωρίζομεν -φευ- πάντες, και αφ' ετέρου η ανάγκη της αποκαταστάσεως και αποζημιώσεως των προσφύγων καθίσταται ημέρα τη ημέρα μάλλον επιτακτική. Τι θα συμβή άρα;

»Ο Βενιζελισμός, ευρισκόμενος προ τραγικού διλήμματος, θα στραφή κατά της περιουσίας των γηγενών και θέτων επ' αυτής βαρείαν την χείραν, θα διαμοιράση αυτήν εις τους πρόσφυγας. Αι οικίαι και τα αστικά εν γένει κτήματα των γηγενών θα καταστούν βορά των προσφύγων.

»Ζαΐμη πρωθυπουργούντος, Τουρκοβασίλη ιθύνοντος τα της Δικαιοσύνης, ο παρακαθήμενος αυτούς Κύρκος ήρξατο του έργου της αρπαγής. Αρχήν ποιούμενος απαλλοτριώσεως των αστικών κτημάτων των γηγενών υπέρ των προσφύγων έφθασεν ουχί πλέον εις τα πρόθυρα της πόλεως, αλλ' εις αυτήν την καρδίαν της. Οικόπεδα γηγενών προσφύγων κείμενα εις την οδόν Αχαρνών απηλλοτριώθησαν υπέρ προσφύγων.

»Επικρατούντος εκλογικώς του βενιζελισμού και εγκαθισταμένης της βενιζελικής δικτατορίας είναι εύκολον να φαντασθή τις τι πρόκειται να πράξη ο μέλλων Κύρκος. Θρήνος και κλαυθμός θα επακολουθήση άγριος, οικίαι και οικόπεδα διά μιας μονοκονδυλιάς θα μεταβάλλωσιν ιδιοκτήτων και ενώ οι γηγενείς οδυρόμενοι θα εξέρχωνται άστεγοι εις τας οδούς, οι πρόσφυγες θ' αποκτώσιν αστικάς εγκαταστάσεις».

*Εξ ου και η αντίθεση της ναυαρχίδας της εθνικοφροσύνης σε κάθε έμπρακτη αναγνώριση των επήλυδων ως ισότιμων πολιτών:

«Συμπονούμεν και συμπαθούμεν τους πρόσφυγας ως ανθρώπους και αδελφούς δυστυχήσαντας και παθόντας, αλλά δεν τους θέλομεν -η "Καθημερινή" δηλαδή- ούτε ως ψηφοφόρους, ούτε ως εκλογείς, ούτε ως εκλεξίμους, ούτε ως πολίτας δικαιουμένους να κυβερνήσουν την Ελλάδα» (30.7.1928).

Αντίθεση που κορυφώνεται όταν, ελέω ψηφοθηρίας, αρχίζουν να σημειώνονται τα πρώτα ρήγματα στο εσωτερικό του εθνικόφρονος στρατοπέδου:

«Με έκπληξίν μας είδομεν εις τα χθεσινά φύλλα ότι το λαϊκόν κόμμα θα περιλάβη τρεις πρόσφυγας πολιτευομένους εις τον συνδυασμόν Αθηνών. Διατί θα τους περιλάβη; Επί τη βάσει ποίας ηθικής και επί τη βάσει ποίας σκοπιμότητος; [...] Αλλά είναι Ελληνες και όμαιμοι και αδελφοί. Ας είναι και αδελφοί και εξάδελφοι.

»Οταν αποκτήσουν συνείδησιν πολιτικήν και θέλησιν πολιτών ελευθέρων -πράγμα το οποίον δεν θα συμβή ποτέ- τότε θα δικαιούνται να θεωρούνται μεταξύ ημών, όχι μόνον ως εκλογείς αλλά και ως εκλέξιμοι. Επί του παρόντος οι πρόσφυγες δεν έχουν καμμίαν θέσιν εις τους συνδυασμούς του λαϊκού κόμματος» (19.7.1928).

Εφεδρεία του κεφαλαίου;

Πολύ διαφορετικά προβλήματα προκάλεσε η έλευση των προσφύγων στο εγχώριο εργατικό κίνημα. Οπως εύστοχα επισημαίνει ένας αριστερός ιστορικός της περιόδου, «εκείνα τα πρώτα χρόνια της εισόδου στην ελληνική κοινωνία, οι πρόσφυγες δεν ενώθηκαν, δεν ενσωματώθηκαν στην εργατική κίνηση. Δεν συντόνισαν τη δράση τους μαζί. Δεν αισθάνθηκαν κομμάτι δικό της, παρόλο που αποτελούσαν το πιο εξαθλιωμένο μέρος της». Το αποτέλεσμα ήταν πως, σε μια πρώτη φάση, «ο διαχωρισμός αυτός συνέβαλε στη διάλυση του παλαιότερου οργανωμένου εργατικού κινήματος» (Δημ. Λιβιεράτος, «Κοινωνικοί αγώνες στην Ελλάδα (1923-27)», σσ. 28-9).

Συχνά, οι εξαθλιωμένοι πρόσφυγες χρησιμοποιούνταν από την εργοδοσία ως απεργοσπάστες ή για να ρίξουν τα μεροκάματα. Στα πολιτικά ντοκουμέντα του ΚΚΕ, τη δεκαετία του 1928, η «συρροή προσφύγων» και η «ύπαρξη χιλιάδων προσφυγικών εργατικών χεριών» καταγράφεται συχνά ως μια από τις βασικές αιτίες -αλλά όχι η μοναδική- για τη διόγκωση της ανεργίας («Επίσημα Κείμενα», τ.Β', χ.τ.έ. 1964, σσ.205, 216 & 574).

Η ταξική απάντηση

Τα ίδια ντοκουμέντα επισημαίνουν βέβαια ότι, όπως ακριβώς συμβαίνει και σήμερα με τους μετανάστες, αυτή η πίεση στην αγορά εργασίας δεν προέρχεται μόνο «από τον φυσικόν ανταγωνισμόν της εργατικής δυνάμεως των προσφύγων», αλλά και από κάθε αδύναμη κοινωνική κατηγορία: «Εις ειδικήν βάρβαρον φρικτήν εκμετάλλευσιν υποβάλλονται αι γυναίκες και οι νέοι, οίτινες επειδή μένουν έξω από τας επαγγελματικάς οργανώσεις γίνονται συναγωνισταί [ενν.: ανταγωνιστές] των ηλικιωμένων ανδρών και εργατών και μεγεθύνουν το μίσος των μελών της αυτής τάξεως» (όπ.π., σ. 107).

Τα προβλήματα ήταν -και τότε- οξύτατα και τα διλήμματα πραγματικά. Με τη γνώση που μας προσφέρει η χρονική απόσταση, διαπιστώνουμε πως η μεσοπολεμική αριστερά τα έλυσε με τον καλύτερο δυνατό, για την περίσταση, τρόπο: καταπολεμώντας στην πράξη το διαχωρισμό γηγενών - προσφύγων και οργανώνοντας μαζικά τους τελευταίους σε κομματικές οργανώσεις και συνδικάτα, έτσι ώστε ο «εφεδρικός στρατός» των αφεντικών να καταργηθεί ως τέτοιος στην πράξη.

Στοιχειώδης μαρξιστική παιδεία και (κυρίως) ταξικό ένστικτο αρκούσε (και αρκεί), άλλωστε, για να διαπιστώσει κανείς ότι, σε τελική ανάλυση, αυτό που ρίχνει τα μεροκάματα δεν είναι οι (όποιοι) «ξένοι» αλλά ο εις βάρος τους ρατσισμός...

«Ξένοι στον τόπο μας»

Για τη στάση πολλών γηγενών απέναντι στους πρόσφυγες του '22 εξαιρετικά εύγλωττο είναι το μυθιστόρημα «Λεηλασία μιας ζωής» του μεσολογγίτη εκπαιδευτικού Αντώνη Τραυλαντώνη (1935).

Εκεί περιγράφονται και οι δύο φάσεις της ξενοφοβίας που γνωρίσαμε τα τελευταία χρόνια απέναντι στους μετανάστες. Ο φόβος αρχικά απέναντι στον ξένο, απ' τον οποίο η ανάγκη επιβίωσης έχει -υποτίθεται- αφαιρέσει κάθε αναστολή. Η δυσφορία, κατόπιν, για τη σχετική τακτοποίηση των επήλυδων και τις συνακόλουθες μεταβολές στο αστικό τοπίο.

*Οσοι δεν έζησαν το '22, διαβάζουμε, «ας φαντασθούν ένα μεγάλο καράβι, παραφορτωμένο με επιβάτες, που πνίγεται μεσοπέλαγα, χωρίς βοήθεια, και σκορπίζεται στη θάλασσα, σκοινιά-μαδέρια.

»Πλήρωμα και επιβάτες πέφτουν στη θάλασσα. Με τα μάτια πεταμένα έξω, με κινήσεις σπασμωδικές, με φωνές, με θρήνους, με μουγκρητά, κυνηγούν ένα μεγάλο μαδέρι που πέρασε πλέοντας πλάγι τους.

»Ολοι θέλουν να κολλήσουν επάνω όσο μπορούν σφιχτότερα με την τελευταία ελπίδα για τη ζωή, και ο καθένας, με τα χέρια, με τα πόδια, με τα δόντια, με το κεφάλι, αγωνίζεται να σπρώξη τον άλλον, να τον θυσιάση, ο δούλος τον αφέντη, ο φίλος το φίλο, ο αδερφός τον αδερφό, ο εραστής την ερωμένη του, το παιδί τον πατέρα του, η μάνα το παιδί της, για να γλυτώση τη ζωή του αυτός. Γιατί όλα τα ανθρώπινα ένστικτα, όλα τα διδάγματα του πολιτισμού, της θρησκείας, της αρετής, όλα έχουν σβυστή με μιας από μια πνοή παντοδύναμη, από το αδάμαστο, το άγριο, το σκληρό και ανήλεο ένστικτο της αυτοσυντηρήσεως.

»Ας φαντασθούν ακόμα σκυλιά, πλήθος σκυλιά ριγμένα σ' ένα ξεροπήγαδο. Με λύσσα, με ουρλιάσματα, με δόντια και με νύχια, το καθένα αγωνίζεται για να σπαράξη το άλλο, για να ζήση αυτό, να παρατείνη λίγες ώρες την άθλια ζωή του, με τις σάρκες του συντρόφου του, του αδερφού του.

»Τέτοια απάνω κάτω στυγερή εικόνα παρουσιάζονταν στον ταξιδιώτη από το λιμάνι ως την Ομόνοια, και σ' όλες τις πλατείες, τα πεζοδρόμια, τους δρόμους, τα στενά, και πέρα, έξω από την πολιτεία, από τα πόδια του Υμηττού έως τα πόδια του Αιγάλεω» (σ. 143-44).

Η τελευταία φράση φωτίζει το νόημα των παρομοιώσεων: ο αλληλοσπαραγμός δεν αφορά την ώρα των σφαγών ή της ομηρίας, όταν κάθε ακραία συμπεριφορά είναι πιθανή, αλλά την προσφυγιά αυτή καθ' εαυτή.

Για τον αθηναίο μικροαστό, τα «ανθρώπινα ναυάγια» της Μικρασίας που συνωστίζονται στους δημόσιους χώρους της πρωτεύουσάς «του» έχουν χάσει μια για πάντα τη σχέση τους με τον «ανθρώπινο πολιτισμό», έχοντας μετατραπεί σ' ετοιμοθάνατα πανικόβλητα σκυλιά.

*Με τον καιρό, η απέχθεια για τους «εισβολείς» μετατρέπεται σε δυσφορία για την υποτιθέμενη «άλωση» της πόλης απ' αυτό το «ξένο στοιχείο», καθώς τα «ναυάγια» ξαναφτιάχνουν τη ζωή τους προκαλώντας νέα άγχη στους νοσταλγούς της «μικράς πλην εντίμου» κοινωνίας που παρήλθε ανεπιστρεπτί.

Ο αφηγητής αναζητά κάποιον παλιό γνωστό του στη Νεάπολη (Εξαρχείων):

«Το σπίτι ήταν ξεκαινουργωμένο αλλά ευκολογνώριστο, στην πινακίδα όμως εδιάβασα κάποιο άγνωστό μου όνομα, κάτι... όγλου. Και στη θέση του καπνοπωλείου, αλλά με έκταση μεγαλύτερη, βρίσκονταν ένα ζαχαροπλαστείο, όπου μου φάνηκε ότι άκουσα όλες τις γλώσσες του κόσμου εκτός από τα ρωμέικα. Κατάλαβα ότι και ο διευθυντής και η πελατεία ήταν πρόσφυγες, που είχαν αρχίσει από τότε να νοικοκυρεύονται.

»Με κοίταζαν με δυσπιστία και κάποιο μίσος, η ανάγκη όμως μ' έκανε να πλησιάσω στον πάγκο και να ρωτήσω για το νοικοκύρη του σπιτιού». Ο ερωτώμενος όμως «δεν ήξερε τίποτε, δεν είχε καν ακούσει το όνομα και με τον τρόπο του μούλεγε να τον ξεφορτώνωμαι» (σ. 161).

Δεν πρόκειται για μεμονωμένο περιστατικό. Η ίδια σκηνή της «κυριαρχίας» των «άλλων» στην πρωτεύουσα επιβεβαιώνεται ξανά παρακάτω, με αφορμή μιαν ακόμη αναζήτηση:

«Τα πλατειά ρολά και οι πλούσιες βιτρίνες ήταν εκεί, εκεί ψηλά ήταν και η μεγάλη πινακίδα, πουθενά όμως ο Αλέξανδρος και η Αννα Κομπολογά, στη θέση τους ο "Ζαχαρίας... όγλου".

»Αυτή η ογλοκρατία (με συγχωρείτε για την κρυάδα) που έμελλε σε λίγο να κυριαρχήση στην Αθήνα μας, είχε αρχίσει από τότε, καθώς φαίνεται. Οι μπανκανότες [χαρτονομίσματα] είχαν κάμει το θάμα τους και στο κατάστημα του κυρ-Αλέκου» (σ. 196).
ΔΙΑΒΑΣΤΕ
ΦΟΡΕΙΣ ΤΟΥ ΙΟΥ: ΤΑΣΟΣ ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΡΙΜΗΣ, ΑΝΤΑ ΨΑΡΡΑ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΨΑΡΡΑΣ / ios@enet.gr Ο «ΙΟΣ» ΣΤΟ ΙΝΤΕΡΝΕΤ: http://www.iospress.gr.

George Mavrogordatos

«Stillborn Republic. Social Coalitions and Party Strategies in Greece, 1922-1936» (Berkeley, 1983, εκδ. University of California Press).

Πρωτοπόρα ανάλυση των κοινωνικών διαστάσεων της πολιτικής ζωής του Μεσοπολέμου. Ειδικό κεφάλαιο για την αντίθεση γηγενών - προσφύγων και την αντανάκλασή της στο πολιτικό παιχνίδι της εποχής.

Αλκης Ρήγος

«Η Β' Ελληνική Δημοκρατία, 1924-1935. Κοινωνικές διαστάσεις της πολιτικής σκηνής» (Αθήνα 1988, εκδ. Θεμέλιο).

Αντίστοιχη δουλειά, με έμφαση στην οικονομική-ταξική διάσταση. Εκτενείς αναφορές στην αντιμετώπιση των προσφύγων από τον γηγενή αντιβενιζελισμό.

Δημήτρης Λιβιεράτος

«Κοινωνικοί αγώνες στην Ελλάδα (1923-1927)» (Αθήνα 1985, εκδ. Κομμούνα).

Ιστορικό του εργατικού κινήματος των πρώτων χρόνων μετά την προσφυγική εγκατάσταση. Ειδικό κεφάλαιο για τις (αρχικά αρνητικές) επιπτώσεις της τελευταίας στην κατάσταση και τη μαχητικότητα της εργατικής τάξης.

Α. Ι. Αιγίδης

«Η Ελλάς χωρίς τους πρόσφυγας» (Εν Αθήναις 1934, Τύποις Ι. Αλευροπούλου & Σίας).

Εξύμνηση, από συντηρητική σκοπιά, της συμβολής των προσφύγων στην οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική ζωή της μεσοπολεμικής Ελλάδας. Μεταξύ άλλων, τονίζεται η «αξιοθαύμαστος αντοχή του προσφυγικού πληθυσμού κατά των ενεργειών της μπολσεβικικής προπαγάνδας»: «Αι μακραίωνες παραδόσεις του πληθυσμού αυτού αντέστησαν αποτελεσματικώς και νικηφόρως κατά της φθοροποιού επενεργείας της παρεισάκτου προπαγάνδας κατά τα πρώτα της βήματα. Οταν δε βραδύτερον αι πρώται εντυπώσεις υπεχώρησαν, όταν πλέον εν μέγα μέρος του πληθυσμού τούτου επανέκτησε το αίσθημα της ιδιοκτησίας, είτε με την μορφήν μιας μονίμου οικογενειακής και επαγγελματικής στέγης, είτε με την μορφήν ενός τεμαχίου γης, ο κίνδυνος της μεταξύ αυτού ευδοκιμήσεως και του εγκλιματισμού του σπόρου της κοινωνικής ανατροπής εξέλιπεν οριστικώς» (σ. 176-7).
ΙΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 24/1/2010

Ποιος είναι ο Ελληνας σήμερα;


«Η ιστορία της ελληνικής ιθαγένειας δεν είναι απλώς αναπόσπαστο τμήμα της πολιτικής ιστορίας ενός κράτους. Είναι η ίδια η ζωντανή της συνείδηση: Μια ιστορία αδιάκοπων διεκδικήσεων. Είναι δέσμια των περιπετειών του πολυτάραχου βίου της ελληνικής πολιτικής ιστορίας, από τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους ώς τις μέρες μας, αλλά και υπόλογος στους συστατικούς μύθους του ελληνικού έθνους».
Μία διευκρίνιση στα όσα λέει ο Δημήτρης Χριστόπουλος στη συλλογική έρευνα «Τα δικαιώματα στην Ελλάδα 1953-2003». Οι μόνες καταγεγραμμένες περιπτώσεις γρήγορης και απρόσκοπτης απόκτησης της ελληνικής ιθαγένειας είναι: α) Αν είσαι αμνοερίφιο της αλλοδαπής, σε περιόδους μεγάλης ζήτησης, όπως το Πάσχα. β) Αν είσαι αγροτικό προϊόν της αλλοδαπής, που κάποιος μεσάζων θέλει να σε βαφτίσει ντόπιο. γ) Παλαιότερα, αν ήσουν παικταράς της αλλοδαπής, που μπορούσε να γράψει σελίδες δόξας στην ιστορία του ελληνικού αθλητισμού!

Ελληνας γεννιέσαι ή γίνεσαι; Εξαρτάται ποιος ρωτάει. Στην καμπάνια της Ελληνικής Ενωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου κεντρικό σύνθημα είναι «Ελληνας γεννιέσαι και γίνεσαι». Σε διάφορες -ρατσιστικές κυρίως- ιστοσελίδες το «και» έχει επιδεικτικά διαγραφεί και αντικαταστάθηκε από το «δεν», για να δηλώσει ότι το αίμα νερό δεν γίνεται και ότι η περικεφαλαία όταν τη φοράς δεν βγαίνει. Η ηλεκτρονική διαβούλευση έχει πλέον ολοκληρωθεί· όμως, ο δημόσιος διάλογος -επίσημος και ανεπίσημος, ανώνυμος και επώνυμος- συνεχίζεται, και οι τόνοι παραμένουν υψηλοί, αποκτώντας συχνά χαρακτηριστικά κερκίδας. Το αίμα και το χώμα, το γένος, η φυλή, το τι είναι και τι δεν είναι η πατρίδα μας, οι λόγγοι, τα βουνά και το αρχαίο πνεύμα το αθάνατο, όλα βράζουν σε ένα τσουκάλι, μαζί με τους φόβους, τις ελπίδες, τις προκαταλήψεις και τις αγκυλώσεις μας. Τελικά, πόση σημασία αποδίδουμε στον όρο «ιθαγένεια» και τι διαστάσεις έχει πραγματικά;

«Αυτό που πρέπει να διευκρινιστεί είναι ότι οι όροι ιθαγένεια και υπηκοότητα είναι ταυτόσημοι. Συζητάμε, λοιπόν, αμιγώς για μια διαδικασία πολιτογράφησης των νόμιμων μεταναστών, την πρόσβασή τους σε μια σειρά από δικαιώματα και υποχρεώσεις. Οσο η συζήτηση φορτίζεται με όρους εθνικής ταυτότητας τόσο απομακρυνόμαστε από την ουσία του θέματος». Ο Κωστής Παπαϊωάννου, πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, έχει τοποθετηθεί δημόσια πάνω στο ζήτημα της ιθαγένειας, θεωρώντας ότι είναι καιρός να συμβαδίσουμε με μια εποχή που ο ίδιος αποκαλεί «τρίτη ιθαγενειακή περίοδο» για την Ελλάδα: «Μέχρι τώρα είχαμε περίπου 90 χρόνια που "Ελληνας γινόσουν". Μετά περάσαμε στο "Ελληνας γεννιέσαι". Τώρα είναι καιρός να φτάσουμε στο "Ελληνας και γεννιέσαι και γίνεσαι". Από τα πρώτα χρόνια ύπαρξης του νεοελληνικού κράτους είχαμε μια συνεχή εδαφική επέκταση. Η επέκταση αυτή σήμαινε και ομάδες πληθυσμιακές που γίνονταν Ελληνες. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή Ελληνες ήταν αυτοί που γεννιόνταν στο ελληνικό έδαφος. Τώρα είναι ώριμες οι συνθήκες να φτάσουμε σε ένα μεικτό σύστημα πολιτογράφησης. Πρόκειται για μια φυσιολογική εξέλιξη, και πρέπει να αξιοποιηθεί ως ισχυρό εργαλείο κοινωνικής ενσωμάτωσης. Θεωρώ ότι είναι λάθος να του προσδίδουμε φορτίσεις περίπου μεταφυσικές.

»Ακριβώς όπως οι έλληνες μετανάστες έγιναν πολίτες κάποιας άλλης χώρας και διατήρησαν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό τις παραδόσεις τους, έτσι και παιδιά που έχουν γεννη- θεί εδώ δικαιούνται να πολιτογραφηθούν Ελληνες. Η νέα πραγματικότητα, την οποία καλούμαστε να διαχειριστούμε, αντανακλάται πολύ καθαρά ειδικά στη δεύτερη γενιά. Η δεύτερη γενιά δεν έχει άλλον τόπο. Τόπος τους είναι η Ελλάδα και, αν φανεί έξυπνη, θα είναι και πατρίδα τους. Μια επιθετική λογική που λέει ότι "έτσι είναι, κι αν δεν τους αρέσει να γυρίσουν πίσω" είναι ανεδαφική και αδιέξοδη».

Τι σημαίνει, όμως, ιθαγένεια και γιατί γίνεται τόσος ντόρος; «Ιθαγένεια είναι ο νομικός δεσμός ενός ατόμου με ένα κράτος. Αν ο δεσμός αυτός υπάρχει, λέμε ότι το άτομο αυτό είναι πολίτης του συγκεκριμένου κράτους». Ετσι ορίζεται η ιθαγένεια σε ενημερωτικό φυλλάδιο του υπουργείου Εσωτερικών που μοιραζόταν μέχρι πρόσφατα στους ενδιαφερόμενους μετανάστες, αλλοδαπούς και ομογενείς. Στο ίδιο γαλανόλευκο φυλλάδιο διευκρινίζονται έννοιες όπως η «εθνικότητα» («ο δεσμός ενός ατόμου ως προς ένα ορισμένο έθνος»), η «πολιτογράφηση», ο «αλλοδαπός», ο «ομογενής» και ο «αλλογενής». Στο τέλος, αφού όλα περιγράφονται με απλά και λογικά βήματα, οι τότε υπουργοί αποχαιρετούν τους «φίλους και φίλες» με την ευχή «να γίνει η Ελλάδα και δική σας πατρίδα» με «τη λιγότερη δυνατή ταλαιπωρία», φιλοδωρώντας τους με ένα απόσπασμα από τον Ελύτη: «Ομορφη και παράξενη πατρίδα ωσάν αυτή που μου 'λαχε δεν είδα».

Στην πράξη, η «λιγότερη δυνατή ταλαιπωρία» μπορεί να σημαίνει και μια δεκαετία με την υπόθεσή τους στα συρτάρια. Με αποτέλεσμα, το ισχύον καθεστώς να είναι νόμιμα αδιαφανές· χαρακτηριστικό είναι πως ούτε στο υπουργείο Εσωτερικών, στη Διεύθυνση Ιθαγένειας, όπου απευθυνθήκαμε, είχαν σαφή και συνολική εικόνα για όλες τις αιτήσεις που γίνονται τα τελευταία χρόνια και σε ποιο ποσοστό εγκρίνονται, με το σκεπτικό ότι οι αιτήσεις «κατατίθενται στις νομαρχίες και δεν μπορούμε να οριστικοποιήσουμε τη μονάδα χρόνου», καθώς οι νομαρχίες δεν στέλνουν πάντα συγκεντρωτικά στοιχεία.

Το αν είσαι Ελληνας ή όχι, το αν θα γίνεις ή αν πράγματι γεννήθηκες, έστω αν είχες ρίζες από κάποιον προπάππο που ήταν γραμμένος στα δημοτολόγια, αφήνεται στη διακριτική ευχέρεια της εκάστοτε επιτροπής πολιτογράφησης, αλλά κυρίως στην πολιτική βούληση του υπουργείου Εσωτερικών. «Από τα αιτήματα πολιτογράφησης αλλοδαπών πολύ λίγα γίνονται δεκτά» αναφέρει ετήσια έκθεση του Συνηγόρου του Πολίτη, σημειώνοντας ότι εκκρεμούν 28.000 φάκελοι - ενώ το γεγονός ότι η απόρριψη αίτησης είναι παντελώς ανέλεγκτη «γεννά την καχυποψία των ενδιαφερομένων, υπονομεύει την εμπιστοσύνη στους θεσμούς και αφήνει περιθώρια για εικασίες σχετικά με αδιαφάνεια και αυθαιρεσία». Η έκθεση επιβεβαιώνει διπλωματι- κά κάτι που είχα συμπεράνει από ανεπίσημες συζητήσεις, χωρίς να πέσω από τα σύννεφα: ότι και για να γίνεις Ελληνας, το «κονέ» μετράει.

Οπως ορίζεται από το νόμο, η επιτροπή πολιτογράφησης αποτελείται από τρεις προϊσταμένους του υπουργείου και δύο πανεπιστημιακούς και γνωμοδοτεί προς τον υπουργό για την «επαρκή γνώση της ελληνικής γλώσσας, της Ιστορίας και του ελληνικού πολιτισμού, καθώς και για το ήθος και την προσωπικότητα» του υποψηφίου. Οι γενικοί αυτοί όροι, καθώς και η εξαίρεση των αποφάσεων της διοίκησης από κάθε αιτιολόγηση ή χρονική προθεσμία, ευνοεί αποφάσεις που ίσως να εξυπηρετούν κατά καιρούς την ιδέα περί «εθνικής ασφάλειας», συχνά όμως αδικούν ανθρώπους και πληθυσμιακές ομάδες. Δεν είναι τυχαίο ότι μέχρι πρόσφατα οι Ελληνες της Κωνσταντινούπολης δεν λάμβαναν την ελληνική ιθαγένεια, πιθανόν με το σκεπτικό ότι έτσι θα αποδυναμωθεί ο εκεί ελληνισμός.

Αντίστοιχα, το ρατσιστικό - γηπεδικό σύνθημα «Δεν θα γίνεις Ελληνας ποτέ, Αλβανέ, Αλβανέ!» αποτέλεσε κυρίαρχη πολιτική γραμμή για μεγάλο χρονικό διάστημα, αφού οι Αλβανοί που ζουν στη χώρα μας, αν δεν είχαν την τύχη ή την εξυπνάδα να δηλώσουν ομογενείς, σπάνια κατάφερναν να πολιτογραφηθούν (ακόμα κι αν πληρούσαν τις τυπικές προϋποθέσεις), ενώ έως πρόσφατα δεν έπαιρναν καν απάντηση, παρά μόνο προφορικά.

Μια συνηθισμένη σύγχυση είναι πως άλλο σημαίνει «ιθαγένεια» και άλλο «υπηκοότητα». Κι όμως, όπως διευκρινίζει ο καθηγητής Δημήτρης Χριστόπουλος σε σχετική μελέτη του, «Ιθαγένεια, υπηκοότητα και ιδιότητα του πολίτη έχουν το ίδιο νόημα. Στην Ελλάδα, για λόγους που σχετίζονται με τη χρήση και τη σημασία του όρου "γένος" για τη συγκρότηση του ελληνικού έθνους και λαού, χρησιμοποιήθηκε ευθύς από τον 19ο αιώνα η "ιθαγένεια" αντί των άλλων. Γι' αυτόν το λόγο και τη χρησιμοποιούμε, μολονότι η λέξη παραπέμπει σε προνεωτερικές σημασιοδοτήσεις».

Προνεωτερικές σημασιοδοτήσεις και νομικοί όροι στα λατινικά, όπως το «jus sanguinis» και «jus soli» (το δίκαιο του αίματος και το δίκαιο του εδάφους), μπορεί να ακούγονται ακατανόητα στα μη μυημένα αφτιά, όμως εξίσου ακατανόητες ακούγονται πολλές από τις ισχύουσες διατάξεις του κώδικα ιθαγένειας - όπως το ότι η επιτροπή πολιτογράφησης δεν λογοδοτεί σε κανέναν για τις αποφάσεις της. Μία βασική διαφορά του προτεινόμενου νομοσχεδίου είναι πως, το αργότερο σε έναν χρόνο από την κατάθεση της αίτησης, πρέπει να υπάρχει κάποια απόφαση και να είναι αιτιολογημένη. Αρα, αν θεωρείς ότι αδικήθηκες, έχεις το δικαίωμα να υποβάλεις ένσταση.

Το «Ελληνας γίνεσαι επειδή έτσι τους αρέσει» ίσαμε πρόσφατα είχε και την αντίθετη όψη του ίδιου νομίσματος: Ελληνας ξεγίνεσαι επειδή δεν τους αρέσεις. Επειδή θεωρείσαι ανάξιος να φέρεις την ιδιότητα του έλληνα πολίτη, ανεπιθύμητος, αλλογενής ή επειδή ζυγίστηκες στο ζύγι της εθνικής συνείδησης και βρέθηκες λειψός. Δεκάδες χιλιάδες έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες και «αλλογενείς» στερήθηκαν την ιθαγένεια από το μετεμφυλιακό, το χουντικό, αλλά και το μεταπολιτευτικό κράτος, καθώς το άρθρο 19 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας βρισκόταν σε ισχύ έως το 1998. Το επίμαχο άρθρο -το οποίο έδωσε αφορμή σε διώξεις λόγω φρονημάτων και χρησιμοποιήθηκε κυρίως ενάντια σε αριστερούς και μειονοτικούς έλληνες πολίτες- έχει μεν καταργηθεί, χωρίς όμως όλα τα θύματά του να έχουν αποκατασταθεί.

Ο ιστορικός Λάμπρος Μπαλτσιώτης, που έχει ασχοληθεί με ζητήματα ιθαγένειας, εξηγεί πώς έχει αλλάξει η αντίληψή μας για την έννοια αυτή, δύο αιώνες μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους. «Το πώς νιώθει ο προπάππος μου Ελληνας διαφέρει πάρα πολύ από το πώς νιώθω εγώ. Πέρα, όμως, απ' αυτό, είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι τα ευρωπαϊκά εθνικά κράτη την εποχή που συγκροτήθηκαν είχαν τεράστια γλωσσική και πολιτισμική ποικιλία. Είναι γνωστό και αναφέρεται στη βιβλιογραφία ότι στη Γαλλία, την περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης, μόλις το 10% του πληθυσμού μιλούσε γαλλικά. Οι υπόλοιποι μιλούσαν οξιτανικές διαλέκτους, γερμανικά, βρετόνικα, βάσκικα. Στην Ελλάδα, την εποχή της Επανάστασης του 1821, ο ένας στους τέσσερεις μιλούσε κάποια αλβανική γλώσσα. Οσο για την κοινότητα των εθίμων και του πολιτισμού, δημιουργήθηκε σταδιακά.

»Το να θεωρείς ότι ο τουρκόφωνος μικρασιάτης πρόσφυγας των αρχών του 20ού αιώνα είχε ίδιο πολιτισμό με τον αλβανόφωνο χριστιανό από τη Θεσπρωτία είναι λάθος. Ούτε καν μπορούσαν να συνεννοηθούν μεταξύ τους. Η πόντια γιαγιά της γυναίκας μου, σε κάποιο χωριό της βόρειας Ελλάδας της δεκαετίας του '30, απαγορευόταν να μιλήσει στον πεθερό της. Μόνο μέσω τρίτου μπορούσε να του απευθύνει το λόγο. Τι σχέση είχε αυτή η γυναίκα με μία φεμινίστρια της καλής κοινωνίας των Αθηνών της ίδιας εποχής; Καμία. Κοινό είχαν ότι ήθελαν να ανήκουν στην ίδια πολιτική κοινότητα.

»Για να καταλήξω στο σήμερα, δεν είναι σοκαριστικό να βλέπεις μια μουσουλμάνα με μαντίλα. Δεν λέω ότι είναι ανώδυνο, ούτε μπορούμε να αγνοήσουμε το γεγονός ότι έχουμε μισό εκατομμύριο μουσουλμάνους, αλλά -εάν ανατρέξουμε στο παρελθόν- θα δούμε ότι οι διαφοροποιήσεις ήταν, επίσης, τεράστιες».

Οπως τονίζει ο ιστορικός, πάντως, η απόδοση ιθαγένειας δεν είναι πανάκεια αν δεν υπάρχει μια συνολικότερη πολιτική κράτους δικαίου: «Κατ' εξοχήν παράδειγμα είναι οι Γάλλοι. Στα υποβαθμισμένα προάστια εξεγέρθηκαν γάλλοι πολίτες, δεύτερης και τρίτης γενιάς, παρ' όλα αυτά όμως αποκομμένοι».

Στην Ελλάδα, υποστηρίζει, είχαμε τη μεταφορά του οθωμανικού μοντέλου στα εθνικά κράτη των Βαλκανίων. Από τη Μεγάλη Ιδέα περάσαμε σε ένα πιο εσωστρεφές μοντέλο, μετά το 1922, με τις ανταλλαγές πληθυσμών και τη μετανάστευση, και ένα εξίσου στενό πλαίσιο οριοθέτησης του έθνους με το τέλος του Εμφυλίου. Αποτέλεσμα, ο σημερινός Κώδικας Ιθαγένειας -αν και χρονολογείται μόλις απ' το 2004- είναι στην ουσία προϊόν του μετεμφυλιακού κράτους. Βασισμένος σχεδόν εξ ολοκλήρου στο δίκαιο του αίματος, αποδίδει ιθαγένεια στο «τέκνο του Ελληνα» (προσφάτως και της Ελληνίδας), ασχέτως με το πού κατοικεί. Ετσι, ένας νέος που ήρθε από την Αλβανία το 1993, έχει τελειώσει το σχολείο εδώ και είναι φοιτητής, εάν θεωρηθεί «ομογενής», μπορεί να λάβει την ιθαγένεια· εάν όχι, «δεν θα γίνει Ελληνας ποτέ»! Ενας μπασκετμπολίστας από τη Φλόριντα, αν έχει έναν προπάππο Ελληνα -και ας μη μιλάει λέξη ελληνικά-, είναι «δικό μας παιδί», ειδικά αν βάζει πολλά καλάθια!

Στην Ελλάδα του 21ου αιώνα δεν είσαι ό,τι δηλώσεις, αλλά ό,τι σε δηλώσουν και όσο Ελληνας αποφασίσουν ότι είσαι οι εκάστοτε πολιτικοί. Ελληνας ποτέ, κάποτε ή σχεδόν· σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος. «Ο αετός πετάει στον αέρα και του ελεύθερου ανθρώπου είναι όλη η γη πατρίδα» γνέφει ο Ευριπίδης μέσα από το επίσημο βιβλίο «Ελλά- δα, η δεύτερη πατρίδα» του υπουργείου Εσωτερικών, που μοιράζεται στους υποψήφιους συμπολίτες μας. Μόνο που η όμορφη και παράξενη πατρίδα μας είναι, συνάμα, δύστροπη και παράλογη και αρέσκεται να ψαλιδίζει τα φτερά ακόμα και όσων επιμένουν να λέγονται παιδιά της.

Μετανάστες δεύτερης γενιάς: Ελληνες πότε;

«Είναι, δηλαδή, Ελληνας ο Νικ Καλάθης, που μιλάει με διερμηνέα, και δεν είμαι εγώ, που κάθε βράδυ τρώω σουβλάκια, πηγαίνω στην καφετέρια και παίζω τάβλι με τους κολλητούς μου;» Κοιτάζω τον 26χρονο Νίκο με έκπληξη, απλούστατα επειδή αγνοώ ποιος είναι ο Καλάθης. Διάσημος μπασκετμπολίστας του Παναθηναϊκού με «διπλή ιθαγένεια», όπως με πληροφορούν οι φίλαθλοι της ομήγυρης. «Αυτό σημαίνει, ρε, να είσαι Ελληνας;» τον πειράζουν οι φίλοι του. «Ναι, ρε, και αυτό». Ο Νίκος Οντουμπιτάν γεννήθηκε στην Αθήνα, πήγε σχολείο στα Πατήσια, σπουδάζει μηχανολόγος ιατρικών οργάνων στα ΤΕΙ και δεν έχει πάει ποτέ στη Νιγηρία. Μιλάει ελληνικά, η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα που γνώρισε, αλλά δεν έχει αποκτήσει ακόμα την ελληνική ιθαγένεια. «Δεν έχω καταθέσει καν τα χαρτιά μου. Με την ισχύουσα νομοθεσία θα μου απαντήσουν σε 10 χρόνια, μπορεί και ποτέ. Αν περάσει το νομοσχέδιο, μπορώ να κάνω απλώς μία δήλωση».

Ο Νίκος είναι ένα από τα περισσότερα από 200.000 παιδιά που αποκαλούμε «μετανάστες δεύτερης γενιάς» και που, αν και μετέχουν της ημετέρας παιδείας, κατά το κακοπαθημένο ρητό του Ισοκράτη, είναι όμηροι της ημετέρας γραφειοκρατίας και ενός κώδικα ιθαγένειας που παραμένει αγκιστρωμένος στο «δίκαιο του αίματος». Αυτή η κατάσταση θα αλλάξει σημαντικά εφόσον ψηφιστεί το νέο νομοσχέδιο για την ιθαγένεια και την πολιτογράφηση. Ενα νομοσχέδιο που συγκέντρωσε χιλιάδες σχόλια στην ιστοσελίδα του υπουργείου Εσωτερικών κατά τη διάρκεια της ανοιχτής διαβούλευσης.

Η ακροδεξιά απαντά με εθνικιστικές κορώνες και υπογραφές για δημοψήφισμα, η Δεξιά του Σαμαρά αντιπαραθέτει πιο «σφιχτά» πρότυπα πολιτογράφησης, ενώ η Αριστερά το θεωρεί θετικό αλλά ανεπαρκές βήμα, εφόσον εξακολουθεί να αποκλείει χιλιάδες παιδιά και δεν συνοδεύεται από μια πιο δίκαιη πολιτική για το άσυλο και τους μετανάστες.

Τι λένε οι άμεσα ενδιαφερόμενοι για το ποιος γεννιέται και το ποιος γίνεται Ελληνας; Ο Νίκος, ο Νικόδημος, ο Ριχάρδος, ο Φρουμέντιος συμμετέχουν στο «Asante», μια οργάνωση νέων με αφρικανική καταγωγή, που ζουν, σπουδάζουν και εργάζονται στην Ελλάδα. Στο μικρό γραφείο τους, διακοσμημένο με τα πολύχρωμα εξώφυλλα του περιοδικού και μια ασπρόμαυρη φωτογραφία του Μάρκους Γκάρβεϊ, του προδρόμου των Ρασταφάρι, οι τέσσερεις φίλοι μιλάνε περί ιθαγένειας, ελληνικότητας και ελληνικής κουλτούρας. Με άψογα, κελαρυστά ελληνικά, που θα ζήλευαν πολλοί «ημεδαποί» συνομήλικοί τους, και με χιούμορ που σφάζει με το μπαμπάκι.

«Στη συνέντευξη για την ιθαγένεια μπορεί να σε ρωτήσουν τα πάντα· από το ποιος είναι πρωθυπουργός μέχρι για τη Σάσα Μπάστα· ό,τι να 'ναι!» μου λέει ο ένας από τους τέσσερεις που έχει περάσει τη διαδικασία. Ενημερωμένοι για τον αθλητισμό, την πολιτική, τα μίντια (ακτιβιστές, εξάλλου, οι περισσότεροι και εξοικειωμένοι με τους δημοσιο- γράφους), δεν αφήνουν τίποτα ασχολίαστο. «Ε, ναι, βλέπουμε και μεσημεριανάδικα, τι θες, να μας ρωτήσει η επιτροπή ποια παρουσιάζει το "Εχει γούστο" και να μην ξέρουμε να απαντήσουμε;»

Πέρα από τις πλάκες, η καθημερινότητά τους έχει δυσκολίες που θα είχαν κάνει αρκετούς να πελαγώσουν. Απλές διαδικασίες, από την ανανέωση ενός διπλώματος οδήγησης ή της άδειας παραμονής μέχρι την κάρτα τού «επί μακρόν διαμένοντος» ή την πολυπόθητη πολιτογράφηση, μετατρέπονται σε έναν ανορθόδοξο λαβύρινθο: «Κατ' αρχάς, για να καταθέσεις τα δικαιολογητικά για πολιτογράφηση», μου εξηγούν, «εκτός από το πολύ υψηλό παράβολο των 1.500 ευρώ, χρειάζεται άδεια παραμονής ισχύουσα, με το αυτοκόλλητο, αυτό που λέμε στικάκι, πάνω στο διαβατήριο, που έρχεται σχεδόν πάντα ληγμένο».

Η ιστορία με το στικάκι είναι μία πάγια τακτική για να αποθαρρύνει τους νόμιμους μετανάστες από οποιαδήποτε περαιτέρω διεκδίκηση. Συνήθως η άδεια έρχεται ληγμένη ή λήγει πολύ σύντομα και συνοδεύεται από ένα μπλε χαρτί που βεβαιώνει ότι είσαι νόμιμος, αλλά δεν ισχύει για τις επίσημες συναλλαγές με το κράτος. «Το νομοσχέδιο θα βοηθήσει να πολιτογραφηθούν μετανάστες δεύτερης γενιάς· όμως, πολλά παιδιά -που οι γονείς τους αυτήν τη στιγμή δεν έχουν τα απαραίτητα ένσημα και δεν μπορούν να ανανεώσουν την άδεια- δεν θα μπορέσουν καν να καταθέσουν δικαιολογητικά».

Ξεκρέμαστοι θα μείνουν αρκετοί από τους 200.000 που οι γονείς τους, χωρίς να είναι παράνομοι, δεν έχουν πλήρη έγγραφα, επειδή έμειναν έστω κι έναν μήνα χωρίς δουλειά. «Ο γονιός δεν μπορεί ούτε καν να αρρωστήσει· κινδυνεύει κι αυτός και τα παιδιά του» σχολιάζει ο Νικόδημος Κινιούα Μαϊνά Πέτερ. Ο Νικόδημος, όπως και ο Νίκος, έχει άδεια επί μακρόν διαμένοντος. Ο δίδυμος αδελφός του Νικόδημου, ο 33χρονος Φρουμέντιος Γαδόγο, νοσηλευτής σε ιδιωτική κλινική, έχει την ελληνική ιθαγένεια. Πώς έγινε αυτό το παράδοξο; Αγνωστες οι βουλές της επιτροπής.

«Καταθέσαμε τις αιτήσεις μας μαζί· είχαμε τον ίδιο αριθμό πρωτοκόλλου. Ο ένας αδελφός πολιτογραφήθηκε· ο άλλος, όχι» λέει και γελάει, σαν να είναι κάτι το απόλυτα λογικό. Εννοείται πως η πολιτογράφηση ήρθε περίπου 10 χρόνια έπειτα από την κατάθεση του φακέλου.

Η ιστορία πολιτογράφησης του Ριχάρδου Ακανζίμ, με γονείς από τις Σεϋχέλλες και την Γκάνα, που γεννήθηκε στην Αθήνα, πήγε σχολείο στους Αμπελοκήπους και εργάζεται στα ΕΛΤΑ, μοιάζει σαν ταινία με τον Βέγγο. Τα κατάφερε κάνοντας υπεράνθρωπο αγώνα δρόμου για να μαζέψει όλα τα δικαιολογητικά και να τα καταθέσει αυθημερόν, προτού λήξει το περιβόητο στικάκι που του δόθηκε στο παρά πέντε. «Τα 'χασε και η γυναίκα στο υπουργείο που τα πήγα εμπρόθεσμα! Ούτε εκείνη δεν πίστευε πως θα προλάβαινα».

Πέρα από την τρεχάλα και την ασυνεννοησία, που δεν πτοεί τους συνομιλητές μου (οι οποίοι ομολογούν πως έχουν ως όπλο την πολύ καλή γνώση της ελληνικής γλώσσας και της ελληνικής πραγματικότητας), οι αδικίες παραμένουν για τη μεγάλη πλειονότητα των μεταναστών. «Το πολύ σημαντικό» τονίζει ο Νικόδημος «είναι πως η επιτροπή πολιτογράφησης θα είναι αναγκασμένη να αιτιολογήσει την απόφασή της. Αν μου πει "Σε κόβω επειδή δεν ξέρεις τον Εθνικό Υμνο", θα τους τον απαγγείλω ολόκληρο, και όχι μόνο τις δύο πρώτες στροφές που ξέρουν όλοι. Το χειρότερο με την ισχύουσα νομοθεσία είναι πως δημιουργεί τα μεγαλύτερα προβλήματα στα πιο δημιουργικά μυαλά της αφρικανικής κοινότητας. Αλλοι, που δεν τους νοιάζει, πουλάνε στο δρόμο και αγοράζουν ένσημα. Εμείς, που θέλουμε να ενσωματωθούμε -και οι περισσότεροι της δεύτερης γενιάς είμαστε έτσι-, αντιμετωπίζουμε τις περισσότερες δυσκολίες. Αυτό είναι ζήτημα πολιτικής βούλησης να αλλάξει».

Στο τέλος της συνέντευξης υποκύπτω στην κλισέ δημοσιογραφική ερώτηση: «Εσύ νιώθεις Ελληνας;» - «Ολοι το ρωτάνε αυτό, και δεν υπάρχει πιο ηλίθια ερώτηση. Τι πάει να πει πώς νιώθω; Αν εσύ είχες γεννηθεί και ζούσες στη Γερμανία, μιλούσες γερμανικά, οι φίλοι σου ήταν Γερμανοί, πώς θα ένιωθες;»

«Το πώς νιώθουμε θα το εξομολογηθούμε στην κοπέλα μας, στον αδελφό μας, είναι κάτι προσωπικό. Το ζήτημα δεν είναι να μιλάμε για συναισθήματα, αλλά το τι δικαιώματα και υποχρεώσεις έχουμε. Αν κλείσω τα μάτια και ονειρευτώ ένα νησί, δεν θα ονειρευτώ ένα νησί στον Ινδικό ωκεανό. Ενα νησί του Αιγαίου θα ονειρευτώ» καταλήγει ο Νικόδημος, που γεννήθηκε στην Κένυα και μεγάλωσε στην Κάλυμνο.

Φεύγοντας από τη συνάντηση με τους «μετανάστες δεύτερης γενιάς» του «Asante», πολιτογραφημένους ως ιθαγενείς ή αλλογενείς επί μακρόν διαμένοντες, νιώθω πως δεν με χωρίζει τίποτα μ' αυτούς τους ανθρώπους - που ζουν, δουλεύουν και παλεύουν στους ίδιους δρόμους μ' εμένα και αναπνέουν τον ίδιο μολυσμένο αέρα. Ούτε η γλώσσα, ούτε ο πολιτισμός, ούτε τα όνειρα.

Με τη διαφορά ότι η δική μου «ελληνικότητα» δεν τίθεται στην κρίση κάποιας επιτροπής, που προς το παρόν εξακολουθεί να αποφασίζει με κριτήρια υποκειμενικά, όποτε θέλει, όπως θέλει και επειδή έτσι της αρέσει.

Διαβάστε

*..............*..............

Ελληνική Ενωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, «Τα δικαιώματα στην Ελλάδα 1953-2003.

Από το τέλος του Εμφυλίου στο τέλος της Μεταπολίτευσης», επιμέλεια Μιχάλης Τσαπόγας - Δημήτρης Χριστόπουλος, εκδόσεις Καστανιώτη

Πολυθεματική συλλογική έρευνα, μελετά μεταξύ άλλων τις περιπέτειες των δικαιωμάτων σε ένα κράτος «Εθνικόν και Ιδεολόγον» και την ιστορία της ελληνικής ιθαγένειας από τον Ψυχρό Πόλεμο ώς την εποχή της μετανάστευσης.

..............*..............

Κέντρο Ερευνας Μειονοτικών Ομάδων, «Η Ελλάδα της Μετανάστευσης», επιμέλεια Μίλτος Παύλου - Δημήτρης Χριστόπουλος, εκδ. Κριτική

Συλλογική μελέτη για το φαινόμενο της μετανάστευσης στη σύγχρονη Ελλάδα, με ειδικά κεφάλαια για την ιθαγένεια και την πολιτογράφηση, τους μετανάστες στην πολιτική κοινότητα, στατιστικούς πίνακες και στοιχεία.

Πληκτρολογήστε

http://www.hlhr.gr/index-el.htm

Η ιστοσελίδα της Ελληνικής Ενωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, με όλα τα στοιχεία της πρότασης για τον Νέο Κώδικα Ιθαγένειας και τον σχετικό διάλογο.

http://feleki.wordpress.com/

Το μπλογκ της πρωτοβουλίας που δημιούργησε το γκρουπ «Ελληνας γίνεσαι, δεν γεννιέσαι» στο Facebook, με περισσότερα από 7.800 μέλη, υπέρ της απόδοσης ιθαγένειας στους μετανάστες. Διαβάστε τα ανώνυμα μπινελίκια των «αβγών του φιδιού» γι' αυτούς που τόλμησαν επώνυμα να υποστηρίξουν τις απόψεις τους.