Δευτέρα 20 Αυγούστου 2012

Οικονομική ύφεση και εκλογική τιμωρία


Οικονομική ύφεση και εκλογική τιμωρία


Του Σταθη Ν. Καλυβα*

Η ευρωπαϊκή οικονομική κρίση βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη και ουδείς μπορεί να προβλέψει την τελική της έκβαση. Η διάρκειά της, όμως, είναι τέτοια που επιτρέπει ορισμένες πρώτες διαπιστώσεις σχετικά με τις πολιτικές επιπτώσεις που έχει.
Οι πολιτικές συνέπειες των οικονομικών κρίσεων στα δημοκρατικά καθεστώτα μπορούν να συμπυκνωθούν σε δύο βασικές υποθέσεις. Σύμφωνα με την πρώτη, οι οικονομικές κρίσεις συνεπάγονται ένα τεράστιο πολιτικό κόστος για τις κυβερνήσεις που καλούνται να τις διαχειριστούν. Οπως είναι φυσικό, οι ψηφοφόροι στρέφονται εναντίον των κυβερνήσεων που επιβάλλουν επώδυνα δημοσιονομικά μέτρα. Οι περιπτώσεις της Ισπανίας και της Ελλάδας είναι άλλωστε χαρακτηριστικές. Παρότι φαίνεται προφανής, η υπόθεση αυτή δεν τεκμηριώνεται ικανοποιητικά από τις υπάρχουσες συγκριτικές έρευνες. Αρκετές αναλύσεις έχουν δείξει πως στο παρελθόν πολλές κυβερνήσεις που εισήγαγαν δυσάρεστα μέτρα κατάφεραν να επιβιώσουν πολιτικά. Πράγματι, δεν είναι σπάνιο το εκλογικό σώμα να στηρίζει κυβερνήσεις που επιχειρούν επώδυνες οικονομικές παρεμβάσεις σε περιόδους υψηλής αβεβαιότητας. Σε κάποιες περιπτώσεις, μάλιστα, όπως συνέβη με τους Βρετανούς Συντηρητικούς της Μάργκαρετ Θάτσερ, η οικονομική κρίση αποτέλεσε τη βάση μιας μακρόχρονης πολιτικής ηγεμονίας.
Η δεύτερη υπόθεση είναι πως η εκλογική τιμωρία είναι ιδεολογικά τυφλή. Το εκλογικό σώμα, δηλαδή, δεν αντιδρά με διαφορετικό τρόπο ανάλογα με το αν η κυβέρνηση που λαμβάνει τα επώδυνα μέτρα είναι κεντροαριστερή ή κεντροδεξιά. Τις τιμωρεί και τις δύο με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Η υπόθεση αυτή προκύπτει από μια πολύ γνωστή θεωρία της πολιτικής επιστήμης, γνωστή ως θεωρία της «αναδρομικής ψήφου», σύμφωνα με την οποία το εκλογικό σώμα κρίνει τις κυβερνήσεις με βάση την απόδοσή τους και όχι την ιδεολογία τους.
Τι προκύπτει ώς τώρα για τη σχέση των δύο αυτών υποθέσεων με την ευρωπαϊκή κρίση; Ο Pedro Maga-lhaes, πολιτικός επιστήμονας στο Πανεπιστήμιο της Λισσαβώνας, ανέλυσε σε πρόσφατη μελέτη του τα εκλογικά αποτελέσματα 29 ευρωπαϊκών χωρών (των 27 μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, της Κροατίας και της Ισλανδίας), καλύπτοντας μια περίοδο σχεδόν τεσσάρων ετών, από τον Ιανουάριο 2008 έως τον Ιούλιο 2012. Μια πρώτη ανάλυση έδειξε κατ’ αρχάς πως και οι δύο υποθέσεις ισχύουν σε γενικές γραμμές. Αφενός, η εκλογική τιμωρία των κυβερνητικών κομμάτων στη διάρκεια αυτής της τετραετίας υπήρξε αξιοσημείωτη: το 60% των εκλογών οδήγησε σε κυβερνητική αλλαγή, ενώ η μέση υποχώρηση των κυβερνητικών κομμάτων ανήλθε στο 6,6%. Αφετέρου, η εκλογική τιμωρία υπήρξε ιδεολογικά τυφλή. Δεν είχε δηλαδή σημασία εάν στην κυβέρνηση βρισκόταν κεντροαριστερό ή κεντροδεξιό κόμμα.
Ομως, προχωρώντας βαθύτερα στην ανάλυσή του, ο Magalhaes διαπίστωσε πως τα πράγματα είναι πιο σύνθετα. Συγκεκριμένα, τεκμηρίωσε δύο ενδιαφέροντα στοιχεία. Το πρώτο είναι πως, όσο περισσότερο διαρκεί η ευρωπαϊκή κρίση, τόσο δείχνει να αυξάνεται το μέγεθος της εκλογικής τιμωρίας που επιβάλλει το εκλογικό σώμα. Με άλλα λόγια, αντίστοιχα μεγέθη οικονομικής ύφεσης στην αρχή και στο τέλος της τετραετίας 2008–2012 αντιστοιχούν σε διαφορετικά μεγέθη εκλογικής τιμωρίας. Οσο δηλαδή περνάει ο καιρός, η επίδοση των κυβερνητικών κομμάτων χειροτερεύει. Αυτό σημαίνει πως, όσο συνεχίζεται, η κρίση θα προκαλεί όλο και μεγαλύτερους κλυδωνισμούς στα εθνικά κομματικά συστήματα.
Το δεύτερο στοιχείο αφορά μια πολύ ενδιαφέρουσα σχέση ανάμεσα στην αναδρομική ψήφο και την ιδεολογική θέση των κυβερνητικών κομμάτων: η σχέση ανάμεσα στην οικονομική ύφεση από τη μία και στην εκλογική τιμωρία από την άλλη κρύβει μια σημαντική διαφοροποίηση. Αυτό προκύπτει από την παρατήρηση πως σημαντικός αριθμός κυβερνητικών κομμάτων (ένα στα τρία για την ακρίβεια) κατάφερε να αποφύγει την εκλογική ήττα στη διάρκεια της τετραετίας που πέρασε. Πιο συγκεκριμένα, η ανάλυση δείχνει πως τα κεντροαριστερά κόμματα είναι πολύ πιο «ευαίσθητα» στην ύφεση απ’ ό,τι τα κεντροδεξιά. Σε συνθήκες οικονομικής ανάπτυξης, τα κεντροαριστερά κόμματα επιβραβεύονται σε μεγαλύτερο βαθμό από τους ψηφοφόρους, όμως σε συνθήκες ύφεσης υφίστανται σκληρότερη τιμωρία. Η διαφοροποίηση αυτή οφείλεται ενδεχομένως στο γεγονός πως οι ψηφοφόροι θεωρούν πιο φυσιολογική την επιβολή σκληρών δημοσιονομικών μέτρων από ένα κεντροδεξιό κόμμα (ή αντίστροφα, πως εκλαμβάνουν την επιβολή τέτοιων μέτρων από ένα κεντροαριστερό κόμμα ως προδοσία) – και αντιδρούν αναλόγως.
Η πολιτική ερμηνεία των τάσεων αυτών έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και οδηγεί σε δύο συμπεράσματα. Το πρώτο είναι πως όσο διαρκεί η ευρωπαϊκή κρίση τόσο περισσότερο θα κλυδωνίζονται τα εθνικά κομματικά συστήματα. Ενα πιθανό ενδεχόμενο της διαδικασίας αυτής είναι και η ενίσχυση των αντισυστημικών κομμάτων, όπως φάνηκε στην Ελλάδα. Το δεύτερο είναι πως τα κεντροαριστερά κόμματα διαθέτουν περιορισμένες πολιτικές επιλογές σε περιβάλλον ύφεσης, καθώς θεωρούνται κόμματα «παχιών αγελάδων». Αντίθετα, τα κεντροδεξιά κόμματα διαθέτουν περισσότερες επιλογές: μπορούν να λάβουν σκληρά μέτρα χωρίς να υποστούν την ίδια εκλογική τιμωρία, καθώς θεωρούνται εκ φύσεως πιο αυστηρά. Σε σχέση με τη χώρα μας, αυτό σημαίνει πως οι πολιτικοί της κεντροδεξιάς έχουν το περιθώριο να πάρουν πολύ μεγαλύτερο πολιτικό ρίσκο και να προχωρήσουν σε βαθύτερες ρήξεις απ’ ό,τι θα τους υπαγόρευε ακόμη και το ίδιο τους πολιτικό αισθητήριο.
* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale.

Θεσμοί και ευημερία


Θεσμοί και ευημερία

Ενώ στα διεθνή μέσα ενημέρωσης εμφανίζονται όλο και περισσότερες «ψύχραιμες» αναλύσεις του τύπου «Γιατί η χρεοκοπία της Ελλάδας δεν θα είναι τελικά μια τραγωδία» (προφανώς για εκείνους, όχι για εμάς), στο ίδιο πλαίσιο διατυπώνονται διθυραμβικά σχόλια για ένα νέο βιβλίο που αφορά άμεσα και τη χώρα μας. Πρόκειται για το «Γιατί τα έθνη παρακμάζουν. Η καταγωγή της εξουσίας, της ευημερίας και της ένδειας» (Why Nations Fail. The Origins of Power, Prosperity and Poverty) που εκδόθηκε στις αρχές του 2012 στη Νέα Υόρκη (Crown Publishers, σελ. 544). Συγγραφείς είναι ο Daron Acemoglu, καθηγητής Οικονομίας στο MIT, και ο James A. Robinson, καθηγητής Πολιτικών Επιστημών και Οικονομίας στο Χάρβαρντ. Το βιβλίο θέτει ένα κεφαλαιώδες για την εποχή μας ζήτημα το οποίο αντιμετωπίζεται με τρόπο ερευνητικά γοητευτικό και αφηγηματικά γλαφυρό.
Περί τίνος πρόκειται; Η αναζήτηση των αιτίων της ακμής και παρακμής των εθνών έχει απασχολήσει διαχρονικά τους επιστήμονες των πιο διαφορετικών πειθαρχιών, από τους φιλοσόφους και τους οικονομολόγους ως τους ιστορικούς της τέχνης. Είναι η γεωγραφία και οι τοπολογικές ιδιότητες που καθορίζουν την ανάπτυξη, είναι η κουλτούρα, είναι οι ασθένειες, είναι η οικονομία; Οι Acemoglu και Robinson δίνουν τη δική τους απάντηση με τρόπο σχεδόν απόλυτο και κατηγορηματικό: «Είναι η πολιτική» μάς λένε, είναι οι θεσμοί. Στην πραγματικότητα, το βιβλίο επιδιώκει να δώσει τη δική του απάντηση έπειτα από 15 χρόνια στο επίσης φιλόδοξο πόνημα του Jared Diamond «Οπλα, μικρόβια και ατσάλι. Το πεπρωμένο των ανθρώπινων κοινωνιών». Απέναντι στον «γεωγραφικό ντετερμινισμό» του Diamond οι συγγραφείς αντιπροτείνουν ότι το γιατί κάποιες χώρες είναι πλούσιες και κάποιες άλλες φτωχές, γιατί κάποιες ανεπτυγμένες και κάποιες καθυστερημένες, γιατί κάποιοι λαοί χορτασμένοι και υγιείς και άλλοι πεινασμένοι και άρρωστοι, οφείλεται αποκλειστικά στους θεσμούς με τους οποίους οι συγκεκριμένες αυτές κοινωνίες είχαν την προνοητικότητα ή την ικανότητα να εφοδιαστούν. Οι πολιτικοί θεσμοί, υποστηρίζουν οι συγγραφείς, καθορίζουν την ποιότητα των οικονομικών θεσμών μιας χώρας• μόνον τότε ο ρόλος της οικονομίας γίνεται αποφασιστικός για την ευημερία του συνόλου. Σωστή οικονομία και κατά συνέπεια κοινωνική ευημερία προϋποθέτει σωστές πολιτικές επιλογές. Τα έθνη παρακμάζουν, λένε, γιατί οι ολιγαρχίες της εξουσίας παίρνουν αποφάσεις που οδηγούν στην ένδεια μεγάλες ομάδες πολιτών. Αυτό δεν συμβαίνει από λάθος ή από άγνοια, αλλά σκοπίμως.
Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι τα παραπάνω είναι ίσως προφανή, κάποιος άλλος ότι καμία θεωρία δεν μπορεί να δώσει μια μονοδιάστατη απάντηση σε τέτοιου είδους ερωτήματα. Η έρευνα όμως οφείλει να κάνει τη δουλειά της και οι Acemoglu και Robinson έχουν κάνει τη δική τους μέσα από μια ευρύτατη γεωγραφική επισκόπηση και εντυπωσιακή τεκμηρίωση ιστορικών παραδειγμάτων που πάει πίσω στους αιώνες. Οι συγγραφείς ξεκινούν από τη νεολιθική περίοδο και προχωρούν μέσω της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στα έθνη-κράτη των Μάγια και στη μεσαιωνική Βενετία, εξετάζουν με μεγάλη έμφαση τον ρόλο της αποικιοκρατίας σε διάφορες περιοχές του κόσμου, κυρίως στην υποσαχάρια Αφρική και την Αμερική (ιδιαίτερα τη Λατινική), ερευνούν τα φαινόμενα πολιτικών αναταραχών από την Αγγλία του 18ου αιώνα ως την Αίγυπτο του 2011, αναλύουν τη Μέση Ανατολή, τη σταλινική Σοβιετική Ενωση και τις σοβιετικές δημοκρατίες μετά την πτώση του κομμουνισμού, καθώς και τις ιδιότυπες περιπτώσεις της σημερινής Κίνας και της Ινδίας. Ολα οδηγούν στο ίδιο συμπέρασμα: εκεί όπου είναι εγγυημένο το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, η οικονομική ελευθερία, η ισότητα απέναντι στον νόμο, η εξισορρόπηση των εξουσιών, εκεί όπου δημιουργούνται κίνητρα για την ενίσχυση του ανθρώπινου δυναμικού, για την ανάληψη οικονομικών πρωτοβουλιών σε περιβάλλον ισότητας, μπορεί να κατακτηθεί η ευημερία. Ποιος εγγυάται την εφαρμογή των παραπάνω; Μόνον οι θεσμοί και οι κυβερνήσεις που τους στηρίζουν. Γιατί οι θεσμοί είναι έτσι και όχι αλλιώς; Γιατί οι πολιτικοί επέλεξαν οι θεσμοί να είναι έτσι και όχι αλλιώς.
Λέξη-κλειδί για την παραπάνω προσέγγιση των συγγραφέων είναι η «πλουραλιστική συμπερίληψη» (inclusion) του συνολικού δυναμικού των πολιτών στο περιβάλλον ενός προηγμένου κράτους που σημαίνει ίσες δυνατότητες εκπαίδευσης, επενδύσεις στην έρευνα και την τεχνολογία, έμφαση στο συμφέρον της κοινότητας και όχι ενός μέρους της, περισσότερη δηλαδή ελευθερία• αντίθετα, η μέθοδος του αποκλεισμού και της εκμετάλλευσης (extraction) χρησιμοποιεί την πλειονότητα προς όφελος μιας αδίστακτης και ανεύθυνης μειοψηφίας. Η ιστορία δίνει την απάντηση: οι ακμαιότερες από τις χώρες που αποικίστηκαν από τους Ευρωπαίους κατέληξαν σήμερα να είναι οι λιγότερο ανεπτυγμένες• κατά συνέπεια δεν μετρούν οι γεωγραφικοί παράγοντες αλλά οι θεσμικοί. Επίσης, η Κορέα είναι μια χώρα ομοιογενής γεωγραφικά και πολιτισμικά, εντούτοις οι τεράστιες οικονομικές και κοινωνικές διαφορές μεταξύ της Βόρειας και της Νότιας οφείλονται στα απολύτως διαφορετικά θεσμικά μοντέλα που υιοθέτησαν οι πολιτικές ηγεσίες τους. Ο κίνδυνος εντούτοις του αποκλεισμού μπορεί να παρατηρείται και σε ένα τυπικά δημοκρατικό καθεστώς, όταν καταγράφονται φαινόμενα ανομίας και διαφθοράς ή όταν οι οικονομικές ανισότητες οδηγούν σε πολιτικές ανισότητες ικανές να υπονομεύσουν τους θεσμούς, όπως οι συγγραφείς αφήνουν να εννοηθεί επίσης για τις σημερινές ΗΠΑ.
Το Γιατί τα Εθνη Παρακμάζουν θίγει την καρδιά του σημερινού προβλήματος της Ελλάδας: αν δεν υπήρχε θα έπρεπε να το είχαμε εφεύρει. Το βιβλίο αναδεικνύει τη σημασία της υπεύθυνης και ολοκληρωμένης δημοκρατίας και της νομιμότητας στην υπηρεσία της ανάπτυξης, θεωρώντας δεδομένη την εφαρμογή των συμφωνημένων κανόνων. Τίποτε πιο μακριά από το ολέθριο φαινόμενο της αποσύνθεσης των θεσμών στη σημερινή Ελλάδα. Το κυριότερο πρόβλημά μας σήμερα δεν είναι η οικονομία αλλά η κατάρρευση της πολιτικής. Το βιβλίο μάς εξηγεί πώς θα καταλήξουμε αν δεν αλλάξουμε νοοτροπία. Αλλά αυτό είναι μάλλον αδύνατο.

Ο κ. Ανδρέας Γιακουμακάτος είναι αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας και Θεωρίας της Αρχιτεκτονικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.