Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2010

«Η δημοκρατία δεν συμβαδίζει με την εθνική ομοιογένεια»

Η Νάντια Ουρμπινάτι δεν βρίσκει αστείο ούτε γραφικό τον Μπερλουσκόνι. Οσο πολλοί συμπατριώτες της και ακόμη περισσότεροι Ευρωπαίοι γελούν με τα απίστευτα καμώματά του, η Ουρμπινάτι κάνει λόγο για μια «πληγή δεσποτισμού» από την οποία υποφέρει η χώρα της και αγωνιά θεωρώντας πως αρνούνται να αντικρίσουν την πραγματικότητα: «Η σημερινή κυβέρνηση είναι πολύ ακραία.
Η Ιταλία βρίσκεται σε κρίσιμο σταυροδρόμι και διακρίνονται δύο πιθανές εξελίξεις: είτε θα παραμείνει μια κοινοβουλευτική δημοκρατία, είτε θα μετατραπεί, όπως επιθυμεί ο Μπερλουσκόνι, σε προεδρική δημοκρατία όπου ο πρόεδρος θα είναι πολύ ισχυρός», λέει η καθηγήτρια Πολιτικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης και τακτική αρθρογράφος της εφημερίδας «La Repubblica».

Και η αντιπολίτευση τι κάνει; «Εχει τεράστιες ευθύνες. Η ασάφεια που χαρακτηρίζει το λόγο της δεν βοηθάει. Οσα έχει να πει, απαντούν μόνο σε καταστάσεις του παρελθόντος, όχι σε αυτά που συμβαίνουν αυτήν τη στιγμή», απαντάει η Ουρμπινάτι, μιλώντας μας από το σπίτι της στην Μπολόνια, λίγες ημέρες μετά τα βίαια ρατσιστικά επεισόδια στο Ροζάρνο της Καλαβρίας.

Λέτε ότι οι δημοκρατικοί θεσμοί στην Ιταλία έχουν υποστεί σοβαρά πλήγματα. Ποια είναι τα σημαντικότερα;

«Ναι, πολύ σοβαρά πλήγματα και μέχρι πολύ πρόσφατα όλοι, και η αντιπολίτευση, κοιμούνταν. Πρώτα απ' όλα η κυβέρνηση εκδίδει διάφορα διατάγματα -τα οποία επιδιώκει να μετατρέψει και σε νόμους- που αποσκοπούν αποκλειστικά στην επίλυση συγκεκριμένων προβλημάτων του Μπερλουσκόνι. Με λίγα λόγια, φτιάχνονται νόμοι για χάρη του Μπερλουσκόνι. Αλλη μεγάλη ζημιά είναι η συστηματική επίθεση στη Δικαιοσύνη και τους λειτουργούς της, μέσω των εφημερίδων και των τηλεοπτικών σταθμών που ελέγχει ο πρωθυπουργός, από όπου εκτοξεύονται κατηγορίες εναντίον των δικαστικών λειτουργών όχι μόνο για μεροληπτική συμπεριφορά, αλλά και για δίωξη του Μπερλουσκόνι. Και άλλο ένα πλήγμα είναι η μισαλλοδοξία, την οποία προπαγανδίζουν αυτά τα μέσα ενημέρωσης. Αυτή η χώρα γίνεται όλο και λιγότερο ανεκτική. Το γεγονός ότι η προπαγάνδα προέρχεται από το εσωτερικό της ίδιας της κυβέρνησης και από το Κοινοβούλιο, είναι κάτι απολύτως εξωφρενικό για μια δημοκρατία».

Πριν από τα Χριστούγεννα, ο δήμαρχος μιας πόλης του ιταλικού βορρά είχε κηρύξει την καμπάνια για «Λευκά Χριστούγεννα», καλώντας τους ντόπιους να καταδίδουν όσους μετανάστες δεν είχαν νόμιμες άδειες παραμονής. Λίγους μήνες νωρίτερα ένας άλλος Ιταλός πολιτικός καλούσε σε «επανάσταση ενάντια στους γύφτους», στοχοποιώντας τους Ρομά. Και ο Μπερλουσκόνι έχει πει ότι οι δρόμοι του Μιλάνου τού θυμίζουν πόλη της Αφρικής. Εχει κανείς την εντύπωση ότι ο ρατσιστικός και ξενοφοβικός λόγος έχει φτάσει να θεωρείται φυσιολογικός και αναμενόμενος στην Ιταλία - είναι έτσι;

«Είναι έτσι, απολύτως. Εδώ εντοπίζεται το τεράστιο πρόβλημα για τη δημοκρατία μας. Να το εξηγήσω: Το γεγονός ότι ο μισαλλόδοξος, ανοιχτά ρατσιστικός λόγος θεωρείται φυσιολογικός, συνδέεται με την παθητική αποδοχή -ακόμη και την υποστήριξη- εκ μέρους των πολιτών τής απόλυτης κυριαρχίας του ηγέτη. Του ηγέτη που έχει μια εξυπνάδα να απαντήσει σε κάθε περίσταση, που αυτοπροτείνεται ως ο ικανότερος όλων. Η παθητική αποδοχή του συνεπάγεται και την αποδοχή της γλώσσας που χρησιμοποιεί. Αντί να δίνεται στην κοινωνία των πολιτών η δυνατότητα να καλλιεργήσει τη δική της γλώσσα, η κυβέρνηση είναι εκείνη που υποβάλλει ποια είναι η γλώσσα που πρέπει να κυριαρχεί στην κοινωνία. Δηλαδή, οι ηγέτες χειραγωγούν το λαό».

Εχετε γράψει ότι καθώς το 80% των Ιταλών ενημερώνονται από την τηλεόραση, ζουν σε ένα καθεστώς που θα μπορούσε να περιγραφεί σαν διαμεσολαβημένη απολυταρχία: είναι αποκλεισμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο και αγνοούν τι γράφει και τι σκέφτεται ο έξω κόσμος γι' αυτούς. Ωστόσο αυτή η απομόνωση για την οποία μιλάτε, δεν είναι προϊόν καταναγκασμού.

«Πρόκειται για έναν απομονωτισμό που δεν θυμίζει τον παλιό φασισμό. Μιλάμε για πέντε κρατικά κανάλια τα οποία είναι πολύ δημοφιλή. Στο μεταξύ, όλες οι εφημερίδες που ελέγχονται άμεσα ή έμμεσα από τον Μπερλουσκόνι, φιλτράρουν ό,τι γράφεται και λέγεται για τη χώρα στο εξωτερικό. Κάθε φορά που μια ανεξάρτητη εφημερίδα αναδημοσιεύει κάποιο άρθρο από τον ξένο Τύπο, δέχεται επίθεση για διασπορά ψευδών ειδήσεων και πληρωμένης προπαγάνδας. Η κατάσταση δεν είναι κρίσιμη με την έννοια ότι έχουμε φτάσει στο σημείο όπου μπορεί ένας άνθρωπος να φυλακιστεί για τις ιδέες του, αλλά με την έννοια ότι οι πολίτες έχουν εξοικειωθεί απολύτως με ένα σύστημα στο οποίο οι τηλεοπτικές ειδήσεις αφιερώνουν πέντε δευτερόλεπτα για να πουν τι γίνεται στον πλανήτη και άλλα πέντε για να πουν τι γίνεται στη χώρα».

Και η κοινωνία των πολιτών πώς αντιδρά; Πού αποδίδετε τη σιωπή και, ίσως, την απάθεια απέναντι στη χειραγώγηση και τα πολιτικά σκάνδαλα του Μπερλουσκόνι;

«Νομίζω ότι τα μέσα ενημέρωσης, η τηλεόραση περισσότερο, πραγματικά επηρεάζουν και μπορούν να αλλάξουν τον τρόπο που συμπεριφερόμαστε. Οι άνθρωποι διαμορφώνουν για τον κόσμο μια αντίληψη που διαμεσολαβείται από όσα βλέπουν στην τηλεόραση -και αυτά που βλέπουν είναι μονίμως καθησυχαστικά. Είναι καθησυχαστικά με την έννοια ότι όσα βλέπει κανείς, είτε τον κάνουν να γελάει, είτε προϋποθέτουν ότι δεν χρειάζεται να μπει στον κόπο να σκεφτεί, είτε περιστρέφονται γύρω από το πόσο καταπληκτικός είναι ο Μπερλουσκόνι και πώς τα καταφέρνει πάντα και παντού. Οι άνθρωποι εκπαιδεύονται στο να αντιμετωπίζουν κάθε τι που κάνει ο Μπερλουσκόνι σαν είδηση, έτσι συνηθίζουν να σκέφτονται. Το δεύτερο είναι ότι εκπαιδεύονται στο να σκέφτονται ότι η πολιτική απασχολεί μόνο την κυβέρνηση και τους βουλευτές, ενώ οι ίδιοι δεν έχουν καμία σχέση με τη βρωμιά της πολιτικής. Φαντάζονται, λοιπόν, ότι η πολιτική δεν είναι δική τους δουλειά. Και ένα τρίτο στοιχείο είναι ότι οι άνθρωποι δεν συμμετέχουν σε κινήσεις πολιτών, σε οργανώσεις κ.λπ.».

Εχει κανείς την εντύπωση ότι ο Μπερλουσκόνι και οι εταίροι του στην κυβέρνηση καταφέρνουν να μονοπωλούν το δημόσιο διάλογο. Αυτή η εντύπωση δημιουργείται λόγω του ελέγχου που ασκεί στη μεγάλη μερίδα των μέσων ενημέρωσης;

«Η κατάσταση είναι περίπλοκη. Ο Γκράμσι είχε δίκιο όταν έλεγε ότι αν θέλουμε να κατανοήσουμε τους μετασχηματισμούς στις απόψεις και στον τρόπο που σκέφτεται η κοινωνία, πρέπει να εξετάσουμε τι έχει προηγηθεί, σε βάθος χρόνου. Ο Μπερλουσκόνι, λοιπόν, ξεκίνησε τις δραστηριότητές του στα τέλη της δεκαετίας του '70. Τότε έκανε την αρχή με τα trash τηλεοπτικά κανάλια, που άρχισαν να αλλάζουν τον τρόπο σκέψης. Θέλω να πω ότι κάθε μέρα όλοι μιλούν για το Big Brother, είναι η είδηση με την οποία ασχολούνται. Είχε λοιπόν προετοιμαστεί το έδαφος ώστε να φτάσουν οι άνθρωποι να προσεγγίσουν σήμερα την πολιτική με τον τρόπο που ο Μπερλουσκόνι επιθυμεί να προσεγγίζουμε την πολιτική. Αυτό είναι το ένα. Το δεύτερο έχει να κάνει με τον τρόπο που οργανώνονται τα πολιτικά ντιμπέιτ στην τηλεόραση. Εδώ, λοιπόν, έχουν μετατρέψει τις πολιτικές συζητήσεις σε ένα είδους Κολοσσαίου. Δεν υπάρχει ούτε διάλογος, ούτε ανάλυση -μόνο κραυγές, επιθέσεις και προσβολές, ακόμη και χυδαίες προσωπικές προσβολές. Κάτι που σημαίνει ότι η γλώσσα έχει ολοκληρωτικά αλλάξει και οι άνθρωποι έχουν καταστεί πολιτικώς αδαείς. Δεν γνωρίζουν πλέον τη διαφορά ανάμεσα στη δημόσια γλώσσα της πολιτικής και την ιδιωτική γλώσσα που χρησιμοποιούμε μεταξύ φίλων. Μπορεί αυτή η ανάλυση της κατάστασης να ακούγεται περίπλοκη ή εξεζητημένη, αλλά έτσι έχουν τα πράγματα. Οι άνθρωποι είναι πλέον ανίκανοι να συζητήσουν. Οταν σε πολιτική συζήτηση ακούγονται σχόλια όπως "ο τάδε είναι βλάκας" ή "ο τάδε είναι ηλίθιος", ε, αυτό δεν συνιστά πολιτικό σχόλιο. Αν ρωτήσει κάποιος τους Ιταλούς ποια είναι η γνώμη τους για το νόμο που αφορά τους μετανάστες, η απάντηση που παίρνει ότι οι μετανάστες πρέπει να φύγουν και να πάνε στην πατρίδα τους. Δεν μπορούν να κάνουν καμία ανάλυση».

Οι νόμοι που στρέφονται ενάντια στους μετανάστες που βρίσκονται παράνομα στη χώρα, επιδρούν με κάποιον τρόπο στην κοινωνία;

«Κάθε φορά που αφαιρείς ένα δικαίωμα από μια ομάδα του πληθυσμού, περιορίζεις και τα δικά σου δικαιώματα ως πολίτη -είναι ιστορικά αποδεδειγμένο. Εδώ λοιπόν έχουμε να κάνουμε με μια αντίληψη της δημοκρατίας ως ισχυρά πλειοψηφικής και θεμελιωμένης στην εθνική ομοιογένεια. Ειδικά η Λέγκα του Βορρά καλλιεργεί μια αντίληψη για τη δημοκρατία ως κάτι που ανήκει αποκλειστικά τους Χριστιανούς, τους Ιταλούς, και μάλιστα τους λευκούς Ιταλούς. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του Μπαλοτέλι, του διάσημου ποδοσφαιριστή της Ιντερ, ο οποίος έχει μαύρο πρόσωπο, λευκό όνομα και λευκή προφορά. Κάθε φορά που είναι στο γήπεδο, δέχεται φοβερές ρατσιστικές προσβολές. Πριν από λίγο καιρό αντέδρασε, εκφράζοντας την ενόχλησή του προς τους θεατές. Και γι' αυτό δέχτηκε επικρίσεις».

Η κοινή γνώμη στράφηκε εναντίον του;

«Ναι. Θεωρήθηκε ότι ύστερα από μήνες προσβολών, δεν θα έπρεπε να λέει τίποτε! Κοιτάξτε, κατά τη γνώμη μου υπάρχει ένα ζήτημα με τη γλώσσα. Εγώ ζω στις ΗΠΑ. Εκεί δεν θεωρείται πρέπον να χρησιμοποιεί κανείς όποια γλώσσα του κάνει κέφι, ανά πάσα στιγμή. Εννοώ ότι δεν μπορεί κανείς να μιλά με το στομάχι, οφείλει να μιλά με τον εγκέφαλο. Ορισμένοι διατείνονται ότι είναι υποκριτικό να χαρακτηρίζεις έναν άνθρωπο αφροαμερικανό και όχι αράπη. Οχι, δεν είναι υποκριτικό. Η γλώσσα παράγει σκέψη και παράγει δράση. Αν μπω σε ένα μπαρ κι αρχίζω να ουρλιάζω "βρωμοαράπηδες", πιστέψτε με θα βρεθούν πολλοί να με μιμηθούν. Στο δημόσιο χώρο πρέπει να χρησιμοποιούμε δημόσια γλώσσα, όχι την ιδιωτική γλώσσα που υπαγορεύει το στομάχι μας. Είναι ένας διαχωρισμός που έχουμε χάσει στην Ιταλία. Γιατί ο Μπόσι, ο Μπερλουσκόνι, όλοι οι πολιτικοί που διαμορφώνουν πρότυπα, χρησιμοποιούν αυτή την εξαχρειωμένη γλώσσα που τους υπαγορεύει το στομάχι τους».

Info: Ανάμεσα στα βιβλία της Νάντια Ουρμπινάτι που κυκλοφορούν στα αγγλικά, ξεχωρίζουν τα Representative Democracy: Principles and Genealogy (University of Chicago Press), και Mill on Democracy: from the Athenian Polis to Representative Government (University of Chicago Press).
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΟΙΚΟΝΟΜΑΚΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 23/1/2010

Αυτοοργάνωση αγροτών

Εδώ και δεκαετίες οι αγρότες δέχονται επίθεση από σχεδόν σύμπασα την κοινωνία με προεξάρχοντες τους πολιτικούς ταγούς, οι οποίοι τους αντιμετωπίζουν σχεδόν περιφρονητικά.
Το αποκορύφωμα είναι ότι παρουσιάζονται, από τα ΜΜΕ κυρίως, σαν οι κύριοι υπαίτιοι της δυσλειτουργίας της αγοράς, μιας και οι αποκλεισμοί δρόμων είναι ανάσχεση στην κίνηση του εμπορίου (μεταφορές, ανταλλαγή αγαθών κ.λπ.).

Η επίθεση που δέχονται οι αγρότες είναι άδικη. Απομονωμένοι, ασυντόνιστοι, χειραγωγούμενοι οι πλείστοι από αγροτοπατέρες δεν μπορούν να πείσουν την κοινωνία ότι αντιμετωπίζουν πρόβλημα επιβίωσης, αλλά και της ίδιας της ύπαρξής τους.

Για να υποστηρίξει κάποιος τα συμφέροντά του, την ύπαρξή του, οφείλει να ευρίσκεται μέσα στην κοινωνία, να είναι, ως κοινωνική ομάδα, μαζί με άλλες κοινωνικές ομάδες, μαζί με άλλους εργαζόμενους.

Θα 'πρεπε λοιπόν οι αγρότες, αφού γνωρίζουν ότι δεν υπάρχει εθνική αγροτική πολιτική, να στρέψουν τα νώτα σε πολιτική και κόμματα και να αυτοοργανωθούν. Να αναδιαρθρώσουν τη ζωή τους σε τοπικό επίπεδο, να αναζωογονήσουν τις κοινότητες, τις περιφέρειες. Να δημιουργήσουν τοπικές κοινότητες, ικανές «να ικανοποιούν τις ανάγκες των πολιτών που ζουν σε αυτές με υποδομές υγείας, ψυχαγωγίας, εκπαίδευσης, αλλά και με την τοπική (αυτο)παραγωγή προϊόντων, την ενεργειακή αυτάρκεια μέσω της αυτοπαραγωγής κ.ά. Ταυτοχρόνως η αναζωογόνηση των τοπικών κοινοτήτων δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την εγκαθίδρυση μοντέλων άμεσης δημοκρατίας». (Περιοδικό «Μάγμα», τ. 5).

Για να συμβεί αυτό, ο αγρότης οφείλει να πειστεί ότι πάνω απ' όλα είναι η αλληλεγγύη προς τους άλλους αγρότες, να μάθει να συνεργάζεται μαζί τους. Να συνειδητοποιήσει ότι συνδικαλιστές και πολιτικοί είναι ένα και ταυτόν, δηλαδή παράσιτα, και ότι, τελικά, μπορούν να διαχειριστούν την οικονομία μόνοι τους.

Αλλά και όλοι οι υπόλοιποι πρέπει επιτέλους να συνομολογήσουμε ότι «δεν είναι δυνατόν να έχουμε απεριόριστη ανάπτυξη σ' έναν πεπερασμένο κόσμο». (Πωλ Αριές, «Μάγμα»). Οι φωνές που απαιτούν διατροφική αυτάρκεια, ευτυχώς, πυκνώνουν. Ζητούν απεξάρτηση από υπερεθνικές εταιρείες, στήριξη αγροκτημάτων μικρής κλίμακας, δημιουργία συνεταιρισμών, στήριξη των τιμών στην αγορά, πρόσβαση σε τεχνογνωσία, εφόδια και φυσικούς πόρους. Αλλά πρέπει να «χτιστούν» συμμαχίες. Η αλληλεγγύη και η συνεργασία είναι εκ των ων ουκ άνευ, ώστε να αντιμετωπιστούν η κρατική ακηδία, η πίεση των πολυεθνικών, οι μονοκαλλιέργειες, τα μεταλλαγμένα προϊόντα, το χάσμα, τέλος, μεταξύ παραγωγών και καταναλωτών. Υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που έχουν επιλέξει να ζουν καλλιεργώντας τη γη, πώς να το κάνουμε;

Μικρομεσαίοι καλλιεργητές που ζητούν το ελάχιστο· να ζουν ανθρώπινα μέσα απ' αυτή τους την επιλογή. (Αλλο ζήτημα οι επιχειρηματίες μεγαλοκαλλιεργητές· ουσιαστικά είναι θηρευτές κέρδους, αδιαφορώντας για τη βιοποικιλότητα, για τη «Δημοκρατία της Γης»). Είναι θλιβερό να κλείνουν τα καφενεία στα χωριά, να μην υπάρχει φως, ελπίδα, χαρά. Είναι λυπηρό νέοι άνθρωποι να φυλακίζονται στο σπίτι τους γιατί δεν μπορούν να βγουν στην «αγορά» να συνομιλήσουν, να αλληλοκεραστούν. Και είναι εξοργιστικό οι του άστεως να τους κατηγορούμε ανερυθρίαστα γιατί τάχα μου οι κινητοποιήσεις τους δεν είναι οι ενδεδειγμένες (sic). Πόσοι αγρότες έχουν απομείνει στη χώρα; Περί τους 500.000, εκ των οποίων, -λένε οι στατιστικές- μόνο οι μισοί έχουν κύρια ασχολία την καλλιέργεια της γης, με πανάκριβα δε γεωργικά φάρμακα, με υψηλότατο κόστος παραγωγής (μηχανήματα, πετρέλαια, μεροκάματα...).

φείλουμε άπαντες να υποστηρίξουμε τον αγώνα τους, την πρωτογενή, διάολε, παραγωγή. Τι θα τρώμε εάν αυτοί οι λίγοι εξαφανιστούν; Πλαστικά, χημικά, μεταλλαγμένα. Δεν θα αργήσει και η δική μας μετάλλαξη, εάν δεν ταρακουνηθούμε, διότι αύριο θα 'ναι η δική μας σειρά να εξωθηθούμε στο περιθώριο, στον αγώνα για επιβίωση. Και όταν η επιβίωση απομακρύνεται ο αγώνας γίνεται λυσσαλέος, ανέλεγκτος, βίαιος, ανθρωποφαγικός.

Δεν είναι αυτή η μοίρα της ανθρωπότητας, εννοείται δεν θα 'πρεπε να είναι αυτή, εάν επικρατούσε η στοιχειώδης ισότητα στην πολιτική σκέψη και δράση. Γιατί αυτό που κινεί τις κοινωνίες είναι αποτέλεσμα δράσης και όχι πρόθεσης. Εμείς νομίζουμε ότι οι αγρότες μάς κλείνουν τους δρόμους ενώ, ουσιαστικά, προσπαθούν να μας ανοίξουν τα μάτια, να μας βγάλουν από τον λήθαργο του εφησυχασμού...
Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΤΑΜΑΤΟΠΟΥΛΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 23/1/2010