Ακόμα να καταλαγιάσει σε Κύπρο και Ελλάδα ο θόρυβος από την ομιλία του προέδρου Χριστόφια στο Ιδρυμα Brookings, ένα από τα σημαντικότερα θινκ τανκ των ΗΠΑ.
Με εξαίρεση τα κόμματα και τον Τύπο της Αριστεράς που καταγράφουν το σύνολο της επιχειρηματολογίας του Κύπριου προέδρου, η προσοχή των περισσότερων αναλυτών στράφηκε στον χαρακτηρισμό «εισβολή» που χρησιμοποίησε για την ανατροπή του Μακαρίου από τη χούντα του Ιωαννίδη τον Ιούλιο του 1974. Και τι δεν ακούστηκε ή γράφτηκε εναντίον του κ. Χριστόφια! Οτι «νομιμοποίησε τον Αττίλα» (Μάκης Κουρής στο «Παρόν»), ότι «το ολίσθημά του ήταν ιστορικό» (Μιχάλης Ιγνατίου στο «Εθνος»), ακόμα και ότι κάνει «σταλινικού τύπου προπαγάνδα» (Σταύρος Λυγερός στην «Καθημερινή»). Εγινε μάλιστα και το πρωτοφανές. Εξέδωσε ειδική επικριτική ανακοίνωση το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης χαρακτηρίζοντας «ατυχείς» τις δηλώσεις και θεωρώντας «αδιανόητο όσο και ανιστόρητο να εξισώνεται η τουρκική εισβολή στην Κύπρο με το πραξικόπημα κατά του προέδρου Μακαρίου».
Ο κ. Χριστόφιας πράγματι μίλησε για «εισβολή» και της Ελλάδας. Αλλά βέβαια ουδέποτε εξομοίωσε τις δύο εισβολές ούτε και τις ευθύνες των δύο κρατών, ενώ αναφέρθηκε στο Κυπριακό ως «πρόβλημα εισβολής και κατοχής», όπως είναι η πάγια ελληνική και κυπριακή γραμμή.
Συνιστούμε στους αναγνώστες μας να επισκεφτούν τον ιστότοπο του αμερικανικού θινκ τανκ (http://www.brookings.edu/events/2010/0927_cyprus.aspx) και να διαβάσουν (ή καλύτερα να ακούσουν, γιατί η απομαγνητοφώνηση της ομιλίας είναι ελλιπής και γεμάτη παρακούσματα) όσα είπε ο κ. Χριστόφιας. Και μόνοι τους να κρίνουν.
Η επίμαχη φράση έχει ως εξής: «Η ανάμιξη των τριών εγγυητριών δυνάμεων έπαιξε δυστυχώς αρνητικό ρόλο στις εξελίξεις στην Κύπρο και οι λεγόμενες μητέρες πατρίδες στην ουσία εισέβαλαν και οι δύο» («the two so-called motherlands, in fact, invaded both»).
Αλλά τι ήταν το «αδιανόητο» στη διατύπωση αυτή του κ. Χριστόφια; Μήπως η συνωμοσία της χούντας δεν ήταν στρατιωτική επέμβαση σε ένα ανεξάρτητο κράτος;
Εκείνος που πρώτος χαρακτήρισε «εισβολή» το πραξικόπημα δεν ήταν άλλος από τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Ο νόμιμος πρόεδρος της Κύπρου, ο οποίος κατόρθωσε να διαφύγει από τη δολοφονική απόπειρα εναντίον του στις 15 Ιουλίου 1974, τέσσερις μέρες αργότερα, απευθυνόμενος από το βήμα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ στη διεθνή κοινότητα, μίλησε για εισβολή της ελληνικής χούντας στην ανεξάρτητη Κύπρο. Το επίμαχο απόσπασμα περιλαμβάνεται στο βιβλίο του στενού του συνεργάτη Νίκου Κρανιδιώτη («Ανοχύρωτη Πολιτεία. Κύπρος 1960-1974», εκδ. Εστία, τ. Β., σελ. 393-4):
«Το πραξικόπημα εστοίχισε πολλήν αιματοχυσίαν και αφήρεσε πολλάς ζωάς. Αντιμετωπίσθη δι' αποφασιστικής αντιστάσεως των νομίμων Δυνάμεων Ασφαλείας και του Ελληνικού λαού της Κύπρου. Δεν δύναμαι μετά βεβαιότητος να είπω ότι η αντίστασις και η αντίδρασις του Ελληνικού πληθυσμού της Κύπρου εναντίον των συνωμοτών θα τερματισθή προ της αποκαταστάσεως της ελευθερίας και των δημοκρατικών δικαιωμάτων του. Ο Κυπριακός λαός ουδέποτε θα υποκύψη εις την δικτατορίαν, παρ' όλον ότι προς στιγμήν η κτηνώδης βία των τεθωρακισμένων και των τανκς δυνατόν να επικρατήση. Δυνατόν να υποστηριχθή ότι ό,τι συνέβη εν Κύπρω είναι μία επανάστασις, και ότι μία Κυβέρνησις εγκαθιδρύθη επαναστατικώ δικαίω. Αύτη δεν είναι η περίπτωσις. Δεν έγινε επανάστασις εις Κύπρον, η οποία θα ηδύνατο να θεωρηθή ως μία εσωτερική υπόθεσις. Ητο μία εισβολή, η οποία παρεβίασε την ανεξαρτησίαν και την κυριαρχίαν της Δημοκρατίας. Και η εισβολή συνεχίζεται, εφ' όσον υπάρχουν Ελληνες αξιωματικοί εις Κύπρον. Τα αποτελέσματα της εισβολής θα είναι καταλυτικά διά την Κύπρον, εάν δεν υπάρξη επάνοδος εις την συνταγματικήν ομαλότητα και εάν αι δημοκρατικαί ελευθερίαι δεν αποκατασταθούν».
Και ο πρόεδρος Μακάριος κατέληξε: «Ποιούμαι έκκλησιν εις τα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας να πράξουν ό,τι δύνανται διά να θέσουν τέρμα εις την ανώμαλον κατάστασιν, η οποία εδημιουργήθη διά του πραξικοπήματος των Αθηνών. Καλώ το Συμβούλιον Ασφαλείας να χρησιμοποιήση όλους τους τρόπους και τα εις την διάθεσίν του μέσα, ώστε η συνταγματική τάξις εν Κύπρω και τα δημοκρατικά δικαιώματα του λαού της Κύπρου να αποκατασταθούν άνευ καθυστερήσεως. Ως έχω ήδη δηλώσει, τα γεγονότα εις Κύπρον δεν αποτελούν εσωτερικήν υπόθεσιν των Ελλήνων της Κύπρου. Οι Τούρκοι της Κύπρου επηρεάζονται επίσης. Το πραξικόπημα της ελληνικής χούντας είναι μία εισβολή, και εκ των συνεπειών της θα υποφέρη όλος ο λαός της Κύπρου: Αμφότεροι Ελληνες και Τούρκοι. Τα Ηνωμένα Εθνη έχουν μίαν Ειρηνευτικήν Δύναμιν σταθμεύουσαν εις Κύπρον. Δεν είναι δυνατόν ο ρόλος αυτής της Ειρηνευτικής Δυνάμεως να είναι αποτελεσματικός υπό συνθήκας στρατιωτικού πραξικοπήματος. Το Συμβούλιον Ασφαλείας πρέπει να καλέση το στρατιωτικόν καθεστώς της Ελλάδος να ανακαλέση εκ Κύπρου τους Ελληνας αξιωματικούς τους υπηρετούντας εις την Εθνικήν Φρουράν και να θέση τέρμα εις την εισβολήν αυτού εις Κύπρον. Πιστεύω, ότι, με όσα εξέθεσα ενώπιόν σας, σας έδωσα μίαν εικόνα της καταστάσεως. Δεν έχω αμφιβολίαν ότι μία κατάλληλος απόφασις του Συμβουλίου Ασφαλείας θα θέση τέρμα εις την εισβολήν και θα αποκαταστήση την παραβιασθείσαν ανεξαρτησίαν της Κύπρου και τα δημοκρατικά δικαιώματα του Κυπριακού λαού».
Ασφαλώς η ιστορική αυτή ομιλία του Μακάριου είναι γνωστή σε όσους ξεσηκώθηκαν κατά του προέδρου Χριστόφια. Οπως είναι γνωστό και ότι γι' αυτή την ομιλία ο Μακάριος έχει κατά καιρούς γίνει στόχος παρόμοιων επικρίσεων μ' αυτές που δέχεται ο σημερινός πρόεδρος της Κύπρου. Αλλά αυτές οι επιθέσεις μέχρι σήμερα προέρχονταν κατά κανόνα από απολογητές της χούντας και στελέχη της κυβέρνησης Ανδρουτσόπουλου.
Αν κάτι ενόχλησε τόσο πολύ στην ομιλία του κ. Χριστόφια είναι η επιμονή του να μιλά εκ μέρους ενός ανεξάρτητου κράτους το οποίο περιλαμβάνει Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους και να αναζητεί μια «ισορροπημένη λύση» που θα «υπηρετεί τα δικαιώματα τόσο των Ελληνοκυπρίων όσο και των Τουρκοκυπρίων». Αυτή η προοπτική μοιάζει εφιάλτης για τους πολιτικούς εγκεφάλους και στις δύο πλευρές του Αιγαίου, που προτιμούν την οριστική διχοτόμηση από κάθε συμβιβασμό για τη διατήρηση του ενιαίου ανεξάρτητου κράτους.
ios@enet.gr / www.iospress.gr
Σάββατο 9 Οκτωβρίου 2010
"Δεν θα σας σώσει ο από μηχανής θεός"
Ο αμερικανός φιλόσοφος μας καλεί να αντιμετωπίσουμε την κρίση με πολιτική φαντασία
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ Γ. Π. ΜΑΛΟΥΧΟ | ΒΗΜΑ Σάββατο 9 Οκτωβρίου 2010
«Η φιλοσοφία είναι το εργαλείο της αυτονομίας του ανθρώπου. Ξεκίνησε όταν κάποιοι άνθρωποι, εδώ, στην Αθήνα, περπάτησαν και άσκησαν κριτική στην πόλη και σε κάθε μορφή διακυβέρνησής της. Εμείς όμως σήμερα έχουμε χάσει την αυτονομία και την ελευθερία μας, ζώντας σε κοινωνίες που βρίσκονται
εκτός ελέγχου» υποστηρίζει μεταξύ άλλων μιλώντας στο «Βήμα» ο Σάιμον Κρίτσλεϊ, ενώ θέτει τα ερωτήματα «τι σημαίνει αντιπροσώπευση;» και «γιατί η πολιτική εξουσία πρέπει να χαρίζεται σε αντιπροσώπους;». Φιλόσοφος μιας νέας γενιάς με σημαντική διεθνή επιρροή, ο Κρίτσλεϊ υποστηρίζει ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι κοινωνίες ως προς την ελευθερία
τους προέρχεται από το μέγεθος των κρατών που δεν επιτρέπει την ύπαρξη ουσιαστικής δημοκρατίας. Επίσης μας καλεί να σταματήσουμε να κυνηγάμε μια ζωή ευημερίας πέρα και πάνω από τις δυνάμεις μας, αλλά και να φανταζόμαστε ότι μπορεί να μας σώσουν διάφοροι «από μηχανής θεοί»... Ο Σάιμον Κρίτσλεϊ βρέθηκε για λίγες ημέρες στην Αθήνα, για την προετοιμασία
των «Διαλόγων των Αθηνών» του Ιδρύματος Ωνάση, μιας μεγάλης διεθνούς πρωτοβουλίας διαλόγου, που θα πραγματοποιηθεί τον ερχόμενο μήνα εγκαινιάζοντας τη νέα Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος. Διδάσκει φιλοσοφία μεταπτυχιακούς φοιτητές σε ένα από τα πιο πρωτοποριακά πνευματικά κέντρα της Νέας Υόρκης, τη Νew School for Social Research.
- Αλήθεια, ποιος ενδιαφέρεται για τη φιλοσοφία σήμερα; Ποιον αφορά;
«Η φιλοσοφία ξεκίνησε από εδώ, λίγα μέτρα πιο κάτω από εδώ που βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή! Και πώς ξεκίνησε; Από τρεις ανθρώπους. Τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα, τον αδελφό του Πλάτωνα, και κάποιους άλλους... Ξεκίνησε όταν αυτοί οι άνθρωποι περπάτησαν και άσκησαν κριτική στην πόλη και σε κάθε μορφή διακυβέρνησής της. Και έτσι αμφισβήτησαν ό,τι υπήρχε ως τότε στο κράτος και στην εξουσία και οραματίστηκαν μιαν άλλη ζωή. Ηταν λοιπόν μια περιθωριακή δραστηριότητα κάποιων ανθρώπων, που όμως εξαπλώθηκε στη συνέχεια. Σήμερα βέβαια οι κοινωνίες δεν έχουν χώρο για τη φιλοσοφία. Την ίδια στιγμή στους “Νew Υork Τimes”, οι οποίοι έχουν 1 εκατομμύριο αναγνώστες την ημέρα, τα άρθρα για τη φιλοσοφία έχουν διαβαστεί τους τελευταίους έξι μήνες από 4 εκατομμύρια ανθρώπους. Είναι λοιπόν ένα παράδοξο, υπάρχει μια αντίφαση: από τη μία μεριά η φιλοσοφία είναι περιθωριακή, από την άλλη όμως ενδιαφέρει κάθε άνθρωπο που έχει μπροστά του αναπάντητα ακόμη τα βασικά υπαρξιακά και ηθικά ερωτήματα για το νόημα και την αξία της ζωής του. Εχει συνεπώς προστιθέμενη αξία για κάθε άνθρωπο: ποιος είμαι, ποιοι είναι οι άλλοι, ποιες είναι οι ευθύνες μου απέναντί τους, πού βαδίζω, πώς βαδίζω στη ζωή μου... Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που “πεινούν” για φιλοσοφία, ακόμη κι αν δεν το ξέρουν...».
- Ερχεστε στην Ελλάδα σε μια εξαιρετικά δύσκολη στιγμή. Τι μπορεί να προσφέρει η φιλοσοφία στους ανθρώπους που βρίσκονται μέσα σε μια τέτοια κρίση;
«Υπάρχουν κάποια πράγματα που μπορεί να προσφέρει. Η φιλοσοφία μάς δίνει τη δυνατότητα να κρίνουμε και να ασκούμε κριτική στις εξουσίες- αυτό έκανε ο Σωκράτης περπατώντας προς τον Πειραιά-, όπως μας δίνει και τη δυνατότητα να βλέπουμε άλλες μορφές οργάνωσης. Στις δυτικές χώρες το Α και το Ω αντιπροσωπεύονται από τη Δημοκρατία. Αλλά η φιλοσοφία μπορεί να δώσει και άλλες ιδέες για το πώς μπορεί να οργανωθεί η ανθρώπινη ζωή μέσα στις κοινωνίες. Οι άνθρωποι θέλουν να ρίχνουν το φταίξιμο σε πολιτικούς και μετά να φέρνουν άλλους πολιτικούς να διορθώνουν αυτά που χάλασαν οι προηγούμενοι, και ξανά από την αρχή. Η φιλοσοφία λοιπόν μπορεί να βάλει κάποια στοιχεία κριτικής σε όλο αυτό. Ζούμε σε χώρες αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Αλλά τι σημαίνει “αντιπροσώπευση”; Γιατί η πολιτική εξουσία πρέπει να χαρίζεται σε αντιπροσώπους; Και πώς γίνεται αυτό; Σκεφθείτε το για ένα δευτερόλεπτο! Λέει ένας πολιτικός: “Αντιπροσωπεύω τη θέληση του λαού”. Είναι αλήθεια; Είναι έτσι; Το σύστημά μας δεν θα έπρεπε να είναι αντιπροσωπευτικό, αλλά θα έπρεπε να απαρτίζεται από συνελεύσεις».
- Οι κυβερνήσεις θα αφήσουν έτσι εύκολα τις εξουσίες τους για να περάσει ο κόσμος σε άλλα μοντέλα οργάνωσης;
«Ασφαλώς όχι! Χρειάζεται ένα σοκ! Αλλά είχαμε πολλά σοκ στην Ιστορία. Δείτε ακόμη και αυτή την κρίση. Είναι ένα σοκ... Υπάρχει επίσης και ένα πολύ κρίσιμο σημείο που αναπτύσσεται πάρα πολύ ειδικά στην αρχαία ελληνική παράδοση, αλλά που σήμερα το έχουμε ξεχάσει. Είναι η ηθική, η οποία επηρεάζει τα πάντα. Από τον Επίκουρο, τους Στωικούς, θα το συναντήσετε παντού. Και αυτή είναι που τελικά ουσιαστικά σχετικοποιεί και την έννοια της κρίσης, όπως τη ζείτε εδώ σήμερα- και όχι μόνον εδώ. Για τους φιλοσόφους ένα τσαμπί σταφύλι μπορεί να φέρει την ευτυχία. Για τη σημερινή κοινωνία, περίπου τίποτε δεν μπορεί, γι΄ αυτό είναι εκτός ελέγχου. Κυνηγάμε ένα όνειρο ζωής πέρα και πάνω από όλες τις δυνάμεις μας. Δανειζόμαστε ασταμάτητα για να το πετύχουμε. Και τελικά, όπως βλέπετε, δεν το πετυχαίνουμε, ενώ εν τω μεταξύ έχουμε χάσει και την αυτονομία, την ελευθερία μας... Γιατί; Επειδή ξοδεύουμε χρήματα που δεν έχουμε, για σκοπούς που δεν έχουμε καν σκεφθεί σοβαρά... Και εκεί η φιλοσοφία έχει να πει πάρα πολλά... Θα σας πω και ένα παράδειγμα, για να δείτε πόσο πολύ άμεση σήμερα και αληθινή είναι η αρχαία ελληνική σκέψη.
Είναι στην Αθήνα ο πρωθυπουργός της Κίνας. Και έχει δημιουργηθεί μια αίσθηση ότι κατέβηκε ο “από μηχανής θεός”, όπως στα έργα του Ευριπίδη. Η κινεζική κυβέρνηση θα αγοράσει ελληνικά ομόλογα και θα κάνει επενδύσεις στην Ελλάδα, μια χαρά λοιπόν, δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας! Και εδώ είναι που οι Ελληνες πρέπει να θυμηθούν την πνευματική παράδοσή τους. Στον μύθο του Προμηθέα, λ.χ., λέει ο Προμηθέας ότι προτού τους δώσω τη φωτιά, την τεχνολογία, οι άνθρωποι ήταν σαν ζώα. Τους έδωσα την ικανότητα να δουν την τυφλή τους ελπίδα! Δεν είναι συγκλονιστικό; Η φιλοσοφία λοιπόν και πολλούς αφορά και μπορεί να βοηθήσει».
«ΦΑΝΤΑΣΤΕΙΤΕ ΤΗΝ ΕΕ ΣΑΝ ΕΝΑ ΣΟΒΙΕΤ»
- Τι μπορεί να προτείνει η φιλοσοφία σήμερα; Ποιες εναλλακτικές λύσεις μπορεί να υπάρξουν;
«Εγώ θα έλεγα ένα μοντέλο ριζοσπαστικού φεντεραλισμού. Γιατί το πρόβλημα, όπως είπαμε, είναι πρόβλημα κλίμακας. Η ιδέα ότι ζούμε σε έναν παγκόσμιο κόσμο μάς στερεί τη δυνατότητα να σκεφθούμε το εδώ, το παρόν, αυτό που ζούμε. Αλλά για μένα η αυτονομία είναι ακριβώς αυτό: ο σεβασμός αυτού που ζούμε εμείς εδώ, αυτή τη στιγμή. Πρέπει λοιπόν να υπάρξει μια ριζοσπαστική μείωση του μεγέθους των κρατών, σε αντίθεση με ό,τι πιστεύουν πολλοί. Και να εξελιχθούν σε μικρότερες ομοσπονδιακές μορφές. Υπάρχουν πολλές μορφές που μπορεί να πάρει αυτό... Νιώθω παράξενα που το λέω, αλλά στην κατεύθυνση που θα είχαν τα Σοβιέτ αν δεν είχαν εξελιχθεί σε αυτό που εξελίχθηκαν...».
- Μα δεν εξελίχθηκαν διαφορετικά από ό,τι έλεγαν: το έλεγαν ότι ήταν δικτατορία, απλώς προσέθεταν και «του προλεταριάτου»...
«Πράγματι. Τέτοιες μικρότερες μορφές οργάνωσης λοιπόν, χωρίς όμως τη δικτατορία και την κατεύθυνση αυτή... Αλλά δείτε τι γίνεται στην Ευρωπαϊκή Ενωση, πόση αντίφαση υπάρχει. Τι είναι η ΕΕ; Δεν είναι μια ένωση κρατών; Τότε γιατί πρέπει να υπάρχουν όλα αυτά τα κράτη ακόμη, τη στιγμή που υπάρχει και λειτουργεί η Ενωσή τους; Εχετε σκεφθεί πόσο λάθος είναι αυτό; Και πόσα προβλήματα δημιουργεί; Στην πραγματικότητα, μας λείπει πλήρως η πολιτική φαντασία. Δεν έχουμε καθόλου...».
Παρασκευή 8 Οκτωβρίου 2010
Σχετικά με την "Κάρτα του Πολίτη"
Τις τελευταίες ημέρες η Ελληνική κυβέρνηση έχει αρχίσει μία ελεγχόμενη διαρροή πληροφοριών σχετικά με την δημιουργία μιας "κάρτας του πολίτη", προκειμένου να καταπολεμήσει την παραοικονομία και να περιορίσει τις διαρροές των ασφαλιστικών ταμείων. Καθώς το νομοσχέδιο δεν έχει ακόμα τεθεί προς δημόσια διαβούλευση και επειδή οι μέχρι σήμερα αντιδράσεις κυμαίνονται από γραφικές έως ασυνεπείς, θα ήταν ίσως σκόπιμο να τεθούν κάποιες επιφυλάξεις επί της αρχής, προσανατολισμένες τόσο στην αποτελεσματικότητα του μέτρου, όσο στην παραβίαση της ατομικής σφαίρας ελευθερίας.
Πέρα από το αν η κάρτα αυτή αντικαταστήσει το αστυνομικό δελτίο ταυτότητας ή αν θα κυκλοφορούν παράλληλα, το μόνο σίγουρο είναι πως η υποχρεωτική χρήση ενός δημοσίου εγγράφου και η καταχώρηση ιδιωτικών συναλλαγών σε μία ηλεκτρονική βάση δεδομένων, παρέχουν στον διαχειριστή της βάσης πολλαπλές δυνατότητες ελέγχου. Ενδεικτικά αναφέρονται η παρακολούθηση των καταναλωτικών συνηθειών των πολιτών, η συγκεντρωτική επισκόπηση ευαίσθητων προσωπικών τους δεδομένων, ο εντοπισμός της γεωγραφικής τους θέσης ανά την επικράτεια κ.α.
Πρόσφατη είναι άλλωστε η βρετανική περιπέτεια, όπου μία συντονισμένη και σε βάθος χρόνου εναντίωση στην έκδοση βιομετρικών ταυτοτήτων απέτρεψε την μετατροπή της ιστορικής κοιτίδας του φιλελευθερισμού σε καχεκτική κοινωνία επιτήρησης. Εκεί, το βασικό επιχείρημα της βρετανικής κυβέρνησης υπήρξε η καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ με την σειρά της υποστήριζε πως με τις ταυτότητες θα έλεγχε την παράνομη μετανάστευση, ενώ οι καθ' ημάς κυβερνώντες επικαλούνται κατά βάση δημοσιονομικούς λόγους και λόγους διευκόλυνσης του πολίτη στις συναλλαγές του με το κράτος.
Ανεξάρτητα πάντως από την αιτιολόγηση, η δημιουργία μίας εκτεταμένης βάσης προσωπικών δεδομένων αναμένεται να αποτελέσει νόμο του κράτους, αναπτύσσοντας καθολική ισχύ. Πρόκειται για ένα εγχείρημα, το οποίο ανεξαρτήτως προθέσεων θέτει τις τεχνολογικές υποδομές ενός μηχανισμού παρακολούθησης ανατολικογερμανικού τύπου. Το ενδεχόμενο αυτό φαντάζει σήμερα κάπως απόμακρο, κανένας όμως δεν μπορεί να αποκλείσει την μελλοντική έλευση μιας πολιτικής ηγεσίας, η οποία δεν θα διστάσει να κάνει χρήση του μέσου προς εξυπηρέτηση λιγότερο ευγενών σκοπών. Πολύ περισσότερο όμως, κανένας δεν είναι σε θέση να εγγυηθεί στο εγγύτερο μέλλον πως τα δεδομένα αυτά θα παραμείνουν απροσπέλαστα σε τρίτους, εργοδότες, διαφημιστικές εταιρίες ή και άτομα του κοινού ποινικού δικαίου.
Πράγματι, η δυνατότητα άμεσης πρόσβασης και διαχείρισης μιας εκτεταμένης βάσης δεδομένων παρακάμπτει τις δικονομικές εγγυήσεις προστασίας που διέπουν άλλα ατομικά δικαιώματα και καθιστά την έκδοση εισαγγελικού εντάλματος περιττή. Απέναντι σε έναν τόσο ασφυκτικό μηχανισμό επιτήρησης ο πολίτης δεν θα μπορεί παρά να αντιτάξει την προστασία μίας ανεξάρτητης αρχής, η οποία όμως χαρακτηρίζεται από εξαιρετικά περιορισμένα μέσα ελέγχου των κρατικών αυθαιρεσιών. Ασφαλέστερη καίτοι ακριβότερη λύση για τον καταναλωτή, η δημιουργία μιας παράλληλης μαύρης αγοράς, από την οποία θα προμηθεύεται "ακάθαρτα" εμπορεύματα όπως φάρμακα, αλκοόλ, είδη καπνιστή, προϊόντα διάνοιας και πολλά άλλα, για τα οποία η καταγραφή ίχνους δεν είναι επιθυμητή.
Το αγαθό των προθέσεων όσων τάσσονται υπέρ ενός συστήματος καταγραφής προσωπικών δεδομένων αμφισβητείται δύσκολα. Αν για κάτι μπορούμε να κατηγορήσουμε σήμερα τον κρατικό μηχανισμό, αυτό είναι η παροιμιώδης του ανεπάρκεια και όχι η κρυφία του πρόθεση να μας αφελληνίσει ή να μας καταστήσει υποχείρια ξένων κέντρων εξουσίας. Η ασφάλεια και η πάταξη της φοροδιαφυγής άλλως τε αποτελούν βασικές προϋποθέσεις για την εύρυθμη λειτουργία κάθε ανεπτυγμένης χώρας. Τα πιθανά όμως οφέλη από έναν μηχανισμό παρακολούθησης της ιδιωτικής μας ζωής ωχριούν μπροστά στις επιπτώσεις που αυτός θα έχει τόσο στην ελευθερία όσο και στην προσωπική ασφάλεια του καθένα από μας. Ας προβληματιστούμε λοιπόν, προτού βρεθούμε για ακόμα μία φορά προ τετελεσμένων.
Manoliscus e-rooster.blogspot.com
Πέρα από το αν η κάρτα αυτή αντικαταστήσει το αστυνομικό δελτίο ταυτότητας ή αν θα κυκλοφορούν παράλληλα, το μόνο σίγουρο είναι πως η υποχρεωτική χρήση ενός δημοσίου εγγράφου και η καταχώρηση ιδιωτικών συναλλαγών σε μία ηλεκτρονική βάση δεδομένων, παρέχουν στον διαχειριστή της βάσης πολλαπλές δυνατότητες ελέγχου. Ενδεικτικά αναφέρονται η παρακολούθηση των καταναλωτικών συνηθειών των πολιτών, η συγκεντρωτική επισκόπηση ευαίσθητων προσωπικών τους δεδομένων, ο εντοπισμός της γεωγραφικής τους θέσης ανά την επικράτεια κ.α.
Πρόσφατη είναι άλλωστε η βρετανική περιπέτεια, όπου μία συντονισμένη και σε βάθος χρόνου εναντίωση στην έκδοση βιομετρικών ταυτοτήτων απέτρεψε την μετατροπή της ιστορικής κοιτίδας του φιλελευθερισμού σε καχεκτική κοινωνία επιτήρησης. Εκεί, το βασικό επιχείρημα της βρετανικής κυβέρνησης υπήρξε η καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ με την σειρά της υποστήριζε πως με τις ταυτότητες θα έλεγχε την παράνομη μετανάστευση, ενώ οι καθ' ημάς κυβερνώντες επικαλούνται κατά βάση δημοσιονομικούς λόγους και λόγους διευκόλυνσης του πολίτη στις συναλλαγές του με το κράτος.
Ανεξάρτητα πάντως από την αιτιολόγηση, η δημιουργία μίας εκτεταμένης βάσης προσωπικών δεδομένων αναμένεται να αποτελέσει νόμο του κράτους, αναπτύσσοντας καθολική ισχύ. Πρόκειται για ένα εγχείρημα, το οποίο ανεξαρτήτως προθέσεων θέτει τις τεχνολογικές υποδομές ενός μηχανισμού παρακολούθησης ανατολικογερμανικού τύπου. Το ενδεχόμενο αυτό φαντάζει σήμερα κάπως απόμακρο, κανένας όμως δεν μπορεί να αποκλείσει την μελλοντική έλευση μιας πολιτικής ηγεσίας, η οποία δεν θα διστάσει να κάνει χρήση του μέσου προς εξυπηρέτηση λιγότερο ευγενών σκοπών. Πολύ περισσότερο όμως, κανένας δεν είναι σε θέση να εγγυηθεί στο εγγύτερο μέλλον πως τα δεδομένα αυτά θα παραμείνουν απροσπέλαστα σε τρίτους, εργοδότες, διαφημιστικές εταιρίες ή και άτομα του κοινού ποινικού δικαίου.
Πράγματι, η δυνατότητα άμεσης πρόσβασης και διαχείρισης μιας εκτεταμένης βάσης δεδομένων παρακάμπτει τις δικονομικές εγγυήσεις προστασίας που διέπουν άλλα ατομικά δικαιώματα και καθιστά την έκδοση εισαγγελικού εντάλματος περιττή. Απέναντι σε έναν τόσο ασφυκτικό μηχανισμό επιτήρησης ο πολίτης δεν θα μπορεί παρά να αντιτάξει την προστασία μίας ανεξάρτητης αρχής, η οποία όμως χαρακτηρίζεται από εξαιρετικά περιορισμένα μέσα ελέγχου των κρατικών αυθαιρεσιών. Ασφαλέστερη καίτοι ακριβότερη λύση για τον καταναλωτή, η δημιουργία μιας παράλληλης μαύρης αγοράς, από την οποία θα προμηθεύεται "ακάθαρτα" εμπορεύματα όπως φάρμακα, αλκοόλ, είδη καπνιστή, προϊόντα διάνοιας και πολλά άλλα, για τα οποία η καταγραφή ίχνους δεν είναι επιθυμητή.
Το αγαθό των προθέσεων όσων τάσσονται υπέρ ενός συστήματος καταγραφής προσωπικών δεδομένων αμφισβητείται δύσκολα. Αν για κάτι μπορούμε να κατηγορήσουμε σήμερα τον κρατικό μηχανισμό, αυτό είναι η παροιμιώδης του ανεπάρκεια και όχι η κρυφία του πρόθεση να μας αφελληνίσει ή να μας καταστήσει υποχείρια ξένων κέντρων εξουσίας. Η ασφάλεια και η πάταξη της φοροδιαφυγής άλλως τε αποτελούν βασικές προϋποθέσεις για την εύρυθμη λειτουργία κάθε ανεπτυγμένης χώρας. Τα πιθανά όμως οφέλη από έναν μηχανισμό παρακολούθησης της ιδιωτικής μας ζωής ωχριούν μπροστά στις επιπτώσεις που αυτός θα έχει τόσο στην ελευθερία όσο και στην προσωπική ασφάλεια του καθένα από μας. Ας προβληματιστούμε λοιπόν, προτού βρεθούμε για ακόμα μία φορά προ τετελεσμένων.
Manoliscus e-rooster.blogspot.com
Κυριακή 3 Οκτωβρίου 2010
Τοξική βόμβα απειλεί το Λαύριο
ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΥΓΕΙΑ
Περισσότεροι από 150 τόνοι εξαιρετικά επικίνδυνων ουσιών βρίσκονται στο εγκαταλειμμένο και ετοιμόρροπο κτίριο «Κονοφάγου»
ΜΑΧΗ ΤΡΑΤΣΑ | Σάββατο 2 Οκτωβρίου 2010 ΒΗΜΑ 3/10/2010
Τεχνολογικό Πολιτιστικό Πάρκο Λαυρίου. Πίσω από το δελεαστικό και πολλά υποσχόμενο της ονομασίας κρύβεται κάτι εξαιρετικά επικίνδυνο: το κτίριο «Κονοφάγου»- μια τοξική «βόμβα» που απειλεί τη δημόσια υγεία στην περιοχή. Περισσότεροι από 150 τόνοι εξαιρετικά επικίνδυνων ουσιών (βαρέων μετάλλων και αρσενικού) παραμένουν αποθηκευμένοι εντός του, σε ένα κτίριο που είναι έτοιμο να γκρεμιστεί. Μελέτη του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (ΕΜΠ) καταδεικνύει ότι οι συνέπειες από μια τέτοια κατάρρευση θα είναι ανυπολόγιστες για τη δημόσια υγεία και το περιβάλλον. Αρκεί να αναφερθεί ότι μόλις 100 χιλιοστά του γραμμαρίου αρσενικού αρκούν για να πεθάνει ένας ενήλικος άνθρωπος. Στο κτίριο Κονοφάγου εκτιμάται ότι υπάρχουν 6.000-12.000 κιλά αρσενικό.
Το κτίριο, όπως είναι σήμερα, αποτελεί συνεχή πηγή αέριας ρύπανσης για την ευρύτερη περιοχή εξαιτίας της σκόνης που παρασύρεται λόγω της αιολικής διάβρωσης. Αυτό αποδεικνύεται από τις ιδιαίτερα αυξημένες συγκεντρώσεις ρύπων στην περιοχή γύρω από το κτίριο. Επιπλέον, οι επικίνδυνες ουσίες οι οποίες βρίσκονται εντός του κτιρίου είναι σε εξαιρετικά ευδιάλυτη μορφή και αν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα εξυγίανσης το κτίριο Κονοφάγου θα εξακολουθήσει να αποτελεί μια εξαιρετικά σοβαρή πηγή ρύπανσης για το οικοσύστημα εξαιτίας της διάχυσης των ρύπων, κυρίως μέσω των ομβρίων υδάτων. Μάλιστα από εργασία του ΕΜΠ, η οποία εξετάζει τη διασπορά των ρύπων σε περίπτωση κατάρρευσης του Κονοφάγου, προέκυψε ότι θα ελευθερωθεί σημαντική ποσότητα σκόνης, η οποία ανάλογα με τους αέρηδες θα δημιουργήσει υψηλές συγκεντρώσεις επικίνδυνων αιωρούμενων σωματιδίων σε όλη την περιοχή της πόλης του Λαυρίου.
Η λύση παραμένει στο συρτάρι
Το κτίριο Κονοφάγου- ένα διώροφο πέτρινο κτίσμα- λειτουργούσε ως φίλτρο των καπναερίων που προέκυπταν από τις μεταλλουργικές διεργασίες της γαλλικής Εταιρείας Μεταλλείων Λαυρίου. Σήμερα δεν έχει πλέον λειτουργική χρήση και δεν είναι επισκέψιμο. Είναι όμως πρόδηλο ακόμη και διά γυμνού οφθαλμού ότι είναι έτοιμο να γκρεμιστεί. «Είναι αναγκαίο να ληφθούν άμεσα μέτρα για την εξυγίανσή του, άλλως ο κίνδυνος για τη δημόσια υγεία και το περιβάλλον είναι άμεσος και πολύ υψηλός. Το ΕΜΠ μπορεί να το κάνει. Αλλωστε έχει ήδη υλοποιήσει το έργο της μεταφοράς και της ασφαλούς ταφής ρυπασμένων εδαφών που βρίσκονταν εντός του Πάρκου» αναφέρει ο διευθυντής του Εργαστηρίου Μεταλλευτικής Τεχνολογίας και Περιβαλλοντικής Μεταλλευτικής του ΕΜΠ, καθηγητής κ. Δ. Καλιαμπάκος .
Αν και το 2008 κατασκευάστηκε ένας πρωτοποριακός υπόγειος χώρος απόθεσης επικίνδυνων αποβλήτων εντός του Πάρκου (με χρήματα από το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Ανταγωνιστικότητα- ΕΠΑΝ 2000-2006) και πριν από περίπου έναν χρόνο διασφαλίστηκαν 2,5 εκατ. ευρώ (από το ΕΣΠΑ 2007-2013) για την εξυγίανση του Κονοφάγου, έως σήμερα τα χρήματα δεν έχουν ακόμη εκταμιευθεί και το έργο κινδυνεύει να ματαιωθεί.
Το πρόβλημα στο κτίριο, όπως επισημαίνει ο κ. Καλιαμπάκος, δεν εντοπίζεται μόνο στο αρσενικό, αλλά και στον μόλυβδο και στο κάδμιο. Το αρσενικό και ο μόλυβδος βρίσκονται στην πρώτη και στη δεύτερη θέση της αμερικανικής λίστας με τις πιο επικίνδυνες ουσίες της CΕRCLΑ (λίστα προτεραιότητας επικίνδυνων ουσιών), ενώ το κάδμιο κατατάσσεται στην έβδομη θέση. «Το είδος και η επικινδυνότητα των υλικών που βρίσκονται στο κτίριο δεν έχουν ταυτοποιηθεί πλήρως, καθώς δεδομένων των δραστηριοτήτων που λάμβαναν χώρα στις εγκαταστάσεις ενδέχεται να υφίστανται και άλλα επικίνδυνα υλικά, όπως χημικά αντιδραστήρια που χρησιμοποιούνται κατά τη μεταλλουργική διαδικασία» αναφέρει ο υπεύθυνος του Περιβαλλοντικού Εργαστηρίου του Πάρκου δρ Β. Πρωτονοτάριος.
Το κτίριο Κονοφάγου, σύμφωνα με τον κ. Καλιαμπάκο, είναι ένα από τα πιο ρυπασμένα στον κόσμο, ίσως και το πιο επιβαρημένο σε τοξικούς ρύπους στην Ευρώπη. «Η απορρύπανσή του απαιτεί ιδιαίτερα προσεκτικούς χειρισμούς» λέει χαρακτηριστικά. Κατά τη διαδικασία της εξυγίανσης, σύμφωνα με τους ειδικούς επιστήμονες, θα πρέπει να εξετασθεί η δυνατότητα σφραγίσματος του κτιρίου και δημιουργίας περιβάλλοντος ελαφράς υποπίεσης, με στόχο τον καλύτερο έλεγχο της διασποράς των σωματιδίων. «Για το επικίνδυνο υλικό έχουμε ήδη κατασκευάσει στο Πάρκο τον πρώτο υπόγειο χώρο απόθεσης επικίνδυνων αποβλήτων, περίπου 2.500 τετραγωνικών μέτρων, ο οποίος μπορεί να “φιλοξενήσει” 5.000 τόνους αποβλήτων» τονίζει ο μηχανικός του έργου κ. Κ. Κωνσταντινίδης . Το κόστος για τη μεταφορά και απόθεση σε ειδικό χώρο στο εξωτερικό αυτών των αποβλήτων θα κόστιζε περισσότερα από 10 εκατ. ευρώ.
Οι επιπτώσεις στην υγεία των κατοίκων
1985
92,6% των παιδιών που φοιτούσαν σε σχολείο της περιοχής500 μέτρα από τη βιομηχανική μονάδα- είχε επίπεδο μολύβδου στο αίμα άνω των 20 μg/dl (μικρογραμμάρια ανά δέκατο του λίτρου).
1987
90% των παιδιών που κατοικούσαν στην πόλη του Λαυρίου είχε περισσότερο από 10 μg/dl μόλυβδο στο αίμα.
1991
Η ποσότητα απέκκρισης αρσενικού στα ούρα παιδιών και ενηλίκων που διαμένουν στο Λαύριο ήταν περίπου διπλάσια από εκείνων που διαμένουν στον Ασπρόπυργο- μια επίσης επιβαρυμένη περιοχή.
1997
Η μέση τιμή μολύβδου στα παιδιά του Λαυρίου ήταν 19 μg/dl ενώ της Ελευσίνας 7,4 μg/dl.
1998
Εξακολουθούσαν να ανιχνεύονται αυξημένες συγκεντρώσεις αρσενικού στα ούρα.
Δόσεις θανάτου
ΑΡΣΕΝΙΚΟ: θανατηφόρος δόση (σε κατάποση) 100-200 χιλιοστά του γραμμαρίου. Για τα παιδιά αρκούν 2 χιλιοστά του γραμμαρίου ανά κιλό βάρους. Επίσης, πρόκειται για καρκινογόνο με συσσωρευτική δράση.
ΜΟΛΥΒΔΟΣ: θανατηφόρος σε 500 χιλιοστά του γραμμαρίου συνολικής απορρόφησης από τον οργανισμό.
ΚΑΔΜΙΟ: δόση 10 χιλιοστά του γραμμαρίου προκαλεί δηλητηρίαση και σοβαρές βλάβες σε συκώτι και νεφρούς. Εχει χαρακτηριστεί πιθανό καρκινογόνο.
Υπόγειος χώρος απόθεσης αποβλήτων
ΔΥΝΑΜΙΚΟΤΗΤΑ: 5.000 τόνοι
ΚΟΣΤΟΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ: 2,7 εκατ. ευρώ
ΚΟΣΤΟΣ ΓΙΑ ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΚΑΙ ΑΠΟΘΕΣΗ 5.000 ΤΟΝΩΝ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ: περισσότερα από 10 εκατ. ευρώ
Οι περιπέτειες της λαϊκιστικής Κεντροδεξιάς
Πολλοί θυμούνται την πρώτη περίοδο της πρωθυπουργίας του Βίκτορ Ορμπάν (1998 - 2002), επειδή ανέβαλε τη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου για να παρακολουθήσει τον αγώνα της αγαπημένης του ομάδας στην γειτονική Κροατία. Ομως, ο Ούγγρος πρωθυπουργός μάλλον θα μείνει στην ιστορία για την δαιδαλώδη πολιτική του πορεία, η οποία μπορεί να συνοψιστεί στο ρητό του Γκράουτσο Μαρξ: «Αυτές είναι οι αρχές μου. Αν δεν σας αρέσουν, έχω κι άλλες».
Ο γεννημένος το 1963 πολιτικός προέβαλε στο σκηνικό της Ουγγαρίας το 1989. Στην ομιλία του, στην «Πλατεία Ηρώων» με αφορμή την εκταφή του Ιμρε Νάγκι και των άλλων εθνικών ηρώων της ουγγρικής επανάστασης του 1956, ζήτησε ελεύθερες εκλογές και αποχώρηση των σοβιετικών στρατευμάτων. Ηταν ιδρυτικό μέλος του φιλελεύθερου κόμματος Fidesz (ακρωνύμιο των ουγγρικών λέξεων «Συμμαχία Νέων Δημοκρατών») και το 1990 εκλέχθηκε βουλευτής και αρχηγός. Υπό την καθοδήγησή του, το κόμμα έγινε ακραία συντηρητικό και άρχισε να φλερτάρει με την Ακροδεξιά.
Το 1998, έγινε ο δεύτερος πιο νέος πρωθυπουργός της Ουγγαρίας και ακολούθησε νεοσυντηρητική πολιτική: φιλελεύθερη στην οικονομία, χωρίς σεβασμό στους δημοκρατικούς θεσμούς. Μείωσε τούς συντελεστές φορολογίας, τις εισφορές στα ασφαλιστικά ταμεία και τις... συνεδριάσεις της Βουλής σε μία ανά τρεις εβδομάδες. Ο ίδιος ο Ορμπάν έκανε να εμφανιστεί στη Βουλή πάνω από δέκα μήνες. Αντικατέστησε ταχύτατα τους επικεφαλής των ανεξάρτητων αρχών (κεντρική τράπεζα, ραδιοτηλεοπτικό συμβούλιο κ. λπ.) με κομματικούς γκαουλάιτερ και, φυσικά, έδεσε την Ουγγαρία στο άρμα των ΗΠΑ.
Η σφιχτή οικονομική του πολιτική τον πρώτο καιρό απέδωσε καρπούς. Ο πληθωρισμός από 15% έπεσε στο 7,8% το 2001, το δημοσιονομικό έλλειμμα από 3,9% στο 3,4% και το δημόσιο χρέος περιορίστηκε στο 54% του ΑΕΠ. Με το αζημίωτο όμως. Οπως συμβαίνει με όλες τις νεοσυντηρητικές κυβερνήσεις, η υπονόμευση των αρχών ελέγχου και ισορροπιών στη διακυβέρνηση άφησε πολλά περιθώρια για να αναπτυχθεί η διαφθορά. Τον δεύτερο μόλις χρόνο της διακυβέρνησης του Ορμπάν, δύο υπουργοί του παραιτήθηκαν για σκάνδαλο δωροδοκίας από την εταιρεία οπλικών συστημάτων Λόκχιντ - Μάρτιν. Την ίδια χρονιά, ο επικεφαλής της δίωξης οικονομικού εγκλήματος παραιτήθηκε έπειτα από κατηγορίες για περίεργες επιχειρηματικές συναλλαγές. Τα μεγάλα σκάνδαλα δωροδοκιών του 2001 διέλυσαν τον κυβερνητικό συνασπισμό και το 2002 οι Σοσιαλιστές πήραν την εξουσία. Η μετακίνηση του Ορμπάν σε πιο συντηρητικές θέσεις δημιούργησε στην Ουγγαρία αυτό που θα ονομάζαμε «πολιτικό παράδοξο». Οι σοσιαλιστές άρχισαν να εμφανίζονται σε πολλά οικονομικά ζητήματα πιο... φιλελεύθεροι από την Δεξιά.
Οι σοσιαλιστές τα πρώτα χρόνια πήγαιναν καλά. Προχώρησαν σε μεταρρυθμίσεις και επανεκλέχτηκαν με μεγάλη πλειοψηφία το 2006, φέρνοντας τον Ορμπάν σε δύσκολη θέση. Επέζησε της εσωκομματικής αμφισβήτησης και η μεγάλη του ευκαιρία εμφανίστηκε με την διεθνή κρίση του 2008. Το χρέος της Ουγγαρίας που είναι κυρίως στο εξωτερικό δεν μπόρεσε να επαναχρηματοδοτηθεί και η σοσιαλιστική κυβέρνηση του Φέρεκ Γκιουρσκάνι ζήτησε τη βοήθεια της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Οπως και στην περίπτωση της Ελλάδος, η Ε. Ε. προέκρινε ένα μεικτό σχήμα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Εγκρίθηκε ένα δάνειο είκοσι δισεκατομμυρίων ευρώ κι ένα σκληρό πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής που προέβλεπε περιορισμό του ελλείμματος στο 3,8% του ΑΕΠ το 2010.
Αυτή ήταν η μεγάλη πολιτική ευκαιρία του Ορμπάν. Σήκωσε τη σημαία κατά του Μνημονίου ζητώντας άλλη οικονομική πολιτική, ανεξάρτητη από τον «ζουρλομανδύα του ΔΝΤ». Τον Απρίλιο κέρδισε τις βουλευτικές εκλογές με συντριπτική πλειοψηφία (52%), ενώ το κυβερνών σοσιαλιστικό κόμμα από 43,2% έπεσε στο 19,3%. Τρίτο κόμμα ήταν το ακροδεξιό Τζόμπικ με ποσοστό 16,7%.
Η προηγούμενη προεκλογική ρητορική, φυσικά, οδήγησε την κυβέρνηση Ορμπάν σε σύγκρουση με το ΔΝΤ και την Ευρωπαϊκή Ενωση. Βασικό σημείο διαφωνίας ήταν ο στόχος για περιορισμό του ελλείμματος στο 3,8%, όπως προέβλεπε η συμφωνία. Οι δηλώσεις Ορμπάν σκόρπισαν ρίγη συγκίνησης στους καθ’ ημάς αριστερούς. «Ούτε το ΔΝΤ ούτε τα χρηματοπιστωτικά όργανα της Ε. Ε. είναι αφεντικά μας. Δεν είμαστε υποτελείς τους. Πρέπει να δεχθούμε ότι θα διαπραγματευτούμε με τους δανειστές μας και θα διαπραγματευθούμε. Αλλά στόχος των συνομιλιών δεν είναι να υπακούσουμε σε διαταγές...», είπε.
Μετά τη βαθιά συγκίνηση, όμως, ήρθε η σκληρή πραγματικότητα. Οπως ήταν αναμενόμενο, το πρόγραμμα δανειακής στήριξης από το ΔΝΤ και την Ε. Ε. διακόπηκε. Το κόστος δανεισμού από τις αγορές άρχισε να ανηφορίζει και τα ομόλογα τής Ουγγαρίας άρχισαν να μένουν στα αζήτητα.
Επειτα από τρεις μήνες λεκτικών πυροτεχνημάτων, ο Βίκτορ Ορμπάν έκανε ό, τι και ο Ανδρέας Παπανδρέου με τις βάσεις. Συνεχίζει μεν τη ρητορεία κατά του ΔΝΤ, αλλά ταυτόχρονα εφαρμόζει τις πολιτικές του. Ο υπουργός Οικονομικών Γκίοργκι Ματόλσκι δήλωνε στις 17 Σεπτεμβρίου ότι «εφόσον το ΔΝΤ νομίζει πως μπορεί να φορτώσει την ουγγρική κυβέρνηση με μια νέα δέσμη μέτρων λιτότητας, βρισκόμαστε σε λάθος πορεία». Ταυτόχρονα όμως στην ίδια συνέντευξη δήλωνε ότι «δεν φοβάμαι μια υποβάθμιση της ουγγρικής οικονομίας. Η κυβέρνηση μένει προσηλωμένη στην συμφωνία με ΔΝΤ - Ε. Ε. με στόχο τη μείωση του ελλείμματος στο 3,8% φέτος και αυτό σημαίνει ότι το έλλειμμα θα είναι κάτω του 3% το επόμενο έτος». Η Ουγγαρία πήρε την τελευταία δόση του δανείου από τον μηχανισμό στήριξης, ύψους 1,15 δισ. ευρώ τον Σεπτέμβριο, ενώ ο Ματόλσκι ανακοίνωσε ότι για να πετύχει τη μείωση του ελλείμματος η χώρα πρέπει να αντλήσει περί τα 680 εκατ. ευρώ από έναν ειδικό φόρο στις τράπεζες και άλλα τόσα από περικοπές στον δημόσιο τομέα.
Ο βραβευμένος από το American Enterprise Institute, Βίκτορ Ορμπάν, συνεχίζει την ρητορική αντιπολίτευση στον νεοφιλελευθερισμό. «Τελείωσε ο χρόνος των νεοφιλελεύθερων πειραματισμών», είπε σε ομιλία του στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα την περασμένη εβδομάδα. «Η εξουσία των αγορών και της αυτοοργάνωσης υπάρχει μόνο στη θεωρία, ενώ ο ρόλος του κράτους είναι η πραγματικότητα... Το κυβερνών κόμμα Fidesz καλείται να χτίσει μια επιτυχημένη πραγματικότητα στην Ουγγαρία και στην Ευρώπη», προσθέτοντας ότι «αν η πραγματικότητα προσφέρει ελπίδα, τότε οι άνθρωποι θα προτιμήσουν την πραγματικότητα από τις παραπλανητικές ουτοπίες».
Προς το παρόν, βέβαια, η πραγματικότητα που αντιμετωπίζει η Ουγγαρία είναι αυτή των μεγάλων ελλειμμάτων και των αναγκαίων περικοπών. Οταν το κράτος ξοδεύει περισσότερα απ’ όσα εισπράττει, αναγκαστικά πρέπει να δανειστεί. Κι όταν αυτοί που δανείζουν κλείνουν την στρόφιγγα, τότε τα ελλείμματα μηδενίζονται αυτόματα, αλλά εις βάρος ουσιαστικών κοινωνικών παροχών και όχι εις βάρος της σπατάλης.
«Περήφανη» οικονομική πολιτική
Ο Βίκτορ Ορμπάν, θύμα της προεκλογικής του ρητορικής, κατάφερε με το αντιμνημονιακό του σμπάρο δύο πράγματα. Και να χάσει το –κατά τον πρόεδρο της Εθνικής Τράπεζας, Αντράς Σιμόρ– δίχτυ ασφαλείας απέναντι στις αγορές που τού προσέφερε η Ε. Ε. και το ΔΝΤ και να εφαρμόζει τις πολιτικές των τελευταίων. Καλώς ή κακώς αυτές οι πολιτικές δεν υπαγορεύονται (όπως λένε οι λαϊκοί θρύλοι της Προόδου) από τους γραφειοκράτες των οργανισμών αλλά κυρίως από την πραγματικότητα που επικρατεί στις αγορές. Μπορεί κάποιος να την χαρακτηρίσει κακή, ψυχρή, ανάποδη και νεοφιλελεύθερη, αλλά όταν ένα κράτος ξοδεύει περισσότερα απ’ όσα μαζεύει, αναγκαστικά πρέπει να δανειστεί για να καλύψει τη διαφορά. Οι δανειστές, ακόμη και οι πιο μικροί, ελέγχουν δύο πράγματα: την απόδοση της επένδυσής τους και το ρίσκο να μην πάρουν τα λεφτά τους πίσω.
Το ρίσκο αυτό μετρείται πολύ διαφορετικά απ’ ό, τι νομίζουν οι περισσότεροι. Οπως γράφει η Βερονίκ ντε Ρούγκι στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού «Reason», «οι επενδυτές δεν κρίνουν τις πιθανότητες χρεοκοπίας από το ποσοστό του δημόσιου χρέους στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν. Αντιθέτως, οι επαγγελματίες των ομολόγων βαθμολογούν με βάση μια καμπύλη που απεικονίζει τη δημοσιονομική συμπεριφορά μιας χώρας σε σχέση με τις άλλες. Οταν οι επενδυτές χάσουν την εμπιστοσύνη τους για τη δημοσιονομική συμπεριφορά ενός κράτους σε σχέση με τους ανταγωνιστές του, αποσύρονται και η χώρα υποφέρει. Οντας σπάνιο αγαθό το κεφάλαιο, το αποτέλεσμα είναι αυξημένα επιτόκια και μεγαλύτερο κόστος για το χρέος».
Αυτό είναι που δεν κατανοούν οι δεξιοί και αριστεροί αγωνιστές κατά του Μνημονίου. Η Ε. Ε. και το ΔΝΤ λειτουργούν ως εξωοικονομικοί παράγοντες για να μην εφαρμοστούν μέχρις εσχάτων οι νόμοι της αγοράς. Χωρίς τους μηχανισμούς στήριξης, οι χώρες απλώς θα χρεοκοπούσαν. Τότε θα τσεκούρωναν μονομιάς όλες τις κρατικές δαπάνες (υγεία, παιδεία, συντάξεις κ. λπ.) με μεγαλύτερο κοινωνικό κόστος μέχρι να πείσουν τις αγορές ότι αξίζει να τους δανείσουν και πάλι.
Το μεγάλο πρόβλημα του Ορμπάν ήταν ότι υπερήφανη οικονομική πολιτική ασκείται μόνο χωρίς δανεικά. Από την στιγμή που το κεφάλαιο έχει παγκοσμιοποιηθεί και η πολιτική παραμένει εθνική, οι κανόνες χρηματοδότησης δεν αλλάζουν. Μπορεί, δηλαδή, ο Ούγγρος πρωθυπουργός να χτυπάει το σαμάρι του ΔΝΤ, αλλά αυτό είναι μόνο ένα σόου για λαϊκή κατανάλωση. Φροντίζει ταυτόχρονα να ακολουθεί τις επιταγές των αγορών, τις περικοπές των ελλειμμάτων ώστε να μπορεί να δανειστεί. Είπαμε: οι επενδυτές κοιτούν μόνο καμπύλες και όχι ποιος στηρίζει όταν αυτοί δεν δανείζουν. Η ουγγρική περιπέτεια των τελευταίων μηνών δεν είναι παρά ένα θέατρο σκιών χωρίς ουσία.
Π.ΜΑΝΔΡΑΒΕΛΗΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 2/10/2010
Ο γεννημένος το 1963 πολιτικός προέβαλε στο σκηνικό της Ουγγαρίας το 1989. Στην ομιλία του, στην «Πλατεία Ηρώων» με αφορμή την εκταφή του Ιμρε Νάγκι και των άλλων εθνικών ηρώων της ουγγρικής επανάστασης του 1956, ζήτησε ελεύθερες εκλογές και αποχώρηση των σοβιετικών στρατευμάτων. Ηταν ιδρυτικό μέλος του φιλελεύθερου κόμματος Fidesz (ακρωνύμιο των ουγγρικών λέξεων «Συμμαχία Νέων Δημοκρατών») και το 1990 εκλέχθηκε βουλευτής και αρχηγός. Υπό την καθοδήγησή του, το κόμμα έγινε ακραία συντηρητικό και άρχισε να φλερτάρει με την Ακροδεξιά.
Το 1998, έγινε ο δεύτερος πιο νέος πρωθυπουργός της Ουγγαρίας και ακολούθησε νεοσυντηρητική πολιτική: φιλελεύθερη στην οικονομία, χωρίς σεβασμό στους δημοκρατικούς θεσμούς. Μείωσε τούς συντελεστές φορολογίας, τις εισφορές στα ασφαλιστικά ταμεία και τις... συνεδριάσεις της Βουλής σε μία ανά τρεις εβδομάδες. Ο ίδιος ο Ορμπάν έκανε να εμφανιστεί στη Βουλή πάνω από δέκα μήνες. Αντικατέστησε ταχύτατα τους επικεφαλής των ανεξάρτητων αρχών (κεντρική τράπεζα, ραδιοτηλεοπτικό συμβούλιο κ. λπ.) με κομματικούς γκαουλάιτερ και, φυσικά, έδεσε την Ουγγαρία στο άρμα των ΗΠΑ.
Η σφιχτή οικονομική του πολιτική τον πρώτο καιρό απέδωσε καρπούς. Ο πληθωρισμός από 15% έπεσε στο 7,8% το 2001, το δημοσιονομικό έλλειμμα από 3,9% στο 3,4% και το δημόσιο χρέος περιορίστηκε στο 54% του ΑΕΠ. Με το αζημίωτο όμως. Οπως συμβαίνει με όλες τις νεοσυντηρητικές κυβερνήσεις, η υπονόμευση των αρχών ελέγχου και ισορροπιών στη διακυβέρνηση άφησε πολλά περιθώρια για να αναπτυχθεί η διαφθορά. Τον δεύτερο μόλις χρόνο της διακυβέρνησης του Ορμπάν, δύο υπουργοί του παραιτήθηκαν για σκάνδαλο δωροδοκίας από την εταιρεία οπλικών συστημάτων Λόκχιντ - Μάρτιν. Την ίδια χρονιά, ο επικεφαλής της δίωξης οικονομικού εγκλήματος παραιτήθηκε έπειτα από κατηγορίες για περίεργες επιχειρηματικές συναλλαγές. Τα μεγάλα σκάνδαλα δωροδοκιών του 2001 διέλυσαν τον κυβερνητικό συνασπισμό και το 2002 οι Σοσιαλιστές πήραν την εξουσία. Η μετακίνηση του Ορμπάν σε πιο συντηρητικές θέσεις δημιούργησε στην Ουγγαρία αυτό που θα ονομάζαμε «πολιτικό παράδοξο». Οι σοσιαλιστές άρχισαν να εμφανίζονται σε πολλά οικονομικά ζητήματα πιο... φιλελεύθεροι από την Δεξιά.
Οι σοσιαλιστές τα πρώτα χρόνια πήγαιναν καλά. Προχώρησαν σε μεταρρυθμίσεις και επανεκλέχτηκαν με μεγάλη πλειοψηφία το 2006, φέρνοντας τον Ορμπάν σε δύσκολη θέση. Επέζησε της εσωκομματικής αμφισβήτησης και η μεγάλη του ευκαιρία εμφανίστηκε με την διεθνή κρίση του 2008. Το χρέος της Ουγγαρίας που είναι κυρίως στο εξωτερικό δεν μπόρεσε να επαναχρηματοδοτηθεί και η σοσιαλιστική κυβέρνηση του Φέρεκ Γκιουρσκάνι ζήτησε τη βοήθεια της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Οπως και στην περίπτωση της Ελλάδος, η Ε. Ε. προέκρινε ένα μεικτό σχήμα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Εγκρίθηκε ένα δάνειο είκοσι δισεκατομμυρίων ευρώ κι ένα σκληρό πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής που προέβλεπε περιορισμό του ελλείμματος στο 3,8% του ΑΕΠ το 2010.
Αυτή ήταν η μεγάλη πολιτική ευκαιρία του Ορμπάν. Σήκωσε τη σημαία κατά του Μνημονίου ζητώντας άλλη οικονομική πολιτική, ανεξάρτητη από τον «ζουρλομανδύα του ΔΝΤ». Τον Απρίλιο κέρδισε τις βουλευτικές εκλογές με συντριπτική πλειοψηφία (52%), ενώ το κυβερνών σοσιαλιστικό κόμμα από 43,2% έπεσε στο 19,3%. Τρίτο κόμμα ήταν το ακροδεξιό Τζόμπικ με ποσοστό 16,7%.
Η προηγούμενη προεκλογική ρητορική, φυσικά, οδήγησε την κυβέρνηση Ορμπάν σε σύγκρουση με το ΔΝΤ και την Ευρωπαϊκή Ενωση. Βασικό σημείο διαφωνίας ήταν ο στόχος για περιορισμό του ελλείμματος στο 3,8%, όπως προέβλεπε η συμφωνία. Οι δηλώσεις Ορμπάν σκόρπισαν ρίγη συγκίνησης στους καθ’ ημάς αριστερούς. «Ούτε το ΔΝΤ ούτε τα χρηματοπιστωτικά όργανα της Ε. Ε. είναι αφεντικά μας. Δεν είμαστε υποτελείς τους. Πρέπει να δεχθούμε ότι θα διαπραγματευτούμε με τους δανειστές μας και θα διαπραγματευθούμε. Αλλά στόχος των συνομιλιών δεν είναι να υπακούσουμε σε διαταγές...», είπε.
Μετά τη βαθιά συγκίνηση, όμως, ήρθε η σκληρή πραγματικότητα. Οπως ήταν αναμενόμενο, το πρόγραμμα δανειακής στήριξης από το ΔΝΤ και την Ε. Ε. διακόπηκε. Το κόστος δανεισμού από τις αγορές άρχισε να ανηφορίζει και τα ομόλογα τής Ουγγαρίας άρχισαν να μένουν στα αζήτητα.
Επειτα από τρεις μήνες λεκτικών πυροτεχνημάτων, ο Βίκτορ Ορμπάν έκανε ό, τι και ο Ανδρέας Παπανδρέου με τις βάσεις. Συνεχίζει μεν τη ρητορεία κατά του ΔΝΤ, αλλά ταυτόχρονα εφαρμόζει τις πολιτικές του. Ο υπουργός Οικονομικών Γκίοργκι Ματόλσκι δήλωνε στις 17 Σεπτεμβρίου ότι «εφόσον το ΔΝΤ νομίζει πως μπορεί να φορτώσει την ουγγρική κυβέρνηση με μια νέα δέσμη μέτρων λιτότητας, βρισκόμαστε σε λάθος πορεία». Ταυτόχρονα όμως στην ίδια συνέντευξη δήλωνε ότι «δεν φοβάμαι μια υποβάθμιση της ουγγρικής οικονομίας. Η κυβέρνηση μένει προσηλωμένη στην συμφωνία με ΔΝΤ - Ε. Ε. με στόχο τη μείωση του ελλείμματος στο 3,8% φέτος και αυτό σημαίνει ότι το έλλειμμα θα είναι κάτω του 3% το επόμενο έτος». Η Ουγγαρία πήρε την τελευταία δόση του δανείου από τον μηχανισμό στήριξης, ύψους 1,15 δισ. ευρώ τον Σεπτέμβριο, ενώ ο Ματόλσκι ανακοίνωσε ότι για να πετύχει τη μείωση του ελλείμματος η χώρα πρέπει να αντλήσει περί τα 680 εκατ. ευρώ από έναν ειδικό φόρο στις τράπεζες και άλλα τόσα από περικοπές στον δημόσιο τομέα.
Ο βραβευμένος από το American Enterprise Institute, Βίκτορ Ορμπάν, συνεχίζει την ρητορική αντιπολίτευση στον νεοφιλελευθερισμό. «Τελείωσε ο χρόνος των νεοφιλελεύθερων πειραματισμών», είπε σε ομιλία του στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα την περασμένη εβδομάδα. «Η εξουσία των αγορών και της αυτοοργάνωσης υπάρχει μόνο στη θεωρία, ενώ ο ρόλος του κράτους είναι η πραγματικότητα... Το κυβερνών κόμμα Fidesz καλείται να χτίσει μια επιτυχημένη πραγματικότητα στην Ουγγαρία και στην Ευρώπη», προσθέτοντας ότι «αν η πραγματικότητα προσφέρει ελπίδα, τότε οι άνθρωποι θα προτιμήσουν την πραγματικότητα από τις παραπλανητικές ουτοπίες».
Προς το παρόν, βέβαια, η πραγματικότητα που αντιμετωπίζει η Ουγγαρία είναι αυτή των μεγάλων ελλειμμάτων και των αναγκαίων περικοπών. Οταν το κράτος ξοδεύει περισσότερα απ’ όσα εισπράττει, αναγκαστικά πρέπει να δανειστεί. Κι όταν αυτοί που δανείζουν κλείνουν την στρόφιγγα, τότε τα ελλείμματα μηδενίζονται αυτόματα, αλλά εις βάρος ουσιαστικών κοινωνικών παροχών και όχι εις βάρος της σπατάλης.
«Περήφανη» οικονομική πολιτική
Ο Βίκτορ Ορμπάν, θύμα της προεκλογικής του ρητορικής, κατάφερε με το αντιμνημονιακό του σμπάρο δύο πράγματα. Και να χάσει το –κατά τον πρόεδρο της Εθνικής Τράπεζας, Αντράς Σιμόρ– δίχτυ ασφαλείας απέναντι στις αγορές που τού προσέφερε η Ε. Ε. και το ΔΝΤ και να εφαρμόζει τις πολιτικές των τελευταίων. Καλώς ή κακώς αυτές οι πολιτικές δεν υπαγορεύονται (όπως λένε οι λαϊκοί θρύλοι της Προόδου) από τους γραφειοκράτες των οργανισμών αλλά κυρίως από την πραγματικότητα που επικρατεί στις αγορές. Μπορεί κάποιος να την χαρακτηρίσει κακή, ψυχρή, ανάποδη και νεοφιλελεύθερη, αλλά όταν ένα κράτος ξοδεύει περισσότερα απ’ όσα μαζεύει, αναγκαστικά πρέπει να δανειστεί για να καλύψει τη διαφορά. Οι δανειστές, ακόμη και οι πιο μικροί, ελέγχουν δύο πράγματα: την απόδοση της επένδυσής τους και το ρίσκο να μην πάρουν τα λεφτά τους πίσω.
Το ρίσκο αυτό μετρείται πολύ διαφορετικά απ’ ό, τι νομίζουν οι περισσότεροι. Οπως γράφει η Βερονίκ ντε Ρούγκι στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού «Reason», «οι επενδυτές δεν κρίνουν τις πιθανότητες χρεοκοπίας από το ποσοστό του δημόσιου χρέους στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν. Αντιθέτως, οι επαγγελματίες των ομολόγων βαθμολογούν με βάση μια καμπύλη που απεικονίζει τη δημοσιονομική συμπεριφορά μιας χώρας σε σχέση με τις άλλες. Οταν οι επενδυτές χάσουν την εμπιστοσύνη τους για τη δημοσιονομική συμπεριφορά ενός κράτους σε σχέση με τους ανταγωνιστές του, αποσύρονται και η χώρα υποφέρει. Οντας σπάνιο αγαθό το κεφάλαιο, το αποτέλεσμα είναι αυξημένα επιτόκια και μεγαλύτερο κόστος για το χρέος».
Αυτό είναι που δεν κατανοούν οι δεξιοί και αριστεροί αγωνιστές κατά του Μνημονίου. Η Ε. Ε. και το ΔΝΤ λειτουργούν ως εξωοικονομικοί παράγοντες για να μην εφαρμοστούν μέχρις εσχάτων οι νόμοι της αγοράς. Χωρίς τους μηχανισμούς στήριξης, οι χώρες απλώς θα χρεοκοπούσαν. Τότε θα τσεκούρωναν μονομιάς όλες τις κρατικές δαπάνες (υγεία, παιδεία, συντάξεις κ. λπ.) με μεγαλύτερο κοινωνικό κόστος μέχρι να πείσουν τις αγορές ότι αξίζει να τους δανείσουν και πάλι.
Το μεγάλο πρόβλημα του Ορμπάν ήταν ότι υπερήφανη οικονομική πολιτική ασκείται μόνο χωρίς δανεικά. Από την στιγμή που το κεφάλαιο έχει παγκοσμιοποιηθεί και η πολιτική παραμένει εθνική, οι κανόνες χρηματοδότησης δεν αλλάζουν. Μπορεί, δηλαδή, ο Ούγγρος πρωθυπουργός να χτυπάει το σαμάρι του ΔΝΤ, αλλά αυτό είναι μόνο ένα σόου για λαϊκή κατανάλωση. Φροντίζει ταυτόχρονα να ακολουθεί τις επιταγές των αγορών, τις περικοπές των ελλειμμάτων ώστε να μπορεί να δανειστεί. Είπαμε: οι επενδυτές κοιτούν μόνο καμπύλες και όχι ποιος στηρίζει όταν αυτοί δεν δανείζουν. Η ουγγρική περιπέτεια των τελευταίων μηνών δεν είναι παρά ένα θέατρο σκιών χωρίς ουσία.
Π.ΜΑΝΔΡΑΒΕΛΗΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 2/10/2010
Οι περιπέτειες της λαϊκιστικής Κεντροδεξιάς
Πολλοί θυμούνται την πρώτη περίοδο της πρωθυπουργίας του Βίκτορ Ορμπάν (1998 - 2002), επειδή ανέβαλε τη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου για να παρακολουθήσει τον αγώνα της αγαπημένης του ομάδας στην γειτονική Κροατία. Ομως, ο Ούγγρος πρωθυπουργός μάλλον θα μείνει στην ιστορία για την δαιδαλώδη πολιτική του πορεία, η οποία μπορεί να συνοψιστεί στο ρητό του Γκράουτσο Μαρξ: «Αυτές είναι οι αρχές μου. Αν δεν σας αρέσουν, έχω κι άλλες».
Ο γεννημένος το 1963 πολιτικός προέβαλε στο σκηνικό της Ουγγαρίας το 1989. Στην ομιλία του, στην «Πλατεία Ηρώων» με αφορμή την εκταφή του Ιμρε Νάγκι και των άλλων εθνικών ηρώων της ουγγρικής επανάστασης του 1956, ζήτησε ελεύθερες εκλογές και αποχώρηση των σοβιετικών στρατευμάτων. Ηταν ιδρυτικό μέλος του φιλελεύθερου κόμματος Fidesz (ακρωνύμιο των ουγγρικών λέξεων «Συμμαχία Νέων Δημοκρατών») και το 1990 εκλέχθηκε βουλευτής και αρχηγός. Υπό την καθοδήγησή του, το κόμμα έγινε ακραία συντηρητικό και άρχισε να φλερτάρει με την Ακροδεξιά.
Το 1998, έγινε ο δεύτερος πιο νέος πρωθυπουργός της Ουγγαρίας και ακολούθησε νεοσυντηρητική πολιτική: φιλελεύθερη στην οικονομία, χωρίς σεβασμό στους δημοκρατικούς θεσμούς. Μείωσε τούς συντελεστές φορολογίας, τις εισφορές στα ασφαλιστικά ταμεία και τις... συνεδριάσεις της Βουλής σε μία ανά τρεις εβδομάδες. Ο ίδιος ο Ορμπάν έκανε να εμφανιστεί στη Βουλή πάνω από δέκα μήνες. Αντικατέστησε ταχύτατα τους επικεφαλής των ανεξάρτητων αρχών (κεντρική τράπεζα, ραδιοτηλεοπτικό συμβούλιο κ. λπ.) με κομματικούς γκαουλάιτερ και, φυσικά, έδεσε την Ουγγαρία στο άρμα των ΗΠΑ.
Η σφιχτή οικονομική του πολιτική τον πρώτο καιρό απέδωσε καρπούς. Ο πληθωρισμός από 15% έπεσε στο 7,8% το 2001, το δημοσιονομικό έλλειμμα από 3,9% στο 3,4% και το δημόσιο χρέος περιορίστηκε στο 54% του ΑΕΠ. Με το αζημίωτο όμως. Οπως συμβαίνει με όλες τις νεοσυντηρητικές κυβερνήσεις, η υπονόμευση των αρχών ελέγχου και ισορροπιών στη διακυβέρνηση άφησε πολλά περιθώρια για να αναπτυχθεί η διαφθορά. Τον δεύτερο μόλις χρόνο της διακυβέρνησης του Ορμπάν, δύο υπουργοί του παραιτήθηκαν για σκάνδαλο δωροδοκίας από την εταιρεία οπλικών συστημάτων Λόκχιντ - Μάρτιν. Την ίδια χρονιά, ο επικεφαλής της δίωξης οικονομικού εγκλήματος παραιτήθηκε έπειτα από κατηγορίες για περίεργες επιχειρηματικές συναλλαγές. Τα μεγάλα σκάνδαλα δωροδοκιών του 2001 διέλυσαν τον κυβερνητικό συνασπισμό και το 2002 οι Σοσιαλιστές πήραν την εξουσία. Η μετακίνηση του Ορμπάν σε πιο συντηρητικές θέσεις δημιούργησε στην Ουγγαρία αυτό που θα ονομάζαμε «πολιτικό παράδοξο». Οι σοσιαλιστές άρχισαν να εμφανίζονται σε πολλά οικονομικά ζητήματα πιο... φιλελεύθεροι από την Δεξιά.
Οι σοσιαλιστές τα πρώτα χρόνια πήγαιναν καλά. Προχώρησαν σε μεταρρυθμίσεις και επανεκλέχτηκαν με μεγάλη πλειοψηφία το 2006, φέρνοντας τον Ορμπάν σε δύσκολη θέση. Επέζησε της εσωκομματικής αμφισβήτησης και η μεγάλη του ευκαιρία εμφανίστηκε με την διεθνή κρίση του 2008. Το χρέος της Ουγγαρίας που είναι κυρίως στο εξωτερικό δεν μπόρεσε να επαναχρηματοδοτηθεί και η σοσιαλιστική κυβέρνηση του Φέρεκ Γκιουρσκάνι ζήτησε τη βοήθεια της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Οπως και στην περίπτωση της Ελλάδος, η Ε. Ε. προέκρινε ένα μεικτό σχήμα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Εγκρίθηκε ένα δάνειο είκοσι δισεκατομμυρίων ευρώ κι ένα σκληρό πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής που προέβλεπε περιορισμό του ελλείμματος στο 3,8% του ΑΕΠ το 2010.
Αυτή ήταν η μεγάλη πολιτική ευκαιρία του Ορμπάν. Σήκωσε τη σημαία κατά του Μνημονίου ζητώντας άλλη οικονομική πολιτική, ανεξάρτητη από τον «ζουρλομανδύα του ΔΝΤ». Τον Απρίλιο κέρδισε τις βουλευτικές εκλογές με συντριπτική πλειοψηφία (52%), ενώ το κυβερνών σοσιαλιστικό κόμμα από 43,2% έπεσε στο 19,3%. Τρίτο κόμμα ήταν το ακροδεξιό Τζόμπικ με ποσοστό 16,7%.
Η προηγούμενη προεκλογική ρητορική, φυσικά, οδήγησε την κυβέρνηση Ορμπάν σε σύγκρουση με το ΔΝΤ και την Ευρωπαϊκή Ενωση. Βασικό σημείο διαφωνίας ήταν ο στόχος για περιορισμό του ελλείμματος στο 3,8%, όπως προέβλεπε η συμφωνία. Οι δηλώσεις Ορμπάν σκόρπισαν ρίγη συγκίνησης στους καθ’ ημάς αριστερούς. «Ούτε το ΔΝΤ ούτε τα χρηματοπιστωτικά όργανα της Ε. Ε. είναι αφεντικά μας. Δεν είμαστε υποτελείς τους. Πρέπει να δεχθούμε ότι θα διαπραγματευτούμε με τους δανειστές μας και θα διαπραγματευθούμε. Αλλά στόχος των συνομιλιών δεν είναι να υπακούσουμε σε διαταγές...», είπε.
Μετά τη βαθιά συγκίνηση, όμως, ήρθε η σκληρή πραγματικότητα. Οπως ήταν αναμενόμενο, το πρόγραμμα δανειακής στήριξης από το ΔΝΤ και την Ε. Ε. διακόπηκε. Το κόστος δανεισμού από τις αγορές άρχισε να ανηφορίζει και τα ομόλογα τής Ουγγαρίας άρχισαν να μένουν στα αζήτητα.
Επειτα από τρεις μήνες λεκτικών πυροτεχνημάτων, ο Βίκτορ Ορμπάν έκανε ό, τι και ο Ανδρέας Παπανδρέου με τις βάσεις. Συνεχίζει μεν τη ρητορεία κατά του ΔΝΤ, αλλά ταυτόχρονα εφαρμόζει τις πολιτικές του. Ο υπουργός Οικονομικών Γκίοργκι Ματόλσκι δήλωνε στις 17 Σεπτεμβρίου ότι «εφόσον το ΔΝΤ νομίζει πως μπορεί να φορτώσει την ουγγρική κυβέρνηση με μια νέα δέσμη μέτρων λιτότητας, βρισκόμαστε σε λάθος πορεία». Ταυτόχρονα όμως στην ίδια συνέντευξη δήλωνε ότι «δεν φοβάμαι μια υποβάθμιση της ουγγρικής οικονομίας. Η κυβέρνηση μένει προσηλωμένη στην συμφωνία με ΔΝΤ - Ε. Ε. με στόχο τη μείωση του ελλείμματος στο 3,8% φέτος και αυτό σημαίνει ότι το έλλειμμα θα είναι κάτω του 3% το επόμενο έτος». Η Ουγγαρία πήρε την τελευταία δόση του δανείου από τον μηχανισμό στήριξης, ύψους 1,15 δισ. ευρώ τον Σεπτέμβριο, ενώ ο Ματόλσκι ανακοίνωσε ότι για να πετύχει τη μείωση του ελλείμματος η χώρα πρέπει να αντλήσει περί τα 680 εκατ. ευρώ από έναν ειδικό φόρο στις τράπεζες και άλλα τόσα από περικοπές στον δημόσιο τομέα.
Ο βραβευμένος από το American Enterprise Institute, Βίκτορ Ορμπάν, συνεχίζει την ρητορική αντιπολίτευση στον νεοφιλελευθερισμό. «Τελείωσε ο χρόνος των νεοφιλελεύθερων πειραματισμών», είπε σε ομιλία του στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα την περασμένη εβδομάδα. «Η εξουσία των αγορών και της αυτοοργάνωσης υπάρχει μόνο στη θεωρία, ενώ ο ρόλος του κράτους είναι η πραγματικότητα... Το κυβερνών κόμμα Fidesz καλείται να χτίσει μια επιτυχημένη πραγματικότητα στην Ουγγαρία και στην Ευρώπη», προσθέτοντας ότι «αν η πραγματικότητα προσφέρει ελπίδα, τότε οι άνθρωποι θα προτιμήσουν την πραγματικότητα από τις παραπλανητικές ουτοπίες».
Προς το παρόν, βέβαια, η πραγματικότητα που αντιμετωπίζει η Ουγγαρία είναι αυτή των μεγάλων ελλειμμάτων και των αναγκαίων περικοπών. Οταν το κράτος ξοδεύει περισσότερα απ’ όσα εισπράττει, αναγκαστικά πρέπει να δανειστεί. Κι όταν αυτοί που δανείζουν κλείνουν την στρόφιγγα, τότε τα ελλείμματα μηδενίζονται αυτόματα, αλλά εις βάρος ουσιαστικών κοινωνικών παροχών και όχι εις βάρος της σπατάλης.
«Περήφανη» οικονομική πολιτική
Ο Βίκτορ Ορμπάν, θύμα της προεκλογικής του ρητορικής, κατάφερε με το αντιμνημονιακό του σμπάρο δύο πράγματα. Και να χάσει το –κατά τον πρόεδρο της Εθνικής Τράπεζας, Αντράς Σιμόρ– δίχτυ ασφαλείας απέναντι στις αγορές που τού προσέφερε η Ε. Ε. και το ΔΝΤ και να εφαρμόζει τις πολιτικές των τελευταίων. Καλώς ή κακώς αυτές οι πολιτικές δεν υπαγορεύονται (όπως λένε οι λαϊκοί θρύλοι της Προόδου) από τους γραφειοκράτες των οργανισμών αλλά κυρίως από την πραγματικότητα που επικρατεί στις αγορές. Μπορεί κάποιος να την χαρακτηρίσει κακή, ψυχρή, ανάποδη και νεοφιλελεύθερη, αλλά όταν ένα κράτος ξοδεύει περισσότερα απ’ όσα μαζεύει, αναγκαστικά πρέπει να δανειστεί για να καλύψει τη διαφορά. Οι δανειστές, ακόμη και οι πιο μικροί, ελέγχουν δύο πράγματα: την απόδοση της επένδυσής τους και το ρίσκο να μην πάρουν τα λεφτά τους πίσω.
Το ρίσκο αυτό μετρείται πολύ διαφορετικά απ’ ό, τι νομίζουν οι περισσότεροι. Οπως γράφει η Βερονίκ ντε Ρούγκι στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού «Reason», «οι επενδυτές δεν κρίνουν τις πιθανότητες χρεοκοπίας από το ποσοστό του δημόσιου χρέους στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν. Αντιθέτως, οι επαγγελματίες των ομολόγων βαθμολογούν με βάση μια καμπύλη που απεικονίζει τη δημοσιονομική συμπεριφορά μιας χώρας σε σχέση με τις άλλες. Οταν οι επενδυτές χάσουν την εμπιστοσύνη τους για τη δημοσιονομική συμπεριφορά ενός κράτους σε σχέση με τους ανταγωνιστές του, αποσύρονται και η χώρα υποφέρει. Οντας σπάνιο αγαθό το κεφάλαιο, το αποτέλεσμα είναι αυξημένα επιτόκια και μεγαλύτερο κόστος για το χρέος».
Αυτό είναι που δεν κατανοούν οι δεξιοί και αριστεροί αγωνιστές κατά του Μνημονίου. Η Ε. Ε. και το ΔΝΤ λειτουργούν ως εξωοικονομικοί παράγοντες για να μην εφαρμοστούν μέχρις εσχάτων οι νόμοι της αγοράς. Χωρίς τους μηχανισμούς στήριξης, οι χώρες απλώς θα χρεοκοπούσαν. Τότε θα τσεκούρωναν μονομιάς όλες τις κρατικές δαπάνες (υγεία, παιδεία, συντάξεις κ. λπ.) με μεγαλύτερο κοινωνικό κόστος μέχρι να πείσουν τις αγορές ότι αξίζει να τους δανείσουν και πάλι.
Το μεγάλο πρόβλημα του Ορμπάν ήταν ότι υπερήφανη οικονομική πολιτική ασκείται μόνο χωρίς δανεικά. Από την στιγμή που το κεφάλαιο έχει παγκοσμιοποιηθεί και η πολιτική παραμένει εθνική, οι κανόνες χρηματοδότησης δεν αλλάζουν. Μπορεί, δηλαδή, ο Ούγγρος πρωθυπουργός να χτυπάει το σαμάρι του ΔΝΤ, αλλά αυτό είναι μόνο ένα σόου για λαϊκή κατανάλωση. Φροντίζει ταυτόχρονα να ακολουθεί τις επιταγές των αγορών, τις περικοπές των ελλειμμάτων ώστε να μπορεί να δανειστεί. Είπαμε: οι επενδυτές κοιτούν μόνο καμπύλες και όχι ποιος στηρίζει όταν αυτοί δεν δανείζουν. Η ουγγρική περιπέτεια των τελευταίων μηνών δεν είναι παρά ένα θέατρο σκιών χωρίς ουσία.
Π.ΜΑΝΔΡΑΒΕΛΗΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 2/10/2010
Ο γεννημένος το 1963 πολιτικός προέβαλε στο σκηνικό της Ουγγαρίας το 1989. Στην ομιλία του, στην «Πλατεία Ηρώων» με αφορμή την εκταφή του Ιμρε Νάγκι και των άλλων εθνικών ηρώων της ουγγρικής επανάστασης του 1956, ζήτησε ελεύθερες εκλογές και αποχώρηση των σοβιετικών στρατευμάτων. Ηταν ιδρυτικό μέλος του φιλελεύθερου κόμματος Fidesz (ακρωνύμιο των ουγγρικών λέξεων «Συμμαχία Νέων Δημοκρατών») και το 1990 εκλέχθηκε βουλευτής και αρχηγός. Υπό την καθοδήγησή του, το κόμμα έγινε ακραία συντηρητικό και άρχισε να φλερτάρει με την Ακροδεξιά.
Το 1998, έγινε ο δεύτερος πιο νέος πρωθυπουργός της Ουγγαρίας και ακολούθησε νεοσυντηρητική πολιτική: φιλελεύθερη στην οικονομία, χωρίς σεβασμό στους δημοκρατικούς θεσμούς. Μείωσε τούς συντελεστές φορολογίας, τις εισφορές στα ασφαλιστικά ταμεία και τις... συνεδριάσεις της Βουλής σε μία ανά τρεις εβδομάδες. Ο ίδιος ο Ορμπάν έκανε να εμφανιστεί στη Βουλή πάνω από δέκα μήνες. Αντικατέστησε ταχύτατα τους επικεφαλής των ανεξάρτητων αρχών (κεντρική τράπεζα, ραδιοτηλεοπτικό συμβούλιο κ. λπ.) με κομματικούς γκαουλάιτερ και, φυσικά, έδεσε την Ουγγαρία στο άρμα των ΗΠΑ.
Η σφιχτή οικονομική του πολιτική τον πρώτο καιρό απέδωσε καρπούς. Ο πληθωρισμός από 15% έπεσε στο 7,8% το 2001, το δημοσιονομικό έλλειμμα από 3,9% στο 3,4% και το δημόσιο χρέος περιορίστηκε στο 54% του ΑΕΠ. Με το αζημίωτο όμως. Οπως συμβαίνει με όλες τις νεοσυντηρητικές κυβερνήσεις, η υπονόμευση των αρχών ελέγχου και ισορροπιών στη διακυβέρνηση άφησε πολλά περιθώρια για να αναπτυχθεί η διαφθορά. Τον δεύτερο μόλις χρόνο της διακυβέρνησης του Ορμπάν, δύο υπουργοί του παραιτήθηκαν για σκάνδαλο δωροδοκίας από την εταιρεία οπλικών συστημάτων Λόκχιντ - Μάρτιν. Την ίδια χρονιά, ο επικεφαλής της δίωξης οικονομικού εγκλήματος παραιτήθηκε έπειτα από κατηγορίες για περίεργες επιχειρηματικές συναλλαγές. Τα μεγάλα σκάνδαλα δωροδοκιών του 2001 διέλυσαν τον κυβερνητικό συνασπισμό και το 2002 οι Σοσιαλιστές πήραν την εξουσία. Η μετακίνηση του Ορμπάν σε πιο συντηρητικές θέσεις δημιούργησε στην Ουγγαρία αυτό που θα ονομάζαμε «πολιτικό παράδοξο». Οι σοσιαλιστές άρχισαν να εμφανίζονται σε πολλά οικονομικά ζητήματα πιο... φιλελεύθεροι από την Δεξιά.
Οι σοσιαλιστές τα πρώτα χρόνια πήγαιναν καλά. Προχώρησαν σε μεταρρυθμίσεις και επανεκλέχτηκαν με μεγάλη πλειοψηφία το 2006, φέρνοντας τον Ορμπάν σε δύσκολη θέση. Επέζησε της εσωκομματικής αμφισβήτησης και η μεγάλη του ευκαιρία εμφανίστηκε με την διεθνή κρίση του 2008. Το χρέος της Ουγγαρίας που είναι κυρίως στο εξωτερικό δεν μπόρεσε να επαναχρηματοδοτηθεί και η σοσιαλιστική κυβέρνηση του Φέρεκ Γκιουρσκάνι ζήτησε τη βοήθεια της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Οπως και στην περίπτωση της Ελλάδος, η Ε. Ε. προέκρινε ένα μεικτό σχήμα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Εγκρίθηκε ένα δάνειο είκοσι δισεκατομμυρίων ευρώ κι ένα σκληρό πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής που προέβλεπε περιορισμό του ελλείμματος στο 3,8% του ΑΕΠ το 2010.
Αυτή ήταν η μεγάλη πολιτική ευκαιρία του Ορμπάν. Σήκωσε τη σημαία κατά του Μνημονίου ζητώντας άλλη οικονομική πολιτική, ανεξάρτητη από τον «ζουρλομανδύα του ΔΝΤ». Τον Απρίλιο κέρδισε τις βουλευτικές εκλογές με συντριπτική πλειοψηφία (52%), ενώ το κυβερνών σοσιαλιστικό κόμμα από 43,2% έπεσε στο 19,3%. Τρίτο κόμμα ήταν το ακροδεξιό Τζόμπικ με ποσοστό 16,7%.
Η προηγούμενη προεκλογική ρητορική, φυσικά, οδήγησε την κυβέρνηση Ορμπάν σε σύγκρουση με το ΔΝΤ και την Ευρωπαϊκή Ενωση. Βασικό σημείο διαφωνίας ήταν ο στόχος για περιορισμό του ελλείμματος στο 3,8%, όπως προέβλεπε η συμφωνία. Οι δηλώσεις Ορμπάν σκόρπισαν ρίγη συγκίνησης στους καθ’ ημάς αριστερούς. «Ούτε το ΔΝΤ ούτε τα χρηματοπιστωτικά όργανα της Ε. Ε. είναι αφεντικά μας. Δεν είμαστε υποτελείς τους. Πρέπει να δεχθούμε ότι θα διαπραγματευτούμε με τους δανειστές μας και θα διαπραγματευθούμε. Αλλά στόχος των συνομιλιών δεν είναι να υπακούσουμε σε διαταγές...», είπε.
Μετά τη βαθιά συγκίνηση, όμως, ήρθε η σκληρή πραγματικότητα. Οπως ήταν αναμενόμενο, το πρόγραμμα δανειακής στήριξης από το ΔΝΤ και την Ε. Ε. διακόπηκε. Το κόστος δανεισμού από τις αγορές άρχισε να ανηφορίζει και τα ομόλογα τής Ουγγαρίας άρχισαν να μένουν στα αζήτητα.
Επειτα από τρεις μήνες λεκτικών πυροτεχνημάτων, ο Βίκτορ Ορμπάν έκανε ό, τι και ο Ανδρέας Παπανδρέου με τις βάσεις. Συνεχίζει μεν τη ρητορεία κατά του ΔΝΤ, αλλά ταυτόχρονα εφαρμόζει τις πολιτικές του. Ο υπουργός Οικονομικών Γκίοργκι Ματόλσκι δήλωνε στις 17 Σεπτεμβρίου ότι «εφόσον το ΔΝΤ νομίζει πως μπορεί να φορτώσει την ουγγρική κυβέρνηση με μια νέα δέσμη μέτρων λιτότητας, βρισκόμαστε σε λάθος πορεία». Ταυτόχρονα όμως στην ίδια συνέντευξη δήλωνε ότι «δεν φοβάμαι μια υποβάθμιση της ουγγρικής οικονομίας. Η κυβέρνηση μένει προσηλωμένη στην συμφωνία με ΔΝΤ - Ε. Ε. με στόχο τη μείωση του ελλείμματος στο 3,8% φέτος και αυτό σημαίνει ότι το έλλειμμα θα είναι κάτω του 3% το επόμενο έτος». Η Ουγγαρία πήρε την τελευταία δόση του δανείου από τον μηχανισμό στήριξης, ύψους 1,15 δισ. ευρώ τον Σεπτέμβριο, ενώ ο Ματόλσκι ανακοίνωσε ότι για να πετύχει τη μείωση του ελλείμματος η χώρα πρέπει να αντλήσει περί τα 680 εκατ. ευρώ από έναν ειδικό φόρο στις τράπεζες και άλλα τόσα από περικοπές στον δημόσιο τομέα.
Ο βραβευμένος από το American Enterprise Institute, Βίκτορ Ορμπάν, συνεχίζει την ρητορική αντιπολίτευση στον νεοφιλελευθερισμό. «Τελείωσε ο χρόνος των νεοφιλελεύθερων πειραματισμών», είπε σε ομιλία του στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα την περασμένη εβδομάδα. «Η εξουσία των αγορών και της αυτοοργάνωσης υπάρχει μόνο στη θεωρία, ενώ ο ρόλος του κράτους είναι η πραγματικότητα... Το κυβερνών κόμμα Fidesz καλείται να χτίσει μια επιτυχημένη πραγματικότητα στην Ουγγαρία και στην Ευρώπη», προσθέτοντας ότι «αν η πραγματικότητα προσφέρει ελπίδα, τότε οι άνθρωποι θα προτιμήσουν την πραγματικότητα από τις παραπλανητικές ουτοπίες».
Προς το παρόν, βέβαια, η πραγματικότητα που αντιμετωπίζει η Ουγγαρία είναι αυτή των μεγάλων ελλειμμάτων και των αναγκαίων περικοπών. Οταν το κράτος ξοδεύει περισσότερα απ’ όσα εισπράττει, αναγκαστικά πρέπει να δανειστεί. Κι όταν αυτοί που δανείζουν κλείνουν την στρόφιγγα, τότε τα ελλείμματα μηδενίζονται αυτόματα, αλλά εις βάρος ουσιαστικών κοινωνικών παροχών και όχι εις βάρος της σπατάλης.
«Περήφανη» οικονομική πολιτική
Ο Βίκτορ Ορμπάν, θύμα της προεκλογικής του ρητορικής, κατάφερε με το αντιμνημονιακό του σμπάρο δύο πράγματα. Και να χάσει το –κατά τον πρόεδρο της Εθνικής Τράπεζας, Αντράς Σιμόρ– δίχτυ ασφαλείας απέναντι στις αγορές που τού προσέφερε η Ε. Ε. και το ΔΝΤ και να εφαρμόζει τις πολιτικές των τελευταίων. Καλώς ή κακώς αυτές οι πολιτικές δεν υπαγορεύονται (όπως λένε οι λαϊκοί θρύλοι της Προόδου) από τους γραφειοκράτες των οργανισμών αλλά κυρίως από την πραγματικότητα που επικρατεί στις αγορές. Μπορεί κάποιος να την χαρακτηρίσει κακή, ψυχρή, ανάποδη και νεοφιλελεύθερη, αλλά όταν ένα κράτος ξοδεύει περισσότερα απ’ όσα μαζεύει, αναγκαστικά πρέπει να δανειστεί για να καλύψει τη διαφορά. Οι δανειστές, ακόμη και οι πιο μικροί, ελέγχουν δύο πράγματα: την απόδοση της επένδυσής τους και το ρίσκο να μην πάρουν τα λεφτά τους πίσω.
Το ρίσκο αυτό μετρείται πολύ διαφορετικά απ’ ό, τι νομίζουν οι περισσότεροι. Οπως γράφει η Βερονίκ ντε Ρούγκι στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού «Reason», «οι επενδυτές δεν κρίνουν τις πιθανότητες χρεοκοπίας από το ποσοστό του δημόσιου χρέους στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν. Αντιθέτως, οι επαγγελματίες των ομολόγων βαθμολογούν με βάση μια καμπύλη που απεικονίζει τη δημοσιονομική συμπεριφορά μιας χώρας σε σχέση με τις άλλες. Οταν οι επενδυτές χάσουν την εμπιστοσύνη τους για τη δημοσιονομική συμπεριφορά ενός κράτους σε σχέση με τους ανταγωνιστές του, αποσύρονται και η χώρα υποφέρει. Οντας σπάνιο αγαθό το κεφάλαιο, το αποτέλεσμα είναι αυξημένα επιτόκια και μεγαλύτερο κόστος για το χρέος».
Αυτό είναι που δεν κατανοούν οι δεξιοί και αριστεροί αγωνιστές κατά του Μνημονίου. Η Ε. Ε. και το ΔΝΤ λειτουργούν ως εξωοικονομικοί παράγοντες για να μην εφαρμοστούν μέχρις εσχάτων οι νόμοι της αγοράς. Χωρίς τους μηχανισμούς στήριξης, οι χώρες απλώς θα χρεοκοπούσαν. Τότε θα τσεκούρωναν μονομιάς όλες τις κρατικές δαπάνες (υγεία, παιδεία, συντάξεις κ. λπ.) με μεγαλύτερο κοινωνικό κόστος μέχρι να πείσουν τις αγορές ότι αξίζει να τους δανείσουν και πάλι.
Το μεγάλο πρόβλημα του Ορμπάν ήταν ότι υπερήφανη οικονομική πολιτική ασκείται μόνο χωρίς δανεικά. Από την στιγμή που το κεφάλαιο έχει παγκοσμιοποιηθεί και η πολιτική παραμένει εθνική, οι κανόνες χρηματοδότησης δεν αλλάζουν. Μπορεί, δηλαδή, ο Ούγγρος πρωθυπουργός να χτυπάει το σαμάρι του ΔΝΤ, αλλά αυτό είναι μόνο ένα σόου για λαϊκή κατανάλωση. Φροντίζει ταυτόχρονα να ακολουθεί τις επιταγές των αγορών, τις περικοπές των ελλειμμάτων ώστε να μπορεί να δανειστεί. Είπαμε: οι επενδυτές κοιτούν μόνο καμπύλες και όχι ποιος στηρίζει όταν αυτοί δεν δανείζουν. Η ουγγρική περιπέτεια των τελευταίων μηνών δεν είναι παρά ένα θέατρο σκιών χωρίς ουσία.
Π.ΜΑΝΔΡΑΒΕΛΗΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 2/10/2010
Γιατί η αναδιάρθρωση χρέους δεν λύνει το πρόβλημα
Παρά τις διαρκείς διαβεβαιώσεις από επίσημα χείλη ότι αποκλείεται το ενδεχόμενο αναδιάρθρωσης του χρέους, η διαφορά απόδοσης (spread) των ελληνικών 10ετών ομολόγων από τα αντίστοιχα γερμανικά συνεχίζει να ξεπερνά στις 800 μονάδες. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι επενδυτές θεωρούν ότι η Ελλάδα έχει πρόβλημα φερεγγυότητας και όχι ρευστότητας. Πιστεύουν επομένως ότι η αναδιάρθρωση του χρέους είναι αναπόφευκτη τόσο λόγω του ύψους του χρέους όσο και λόγω της πτώσεως του ονομαστικού ΑΕΠ που συνεπάγεται η «εσωτερική υποτίμηση» (δηλ. ο αποπληθωρισμός) που απαιτείται για την ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας. Υπάρχουν όμως και ισχυρά αντεπιχειρήματα.
Πρώτον, το πρόβλημα ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας δεν απορρέει από αδικαιολόγητα υψηλούς μισθούς στον ιδιωτικό τομέα. Απορρέει από τη γιγάντωση του κράτους και τις παρεμβάσεις του στην οικονομία. Το πελατειακό κράτος είναι αυτό που μοίρασε δανεικά, προμήθειες, άδειες και προσόδους σε ημετέρους εις βάρος της παραγωγικής βάσης της οικονομίας. Το πελατειακό κράτος είναι αυτό που αναίρεσε τον ανταγωνισμό καθορίζοντας τα περιθώρια κέρδους και τις ελάχιστες αμοιβές σε μια σειρά από κλάδους και επαγγέλματα. Το κράτος σήμερα φορολογεί υπέρμετρα τον ιδιωτικό τομέα για να συντηρήσει το υπερτροφικό και αναποτελεσματικό Δημόσιο. Το ερώτημα είναι αν μια μετα-σοβιετική οικονομία σαν την ελληνική μπορεί να γίνει ανταγωνιστική. Η απάντηση είναι ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει με αποπληθωρισμό. Μπορεί να γίνει μόνο μέσα από τις διαρθρωτικές αλλαγές που περιλαμβάνονται στο Μνημόνιο, δηλαδή τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος πιο φιλικού προς τις επιχειρήσεις, τη μείωση της γραφειοκρατίας, το άνοιγμα των επαγγελμάτων, τις μεταρρυθμίσεις για μεγαλύτερη ευκαμψία στην αγορά εργασίας και πιο ανταγωνιστικές αγορές αγαθών και υπηρεσιών ώστε να ενισχυθεί η παραγωγικότητα. Είναι προς το συμφέρον όλων –τόσο της Ελλάδας όσο και των πιστωτών της– να αποτραπεί μια αναδιάρθρωση του χρέους, που θα μείωνε την κεκτημένη ταχύτητα των μεταρρυθμίσεων.
Δεύτερον –και σημαντικότερο– όπως δείχνουν οι προβλέψεις του ΔΝΤ στο επικαιροποιημένο Μνημόνιο, το πρωτογενές πλεόνασμα (δηλ. τα έσοδα μείον τις δαπάνες πλην τόκων) που απαιτείται για να σταθεροποιηθεί ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ είναι πολύ υψηλό: 5,5% του ΑΕΠ, συγκρινόμενο με έλλειμμα 8,5% το 2009, δηλαδή η απαιτούμενη προσαρμογή είναι της τάξης του 14% του ΑΕΠ στην περίοδο 2010-14. Βέβαια, πρωτογενή πλεονάσματα αυτής της τάξης μεγέθους δεν είναι πρωτάκουστα. Τα πέτυχε και τα διατήρησε για χρόνια η γειτονική μας Τουρκία στη διάρκεια των δύο συνεχόμενων τριετών προγραμμάτων σταθεροποίησης που στήριξε το ΔΝΤ μετά τη συναλλαγματική και χρηματοπιστωτική κρίση του 2001. Η διαφορά είναι ότι η Τουρκία δεν είχε πρωτογενές έλλειμμα αλλά πλεόνασμα όταν ξέσπασε η κρίση. Ετσι η δημοσιονομική προσαρμογή βασίστηκε κυρίως στην πτώση του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους και λιγότερο στην αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος. Αμέσως μετά την κρίση, οι δαπάνες για τόκους πάνω στο δημόσιο χρέος εκτινάχθηκαν στο 20% του ΑΕΠ, τόσο λόγω της υποτίμησης που αύξησε σημαντικά το κόστος εξυπηρέτησης του εξωτερικού χρέους όσο και λόγω της μεγάλης αύξησης των εγχώριων επιτοκίων που χρειάστηκε για να σταθεροποιηθεί το νόμισμα. Στο τέλος της εξαετούς επιτήρησης από το ΔΝΤ, οι δαπάνες για τόκους είχαν μειωθεί στο 5% του ΑΕΠ, το συνολικό δημοσιονομικό έλλειμμα είχε σχεδόν μηδενιστεί, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ ήταν σε σταθερά πτωτική τροχιά και η οικονομία είχε επιστρέψει σε αναπτυξιακή πορεία. Αυτή η εξαιρετικά πετυχημένη προσπάθεια στηρίχθηκε κυρίως σε μια νομισματική πολιτική προσανατολισμένη στη σταθερότητα. Η ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας, η κατάργηση της νομισματικής χρηματοδότησης των ελλειμμάτων, η αφαίρεση τεσσάρων μηδενικών από το νόμισμα, οι νέοι ρυθμιστικοί κανόνες για την επιτήρηση του τραπεζικού τομέα, όλα αυτά συνετέλεσαν στην ανάκτηση της εμπιστοσύνης των αγορών και στη θεαματική πτώση των επιτοκίων.
Η ελληνική οικονομία απεκόμισε και αυτή μεγάλο κέρδος από την πτώση των επιτοκίων σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα στην πορεία προς την ΟΝΕ, κέρδος που δυστυχώς σπατάλησε για την επίτευξη βραχυπρόθεσμων αποτελεσμάτων. Αντί να χρησιμοποιηθεί για τη μείωση του χρέους, η εξοικονόμηση σημαντικών πόρων από τη μείωση του κόστους εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους χρησιμοποιήθηκε για να αυξηθούν οι πρωτογενείς δαπάνες, τόσο πριν όσο και μετά την «απογραφή» του 2004. Η οικονομία βρίσκεται επομένως τώρα αντιμέτωπη με την ανάγκη μιας τεράστιας προσαρμογής στο πρωτογενές έλλειμμα, το οποίο δεν θα μηδενιστεί ούτε μετά τα μέτρα ύψους 9 δισ. ευρώ που προβλέπεται να ληφθούν το 2011. Η συνολική προσαρμογή που απαιτείται –της τάξης του 14% του ΑΕΠ, όπως προανέφερα– δεν θα επηρεαστεί σημαντικά από μια αναδιάρθρωση του χρέους, ακόμα και αν αυτή πάρει τη μορφή μείωσης του χρέους (haircut). Το ΔΝΤ υπολογίζει ότι μια μείωση του χρέους κατά 50% θα μείωνε το πρωτογενές πλεόνασμα που απαιτείται για να σταθεροποιηθεί το χρέος από 5,5% στο 2,8% του ΑΕΠ, μειώνοντας έτσι την απαιτούμενη προσαρμογή από 14% σε 11,3% του ΑΕΠ, δηλ. κατά λιγότερο από ένα πέμπτο. Επομένως μια αναδιάρθρωση του χρέους δεν θα λύσει το δημοσιονομικό πρόβλημα της Ελλάδας.
Tης Mιραντας Ξαφα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 2/10/2010
Πρώτον, το πρόβλημα ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας δεν απορρέει από αδικαιολόγητα υψηλούς μισθούς στον ιδιωτικό τομέα. Απορρέει από τη γιγάντωση του κράτους και τις παρεμβάσεις του στην οικονομία. Το πελατειακό κράτος είναι αυτό που μοίρασε δανεικά, προμήθειες, άδειες και προσόδους σε ημετέρους εις βάρος της παραγωγικής βάσης της οικονομίας. Το πελατειακό κράτος είναι αυτό που αναίρεσε τον ανταγωνισμό καθορίζοντας τα περιθώρια κέρδους και τις ελάχιστες αμοιβές σε μια σειρά από κλάδους και επαγγέλματα. Το κράτος σήμερα φορολογεί υπέρμετρα τον ιδιωτικό τομέα για να συντηρήσει το υπερτροφικό και αναποτελεσματικό Δημόσιο. Το ερώτημα είναι αν μια μετα-σοβιετική οικονομία σαν την ελληνική μπορεί να γίνει ανταγωνιστική. Η απάντηση είναι ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει με αποπληθωρισμό. Μπορεί να γίνει μόνο μέσα από τις διαρθρωτικές αλλαγές που περιλαμβάνονται στο Μνημόνιο, δηλαδή τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος πιο φιλικού προς τις επιχειρήσεις, τη μείωση της γραφειοκρατίας, το άνοιγμα των επαγγελμάτων, τις μεταρρυθμίσεις για μεγαλύτερη ευκαμψία στην αγορά εργασίας και πιο ανταγωνιστικές αγορές αγαθών και υπηρεσιών ώστε να ενισχυθεί η παραγωγικότητα. Είναι προς το συμφέρον όλων –τόσο της Ελλάδας όσο και των πιστωτών της– να αποτραπεί μια αναδιάρθρωση του χρέους, που θα μείωνε την κεκτημένη ταχύτητα των μεταρρυθμίσεων.
Δεύτερον –και σημαντικότερο– όπως δείχνουν οι προβλέψεις του ΔΝΤ στο επικαιροποιημένο Μνημόνιο, το πρωτογενές πλεόνασμα (δηλ. τα έσοδα μείον τις δαπάνες πλην τόκων) που απαιτείται για να σταθεροποιηθεί ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ είναι πολύ υψηλό: 5,5% του ΑΕΠ, συγκρινόμενο με έλλειμμα 8,5% το 2009, δηλαδή η απαιτούμενη προσαρμογή είναι της τάξης του 14% του ΑΕΠ στην περίοδο 2010-14. Βέβαια, πρωτογενή πλεονάσματα αυτής της τάξης μεγέθους δεν είναι πρωτάκουστα. Τα πέτυχε και τα διατήρησε για χρόνια η γειτονική μας Τουρκία στη διάρκεια των δύο συνεχόμενων τριετών προγραμμάτων σταθεροποίησης που στήριξε το ΔΝΤ μετά τη συναλλαγματική και χρηματοπιστωτική κρίση του 2001. Η διαφορά είναι ότι η Τουρκία δεν είχε πρωτογενές έλλειμμα αλλά πλεόνασμα όταν ξέσπασε η κρίση. Ετσι η δημοσιονομική προσαρμογή βασίστηκε κυρίως στην πτώση του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους και λιγότερο στην αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος. Αμέσως μετά την κρίση, οι δαπάνες για τόκους πάνω στο δημόσιο χρέος εκτινάχθηκαν στο 20% του ΑΕΠ, τόσο λόγω της υποτίμησης που αύξησε σημαντικά το κόστος εξυπηρέτησης του εξωτερικού χρέους όσο και λόγω της μεγάλης αύξησης των εγχώριων επιτοκίων που χρειάστηκε για να σταθεροποιηθεί το νόμισμα. Στο τέλος της εξαετούς επιτήρησης από το ΔΝΤ, οι δαπάνες για τόκους είχαν μειωθεί στο 5% του ΑΕΠ, το συνολικό δημοσιονομικό έλλειμμα είχε σχεδόν μηδενιστεί, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ ήταν σε σταθερά πτωτική τροχιά και η οικονομία είχε επιστρέψει σε αναπτυξιακή πορεία. Αυτή η εξαιρετικά πετυχημένη προσπάθεια στηρίχθηκε κυρίως σε μια νομισματική πολιτική προσανατολισμένη στη σταθερότητα. Η ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας, η κατάργηση της νομισματικής χρηματοδότησης των ελλειμμάτων, η αφαίρεση τεσσάρων μηδενικών από το νόμισμα, οι νέοι ρυθμιστικοί κανόνες για την επιτήρηση του τραπεζικού τομέα, όλα αυτά συνετέλεσαν στην ανάκτηση της εμπιστοσύνης των αγορών και στη θεαματική πτώση των επιτοκίων.
Η ελληνική οικονομία απεκόμισε και αυτή μεγάλο κέρδος από την πτώση των επιτοκίων σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα στην πορεία προς την ΟΝΕ, κέρδος που δυστυχώς σπατάλησε για την επίτευξη βραχυπρόθεσμων αποτελεσμάτων. Αντί να χρησιμοποιηθεί για τη μείωση του χρέους, η εξοικονόμηση σημαντικών πόρων από τη μείωση του κόστους εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους χρησιμοποιήθηκε για να αυξηθούν οι πρωτογενείς δαπάνες, τόσο πριν όσο και μετά την «απογραφή» του 2004. Η οικονομία βρίσκεται επομένως τώρα αντιμέτωπη με την ανάγκη μιας τεράστιας προσαρμογής στο πρωτογενές έλλειμμα, το οποίο δεν θα μηδενιστεί ούτε μετά τα μέτρα ύψους 9 δισ. ευρώ που προβλέπεται να ληφθούν το 2011. Η συνολική προσαρμογή που απαιτείται –της τάξης του 14% του ΑΕΠ, όπως προανέφερα– δεν θα επηρεαστεί σημαντικά από μια αναδιάρθρωση του χρέους, ακόμα και αν αυτή πάρει τη μορφή μείωσης του χρέους (haircut). Το ΔΝΤ υπολογίζει ότι μια μείωση του χρέους κατά 50% θα μείωνε το πρωτογενές πλεόνασμα που απαιτείται για να σταθεροποιηθεί το χρέος από 5,5% στο 2,8% του ΑΕΠ, μειώνοντας έτσι την απαιτούμενη προσαρμογή από 14% σε 11,3% του ΑΕΠ, δηλ. κατά λιγότερο από ένα πέμπτο. Επομένως μια αναδιάρθρωση του χρέους δεν θα λύσει το δημοσιονομικό πρόβλημα της Ελλάδας.
Tης Mιραντας Ξαφα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 2/10/2010
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)