Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2013

Σκοτώνοντας τον χρόνο...




Του Χαριδημου Κ. Τσουκα*
Το έχω ακούσει τόσες φορές, που δεν εκπλήσσομαι πλέον. Αντίθετα, θα εκπλαγώ αν δεν το ακούσω. «Παράταση μέχρι τις 8/1/2013 στην προθεσμία για την πληρωμή των τελών κυκλοφορίας και για την κατάθεση των πινακίδων, αποφάσισε το υπουργείο Οικονομικών», ανακοίνωσαν τα ΜΜΕ την τελευταία ημέρα του 2012.
Αποφάσεις σαν κι αυτές είναι χαρακτηριστικά ελλαδικές. Οι προθεσμίες σπάνια είναι δεσμευτικές, οι παρατάσεις θεωρούνται αυτονόητες. Τόσο αυτονόητες που, ακόμα και στον σκληρό πυρήνα της κρατικής λειτουργίας, όπως είναι η συλλογή φόρων, το 2012 δόθηκε τέσσερις φορές παράταση για την υποβολή φορολογικών δηλώσεων!
Δεν γνωρίζω καμία ανεπτυγμένη χώρα στην οποία ρουτινώδεις κρατικές λειτουργίες, χρονικά προκαθορισμένες, να είναι μετακινήσιμες. Δεν είναι τυχαίο. Στις ανεπτυγμένες χώρες κυριαρχεί η αίσθηση του χρόνου ως πολύτιμου πόρου. Η περίφημη φράση του Βενιαμίν Φραγκλίνου «ο χρόνος είναι χρήμα» εκφράζει αυτήν τη στάση: για τον νεωτερικό άνθρωπο, ο χρόνος δεν είναι απλώς συνυφασμένος με την εξέλιξη της ζωής, αλλά γίνεται ο ίδιος ένα αυτοτελές μέγεθος που χρήζει ορθολογικής διαχείρισης. Ο χρόνος αποσπάται από τα κοινωνικά - βιολογικά του συμφραζόμενα και αυτονομείται: εξοικονομείται, σπαταλάται, αξιοποιείται κ.λπ.
Η νεωτερική αντίληψη για τον χρόνο αντανακλάται στη στρατηγική αντιμετώπιση των προβλημάτων. Ο οργανισμός που σκέφτεται στρατηγικά γνωρίζει, προβλέπει ή ορίζει τις μελλοντικές ανάγκες του σε ένα μεταβαλλόμενο περιβάλλον και δεσμεύεται να ενεργεί στο παρόν, έτσι ώστε να υπηρετεί απώτερους σκοπούς στο μέλλον. Αντιθέτως, ο οργανισμός που δεν σκέφτεται στρατηγικά αντιδρά σπασμωδικά στα τρέχοντα προβλήματά του, ικανοποιώντας μόνο τις βραχυπρόθεσμες ανάγκες του. Ο στρατηγικά σκεπτόμενος αναβάλλει την άμεση ικανοποίηση των αναγκών του, χάριν κάποιου υπέρτερου (και απόμακρου) σκοπού· διευρύνει τον ορίζοντα της δράσης του, επιτρέποντας στο μέλλον να επηρεάσει το παρόν. Ο μη στρατηγικά σκεπτόμενος αγνοεί το μέλλον· άγεται και φέρεται από τις ανάγκες της στιγμής. Το «αχρονικό παρόν» συνιστά τον κύριο ορίζοντα αναφοράς του.
Τι συνδέει τις ουρές στις εφορίες την τελευταία στιγμή, τις παρατάσεις προθεσμιών που απλόχερα χορηγούν οι υπουργοί, την αδιαφορία της γραφειοκρατίας για τον χρόνο των πολιτών, τη χρονοτριβή στην υλοποίηση των Μνημονίων, και τη χρεοκοπία της χώρας; Πολλά, αλλά, εν προκειμένω, το εξής ένα: η ιδιοτελής αναβλητικότητα. Η φράση του πρώην πρωθυπουργού Καραμανλή Β΄ τα λέει όλα: «Ασ’ το γι’ αργότερα»!
Το κομματικό σύστημα δεν αντιμετωπίζει τα καυτά συλλογικά προβλήματα έγκαιρα και ορθολογικά («τ’ αφήνει γι’ αργότερα»), προκειμένου να συνεχίσει να ικανοποιεί τις άμεσες (πελατειακές-κομματοκρατικές) ανάγκες του. Η μετα-οθωμανική δημόσια διοίκηση δεν εκλαμβάνει τον χρόνο της ως πολύτιμο πόρο που πρέπει να αξιοποιήσει, οπότε θεωρεί αυτονόητο ότι μπορεί να σπαταλά τον χρόνο του πολίτη. Το κομματικοποιημένο κράτος δεν εμμένει στις προθεσμίες που το ίδιο θέτει, προκειμένου να μη γίνει δυσάρεστο επιβάλλοντας κυρώσεις. Οι πολίτες δεν εκπληρώνουν έγκαιρα τις υποχρεώσεις τους στο κράτος, τόσο γιατί προεξοφλούν την κρατική αναξιοπιστία όσο και γιατί θεωρούν τις υποχρεώσεις τους διαπραγματεύσιμους περιορισμούς, των οποίων την ισχύ έχουν όφελος να αναβάλλουν όσο μπορούν.
Η ιδιοτελής αναβλητικότητα πηγάζει από τον εγκλωβισμό μας στη μεταπολιτευτικά κυρίαρχη εμμονή για άμεση ικανοποίηση των βραχυχρόνιων αναγκών. Οι πολιτικοί θέλουν να μεγιστοποιούν την πολιτική τους πελατεία, οπότε δεν τους συμφέρει η λήψη (βραχυπρόθεσμα) δυσάρεστων αποφάσεων. Οι πολίτες, συντεχνιακά ή ατομικιστικά σκεπτόμενοι, επιδιώκουν την ικανοποίηση των αιτημάτων τους με κάθε τρόπο. Κανείς δεν θέλει να δεσμευτεί από κοινούς, ορθολογικούς κανόνες γιατί, ιστορικά μιλώντας, η βέλτιστη στρατηγική στον δημόσιο βίο είναι ο καιροσκοπισμός.
Η ανάληψη δεσμεύσεων στο παρόν χάριν της ικανοποίησης αναγκών στο μέλλον προϋποθέτει μια πολιτική κουλτούρα που ωθεί, μέσω ανταμοιβών και κυρώσεων, τους πολιτικούς να ενεργούν ως statesmen για το μακροχρόνιο δημόσιο συμφέρον. Προϋποθέτει, επίσης, μια ανεξάρτητη, αποτελεσματική κρατική γραφειοκρατία, με ανεπτυγμένη «θεσμική μνήμη», η οποία αίρεται πάνω από τις βραχυχρόνιες επιμέρους ανάγκες για να υπηρετήσει τα στρατηγικά συμφέροντα της χώρας. Δεν διαθέτουμε τίποτε από τα δύο.
Η χρεοκοπία προέκυψε (και) από την αθόρυβη συρρίκνωση του εθνικού ορίζοντα δράσης στο «ασάλευτο παρόν». Στο μεθύσι της λεηλασίας των κοινών, αδιαφορήσαμε για το αύριο. Η έκλειψη του μέλλοντος υποκρύπτει, όμως, κάτι βαθύτερο: τον φόβο της αλλαγής. Οπως παρατηρεί ο Στ. Ράμφος, «αργοπορούμε και αναβάλλουμε σαν να μας απειλούν οι πράξεις μας και οι συνέπειές τους. Μας τρομάζει κατά βάθος η μεταβολή ως δέσμευση στον χρόνο. Ο φόβος είναι ο φόβος του μέλλοντος». Το άνοιγμά μας στο μέλλον προϋποθέτει ότι αποδεχόμαστε τη δυνατότητα της δημιουργικής αυτο-αλλοίωσης – να γίνουμε διαφορετικοί από αυτό που είμαστε. Μπορούμε;
* Ο κ. Χ. Κ. Τσούκας (htsoukas@gmail.com) είναι καθηγητής στα Πανεπιστήμια Κύπρου και Warwick.

Ο καθρέφτης της κρίσης




Του Σταθη Ν. Καλυβα*
Ανάμεσα σε πολλά άλλα, η κρίση λειτουργεί και σαν ένα είδος καθρέφτη που φέρνει την ελληνική κοινωνία αντιμέτωπη με τις βαθιές της αλήθειες, όπως κατ’ αναλογία οι δύσκολες ατομικές περιστάσεις εξαναγκάζουν τους ανθρώπους σε δυσάρεστες ενδοσκοπήσεις. Οι κρίσεις φέρνουν στην επιφάνεια κρυμμένες ή ανομολόγητες συμπεριφορές που τις αγνοούσαμε ή τις απωθούσαμε. Από την άποψη αυτή, είναι αλήθεια πως οι κρίσεις αποτελούν μοναδική ευκαιρία αυτογνωσίας, άλλο βέβαια αν αξιοποιούνται. Τι είδαμε λοιπόν ώς τώρα στον καθρέφτη μας;
Είδαμε πως η αλαζονεία, η έπαρση και η ανεπάρκεια της πολιτικής τάξης ήταν ακόμη μεγαλύτερες απ’ ό,τι ίσως φανταζόμασταν και πως η διαφθορά του συστήματος εξουσίας είχε ξεφύγει. Διαπιστώσαμε πως η διαπλοκή του πολιτικού συστήματος με τις οικονομικές ελίτ και τα ΜΜΕ είχαν βαθύτατες ρίζες, που μπορεί μεν να ήταν γνωστές, αλλά επειδή η αναφορά σ’ αυτές γινόταν με τρόπο αόριστο, ενίσχυε την άγνοια και την απραξία. Χρειάστηκε η κρίση για να πραγματοποιήσουν μεγάλοι διεθνείς δημοσιογραφικοί οργανισμοί σοβαρές δημοσιογραφικές έρευνες πάνω στο θέμα. Είδαμε επίσης πως το σύστημα εξουσίας διασφάλιζε τη νομιμοποίησή του εξαγοράζοντας την κοινωνία τόσο διαμέσου του πελατειακού συστήματος, ιδίως των μαζικών διορισμών στο Δημόσιο, όσο και μέσω μιας ουσιαστικά θεσμοποιημένης ανομίας που επέτρεπε και ενθάρρυνε έναν εσμό παράνομων συμπεριφορών σε κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής. Αντιληφθήκαμε, τέλος, πως η συγκολλητική ουσία που συντηρούσε και διαιώνιζε το σύστημα αυτό βασιζόταν στη λογική του άλλοθι («και οι άλλοι τα ίδια κάνουν»), πακεταρισμένη σε έναν λόγο γεμάτο πατριωτικές κορώνες και αναφορές στα δικαιώματα του λαού, δηλαδή με συνθηματικούς κώδικες αλλά δίχως καμιά απολύτως ουσία. Από την άποψη αυτή, ο ρόλος της παιδείας υπήρξε κομβικός, καθώς διοχέτευε αυτόν τον τρόπο σκέψης στους νέους, αχρηστεύοντας έτσι την κριτική λειτουργία του πνεύματος. Δεν πρέπει να ξαφνιάζει, επομένως, ούτε πως πάνω σ’ αυτόν τον λόγο βρήκε αποκούμπι ο περισσότερος κόσμος για να εκφράσει την αντίδρασή του στη σκληρή πραγματικότητα που βιώνει ούτε πως οι μαέστροι της χρήσης του υπήρξαν οι μεγάλοι πολιτικά κερδισμένοι της κρίσης, μέχρι στιγμής: ΣΥΡΙΖΑ, Ανεξάρτητοι Ελληνες, Χρυσή Αυγή. Η μεγάλη ειρωνεία είναι πως το σύστημα αυτό, που εύλογα έχει περιγραφεί ως σύστημα της Μεταπολίτευσης (αν και η ακριβέστερη περιγραφή του θα ήταν «σύστημα ΠΑΣΟΚ»), ζει μιαν αναμφίβολα απατηλή και πρόσκαιρη δεύτερη νιότη, την ίδια ακριβώς στιγμή που χρεοκόπησε με πάταγο.
Ασφαλώς, όλα αυτά τα ξέραμε ή τουλάχιστον τα υποψιαζόμασταν. Απλά η κρίση τα επιβεβαίωσε με βίαιο τρόπο. Μπορούμε ίσως να κοροϊδεύουμε ακόμη τον εαυτό μας και να κάνουμε πως δεν τα βλέπουμε, δεν μπορούμε όμως πλέον να τα αποφύγουμε. Υπάρχει ωστόσο μια διάσταση που ίσως αγνοούσαμε περισσότερο από τις άλλες: η κατάρρευση του κρατικού μηχανισμού. Αυτή άλλωστε υπήρξε η μεγαλύτερη έκπληξη των ξένων παρατηρητών της κρίσης και αυτή προσδίδει στην ελληνική περίπτωση την ιδιαιτερότητά της. Κανείς δεν είχε αντιληφθεί σε ολόκληρο το μέγεθός της τη σήψη της ελληνικής διοίκησης. Αναμφίβολα, όποιος ερχόταν σε επαφή με τον κρατικό μηχανισμό (με την εφορία, τη Δικαιοσύνη, τον Στρατό, την παιδεία κ.λπ.) διαπίστωνε την ανεπάρκειά του. Αλλο όμως ανεπάρκεια και άλλο πλήρης διάλυση. Η διαπίστωση αυτή δεν πρέπει να μας οδηγήσει στο αντίθετο άκρο: την παραδοχή, δηλαδή, πως ουδέποτε λειτούργησε ο κρατικός μηχανισμός στην Ελλάδα. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Παρ’ ότι υπάρχει σχετική ένδεια μελετών που βασίζονται σε μετρήσιμα στοιχεία, μπορεί να υποστηριχθεί πως, παρά τις παθογένειές του και παρά τη λειτουργία του πελατειακού συστήματος, το κράτος λειτουργούσε καλύτερα, παρ’ ότι φτωχότερα, πριν από το 1981.
Εδώ έγκειται και το μεγάλο παράδοξο: όλες οι σχετικές μελέτες δείχνουν πως μετά το 1981 το κράτος βελτιώθηκε ως προς το έμψυχο δυναμικό του και τους πόρους του. Αν συγκρίνει π.χ. κανείς το πανεπιστήμιο του 1981 μ’ αυτό του 2013, θα διαπιστώσει την ύπαρξη ασύγκριτα καλύτερου έμψυχου δυναμικού και υλικοτεχνικής υποδομής σήμερα. Και όμως, το σημερινό πανεπιστήμιο είναι σε αρκετές διαστάσεις του χειρότερο ως προς την εκτέλεση βασικών λειτουργιών σε σχέση με το παλαιό. Παρά την αυξημένη τους κατάρτιση, υπερβολικά πολλοί διδάσκοντες δεν ανταποκρίνονται στο έργο τους, ενώ τα εκατοντάδες νέα και ακριβά κτίρια εξαθλιώθηκαν με μεγάλη ταχύτητα. Τι έφταιξε; Αναμφίβολα, η πλήρης και ολοκληρωτική κομματικοποίηση του κρατικού μηχανισμού που εισήγαγε το ΠΑΣΟΚ μετά το 1981, διαμέσου ιδίως του κομματικού συνδικαλισμού, όπως έχει δείξει στο κλασικό του έργο «Ομάδες πίεσης και δημοκρατία» ο Γ.Θ. Μαυρογορδάτος. Ετσι εξηγείται το πώς οι βελτιωμένοι ανθρώπινοι και υλικοί πόροι της τελευταίας τριακονταετίας, αντί να ενισχύσουν το κράτος, το αποσάθρωσαν.
Το αποτέλεσμα το βλέπουμε σήμερα στον καθρέφτη της κρίσης. Και υπογραμμίζω πως το βλέπουμε, ως προς τη διάλυση του κρατικού μηχανισμού, μόνο στην Ελλάδα. Δεν το βλέπουμε ούτε στην Ιρλανδία ούτε στην Ισπανία ούτε και στην Πορτογαλία. Ας διακόψουμε λοιπόν την αναζήτηση των εύκολων άλλοθι την οποία διακινούν πρώτοι και καλύτεροι οι χρεοκοπημένοι διανοούμενοι της Αριστεράς και ας δούμε επιτέλους το πρόβλημα όπως αρμόζει: κατάματα.
* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale.