Τρίτη 19 Μαΐου 2009

«Κλείστε τον υπολογιστή και το κινητό», συστήνει ο επικεφαλής της Google!


Ο επικεφαλής της πιο δημοφιλούς στον κόσμο μηχανής αναζήτησης συμβούλευσε τους φοιτητές να μην «κολλάνε» στον ψηφιακό κόσμο, να κλείσουν για μεγάλο χρονικό διάστημα τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές τους και να κάνουν πραγματικές ανθρώπινες διασυνδέσεις και όχι μέσω Ίντερνετ.

Η μάλλον απρόσμενη προτροπή έγινε από τον πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο Έρικ Σμιτ, σε ομιλία του σε χιλιάδες πτυχιούχους του πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια, σύμφωνα με τα ξένα πρακτορεία. Όπως είπε στους φοιτητές, αν θέλουν να καταλάβουν τι πραγματικά είναι σημαντικό γι’ αυτούς, πρέπει να…γίνουν «αναλογικοί», αντί για «ψηφιακοί».

«Κλείστε τον κομπιούτερ σας και το κινητό τηλέφωνό σας, αν πρόκειται πραγματικά να ανακαλύψετε τι είναι αληθινά ανθρώπινο γύρω μας. Τίποτε δεν είναι καλύτερο από το να κρατάτε το χέρι του εγγονού σας, καθώς κάνει τα πρώτα του βήματα», είπε χαρακτηριστικά ο Σμιτ, που έχει διδακτορικό από το πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας-Μπέρκλεϊ.

Μεταξύ άλλων, αναφερόμενος στο μέλλον, κάλεσε τους φοιτητές να είναι ευέλικτοι στη ζωή τους και να μη διστάζουν να κάνουν λάθη και να μαθαίνουν από αυτά. Συγκρίνοντας τη δική του γενιά με τη νέα «γενιά του Google και του Facebook», είπε ότι στο παρελθόν οι άνθρωποι περνούσαν τον χρόνο τους προσπαθώντας να κρύψουν τις πιο ενοχλητικές τους στιγμές, ενώ σήμερα οι νέοι καταγράφουν και δημοσιοποιούν τα πάντα στο διαδίκτυο (στο YouTube, σε blogs κλπ).

Δευτέρα 18 Μαΐου 2009

Η υπεροχή του... καπιταλισμού

Από τον ΘΑΝΑΣΗ ΓΙΑΛΚΕΤΣΗ

Σαντιάγκο Αλμπα Ρίκο: «Ο καπιταλισμός επιβιώνει, ή ακόμα και ενισχύεται, με τις ανθρώπινες συμφορές».

Ο Σαντιάγκο Αλμπα Ρίκο είναι ισπανός φιλόσοφος, συγγραφέας και δοκιμιογράφος. Το ακόλουθο κείμενό του είναι ένα κριτικό σχόλιο για τη σημερινή παγκόσμια οικονομική κρίση.

Ας δούμε πρώτα απ' όλα τι δεν είναι καπιταλιστική κρίση.

*Το ότι 950 εκατομμύρια άνθρωποι υποφέρουν από πείνα αυτό δεν είναι καπιταλιστική κρίση.

*Το ότι υπάρχουν 4,75 δισεκατομμύρια φτωχοί σε όλο τον κόσμο, αυτό δεν είναι καπιταλιστική κρίση.

*Το ότι υπάρχουν ένα δισεκατομμύριο άνεργοι σε όλο τον κόσμο, αυτό δεν είναι καπιταλιστική κρίση.

*Το ότι πάνω από το 50% του παγκόσμιου οικονομικά ενεργού πληθυσμού εργάζεται σε επισφαλείς συνθήκες, αυτό δεν είναι καπιταλιστική κρίση.

*Το ότι 45% του παγκόσμιου πληθυσμού δεν έχει πρόσβαση σε νερό, αυτό δεν είναι καπιταλιστική κρίση.

*Το ότι 3 δισεκατομμύρια άνθρωποι δεν έχουν πρόσβαση στις πιο στοιχειώδεις υπηρεσίες υγείας, αυτό δεν είναι καπιταλιστική κρίση.

*Το ότι 113 εκατομμύρια παιδιά δεν έχουν πρόσβαση στην εκπαίδευση και 875 εκατομμύρια ενήλικες συνεχίζουν να είναι αναλφάβητοι, αυτό δεν είναι καπιταλιστική κρίση.

*Το ότι 12 εκατομμύρια παιδιά πεθαίνουν κάθε χρόνο εξαιτίας απολύτως ιάσιμων ασθενειών, αυτό δεν είναι καπιταλιστική κρίση.

*Το ότι 13 εκατομμύρια άνθρωποι πεθαίνουν κάθε χρόνο εξαιτίας της καταστροφής του περιβάλλοντος, αυτό δεν είναι καπιταλιστική κρίση.

*Το ότι 16.306 είδη, μεταξύ των οποίων το ένα τέταρτο των θηλαστικών, απειλούνται με εξαφάνιση, αυτό δεν είναι καπιταλιστική κρίση.

Ολα αυτά συνέβαιναν πριν από την κρίση. Τι είναι, επομένως, καπιταλιστική κρίση; Πότε αρχίζει μια καπιταλιστική κρίση;

Μιλάμε για καπιταλιστική κρίση όταν το να πεινάνε 950 εκατομμύρια άνθρωποι, το να διατηρούνται μέσα στη φτώχεια 4,75 δισεκατομμύρια άνθρωποι, το να παραμένει χωρίς νερό το 45% του παγκόσμιου πληθυσμού και χωρίς υπηρεσίες υγείας το 50%, το να λιώνουν οι πάγοι, το να αφήνουμε αβοήθητα τα παιδιά και το να αφανίζουμε τα δέντρα και τις αρκούδες ήδη δεν γεννάει αρκετό κέρδος για 1.000 πολυεθνικές και για 2,5 εκατομμύρια πολυεκατομμυριούχους.

Αυτό που καταδεικνύει την ανώτερη αποτελεσματικότητα και την ικανότητα αντίστασης του καπιταλισμού είναι το ότι όλες αυτές οι ανθρώπινες συμφορές -που θα είχαν αποδείξει την καταστροφική αναποτελεσματικότητα οποιουδήποτε άλλου συστήματος- δεν έχουν καμία επίπτωση στην αξιοπιστία του, ούτε και τον εμποδίζουν να λειτουργεί με εντατικούς ρυθμούς.

Είναι ακριβώς αυτή η μηχανική αδιαφορία που καθιστά τον καπιταλισμό φυσικό, άτρωτο, απαραίτητο.

Ο σοσιαλισμός δεν θα επιβίωνε με αυτή την περιφρόνηση για την ανθρώπινη ύπαρξη, έτσι όπως δεν επιβίωσε στη Σοβιετική Ενωση, επειδή σχεδιάστηκε ακριβώς για να ικανοποιεί τις ανάγκες της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο καπιταλισμός επιβιώνει, ή ακόμα και ενισχύεται, με τις ανθρώπινες συμφορές, ακριβώς επειδή δεν εμφανίστηκε στην ιστορία για να τις απαλύνει.

Κανένα άλλο ιστορικό σύστημα δεν παρήγαγε περισσότερο πλούτο και κανένα δεν παρήγαγε περισσότερη καταστροφή. Αρκεί να εξετάσουμε παράλληλα αυτές τις δύο κατευθυντήριες γραμμές -την κατευθυντήρια γραμμή του πλούτου και την κατευθυντήρια γραμμή της καταστροφής- για να αντιληφθούμε όλη την αξία του και όλο το μεγαλείο του.

Αυτό το διπλό καθήκον, που είναι το δικό του καθήκον, ο καπιταλισμός το εκπληρώνει καλύτερα από κάθε άλλον και ο θρίαμβός του είναι αμετάκλητος. Και αυτός ο θρίαμβος συνεπάγεται το ότι υπάρχουυν όλο και περισσότερα τρόφιμα και όλο και περισσότερη πείνα, όλο και περισσότερα φάρμακα και όλο και περισσότεροι άρρωστοι, όλο και περισσότερα άδεια σπίτια και όλο και περισσότερες άστεγες οικογένειες, όλο και περισσότερη εργασία και όλο και περισσότεροι άνεργοι, όλο και περισσότερα βιβλία και όλο και περισσότεροι αναλφάβητοι, όλο και περισσότερα ανθρώπινα δικαιώματα και όλο και περισσότερα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας (...).

Οι λύσεις που προτείνουν και θα εφαρμόσουν οι κυβερνήσεις του πλανήτη διαιωνίζουν σε κάθε περίπτωση τη σύμφυτη με τον καπιταλισμό λογική της διεύρυνσης του κέρδους ως προϋπόθεσης φυσικής επιβίωσης: ιδιωτικοποίηση των δημόσιων αγαθών, επιμήκυνση του χρόνου εργασίας, ελευθερία των απολύσεων, μείωση των κοινωνικών δαπανών, απαλλαγές για τους επιχειρηματίες.

Δηλαδή, αν τα πράγματα δεν πηγαίνουν καλά είναι επειδή δεν πηγαίνουν χειρότερα. Δηλαδή, αν 950 εκατομμύρια πεινασμένοι δεν αρκούν για να εγγυηθούν αρκετό κέρδος, θα χρειαστεί να διπλασιαστεί αυτός ο αριθμός. Ο καπιταλισμός έγκειται σε τούτο: πριν από την κρίση καταδικάζει στη φτώχεια 4,75 δισεκατομμύρια ανθρώπινες υπάρξεις. Σε καιρούς κρίσης, και για να βγούμε από αυτήν, μπορούμε μόνο να αυξήσουμε το ποσοστό του κέρδους αυξάνοντας τον αριθμό των θυμάτων του.

Το πρόβλημα δεν είναι η κρίση του καπιταλισμού αλλά ο ίδιος ο καπιταλισμός. Σε έναν κόσμο με πολλά όπλα και λίγες ιδέες, με πολύ πόνο και λίγη οργάνωση, με πολύ φόβο και λίγη στράτευση -στον κόσμο που γέννησε ο καπιταλισμός- η βαρβαρότητα είναι πολύ πιο πιθανή από τον σοσιαλισμό.

«Η κυβερνητική Αριστερά, ανίκανη να δώσει λύση στην κρίση»

Ο ΙΒΑΝ ΛΕΜΕΤΡ, ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΑΝΤΙΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ ΣΤΗ ΓΑΛΛΙΑ
«Βρισκόμαστε στα πρόθυρα ενός πιο σκληρού «Μάη» από αυτόν του '68»
Του ΜΩΥΣΗ ΛΙΤΣΗ
Γέννημα του χάσματος μεταξύ των πολιτικών της παραδοσιακής Αριστεράς και των προσδοκιών των εργαζομένων χαρακτηρίζει το Νέο Αντικαπιταλιστικό Κόμμα που δημιουργήθηκε πρόσφατα στη Γαλλία, ένα από τα ιδρυτικά του στελέχη, ο Ιβάν Λεμέτρ.

Σε συνέντευξή του στην «Ε» μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ο Λεμέτρ κάνει λόγο για την ανάγκη δημιουργίας ενός νέου ευρωπαϊκού αντικαπιταλιστικού πόλου, θεωρεί ότι η κυβερνητική Αριστερά δεν μπορεί να δώσει λύσεις και υποστηρίζει ότι βρισκόμαστε στα πρόθυρα ενός ακόμη πιο σκληρού «Μάη» από αυτόν του '68.

Ο Λεμέτρ είναι ένας από τους κεντρικούς ομιλητές στο τετραήμερο Μαρξισμός 2009, που οργανώνει το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα στις 14-17 Μαΐου στην ΑΣΟΕΕ.

Τι καινούργιο φέρνει το Αντικαπιταλιστικό Κόμμα; Ποια η διαφορά με την παλαιά Κομμουνιστική Επαναστατική Λίγκα (LCR) και την παραδοσιακή Αριστερά (κομμουνιστές, σοσιαλιστές κ.λπ.);

«Η δημιουργία του Νέου Αντικαπιταλιστικού Κόμματος (ΝΡΑ) έρχεται να καλύψει το χάσμα που έχει δημιουργηθεί ανάμεσα στις πολιτικές που ακολουθούν τα κόμματα της παραδοσιακής Αριστεράς και τις προσδοκίες των εργαζομένων και της νεολαίας.

Το κόμμα μας κατάφερε να εφαρμόσει μια πολιτική ενότητας στους αγώνες με την υπεράσπιση, χωρίς υποχωρήσεις, των ίδιων της των οραμάτων και των στόχων, ένα σχέδιο υπεράσπισης των συμφερόντων των μισθωτών και του λαού απέναντι στην κρίση, χρησιμοποιώντας τη συνολική αντίδραση και τη γενική απεργία για να το επιβάλει. Το ΝΡΑ έρχεται σε ρήξη με την παράδοση της ρεφορμιστικής Αριστεράς, που διαχωρίζει την κινητοποίηση στο κοινωνικό και συνδικαλιστικό πεδίο από τις πολιτικές και εκλογικές προσδοκίες σε θεσμικό επίπεδο. Το ΝΡΑ εμφανίζεται σαν ένα κόμμα πάλης που αμφισβητεί ριζοσπαστικά τις λύσεις στην κρίση οι οποίες συμβάλλουν στη διαιώνιση του χρεοκοπημένου καπιταλιστικού συστήματος, συνδέοντας τις απαιτήσεις των εργαζομένων με τη λαϊκή ανάγκη ελέγχου των τραπεζών και των πιστώσεων, της οικονομίας και του συνόλου της κοινωνικής ζωής. Δεν είμαστε πια μόνο μια δύναμη διαμαρτυρίας της Αριστεράς αλλά ένα μικρό κόμμα που υπερασπίζεται μια πολιτική υπέρ των εργαζομένων και των αγώνων τους».

Εχω την αίσθηση ότι παρ' όλο που ζούμε τη μεγαλύτερη κρίση του καπιταλισμού από την εποχή του '30, η Αριστερά δεν μπορεί ακόμη να παίξει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση μιας διαφορετικής εναλλακτικής λύσης.

«Η κυβερνητική Αριστερά, στην πραγματικότητα, είναι ανίκανη να δώσει λύση στην κρίση γιατί δεν μπορεί να έρθει σε ρήξη με το σύστημα μέσα στο οποίο είναι απόλυτα ενταγμένη. Αυτό ακριβώς εξηγεί τη διαρκή κρίση του Σοσιαλιστικού Κόμματος αλλά και τη δυσκολία του Κομμουνιστικού Κόμματος, το οποίο σήμερα συνδέεται με το Κόμμα της Αριστεράς που προήλθε από την απόσχιση του Σοσιαλιστικού Κόμματος τον προηγούμενο Οκτώβριο, να επανακτήσει μια πραγματική επιρροή».

Ο κόσμος εξακολουθεί να είναι καχύποπτος απέναντι στα κόμματα της Αριστεράς, ιδίως αυτά που ευαγγελίζονται «επανάσταση» και «σοσιαλισμό», μετά όλες αυτές τις αποτυχίες του παρελθόντος. Συμφωνείτε;

«Οι επιπτώσεις από τις προδοσίες και τις τερατώδεις στρεβλώσεις που επέφερε ο σταλινισμός στην ιδέα του κομμουνισμού συνεχίζουν να λειτουργούν ανασταλτικά στην αναγέννηση ενός εργατικού κινήματος που θα έχει ένα επαναστατικό σχέδιο για την κοινωνία. Η παγκόσμια κρίση όμως του καπιταλισμού ξαναφέρνει το ενδεχόμενο αυτό στην επικαιρότητα, υπό την προϋπόθεση να αποκτήσει ένα περιεχόμενο δημοκρατικό και επαναστατικό».

Ποιος είναι ο στόχος σας στις επικείμενες ευρωεκλογές;

«Το σύνθημά μας είναι: "Δεν υπάρχει περίπτωση να πληρώσουμε την κρίση τους!". Οι ευρωεκλογές είναι η ευκαιρία να αντιμετωπίσουμε τις λύσεις διαφόρων κομμάτων για την παγκόσμια κρίση του καπιταλισμού. Απέναντι σε όλους τους υπερασπιστές του συστήματος που διατείνονται ότι θα το ρυθμίσουν ή θα το σταθεροποιήσουν, προτάσσουμε την εκδοχή μιας πραγματικά εναλλακτικής λύσης για μια Ευρώπη των εργαζομένων και των λαών. Είναι επίσης μια ευκαιρία να κάνουμε ένα βήμα μπρος στο πλαίσιο της δημιουργίας ενός ευρωπαϊκού αντικαπιταλιστικού πόλου».

Βλέπουμε μια αυξανόμενη ευρωπαϊκή κοινωνική δυσαρέσκεια. Βρισκόμαστε μπροστά στο ενδεχόμενο ενός νέου Μάη του '68;

«Η οικονομική και κοινωνική κρίση εμπεριέχει και μια μεγάλη πολιτική κρίση, μια κοινωνική σύγκρουση της οποίας σήμερα γνωρίζουμε τις απαρχές. Η πολιτική των κυρίαρχων τάξεων βρίσκεται απέναντι στις λαϊκές προσδοκίες και τη νεολαία. Από αυτή την άποψη, μπορεί να πει κανείς ότι βρισκόμαστε μπροστά σε έναν επικείμενο νέο Μάη του '68, ο οποίος όμως θα είναι πολύ πιο βαθύς, γιατί η κρίση των κυρίαρχων τάξεων είναι από μόνη της πολύ πιο βαθιά. Επιστρέφουμε σε μια εποχή νέων κοινωνικών και πολιτικών ανακατατάξεων».

Πώς σχολιάζετε τις αυξανόμενες μη παραδοσιακές αντιδράσεις διαμαρτυρίας των εργαζομένων, όπως το «bossnaping», την ομηρία στελεχών επιχειρήσεων;

«Οι ομηρίες στελεχών που γίνονται στη Γαλλία εκφράζουν μια ριζοσπαστικοποίηση μερίδας της εργατικής τάξης, ειδικότερα των νέων με τους οποίους είμαστε απόλυτα αλληλέγγυοι. Αντιμετωπίζουμε ωστόσο την πρόκληση να δώσουμε μια συνολική προοπτική σε αυτή τη ριζοσπαστικοποίηση, για να προετοιμάσουμε την αντιπαράθεση, με στόχο την ήττα της εργοδοσίας και της κυβέρνησης».

Επανάστασης εγκώμιον



«Μπορεί να χάσαμε τις μάχες, αλλά έχουμε τα καλύτερα τραγούδια»
Του SERGE HALIMI

Εχουν περάσει διακόσια είκοσι χρόνια από τη Γαλλική Επανάσταση και το κουφάρι της σαλεύει ακόμη. Η κρίση του καπιταλισμού ταράζει και πάλι την ολιγαρχία που νέμεται την εξουσία. Η ατμόσφαιρα σήμερα είναι πιο ελαφριά, ή πιο βαριά - αναλόγως πώς τη βλέπει καθένας. Αναφερόμενη στους «διανοούμενους και τους καλλιτέχνες που προτρέπουν στην εξέγερση», η «Le Figaro» τα βάφει ήδη όλα μαύρα. «Ο Φρανσουά Φιρέ μάλλον έκανε λάθος: η Γαλλική Επανάσταση δεν τελείωσε»(1).
Κι όμως, στον εορτασμό της 200ής επετείου ο Φρανσουά Μιτεράν είχε προσκαλέσει τη Μάργκαρετ Θάτσερ και τον Ζοζέφ Μουμπούτου για να επιβεβαιώσουν τον ενταφιασμό της... Ηταν η ίδια χρονιά (1989) που, γιορτάζοντας την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, ο Φράνσις Φουκουγιάμα ανήγγειλε το «τέλος της ιστορίας», δηλαδή τη διαιώνιση της νεοφιλελεύθερης κυριαρχίας και το οριστικό κλείσιμο, στα δικά του βεβαίως μάτια, της παρένθεσης των επαναστάσεων.

Οπως και πολλοί άλλοι ιστορικοί, ο Φιρέ δεν είχε κρύψει τότε τη στενοχώρια του ώστε να ξορκίσει την ανάμνηση και να απομακρύνει τον πειρασμό. «Και βλέπαμε να προχωρούν αυτοί οι υπέροχοι ξυπόλυτοι σ' έναν κόσμο που τους θαύμαζε»: Αλλοτινά έκφραση της ιστορικής αναγκαιότητας (Μαρξ), της «νέας εποχής της ιστορίας» (Γκέτε), της εποποιίας των στρατιωτών του Ετους Β'(2), που ύμνησε ο Βικτόρ Ουγκό, η αναπαράσταση της Γαλλικής Επανάστασης είχε πάντα ματωμένα χέρια.

Από τον Ρουσό ώς τον Μάο, η ουτοπία της ισότητας, του τρόμου, της αρετής είχε καταπατήσει τις προσωπικές ελευθερίες, είχε γεννήσει το τέρας του ολοκληρωτικού κράτους. Κατόπιν, η «δημοκρατία» είχε κερδίσει, μια δημοκρατία ενθουσιώδης, ειρηνική, μια δημοκρατία της αγοράς. Κληρονόμος και αυτή, των επαναστάσεων ενός άλλου επιπέδου, της Αγγλικής, της Αμερικανικής, επαναστάσεων περισσότερο πολιτικών παρά κοινωνικών, επαναστάσεων «ντεκαφεϊνέ»(3).

Και στην αντίπερα όχθη της Μάγχης, ένας βασιλιάς είχε αποκεφαλιστεί. Ομως η αντίσταση της αριστοκρατίας ήταν λιγότερο σθεναρή απ' ό,τι στη Γαλλία, η μπουρζουαζία δεν ένιωσε την ανάγκη να συμμαχήσει με τον λαό για να εξασφαλίσει την κυριαρχία της.

Στα πλουσιότερα στρώματα, ένα τέτοιο μοντέλο, χωρίς «ξυπόλυτους» και «ξεβράκωτους»(4), φαινόταν λιγότερο επικίνδυνο.

Η Λοράνς Παριζό, πρόεδρος του Συνδέσμου Επιχειρηματιών, δεν πρόδωσε, επομένως, το αξίωμά της, δηλώνοντας σε δημοσιογράφο των «Financial Times»: «Λατρεύω τη γαλλική ιστορία, αλλά δεν μου αρέσει η Επανάσταση. Ηταν μια περίοδος ακραίας βίας η οποία μας κάνει ακόμα να υποφέρουμε. Υποχρέωσε τον καθένα μας να επιλέξει στρατόπεδο». Και αμέσως πρόσθεσε: «Η δημοκρατία μας δεν είναι τόσο επιτυχημένη όσο η αγγλική»(5).

«Να επιλέξει στρατόπεδο». Αυτού του είδους η κοινωνική πόλωση είναι προβληματική, όταν αντίθετα θα έπρεπε να είμαστε όλοι αλληλέγγυοι με την επιχείρηση, με το αφεντικό, με τη μάρκα - αλλά ο καθένας από τη θέση του. Γιατί στα μάτια όσων δεν την εκτιμούν, το πρόβλημα με την επανάσταση δεν είναι τόσο η βία -ένα φαινόμενο λυπηρό μεν αλλά συνηθισμένο στην Ιστορία- αλλά η ανατροπή της κοινωνικής τάξης, πράγμα σπανιότερο, που επέρχεται με τον πόλεμο ανάμεσα στους κατέχοντες και στους προλετάριους.

Σταθερές αξίες

Το 1988, ο πρόεδρος Μπους, ψάχνοντας για ένα ισχυρό επιχείρημα, κατηγόρησε τον αντίπαλό του από το Δημοκρατικό Κόμμα, τον Μάικλ Δουκάκη - έναν πλήρως ακίνδυνο τεχνοκράτη: «Θέλει να μας χωρίσει σε τάξεις. Αυτό είναι καλό για την Ευρώπη, αλλά εδώ είναι Αμερική».

Κοινωνικές τάξεις στην Αμερική! Καταλαβαίνει κανείς το μέγεθος μιας τέτοιας κατηγορίας. Σε σημείο που, είκοσι χρόνια αργότερα, όταν η κατάσταση της αμερικανικής οικονομίας επέβαλε θυσίες τόσο άνισες όσο και τα κέρδη πριν από αυτές - ένας στίχος της «Διεθνούς» γίνεται επίκαιρος «να δώσει ο κλέφτης τον λαιμό του»...(6)

Ο νυν ένοικος του Λευκού Οίκου έκρινε επείγον να κατευνάσει τη λαϊκή οργή: «Ενα από τα σημαντικότερα διδάγματα της κρίσης είναι ότι η οικονομία μας δεν λειτουργεί παρά μόνο εάν είμαστε όλοι μαζί. [...] Δεν γίνεται να βλέπουμε έναν δαίμονα σε κάθε επενδυτή ή σε κάθε επιχειρηματία που προσπαθεί να βγάλει κέρδος»(7). Το είχαμε ήδη υποπτευθεί, ο Μπαράκ Ομπάμα δεν θα κάνει επανάσταση.

«Η επανάσταση είναι κατ' αρχάς ρήξη. Εκείνος που δεν αποδέχεται τη ρήξη με την καθεστηκυία τάξη, με την καπιταλιστική κοινωνία, δεν μπορεί να είναι μέλος του Σοσιαλιστικού Κόμματος». Αυτά έλεγε ο Φρανσουά Μιτεράν το 1971.

Από τότε, οι όροι εγγραφής στο Σοσιαλιστικό Κόμμα έγιναν λιγότερο αυστηροί, μην αποκλείοντας τον γενικό διευθυντή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, Ντομινίκ Στρος-Καν, ούτε τον γενικό διευθυντή του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, Πασκάλ Λαμί.

Η ιδέα της επανάστασης υποχώρησε και αλλού, ακόμα και στους πιο ριζοσπαστικούς σχηματισμούς. Ετσι, η δεξιά υιοθέτησε τη λέξη, η οποία προφανώς ήταν ακόμα φορέας ελπίδας, για να την κάνει συνώνυμο της παλινόρθωσης, της καταστροφής του ιστού κοινωνικής προστασίας που είχε κατακτηθεί από την «καθεστηκυία τάξη».

Οι επαναστάσεις, ωστόσο, πάντα εγκαλούνταν για την ακραία βία στην οποία κατέληγαν. Για παράδειγμα, αναφέρεται με απαξίωση η σφαγή των ελβετών φρουρών κατά την κατάληψη των ανακτόρων του Κεραμεικού, τον Αύγουστο του 1792, ή η σφαγή της τσαρικής οικογένειας στο Αικατερίνμπουργκ, τον Ιούλιο του 1918, ή ακόμη η σφαγή των αξιωματικών του στρατού του Τσανγκ Κάι Σεκ μετά την ανάληψη της εξουσίας από τους κινέζους κομμουνιστές, το 1949.

Τότε όμως δεν θα έπρεπε να κρύβουμε την πείνα του κόσμου, την ώρα που οι ευγενείς χόρευαν στις Βερσαλίες και οι ιερείς μάζευαν νέους φόρους. Ούτε τους εκατοντάδες ειρηνικούς διαδηλωτές, που σφαγιάστηκαν την «κόκκινη Κυριακή» του Ιανουαρίου του 1905, από τους στρατιώτες του Νικολάου Β'. Ούτε τους επαναστάτες της Καντόνας και της Σαγκάης που κάηκαν ζωντανοί, μέσα στα καζάνια των ατμομηχανών, το 1927. Για να μην αναφέρουμε την καθημερινή κοινωνική βία...

Το επεισόδιο με τους επαναστάτες που κάηκαν ζωντανοί δεν σημάδεψε μόνο όσους ενδιαφέρονται για την ιστορία της Κίνας. Είναι επίσης γνωστό από τα εκατομμύρια των αναγνωστών της «Ανθρώπινης Μοίρας»(8), αφού για δεκαετίες, οι μεγαλύτεροι συγγραφείς και καλλιτέχνες συμμάχησαν με το εργατικό κίνημα για να υμνήσουν τις επαναστάσεις, το αύριο που τραγουδά(9). Ακόμα κι αν, πράγματι, ελαχιστοποίησαν τα πολιτικά προβλήματα, τις τραγωδίες, τα άγρια πρωινά εγερτήρια (πολιτική αστυνομία, λατρεία προσώπων, νεποτισμός, στρατόπεδα εργασίας, εκτελέσεις).

Αντίθετα, εδώ και τριάντα χρόνια δεν μιλάμε παρά μόνο γι' αυτά. Εχουν καταστεί απαραίτητα ιδεολογικά εφόδια, μάλιστα, για να επιτύχει κάποιος στο Πανεπιστήμιο, στον τύπο, για να λάμψει στην Ακαδημία. «Επανάσταση σημαίνει έκρηξη βίας. Οι κοινωνίες μας είναι ιδιαίτερα ευαίσθητες. Η μέγιστη ευθύνη εκείνων που έχουν δημόσιο βήμα είναι να προειδοποιούν τους πολίτες για να προλάβουν αυτήν την έκρηξη», εξηγεί ο Μαξ Γκαλό(10).

Ο Φιρέ, από την πλευρά του, εκτιμούσε ότι κάθε προσπάθεια ριζικού μετασχηματισμού ήταν ολοκληρωτική ή τρομοκρατική, ότι «είναι σχεδόν αδύνατον να διανοηθεί κανείς μιαν άλλη κοινωνία». Και κατέληγε στο συμπέρασμα ότι «είμαστε καταδικασμένοι να ζούμε στον κόσμο που ζούμε»(11). Καταλαβαίνει κανείς ότι μια τέτοια μοίρα ικανοποιεί τις προσδοκίες των αναγνωστών του, οι οποίοι είναι προστατευμένοι από τις καταιγίδες, ζώντας μια ευχάριστη καθημερινότητα με δείπνα και φιλολογικές συζητήσεις.

Η φοβία των επαναστάσεων και η άμεση συνέπειά της, η νομιμοποίηση του συντηρητισμού, αποκαλύπτουν και άλλους λαμπαδηδρόμους εκτός από τον Γκαλό και τον Φιρέ, στα μέσα ενημέρωσης και στον κινηματογράφο ακόμα. Εδώ και τριάντα χρόνια, επιδιώκουν να θεμελιώσουν ότι εκτός φιλελεύθερης δημοκρατίας υπάρχουν μόνο τυραννικά καθεστώτα σε συνέργεια μεταξύ τους.

Μυστικά και ψέματα

Η γερμανοσοβιετική συμφωνία κρίθηκε περισσότερο σημαντική από άλλες παρά φύσιν συμμαχίες, όπως οι Συμφωνίες του Μονάχου και η χειραψία ανάμεσα στον Αδόλφο Χίτλερ και τον Νέβιλ Τσάμπερλεν - τουλάχιστον ο ναζί και ο συντηρητικός είχαν κοινό σημείο το μίσος τους για τα λαϊκά μέτωπα. Και ο ίδιος φόβος των τάξεων ενέπνευσε τους αριστοκράτες της Φεράρας και τους σιδεράδες της κοιλάδας του Ρουρ να ευνοήσουν την άνοδο του Μουσολίνι στην εξουσία και του Τρίτου Ράιχ(12) αντίστοιχα. Αυτά επιτρέπεται να τα θυμίζουμε;

Αν είναι έτσι, ας πάμε παρακάτω... Ο Λεόν Μπλουμ, ενώ θεωρητικοποιούσε την άρνησή του για μια επανάσταση σοβιετικού τύπου, την οποία ένας από τους φίλους του είχε χαρακτηρίσει «μπλανκισμό με ρώσικη»(13), αναζήτησε τα όρια της κοινωνικής μεταλλαγής, με την καθολική ψηφοφορία ως μοναδικό όπλο. «Δεν είμαστε εντελώς σίγουροι ότι οι εκπρόσωποι και οι ηγέτες της σημερινής κοινωνίας, τη στιγμή που οι θεμελιώδεις αρχές μοιάζουν ν' απειλούνται, δεν θα βγουν και οι ίδιοι έξω από τα όρια της νομιμότητας», προειδοποιούσε το 1924.

Πράγματι, τέτοιου τύπου «παραβιάσεις» δεν έλειψαν, από το «pronunciamiento» του Φράνκο(14), το 1936, μέχρι το πραξικόπημα του Πινοτσέτ, το 1973, δίχως να ξεχνάμε την ανατροπή του Μοσαντέχ από τον Σάχη στο Ιράν, το 1953. Ο σοσιαλιστής ηγέτης υπογράμμιζε ότι «στη Γαλλία ποτέ η δημοκρατία δεν εδραιώθηκε από μία νόμιμη ψήφο σύμφωνη με τις συνταγματικές επιταγές. Εδραιώθηκε χάρη στη θέληση του εξεγερμένου λαού ενάντια στην υπάρχουσα νομιμότητα»(15).

Σήμερα χρησιμοποιούμε το ίδιο επιχείρημα για να μειώσουμε τις άλλες μορφές συλλογικής παρέμβασης (ανάμεσά σ' αυτές και οι απεργίες στον δημόσιο τομέα, οι οποίες συγκρίνονται σχεδόν με την κράτηση ομήρων), κι έτσι η καθολική ψηφοφορία έχει αναχθεί στο Α και το Ω κάθε πολιτικής δράσης.

Τα ερωτήματα που έθεσε ο Λεόν Μπλουμ είναι ακόμα επίκαιρα: «Σήμερα ζούμε μια πλήρη πραγματικότητα; Η επιρροή του αφεντικού και του ιδιοκτήτη δεν βαραίνει, άραγε, στους ψηφοφόρους μέσω της πίεσης που ασκούν οι οικονομικές εξουσίες και ο τύπος; Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας είναι, άραγε, εκείνο της ψήφου του κάθε ελεύθερου ψηφοφόρου, ελεύθερου από άποψη κουλτούρας της σκέψης, ανεξαρτησίας του ατόμου; Και για να απελευθερώσουμε το άτομο, δεν είναι, άραγε, απαραίτητη η επανάσταση;»(16).

Κι όμως, θα μπορούσε κανείς να ψιθυρίσει ότι το αποτέλεσμα της κάλπης αντιστάθηκε στις συνδυασμένες πιέσεις της εργοδοσίας, της οικονομικής εξουσίας και του τύπου, σε τρεις ευρωπαϊκές χώρες, την Ολλανδία, τη Γαλλία και την Ιρλανδία. Και γι' αυτόν ακριβώς το λόγο δεν λήφθηκε υπόψη...

«Χάσαμε όλες τις μάχες, αλλά έχουμε τα καλύτερα τραγούδια». Ο συγγραφέας, ένας δημοκράτης μαχητής που βρήκε καταφύγιο στη Γαλλία μετά τη νίκη του Φράνκο, χαρακτηρίζει με τον τρόπο του τους συντηρητικούς και τη βασανιστική παιδαγωγική της υποταγής.

Με απλά λόγια, οι επαναστάσεις αφήνουν στην ιστορία και στην ανθρώπινη συνείδηση ένα ανεξίτηλο σημάδι, ακόμα και όταν αποτυγχάνουν, ακόμα και όταν τις ατιμάζουν. Ενσαρκώνουν τη σπάνια αυτή στιγμή όπου η μοίρα ξεσηκώνεται και ο λαός παίρνει προβάδισμα.

Γιατί ο καθένας με τη δική του ματιά (οι αντάρτες του «Ποτέμκιν», οι επιζώντες της Μεγάλης Πορείας, οι «barbudos» της Σιέρα Μαέστρα) ανασταίνουν την πράξη των στρατιωτών του Ετους Β' για το οποίο ο βρετανός ιστορικός Ερικ Χόμπσμπαουμ έγραψε: «Η Γαλλική Επανάσταση αποκάλυψε τη δύναμη ενός λαού τόσο κραυγαλέα, που δεν επέτρεψε σε καμία κυβέρνηση να την ξεχάσει - μόνο και μόνο από την ανάμνηση ενός στρατού φτιαγμένου την τελευταία στιγμή και ανεκπαίδευτου, αλλά νικηφόρου έναντι του ισχυρού συνασπισμού των επίλεκτων και έμπειρων στρατευμάτων των ευρωπαϊκών μοναρχιών»(17).

Δεν πρόκειται απλώς και μόνο για «ανάμνηση»: το σύγχρονο πολιτικό λεξιλόγιο και τα περισσότερα δικαστικά συστήματα του κόσμου εμπνέονται από τον κώδικα που εφηύρε η Επανάσταση. Και όποιος θυμάται τον «τριτοκοσμισμό» της δεκαετίας του '60 μπορεί ν' αναρωτηθεί εάν ένα μέρος της δημοφιλίας του στην Ευρώπη δεν προήλθε μόνο και μόνο από το συναίσθημα της αναγνώρισης, με τη διπλή έννοια της λέξης: αναγνώριση και παραδοχή.

Μαθήματα απ' το Νότο

Πράγματι, το επαναστατικό ιδεώδες του Διαφωτισμού, δημοκρατικό και απελευθερωτικό, φάνηκε να ξαναγεννιέται στον Νότο, εν μέρει χάρη στους Βιετναμέζους, τους Αλγερινούς, τους Κινέζους, τους Χιλιανούς που είχαν δώσει «τα μαθήματά τους» στη Γηραιά Ηπειρο.

Η αυτοκρατορία μεγάλωνε, νέες αποικίες έπαιρναν τη σκυτάλη, η επανάσταση συνεχιζόταν. Η σημερινή κατάσταση είναι διαφορετική.

Η απελευθέρωση της Κίνας και της Ινδίας, η εδραίωση της θέσης τους στη διεθνή σκηνή προκαλούν εδώ κι εκεί περιέργεια και συμπάθεια, αλλά δεν έχουν καμία αναφορά σε «παγκόσμια» ελπίδα που να συνδέεται, για παράδειγμα, με την ισότητα, με τα δικαιώματα των καταπιεσμένων, με ένα διαφορετικό μοντέλο ανάπτυξης, με την αποτροπή των συντηρητικών παλινορθώσεων.

Ο σημερινός ενθουσιασμός που προκαλεί η Λατινική Αμερική είναι μεγαλύτερος, γιατί ο πολιτικός προσανατολισμός είναι παράλληλα δημοκρατικός και κοινωνικός. Μια κάποια ευρωπαϊκή αριστερά δικαιολογεί εδώ και είκοσι χρόνια την προτεραιότητα που δίνει στα αιτήματα των μεσαίων τάξεων, θεωρητικοποιώντας το τέλος της «επαναστατικής παρένθεσης», την πολιτική εξάλειψη των λαϊκών στρωμάτων. Αντίθετα, οι κυβερνήσεις της Βενεζουέλας και της Βολιβίας κινητοποιούν και πάλι τις τάξεις αυτές, αποδεικνύοντάς τους ότι κάποιος τις νοιάζεται, ότι η ιστορική τους μοίρα δεν έχει σφραγιστεί, ότι, η μάχη συνεχίζεται.

Οσο επιθυμητές κι αν είναι, οι επαναστάσεις σπανίζουν. Προϋποθέτουν μια μάζα δυσαρεστημένων, έτοιμων να δράσουν, ένα κράτος του οποίου η νομιμότητα αμφισβητείται από ένα μέρος των υποστηρικτών του (εξαιτίας της ανικανότητάς της στον οικονομικό ή στρατιωτικό τομέα ή εξαιτίας εσωτερικών διχασμών που την παραλύουν και κατόπιν τη διαλύουν). Εξαρτώνται επίσης από την αναβίωση ριζοσπαστικών ιδεών για την αμφισβήτηση της καθεστηκυίας τάξης, μειοψηφικών στην αρχή αλλά στις οποίες μπορούν να βασιστούν όλοι όσοι έχουν χάσει την παλαιότερη πίστη τους(18).

Η αμερικανίδα ιστορικός Βικτόρια Μπόνελ μελέτησε τους εργάτες της Μόσχας και της Αγίας Πετρούπολης, στις παραμονές του Α' Παγκόσμιου Πολέμου. Καθώς πρόκειται για τη μοναδική περίπτωση όπου η συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα υπήρξε ο πρωταγωνιστής μιας «επιτυχημένης» επανάστασης, αξίζει να αναφέρουμε το συμπέρασμά της:

«Αυτό που χαρακτηρίζει την επαναστατική συνείδηση είναι η πίστη ότι τα αιτήματα δεν μπορούν να ικανοποιηθούν παρά μόνο μέσω της αλλαγής των υπαρχόντων θεσμών και της εγκαθίδρυσης μιας διαφορετικής κοινωνικής οργάνωσης»(19).

Η αρχή της αμφισβήτησης

Η συνειδητοποίηση αυτή δεν έρχεται αυθόρμητα. Προηγείται πολιτική κινητοποίηση και διανοητικός αναβρασμός. Ακόμα περισσότερο, μια που γενικότερα -και είναι αυτό που συμβαίνει σήμερα- οι διεκδικήσεις των κοινωνικών κινημάτων είναι κατ' αρχάς αμυντικές. Θέλουν να εδραιώσουν ξανά το κοινωνικό συμβόλαιο το οποίο θεωρούν ότι παραβιάστηκε από τα αφεντικά, τους ιδιοκτήτες γης, τους τραπεζίτες, τους κυβερνώντες. Το ψωμί, η δουλειά, η κατοικία, οι σπουδές, το αύριο: όχι (ακόμα) ένα «λαμπρό μέλλον», αλλά η «εικόνα ενός παρόντος δίχως τα δυσβάσταχτα βάρη του»(20).

Μόνο αφού η ανικανότητα των ηγετών να ικανοποιήσουν τις υποχρεώσεις που νομιμοποιούν τη θέση και τα προνόμιά τους γίνει ολοφάνερη, τίθεται μερικές φορές το ερώτημα -πέρα από τους κύκλους των πολιτικά στρατευμένων- αν «οι βασιλιάδες, οι καπιταλιστές, οι ιερείς, οι στρατηγοί, οι γραφειοκράτες έχουν κοινωνική χρησιμότητα»(21). Μπορούμε, τότε, να μιλήσουμε για επανάσταση. Η μετάβαση από το ένα στάδιο στο άλλο είναι δυνατόν να γίνει γρήγορα -δύο χρόνια κράτησε το 1789, μερικούς μήνες το 1917- ή να μη γίνει καθόλου.

Εδώ και δύο αιώνες σχεδόν, εκατομμύρια πολιτικά ή συνδικαλιστικά στρατευμένοι, ιστορικοί, κοινωνιολόγοι εξέτασαν τις παραμέτρους που καθορίζουν το αποτέλεσμα: Η κυβερνώσα τάξη είναι διασπασμένη και με πεσμένο ηθικό; Είναι ο κατασταλτικός της μηχανισμός αλώβητος; Οι κοινωνικές τάξεις που επιθυμούν την αλλαγή είναι οργανωμένες και ικανές να συνεννοηθούν;

Σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου δεν έγιναν τόσες μελέτες πάνω στο θέμα όσο στις ΗΠΑ, όπου το ζητούμενο ήταν να κατανοήσουν καλύτερα τις επαναστάσεις, να αποδεχθούν όσα επέφεραν, με στόχο να αποφύγουν κάθε πιθανότητα να συμβούν.

Η αξιοπιστία των εργασιών αυτών αποδείχθηκε... τυχαία. Για παράδειγμα, το 1977, ανησυχούσαν κυρίως για την «ακυβερνησία» των καπιταλιστικών κοινωνιών. Και, σε αντίθεση, ετίθεντο ερωτήματα όπως «γιατί η ΕΣΣΔ είναι τόσο σταθερή». Πληθώρα απαντήσεων: επικέντρωση των σοβιετικών ηγετών και του λαού στην τάξη και τη σταθερότητα, συλλογική κοινωνικοποίηση απέναντι στις αξίες του καθεστώτος, μη σωρευτική φύση των προβλημάτων -κάτι που επιτρέπει ελιγμούς στο κόμμα- καλά οικονομικά αποτελέσματα που συμβάλλουν στη σταθερότητα, άνοδος του βιοτικού επιπέδου, στάτους πολύ ισχυρό κ.λπ.(22).

Ο πασίγνωστος πολιτειολόγος του Πανεπιστημίου του Γέιλ, Σάμιουελ Χάντιγκτον, κατέληγε στο εξής συμπέρασμα: «Καμία από τις προκλήσεις που προβλέπονται για τα επόμενα χρόνια δεν μοιάζει να είναι ποιοτικά διαφορετική από εκείνες στις οποίες το σοβιετικό σύστημα κατάφερε ήδη ν' απαντήσει»(23).

Ολοι γνωρίζουμε τη συνέχεια...

1. «Le Figaro», Παρίσι, 9-4-09.

2. ΣτΕ: Το Ετος Β' του δημοκρατικού ημερολογίου ξεκίνησε στις 22 Σεπτεμβρίου 1793 και έληξε στις 21 Σεπτεμβρίου 1794.

3. «Με δύο λόγια, αυτό που απαιτεί η νεοφιλελεύθερη ευαισθησία είναι μια επανάσταση "ντεκαφεϊνέ", μια επανάσταση χωρίς τη γεύση της επανάστασης», συνοψίζει ο Slavoj Zizek στο «Ροβεσπιέρος: Αρετή και τρομοκρατία: Λόγοι από τη Γαλλική Επανάσταση», Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2008.

4. ΣτΕ: Ο όρος «ξεβράκωτος», παρ' όλο που έχει κυριαρχήσει, δεν είναι ακριβής. Το sans-culottes δεν αναφέρεται στο σημερινό «βρακί», αλλά στο τότε είδος στενής «βράκας» που φορούσαν οι αριστοκράτες. Αντιθέτως, οι επαναστάτες φορούσαν παντελόνια.

5. «Financial Times Magazine», Λονδίνο, 7-8 Οκτωβρίου 2006.

6. ΣτΕ: Ο στίχος δεν υπάρχει στην ελληνική απόδοση της «Διεθνούς».

7. Συνέντευξη τύπου στις 24 Μαρτίου 2009.

8. ΣτΕ: Andre Malraux, Εξάντας, 2005. Αρκεί να θυμηθούμε και τους στίχους στα ελληνικά της επαναστατικής μελοποιίας: «Και στην Καντόνα σφάζουν ακόμα προλετάριους ηρωικούς...».

9. ΣτΕ: «Το αύριο που τραγουδά», τίτλος της αυτοβιογραφίας του Γκαμπριέλ Περί, βουλευτή του ΚΚΓ, που εκτελέστηκε από τους Γερμανούς το 1941. Σε αυτήν περιλαμβάνεται το αποχαιρετιστήριο γράμμα που έγραψε την παραμονή της εκτέλεσής του, στο οποίο αναφέρεται η φράση: «Πιστεύω ακόμα και αυτή τη νύχτα ότι ο αγαπητός μου Πολ Βαγιάν-Κουτουριέ είχε δίκιο όταν έλεγε ότι ο κομμουνισμός είναι η νεολαία του κόσμου και ότι ετοιμάζει το αύριο που τραγουδά».

10. «Le Point», Παρίσι, 25.02.2009. ΣτΕ: Max Gallo, ακαδημαϊκός, δημοσιογράφος και συγγραφέας, θήτευσε στο ΚΚΓ, πριν περάσει στο Σοσιαλιστικό Κόμμα και κατόπιν ακολουθήσει τον Ζαν-Πιέρ Σεβενμάν.

11. Francois Furet, «Le Passe d'une illusion. Essai sur l'idee communiste au XXe siecle», Robert Laffont -Calmann-Levy, 1995, σ. 572. ΣτΕ: Ακαδημαϊκός, ιστορικός (με εξειδίκευση στη Γαλλική Επανάσταση) και αρθρογράφος, θήτευσε επίσης στο ΚΚΓ, πριν περάσει στο Σοσιαλιστικό Κόμμα.

12. Το 1970, ο Βιτόριο ντε Σίκα στο «Ο κήπος των Φίντζι-Κοντίνι» και ο Λουκίνο Βισκόντι στο «Οι Καταραμένοι» αναφέρθηκαν σε αυτό το θέμα.

13. ΣτΕ: «blanquisme a la sauce tartare». Λογοπαίγνιο αμετάφραστο στα ελληνικά. Το «blanquisme» είναι σχεδόν ομόηχο με το «blanquette» (παραδοσιακός αριστοκρατικός τρόπος μαγειρέματος του αρνιού ή του μοσχαριού με άσπρη σάλτσα). Η «sauce tartare» είναι μια δημοφιλής σάλτσα με βάση τη μαγιονέζα αλλά με όνομα που παραπέμπει στη Ρωσία. Για τη θεωρία του Αυγούστου Μπλανκί, βλ. Ρόζα Λούξεμπουργκ, «Μπλανκισμός και Σοσιαλδημοκρατία», http://politikokafeneio.com/neo/modules.php?name=News&file=article&sid=6286.

14. ΣτΕ: «pronunciamiento», δήλωση. Μια ομάδα αξιωματικών, μια «junta», δηλώνει την αντίθεσή της στην υπάρχουσα κυβέρνηση και περιμένει την αντίδραση του υπόλοιπου στρατού. Αν δεν λάβει υποστήριξη, οι χαμένοι αποσύρονται, αλλιώς η κυβέρνηση (δημοκρατικά εκλεγμένη ή προηγούμενη χούντα) παραιτείται.

15. Leon Blum, «L'ideal socialiste», «La Revue de Paris», Μάιος 1924. Αναφέρεται από τον Jean Lacouture, «Leon Blum», Seuil, Παρίσι, 1977, σ. 201.

16. Ο.π.

17. Eric J. Hobsbawm, «Aux armes, historiens. Deux siecles d'histoire de la Revolution francaise», La Decouverte, Παρίσι, 2007, σ. 123.

18. Βλ. Jack Α. Goldstone's «Revolution, Revolution», Wadsworth Publishing, Μπέλμοντ (Καλιφόρνια), 2002, και Theda Skocpol, «Etats et revolutions Socials», Fayard, Παρίσι, 1985.

19. Victoria Bonnell, «The Roots of Rebellion. Workers' Politics and Organizations in St. Petersburg and Moscow, 1900-1914», p.7, Editeur/ville.

20. Barrington Moore, «Injustice. The Social Bases of Obedience and Revolt», Sharpe, White Plains, Νέα Υόρκη, 1978, σ. 209.

21. Ο.π., σ. 84.

22. Βλ. Seweryn Bialer, «Stalin's Successors. Leadership, stability, and change in the Soviet Union», Cambridge University Press, 1977.

23. Samuel Huntington, «Remarks on the Meaning of Stability in the Modern Era», στο S. Bialer and S. Sluzar (ed.), «Radicalism in the Contemporary Age, 3- Strategies and Impact of Contemporary Radicalism», Westview Press, Boulder, CO, 1977, σ. 277.