Σάββατο 4 Απριλίου 2009

ΑΝΤΟΝΙ ΓΚΙΝΤΕΝΣ: «Βρισκόμαστε στο τέλος του τέλους της Ιστορίας»


«Η αντιμετώπιση της κρίσης απαιτεί καινοτόμο σκέψη»

Ο Αντονι Γκίντενς, ο θεωρητικός του «Τρίτου Δρόμου» (εκδ. Πόλις), είναι ένας από τους πιο σημαντικούς σύγχρονους κοινωνιολόγους.

Γεννηθείς το 1938, είναι σήμερα ομότιμος καθηγητής κοινωνιολογίας στο London School of Economics (το οποίο διηύθυνε για πέντε χρόνια). Μέλος της Βουλής των Λόρδων με το Εργατικό Κόμμα, ο Γκίντενς συνέβαλε αποφασιστικά στην εξέλιξη του Νέου Εργατικού Κόμματος και άσκησε σημαντική επίδραση στον διεθνή διάλογο για το μέλλον της σοσιαλδημοκρατίας. Ουσιαστικά αποτέλεσε τον σύνδεσμο ανάμεσα στους Νέους Εργατικούς του Τόνι Μπλερ και τη νεοφιλελεύθερη πτέρυγα του αμερικανικού Δημοκρατικού Κόμματος. Συμμετέχει και αυτός στο ECFR, ενώ στο πλέον πρόσφατο βιβλίο του που εκδόθηκε στην Ελλάδα "Μετά τον τρίτο δρόμο - Η σειρά σας κύριε Μπράουν" (εκδ. Πόλις) το οποίο συνέγραψε λίγο πριν ο Γκόρντον Μπράουν αντικαταστήσει τον Μπλερ στην πρωθυπουργία, επιχειρεί να δώσει κάποιες γενικές κατευθύνσεις στον νέο Βρετανό πρωθυπουργό, εστιάζοντας σε διάφορα θέματα, κάποια από τα οποία σήμερα είναι ιδιαίτερα φλέγοντα. Το βιβλίο του Γκίντενς μπορεί να θεωρηθεί, σε έναν βαθμό, προφητικό, ενώ η ανάγνωσή του συχνά προκαλεί αβίαστα χαμόγελα για την τροπή που έχουν πάρει τα πράγματα στην πράξη, ανεξαρτήτως του τι υποστηρίζουν -κατά καιρούς- οι πάσης φύσεως γκουρού στη θεωρία.

«Οταν οι Νέοι Εργατικοί ήρθαν στην εξουσία», γράφει ο Γκίντενς, «το κύρος των επιχειρηματιών ήταν πολύ υψηλό. Οι επικεφαλής των εταιρειών φαίνονταν να κατέχουν ενορατικά τις διεθνείς τάσεις. Δεν πιστεύω ότι πολλοί άνθρωποι σκέφτονται πια με αυτόν τον τρόπο. Μερικοί τέτοιοι ηγέτες επιβίωσαν και πήγαν καλά. Αλλοι, ωστόσο, πήραν ολέθριες αποφάσεις και οι επιχειρήσεις τους ευνουχίστηκαν ή καταστράφηκαν. Σε κανένα ηγετικό στέλεχος επιχείρησης δεν αρέσουν οι ρυθμίσεις. Αλλά μπορεί να είναι αναγκαίες για να σώσουν τον καπιταλισμό από τον εαυτό του».(...).

Επίσης, δεν παραλείπει να αναφερθεί και σ' ένα θέμα που τείνει να αναδειχθεί μείζον στις ημέρες μας, τα περίφημα golden boys και τις προκλητικά υπέρογκες αμοιβές τους, ενεδεχομένως εμφορούμενος από τύψεις για την ανοχή που επιδείχθηκε απέναντί τους:

«Στις δεκαετίες του '80 και του '90, εν μέρει λόγω της θριαμβολογίας που ακολούθησε την πτώση του κομμουνισμού, αναδείχτηκε η λατρεία του επιχειρηματικού ήρωα. Ηταν λες και τα στελέχη των μεγάλων επιχειρήσεων διέθεταν εξαιρετική διορατικότητα για το μέλλον, ενεργώντας σαν ψευτοπαλληκαράδες και τυχοδιώκτες, σαν να μην χρωστούσαν τίποτε στην ευρύτερη κοινωνία. Η συμφιλίωση με τους ανθρώπους του επιχειρηματικού κόσμου (τον οποίο η Αριστερά άρχισε να μαθαίνει μόλις στα μέσα της δεκαετίας του '90) μερικές φορές σήμαινε αποδοχή τού πώς αυτοπροσδιορίζονταν οι επικεφαλής των επιχειρήσεων, όσο αυτάρεσκοι και υπερβολικοί κι αν ήταν. Οι Νέοι Εργατικοί σε καμία περίπτωση δεν έμειναν απρόσβλητοι από αυτήν την τάση» (...).

Τέλος, στο κεφάλαιο του βιβλίου του υπό τον τίτλο «Μπορούμε να έχουμε μια πιο δίκαιη κοινωνία» ο Γκίντενς ρωτά: «Τι θα γίνει με τους πλούσιους; Τι θα γίνει με το γεγονός ότι οι μισθοί των επικεφαλής των εταιρειών βρίσκονται πολύ πιο πάνω από αυτούς των εργαζομένων σε αυτές; Τι θα γίνει με τους φιλόδοξους χρηματιστές που βγάζουν εκατομμύρια από μισθούς και μπόνους; Πρέπει οι Εργατικοί, όπως σχολίασε κάποτε ο Πίτερ Μάντελσον, να «είναι χαλαροί με όσους γίνονται αισχρά πλούσιοι»; Οχι! Οι Εργατικοί δεν μπορούν πια να είναι εναντίον των επιχειρηματιών που αποτελούν την κινητήρια δύναμη της οικονομικής επιτυχίας. Αλλά ο πλουτισμός πρέπει να συνοδεύεται από υποχρεώσεις και πρέπει να καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια για την επιβολή ή την ενθάρρυνση της αποδοχής αυτών των υποχρεώσεων. Αυτές συμπεριλαμβάνουν οι πλούσιοι να επιστρέφουν κάτι στην κοινωνία που τους έθρεψε «και να ενθαρρύνουν την κοινωνική και περιβαλλοντική υπεθυνότητα εντός των εταιρειών τους».

Για την πρόσφατη οικονομική κρίση και τα παρεπόμενά της, σε προ δεκαπενθημέρου άρθρο του στον «Γκάρντιαν», ο Γκίντενς έφτασε μέχρι την... ψυχανάλυση: «Ο Σίγκμουντ Φρόιντ έλεγε ότι κάθε κρίση είναι εν δυνάμει θετική αφού διεγείρει έναν άνθρωπο και τον αναγκάζει να φρεσκάρει τη φιλοσοφία και τον τρόπο ζωής του». Το ίδιο πιστεύει και για την οικονομική κρίση των ημερών μας: «Η οικονομική κρίση και ό,τι την ακολούθησε αποτέλεσαν ένα γερό ταρακούνημα για τους οπαδούς των κατεστημένων τρόπων σκέψης. Προκειμένου να αντιδράσουμε αποτελεσματικά, πρέπει να εγκαταλείψουμε ό,τι μέχρι σήμερα φάνταζε ορθόδοξο και να αντιμετωπίσουμε το μέλλον με φρεσκάδα και καινοτομία. Βρισκόμαστε στο τέλος του τέλους της Ιστορίας».

Ωστόσο, οι απόψεις του στον «Γκάρντιαν» δεν μένουν ασχολίαστες από τους αναγνώστες της εφημερίδας. Παρότι αρκετοί τις επιδοκιμάζουν, υπάρχουν και άλλοι που σημειώνουν ότι η αυτοκριτική, ως διαδικασία, δεν έβλαψε ποτέ κανέναν. Αλλωστε, όπως πρόσφατα δήλωσε και ο Βραζιλιάνος πρόεδρος Λούλα, «για την κρίση δεν φταίμε εμείς, φταίνε οι λευκοί με τα γαλάζια/πράσινα μάτια». Και ο Γκίντενς, αδιάψευστος μάρτυς το παρατεθέν... σκίτσο του, είναι ένας από αυτούς...

Το χρυσό στεφάνι «δείχνει» τον γιο του Αλέξανδρου



Tου ΣΑΚΗ ΑΠΟΣΤΟΛΑΚΗ

Ενας από τους άγρια δολοφονημένους γιους του Μεγάλου Αλεξάνδρου είναι, σύμφωνα με σαφείς ενδείξεις των αρχαιολόγων, ο νεαρός άνδρας, ο σκελετός του οποίου βρέθηκε το καλοκαίρι στην αγορά των Αιγών. Τους γιους του Μ. Αλεξάνδρου, Αλέξανδρο Δ' και Ηρακλή, δολοφόνησε ο Κάσσανδρος, για να πάρει τον θρόνο του μακεδονικού βασιλείου.

Το εσωτερικό της χρυσής οστεοθήκης. Το εσωτερικό της χρυσής οστεοθήκης. Το περίλαμπρο χρυσό στεφάνι βελανιδιάς, εφάμιλλο με αυτό των Βασιλικών Τάφων των Αιγών, η μοναδική για το μέγεθός της και το ίδιο πολυτελής χρυσή οστεοθήκη, το χρυσοϋφασμένο πορφυρό ύφασμα, στο οποίο ήταν τυλιγμένα με επιμέλεια τα οστά, αφήνουν λίγες αμφιβολίες για την ταυτότητα του νεκρού.

Παρ' όλα αυτά, η επικεφαλής τής ανασκαφής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, καθηγήτρια Αρχαιολογίας, Χρυσούλα Σαατσόγλου - Παλιαδέλη επισημαίνει ότι πρέπει να ολοκληρωθεί η ανασκαφή, ώστε να διαλυθεί και η παραμικρή αμφιβολία, πριν προχωρήσει κανείς με απόλυτη σιγουριά σε μια τόσο σημαντική ανακοίνωση.

Τα εντυπωσιακά ευρήματα ήρθαν στο φως το περασμένο καλοκαίρι, στην Αγορά των Αιγών. Ενα μεγάλων διαστάσεων χάλκινο σκεύος, το οποίο περιείχε ένα εντυπωσιακό χρυσό δοχείο με τα οστά ενός καμένου νεκρού, και ένα πολύτιμο χρυσό στεφάνι βελανιδιάς.

Η ιδιαίτερα σημαντική απόθεση της καύσης ενός νεκρού που αποτεφρώθηκε με επιμέλεια, για να ταφεί με ένα πολύτιμο στεφάνι βελανιδιάς, με τα οστά τυλιγμένα στο πορφυρόχρυσο ύφασμα, αποτελούν σαφείς ενδείξεις για την άμεση σχέση του νεκρού της Αγοράς των Αιγών με τον βασιλικό οίκο του τέλους του 4ου π.Χ. αιώνα, ανακοίνωσε η Χρ. Σαατσόγλου - Παλιαδέλη, στο 22ο συνέδριο για το αρχαιολογικό έργο στη Μακεδονία και τη Θράκη, που γίνεται στο κτίριο της Παλιάς Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ. Από την εξέταση των οστών διαπιστώθηκε ότι ο επιφανής νεκρός δεν πρέπει να ήταν άνω των 18 ετών. Για την ακρίβεια, ήταν μεταξύ 15-18 ετών.

Η χρονολόγηση αυτή συμπίπτει με την εποχή που ο Κάσσανδρος κάνει τα πάντα για να ανεβεί στον μακεδονικό θρόνο, αντιμέτωπος με τον εξίσου λυσσαλέο αγώνα της μητέρας του Μ. Αλεξάνδρου, Ολυμπιάδας, η οποία προσπαθεί να διαφυλάξει τα εγγόνια της. Ο Κάσσανδρος δολοφονεί κατ' αρχάς έναν από τους δύο διαδόχους του. Τον ετεροθαλή αδερφό του, Φίλιππο Γ' Αριδαίο και τη νεαρή και φιλόδοξη σύζυγό του, Αδέα - Αυριδίκη (317 π.Χ.). Δολοφονεί την Ολυμπιάδα (316 π.Χ.) και ανοίγει τον δρόμο του προς την εξουσία, δολοφονώντας στη συνέχεια διά στραγγαλισμού τον 12χρονο βασιλιά Αλέξανδρο Δ' και τη μητέρα του Ρωξάνη στην Αμφίπολη (310 ή 306 π.Χ.) και τον νόθο Ηρακλή, 21 ετών, και τη μητέρα του Βαρσίνη, στον δρόμο για τη Μακεδονία (309-308 π.Χ.).

Προς το παρόν είναι άγνωστο γιατί η απόθεση του πολύτιμου ταφικού συνόλου έγινε σε πιο κεντρικό σημείο της αρχαίας πόλης των Αιγών. Παρ' όλα αυτά, προσθέτει η Χρ. Σαατσόγλου - Παλιαδέλη, αποκλείεται η περίπτωση τυμβωρυχικής ή αρχαιοκαπηλικής απόκρυψης, επειδή δεν διαπιστώθηκαν σημάδια διαταραχής στο φερτό χώμα που περιείχε το εύρημα, κι επειδή θεωρείται εξαιρετικά απίθανη η επιλογή του πιο κεντρικού σημείου της αρχαίας πόλης για μια τέτοια εν κρυπτώ προσωρινή απόκρυψη. Η πρώτη σκέψη πάντως είναι η ταύτιση του σημείου ανεύρευσης του πολύτιμου ευρήματος με το ηρώο, δεδομένου ότι η Αγορά των αρχαίων ελληνικών πόλεων ήταν κατ'εξοχήν χώρος για την υποδοχή νεκρών εξαίρετης σημασίας για την πόλη.

«Μέχρι το επόμενο καλοκαίρι το τοπίο θα γίνει πιο ξεκάθαρο, επειδή ελπίζουμε πως θα έχει ολοκληρωθεί η ανασκαφή στο όρυγμα, οπότε θα έχουμε πλήρη εικόνα για το περιεχόμενό του, στέρεα συμπεράσματα για τη μορφή και τη χρονολόγησή του και τη διεπιστημονική αξιολόγηση των οργανικών καταλοίπων του σκελετικού υλικού», υπογραμμίζει η καθηγήτρια Αρχαιολογίας του ΑΠΘ, Χρυσούλα Σαατσόγλου - Παλιαδέλη. * ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 04/04/2009

Πρώτο αίμα στον Ψυχρό Πόλεμο



ΤΣΟΡΤΣΙΛ: «Οι κομμουνιστές είναι ο αντίπαλος»

Του ΦΟΙΒΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗ

Φέτος κλείνουν 60 χρόνια από το τέλος του αιματηρού εμφυλίου πολέμου (1946-1949), που τόσο επηρέασε την ελληνική κοινωνία και ο απόηχος των συνεπειών του φτάνει μέχρι τις μέρες μας.

Κόνιτσα. Μετά τη μάχη. Παρατηρητές του ΟΗΕ (Ιδιωτική συλλογή) Κόνιτσα. Μετά τη μάχη. Παρατηρητές του ΟΗΕ (Ιδιωτική συλλογή) Μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, στις συζητήσεις μεταξύ φίλων και οπαδών της Αριστεράς ένα θέμα κυριαρχούσε για πολλά χρόνια, που ετίθετο υπό τη μορφή ερωτήματος: Γιατί το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, που ήταν η κύρια αντιστασιακή δύναμη της περιόδου της ξενικής Κατοχής, δεν κατέλαβε την εξουσία τον πρώτο καιρό μετά την απελευθέρωση ώστε να δώσει τη δική της λύση στο ελληνικό πολιτικό πρόβλημα.

Αν δεν υπήρχε η ξενική επέμβαση και η τριπλή κατοχή της Ελλάδας (Γερμανία, Ιταλία, Βουλγαρία) πιθανότατα δεν θα μιλούσαμε για ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και Τάγματα Ασφαλείας.

Οι εσωτερικές αντιθέσεις θα έπαιρναν μιαν άλλη μορφή, αλλά ίσως όχι αυτή που πήραν στη διάρκεια της δεκαετίας του '40.

Την περίοδο της Κατοχής το ΕΑΜ, η κύρια αντιστασιακή δύναμη στη χώρα, κέρδισε σημαντική επιρροή σε διάφορους κοινωνικούς χώρους, δυνάμωσε οργανωτικά και πολιτικά, απέκτησε σοβαρή στρατιωτική δύναμη (ΕΛΑΣ) που της επέτρεπε ν' ατενίζει μ' αισιοδοξία το μέλλον. Η Αριστερά είχε παλιούς ανοιχτούς λογαριασμούς με τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου του 1936 που είχαν επιβάλει ο βασιλιάς Γεώργιος Β' και ο Ι. Μεταξάς. Η δικτατορία είχε κινηθεί με ιδιαίτερη μεθοδικότητα για την εξουδετέρωση της Αριστεράς. Είχε φυλακίσει, εξορίσει και βασανίσει πολλούς οπαδούς και μέλη της Αριστεράς και όχι μόνο, ανάμεσά τους και το σύνολο σχεδόν της ηγεσίας του ΚΚΕ.

Για πρώτη φορά στο ΚΚΕ προσφερόταν η χρυσή ευκαιρία, μετά το τέλος της Κατοχής, να επιβάλει διαφορετικές λύσεις στο ελληνικό πολιτικό πρόβλημα από εκείνες που είχαν επιβληθεί στη χώρα προπολεμικά.

Ενα σημαντικό τμήμα των νοσταλγών της 4ης Αυγούστου (και όχι μόνο), είτε από ιδεολογική συγγένεια είτε για ν' αντιμετωπίσει καλύτερα την ανερχόμενη Αριστερά, προσχώρησε και στελέχωσε τα Τάγματα Ασφαλείας που οργανώθηκαν από τους Γερμανούς κατακτητές.

Ενας μόνιμος αξιωματικός του ελληνικού στρατού, ο Ε. Βαζαίος, που υπηρέτησε την περίοδο της Κατοχής στον ΕΛΑΣ, παρατήρησε ότι «οι πλείστοι των καταταγέντων» στα Τάγματα Ασφαλείας ήταν «ιδεολόγοι που εμίσουν τον κομμουνισμό» αλλά και «πας υπηρετών εις τον ΕΛΑΣ ανεξαρτήτως ιδεολογίας, εμίσει θανασίμως τα Τάγματα Ασφαλείας διότι επίστευεν απολύτως και εθεώρει ειλικρινείς όλας τας προκηρύξεις των Αγγλων και του στρατηγείου Μέσης Ανατολής, αι οποίαι τα απεκάλουν προδοτικά». «Το μίσος επομένως εις τον μοιραίον εμφύλιον πόλεμον ήτο σφοδρόν εκατέρωθεν και δεν υπήρχε οίκτος διά τους περισσοτέρους». 1

Η διαμάχη και οι συγκρούσεις του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ με τα Τάγματα Ασφαλείας συνεχίστηκαν και μετά την απελευθέρωση. Αξιωματικοί και άντρες των Ταγμάτων Ασφαλείας ήταν καλοδεχούμενοι στον αναδιοργανούμενο κυβερνητικό στρατό ή σε άλλες κυβερνητικές δυνάμεις και υπηρεσίες, ενώ ένα τμήμα των δυνάμεων του ΕΛΑΣ στελέχωσε το νέο αντάρτικο στρατό που άρχισε να δημιουργείται το 1946, με την ονομασία «Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας».

Ηταν φυσικό η ηγεσία του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ να σκέφτεται και να κάνει σχέδια για το μεταπολεμικό κόσμο. Ομως στη διάρκεια του πολέμου δεν μπορούσε να προχωρήσει πέραν των ορίων που έθετε η Αντιχιτλερική Συμμαχία, που στην ουσία ήταν ένας ιδιαίτερος, διεθνής, προσωρινός, ιστορικός συμβιβασμός. Τι συνέβαινε; Οι δύο μεγάλες αγγλοσαξονικές καπιταλιστικές χώρες, η Αγγλία και οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, είχαν συμμαχήσει με την κομμουνιστική Σοβιετική Ενωση και τους ιδεολογικούς φίλους της ανά τον κόσμο, για να πολεμήσουν από κοινού τον Αξονα. Επρόκειτο στην πραγματικότητα για μια λυκοφιλία, που όμως έπρεπε να διατηρηθεί τουλάχιστον μέχρι το τέλος του πολέμου. Η ηγεσία της Αριστεράς είχε σχέδιο για την κατάληψη της Αθήνας από το 1943, που όμως ατόνησε και δεν τέθηκε ποτέ σε εφαρμογή.

Η ηγεσία του ΚΚΕ προσπάθησε ν' ακολουθήσει με συνέπεια την πολιτική εθνικής ενότητας απέναντι στον ξένο κατακτητή, που πρόβαλλε επίσης η Σοβιετική Ενωση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν ετίθεντο με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και κοινωνικά αιτήματα για το παρόν και το μέλλον.

Αλλωστε, το ενωτικό πνεύμα της Αντιχιτλερικής Συμμαχίας -που τα μέλη της είχαν τελείως διαφορετικές ιδεολογικές κατευθύνσεις- θα έπρεπε να εκδηλωθεί και στις επιμέρους κατεχόμενες χώρες.

Ενα ιδιαίτερα σημαντικό γεγονός προς αυτή την κατεύθυνση ήταν η διάλυση από τον Στάλιν, τον Μάιο του 1943, της Κομμουνιστικής Διεθνούς, του ανώτατου οργάνου των Κ.Κ. Σε συνέντευξή του προς το βρετανικό ειδησεογραφικό πρακτορείο «Ρόιτερς», ο Στάλιν τόνισε ότι η πρωτοβουλία του για τη διάλυση του ανώτατου οργάνου των Κομμουνιστικών Κομμάτων στόχευε να συμβάλει αποφασιστικά «στην ενίσχυση της ενότητας του ενιαίου μετώπου των Συμμάχων» στον αγώνα τους εναντίον του φασισμού.

Με βάση τη γενική ενωτική πολιτική της πολεμικής περιόδου και τις κατά καιρούς σοβιετικές υποδείξεις, μέλη της ΕΑΜικής ηγεσίας εντάχθηκαν στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου.

Οι Βρετανοί ηγέτες ήλπιζαν ότι μεταπολεμικά θα μπορούσαν να επανεπιβάλουν την παλιά επιρροή τους στα ελληνικά πολιτικά πράγματα και οπωσδήποτε δεν πείθονταν από τις εκδηλώσεις «φιλίας» του ΕΑΜ. Ηθελαν να ξεκαθαρίσουν το δρόμο για την επιστροφή της μοναρχίας στην Ελλάδα και το ΕΑΜικό κίνημα το έβλεπαν ως έναν σοβαρό αντίπαλο, που έπρεπε να εξουδετερωθεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ή τουλάχιστον να μειωθεί σημαντικά η επιρροή του.

Οπως προκύπτει ανάγλυφα από τα απομνημονεύματα του Τσόρτσιλ, ο Βρετανός πρωθυπουργός περίμενε «οπωσδήποτε» τη σύγκρουση με το ΕΑΜ, που δεν έπρεπε να την αποφύγει υπό τον όρο ότι θα έχει επιλεγεί «προσεχτικά το έδαφος».

Ο Νίκος Ζαχαριάδης στη σπηλιά των Πρεσπών στο Βίτσι Ο Νίκος Ζαχαριάδης στη σπηλιά των Πρεσπών στο Βίτσι Ομως «η ένοπλη διαμαρτυρία» του ΕΛΑΣ, το Δεκέμβρη του 1944, βρίσκει τους Βρετανούς αρχικά ανέτοιμους. Ο Τσόρτσιλ έχει έκδηλα υποτιμήσει τους αντιπάλους του. Αναγκάζεται ν' αποσπάσει σημαντικές δυνάμεις από το μέτωπο του πολέμου εναντίον της χιτλερικής Γερμανίας. Στον Βρετανό στρατηγό Ουίλσον, ο Τσόρτσιλ τόνισε εμπιστευτικά ότι «η αποκατάσταση του νόμου και της τάξης στην Αθήνα είναι πιο σημαντική από την κατάληψη της Μπολόνια».2

Οι δυσκολίες του Τσόρτσιλ στην αντίσταση του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ που περιορίζεται στην Αθήνα και τον Πειραιά, χαροποιούν τους «φίλους» του Ρώσους και Αμερικανούς.

Αλλά η σύγκρουση του Δεκέμβρη, παρά τον περιορισμένο σχετικά χρόνο διάρκειάς της, εντείνει τις εσωτερικές αντιθέσεις καθώς και οι δύο πλευρές θρηνούν θύματα.

Ο ΕΛΑΣ υφίσταται μια ήττα αλλά δεν χάνει ολοκληρωτικά τη μάχη. Διατηρεί σημαντικές δυνάμεις και κρύβει ένα μεγάλο μέρος του οπλισμού του, περιμένοντας καλύτερη στιγμή.

Από την άλλη, μετριοπαθείς δυνάμεις του ΕΑΜ αποστασιοποιούνται ώς ένα βαθμό από την οργάνωση. Ενώ μετριοπαθείς φιλελεύθερες δυνάμεις του βενιζελικού χώρου, που θα μπορούσαν υπό διαφορετικές συνθήκες να συμμετάσχουν σ' ένα αντιμοναρχικό μέτωπο ωθούνται προς τα δεξιά «από τον πανικό της εποχής», το φόβο της κομμουνιστικής επικράτησης, όπως αναφέρει ο Γιώργιος Σεφέρης.3

Η βρετανική ηγεσία παράλληλα με την Αριστερά είχε σοβαρά προβλήματα με τον Γεώργιο Β', που απαιτούσε να τον επαναφέρουν οι βρετανικές λόγχες στην Ελλάδα ανεξάρτητα από τη θέληση του ελληνικού λαού, και μάλιστα αμέσως μετά την απελευθέρωση. Ο Γεώργιος αρνούνταν να δεχτεί τη βρετανική τακτική που στόχευε τελικά στην επιστροφή του και μόνο κάτω από τις απειλές του Τσόρτσιλ αποδέχτηκε, στη διάρκεια του Δεκέμβρη, τη λύση της αντιβασιλείας στο πρόσωπο του αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού.

Ο Βρετανός υπουργός Μακμίλαν στις αρχές του 1945 έγραψε στο ημερολόγιο του ότι παράλληλα «με τους κομμουνιστές συνωμότες», «ο βασιλιάς των Ελλήνων είναι ο πραγματικός κακός της παράστασης». Από το χειμώνα του 1943 στο Κάιρο «ελισσόταν και παλινωδούσε». Και αρνούνταν να κάνει μια ξεκάθαρη δήλωση ότι δεν θα επιστρέψει στην Ελλάδα πριν ο λαός ν' αποφανθεί περί του πολιτειακού μ' ένα γνήσιο δημοψήφισμα· έτσι «το ισχυρό όπλο της αντιμοναρχικής προπαγάνδας» δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει τόσο αποτελεσματικά για τους «εξτρεμιστές». Ο Μακμίλαν δεν ξεχνούσε ότι η Ελλάδα ήταν από παλιά «διαιρεμένη» μεταξύ φιλο-μοναρχικών και δημοκρατών. «Ο βασιλιάς ήταν επικεφαλής ενός κόμματος - γενικά του φιλογερμανικού κόμματος, και όχι της χώρας».

Ενώ αντίθετα η βενιζελική παράδοση ήταν «δημοκρατική και φιλοβρετανική». Και η βασιλική στάση είχε «την τραγική της πλευρά», αφού προκαλούσε τη διαίρεση των αστικών κομμάτων αντί της κοινής τους αντιπαράθεσης» απέναντι στο μαρξισμό και την επανάσταση». 4

Αλλά οι ανησυχίες της βρετανικής ηγεσίας για το χαρακτήρα του Γεωργίου εκδηλώνονταν στον στενό ηγετικό της κύκλο και δεν αποκαλύπτονταν ευρύτερα. Η βρετανική ηγέτιδα τάξη είχε τις δικές της εμμονές, τα ταμπού και τα δόγματά της που την προσανατόλιζαν στην αποφασιστική υποστήριξη του Γεωργίου, αν και μια βενιζελική αντιμοναρχική κυβέρνηση πιθανόν να εξυπηρετούσε καλύτερα τα συμφέροντά της. Από την άλλη πλευρά, η επιστροφή του αρχηγού του ΚΚΕ Ν. Ζαχαριάδη από το στρατόπεδο του Νταχάου, στα τέλη Μαΐου 1945, ενίσχυσε -λόγω της ιδιοσυγκρασίας και των ιδεών του- τις επαναστατικές διαθέσεις του κόμματος.

Οπως είχε τονίσει στον γράφοντα ο Πέτρος Ρούσος, σε συναντήσεις μας, ο Ζαχαριάδης «ήθελε να πετύχει εκείνο που δεν είχαμε καταφέρει εμείς», δηλαδή την κατάληψη της εξουσίας και την ανατροπή του αστικού καθεστώτος.

Βέβαια, ο Ζαχαριάδης και ο Γεώργιος δεν αποτέλεσαν την αιτία για την ένοπλη σύγκρουση που επακολούθησε μεταξύ 1946-1949, ήταν όμως οπωσδήποτε εκφραστές ενός σκληρού πυρήνα ιδεολογικών φίλων τους στην Ελλάδα.

Τα αίτια του εμφυλίου πολέμου ήταν πολλά και ποικίλα, εσωτερικά αλλά και διεθνή.

Υπήρχαν σοβαρές κοινωνικές ανισότητες στην Ελλάδα από την προπολεμική περίοδο, που μερικές φορές είχαν επιδεινωθεί στη διάρκεια του πολέμου.

Η ηγεσία του ΚΚΕ τόνιζε, τον Οκτώβριο του 1945, ότι «την Ελλάδα χωρίζουνε καθαρά δυο στρατόπεδα. Πρώτα το στρατόπεδο της πλουτοκρατίας. Συγκεντρώνει στις γραμμές του τους δωσίλογους, τα παλιά τζάκια, όλους τους εκμεταλλευτές. Το άλλο στρατόπεδο αποτελεί ο κόσμος του ΕΑΜ, το μέτωπο της Λαϊκής Δημοκρατίας».

Αλλά οι κοινωνικές ανισότητες δεν έχουν οπωσδήποτε ως αποτέλεσμα έναν εμφύλιο πόλεμο, μια ταξική ένοπλη σύγκρουση.

Την ίδια περίοδο στη γειτονική Τουρκία οι κοινωνικές αντιθέσεις θα πρέπει να ήταν πιο έντονες απ' αυτές την Ελλάδα, όμως δεν έγινε εμφύλιος πόλεμος. Από τη μια πλευρά υπήρχε το τουρκικό στρατιωτικό και οικονομικό κατεστημένο, που είχε την ένοπλη δύναμη με το μέρος του. Από την άλλη πλευρά δεν υπήρχε ο υποκειμενικός εκείνος παράγοντας, ένα πολιτικό ή θρησκευτικό κόμμα ή οργάνωση, που να μπορεί να εμπνεύσει ένα σημαντικό τμήμα του λαού -και κυρίως των κοινωνικά καταπιεσμένων- με μια επαναστατική ιδεολογία ανατροπής.

Αντίθετα, στην Ελλάδα ή την Κίνα υπήρχε αυτός ο υποκειμενικός παράγοντας: ένα ισχυρό κομμουνιστικό κόμμα.

Η αμερικανική ηγεσία παρατήρησε ότι «η τουρκική κυβέρνηση και ο λαός της ήταν ενωμένοι» και αποφασισμένοι ν' αντισταθούν στη σοβιετική πίεση ενώ το ίδιο δεν συνέβαινε στην Ελλάδα, την Κίνα ή το Ιράν, όπου οι εσωτερικές κοινωνικές αντιθέσεις είχαν πάρει ή μπορούσαν να πάρουν τη μορφή της ένοπλης αντιπαράθεσης. 5

Ο Γεώργιος γνώριζε πολύ καλά, από τις προπολεμικές εμπειρίες του, ότι για την εδραίωση της εξουσίας του έπρεπε να ελέγχει στενά τις ένοπλες δυνάμεις της κρατικής μηχανής κατά πρώτο και κύριο λόγο.

Το χειμώνα του 1945-1946, η μυστική στρατιωτική οργάνωση του ΙΔΕΑ (Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών) των βασιλοφρόνων και ακραίων δεξιών περιελάμβανε «εις τους κόλπους της το 75% των υπηρετούντων μονίμων κατωτέρων αξιωματικών και ταγματαρχών» στις κατά τόπους μονάδες ανά την Ελλάδα τού νεοσχηματιζόμενου ελληνικού στρατού.

Από τους πρώτους μήνες του 1945, μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, που ο ΙΔΕΑ χαρακτήριζε «απαράδεκτο συμβιβασμό με τους κομμουνιστές», άρχισε η αντίστροφη μέτρηση με την εξάπλωση της φιλομοναρχικής τρομοκρατίας, που δεν αφορούσε μόνο την Αριστερά αλλά και τους αντιμοναρχικούς φιλελεύθερους δημοκράτες που εθεωρούντο «συνοδοιπόροι».

Ο ΙΔΕΑ, που ήταν υπέρ της συνεργασίας με τα στελέχη των Ταγμάτων Ασφαλείας, είχε αρχίσει να ενισχύει συστηματικά τις παραστρατιωτικές ομάδες της άκρας Δεξιάς ανά την Ελλάδα.

Την άνοιξη του 1945, ο Βρετανός πρόξενος Ραπ μετέδωσε ότι «φανατισμένα βασιλόφρονα στοιχεία στην Εθνοφυλακή κάνουν αισθητή την παρουσία τους, και σε πολλές περιπτώσεις είναι εκτός ελέγχου». Απλοί αντιμοναρχικοί «συχνά προπηλακίζονται με το πρόσχημα ότι είναι κομμουνιστές...

Ο στόχος είναι να εξασφαλιστεί η επιστροφή του βασιλιά διαμέσου της δεξιάς τρομοκρατίας».6

Ενα επιφανές στέλεχος του Φόρεϊν Οφις, ο σερ Ορμ Σάρτζεντ, επίσης ανησυχούσε με τις ελληνικές εξελίξεις όπου, οι δωσίλογοι δεν τιμωρούνταν» και από τις ανταποκρίσεις του Βρετανού πρεσβευτή στην Αθήνα προέκυπτε το συμπέρασμα ότι «η συμμμετοχή στο ΕΑΜ έτεινε να θεωρείται μεγαλύτερο έγκλημα από τη συνεργασία με τους Γερμανούς».

Οι θέσεις και οι υποδείξεις του Σάρτζεντ για τιμωρία των Ελλήνων δωσιλόγων δεν άρεσαν καθόλου στου Τσόρτσιλ, που αναγκάστηκε να παρέμβει γράφοντάς του: «Νομίζω ότι οι δωσίλογοι στην Ελλάδα σε πολλές περιπτώσεις έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν για να προφυλάξουν τον ελληνικό πληθυσμό από τη γερμανική καταπίεση. Τουλάχιστον δεν έκαναν τίποτα για να εμποδίσουν την είσοδο των απελευθερωτικών δυνάμεων ούτε έδωσαν οποιαδήποτε υποστήριξη στα σχέδια του ΕΑΜ. Οι κομμουνιστές είναι ο κύριος αντίπαλος, αν και η τιμωρία των επιφανών φιλογερμανών συνεργατών θα πρέπει να γίνει μ' ένα νόμιμο και αυστηρό τρόπο, ειδικότερα αν ενέχονται για την προδοσία νομιμοφρόνων Ελλήνων. Δεν πρέπει να υπάρξει ζήτημα επαύξησης των ποινών εναντίον των δωσιλόγων με σκοπό να κερδηθεί η επιδοκιμασία των κομμουνιστών...».7

Για τον Βρετανό πρέσβη Λίπερ «τα δύο βασικά σκάνδαλα» μέσα στο 1945 ήταν «η κερδοσκοπία και η τρομοκρατία». «Οι ακρότητες της Εθνοφυλακής έπρεπε να τιμωρηθούν» καθώς η νέα αυτή ένοπλη κρατική δύναμη εχρησιμοποιείτο «από την άκρα δεξιά με τη συνενοχή των αξιωματικών του Γενικού Επιτελείου».

Ο ΙΔΕΑ με τη σειρά του έδωσε εντολή για την ενίσχυση «υπό των μικρών αξιωματικών συγκεκαλυμμένως, των διαφόρων αντικομμουνιστικών ομάδων, ηθικώς, δι' οπλισμού, πυρομαχικών και ελευθερίας ενεργείας...».8

Εκτός των έντονων οικονομικών, κοινωνικών και ιδεολογικών αντιθέσεων που κυριαρχούσαν μεταξύ των ελληνικών αντίπαλων πολιτικών δυνάμεων, υπήρχαν και άλλοι παράγοντες που ωθούσαν σε μια επιδείνωση της κατάστασης στην Ελλάδα. Κατ' αρχήν, τα σχέδια και η τακτική του Τίτο όξυναν τις ελληνικές εξελίξεις. Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, ιδρύθηκε στη Γιουγκοσλαβία, με πρωτοβουλία των εκεί ιθυνόντων, το ΝΟΦ (Λαϊκό Απελευθερωτικό Μέτωπο) των Σλαβομακεδόνων, που άρχισαν να επιστρέφουν παράνομα στην Ελλάδα και ν' ασκούν έντονη αυτονομιστική προπαγάνδα, αλλά και ένοπλη δράση, καταγγέλλοντας τη Συμφωνία της Βάρκιζας ως «προδοτική» και κατηγορώντας την ηγεσία του ΚΚΕ ως «ύποπτη», «οπορτουνιστική» κ.ά.

Οι τοπικές οργανώσεις του ΚΚΕ στη Β. Ελλάδα κατήγγειλαν αρκετές φορές την αυτονομιστική δράση του ΝΟΦ. Αλλά ο Τίτο πίεζε επίμονα, προσφέροντας στο ΚΚΕ «αμέριστη συμπαράσταση» αν θα αποφάσιζε ν' αρχίσει έναν νέο ένοπλο αγώνα.

Την ίδια θέση ακολουθούσε και ο Εμβέρ Χότζα στην Αλβανία, που ανησυχώντας ιδιαίτερα για τις επίσημες ελληνικές διακηρύξεις για απελευθέρωση της Βορείου Ηπείρου επιθυμούσε την ένοπλη δράση του ΚΚΕ ως αποτρεπτικού και προειδοποιητικού παράγοντα για τις ελληνικές εθνικές διεκδικήσεις.

Οι μεταπολεμικές εθνικές διεκδικήσεις των βαλκανικών κρατών ήταν αναμφίβολα ένας παράγοντας όξυνσης της ατμόσφαιρας στα Βαλκάνια. Οι Γιουγκοσλάβοι διεκδικούσαν την ελληνική Μακεδονία, οι Βούλγαροι ξαναμιλούσαν δειλά για τη Θράκη. Η επίσημη ελληνική πλευρά μιλούσε όχι μόνο για τη Βόρειο Ηπειρο, αλλά και για μικρές αναδιαρρυθμίσεις των συνόρων με τις Γιουγκοσλαβία και Βουλγαρία υπέρ της Ελλάδας.

Σε τελευταία ανάλυση, στο βαλκανικό χώρο προβάλλονταν διεκδικήσεις που αμφισβητούσαν την εδαφική επικράτεια των σχηματιζόμενων μπλοκ, δυτικού και σοβιετικού, σ' αυτή την περιοχή. Παράλληλα, η βαθμιαία επιδεινούμενη διεθνής ατμόσφαιρα ανάμεσα στα σχηματιζόμενα αντίπαλα πολιτικο-στρατιωτικά μπλοκ εστίαζε την προσοχή και των δύο πλευρών στην έκρυθμη ελληνική κατάσταση, που θα μπορούσε ν' αποτελέσει τόπο διερεύνησης των αντιδράσεων του αντιπάλου, επίδειξης δύναμης, άσκησης πίεσης και προειδοποίησης.

1. Ε. Βαζαίου, Τα άγνωστα παρασκήνια της Εθνικής Αντιστάσεως εις την Πελοπόννησον, σ. 88-89

2. Το σύνδρομο του Οδυσσέα, σελ. 49

3. Γ. Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Β', σ. 57-58

4. Ημερολόγιο Μακμίλαν, 11.1.1945

5. Ελλάδα ανάμεσα σε δύο κόσμους, σ. 254

6. PREM 3/213/17, 20.4.1945

7. Ελλάδα ανάμεσα.. σ. 348

8. Γ. Καραγιάννης, Το δράμα της Ελλάδος, σ. 225, 238 - 239, και Ελλάδα ανάμεσα.. σ. 354-355

Οι σκλάβες των Προέδρων

Η απουσία «εσωτερικού εχθρού», που να αμφισβητεί την ιερή και όσια μυθολογία της Αγίας Λαύρας και του Κρυφού Σχολειού αποτελεί, πιθανότατα, έναν από τους βασικούς λόγους αυτής της χαλάρωσης των εθνικών ανακλαστικών.

Ακόμη σημαντικότερο ρόλο φαίνεται πως έπαιξε, ωστόσο, το φάσμα της διεθνούς οικονομικής κρίσης. Οσο κι αν ο πρωθυπουργός αναζητεί έμπνευση στο μήνυμα «εθνικής ενότητας» της επετείου για να μας υποσχεθεί -ως άλλος Σημίτης- μια «ισχυρή Ελλάδα», όσο κι αν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διακηρύσσει πως η παλιγγενεσία του 1821 εγγυάται αναδρομικά την απόκρουση κάθε κινδύνου, οι πολίτες μάλλον αμφιβάλλουν για τη δυνατότητα να αποτρέψουν ένα σκοτεινό μέλλον καταφεύγοντας στο παρελθόν.

Ας μας επιτραπεί να διαφωνήσουμε. Μπορεί βέβαια η Αλαμάνα και το Χάνι της Γραβιάς ν' αποδεικνύονται ανίκανα να βελτιώσουν τα οικονομικά του μέσου Ελληνα, όμως η αναδίφηση του παρελθόντος έχει ακόμη πολλά να μας πει. Οχι μόνο για το πώς αντιμετώπισαν οι άνθρωποι του περασμένου αιώνα παρόμοιες συγκυρίες. Ο εντοπισμός κάποιων απωθημένων στοιχείων της εγχώριας μικροϊστορίας μπορεί, στο μέτρο του δυνατού, να φωτίσει ακόμη και τη γενεαλογία της σκέψης εκείνων που μας κυβερνούν μέσα στις παρούσες συνθήκες. Προειδοποιώντας μας, αν μη τι άλλο, για το μέχρι πού τους επιτρέπουν οι εθνικές και οικογενειακές παραδόσεις τους να φτάσουν.

Δυο τέτοιες «στιγμές» του παρελθόντος θα μας απασχολήσουν σήμερα. Προέρχονται, κι οι δυο, από απομνημονεύματα των πρώτων δύο εκλεγμένων Προέδρων της μεταπολιτευτικής Δημοκρατίας μας - του Κωνσταντίνου Τσάτσου και του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Δεν μπορεί, δηλαδή, κανείς να τις κατηγορήσει ως υποβολιμαίες ή συκοφαντικές για τους εν λόγω εθνάρχες και το περιβάλλον τους.

Η λεπτομέρεια αυτή έχει σημασία, καθώς στις αυτοβιογραφικές αφηγήσεις τους οι δυο Πρόεδροι εξηγούν ότι, στις οικογένειες που μεγάλωσαν, υπήρχαν και σκλάβοι! Φυσικά, ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζεται αυτό το σοκαριστικό γεγονός είναι «εξευγενισμένος», διά της προσφυγής σε νοσταλγικές κι αγαπησιάρικες περιγραφές. Τα στοιχεία ωστόσο που παρατίθενται είναι κάτι παραπάνω από εύγλωττα για τη διαδικασία απόκτησης των συγκεκριμένων «υπηρετριών» και το καθεστώς των (ισόβιων) εργασιακών σχέσεών τους με τα αφεντικά τους.

Η αφήγηση του Καραμανλή προέρχεται από τη βιογραφία του που έγραψε ο Γάλλος ακαδημαϊκός Μορίς Ζενεβουά («Η Ελλάδα του Καραμανλή», Αθήνα 1971, σ. 66). Αναπαράγεται δε αυτολεξεί στην έκδοση ενός τμήματος του αρχείου του, την οποία επέβλεψε ο ίδιος προσωπικά (Κωνσταντίνος Σβολόπουλος [επιμέλεια], «Κωνσταντίνος Καραμανλής. Αρχείο. Γεγονότα και κείμενα», Εκδοτική Αθηνών -Ιδρυμα Κ. Καραμανλής, Αθήνα 1997, τ. 1ος, σ. 27-8).

Στο πρώτο μέρος, ο Καραμανλής περιγράφει τα τραυματικά βιώματά του από τη βραχύβια οικογενειακή προσφυγιά στη διάρκεια του Β' Βαλκανικού Πολέμου, το καλοκαίρι του 1913, όταν ήταν μόλις τεσσάρων χρόνων. Και συνεχίζει:
«Μια άλλη όμως εμπειρία, επίσης τρομερή, ακόμη πιο τρομερή, με παραφύλαγε. Στους χρόνους της απελευθερώσεως, ύστερα από τον δεύτερο αυτό Βαλκανικό Πόλεμο, είδα να σκοτώνουν μέσα στο Κιούπκιοϊ [τη γενέτειρά του, σημερινή Πρώτη Σερρών] Τούρκους.

Είδα τότε τη φλόγα της αγριότητας να καίη στα πρόσωπα, στα μάτια των συγχωριανών μας, των γειτόνων μας. Εσφαξαν μερικούς Τούρκους, πεντέξι. Σαν το αναθυμηθώ σήμερα, σφίγγεται αμέσως το στήθος μου.

Μερικοί άλλοι έσωσαν τη ζωή τους, επειδή διέφυγαν ή δέχτηκαν να βαπτιστούν. Υπήρχαν επίσης και γυναίκες. Μια απ' αυτές, επίσης βαφτισμένη, έγινε υπηρέτριά μας. Εζησε με τη θέλησή της κοντά μας χρόνια».

Το γεγονός μπορεί να τοποθετηθεί χρονικά στο φθινόπωρο του 1913, κατά την εκστρατεία βίαιου αφοπλισμού των μουσουλμανικών κοινοτήτων της Ανατολικής Μακεδονίας απ' τον ελληνικό στρατό και τα παραστρατιωτικά βοηθητικά σώματά του.

Ενδεχομένως, επίσης, η μνήμη του μικρού Καραμανλή να συγχέει τη χρονική αλληλουχία των γεγονότων και η σφαγή να έγινε στη διάρκεια του Α' Βαλκανικού Πολέμου (1912-13), όταν άτακτα ελληνικά σώματα επιδόθηκαν σε φόνους και λεηλασίες σε βάρος των μουσουλμάνων της περιοχής του Παγγαίου (Dotation Carnegie, «Enquete dans les Balkans», Παρίσι 1914, σ. 273-5). Το σίγουρο είναι πάντως ότι, σύμφωνα με τη δημοσιευμένη στατιστική του ελληνικού στρατού, η γενέτειρα των Καραμανλήδων κατοικούνταν το 1912 από 2.503 Ελληνες κι 74 Τούρκους. Το καλοκαίρι του 1915 οι Τούρκοι είχαν εξαφανιστεί κι αντικατασταθεί από 72 Ελληνες πρόσφυγες (Επιτελική Υπηρεσία του Ελληνικού Στρατού, «Στατιστικοί πίνακες του πληθυσμού κατ' εθνικότητας των νομών Σερρών και Δράμας», Αθήνησι 1919, σ. 6).

Χάρη στις αναμνήσεις του εθνάρχη πληροφορούμαστε όμως κάτι παραπάνω από αυτές τις (αναμενόμενες άλλωστε σε πολεμικές περιόδους) αγριότητες σε βάρος του αλλοεθνούς άμαχου πληθυσμού. Η «σωτηρία» της Τουρκάλας γειτόνισσας κατά τη σφαγή της οικογένειάς της, η (προφανώς αναγκαστική) βάφτισή της κι η μετατροπή της σε «υπηρέτρια» των πονόψυχων νικητών είναι μια εμπειρία ταυτόσημη -με αντεστραμμένο απλώς το εθνικό πρόσημο θυτών και θυμάτων- με όσα βίωσαν ουκ ολίγες Ελληνίδες της Μικρασίας μετά την καταστροφή του 1922.

Ας μη μας ξεγελάνε δε οι διαβεβαιώσεις περί «εθελοντικής» παραμονής στο σπίτι των αφεντικών: αρκεί να διαβάσει κανείς τις συγκλονιστικές αναμνήσεις μιας Ελληνίδας από το Μπαλίκεσιρ που έζησε κάτω από παρόμοιες συνθήκες στο εσωτερικό της Τουρκίας, για να καταλάβει κανείς τους μηχανισμούς αυτοπροστασίας που επιβάλλουν μια τέτοια στάση, μαζί με τις αντίστοιχες ψυχολογικές προσαρμογές (Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, «Η Εξοδος», τ. Α', Αθήνα 1980, σ. 261-77).

Η δεύτερη πληροφορία προέρχεται, όπως είπαμε, από τα απομνημονεύματα του Κωνσταντίνου Τσάτσου («Λογοδοσία μιας ζωής», Οι Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 2001, τ. Α', σ. 202-3). Παρατίθεται παρεμπιπτόντως, στο κεφάλαιο που αφορά τους εκ μητρός παππού και γιαγιά (ιταλιστί: «νόννο» και «νόννα») του μετέπειτα προέδρου.

Η πρόσκτηση δε της (Αφρικανής) σκλάβας από την οικογένεια δεν έχει προέλθει εδώ διά της «προστασίας» εν καιρώ πολέμου, αλλά με απολύτως «νόμιμο» τρόπο: διά της αγοράς στα σκλαβοπάζαρα της Μαύρης Ηπείρου:

«Ο νόννος μου», διαβάζουμε, «ήταν Μακεδόνας. Δεν ξέρω από ποια άκριβώς περιοχή. Είχε όμως μετοικήσει από νέος στη Χαλκίδα. Ενας απλός, τίμιος μικροαστός. Νέος θα ήταν ομορφάνθρωπος.

Πώς έγινε το συνοικέσιο με τη νόννα μου, την Φραγκώ, δεν ξέρω. Αυτή είχε γεννηθεί στην Αλεξάνδρεια, από οικογένεια φραγκοχιώτικη, Μάγκου. Ο Κωνσταντίνος Μάγκος είχε πάει νέος στην Αίγυπτο, πλούτισε και προίκισε καλά και τις τέσσερεις αδερφές του. Μια απ' αυτές ήταν και η νόννα μου, η Φραγκώ. Μάλλον άσχημες ήταν όλες οι δεσποινίδες Μάγκου. Αλλά τότε αυτά δεν μετρούσανε μπρος στην προίκα. [...]

Εκτός από τα χρήματα και τα άλλα προικιά, η νόννα πήρε μαζί της από την Αίγυπτο δυο Αραπίνες που είχε αγοράσει ο Μάγκος σε κάποιο σκλαβοπάζαρο του Σουδάν μικρά κοριτσάκια. Τα βάφτισε ορθόδοξα και γίνανε αναπόσπαστα κομμάτια της οικογένειας. Η μια πέθανε πριν γεννηθώ, η άλλη όμως, η Μερσίνα, γρηά πια, ήταν η μεγάλη μου αγάπη. Με το άσπρο της σκουφί και την ποδιά της, με τα σκοτωμένα ιταλικά της, τα σκοτωμένα ελληνικά της, μούκανε χαρές παιχνίδια και εγώ έτρεχα πίσω της, όταν ξεσκόνιζε τις κάμαρες. Η Μερσίνα ήταν ακόμα παιδούλα όταν γεννήθηκε η μάνα μου τον Αύγουστο του 1870».

Ας μην ξαφνιαζόμαστε, ως εκ τούτου, που οι συνεχιστές του καραμανλισμού κοντεύουν να οδηγήσουν τους εργαζόμενους σε κατάσταση δουλείας. Η εξοικείωση με τη δουλοκτησία αποτελεί, όπως είδαμε, οικογενειακή περγαμηνή των Καραμανλήδων και των Τσάτσων τους. Είτε απευθείας διά του σκλαβοπάζαρου, είτε εξωραϊσμένη σαν «σωτηρία» από το λεπίδι των ομοφύλων. Και, φυσικά, οι οικογένειες των τέως Προέδρων δεν θα ήταν οι μόνες, μεταξύ των ευυπόληπτων οίκων του τόπου, με παρόμοιες επιδόσεις... *
ios@enet.gr / www.iospress.gr§ΦΟΡΕΙΣ ΤΟΥ ΙΟΥ ΕΙΝΑΙ ΟΙ: ΤΑΣΟΣ ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΡΙΜΗΣ, ΑΝΤΑ ΨΑΡΡΑ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΨΑΡΡΑΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 04/04/2009