Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΡΟΥΣΗ Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Κάθε χρόνο η περίοδος των εορτών του Πάσχα στέκεται η αφορμή για συχνές αναφορές στην προσωπικότητα του Ιησού και των μαθητών του.
Ταυτόχρονα, όμως, αποφεύγεται συστηματικά κάθε αναφορά στο χαρακτήρα των πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων. Αυτή η αποσιώπηση κάθε άλλο παρά τυχαία είναι. Στην πραγματικότητα στοχεύει να συγκαλύψει την άβυσσο που χωρίζει αυτές τις κοινότητες από τη σημερινή Εκκλησία, την ταγμένη με το μέρος των κυρίαρχων, μια Εκκλησία με τεράστια περιουσία και επιχειρηματικές δραστηριότητες(1), γραφειοκρατικά δομημένη, με ηγέτες των οποίων η χλιδή προκαλεί.
Ας υπενθυμίσουμε λοιπόν σύντομα αυτά τα χαρακτηριστικά των πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων(2).
Το πρώτο, όπως εύστοχα παρατηρεί ο Ενγκελς, ήταν ότι αυτές εναντιώνονταν και μάχονταν την τότε κυρίαρχη τάξη πραγμάτων(3), και ευελπιστούσαν ότι αυτή θα ανατραπεί σε τούτον, ή έστω στον άλλο κόσμο.
Το δεύτερο χαρακτηριστικό τους ήταν ο προλεταριακός τους χαρακτήρας. Οπως υπογραμμίζει και ο Παύλος στην Πρώτη του Επιστολή προς Κορινθίους, επρόκειτο για κοινότητες φτωχών, αμόρφωτων κυρίως ελεύθερων προλεταρίων των πόλεων. Στην κοινότητα δεν εκπροσωπούνταν, αρχικά, ούτε ο πλούτος ούτε η μόρφωση.
Ενα τρίτο χαρακτηριστικό, που άλλωστε συνδέεται με το προηγούμενο, ήταν το βαθύτατο ταξικό μίσος που είχαν τα μέλη της κοινότητας ενάντια στους πλούσιους, και ενάντια στον πλούτο καθαυτό. Αυτό το μίσος φαίνεται ξεκάθαρα στο Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο όπου διατυπώνεται ότι «ευκολότερο είναι να περάσει κάμηλος από τρύπα βελόνας παρά πλούσιος να εισέλθει στην βασιλεία του Θεού» (18, στίχος 25). Περιγράφεται ακόμη στην Επί του όρους Ομιλία (6, στίχος 20) όπου αναφέρεται το περίφημο «μακάριοι σεις οι πτωχοί διότι υμετέρα είναι η βασιλεία του Θεού» (το οποίο αναθεωρήθηκε αργότερα από το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο και μετατράπηκε τεχνηέντως σε «μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι»).
Ενα τέταρτο χαρακτηριστικό ήταν η κομμουνιστική αρχή συγκρότησης της κοινότητας. Αποτελούσε απαίτηση τα μέλη της να δίνουν όλα όσα έχουν(4), και όλοι να έχουν τα πάντα κοινά, ενώ η κοινότητα διένειμε τα καταναλωτικά αγαθά με βάση την κομμουνιστική αρχή «στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του» (Πράξεις 4, στίχος 32...) Βεβαίως, ο κομμουνισμός αυτός δεν επεκτείνονταν ούτε στην παραγωγή, ούτε σε μια μόνιμη κοινοβιακή ζωή, αλλά περιορίζονταν κυρίως στη μορφή των διαρκών κοινών γευμάτων. Αλλα χαρακτηριστικά ήταν η περιφρόνηση προς την κλασική μορφή οικογένειας και το γάμο και η σύμφωνη με τον Πλάτωνα αντίληψη περί κοινότητας των γυναικών και περί δυνατότητας σύναψης ελεύθερων σχέσεων (βλέπε σχέση Αποστόλου Παύλου με Θέκλα). Ολα αυτά είναι βέβαιο ότι απέρρεαν από την άρνηση ύπαρξης ιδιωτικής ιδιοκτησίας (δική μου γυναίκα, δικό μου παιδί, δικιά μου οικογένεια εκτός κοινότητας...)
Η βαθμιαία ταξική διάβρωση της κοινότητας με την είσοδο σε αυτήν των πλουσίων, οπότε και άρχισαν να αναθεωρούνται οι πρώτες κομμουνιστικές της αρχές, η διαμόρφωση μιας χριστιανικής «αριστοκρατίας» από αποστόλους, προφήτες και δασκάλους, οι οποίοι άρχισαν να εκμεταλλεύονται την κοινότητα, και τέλος η βαθμιαία μετατροπή των επισκόπων από απλούς διαχειριστές των οικονομικών της κοινότητας, σε απόλυτα αφεντικά της, είναι οι βασικοί παράγοντες που οδήγησαν στην κατάπτωση αυτού του πρώτου χριστιανικού κομμουνισμού.
Τελικά, η «νικηφόρα Χριστιανική κοινότητα κατάντησε από κάθε άποψη ακριβώς ο αντίποδας της κοινότητας εκείνης που πριν είχαν ιδρύσει οι φτωχοί ψαράδες και αγρότες της Γαλιλαίας και οι προλετάριοι της Ιερουσαλήμ. Και ο σταυρωμένος Μεσσίας έγινε το πιο σίγουρο στήριγμα της αποσυντεθειμένης και κακόφημης εκείνης κοινωνίας, που η Μεσσιανική κοινότητα, τόσο ήθελε να την καταστρέψει από τα συθέμελα της»(5).
(1) Μόνον στην Ιταλία, η Εκκλησία διαθέτει περί τα 100.000 ακίνητα συνολικής αξίας 8-9 δισ. ευρώ, ενώ το Βατικανό θεωρείται ο βασικός αποδέκτης του βρόμικου ιταλικού χρήματος και ένα από τα πιο σημαντικά κράτη ξεπλύματος χρήματος. Οσο για την αξία της δικής μας εκκλησιαστικής περιουσίας, αν και αυτή σκοπίμως συσκοτίζεται από την ίδια την Εκκλησία, εκτιμάται ότι είναι πολλά δισ. ευρώ (γη, 1.300.000 στρέματα, βλέπε «Ελευθεροτυπία» 8/5/99, ακίνητα, μετοχές, καταθέσεις, τίτλοι Δημοσίου, ενοίκια...).
(2) Μεταξύ άλλων, για μια επιστημονική αν και γλαφυρή ανάλυση αυτών των αρχικών χαρακτηριστικών και της συντηρητικής μετεξέλιξης της πρώτης κοινότητας, βλέπε το έξοχο κλασικό βιβλίο του Καρλ Κάουτσκυ «Η καταγωγή του Χριστιανισμού», Εκδόσεις «Αναγνωστίδης», σελ. 355 και επόμενες. Ακόμη, Γιάννη Κορδάτου «Αρχαίες Θρησκείες και Χριστιανισμός». Εκδόσεις «Μπουκουμάνη», σελίδες 257 και επόμενες.
(3) Βλέπε σχετικά και Engels, «On the history of Early Christianity», in Κ. Marx, Fr. Engels, «Collected Works», Volume 27, σελίδες 445 και επόμενες.
(4) Μάλιστα, όσοι όπως ο Ανανίας και η Σαπφείρα παραβίασαν αυτόν τον κανόνα (κράτησαν μερικά από τα χρήματα τους) τιμωρούνταν ακόμη και με θάνατο.
(5) Καρλ Κάουτσκυ, «Η καταγωγή του Χριστιανισμού» ό.π., σελίδα 497.
Παρασκευή 23 Απριλίου 2010
Μια χώρα που καταβροχθίστηκε
Η Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας (ΛΔΓ - DDR) ιδρύθηκε τον Οκτώβριο του 1949 στη σοβιετική ζώνη κατοχής, πάνω στα ερείπια της ηττημένης Γερμανίας, λίγο μετά την ίδρυση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, η οποία, με τη σειρά της, προέκυψε από την ενοποίηση των δυτικών τομέων κατοχής.
Η Γαλλία αναγνωρίζει τη ΛΔΓ στις 9 Φεβρουαρίου του 1973, τη χρονιά που οι δύο Γερμανίες γίνονται μέλη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ). Υστερα από 41 χρόνια ζωής υπό την πολιτική ηγεσία του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος της Γερμανίας (SED), η ΛΔΓ θα απορροφηθεί από το δυτικό τμήμα το 1990.
Τότε αριθμούσε λίγο περισσότερους από 16 εκατομμύρια κατοίκους, οι οποίοι είχαν ζήσει σε ένα αυταρχικό και αστυνομικό καθεστώς (στις 17 Ιουνίου του 1953 τα σοβιετικά τανκς κατέπνιξαν τις ταραχές που ξέσπασαν εξαιτίας της αύξησης των κανόνων παραγωγικότητας) και συγχρόνως είχαν επωφεληθεί από κοινωνικά επιτεύγματα, κυρίως στον τομέα της στέγης, της προστασίας των παιδιών και της υγείας. Η ΛΔΓ έφτασε να έχει έναν από τους υψηλότερους μέσους όρους ζωής μεταξύ των ανατολικών χωρών.
Το 1976 ο ποιητής Βολφ Μπίρμαν, ο οποίος είχε έρθει από τη Δύση στην Ανατολή, στερείται την ανατολικογερμανική του υπηκοότητα. Η κρίση θα βαθύνει το χάσμα ανάμεσα στους κύκλους των διανοουμένων και την εξουσία.
Το Τείχος, που κατέρρευσε το 1989, οικοδομήθηκε το 1961 με στόχο να εμποδίσει την απόδραση των κατοίκων από τη χώρα. Μόνο στο Βερολίνο ήταν τείχος με την κυριολεκτική έννοια. Συρματοπλέγματα και ναρκοπέδια εκτείνονταν στα 1.400 χιλιόμετρα των συνόρων που χώριζαν τα δύο γερμανικά κράτη.
Παρ' όλο που ξεσήκωσε την αγανάκτηση της κοινής γνώμης και των ηγετικών κύκλων στη Δύση, κάποιοι άλλοι είδαν σε αυτό ένα στοιχείο πολιτικής σταθερότητας στην Ευρώπη.
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 11/4/2010.
Η Γαλλία αναγνωρίζει τη ΛΔΓ στις 9 Φεβρουαρίου του 1973, τη χρονιά που οι δύο Γερμανίες γίνονται μέλη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ). Υστερα από 41 χρόνια ζωής υπό την πολιτική ηγεσία του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος της Γερμανίας (SED), η ΛΔΓ θα απορροφηθεί από το δυτικό τμήμα το 1990.
Τότε αριθμούσε λίγο περισσότερους από 16 εκατομμύρια κατοίκους, οι οποίοι είχαν ζήσει σε ένα αυταρχικό και αστυνομικό καθεστώς (στις 17 Ιουνίου του 1953 τα σοβιετικά τανκς κατέπνιξαν τις ταραχές που ξέσπασαν εξαιτίας της αύξησης των κανόνων παραγωγικότητας) και συγχρόνως είχαν επωφεληθεί από κοινωνικά επιτεύγματα, κυρίως στον τομέα της στέγης, της προστασίας των παιδιών και της υγείας. Η ΛΔΓ έφτασε να έχει έναν από τους υψηλότερους μέσους όρους ζωής μεταξύ των ανατολικών χωρών.
Το 1976 ο ποιητής Βολφ Μπίρμαν, ο οποίος είχε έρθει από τη Δύση στην Ανατολή, στερείται την ανατολικογερμανική του υπηκοότητα. Η κρίση θα βαθύνει το χάσμα ανάμεσα στους κύκλους των διανοουμένων και την εξουσία.
Το Τείχος, που κατέρρευσε το 1989, οικοδομήθηκε το 1961 με στόχο να εμποδίσει την απόδραση των κατοίκων από τη χώρα. Μόνο στο Βερολίνο ήταν τείχος με την κυριολεκτική έννοια. Συρματοπλέγματα και ναρκοπέδια εκτείνονταν στα 1.400 χιλιόμετρα των συνόρων που χώριζαν τα δύο γερμανικά κράτη.
Παρ' όλο που ξεσήκωσε την αγανάκτηση της κοινής γνώμης και των ηγετικών κύκλων στη Δύση, κάποιοι άλλοι είδαν σε αυτό ένα στοιχείο πολιτικής σταθερότητας στην Ευρώπη.
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 11/4/2010.
Στα ξεθωριασμένα χνάρια της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας
Επανένωση ή προσάρτηση της άλλης Γερμανίας;
Ενας «ψυχρός πόλεμος» μνήμης μετά την πτώση του Τείχους
Του BERNARD UMBRECHT δημοσιογράφος
Οταν τα φώτα των επετειακών εορτασμών έσβησαν παρέμεινε μόνο η πραγματικότητα, η οποία ίσως και να μην είναι τόσο ιδανική όσο παρουσιάζεται. Ενας «ψυχρός πόλεμος της μνήμης» έχει διαδεχθεί την αντιπαλότητα των δύο μπλοκ. Ουαί τοις ηττημένοις! Από το παρελθόν τους δεν πρέπει να μείνει τίποτα.
Το Μάιο του 2009 ολοκληρώθηκε ένας εθνικός διαγωνισμός, ανοιχτός σε όλους τους καλλιτέχνες και τους αρχιτέκτονες, ο οποίος διενεργήθηκε με απόφαση του γερμανικού Κοινοβουλίου. Το θέμα αφορούσε την κατασκευή ενός εθνικού μνημείου που να συμβολίζει την «ενότητα και την ελευθερία». Η αποτυχία ήταν πλήρης: Από τους πεντακόσιους και πλέον φακέλους που υποβλήθηκαν, κανένας δεν έπεισε. «Η δυσκολία στην εξεύρεση ενός συμβόλου ενότητας αποτελεί το ιστορικό πρόβλημα της Γερμανίας», εκτιμά ο Εντζο Τραβέρσο, τον οποίο συναντήσαμε στο Βερολίνο, όπου πραγματοποιούσε ένα εξάμηνο διδασκαλίας στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο. Ο ιστορικός κάνει λόγο για «μια σπουδαία χώρα με σπουδαίο πολιτισμό και μεγάλη συμβολή στην ιστορία, η οποία όμως δεν έχει θετική μυθολογία και έπρεπε πάντα να αυτοπροσδιορίζεται αρνητικά. Οσες φορές η Γερμανία αυτοπροσδιορίστηκε θετικά, το έκανε σε υπερεθνικό επίπεδο. Στην έννοια του συνταγματικού πατριωτισμού ξαναβρίσκουμε ακριβώς την αναζήτηση μιας μη εθνοπολιτισμικής τοποθέτησης στο θέμα της ταυτότητας»(1).
Ο Τραβέρσο δηλώνει συγκλονισμένος από «την αντίθεση, ιδιαίτερα αισθητή στο Βερολίνο, ανάμεσα στην εμμονή για την ανάκτηση του εβραϊκού παρελθόντος της Γερμανίας και, παράλληλα, στην εξίσου λυσσαλέα επιθυμία να σβηστεί το ανατολικογερμανικό παρελθόν, εκείνο της ΛΔΓ (Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας)».
Και προσθέτει ότι ο διαχωρισμός στη μνήμη της γερμανικής κοινωνίας «εκφράζεται οπτικά σε δύο χώρους στην καρδιά του Βερολίνου: από τη μια μεριά το Μνημείο του Ολοκαυτώματος, πελώριο, επιβλητικό, που δείχνει ότι η Γερμανία δεν θέλει να ξεχάσει τη γενοκτονία. Και από την άλλη το τεράστιο κενό στο σημείο που βρισκόταν άλλοτε το Μέγαρο της Δημοκρατίας της ΛΔΓ».
Από τη μια μεριά αναπληρώνεται ένα κενό μνήμης - η άρνηση του Ολοκαυτώματος. Από την άλλη, δημιουργείται ένα νέο κενό μνήμης, είτε σβήνοντας και γκρεμίζοντας έτσι απλά είτε με αυτό που η Ρεζίν Ρομπέν αποκαλεί «μουσειοποίηση»(2).
Κρυφή συμφωνία
Υπήρξε, άραγε, τα τελευταία είκοσι χρόνια, ένα είδος «ψυχρού πολέμου της μνήμης»; Ή μήπως εντάσσεται σε μια ευρύτερη τάση και σε μια πολύ παλαιότερη παράδοση στη Γερμανία για απάλειψη των προγενέστερων εποχών; Για τη Ρομπέν υπάρχει μια έντονη παράδοση για «damnatio memoriae»(3), αλλά η έκτασή της ποικίλλει ανάλογα με τους χώρους. «Την ίδια στιγμή που η Γερμανία ξεσπά το μένος της στο Μέγαρο της Δημοκρατίας, ανακαινίζει το ναζιστικό στάδιο των Ολυμπιακών Αγώνων για το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου. Κάτι τέτοιο δεν ενοχλεί», διαπιστώνει η συγγραφέας από το Κεμπέκ. «Διατηρεί άθικτες τις λαμπαδηδρομίες του Αλμπερτ Σπέερ(4) -του αρχιτέκτονα του Αδόλφου Χίτλερ- στην πόλη, καθώς και τα περισσότερα κτίρια της ναζιστικής περιόδου που δεν έπαθαν ζημιές από τις βόμβες, ενώ κατεδαφίζει σχεδόν συστηματικά όσα οικοδόμησε η ΛΔΓ, ακόμα και στην Αλεξάντερπλατς. Ο,τι έχει σχέση με τη ΛΔΓ απαγορεύεται ρητά. Θέλουν να αποτελέσει παρένθεση στην ιστορία της Γερμανίας, ένα όνειδος ισάξιο του Τρίτου Ράιχ. Τίποτα δεν πρέπει να μείνει: ύμνος, σημαία, εμβλήματα, ήρωες, ονόματα δρόμων, κτίρια, σχολικά εγχειρίδια, πανεπιστημιακά μαθήματα, τα πάντα πρέπει να εξαφανιστούν».
Δύσκολο. Παρ' όλο που τα κομμάτια που απέμειναν από το Τείχος βάφτηκαν για να μεταμορφωθούν σε μνημείο της πτώσης του, πώς να σβηστεί και ό,τι υπήρχε πίσω του; Στο τέλος θα φτάσει κανείς να αναρωτιέται για ποιον λόγο υψώθηκε το Τείχος και να ξεχάσει ότι ο λαός που ξεσηκώθηκε πριν από 20 χρόνια ονειρευόταν και άλλα πράγματα εκτός από την Κόκα Κόλα και τα σουπερμάρκετ.
Πίσω από το Τείχος... Για 17 εκατομμύρια ανθρώπους κύλησε, εκεί, μια ολόκληρη ζωή. Δεν μπορεί να σβήσει ως διά μαγείας, ιδίως όταν αυτό που τους εμφάνισαν ως εναλλακτική λύση καταρρέει μπροστά στα ίδια τους τα μάτια. Κανένας δεν επιθυμεί επιστροφή στη ΛΔΓ. Ωστόσο, η πλειονότητα εξακολουθεί να κάνει, είκοσι χρόνια αργότερα, έναν θετικό απολογισμό, όπως μαρτυρούν οι έρευνες γύρω από την εμμονή της «Ostalgie»(5). Το 63% των Ανατολικογερμανών φέρεται να εκτιμά ότι οι διαφορές μεταξύ Ανατολής και Δύσης είναι περισσότερο σημαντικές από τα μεταξύ τους κοινά σημεία(6). Τα αποτελέσματα των ομοσπονδιακών εκλογών του περασμένου Σεπτεμβρίου αντικατοπτρίζουν αυτή την αίσθηση. Παρά τις νίκες του στο σύνολο της χώρας, ο συνασπισμός της «Ενωσης Χριστιανοδημοκρατών» και του «Κόμματος Ελεύθερων Δημοκρατών» (CDU - FDP) παραμένει μειοψηφικός στα εδάφη της παλιάς Λαϊκής Δημοκρατίας, εν πολλοίς εξαιτίας της μεγάλης αποχής.
Διαμαρτυρίες αρχίζουν να σημειώνονται και από την πλευρά των αρχιτεκτόνων, για την απώλεια των ορατών σημείων αναφοράς του παρελθόντος στα εδάφη της πρώην Λαϊκής Δημοκρατίας. Ο Φίλιπ Οσβαλντ, διευθυντής του ιδρύματος Bauhaus στο Ντεσάου, ξεσηκώθηκε ενάντια στα σχέδια ανοικοδόμησης -σε μεσαιωνικό στιλ- του κέντρου του Βερολίνου, ανάμεσα στον ποταμό Σπρέε και την Αλεξάντερπλατς. Εκεί υπάρχει ακόμα το περίφημο άγαλμα του Καρλ Μαρξ και του Φρίντριχ Ενγκελς, ένα απομεινάρι που δεν μπορούν να υποφέρουν ορισμένοι στενόμυαλοι.
Η τέχνη των νικητών
Μια έκθεση που παρουσιάστηκε την άνοιξη του 2009, με αφορμή την επέτειο για την κατάρτιση του συντάγματος του 1949 της Ομοσπονδιακής Γερμανίας, στο Martin Gropius Bau, το παλιό μουσείο διακοσμητικών τεχνών, με τον τίτλο «60 χρόνια - 60 έργα», χαρακτηρίστηκε από μερίδα του ειδικού τύπου ως «η τέχνη των νικητών». Οποιο έργο ζωγραφικής ή γλυπτικής προερχόταν από την πρώην ΛΔΓ απομακρύνθηκε με συνοπτικές διαδικασίες. Και το αποκορύφωμα; Στη συλλογή έργων του ζωγράφου Βόλφγκανγκ Ματχόιερ, οι υπεύθυνοι της έκθεσης, κρατώντας μόνο τις μεταγενέστερες του 1989 δημιουργίες, άφηναν να εννοηθεί ότι έγινε «αληθινός» καλλιτέχνης μόνο μετά την πτώση του Τείχους. Τα 60 έργα προβάλλονταν ως απεικόνιση του άρθρου 5, παράγραφος 3 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο «η τέχνη είναι ελεύθερη». Το ηθικό δίδαγμα ελήφθη: σε ένα δικτατορικό καθεστώς, δεν θα μπορούσε να υπάρχει καλλιτεχνική δημιουργία.
Για τον συγγραφέα Κρίστοφ Χάιν, ο οποίος αρνήθηκε δημόσια την πρόσκληση στα εγκαίνια, η έκθεση συμβολίζει την πραγματική κατάσταση της «διαγερμανικής ψευδοένωσης». Κάνουμε λάθος, μας εξηγεί, ως προς το ζήτημα της ένωσης: «Μόνο ο κόσμος στην Ανατολή την ήθελε. Για τους Δυτικούς, η Γερμανία σταματούσε στον Ελβα, που στο δικό τους το μυαλό αποτελούσε τα σύνορα με τη Ρωσία και όχι με κάποιο άλλο κομμάτι της Γερμανίας. Οι Γερμανοί της Δύσης θα προτιμούσαν να οραματίζονται μια επανένωση με την Τοσκάνη ή τις Βαλεαρίδες Νήσους, όχι όμως με τη ΛΔΓ, μια χώρα για την οποία δεν είχαν την παραμικρή ιδέα».
Οταν τον ρωτάμε για τη δυσκολία που συναντούν οι Γερμανοί στην εξεύρεση ενός συμβόλου ενότητας, ο Κρίστοφ Χάιν εξεγείρεται: «Σύμβολα ενότητας έχουμε και με το παραπάνω! Ενα από αυτά αποτελεί και η συγκεκριμένη έκθεση. Η έκθεση για τη φτώχεια στη Γερμανία είναι άλλο ένα, εκπληκτικό! Η άνιση κατανομή των μισθών, των θέσεων εργασίας, των συντάξεων, να πόσα εκπληκτικά σύμβολα έχουμε»!
Θα μπορούσαμε να επεκτείνουμε χωρίς δυσκολία τον κατάλογο και να τον αναπαραστήσουμε με πολύ συγκεκριμένα παραδείγματα -χωρίς να ξεχνάμε την παρουσία της μαφίας, το καλαβρέζικο παρακλάδι της οποίας έχει επεκτείνει τον τομέα της δράσης του προς την Ερφούρτη, τη Λειψία και το Αϊζεναχ(7).
Η καινούργια ταινία του Τόμας Χάιζε, το «Material» («Υλικό»)(8), συγκεντρώνει εικόνες που γυρίστηκαν από τα τέλη της δεκαετίας του '80 στη ΛΔΓ μέχρι τα μέσα του 2008 στην ενιαία Γερμανία. Ο τίτλος του θα μπορούσε να είναι «Ο,τι απέμεινε». «Ο,τι απέμεινε κυριεύει το μυαλό μου. Αυτές οι εικόνες εντάσσονται διαρκώς σε καινούριες σχέσεις. Μένουν σε κίνηση. Το υλικό είναι ημιτελές. Απαρτίζεται από όσα κομμάτια έχω κρατήσει. Τη δική μου εικόνα». Αυτή είναι επίσης μια απόπειρα απολογισμού των τελευταίων 20 χρόνων.
Ως σύνθημα ο Χάιζε αποτύπωσε στην ταινία την ακόλουθη φράση: «Μπορούμε να δώσουμε στην ιστορία ένα επίμηκες σχήμα. Μόνο που αποτελεί στοίβα». Είναι ένας τρόπος για να δείξεις ότι η ιστορία δεν αποτελείται μόνο από ένα πριν κι ένα μετά, αλλά και ότι περιλαμβάνει επίσης ένα εμπρός κι ένα πίσω, πάνω και κάτω, το ορατό και το κρυφό. Το έργο, πλούσιο σε αυθεντικά ντοκουμέντα, δεν έχει τη δομή ενός ντοκιμαντέρ που συνοδεύεται από επεξηγηματικά σχόλια. Ο σκηνοθέτης πλέκει τη μία εικόνα με την άλλη σε ένα αποσπασματικό μοντάζ.
Εναπόκειται στο θεατή να διαβάσει ανάμεσα από τις γραμμές, να ακούσει ανάμεσα από τις λέξεις, να δει ανάμεσα από τις εικόνες, όπως έμαθε να κάνει ένας ολόκληρος κόσμος. Στην πράξη, όλα αυτά τα αποσπάσματα ανακαλούν στιγμές όπου κάποιοι πήραν άμεσα το λόγο, ξεχασμένα στιγμιότυπα, όπως, για παράδειγμα τις συνομιλίες ανάμεσα σε φυλακισμένους και δεσμοφύλακες με αφορμή μια αμνηστία ή ανάμεσα σε στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ανατολικής Γερμανίας και τους ηγέτες τους.
Ο Χάιζε θέλει να αμφισβητήσει «ό,τι σάπιο υπάρχει στην αφήγηση» των γεγονότων. Υπενθυμίζει, για παράδειγμα, πως όταν οι διαδηλωτές, πάνω από τους οποίους πλανιόταν η σκιά της Τιέν Αν Μεν, φώναζαν «Είμαστε ένας λαός», δεν απευθύνονταν στους Δυτικογερμανούς, όπως προσπάθησαν να μας κάνουν να πιστέψουμε στη συνέχεια, αλλά στους αστυνομικούς, που είχαν περικυκλώσει τη διαδήλωση. «Εκείνη ακριβώς την πραγματικότητα θέλουν να σβήσουν κάποιοι, εκείνη τη στιγμή που οι πολίτες κατέβηκαν στην πρώτη γραμμή για να μιλήσουν για λογαριασμό τους. Εκείνη την ανάμνηση κάποιοι δεν τη θέλουν. Γιορτάζουμε την πτώση του Τείχους, όχι όμως και το γεγονός ότι ένας λαός έγινε κυρίαρχος απέναντι σε ένα κενό εξουσίας, ούτε το ότι, κατόπιν αυτού, δεν υπήρξε επανένωση αλλά προσάρτηση, ότι η τάξη αποκαταστάθηκε μέσω της καταστροφής της ουτοπίας. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία δεν μπορούσε να επιτρέψει την ύπαρξη ενός κυρίαρχου λαού σε ένα κομμάτι της Γερμανίας. Δεν θα επιβίωνε από κάτι τέτοιο. Το Τείχος άνοιξε για να μη γίνει η επανάσταση», λέει.
Οι ευθύνες Κολ
Ομως, η απάλειψη δεν περιορίστηκε στην πολιτική, στον πολιτισμό και τα σύμβολα: καταστράφηκε και ολόκληρη η βιομηχανική, τεχνολογική και επιστημονική δομή του συγκεκριμένου τμήματος της Γερμανίας. Ο οικονομολόγος Εντγκαρ Μοστ δεν κρύβει το θυμό του και επιρρίπτει ακόμα και σήμερα ευθύνες στον καγκελάριο Χέλμουτ Κολ, επειδή πήρε συνειδητά αυτή την απόφαση για εκλογικούς λόγους. «Ο ορισμός της ισοτιμίας ενός δυτικογερμανικού μάρκου προς δύο ανατολικογερμανικά πάνω από τα 4.000 μάρκα ήταν μια παράλογη απόφαση από οικονομική άποψη, η οποία κατέστρεψε τα θεμέλια της οικονομίας σε αυτό το κομμάτι της Γερμανίας. Μόλις το έμαθα, νόμισα ότι βρισκόμουν στην εποχή του Γκίντερ Μίταγκ»(9). Οπως και ο Μίταγκ -αλλά ήταν ήδη πολύ αργά- έτσι και ο Κολ ζήτησε το κεφάλι του Μοστ επί πίνακι, επίσης χωρίς επιτυχία.
Ο Μοστ είναι υπερήφανος για την καταγωγή του και για τη βαριά προφορά της Θουριγγίας. Εχει συνηθίσει από παλιά να λέει τα πράγματα με το όνομά τους. Γι' αυτόν και για μερικούς άλλους η ΛΔΓ ήταν ο τόπος όπου τα πράγματα κινούνταν εκτός κανόνων αν ήξερες να παίζεις με τα όρια. Πρόσφατα, δημοσίευσε την αυτοβιογραφία του με τίτλο «Πενήντα χρόνια στην υπηρεσία του κεφαλαίου». «Αλλά, σε δύο διαφορετικούς κόσμους», διευκρινίζει.
Ο Μοστ, πράγματι, διετέλεσε αντιπρόεδρος της Κρατικής Τράπεζας της ΛΔΓ προτού ιδρύσει την πρώτη ιδιωτική ανατολικογερμανική τράπεζα και καταλήξει στα υψηλότερα κλιμάκια της Deutsche Bank στο Βερολίνο. «Την εποχή της Κρατικής Τράπεζας ακολούθησα μια νομισματική και πιστωτική πολιτική με χρήματα που ανήκαν στο κράτος. Στο επίκεντρο των αποφάσεων που έπρεπε να λάβω υπήρχαν τα εξής ερωτήματα, με σειρά προτεραιότητας: σε τι χρησιμεύουν το κράτος και η κοινωνία; Χρησιμεύουν στις επιχειρήσεις ή στην εργασία; Και, τρίτη και τελευταία ερώτηση, σε τι χρησιμεύει η τράπεζα; Με το ιδιωτικό κεφάλαιο επέρχεται πλήρης αντιστροφή των αξιών: η πρώτη κατά σειρά ερώτηση είναι "σε τι χρησιμεύει η τράπεζα;"».
Ευχήθηκε να υπήρχε χρόνος για περισυλλογή το 1990: «Ο,τι είχε δημιουργηθεί στη ΛΔΓ παραμερίστηκε. Τη διοίκηση ανέλαβε η Δύση και το προσωπικό που έστειλε δεν ήταν πραγματικά πρώτης ποιότητας. Στα πανεπιστήμια όλες τις θέσεις τις πήραν οι καθηγητές από τη Δύση(10). Η Ακαδημία των Επιστημών διαλύθηκε. Εξαφανίστηκαν όλες οι επιστημονικές αρμοδιότητες της πρώην ΛΔΓ που μπορούσαν να ανταγωνιστούν στην εντέλεια τη Δύση. Δεν έγινε ποτέ κάποια απόπειρα αξιολόγησης όλων αυτών, ενός απολογισμού». Οι Δυτικοί κατέλαβαν το χώρο. Είναι αρκετά εύκολο να καταλάβουμε γιατί οι κάτοικοι ένιωσαν ότι τους μεταχειρίζονται σαν πολίτες δεύτερης κατηγορίας.
Μολονότι πιστεύει ότι η ΛΔΓ κατέληξε να ζει πιο πάνω από τις δυνατότητές της, ο τραπεζίτης διαψεύδει τη φήμη ότι η χώρα είχε εξαντλήσει τα περιθώρια πληρωμής στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Η Γαλλία, δηλώνει, ήταν έτοιμη να τη δανείσει. Ο Μοστ, ούτε κατά διάνοια νοσταλγώντας, έχει την εντύπωση, την οποία συμμερίζονται πολλοί άλλοι παράγοντες του κόσμου της οικονομίας, ότι βιώνει έναν παραλογισμό που έχει ξαναδεί.
Η αρχή του τέλους
Ολοι τοποθετούν την αρχή του τέλους της ΛΔΓ στο 1972, με την άφιξη του Εριχ Χόνεκερ στην εξουσία. Ο Χόνεκερ κρατικοποίησε όλες τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, καθώς και το λιανικό εμπόριο και βάλθηκε να σφυρηλατήσει μια «ενότητα οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής» αποκομμένη από την πραγματικότητα. Ο άνθρωπος που την υλοποίησε, ο Γκίντερ Μίταγκ, στο όνομα του κόμματος, είχε από τις επιχειρήσεις της Ανατολικής Γερμανίας τις ίδιες ανεύθυνες απαιτήσεις που έχουν οι μέτοχοι από τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις.
Ο Κρίστιαν Βέγκερντ δεν γράφει την αυτοβιογραφία του. Ακούγοντάς τον, όμως, έχεις την αίσθηση ότι θα έπρεπε να το επιχειρήσει. Μηχανολόγος ειδικευμένος στη φυσική των υλικών, αφηγείται τη μεταμόρφωσή του από διευθυντικό στέλεχος μιας σοσιαλιστικής επιχείρησης σε καπιταλιστή «επιχειρηματία», πεδίο άγνωστο για αυτόν. Τον συναντάμε στη Δρέσδη, στην έδρα της επιχείρησής του, της ΙΜΑ Dresde, που ειδικεύεται στην ανάλυση των υλικών.
Οι 160 υπάλληλοί του, ως επί το πλείστον μηχανολόγοι, εργάζονται για πελάτες της αεροναυπηγικής (Airbus), αλλά και για τη βιομηχανία αυτοκινήτων, σιδηροδρόμων, αιολικής ενέργειας, ιατρικής. Το οικονομικό περιβάλλον στη Σαξονία, ωστόσο, δεν είναι το πλέον ευνοϊκό. Αυτή η περιοχή, μία από τις πιο αναπτυγμένες βιομηχανικά στη Γερμανία, υφίσταται σκληρότερο πλήγμα από την κρίση σε σχέση με άλλες, καθώς στηρίζεται κατά βάση στις εξαγωγές.
Αφού έκανε σπουδές στον τομέα της μεταλλουργίας, ο συνομιλητής μας έγινε σύντομα επιστημονικός και τεχνικός διευθυντής και κατόπιν διευθυντής του τμήματος ερευνών σε ένα «Kombinat» (κρατικός όμιλος σοβιετικού τύπου) της βιομηχανίας σιδηρουργίας και μεταλλευμάτων που είχε τεθεί υπό την άμεση επίβλεψη του υπουργείου Οικονομίας.
Στη ΛΔΓ μπορούσες να αρνηθείς το πολύ μία φορά να γίνεις υφυπουργός, όχι όμως και δεύτερη. Ο Βέγκερτ το βίωσε αυτό προσωπικά. Είδε ως τιμωρία τη μετάθεσή του στα τέλη της δεκαετίας του 1980 σε ένα επιστημονικό και τεχνολογικό ινστιτούτο 900 ατόμων με ειδικότητα την έρευνα πάνω στα φαινόμενα διάβρωσης -την επιχείρηση που διευθύνει σήμερα. Υστερα, ήρθε η πτώση του Τείχους. Τι να έκανε; «Διέσχισα ολόκληρη τη Γερμανία: κανένας δεν μας ήθελε. Το διάστημα 1990-91 έγιναν 400 απολύσεις. Η Treuhand(11) είχε αποφασίσει: ιδιωτικοποίηση ή κλείσιμο μέχρι το 1992. Τέσσερις από εμάς αποφασίσαμε να εξαγοράσουμε την επιχείρηση». Και τα κατάφεραν.
Δυτική υπεροψία
Η υπεροψία των Δυτικογερμανών «που πίστευαν ότι δεν ξέραμε να μετράμε, ούτε να τρώμε με μαχαιροπίρουνα», τον σημάδεψε. Γι' αυτόν, η σύντομη περίοδος όπου το ζήτημα των πολιτικών δικαιωμάτων βρισκόταν στο επίκεντρο του διαλόγου, «παραμερίστηκε από έξωθεν αποφάσεις στις οποίες κυριαρχούσε η ιδεολογία του ανταγωνισμού, οι διαγκωνισμοί, λίγο με τη νοοτροπία του κατακτητή, λίγο με καλές προθέσεις, αλλά και με άπειρη φανφάρα και βλακώδη υπεροψία». Η ανάληψη του συνόλου της ανατολικογερμανικής οικονομίας από την Treuhand «δεν ήταν παρά η συνέχεια της συγκεντρωτικής οικονομίας, μόνο που τα μέτωπα είχαν αντιστραφεί».
Το 2001, σε μια διάλεξη της οποίας μας παραδίδει το χειρόγραφο, ο διευθυντής της επιχείρησης έκρινε «απλώς ανήθικο το να βλέπει πώς, λίγο λίγο, τα έσοδα του κεφαλαίου γίνονται πιο σημαντικά από τα έσοδα της εργασίας (....) Οσο ο σοσιαλισμός ανταγωνιζόταν ακόμα αυτό τον κόσμο, υπήρχε φόβος και αυτός αποτελούσε ένα φρένο. Τώρα που ο φόβος έχει χαθεί, τα φρένα κλατάρουν».
Βέβαια, δεν ήταν επιτυχημένες όλες οι παρόμοιες απόπειρες, κάθε άλλο. Ομως, η οπτική γωνία όσων τα κατάφεραν είναι ακόμα πιο ενδιαφέρουσα, γιατί δεν αλλοιώνεται από την πικρία της αποτυχίας. Με τη βοήθεια του γιου του, ο οποίος στο μεταξύ έγινε αντιδήμαρχος της πόλης, ο Ελμαρ Φάμπερ έστησε στη Λειψία τον εκδοτικό οίκο Faber & Faber. Εκανε τις σπουδές του σε μια γόνιμη περίοδο, όταν λαμπρά μυαλά όπως ο Ερνστ Μπλοχ και ο Χανς Μάγερ -για να αναφερθούμε μόνο στους πιο γνωστούς- δίδασκαν στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας, και δεν δέχεται να του αφαιρέσει κανείς αυτή την κληρονομιά. Προηγουμένως, ο Φάμπερ είχε διατελέσει εκδότης στον εγκυρότερο εκδοτικό οίκο της ΛΔΓ, εκείνον του Μπέρτολντ Μπρεχτ και του Τόμας Μαν, τον Aufbau Verlag. Με αυτά τα εύσημα έκανε το πέρασμά του στον ιδιωτικό τομέα.
Ιδιωτικοποίηση ή αφανισμός: αυτή ήταν στην πραγματικότητα η μόνη εναλλακτική λύση που δόθηκε στις κρατικές επιχειρήσεις με την επανένωση. Η διαδικασία τέθηκε υπό τον έλεγχο της Treuhand, στην οποία έπρεπε να εξακολουθήσουν να αποδεικνύουν ότι δεν είναι ελέφαντες, μετά την ολοκλήρωση της μετάβασης.
Ο Φάμπερ δεν γλίτωσε από αυτό. «Με κάλεσαν στην Treuhand. Ελειπε ένα χαρτί από το φάκελό μου. Στη διεύθυνση προσωπικού, μου παρουσίασαν ένα πιστοποιητικό με τίτλο "Δήλωση". Επρεπε να υπογράψω το εξής κείμενο: "Δηλώνω ότι δεν δούλεψα ποτέ για τη Στάζι"(12). Απάντησα ότι δεν θα υπέγραφα, αλλά ότι μπορούσα να προσκομίσω δήλωση. Υπέγραψα το παρακάτω κείμενο: "Δηλώνω ότι δεν υπέγραψα ποτέ και τίποτα προκειμένου να διατηρήσω τη θέση μου, ούτε με το παλιό ούτε με το καινούριο σύστημα". Αυτό έγινε στις 10.30 το πρωί. Στις 13.30 μου έδειξαν την πόρτα».
Στην... πυρά
Ο Φάμπερ έζησε στιγμές οργής σε εκείνη την ταραγμένη περίοδο που ακολούθησε την πτώση του Τείχους: «Δεν ήταν ποιητική εποχή. Τα βιβλία των καλύτερων συγγραφέων της ΛΔΓ, καθώς και οι εκδόσεις των Χάινριχ Μαν, Λέον Φοϊχτβάνγκερ, Αρνολντ Τσβάιχ, Αννας Ζέγκερς, τόνοι βιβλίων, πετάχτηκαν στα σκουπίδια. Επρεπε να κάνουν χώρο στα ράφια για τα βιβλία μαγειρικής, βιβλία συμβουλών παντός τύπου και τους τουριστικούς οδηγούς».
Η δολοφονία του πρώτου διευθυντή της Treuhand, το 1991, σηματοδότησε μια στροφή. Ο Ντέτλεφ Ροβέντερ πίστευε πως ήταν δυνατό να διατηρήσει ένα τμήμα του βιομηχανικού δυναμικού της πρώην ΛΔΓ και κυρίως τον εκδοτικό οίκο Aufbau Verlag. Αρχικά αγοράστηκε από ένα μεγαλομεσίτη, κατόπιν, μετά τη χρεοκοπία του, τον πήρε ένας επιχειρηματίας από το Βερολίνο, ο Ματίας Κοχ.
«Μετά τον τραγικό θάνατο του Ντέτλεφ Ροβέντερ παρακολουθήσαμε το θρίαμβο της βλακείας», συνεχίζει ο Φάμπερ. «Μια μέρα, για παράδειγμα, ο υπεύθυνος προσωπικού της Treuhand, κατόπιν ωρίμου σκέψεως, κατέληξε στο φοβερό συμπέρασμα ότι ο εκδοτικός μας οίκος δεν είχε στο κάτω κάτω δημοσιεύσει τίποτα άλλο εκτός από Μαρξ και Ενγκελς(13). Να με τι είδους ηλιθιότητες και απίστευτη αλαζονεία ήρθαμε αντιμέτωποι».
Ο εκδότης από τη Λειψία πιστεύει ότι δρομολογήθηκε μια διαδικασία «αποϊστορικοποίησης»: «Θέλησαν να μας κάνουν να ξεχάσουμε για ποιους λόγους οραματιζόμασταν μια άλλη Γερμανία». Αυτό θα εξηγούσε γιατί δεν διαφαίνεται καμία αχτίδα φωτός από τις σημερινές συζητήσεις, οι οποίες ξαναγράφουν την ιστορία ξεκινώντας από το τέλος. «Οταν οι κυβερνώντες γίνονται πιο ηλίθιοι από αυτούς τους οποίους κυβερνούν, οδεύουμε στην καταστροφή», καταλήγει με μια αναφορά στον Γκράμσι. «Αυτό ακριβώς συνέβη στη ΛΔΓ. Σήμερα τα πράγματα επαναλαμβάνονται, με τη μόνη διαφορά ότι η αποχαύνωση της πολιτικής τάξης συνοδεύεται από την αντίστοιχη αποχαύνωση του πληθυσμού».
Το Deutsches Hygiene Museum δεν είναι εκ προοιμίου ο τόπος που θα περίμενε κανείς να βρει μια έκθεση για την εργασία, μολονότι προβάλλεται ως Ανθρωπολογικό Μουσείο(14). Η έννοια της εργασίας δεν είναι εύκολο να οριστεί, κυρίως εάν θεωρήσουμε ότι περιλαμβάνει μεν αλλά δεν καλύπτει εξ ολοκλήρου την έννοια της απασχόλησης. Αν ορίσουμε υποθετικά την εργασία ως μια μεταμόρφωση του κόσμου με ανθρώπινα κίνητρα, η έκθεση ανοίγει καινούριες αφετηρίες, αφήνοντας στον επισκέπτη μια ασυνήθιστη ελευθερία να κρίνει ακόμα και τις ίδιες τις προτάσεις που του παρουσιάζονται.
Με τον τίτλο «Arbeit Sinn und Sorge», η έκθεση συσχετίζει την εργασία με τις ιδέες της έννοιας [(λογικής) (Sinn)] και της έγνοιας [(ανησυχίας) (Sorge)], που σημαίνει επίσης «φροντίδα» με τον τρόπο με τον οποίο ο Μπέραρντ Στίγκερ χρησιμοποιεί αυτή τη λέξη στον κατάλογο της έκθεσης(15).
Στη γερμανική λέξη «Sorge» η διάσταση της έγνοιας, του φόβου, της ανησυχίας («ανησυχώ για σένα») παραπέμπει σε μια μάλλον αρνητική έννοια. Είναι όμως παρούσα και μια άλλη διάσταση της φροντίδας, η οποία σχετίζεται με την ιδέα της προσοχής που παρέχεις στον εαυτό σου και στους άλλους. «Για μας ήταν σημαντικό να ξαναδώσουμε στον τίτλο της έκθεσης μια θετική διάσταση», εξηγεί ο Ντάνιελ Τιραντέλις, φιλόσοφος και επιμελητής της έκθεσης. «Το ερώτημα αφορά το αντικείμενο της φροντίδας. Πόσο εύρος μπορούμε να του δώσουμε; Μια αυστηρά ατομική διάσταση ή να προχωρήσουμε πιο πέρα; Σε ποιο βαθμό μπορούμε να αναπτύξουμε συναισθήματα για κάτι που υπερβαίνει την ατομική διάσταση;».
Τι συνέβη με την εργασία μετά την πτώση του Τείχους; Σε επίπεδο στατιστικών, η ανεργία άρχισε να σκαρφαλώνει στα ύψη, παράλληλα με την ανάπτυξη ελαστικών μορφών εργασίας. Ταυτόχρονα, το αίσθημα ικανοποίησης στη δουλειά αυξανόταν στο ανατολικό τμήμα, ενώ, κατά ένα αντιφατικό τρόπο, εντείνονταν τα ψυχολογικά προβλήματα(16).
Αλλαγή αξιών
Για τον κοινωνιολόγο Βόλφγκανγκ Ενγκλερ, πρύτανη της Ανώτερης Θεατρικής Σχολής Ernst Buch του Βερολίνου, «το παράδοξο είναι απλώς φαινομενικό, αν θεωρήσουμε ότι στη Δύση η εργασία προηγείτο του μισθού, ενώ στην Ανατολή ο μισθός προηγείτο της εργασίας». Εκτιμά, επίσης, ότι οι άνθρωποι «αυτό που απέρριψαν από τη ΛΔΓ ήταν ένα σύστημα για το οποίο θεωρούσαν ότι, υπό το πρόσχημα της πλήρους απασχόλησης, περιφρονούσε την επιθυμία τους να πραγματοποιήσουν κάτι σημαντικό».
Μερικές εκατοντάδες μέτρα από το μουσείο, ένα ολοκαίνουριο, ολοδιάφανο κτίριο, εξ ου και το όνομά του «Εργαστήρι γυαλιού», στεγάζει την τελευταία λέξη της επιχείρησης Volkswagen. Ενας καθεδρικός που δοξάζει τον θεό του αυτοκινήτου. Κάθε αγοραστής ενός Phaeton μπορεί να παρακολουθήσει απευθείας τη συναρμολόγηση και την ολοκλήρωση του δικού του αυτοκινήτου. Στο τρέιλερ της παρουσίασης, η Volkswagen δηλώνει τη φιλοδοξία της να αναμετρηθεί με τις μπαρόκ κατασκευές της Δρέσδης και εγκωμιάζει το αυτοκίνητο ανάλογα με ένα έργο του Ρίχαρντ Βάγκνερ!
Το μέρος αυτό εμφανίζεται ως πολιτιστικός χώρος, με εκθέσεις ζωγραφικής, επιδείξεις μόδας. Δίνονται και παραστάσεις όπερας. Και όμως, εκεί δουλεύουν εργάτες. Ακόμα κι όταν τους βλέπεις να κινούνται στην αλυσίδα της αυτοματοποιημένης συναρμολόγησης σαν να σερβίρουν τσάι, ο όρος «εργαστήρι» είναι καταχρηστικός.
Η Porsche, η Opel, η Mercedes και η Volkswagen, το 17% της οποίας αγοράστηκε πρόσφατα από το εμιράτο του Κατάρ, αποτελούν τμήμα των δυτικών, καθαρά γερμανικών, «ουτοπιών», οι οποίες καταρρέουν. «Η παλιά Ομοσπονδιακή Γερμανία συνέδεε ανέκαθεν στενά τη δημοκρατία και την οικονομική πρόοδο με τις μεγάλες επιχειρήσεις. Πιστεύαμε ότι αυτά θα παρέμεναν εσαεί αδιαίρετα», αναλύει ο Ενγκλερ. «Η οικονομική πρόκληση μαρτυρά με τι ερχόμαστε αντιμέτωποι, καθώς η απώλεια των λίγων φάρων συλλογικής συνείδησης θέτει σε δοκιμασία τη δημοκρατία μας».
Θα καταφέρει να αντέξει; Η ανησυχία για το μέλλον της δημοκρατίας κατατρώει πολλούς από τους συνομιλητές μας. Οταν ρωτήθηκε τι είναι αυτό που του λείπει περισσότερο από τη χαμένη πια ΛΔΓ, ο συγγραφέας από τη Δρέσδη, Ινγκο Σούλτσε, δήλωσε: «Η σαφήνεια με την οποία αμφισβητούσαμε το κατεστημένο. Προσδιορίζαμε τους εαυτούς μας μέσα από το ζήτημα της φιλοσοφίας μας για το μέλλον (...). Οταν σήμερα μιλάμε για μέλλον, το κάνουμε μάλλον με το φόβο για επιδείνωση της σημερινής μας κατάστασης. Πρέπει να μάθουμε ξανά ότι μπορούμε να αλλάξουμε τα πράγματα»(17).
(1) Εκφραση που ανέπτυξε ο Γιούργκεν Χάμπερμας. Οπου δεν υπάρχει αντίθετη αναφορά, οι δηλώσεις που αναφέρονται είναι αποσπάσματα των συνομιλιών που είχε ο συγγραφέας.
(2) Η Regine Robin, συγγραφέας του «Berlin chantiers» (Stock, Παρίσι, 2001) ήταν επίσης συνυπεύθυνη της έκθεσης «Berlin. L'effacement des traces» που παρουσιάστηκε πρόσφατα στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, στο Hotel des Invalides στο Παρίσι.
(3) Μετά θάνατον απόφαση που εξέδιδε η ρωμαϊκή Σύγκλητος προκειμένου να σβήσει κάθε δημόσιο ίχνος ενός πολιτικού άνδρα.
(4) Καταδικάστηκε σε 20 χρόνια φυλάκιση από το δικαστήριο της Νυρεμβέργης.
(5) (ΣτΜ): Νεολογισμός-λογοπαίγνιο με τις γερμανικές λέξεις Ost (=Ανατολή) και «Nostalgie» (Νοσταλγία): νοσταλγία για την Ανατολή.
(6) Σύμφωνα με τη Ρενάτε Κόχερ, διευθύντρια του Ινστιτούτου Allensbach, Deutsche - Presse Agentur, 28 Σεπτεμβρίου 2009.
(7) «Η μαφία είναι εδώ», «Die Zeit», Αμβούργο, 13 Αυγούστου 2009.
(8) Η ταινία κέρδισε πρόσφατα το βραβείο καλύτερης ξένης συμμετοχής στο Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Μασσαλίας.
(9) Υπεύθυνος οικονομίας στο Πολιτικό Γραφείο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ανατολικής Γερμανίας.
(10) Σε ορισμένα ινστιτούτα, όπως τονίζει ο Χάιν, οι μόνοι που έχουν απομείνει από τη ΛΔΓ είναι το προσωπικό συντήρησης.
(11) Στην Treuhand Anstalt, δημόσιο ίδρυμα διαχείρισης, ανατέθηκε η επίβλεψη της μετάβασης ιδιοκτησίας μετά τη διάλυση της ΛΔΓ.
(12) Η πολιτική αστυνομία της ΛΔΓ.
(13) Κάτι που αποτελεί, εξάλλου, κραυγαλέο ψέμα. Τα έργα των Μαρξ και Ενγκελς εκδόθηκαν από τον εκδοτικό οίκο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ανατολικής Γερμανίας, τον Dietz Verlag.
(14) Αν θα έπρεπε να κάνουμε μια σύγκριση, θα μπορούσαμε να σκεφτούμε το Palais de la Decouverte στο Παρίσι.
(15) Το κείμενο του καταλόγου της έκθεσης επαναλαμβάνεται στο τελευταίο δοκίμιο του Bernard Stiegler «Pour une nouvelle critique de l'economie politique», Galilee, Παρίσι, 2009.
(16) Πάντως, η φλόγα των Ανατολικογερμανών για τη δουλειά αρχίζει να σβήνει.
(17) «Ingo Schultze: les hommes politiques ne sont plus que des managers», Cicero, Βερολίνο, Μάιος 2009. (ΣτΜ): Στην Ελλάδα έχουν μεταφραστεί τα βιβλία του «Απλές ιστορίες/Ενα μυθιστόρημα από την ανατολικογερμανική επαρχία», «33 στιγμές ευτυχίας», «Καινούργιες ζωές», «Το κινητό», όλα από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Δευτέρα 19 Απριλίου 2010
Διεθνής πανστρατιά για τον πλανήτη
Την ερχόμενη Πέμπτη -22 Απριλίου- ο κόσμος θα γιορτάσει την Ημέρα της Γης. Είναι μια επέτειος ηλικίας 40 ετών, καθώς η πρώτη της φορά ήταν στις 22 Απριλίου του 1970, στις ΗΠΑ, όπου και γεννήθηκε η ιδέα για μια ετήσια, μαζική κινητοποίηση, αποκλειστικά με οικολογικά αιτήματα.
Πολλοί θεωρούν εκείνη την πρώτη κινητοποίηση, που κατάφερε να βγάλει στους δρόμους 20 εκατομμύρια Αμερικανούς, ως την απαρχή του παγκόσμιου οικολογικού κινήματος.
Αλλοι εκτιμούν αντίθετα ότι η ιδέα για μια παγκόσμια Ημέρας της Γης προέκυψε από την εμπειρία των κινημάτων της δεκαετίας του '70, τότε που οι λαοί συνειδητοποιούσαν ότι στο βωμό της ανάπτυξης θυσιαζόταν η περιβαλλοντική ισορροπία κι εξαντλούνταν οι πόροι του πλανήτη. Οπως και να 'χει, το αίτημα της Ημέρας της Γης ήταν, κι εξακολουθεί να είναι, απλά να μπει το πρόβλημα της οικολογίας στην πολιτική ατζέντα των κυβερνήσεων.
Η πείρα των τελευταίων δεκαετιών διδάσκει ότι το αίτημα αυτό ικανοποιήθηκε εν μέρει. Η πολιτική εξουσία υιοθέτησε την οικολογική γλώσσα στα προγράμματά της, αλλά δεν τη μετέτρεψε σε πολιτική πρακτική. Κι όμως, η Ημέρα της Γης γιορτάζεται κάθε χρόνο από όλο και περισσότερους ανθρώπους, και φέτος υπολογίζεται ότι θα συγκεντρώσει σχεδόν ένα δισεκατομμύριο διαδηλωτών και πάνω από 5.000 οικολογικών οργανώσεων σε 190 χώρες.
Παρά τη μαζικότητα της επετείου οι στόχοι της δεν επιτυγχάνονται: ακόμη και ο αμερικανικός λαός που την εμπνεύστηκε... οδηγήθηκε να καταναλώνει το 25% των φυσικών και ενεργειακών πόρων του πλανήτη, αν και αποτελεί μόλις το 5% του παγκόσμιου πληθυσμού. Ακόμη, μέσα στα 40 χρόνια της Ημέρας της Γης, τα τροπικά δάση έχασαν έκταση ίση με την επιφάνεια των χωρών της Ε.Ε., η ίδια η Ευρώπη έχασε το 52% των υγροτόπων και των γεωργικών εκτάσεών της, ενώ στα νερά της Μεσογείου έχουν χυθεί πάνω από 55.000 τόνοι πετρελαίου.
Αρνητικές συνέπειες
Ανάλογη υπήρξε και η συνολική υποβάθμιση του περιβάλλοντος, φθάνοντας σήμερα στο σημείο να συμφωνούν όλοι ότι η κλιματική αλλαγή είναι το υπ' αριθμόν 1 πρόβλημα της ανθρωπότητας. Κι αυτό επειδή οι συνέπειές της δεν περιορίζονται μόνο στις μεταβολές του φυσικού περιβάλλοντος (ακόμη και η σεισμική έξαρση των τελευταίων ετών αποδίδεται στην κλιματική αλλαγή), αλλά περνούν και στον παγκόσμιο γεωστρατηγικό χάρτη, στο πλέγμα των κοινωνικών ισορροπιών και των διακρατικών σχέσεων.
Εμπρός σ' αυτές τις κολοσσιαίες επιπτώσεις της περιβαλλοντικής υποβάθμισης, και με αφορμή την επέτειο της Ημέρας της Γης, δίνουν και παίρνουν τα μηνύματα των πολιτικών και των οικολόγων. Χαρακτηριστικότερο το τρίλεπτο τηλεοπτικό μήνυμα του αμερικανού προέδρου Ομπάμα που προέτρεψε τους Αμερικανούς να δραστηριοποιηθούν για τη σωτηρία του περιβάλλοντος και να μην περιμένουν «να έρθει η λύση μόνο από την Ουάσιγκτον».
Κερασάκι στην τούρτα της επετείου, οι δεκάδες οικολογικές οργανώσεις που δίνουν λίστες με «πράγματα που μπορώ να κάνω» την ημέρα αυτή και κάθε μέρα του χρόνου: ανακύκλωση σκουπιδιών, φυσιολατρικούς περίπατους, περιορισμό της χρήσης ηλεκτρικών συσκευών, ιδιωτικές καλλιέργειες ζαρζαβατικών και παροχή οικονομικής βοήθειας προς τις οικολογικές οργανώσεις της γειτονιάς τους.
Κάποιοι όμως θυμίζουν ότι η κλιματική αλλαγή δεν είναι μόνο πρόκληση, αλλά και ευκαιρία για τους πολίτες να επιδείξουν κοινωνική ευθύνη αφυπνιζόμενοι και να ζητήσουν από τις κυβερνήσεις να πάψουν να προστατεύουν τους ρυπαντές και να προωθήσουν επιτέλους αυστηρή, πράσινη νομοθεσία. Αρχίζοντας με την Ημέρα της Γης.
ΦΑΚΑΤΣΕΛΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 18/4/2010
Δεν συνεμορφώθη...
«Τριάντα πέντε χρόνια μετά το θάνατο του στρατηγού Φρανθίσκο Φράνκο, επιτέλους κάποιος θα δικαστεί στην Ισπανία σε σχέση με τα εγκλήματα που διεπράχθησαν κατά τη διάρκεια της δικτατορίας και του εμφύλιου πολέμου.
Δυστυχώς, σε αυτή την περίπτωση, ο κατηγορούμενος είναι ο Μπαλτάσαρ Γκαρθόν, ο εισαγγελέας που επιχείρησε να ερευνήσει αυτά τα εγκλήματα». Φαίνεται ότι καμιά φορά πρέπει να επιστρατεύσει κανείς το κλασικό βρετανικό φλέγμα, όπως ο αρθρογράφος της «Guardian», Reed Brody, για να μη βγει από τα ρούχα του με όσα συμβαίνουν τελευταία στην Ισπανία.
Πριν από λίγες μέρες, ο Γκαρθόν, ο άνθρωπος που άνοιξε το δρόμο για την απονομή της διεθνούς δικαιοσύνης και έδωσε ελπίδα στα θύματα των δικτατοριών της Αργεντινής και της Χιλής, εμφανίστηκε πρώτη φορά ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου της Ισπανίας ως κατηγορούμενος για υπέρβαση καθήκοντος! Αν τελικά κριθεί ένοχος, θα αποπεμφθεί για 20 χρόνια.
Ο «κατηγορούμενος» κάνει λόγο για «πολιτική δίωξη». Αφ' ενός, εντελώς «συμπτωματικά», βρίσκεται στο στόχαστρο της δικαιοσύνης ακριβώς την εποχή που ερευνά ένα εκτεταμένο σκάνδαλο διαφθοράς στους κόλπους του δεξιού Λαϊκού Κόμματος. Αφ' ετέρου -και αυτό είναι ίσως το χειρότερο- τόλμησε να διαταράξει την αμνησία που επιβλήθηκε κατά τη μεταπολίτευση.
Η απίστευτη δικαστική ιστορία, που ξεκίνησε πέρυσι, φαίνεται πως οδηγείται στη χειρότερη δυνατή κατάληξη. Δύο ακροδεξιές οργανώσεις ζήτησαν από το Ανώτατο Δικαστήριο την παραπομπή του Γκαρθόν για υπέρβαση καθήκοντος στην περίπτωση της έρευνας που είχε ξεκινήσει το 2008 πάνω στα εγκλήματα του φρανκισμού, παρακάμπτοντας το νόμο περί αμνηστίας. Παραδόξως, αυτός που έκανε δεκτή την αγωγή ήταν ένας σοσιαλιστής δικαστής, ο Λουσιάνο Βαρέλα, αγνοώντας την έφεση του Γκαρθόν και τις γνώμες έγκυρων νομομαθών, οι οποίοι απεδείκνυαν ότι ο εισαγγελέας δεν έκανε κατάχρηση εξουσίας.
Η υπόθεση Γκαρθόν διχάζει τον πολιτικό και δικαστικό κόσμο της Ισπανίας και προκαλεί διεθνή κατακραυγή, αλλά και ένα τεράστιο κίνημα συμπαράστασης. Στην Ισπανία, διανοούμενοι, καλλιτέχνες, συνδικαλιστές και χιλιάδες απλοί πολίτες οργανώνουν εκδηλώσεις υπέρ του διωκόμενου εισαγγελέα, επαναλαμβάνοντας εφτά δεκαετίες μετά τον εμφύλιο το αντιφασιστικό σύνθημα "Νο pasaran!" (Δεν θα περάσουν!)
«Τι πηγαίνει στραβά με τη δημοκρατία μας και οι διώκτες των εγκληματιών βρίσκονται οι ίδιοι κατηγορούμενοι;» Αυτό το ερώτημα βρίσκεται στα χείλη όλων. Την απάντηση δίνει ο Χόρχε Σεμπρούν, αυτή η μεγάλη μορφή της ισπανικής αριστεράς: «Η μεταπολίτευση απαίτησε τη λήθη. Υπερβολική λήθη».
Πράγματι, στην Ισπανία δεν έγινε ανατροπή της χούντας. Η αποκατάσταση της δημοκρατίας ήρθε σταδιακά μετά το θάνατο του δικτάτορα. Σε αντίθεση με την Ελλάδα ή άλλες χώρες που έζησαν παρόμοιες καταστάσεις, στην Ισπανία δεν έγινε ποτέ «αποχουντοποίηση». Αντίθετα, ένας νόμος του 1977 επέβαλε αμνηστία για τα εγκλήματα του φρανκισμού. Πολλοί δικαστές που ορκίστηκαν πίστη στο δικτάτορα παραμένουν στο σώμα, ενώ μέχρι πρότινος η Ισπανία ήταν γεμάτη δρόμους, μνημεία και σύμβολα που υμνούσαν τον Φράνκο και τους συνεργάτες του. Οσο για το σημερινό Λαϊκό Κόμμα, γεννήθηκε από τους «άστεγους» πλέον φιλοχουντικούς.
Οι τρεις καθοριστικές κόκκινες γραμμές
Ο Μαρκάρ Εσεγιάν, αρθρογράφος στην ανεξάρτητη ημερήσια εφημερίδα της Κωνσταντινούπολης «Taraf» και στην αρμενική εβδομαδιαία εφημερίδα «Agos», εκφράζει τη χαρά του επειδή «έσπασε ένα ταμπού.
Στο εξής, μπορούμε, επιτέλους, να αναγνωρίζουμε το παρελθόν. Το ζήτημα της γενοκτονίας των Αρμενίων αποτελούσε μία από τις κόκκινες γραμμές, μαζί με το κουρδικό και το κυπριακό ζήτημα. Το ΑΚΡ (Κόμμα της Δικαιοσύνης και της Ανάπτυξης) είχε το θάρρος να πλησιάσει, και μάλιστα να περάσει, αυτές τις κόκκινες γραμμές. Κατόρθωσε, μονομιάς, να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο η Τουρκία βλέπει τον εαυτό της, και να την κάνει να ανοιχτεί στον κόσμο».
Ο Εσεγιάν είναι ένας από τους 50.000 Αρμένιους που έμειναν στην Τουρκία. Η οικογένειά του κατάγεται από το Σίβας της Ανατολίας. Ποια είναι η εκτίμησή του για τα δύο πρωτόκολλα που υπέγραψαν, στις 10 Οκτωβρίου του 2009, η Τουρκία και η Αρμενία, τα οποία προβλέπουν τη σύναψη διπλωματικών σχέσεων ανάμεσα στις δύο χώρες και τις καλούν να ανοίξουν τα κοινά τους σύνορα; «Πολλοί Αρμένιοι της διασποράς δεν θεωρούν ότι το άνοιγμα με την Αρμενία αποτελεί μια πραγματική αλλαγή, βλέπουν μονάχα μια εκδήλωση πραγματισμού. Ομως, δεν έχουν την ίδια εμπειρία με εμάς. Ελπίζω ότι πρόκειται για μια αρχή και όχι για το τέλος». Βέβαια, εξακολουθεί να υφίσταται το ζήτημα του Ναγκόρνο Καραμπάχ -η Αγκυρα επιθυμεί ν' αποσύρει το Ερεβάν τα στρατεύματα του από την περιοχή, καθώς και από τις υπόλοιπες ζώνες του Αζερμπαϊτζάν που έχει καταλάβει(1).
Αυτή η δυναμική στην εξωτερική πολιτική συνοδεύτηκε και από εξελίξεις στην εσωτερική πολιτική. Η δολοφονία, στις 19 Ιανουαρίου του 2007, του αρμένιου δημοσιογράφου Χραντ Ντινκ, ο οποίος κατηγορούνταν -με βάση το διαβόητο άρθρο 301 του Ποινικού Κώδικα (όπως και ο συγγραφέας Ορχάν Παμούκ και πολλοί άλλοι Τούρκοι, άλλωστε)- ότι «προσέβαλε την τουρκική ταυτότητα», πυροδότησε εντονότατο δημόσιο διάλογο. Εκατό χιλιάδες άτομα παρέστησαν στην κηδεία του, ζητώντας την κατάργηση του άρθρου. «Αν και δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε για γενοκτονία ή να πούμε ότι σκοτώθηκαν ενάμισι εκατομμύριο άτομα, η ελευθερία λόγου διευρύνεται και αισθανόμαστε καλύτερα».
Οσον αφορά το Κυπριακό, στην Τουρκία υπάρχει η αίσθηση ότι η χώρα έπραξε ό,τι μπορούσε και δεν είναι υπεύθυνη για το πρόβλημα. Υστερα από χρόνια μπλοκαρίσματος και εσωτερικών διαφωνιών, η κυβέρνηση του ΑΚΡ υποστήριξε το ειρηνευτικό σχέδιο του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Στις 24 Απριλίου του 2004, οι Τουρκοκύπριοι ψήφισαν «ΝΑΙ» (64,9%) στο δημοψήφισμα, με βάση το οποίο τα δύο συστατικά κράτη (οι Κύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι) θα προχωρούσαν σε ομοσπονδία και θα εντάσσονταν στην Ευρωπαϊκή Ενωση ως Ενωμένη Κυπριακή Δημοκρατία. Οι Κύπριοι ψήφισαν «ΟΧΙ» (75,83%) και, μία εβδομάδα αργότερα, η Κύπρος εντασσόταν στην Ευρωπαϊκή Ενωση χωρίς το τμήμα υπό τουρκική κατοχή.
Η Τουρκία, η οποία αισθάνεται παραγκωνισμένη από τον Νικολά Σαρκοζί και την Αγκελα Μέρκελ, έχει εναποθέσει όλες τις ελπίδες της για την επίλυση του Κυπριακού στον νεοεκλεγέντα έλληνα πρωθυπουργό, Γιώργο Παπανδρέου. Ωστόσο, εξακολουθούν να υφίστανται δυσκολίες, οι οποίες επιδεινώνονται από την αδιαλλαξία ορισμένων τούρκων στρατιωτικών. Ο Γιαβούζ Μπαϊντάρ, αρθρογράφος στην εφημερίδα «Today's Zaman», χαρακτηρίζει τη νίκη του Παπανδρέου στις εκλογές της 4ης Οκτωβρίου 2009 ως «θετική εξέλιξη. Στο εξής, έχουμε δύο πλευρές που χαρακτηρίζονται από πραγματισμό· σε καθεμιά από αυτές υπάρχει ένας ισχυρός ηγέτης που διαθέτει σταθερή πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο. Επιπλέον, διάκεινται ευνοϊκά ως προς την επίτευξη μιας λύσης. Η Τουρκία και η Ελλάδα, μαζί με τη Βρετανία (δεδομένου ότι είναι οι εγγυήτριες δυνάμεις στην Κύπρο), οφείλουν τώρα να κινηθούν από κοινού προς αυτήν την κατεύθυνση». Ομως, για την επίτευξη αυτού του στόχου, θα έπρεπε να δραστηριοποιηθεί και η Ευρωπαϊκή Ενωση, και ιδιαίτερα στις συνομιλίες που ξανάρχισαν τον Ιανουάριο.
Τέλος, υπάρχει το άνοιγμα προς το Ιράκ και τη βόρεια επαρχία του, το Κουρδιστάν. Ενισχύει την ασφάλεια και έχει θετικές οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις σε μια περιοχή, η οποία μέχρι πολύ πρόσφατα αποτελούσε πηγή αστάθειας για την Τουρκία και ορμητήριο για το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (ΡΚΚ). Ομως, η σημασία του συνίσταται κυρίως στις επιπτώσεις του στην εσωτερική σκηνή της χώρας. Η κυβέρνηση κατανόησε ότι όφειλε να εξουδετερώσει τις εντάσεις για να τερματιστεί η βία στο νοτιοανατολικό τμήμα της Τουρκίας που κατοικείται κυρίως από Κούρδους, αλλά και για να περιοριστεί ο ρόλος του στρατού.
(1) Το Ναγκόρνο Καραμπάχ, μια περιοχή στην οποία πλειοψηφούν οι Αρμένιοι, ήταν αυτόνομη επαρχία της Σοβιετικής Δημοκρατίας του Αζερμπαϊτζάν. Η διάλυση της ΕΣΣΔ οδήγησε τους ηγέτες του στο να ζητήσουν την προσάρτησή του στην Αρμενία, γεγονός που πυροδότησε σφοδρές μάχες ανάμεσα στις δύο χώρες, από τις οποίες αναδείχθηκε νικήτρια η Αρμενία. Βλέπε Jean Gueyras, «Impossible troc entre Armenie et Azerbaidjan», «Le Monde diplomatique», Μάρτιος 2001.
Διαβάστε ακόμα στο Διαδίκτυο (στα γαλλικά)
«Τα τουρκικά think tanks, παράγοντες αλλαγής»
www.monde-diplomatique.fr/2010/02/KRISTIANASEN/18786
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 18/4/2010
Στο εξής, μπορούμε, επιτέλους, να αναγνωρίζουμε το παρελθόν. Το ζήτημα της γενοκτονίας των Αρμενίων αποτελούσε μία από τις κόκκινες γραμμές, μαζί με το κουρδικό και το κυπριακό ζήτημα. Το ΑΚΡ (Κόμμα της Δικαιοσύνης και της Ανάπτυξης) είχε το θάρρος να πλησιάσει, και μάλιστα να περάσει, αυτές τις κόκκινες γραμμές. Κατόρθωσε, μονομιάς, να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο η Τουρκία βλέπει τον εαυτό της, και να την κάνει να ανοιχτεί στον κόσμο».
Ο Εσεγιάν είναι ένας από τους 50.000 Αρμένιους που έμειναν στην Τουρκία. Η οικογένειά του κατάγεται από το Σίβας της Ανατολίας. Ποια είναι η εκτίμησή του για τα δύο πρωτόκολλα που υπέγραψαν, στις 10 Οκτωβρίου του 2009, η Τουρκία και η Αρμενία, τα οποία προβλέπουν τη σύναψη διπλωματικών σχέσεων ανάμεσα στις δύο χώρες και τις καλούν να ανοίξουν τα κοινά τους σύνορα; «Πολλοί Αρμένιοι της διασποράς δεν θεωρούν ότι το άνοιγμα με την Αρμενία αποτελεί μια πραγματική αλλαγή, βλέπουν μονάχα μια εκδήλωση πραγματισμού. Ομως, δεν έχουν την ίδια εμπειρία με εμάς. Ελπίζω ότι πρόκειται για μια αρχή και όχι για το τέλος». Βέβαια, εξακολουθεί να υφίσταται το ζήτημα του Ναγκόρνο Καραμπάχ -η Αγκυρα επιθυμεί ν' αποσύρει το Ερεβάν τα στρατεύματα του από την περιοχή, καθώς και από τις υπόλοιπες ζώνες του Αζερμπαϊτζάν που έχει καταλάβει(1).
Αυτή η δυναμική στην εξωτερική πολιτική συνοδεύτηκε και από εξελίξεις στην εσωτερική πολιτική. Η δολοφονία, στις 19 Ιανουαρίου του 2007, του αρμένιου δημοσιογράφου Χραντ Ντινκ, ο οποίος κατηγορούνταν -με βάση το διαβόητο άρθρο 301 του Ποινικού Κώδικα (όπως και ο συγγραφέας Ορχάν Παμούκ και πολλοί άλλοι Τούρκοι, άλλωστε)- ότι «προσέβαλε την τουρκική ταυτότητα», πυροδότησε εντονότατο δημόσιο διάλογο. Εκατό χιλιάδες άτομα παρέστησαν στην κηδεία του, ζητώντας την κατάργηση του άρθρου. «Αν και δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε για γενοκτονία ή να πούμε ότι σκοτώθηκαν ενάμισι εκατομμύριο άτομα, η ελευθερία λόγου διευρύνεται και αισθανόμαστε καλύτερα».
Οσον αφορά το Κυπριακό, στην Τουρκία υπάρχει η αίσθηση ότι η χώρα έπραξε ό,τι μπορούσε και δεν είναι υπεύθυνη για το πρόβλημα. Υστερα από χρόνια μπλοκαρίσματος και εσωτερικών διαφωνιών, η κυβέρνηση του ΑΚΡ υποστήριξε το ειρηνευτικό σχέδιο του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Στις 24 Απριλίου του 2004, οι Τουρκοκύπριοι ψήφισαν «ΝΑΙ» (64,9%) στο δημοψήφισμα, με βάση το οποίο τα δύο συστατικά κράτη (οι Κύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι) θα προχωρούσαν σε ομοσπονδία και θα εντάσσονταν στην Ευρωπαϊκή Ενωση ως Ενωμένη Κυπριακή Δημοκρατία. Οι Κύπριοι ψήφισαν «ΟΧΙ» (75,83%) και, μία εβδομάδα αργότερα, η Κύπρος εντασσόταν στην Ευρωπαϊκή Ενωση χωρίς το τμήμα υπό τουρκική κατοχή.
Η Τουρκία, η οποία αισθάνεται παραγκωνισμένη από τον Νικολά Σαρκοζί και την Αγκελα Μέρκελ, έχει εναποθέσει όλες τις ελπίδες της για την επίλυση του Κυπριακού στον νεοεκλεγέντα έλληνα πρωθυπουργό, Γιώργο Παπανδρέου. Ωστόσο, εξακολουθούν να υφίστανται δυσκολίες, οι οποίες επιδεινώνονται από την αδιαλλαξία ορισμένων τούρκων στρατιωτικών. Ο Γιαβούζ Μπαϊντάρ, αρθρογράφος στην εφημερίδα «Today's Zaman», χαρακτηρίζει τη νίκη του Παπανδρέου στις εκλογές της 4ης Οκτωβρίου 2009 ως «θετική εξέλιξη. Στο εξής, έχουμε δύο πλευρές που χαρακτηρίζονται από πραγματισμό· σε καθεμιά από αυτές υπάρχει ένας ισχυρός ηγέτης που διαθέτει σταθερή πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο. Επιπλέον, διάκεινται ευνοϊκά ως προς την επίτευξη μιας λύσης. Η Τουρκία και η Ελλάδα, μαζί με τη Βρετανία (δεδομένου ότι είναι οι εγγυήτριες δυνάμεις στην Κύπρο), οφείλουν τώρα να κινηθούν από κοινού προς αυτήν την κατεύθυνση». Ομως, για την επίτευξη αυτού του στόχου, θα έπρεπε να δραστηριοποιηθεί και η Ευρωπαϊκή Ενωση, και ιδιαίτερα στις συνομιλίες που ξανάρχισαν τον Ιανουάριο.
Τέλος, υπάρχει το άνοιγμα προς το Ιράκ και τη βόρεια επαρχία του, το Κουρδιστάν. Ενισχύει την ασφάλεια και έχει θετικές οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις σε μια περιοχή, η οποία μέχρι πολύ πρόσφατα αποτελούσε πηγή αστάθειας για την Τουρκία και ορμητήριο για το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (ΡΚΚ). Ομως, η σημασία του συνίσταται κυρίως στις επιπτώσεις του στην εσωτερική σκηνή της χώρας. Η κυβέρνηση κατανόησε ότι όφειλε να εξουδετερώσει τις εντάσεις για να τερματιστεί η βία στο νοτιοανατολικό τμήμα της Τουρκίας που κατοικείται κυρίως από Κούρδους, αλλά και για να περιοριστεί ο ρόλος του στρατού.
(1) Το Ναγκόρνο Καραμπάχ, μια περιοχή στην οποία πλειοψηφούν οι Αρμένιοι, ήταν αυτόνομη επαρχία της Σοβιετικής Δημοκρατίας του Αζερμπαϊτζάν. Η διάλυση της ΕΣΣΔ οδήγησε τους ηγέτες του στο να ζητήσουν την προσάρτησή του στην Αρμενία, γεγονός που πυροδότησε σφοδρές μάχες ανάμεσα στις δύο χώρες, από τις οποίες αναδείχθηκε νικήτρια η Αρμενία. Βλέπε Jean Gueyras, «Impossible troc entre Armenie et Azerbaidjan», «Le Monde diplomatique», Μάρτιος 2001.
Διαβάστε ακόμα στο Διαδίκτυο (στα γαλλικά)
«Τα τουρκικά think tanks, παράγοντες αλλαγής»
www.monde-diplomatique.fr/2010/02/KRISTIANASEN/18786
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 18/4/2010
Μακαρθισμός
ΖΩΗ ΣΕ ΚΑΡΕ Ο αμερικανικός χαφιεδισμός με τα μανίκια σηκωμένα
Ο κρυφός πόθος κάθε εξουσίας είναι πάντα ο ίδιος: ο έλεγχος της σκέψης, η ποινικοποίηση της ελευθερίας της έκφρασης, η παρεμπόδιση της διακίνησης ιδεών. Το πρόσχημα διαφέρει. Στα χρόνια του μακαρθισμού ήταν ο κομμουνισμός· σήμερα, η τρομοκρατία. Η αμερικανίδα ιστορικός Ελεν Σρέκερ μελετά εδώ και χρόνια τους τρόπους που το «σύστημα» εξευτέλιζε προσωπικότητες και κατέστρεφε ανθρώπους εκείνα τα σκοτεινά χρόνια του Ψυχρού Πολέμου» στις ΗΠΑ. Θυμίζοντάς μας ότι η εξουσία έχει τη δύναμη -όταν τα αντανακλαστικά των πολιτών βρίσκονται εν υπνώσει- και την «τεχνογνωσία» να το κάνει οποτεδήποτε κρίνει ότι της είναι αναγκαίο. Χθες, σήμερα, αύριο...
Στις 29 Μαρτίου 1950 έγιναν τα επίσημα... βαφτίσια του μακαρθισμού από τον θρυλικό αμερικανό καρτουνίστα Χέρμπερτ Μπλοκ, που εισήγαγε τον όρο σε ένα σκίτσο του (βλ. σελ. 26). Αφορμή, η ομιλία-σταθμός του γερουσιαστή Τζόζεφ Μακάρθι στις 9 Φεβρουαρίου της ίδιας χρονιάς, με την οποία κατηγορεί, χωρίς στοιχεία, ενώπιον της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας, 205 υπαλλήλους του υπουργείου Εξωτερικών ως κομμουνιστές. Η κατηγορία, αν και αβάσιμη, σήμανε για τον Μακάρθι την εξασφάλιση της προεδρίας στην Επι- τροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών (HUAC)· για τη δε τρομαγμένη από τους «Κόκκινους» τότε Αμερική, την έναρξη της εποχής του Great Red Scare. Ενα ντελίριο αντικομμουνιστικής υστερίας, που κατέληξε σε άγριο κυνήγι μαγισσών για κάθε φιλελεύθερη φωνή. Ηταν ο «αμερικανισμός με τα μανίκια σηκωμένα», όπως αυτάρεσκα θα πει σε ομιλία του το '52 ο γερουσιαστής, ερμηνεύοντας τον όρο «μακαρθισμός» που προέκυψε από το όνομά του.
Εξήντα χρόνια μετά την επίσημη πρώτη του πιο μελανού παραδείγματος πολιτικής καταστολής στη σύγχρονη Αμερική, η συγγραφέας και ακαδημαϊκός Ελεν Σρέκερ μιλά για το ιστορικό βάθος του μακαρθισμού, τα πραγματικά κίνητρα των υποστηρικτών του και τις επιπτώσεις του στην αμε- ρικανική κοινωνία και στην πολιτική ζωή. Η Σρέκερ είναι αυθεντία στη χώρα της για το θέμα τα τελευταία 30 χρόνια μέσα από πλήθος βιβλίων, όπως το «Many are the crimes: McCarthyism in America» (Princeton University Press, 1999), και ακαδημαϊκών ερευνών.
Στη συζήτησή μας μας επισημαίνει όχι μόνο το γιατί ο Μπλοκ θα έπρεπε να βαφτίσει την αμερικανική αντικομμουνιστική εκστρατεία... «χουβερισμό» (από τον Τζον Χούβερ, διευθυντή του FBI μεταξύ 1935-1972) , αλλά και μας υπενθυμίζει, παράλληλα, αυτό που πολύ εύστοχα έχει παρατηρήσει ο αμερικανός νομικός Ντέιβιντ Κόουλ όσον αφορά τη σχέση του μακαρθισμού με την πολιτική της σημερινής Αμερικής σε θέματα τρομοκρατίας: «Αυτό που μάθαμε από την Ιστορία είναι το πώς να καμουφλάρουμε την επανάληψη των λαθών μας και όχι το πώς να απο- φεύγουμε τα ίδια τα λάθη»...
Η αντικομμουνιστική εκστρατεία στις ΗΠΑ ξεκίνησε μετά τον περίφημο λόγο του Μακάρθι στις 9/2/50 ή είχε βαθύτερες ρίζες από την περίοδο της μεγάλης ύφεσης στη χώρα; «Προφανώς και δεν ξεκίνησε με τον Μακάρθι, ούτε καν με την ύφεση του '30. Ξεκίνησε πολύ νωρίτερα από αυτήν. Αυτό που πρέπει να συνειδητοποιήσουμε, επίσης, είναι ότι ακόμα και την περίοδο του κραχ του '29, κατά την οποία το αμερικανικό κομμουνιστικό κόμμα είχε τη μεγαλύτερη δυνατή επιρροή στη χώρα, ακόμα και τότε δεν ήταν δημοφιλές. Πολλοί Αμερικανοί κινδύνευαν και τότε να χάσουν τη δουλειά τους αν ήταν κομμουνιστές. Η διαφορά της αντικομμουνιστικής εκείνης περιόδου με αυτήν του Μακάρθι (που ουσιαστικά ξεκίνησε το 1947 με τον Ψυχρό Πόλεμο) είναι ότι ο μακαρθισμός παρουσίασε και μετέτρεψε το ζήτημα του κομμουνισμού σε ζήτημα εθνικής ασφάλειας για τις ΗΠΑ, λόγω της σχέσης της ΕΣΣΔ με το αμερικανικό κομμουνιστικό κόμμα. Αυτό επέτεινε την αντικομμουνιστική καταστολή από την πλευρά της αμερικανικής κυβέρνησης και των υπόλοιπων θεσμικών οργάνων της αμερικανικής κοινωνίας».
Υπήρχαν το '40 και το '50 σοβαρές απειλές για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ από τη δράση της σοβιετικής κατασκοπείας στο εσωτερικό της χώρας - κάτι που θα δικαιολογούσε, ίσως, τη λήψη ορισμένων μέτρων τύπου Μακάρθι; Γιατί αυτό άρχισαν να υποστηρίζουν πολλοί ρεβιζιονιστές ιστορικοί, όπως ο Αλεν Βάινσταϊν, και ρεπουμπλικάνοι υπέρμαχοι του μακαρθισμού, μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ... «Αυτού του είδους ο ιστορικός ρεβιζιονισμός είναι αρκετά δημοφιλής τελευταία, αλλά είναι, ταυτόχρονα, πολύ άστοχος και παραπλανητικός. Από το 1947 και μετά δεν υπήρχε κανενός είδους κίνδυνος για την ασφάλεια των ΗΠΑ από αμερικανούς κομμουνιστές. Για παράδειγμα, μετά το 1945 ήταν τόσοι πολλοί οι κατάσκοποι της ΕΣΣΔ που είχαν κληθεί πίσω στη Μόσχα, που το παράρτημα της KGB στις ΗΠΑ ήταν ουσιαστικά ανενεργό! Επομένως, η όλη αντικομμουνιστική εκστρατεία του Μακάρθι είχε καθαρά πολιτικά κίνητρα και ήταν άσχετη με τα ζητήματα εθνικής ασφάλειας της χώρας».
Υποστηρίζετε ότι πρέπει να μιλάμε για «χουβερισμό» όταν αναφερόμαστε στο θέμα της πολιτικής εξόντωσης των κομμουνιστών στην Αμερική του '40 και του '50. Γιατί; «Από το 1975, μέσω της διάταξης Freedom of Information Act (σ.σ.: νόμος που δίνει σε κάθε αμερικανό πολίτη το δικαίωμα να αιτείται την πρόσβαση σε έγγραφα της εκτελεστικής εξουσίας των ΗΠΑ· υπογράφτηκε το '66 από τον πρόεδρο Τζόνσον και τέθηκε σε εφαρμογή το '67· ουσιαστική ισχύ είχε από το 1974 και μετά, σε μια ανανεωμένη έκδοσή του), αρχίσαμε να έχουμε στη διάθεσή μας απόρρητα αρχεία του FBI της περιόδου εκείνης. Τα έγγραφα αυτά αποκάλυψαν ότι οι μηχανισμοί πολιτικής καταστολής στην τότε Αμερική, το κύμα του αντικομμουνισμού που ονομάζουμε μακαρθισμό, είχε να κάνει περισσότερο με πρακτικές του FBI και λιγότερο με τον ίδιο τον Μακάρθι. Σκεφτείτε, ας πούμε, ότι το FBI ήταν αυτό που σχεδίαζε το σχετικό πρόγραμμα ασφαλείας και υποστήριξε όλες τις επί μέρους ποινικές διώξεις εναντίον των αμερικανών κομμουνιστών και του κομμουνιστικού κόμματος».
Ο Μακάρθι, δηλαδή, δεν ήταν παρά ένας ταλαντούχος ρήτορας, ένας λαϊκιστής δημαγωγός; «Ο Μακάρθι ήταν απλώς ένας πολύ φιλόδοξος και έξυπνος πολιτικός, που πήρε στα χέρια του ένα ζήτημα το οποίο είχε ήδη χρησιμοποιηθεί ως πολιτικό εργαλείο από τους Ρεπουμπλικάνους. Ηταν μια συγκεκριμένη τακτική από την πλευρά των Ρεπουμπλικάνων να κατηγορούν τους Δημοκρατικούς ότι είναι ανεκτικοί με τον κομμουνισμό».
Ποιες ήταν οι κύριες επιπτώσεις του μακαρθισμού στην αμερικανική πολιτική σκηνή, που στις μέρες μας, μέσω του δικομματικού μοντέλου, δείχνει να μην εκτιμά ιδιαίτερα την ύπαρξη διαφορετικών πολιτικών φωνών; «Νομίζω πως η σημαντικότερη συνέπεια ήταν το ότι εκμηδένισε κάθε είδους επιρροή που θα μπορούσε να έχει στα πολιτικά τεκταινόμενα της χώρας η αμερικανική Αριστερά. Μην ξεχνάτε ότι το κομμουνιστικό κόμμα ήταν ο πιο σημαντικός φορέας της τότε Αριστεράς και ο κινητήριος άξονας των κύριων κοινωνικών κινημάτων της περιόδου - βοηθώντας, παράλληλα, το εργατικό κίνημα να λάβει έναν αριστερό προσανατολισμό. Λόγω του μακαρθισμού, λοιπόν, κάθε οργανισμός, κάθε σύνολο ιδεών που σχε- τιζόταν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο με το κομμουνιστικό κόμμα εξοστρακιζόταν αυτομάτως από την αμερικανική πολιτική. Αποτέλεσμα ήταν όλο το πολιτικό σύστημα να στραφεί σταδιακά προς τα δεξιά».
Γιατί οι διερευνητικές επιτροπές του Κογκρέσου και ειδικά η Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών έπαιξαν τόσο σημαντικό ρόλο στην αντικομμουνιστική καταστολή και πώς η Επιτροπή εκμεταλλεύθηκε την 5η Τροποποίηση στο αμερικανικό Σύνταγμα για να παγιδεύσει υπόπτους ως κομμουνιστές στις σχετικές δίκες εναντίον τους; Ηταν η τροποποίηση αυτή η αιτία που καλλιτέχνες όπως ο Ελίας Καζάν κατέδωσαν αριστερούς φίλους τους στο Χόλιγουντ; «Ενας συνδυασμός παραγόντων έκανε τις επιτροπές αυτές τόσο σημαντικές στον πόλεμο του μακαρθισμού εναντίον της αμερικανικής Αριστεράς. Ενας από αυτούς τους παράγοντες είχε απλώς να κάνει με την καριέρα ορισμένων αμερικανών πολιτικών. Για παράδειγμα, ο Νίξον εκλέχθηκε το 1946 στο Κογκρέσο και εκτόξευσε έπειτα στα ύψη τη δημοτικότητά του και την πολιτική του καριέρα με την ανάμειξή του στην αποκάλυψη, μέσω της HUAC, διάφορων κομμουνιστών και ιδιαίτερα του Αλτζερ Χις το 1948. Ο Νίξον ήταν και αυτός, λοιπόν, ένας πολιτικός οπορτουνιστής.
»Ταυτόχρονα, ο Χούβερ διοχέτευε μυστικά πληροφορίες στις επιτροπές αυτές, γιατί πίστευε ότι η κυβέρνηση του Τρούμαν δεν έκανε αρκετά ενάντια στην κομμουνιστική απειλή. Επίσης, οι επιτροπές αυτές επεδίωκαν να τραβήξουν όσο το δυνατόν περισσότερο τα φώτα της δημοσιότητας πάνω τους, γι' αυτό στόχευαν ανθρώπους σαν τον Καζάν από τη βιομηχανία του θεάματος. Ηθελαν έτσι να εξευτελίσουν τους μάρτυρες αυτούς. Ο στόχος δεν ήταν να πάρουν πληροφορίες από αυτούς· είχαν ήδη όλες όσες χρειάζονταν.
»Η κλασική μέθοδος με την οποία μια επιτροπή ανέκρινε τους μάρτυρες ήταν η εξής: "Είσαι τώρα ή ήσουν ποτέ μέλος του κομμουνιστικού κόμματος;" Και αυτοί απαντούσαν: "Ναι, ήμουν το 1938, αλλά τα παράτησα το 1940..." Και η επιτροπή πρόσθετε: "Ποιοι άλλοι ήταν μαζί σου εκεί;", ζητώντας και άλλα ονόματα. Αν κάποιος δεν απαντούσε στις ερωτήσεις θα μπορούσε να κηρυχθεί ένοχος για προσβολή του Κογκρέσου. Και η 5η Τροποποίηση ήταν ο μόνος τρόπος για να προστατευθεί από το να πάει φυλακή γι' αυτήν την προσβολή, διότι έλεγε ότι ο κατηγορούμενος δεν οφείλει να απαντήσει στις ερωτήσεις εφόσον οι απαντήσεις του μπορεί να χρησιμοποιηθούν σε ποινική δίωξη εναντίον του. Αν ο μάρτυρας δεν απαντούσε στις ερωτήσεις επικα- λούμενος την 5η Τροποποίηση, απειλούνταν με ποινική δίωξη. Αν δεν απαντούσε χωρίς να την επικαλεστεί, τότε κατηγορούνταν για προσβολή του Κογκρέσου. Οι επιτροπές ήξεραν ότι παγίδευαν τους μάρτυρες, οι οποίοι είτε θα επικαλούνταν την 5η Τροποποίηση και θα αντιμετώπιζαν την ποινική δίωξη, χάνοντας τη δουλειά τους, είτε θα έδιναν ονόματα. Ο Καζάν, όπως και πολλοί άλλοι, έπεσε στην παγίδα αυτήν».
Κατανόησε με το πέρασμα των χρόνων η αμερικανική κοινή γνώμη τις ευρείες επιπτώσεις του μακαρθισμού στην κοινωνική και πολιτική δομή της χώρας ή μήπως, τελικά, αυτές οι επιπτώσεις έγιναν περισσότερο κατανοητές εκτός Αμερικής - στην Ευρώπη, ας πούμε; «Ενα από τα κύρια προβλήματα ήταν το γεγονός ότι πολλοί αμερικανοί ιστορικοί και δημοσιογράφοι ταύτισαν το μακαρθισμό με τον Μακάρθι. Και δεν συνειδητοποίησαν ότι ο Μακάρθι ήταν απλώς ένας από τους πιο διαβόητους "επαγγελματίες" αυτής της ευρείας διαδικασίας που ήθελε να ποινικοποιήσει την ελευθερία της έκ- φρασης και να φιμώσει κάθε αριστερή φωνή.
»Ταυτίζοντας την αντικομμουνιστική καταστολή με τον Μακάρθι, πολλοί υποστηρίζουν ότι "Ολο αυτό ήταν μια απλή παρέκκλιση, το αμερικανικό πολιτικό σύστημα είναι πολύ υγιές, ανεχόμαστε τις διαφωνίες και ο Μακάρθι ήταν απλώς ένα τσαρλατάνος". Κάτι που δεν ισχύει. Στην Ευρώπη, αντίθετα, υπήρξε μια πιο ακριβής προσέγγιση και κατανόηση του προβλήματος αυτού, γιατί οι Ευρωπαίοι γνώριζαν καλά τα δομικά ζητήματα της αμερικανικής πολιτικής, σε αντίθεση με τους Αμερικανούς που τα προσέγγιζαν επιφανειακά».
Πιστεύετε ότι, όταν ένας Αμερικανός κατηγορούνταν ως κομμουνιστής, η απώλεια της εργασίας του ήταν η αρχή ενός ντόμινο που οδηγούσε στην πλήρη καταστροφή της ζωής του; Ποιες ήταν οι ευρύτερες επιπτώσεις του μακαρθισμού στο δημοκρατικό πολίτευμα της Αμερικής; «Οσον αφορά το πρώτο ερώτημα, ναι. Εκτός του ότι οι άνθρωποι εκείνοι έχαναν τη δουλειά τους, έμπαιναν στη συνέχεια σε ακραία κοινωνική απομόνωση. Συχνά διαλυόταν ο γάμος τους και ακόμα και οι γείτονές τους σταματούσαν κάθε επαφή μαζί τους. Πολλά θύματα του μακαρθισμού πάλευαν για χρόνια μετά να καθαρίσουν το όνομά τους από τις κατηγορίες εναντίον τους. Οπως προκύπτει από την έρευνά μου, οι βασικές κυρώσεις ήταν οικονομικής φύσεως. Γι' αυτό και ο κόσμος συνήθως έχει την εντύπωση ότι η πολιτική καταστολή στις ΗΠΑ δεν ήταν ακραία· σε αντίθεση με την ΕΣΣΔ, ας πούμε, οι πολιτικά διαφωνούντες δεν βρίσκονταν δολοφονημένοι σε κάποιο υπόγειο ενός κτηρίου της μυστικής αστυνομίας. Δεν υπήρχε αυτού του είδους η πολιτική καταστολή στις ΗΠΑ. Ηταν αρκετά πιο ήπια, με την έννοια ότι περισσότερο οι εργοδότες -παρά το κράτος- επέβαλλαν κυρώσεις στους αμερικανούς πολίτες.
»Ωστόσο, η καταστολή αυτή ήταν εξίσου αποτελεσματική με τη σοβιετική. Να σας δώσω ένα απλό παράδειγμα: όταν στο πανεπιστήμιο ζητώ από τους φοιτητές μου να συζητήσουν για το αντιπολεμικό κίνημα στην Αμε- ρική κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Κορέα, μου απαντάνε, "Δεν υπήρξε κανένα τέτοιο κίνημα". Και τους λέω ότι "Ναι, αυτή είναι η σωστή απάντηση". Δεν υπήρξε κανένα αντιπολεμικό κίνημα στις ΗΠΑ στη διάρκεια του πολέμου στην Κορέα, γιατί τότε ο μακαρθισμός βρισκόταν στο ζενίθ του. Και να σκεφτείτε ότι, στην εποχή του, αυτός ο πόλεμος ήταν τόσο απεχθής στις ΗΠΑ όσο και αργότερα ο πόλεμος στο Βιετνάμ».
Ο «πόλεμος ενάντια στην τρομοκρατία» που κήρυξε η Αμερική μετά την 11η Σεπτεμβρίου, ο οποίος έφερε το Γκουαντάναμο, τις συλλήψεις χωρίς απόδοση κατηγοριών, το Patriot Act στις ΗΠΑ, τον τρομονόμο στην Ε.Ε. κ.λπ., αποτελεί έναν νέου τύπου μακαρθισμό στη χώρα, όπου ο εχθρός κομμουνιστής αντικαταστάθηκε από τον φανατικό μουσουλμάνο τρομοκράτη; «Ο αποκαλούμενος πόλεμος ενάντια στην τρομοκρατία έχει αρκετά στοιχεία που μας φέρνουν στο νου το μακαρθισμό. Πρόσφατα, μάλιστα, οι "Τάιμς της Ν. Υόρκης" μίλησαν σε κάποιο άρθρο τους για μια νομική υπόθεση που αμφισβητεί έναν νόμο του 1996, ο οποίος επιτρέπει στην κυβέρνηση να διώκει ποινικώς άτομα που παρέχουν "υλική υποστήριξη" σε "τρομοκράτες". Και οι πρωταγωνιστές της υπόθεσης αυτής υποστηρίζουν ότι η έννοια των όρων "τρομοκράτης" και "υλική υποστήριξη" είναι τόσο ασαφής, ώστε θυμίζει πολύ τη γλώσσα και τον τρόπο σκέψης κατά την περίοδο του μακαρθισμού, όπου αμερικανοί πολίτες κατηγορούνταν ως "ένοχοι εκ συναναστροφής". Τότε που, οποιοσδήποτε είχε την οποιουδήποτε είδους σχέση με τον κομμουνισμό, έπρεπε να αποβάλλεται από το αμερικανικό πολιτικό σύστημα.
»Τέλος, υπάρχουν κάποιοι παραλληλισμοί με το μακαρθισμό και στον τρόπο με τον οποίο δαιμονοποιούνται οι αντίπαλοι της αμερικανικής πολιτικής στο Ισραήλ. Το σίγουρο είναι πως ο μακαρθισμός προκάλεσε μεγαλύτερες ζημιές στο Σύνταγμα των ΗΠΑ απ' ό,τι το αμερικανικό κομμουνιστικό κόμμα».
Έχει αρχίσει να αλλάζει ή προτίθεται να αλλάξει ο Ομπάμα αυτά τα «κατά Μακάρθι μέτρα πολιτικής καταστολής», με τα οποία η κυβέρνηση Μπους εξαπέλυσε τον πόλεμο κατά κεκτημένων ανθρωπίνων ελευθεριών; «Υπάρχουν κάποιες αλλαγές στις παρυφές του συστήματος. Πρόσφατα, ας πούμε, η κυβέρνηση του Ομπάμα διευκόλυνε την παροχή βίζας προς υψηλά πρόσωπα. Ο Μπους αρνιόταν τη βίζα σε ξένους επιστήμονες με βάση πολιτικά κίνητρα, όπως στην περίπτωση του ελβετού μουσουλμάνου επιστήμονα Ταρίκ Ραμαντάν. Ο Ομπάμα πρόσφατα επέτρεψε στον Ραμαντάν να έρθει να εργαστεί στην Αμερική. Παρόλο, όμως, που υπάρχουν σημάδια βελτίωσης της αμερικανικής κυβέρνησης στα ζητήματα πολιτικών ελευθεριών, δυστυχώς, εξακολουθεί να αρνείται στους πολιτικούς κρατούμενους τα δικαιώματά τους· παραμένει αναμειγμένη σε πολλές ύποπτες υποθέσεις, έχοντας και το Patriot Act ακόμα εν ενεργεία...»
Διακρίνετε ροπή προς το μακαρθισμό και στα αμερικανικά πανεπιστήμια; Η έρευνά σας τα τελευταία χρόνια επικεντρώνεται στο ζήτημα των ακαδημαϊκών ελευθεριών στις ΗΠΑ. Το πρώτο σας βιβλίο μιλούσε για τις επιπτώσεις του μακαρθισμού στα αμερικανικά πανεπιστήμια... «Στο νέο μου βιβλίο, το οποίο θα βγει το φθινόπωρο, μιλάω για το ζήτημα της ακαδημαϊκής ελευθερίας. Αυτό που παρατηρώ -με εξαίρεση τις επιθέσεις σε ακαδημαϊκούς που έχουν κριτική στάση απέναντι στο Ισραήλ- δεν είναι ακριβώς η ίδια πολιτική καταστολή που είδαμε στα αμερικανικά πανεπιστήμια την περίοδο του μακαρθισμού. Αυτό που είναι πάρα πολύ ανησυχητικό στις μέρες μας είναι ότι η δομή της ακαδημαϊκής κοινότητας έχει αλλάξει πολύ λόγω των υποτιθέμενων οικονομικών προβλημάτων τους και εξαιτίας του αυξημένου ρόλου που κατέχουν οι ιδιωτικές εταιρείες με τη χρηματοδότηση ερευνητικών προγραμμάτων στα πανεπιστήμια. Σκεφτείτε, ας πούμε, ότι τα 2/3 του διδακτικού έργου στις ΗΠΑ σήμερα γίνονται από καθηγητές μερικής απασχόλησης ή από εποχικό ακαδημαϊκό προσωπικό. Τα πανεπιστήμια διψάνε για χρηματοδοτήσεις και το προσωπικό τους δεν μπορεί να εκφράζει αντίλογο εξαιτίας της εργασιακής ανασφάλειας. Αυτά είναι τα μεγαλύτερα εμπόδια στην ελευθερία της έκφρασης και στην ακαδημαϊκή ελευθερία στα αμερικανικά πανεπιστήμια αυτήν τη στιγμή».
Τι μας διδάσκει η περίοδος του μακαρθισμού σε σχέση με τις τωρινές προσπάθειες πολλών δυτικών κυβερνήσεων, οι οποίες χρησιμοποιούν ως δικαιολογία την τρο- μοκρατία -εν μέσω μιας μεγάλης οικονομικής κρίσης- για να χρησιμοποιήσουν μια σειρά από κατασταλτικά μέτρα (κάμερες, τράπεζες DNA δεδομένων κ.ά.), που παραβιάζουν τον ιδιωτικό μας βίο και τις πολιτικές μας ελευθερίες; «Οτι το ζήτημα της εθνικής ασφάλειας, είτε χρησιμοποιείται εναντίον του κομμουνισμού είτε εναντίον της "τρομοκρατίας", είναι μια δικαιολογία που επικαλείται μια κυβέρνηση πάντοτε σε περιπτώσεις και σε ιστορικές στιγμές κατά τις οποίες θέλει να πλήξει τις ατομικές και πολιτικές ελευθερίες. Σχεδόν πάντοτε οι κυβερνώντες υποστηρίζουν ότι η εθνική μας ασφάλεια θα πληγεί - εκτός αν τους παραχωρήσουμε ένα μέρος της ελευθερίας μας, προσθέτοντας ότι κάτι τέτοιο θα είναι "παροδικό, αλλά απαραίτητο". Οι πολιτικοί και οι πολίτες στις ΗΠΑ είναι διατεθειμένοι να κάνουν αυτήν την εξαίρεση όσον αφορά την ελευθερία του λόγου. Θα πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί μ' αυτά τα πολύ επικίνδυνα παιχνίδια...»
Το πενάκι που βάφτισε το κυνήγι της «κόκκινης απειλής»
Ο Χέρμπερτ Μπλοκ γεννήθηκε στο Σικάγο το 1909 και είναι ο μεγαλύτερος αμερικανός πολιτικός σκιτσογράφος όλων των εποχών. Το πρώτο του σκίτσο έκανε την εμφάνισή του στην εφημερίδα «Σικάγο Ντέιλι Νιους» το 1929. Ηταν γνωστός με την υπογραφή-παρατσούκλι των σκίτσων του, Herblock. Το κραχ του '29 επηρέασε πάρα πολύ τα προοδευτικά του πιστεύω και το εκρηκτικό περιεχόμενο των σκίτσων του, που εναντιωνόταν στο πολιτικό στάτους κβο της χώρας του - και όχι μόνο. Τα «βέλη» που εκτοξεύονταν απ' το πενάκι του έπληξαν, μεταξύ άλλων, τη φασιστική Γερμανία του Χίτλερ, τους αμερικανούς ρατσιστές, τους φανατικούς θρησκόληπτους και, κυρίως, την υποκρισία και τη διαφθορά των αμερικανών πολιτικών. Οπως είχε δηλώσει, «Τα πολιτικά σκίτσα, σε αντίθεση με τα ηλιακά ρολόγια, δεν δείχνουν τις πιο φωτεινές ώρες, αλλά τις πιο σκοτεινές, με την ελπίδα να μας βοηθήσουν να κινηθούμε σε πιο φωτεινούς καιρούς».
Από το 1946 και για 55 συναπτά έτη, έως το τέλος της 72χρονης καριέρας του, εργαζόταν στην «Ουάσινγκτον Ποστ». Στις 29 Μαρτίου 1950 οι σελίδες της εφημερίδας αποτέλεσαν την κολυμπήθρα στην οποία ο Μπλοκ βάφτισε το μακαρθισμό. Το μένος του ενάντια στον Νίξον ήταν παροιμιώδες, όπως και η απόλυτη ανεξαρτησία που απαιτούσε σε σχέση με τη δουλειά του. Οταν σχεδίασε τον Νίξον να σέρνεται βγαίνοντας έξω από έναν υπόνομο, ο αμερικανός πρόεδρος ακύρωσε, εξοργισμένος, τη συνδρομή του στην εφημερίδα! Στη δεκαετία του '90 τα σκίτσα του Herblock φιλοξενούνταν σε πάνω από 300 εφημερίδες και περιοδικά της Αμερικής.
Πέθανε το 2001 από πνευμονία και έναν χρόνο μετά εκπληρώθηκε η τελευταία του επιθυμία με τα εγκαίνια του Ιδρύματος Χέρμπερτ Μπλοκ. Το ίδρυμα χρηματοδοτήθηκε από την περιουσία του Herblock, ύψους 50 εκατ. δολαρίων, και υποστηρίζει νέους σκιτσογράφους με υποτροφίες και εκπαιδευτικά προγράμματα.
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 18/4/2020
Ο κρυφός πόθος κάθε εξουσίας είναι πάντα ο ίδιος: ο έλεγχος της σκέψης, η ποινικοποίηση της ελευθερίας της έκφρασης, η παρεμπόδιση της διακίνησης ιδεών. Το πρόσχημα διαφέρει. Στα χρόνια του μακαρθισμού ήταν ο κομμουνισμός· σήμερα, η τρομοκρατία. Η αμερικανίδα ιστορικός Ελεν Σρέκερ μελετά εδώ και χρόνια τους τρόπους που το «σύστημα» εξευτέλιζε προσωπικότητες και κατέστρεφε ανθρώπους εκείνα τα σκοτεινά χρόνια του Ψυχρού Πολέμου» στις ΗΠΑ. Θυμίζοντάς μας ότι η εξουσία έχει τη δύναμη -όταν τα αντανακλαστικά των πολιτών βρίσκονται εν υπνώσει- και την «τεχνογνωσία» να το κάνει οποτεδήποτε κρίνει ότι της είναι αναγκαίο. Χθες, σήμερα, αύριο...
Στις 29 Μαρτίου 1950 έγιναν τα επίσημα... βαφτίσια του μακαρθισμού από τον θρυλικό αμερικανό καρτουνίστα Χέρμπερτ Μπλοκ, που εισήγαγε τον όρο σε ένα σκίτσο του (βλ. σελ. 26). Αφορμή, η ομιλία-σταθμός του γερουσιαστή Τζόζεφ Μακάρθι στις 9 Φεβρουαρίου της ίδιας χρονιάς, με την οποία κατηγορεί, χωρίς στοιχεία, ενώπιον της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας, 205 υπαλλήλους του υπουργείου Εξωτερικών ως κομμουνιστές. Η κατηγορία, αν και αβάσιμη, σήμανε για τον Μακάρθι την εξασφάλιση της προεδρίας στην Επι- τροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών (HUAC)· για τη δε τρομαγμένη από τους «Κόκκινους» τότε Αμερική, την έναρξη της εποχής του Great Red Scare. Ενα ντελίριο αντικομμουνιστικής υστερίας, που κατέληξε σε άγριο κυνήγι μαγισσών για κάθε φιλελεύθερη φωνή. Ηταν ο «αμερικανισμός με τα μανίκια σηκωμένα», όπως αυτάρεσκα θα πει σε ομιλία του το '52 ο γερουσιαστής, ερμηνεύοντας τον όρο «μακαρθισμός» που προέκυψε από το όνομά του.
Εξήντα χρόνια μετά την επίσημη πρώτη του πιο μελανού παραδείγματος πολιτικής καταστολής στη σύγχρονη Αμερική, η συγγραφέας και ακαδημαϊκός Ελεν Σρέκερ μιλά για το ιστορικό βάθος του μακαρθισμού, τα πραγματικά κίνητρα των υποστηρικτών του και τις επιπτώσεις του στην αμε- ρικανική κοινωνία και στην πολιτική ζωή. Η Σρέκερ είναι αυθεντία στη χώρα της για το θέμα τα τελευταία 30 χρόνια μέσα από πλήθος βιβλίων, όπως το «Many are the crimes: McCarthyism in America» (Princeton University Press, 1999), και ακαδημαϊκών ερευνών.
Στη συζήτησή μας μας επισημαίνει όχι μόνο το γιατί ο Μπλοκ θα έπρεπε να βαφτίσει την αμερικανική αντικομμουνιστική εκστρατεία... «χουβερισμό» (από τον Τζον Χούβερ, διευθυντή του FBI μεταξύ 1935-1972) , αλλά και μας υπενθυμίζει, παράλληλα, αυτό που πολύ εύστοχα έχει παρατηρήσει ο αμερικανός νομικός Ντέιβιντ Κόουλ όσον αφορά τη σχέση του μακαρθισμού με την πολιτική της σημερινής Αμερικής σε θέματα τρομοκρατίας: «Αυτό που μάθαμε από την Ιστορία είναι το πώς να καμουφλάρουμε την επανάληψη των λαθών μας και όχι το πώς να απο- φεύγουμε τα ίδια τα λάθη»...
Η αντικομμουνιστική εκστρατεία στις ΗΠΑ ξεκίνησε μετά τον περίφημο λόγο του Μακάρθι στις 9/2/50 ή είχε βαθύτερες ρίζες από την περίοδο της μεγάλης ύφεσης στη χώρα; «Προφανώς και δεν ξεκίνησε με τον Μακάρθι, ούτε καν με την ύφεση του '30. Ξεκίνησε πολύ νωρίτερα από αυτήν. Αυτό που πρέπει να συνειδητοποιήσουμε, επίσης, είναι ότι ακόμα και την περίοδο του κραχ του '29, κατά την οποία το αμερικανικό κομμουνιστικό κόμμα είχε τη μεγαλύτερη δυνατή επιρροή στη χώρα, ακόμα και τότε δεν ήταν δημοφιλές. Πολλοί Αμερικανοί κινδύνευαν και τότε να χάσουν τη δουλειά τους αν ήταν κομμουνιστές. Η διαφορά της αντικομμουνιστικής εκείνης περιόδου με αυτήν του Μακάρθι (που ουσιαστικά ξεκίνησε το 1947 με τον Ψυχρό Πόλεμο) είναι ότι ο μακαρθισμός παρουσίασε και μετέτρεψε το ζήτημα του κομμουνισμού σε ζήτημα εθνικής ασφάλειας για τις ΗΠΑ, λόγω της σχέσης της ΕΣΣΔ με το αμερικανικό κομμουνιστικό κόμμα. Αυτό επέτεινε την αντικομμουνιστική καταστολή από την πλευρά της αμερικανικής κυβέρνησης και των υπόλοιπων θεσμικών οργάνων της αμερικανικής κοινωνίας».
Υπήρχαν το '40 και το '50 σοβαρές απειλές για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ από τη δράση της σοβιετικής κατασκοπείας στο εσωτερικό της χώρας - κάτι που θα δικαιολογούσε, ίσως, τη λήψη ορισμένων μέτρων τύπου Μακάρθι; Γιατί αυτό άρχισαν να υποστηρίζουν πολλοί ρεβιζιονιστές ιστορικοί, όπως ο Αλεν Βάινσταϊν, και ρεπουμπλικάνοι υπέρμαχοι του μακαρθισμού, μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ... «Αυτού του είδους ο ιστορικός ρεβιζιονισμός είναι αρκετά δημοφιλής τελευταία, αλλά είναι, ταυτόχρονα, πολύ άστοχος και παραπλανητικός. Από το 1947 και μετά δεν υπήρχε κανενός είδους κίνδυνος για την ασφάλεια των ΗΠΑ από αμερικανούς κομμουνιστές. Για παράδειγμα, μετά το 1945 ήταν τόσοι πολλοί οι κατάσκοποι της ΕΣΣΔ που είχαν κληθεί πίσω στη Μόσχα, που το παράρτημα της KGB στις ΗΠΑ ήταν ουσιαστικά ανενεργό! Επομένως, η όλη αντικομμουνιστική εκστρατεία του Μακάρθι είχε καθαρά πολιτικά κίνητρα και ήταν άσχετη με τα ζητήματα εθνικής ασφάλειας της χώρας».
Υποστηρίζετε ότι πρέπει να μιλάμε για «χουβερισμό» όταν αναφερόμαστε στο θέμα της πολιτικής εξόντωσης των κομμουνιστών στην Αμερική του '40 και του '50. Γιατί; «Από το 1975, μέσω της διάταξης Freedom of Information Act (σ.σ.: νόμος που δίνει σε κάθε αμερικανό πολίτη το δικαίωμα να αιτείται την πρόσβαση σε έγγραφα της εκτελεστικής εξουσίας των ΗΠΑ· υπογράφτηκε το '66 από τον πρόεδρο Τζόνσον και τέθηκε σε εφαρμογή το '67· ουσιαστική ισχύ είχε από το 1974 και μετά, σε μια ανανεωμένη έκδοσή του), αρχίσαμε να έχουμε στη διάθεσή μας απόρρητα αρχεία του FBI της περιόδου εκείνης. Τα έγγραφα αυτά αποκάλυψαν ότι οι μηχανισμοί πολιτικής καταστολής στην τότε Αμερική, το κύμα του αντικομμουνισμού που ονομάζουμε μακαρθισμό, είχε να κάνει περισσότερο με πρακτικές του FBI και λιγότερο με τον ίδιο τον Μακάρθι. Σκεφτείτε, ας πούμε, ότι το FBI ήταν αυτό που σχεδίαζε το σχετικό πρόγραμμα ασφαλείας και υποστήριξε όλες τις επί μέρους ποινικές διώξεις εναντίον των αμερικανών κομμουνιστών και του κομμουνιστικού κόμματος».
Ο Μακάρθι, δηλαδή, δεν ήταν παρά ένας ταλαντούχος ρήτορας, ένας λαϊκιστής δημαγωγός; «Ο Μακάρθι ήταν απλώς ένας πολύ φιλόδοξος και έξυπνος πολιτικός, που πήρε στα χέρια του ένα ζήτημα το οποίο είχε ήδη χρησιμοποιηθεί ως πολιτικό εργαλείο από τους Ρεπουμπλικάνους. Ηταν μια συγκεκριμένη τακτική από την πλευρά των Ρεπουμπλικάνων να κατηγορούν τους Δημοκρατικούς ότι είναι ανεκτικοί με τον κομμουνισμό».
Ποιες ήταν οι κύριες επιπτώσεις του μακαρθισμού στην αμερικανική πολιτική σκηνή, που στις μέρες μας, μέσω του δικομματικού μοντέλου, δείχνει να μην εκτιμά ιδιαίτερα την ύπαρξη διαφορετικών πολιτικών φωνών; «Νομίζω πως η σημαντικότερη συνέπεια ήταν το ότι εκμηδένισε κάθε είδους επιρροή που θα μπορούσε να έχει στα πολιτικά τεκταινόμενα της χώρας η αμερικανική Αριστερά. Μην ξεχνάτε ότι το κομμουνιστικό κόμμα ήταν ο πιο σημαντικός φορέας της τότε Αριστεράς και ο κινητήριος άξονας των κύριων κοινωνικών κινημάτων της περιόδου - βοηθώντας, παράλληλα, το εργατικό κίνημα να λάβει έναν αριστερό προσανατολισμό. Λόγω του μακαρθισμού, λοιπόν, κάθε οργανισμός, κάθε σύνολο ιδεών που σχε- τιζόταν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο με το κομμουνιστικό κόμμα εξοστρακιζόταν αυτομάτως από την αμερικανική πολιτική. Αποτέλεσμα ήταν όλο το πολιτικό σύστημα να στραφεί σταδιακά προς τα δεξιά».
Γιατί οι διερευνητικές επιτροπές του Κογκρέσου και ειδικά η Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών έπαιξαν τόσο σημαντικό ρόλο στην αντικομμουνιστική καταστολή και πώς η Επιτροπή εκμεταλλεύθηκε την 5η Τροποποίηση στο αμερικανικό Σύνταγμα για να παγιδεύσει υπόπτους ως κομμουνιστές στις σχετικές δίκες εναντίον τους; Ηταν η τροποποίηση αυτή η αιτία που καλλιτέχνες όπως ο Ελίας Καζάν κατέδωσαν αριστερούς φίλους τους στο Χόλιγουντ; «Ενας συνδυασμός παραγόντων έκανε τις επιτροπές αυτές τόσο σημαντικές στον πόλεμο του μακαρθισμού εναντίον της αμερικανικής Αριστεράς. Ενας από αυτούς τους παράγοντες είχε απλώς να κάνει με την καριέρα ορισμένων αμερικανών πολιτικών. Για παράδειγμα, ο Νίξον εκλέχθηκε το 1946 στο Κογκρέσο και εκτόξευσε έπειτα στα ύψη τη δημοτικότητά του και την πολιτική του καριέρα με την ανάμειξή του στην αποκάλυψη, μέσω της HUAC, διάφορων κομμουνιστών και ιδιαίτερα του Αλτζερ Χις το 1948. Ο Νίξον ήταν και αυτός, λοιπόν, ένας πολιτικός οπορτουνιστής.
»Ταυτόχρονα, ο Χούβερ διοχέτευε μυστικά πληροφορίες στις επιτροπές αυτές, γιατί πίστευε ότι η κυβέρνηση του Τρούμαν δεν έκανε αρκετά ενάντια στην κομμουνιστική απειλή. Επίσης, οι επιτροπές αυτές επεδίωκαν να τραβήξουν όσο το δυνατόν περισσότερο τα φώτα της δημοσιότητας πάνω τους, γι' αυτό στόχευαν ανθρώπους σαν τον Καζάν από τη βιομηχανία του θεάματος. Ηθελαν έτσι να εξευτελίσουν τους μάρτυρες αυτούς. Ο στόχος δεν ήταν να πάρουν πληροφορίες από αυτούς· είχαν ήδη όλες όσες χρειάζονταν.
»Η κλασική μέθοδος με την οποία μια επιτροπή ανέκρινε τους μάρτυρες ήταν η εξής: "Είσαι τώρα ή ήσουν ποτέ μέλος του κομμουνιστικού κόμματος;" Και αυτοί απαντούσαν: "Ναι, ήμουν το 1938, αλλά τα παράτησα το 1940..." Και η επιτροπή πρόσθετε: "Ποιοι άλλοι ήταν μαζί σου εκεί;", ζητώντας και άλλα ονόματα. Αν κάποιος δεν απαντούσε στις ερωτήσεις θα μπορούσε να κηρυχθεί ένοχος για προσβολή του Κογκρέσου. Και η 5η Τροποποίηση ήταν ο μόνος τρόπος για να προστατευθεί από το να πάει φυλακή γι' αυτήν την προσβολή, διότι έλεγε ότι ο κατηγορούμενος δεν οφείλει να απαντήσει στις ερωτήσεις εφόσον οι απαντήσεις του μπορεί να χρησιμοποιηθούν σε ποινική δίωξη εναντίον του. Αν ο μάρτυρας δεν απαντούσε στις ερωτήσεις επικα- λούμενος την 5η Τροποποίηση, απειλούνταν με ποινική δίωξη. Αν δεν απαντούσε χωρίς να την επικαλεστεί, τότε κατηγορούνταν για προσβολή του Κογκρέσου. Οι επιτροπές ήξεραν ότι παγίδευαν τους μάρτυρες, οι οποίοι είτε θα επικαλούνταν την 5η Τροποποίηση και θα αντιμετώπιζαν την ποινική δίωξη, χάνοντας τη δουλειά τους, είτε θα έδιναν ονόματα. Ο Καζάν, όπως και πολλοί άλλοι, έπεσε στην παγίδα αυτήν».
Κατανόησε με το πέρασμα των χρόνων η αμερικανική κοινή γνώμη τις ευρείες επιπτώσεις του μακαρθισμού στην κοινωνική και πολιτική δομή της χώρας ή μήπως, τελικά, αυτές οι επιπτώσεις έγιναν περισσότερο κατανοητές εκτός Αμερικής - στην Ευρώπη, ας πούμε; «Ενα από τα κύρια προβλήματα ήταν το γεγονός ότι πολλοί αμερικανοί ιστορικοί και δημοσιογράφοι ταύτισαν το μακαρθισμό με τον Μακάρθι. Και δεν συνειδητοποίησαν ότι ο Μακάρθι ήταν απλώς ένας από τους πιο διαβόητους "επαγγελματίες" αυτής της ευρείας διαδικασίας που ήθελε να ποινικοποιήσει την ελευθερία της έκ- φρασης και να φιμώσει κάθε αριστερή φωνή.
»Ταυτίζοντας την αντικομμουνιστική καταστολή με τον Μακάρθι, πολλοί υποστηρίζουν ότι "Ολο αυτό ήταν μια απλή παρέκκλιση, το αμερικανικό πολιτικό σύστημα είναι πολύ υγιές, ανεχόμαστε τις διαφωνίες και ο Μακάρθι ήταν απλώς ένα τσαρλατάνος". Κάτι που δεν ισχύει. Στην Ευρώπη, αντίθετα, υπήρξε μια πιο ακριβής προσέγγιση και κατανόηση του προβλήματος αυτού, γιατί οι Ευρωπαίοι γνώριζαν καλά τα δομικά ζητήματα της αμερικανικής πολιτικής, σε αντίθεση με τους Αμερικανούς που τα προσέγγιζαν επιφανειακά».
Πιστεύετε ότι, όταν ένας Αμερικανός κατηγορούνταν ως κομμουνιστής, η απώλεια της εργασίας του ήταν η αρχή ενός ντόμινο που οδηγούσε στην πλήρη καταστροφή της ζωής του; Ποιες ήταν οι ευρύτερες επιπτώσεις του μακαρθισμού στο δημοκρατικό πολίτευμα της Αμερικής; «Οσον αφορά το πρώτο ερώτημα, ναι. Εκτός του ότι οι άνθρωποι εκείνοι έχαναν τη δουλειά τους, έμπαιναν στη συνέχεια σε ακραία κοινωνική απομόνωση. Συχνά διαλυόταν ο γάμος τους και ακόμα και οι γείτονές τους σταματούσαν κάθε επαφή μαζί τους. Πολλά θύματα του μακαρθισμού πάλευαν για χρόνια μετά να καθαρίσουν το όνομά τους από τις κατηγορίες εναντίον τους. Οπως προκύπτει από την έρευνά μου, οι βασικές κυρώσεις ήταν οικονομικής φύσεως. Γι' αυτό και ο κόσμος συνήθως έχει την εντύπωση ότι η πολιτική καταστολή στις ΗΠΑ δεν ήταν ακραία· σε αντίθεση με την ΕΣΣΔ, ας πούμε, οι πολιτικά διαφωνούντες δεν βρίσκονταν δολοφονημένοι σε κάποιο υπόγειο ενός κτηρίου της μυστικής αστυνομίας. Δεν υπήρχε αυτού του είδους η πολιτική καταστολή στις ΗΠΑ. Ηταν αρκετά πιο ήπια, με την έννοια ότι περισσότερο οι εργοδότες -παρά το κράτος- επέβαλλαν κυρώσεις στους αμερικανούς πολίτες.
»Ωστόσο, η καταστολή αυτή ήταν εξίσου αποτελεσματική με τη σοβιετική. Να σας δώσω ένα απλό παράδειγμα: όταν στο πανεπιστήμιο ζητώ από τους φοιτητές μου να συζητήσουν για το αντιπολεμικό κίνημα στην Αμε- ρική κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Κορέα, μου απαντάνε, "Δεν υπήρξε κανένα τέτοιο κίνημα". Και τους λέω ότι "Ναι, αυτή είναι η σωστή απάντηση". Δεν υπήρξε κανένα αντιπολεμικό κίνημα στις ΗΠΑ στη διάρκεια του πολέμου στην Κορέα, γιατί τότε ο μακαρθισμός βρισκόταν στο ζενίθ του. Και να σκεφτείτε ότι, στην εποχή του, αυτός ο πόλεμος ήταν τόσο απεχθής στις ΗΠΑ όσο και αργότερα ο πόλεμος στο Βιετνάμ».
Ο «πόλεμος ενάντια στην τρομοκρατία» που κήρυξε η Αμερική μετά την 11η Σεπτεμβρίου, ο οποίος έφερε το Γκουαντάναμο, τις συλλήψεις χωρίς απόδοση κατηγοριών, το Patriot Act στις ΗΠΑ, τον τρομονόμο στην Ε.Ε. κ.λπ., αποτελεί έναν νέου τύπου μακαρθισμό στη χώρα, όπου ο εχθρός κομμουνιστής αντικαταστάθηκε από τον φανατικό μουσουλμάνο τρομοκράτη; «Ο αποκαλούμενος πόλεμος ενάντια στην τρομοκρατία έχει αρκετά στοιχεία που μας φέρνουν στο νου το μακαρθισμό. Πρόσφατα, μάλιστα, οι "Τάιμς της Ν. Υόρκης" μίλησαν σε κάποιο άρθρο τους για μια νομική υπόθεση που αμφισβητεί έναν νόμο του 1996, ο οποίος επιτρέπει στην κυβέρνηση να διώκει ποινικώς άτομα που παρέχουν "υλική υποστήριξη" σε "τρομοκράτες". Και οι πρωταγωνιστές της υπόθεσης αυτής υποστηρίζουν ότι η έννοια των όρων "τρομοκράτης" και "υλική υποστήριξη" είναι τόσο ασαφής, ώστε θυμίζει πολύ τη γλώσσα και τον τρόπο σκέψης κατά την περίοδο του μακαρθισμού, όπου αμερικανοί πολίτες κατηγορούνταν ως "ένοχοι εκ συναναστροφής". Τότε που, οποιοσδήποτε είχε την οποιουδήποτε είδους σχέση με τον κομμουνισμό, έπρεπε να αποβάλλεται από το αμερικανικό πολιτικό σύστημα.
»Τέλος, υπάρχουν κάποιοι παραλληλισμοί με το μακαρθισμό και στον τρόπο με τον οποίο δαιμονοποιούνται οι αντίπαλοι της αμερικανικής πολιτικής στο Ισραήλ. Το σίγουρο είναι πως ο μακαρθισμός προκάλεσε μεγαλύτερες ζημιές στο Σύνταγμα των ΗΠΑ απ' ό,τι το αμερικανικό κομμουνιστικό κόμμα».
Έχει αρχίσει να αλλάζει ή προτίθεται να αλλάξει ο Ομπάμα αυτά τα «κατά Μακάρθι μέτρα πολιτικής καταστολής», με τα οποία η κυβέρνηση Μπους εξαπέλυσε τον πόλεμο κατά κεκτημένων ανθρωπίνων ελευθεριών; «Υπάρχουν κάποιες αλλαγές στις παρυφές του συστήματος. Πρόσφατα, ας πούμε, η κυβέρνηση του Ομπάμα διευκόλυνε την παροχή βίζας προς υψηλά πρόσωπα. Ο Μπους αρνιόταν τη βίζα σε ξένους επιστήμονες με βάση πολιτικά κίνητρα, όπως στην περίπτωση του ελβετού μουσουλμάνου επιστήμονα Ταρίκ Ραμαντάν. Ο Ομπάμα πρόσφατα επέτρεψε στον Ραμαντάν να έρθει να εργαστεί στην Αμερική. Παρόλο, όμως, που υπάρχουν σημάδια βελτίωσης της αμερικανικής κυβέρνησης στα ζητήματα πολιτικών ελευθεριών, δυστυχώς, εξακολουθεί να αρνείται στους πολιτικούς κρατούμενους τα δικαιώματά τους· παραμένει αναμειγμένη σε πολλές ύποπτες υποθέσεις, έχοντας και το Patriot Act ακόμα εν ενεργεία...»
Διακρίνετε ροπή προς το μακαρθισμό και στα αμερικανικά πανεπιστήμια; Η έρευνά σας τα τελευταία χρόνια επικεντρώνεται στο ζήτημα των ακαδημαϊκών ελευθεριών στις ΗΠΑ. Το πρώτο σας βιβλίο μιλούσε για τις επιπτώσεις του μακαρθισμού στα αμερικανικά πανεπιστήμια... «Στο νέο μου βιβλίο, το οποίο θα βγει το φθινόπωρο, μιλάω για το ζήτημα της ακαδημαϊκής ελευθερίας. Αυτό που παρατηρώ -με εξαίρεση τις επιθέσεις σε ακαδημαϊκούς που έχουν κριτική στάση απέναντι στο Ισραήλ- δεν είναι ακριβώς η ίδια πολιτική καταστολή που είδαμε στα αμερικανικά πανεπιστήμια την περίοδο του μακαρθισμού. Αυτό που είναι πάρα πολύ ανησυχητικό στις μέρες μας είναι ότι η δομή της ακαδημαϊκής κοινότητας έχει αλλάξει πολύ λόγω των υποτιθέμενων οικονομικών προβλημάτων τους και εξαιτίας του αυξημένου ρόλου που κατέχουν οι ιδιωτικές εταιρείες με τη χρηματοδότηση ερευνητικών προγραμμάτων στα πανεπιστήμια. Σκεφτείτε, ας πούμε, ότι τα 2/3 του διδακτικού έργου στις ΗΠΑ σήμερα γίνονται από καθηγητές μερικής απασχόλησης ή από εποχικό ακαδημαϊκό προσωπικό. Τα πανεπιστήμια διψάνε για χρηματοδοτήσεις και το προσωπικό τους δεν μπορεί να εκφράζει αντίλογο εξαιτίας της εργασιακής ανασφάλειας. Αυτά είναι τα μεγαλύτερα εμπόδια στην ελευθερία της έκφρασης και στην ακαδημαϊκή ελευθερία στα αμερικανικά πανεπιστήμια αυτήν τη στιγμή».
Τι μας διδάσκει η περίοδος του μακαρθισμού σε σχέση με τις τωρινές προσπάθειες πολλών δυτικών κυβερνήσεων, οι οποίες χρησιμοποιούν ως δικαιολογία την τρο- μοκρατία -εν μέσω μιας μεγάλης οικονομικής κρίσης- για να χρησιμοποιήσουν μια σειρά από κατασταλτικά μέτρα (κάμερες, τράπεζες DNA δεδομένων κ.ά.), που παραβιάζουν τον ιδιωτικό μας βίο και τις πολιτικές μας ελευθερίες; «Οτι το ζήτημα της εθνικής ασφάλειας, είτε χρησιμοποιείται εναντίον του κομμουνισμού είτε εναντίον της "τρομοκρατίας", είναι μια δικαιολογία που επικαλείται μια κυβέρνηση πάντοτε σε περιπτώσεις και σε ιστορικές στιγμές κατά τις οποίες θέλει να πλήξει τις ατομικές και πολιτικές ελευθερίες. Σχεδόν πάντοτε οι κυβερνώντες υποστηρίζουν ότι η εθνική μας ασφάλεια θα πληγεί - εκτός αν τους παραχωρήσουμε ένα μέρος της ελευθερίας μας, προσθέτοντας ότι κάτι τέτοιο θα είναι "παροδικό, αλλά απαραίτητο". Οι πολιτικοί και οι πολίτες στις ΗΠΑ είναι διατεθειμένοι να κάνουν αυτήν την εξαίρεση όσον αφορά την ελευθερία του λόγου. Θα πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί μ' αυτά τα πολύ επικίνδυνα παιχνίδια...»
Το πενάκι που βάφτισε το κυνήγι της «κόκκινης απειλής»
Ο Χέρμπερτ Μπλοκ γεννήθηκε στο Σικάγο το 1909 και είναι ο μεγαλύτερος αμερικανός πολιτικός σκιτσογράφος όλων των εποχών. Το πρώτο του σκίτσο έκανε την εμφάνισή του στην εφημερίδα «Σικάγο Ντέιλι Νιους» το 1929. Ηταν γνωστός με την υπογραφή-παρατσούκλι των σκίτσων του, Herblock. Το κραχ του '29 επηρέασε πάρα πολύ τα προοδευτικά του πιστεύω και το εκρηκτικό περιεχόμενο των σκίτσων του, που εναντιωνόταν στο πολιτικό στάτους κβο της χώρας του - και όχι μόνο. Τα «βέλη» που εκτοξεύονταν απ' το πενάκι του έπληξαν, μεταξύ άλλων, τη φασιστική Γερμανία του Χίτλερ, τους αμερικανούς ρατσιστές, τους φανατικούς θρησκόληπτους και, κυρίως, την υποκρισία και τη διαφθορά των αμερικανών πολιτικών. Οπως είχε δηλώσει, «Τα πολιτικά σκίτσα, σε αντίθεση με τα ηλιακά ρολόγια, δεν δείχνουν τις πιο φωτεινές ώρες, αλλά τις πιο σκοτεινές, με την ελπίδα να μας βοηθήσουν να κινηθούμε σε πιο φωτεινούς καιρούς».
Από το 1946 και για 55 συναπτά έτη, έως το τέλος της 72χρονης καριέρας του, εργαζόταν στην «Ουάσινγκτον Ποστ». Στις 29 Μαρτίου 1950 οι σελίδες της εφημερίδας αποτέλεσαν την κολυμπήθρα στην οποία ο Μπλοκ βάφτισε το μακαρθισμό. Το μένος του ενάντια στον Νίξον ήταν παροιμιώδες, όπως και η απόλυτη ανεξαρτησία που απαιτούσε σε σχέση με τη δουλειά του. Οταν σχεδίασε τον Νίξον να σέρνεται βγαίνοντας έξω από έναν υπόνομο, ο αμερικανός πρόεδρος ακύρωσε, εξοργισμένος, τη συνδρομή του στην εφημερίδα! Στη δεκαετία του '90 τα σκίτσα του Herblock φιλοξενούνταν σε πάνω από 300 εφημερίδες και περιοδικά της Αμερικής.
Πέθανε το 2001 από πνευμονία και έναν χρόνο μετά εκπληρώθηκε η τελευταία του επιθυμία με τα εγκαίνια του Ιδρύματος Χέρμπερτ Μπλοκ. Το ίδρυμα χρηματοδοτήθηκε από την περιουσία του Herblock, ύψους 50 εκατ. δολαρίων, και υποστηρίζει νέους σκιτσογράφους με υποτροφίες και εκπαιδευτικά προγράμματα.
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 18/4/2020
Ο κόσμος από τη σκοπιά της Τουρκίας
Οι διπλωματικές ισορροπίες της Αγκυρας
Της ειδικής WENDY KRISTIANASEN
Στις 21 Ιανουαρίου, το τουρκικό Συνταγματικό Δικαστήριο ανήγγειλε την ακύρωση ενός νόμου ο οποίος περιορίζει τη δικαιοδοσία των στρατοδικείων. Αυτή η απόφαση, όπως εξάλλου και η απαγόρευση του σημαντικότερου κουρδικού κόμματος, επιβεβαιώνει την ύπαρξη εντάσεων οι οποίες συνδέονται με τις απόπειρες εκδημοκρατισμού της πολιτικής ζωής. Αντίθετα, στην Αγκυρα έχει αρχίσει να καλλιεργείται κλίμα συναίνεσης για την εξωτερική πολιτική της χώρας.
«Πρόκειται, προπάντων, για ζήτημα οπτικής», διαβεβαιώνει ο τούρκος υπουργός Εξωτερικών, Αχμέτ Νταβούτογλου. Κι ο τρόπος με τον οποίο βλέπει τα πράγματα δεν είναι καθόλου στενόμυαλος: επιθυμεί την εδραίωση της ειρήνης και της ασφάλειας στην περιοχή και θεωρεί ότι η χώρα του -η οποία είναι ταυτόχρονα μέλος του G20 και του ΝΑΤΟ- διαθέτει όλα τα εχέγγυα για να συμβάλει σε αυτή την εξέλιξη. Ο Νταβούτογλου είναι ο αρχιτέκτονας της νέας πολιτικής της Αγκυρας, η οποία στηρίζεται στην αρχή «μηδέν προβλήματα με τις γειτονικές χώρες» και στη «soft power», την εξουσία που στηρίζεται στην πειθώ και τη διαπραγμάτευση. Υπήρξε ο σημαντικότερος σύμβουλος του τούρκου πρωθυπουργού για τα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής μετά την εντυπωσιακή νίκη του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) στις βουλευτικές εκλογές της 3ης Νοεμβρίου 2002, ενώ, από τον Μάιο του 2009, έχει επιφορτιστεί με το καθήκον της υλοποίησης της συγκεκριμένης πολιτικής.
Ο «διαμεσολαβητής»
Οπως δηλώνει ο Νταβούτογλου, «είμαστε έτοιμοι να αναλάβουμε τον ρόλο του διαμεσολαβητή σε διάφορες συγκρούσεις, χάρη στις στέρεες σχέσεις που έχουμε οικοδομήσει με τις ποικίλες εθνοτικές και θρησκευτικές ομάδες, κυρίως τις τουρκόφωνες (στα Βαλκάνια, τον Καύκασο, τη Ρωσία, την Κύπρο και τη Μέση Ανατολή)». Ομως, οι φιλοδοξίες του δεν σταματούν εδώ: «Εχουμε μια αντίληψη για την ασφάλεια όλων και για την ειρήνη, η οποία προϋποθέτει ταυτόχρονα έναν διάλογο υψηλού επιπέδου σε πολιτικό επίπεδο, μια αλληλεξάρτηση στο οικονομικό επίπεδο, αλλά και το να λαμβάνεται υπόψη η πολιτισμική ποικιλομορφία». Ο Νταβούτογλου δεν είναι πολιτικάντης: είναι ένας πανεπιστημιακός ο οποίος δεν έχει εκλεγεί ποτέ σε κανένα αιρετό αξίωμα. Μάλιστα, δεν περιορίστηκε στην εκπόνηση μιας καινοτόμου εξωτερικής πολιτικής για την Τουρκία, αλλά ανέλαβε και την εφαρμογή της.
Παρουσιάζει δε τον κατάλογο των επιτευγμάτων του: «61 συμφωνίες που έχουν υπογραφεί με τη Συρία· 48 με το Ιράκ· άρση της υποχρέωσης έκδοσης βίζας για τους πολίτες οκτώ γειτονικών χωρών· επίλυση του προβλήματος της προεδρίας του Λιβάνου μαζί με τη Συρία· υπογραφή δύο πρωτοκόλλων με την Αρμενία». Σε αυτά προστίθενται οι απόπειρες διαμεσολάβησης μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων, καθώς και η διεξαγωγή των έμμεσων συνομιλιών μεταξύ Συρίας και Ισραήλ, την περίοδο 2007-2008. Πιστεύει, μάλιστα, πως «βρεθήκαμε πολύ κοντά, όχι σε μια ειρηνευτική συμφωνία, αλλά σε μια συμφωνία που θα επέτρεπε την έναρξη άμεσων διαπραγματεύσεων. Ομως, η επίθεση του Ισραήλ στη Γάζα, τον Δεκέμβριο του 2008, ακύρωσε ό,τι είχαμε πετύχει. Η Γάζα δεν συγκαταλεγόταν στα ζητήματα που συζητούνταν, ωστόσο η επίθεση είχε αρνητικές συνέπειες. Για να είναι αποτελεσματική μια διαμεσολάβηση, πρέπει να υπάρχει βούληση για την επίτευξη ειρήνης. Οταν το Ισραήλ θα έχει αυτή τη βούληση, θα είμαστε έτοιμοι να το ακούσουμε».
Τούρκοι από ολόκληρο το πολιτικό φάσμα συμφωνούν και αναγνωρίζουν στις πρωτοβουλίες του υπουργού τους μια συνοχή η οποία έχει ως κίνητρα τόσο τις οικονομικές φιλοδοξίες και την επιθυμία για μεγιστοποίηση της ασφάλειας της χώρας όσο και μια ξεκάθαρη άποψη για το ποια πρέπει να είναι η θέση της Τουρκίας στην παγκόσμια σκηνή. Αυτή η πολιτική κάνει την εμφάνισή της σε μια κρίσιμη στιγμή: η εξουσία στέλνει το στρατό πίσω στα στρατόπεδά του, ενώ, παράλληλα, αποκαλύπτονται τα σκοτεινά μυστικά που κρύβει το «βαθύ κράτος»(1). Ανοίγει το δρόμο για τον εκδημοκρατισμό των δομών, στηρίζει την ανάδυση νέων ελίτ και την αυξανόμενη παρουσία μιας ιδιαίτερα ενεργής μεσαίας τάξης.
Οπως επισημαίνει ο Ιχσάν Μπαλ, καθηγητής στην Αστυνομική Ακαδημία, «υπάρχει μια νέα δυναμική που τροφοδοτείται από το λαό, αλλά η Δύση δεν την καταλαβαίνει. Εκανε την εμφάνισή της το 2003, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες θέλησαν να χρησιμοποιήσουν την Τουρκία ως βάση για την κατάληψη του Ιράκ. Αυτός που είπε "όχι" ήταν ο λαός, οι βουλευτές και το εκλογικό σώμα που τους ψήφισε».
Ανοιγμα στη Μ. Ανατολή
Θα περίμενε κανείς ότι ο πληθυσμός θα ανησυχούσε κατά κύριο λόγο για την παγκόσμια οικονομική κρίση και την ανεργία, η οποία έχει φτάσει στο 15%, και σίγουρα το 30% στους νέους. Διαπιστώνουμε, όμως, ότι ανησυχεί κυρίως για τη Γάζα. Πριν από έναν χρόνο, πέντε χιλιάδες άτομα υποδέχτηκαν, κραδαίνοντας σημαίες, τον πρωθυπουργό Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος επέστρεφε από το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός. Την 29η Ιανουαρίου του 2009, ο Ερντογάν είχε εγκαταλείψει μια τηλεοπτική συζήτηση με τον ισραηλινό πρόεδρο Σιμόν Πέρες, φωνάζοντάς του: «Αυτή τη στιγμή σκοτώνετε ανθρώπους». Ο παρουσιαστής της εκπομπής δεν του είχε επιτρέψει να αντικρούσει τις που πρόβαλε ο Πέρες για τον πόλεμο ενάντια που είχε εξαπολύσει στη Γάζα έναν μήνα νωρίτερα(2). Οι Τούρκοι ενδιαφέρονται πολύ για την Παλαιστίνη. Εκτιμούν, επίσης, την ειλικρίνεια των αισθημάτων του Ερντογάν, τον χαρισματικό χαρακτήρα του, την ταπεινή καταγωγή του και την έντονη παρουσία της οικογένειάς του.
Ορισμένοι παρατηρητές επισήμαναν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν δυσαρεστήθηκαν από το επεισόδιο ανάμεσα στον Σιμόν Πέρες και τον τούρκο πρωθυπουργό, δεδομένου ότι μετέτρεψε τον τελευταίο σε ήρωα για τον αραβικό και τον μουσουλμανικό κόσμο. Βέβαια, θα προτιμούσαν να δουν την Τουρκία να εκφράζει τη συμπάθειά της και για τη Φατάχ και όχι μονάχα για τη Χαμάς, έτσι ώστε να υπάρξει αναθέρμανση της «ειρηνευτικής διαδικασίας». Ορισμένοι πιστεύουν ότι η υποστήριξη του Ερντογάν στην κυβέρνηση της Χαμάς -η οποία εύκολα διαφαίνεται μέσα από την πρόσκληση προς τον αρχηγό της, Χαλέντ Μεσάαλ, να επισκεφθεί την Αγκυρα- θα αποφέρει και κάποια κέρδη, για παράδειγμα την απελευθέρωση του ισραηλινού στρατιώτη Γκιλάντ Σαλίτ, ο οποίος αιχμαλωτίστηκε στις 25 Ιουνίου του 2006 και κρατείται έκτοτε στη Λωρίδα της Γάζας.
Η άνοδος στην εξουσία του ΑΚΡ, το 2002, δεν εμπόδισε τη διατήρηση στενών σχέσεων με το Ισραήλ, όπως αποδείχθηκε, άλλωστε, και από τις προσπάθειες διαμεσολάβησης με τη Συρία. Ομως, το κλίμα άλλαξε με την ισραηλινή επέμβαση στη Γάζα, το 2008, εξαιτίας της οποίας, μάλιστα, ματαιώθηκαν τα κοινά στρατιωτικά γυμνάσια που είχαν προγραμματιστεί για τον Οκτώβριο του 2009. Τον δε Ιανουάριο του 2010, η Τουρκία αντέδρασε σφοδρότατα στην «ταπεινωτική» μεταχείριση που επεφύλαξε ο ισραηλινός αναπληρωτής υπουργός, Ντανί Αγιαλόν, στον πρεσβευτή της στο Ισραήλ(3). Απείλησε να ανακαλέσει τον διπλωμάτη της και απαίτησε συγνώμη, την οποία και πέτυχε.
Να σηματοδοτούν, άραγε, όλα αυτά μια ριζική αλλαγή στις σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες; Η Μελίχα Αλτουνιζίκ, καθηγήτρια στο Middle East Technical University της Αγκυρας, εξηγεί ότι, μετά τον πόλεμο στη Γάζα, «κάθε κυβέρνηση θα αναγκαζόταν να αλλάξει την πολιτική της και να ασκήσει κριτική στο Ισραήλ, το οποίο, εξάλλου, οδηγείται σε ολοένα μεγαλύτερη απομόνωση, εξαιτίας της στάσης των κυβερνώντων τη χώρα. Με τον Ομπάμα στην εξουσία, η στρατηγική θέση του βρίσκεται σε παρακμή». Πολλοί Τούρκοι υπογραμμίζουν, επίσης, ότι η χώρα τους έχει αποκτήσει μεγαλύτερη σημασία για το Ισραήλ, ακόμα και στο οικονομικό επίπεδο. Θεωρούν δε πιθανό ότι, εάν υπάρξουν συνέπειες, θα πρόκειται απλά για μια υποβάθμιση των σχέσεων ανάμεσα στις δύο χώρες, καθώς δεν επιθυμούν τη διακοπή των σχέσεων με το Ισραήλ· εξάλλου, ούτε και οι υπόλοιποι Αραβες επιθυμούν κάτι τέτοιο.
Οπως παρατηρεί η Αλτουνιζίκ, «οι υπεύθυνοι της περιοχής στρέφονται προς την Τουρκία και την παρακινούν να διαδραματίσει έναν εποικοδομητικό ρόλο. Το κλειδί είναι η οικονομία, όμως σημαντικό ρόλο παίζει και η προσωπικότητα του Ερντογάν. Στο κέντρο της Δαμασκού συνάντησα γυναίκες που για χάρη του μαθαίνουν τουρκικά! Ολα άρχισαν το 2003, όταν η Αγκυρα αντιτάχθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες και αρνήθηκε να τις αφήσει να χρησιμοποιήσουν τη χώρα ως βάση για τον πόλεμο στο Ιράκ. Κυριάρχησε η εντύπωση ότι, σε αντίθεση με από τους άλλους ηγέτες της περιοχής, ο Ερντογάν είχε κατορθώσει να κάνει κάτι.
Οι δύο πόλοι
»Αντίθετα, βλέπουμε ξεκάθαρα τον ανταγωνισμό που αναπτύσσεται ανάμεσα στην Αγκυρα και την Τεχεράνη: με την ανοιχτή υποστήριξή της στη Γάζα, την εμπλοκή της στις διαπραγματεύσεις ανάμεσα στη Συρία και στο Ισραήλ και τη συμβολή της στην επίλυση της κρίσης που προκάλεσε η ανάδειξη προέδρου στον Λίβανο, η Τουρκία προσπάθησε να κερδίσει τις εντυπώσεις και να υποβαθμίσει τον ρόλο του Ιράν. Η Αγκυρα αποκομίζει πολλαπλά πλεονεκτήματα από την επιθυμία της να επιλυθούν τα προβλήματα μέσα από τη συνεργασία: την ανάπτυξη των σχέσεών της με τις αραβικές χώρες και το Ιράν, οικονομικά οφέλη, αλλά και την εξασφάλιση της σταθερότητας σε αυτή την περιοχή του κόσμου. Για την Τουρκία, πρόκειται για μια στρατηγική από την οποία, μακροπρόθεσμα, θα βγουν όλοι κερδισμένοι».
Ουσιαστικά, το μόνο ζήτημα εξωτερικής πολιτικής που διαιρεί τους Τούρκους είναι το Ιράν. Για τον Γιαβούζ Μπαϊντάρ, πολιτικό σχολιαστή της «Today's Zaman», μιας αγγλόφωνης ημερήσιας εφημερίδας που πρόσκειται στην κυβέρνηση, δεν πρέπει να ανησυχούμε για όσα συμβαίνουν ανάμεσα στον Ερντογάν και τον πρόεδρο Μαχμούντ Αχμαντινεζάντ: «Και οι δύο έχουν λαϊκή καταγωγή και φέρονται σαν συνηθισμένοι άνθρωποι, αν και καθένας τους τρέφει δυσπιστία για τον άλλο». Για ορισμένους, οι απόπειρες διαμεσολάβησης στο ζήτημα των πυρηνικών του Ιράν είναι, στην καλύτερη περίπτωση, αφελείς, ενώ στη χειρότερη επικίνδυνες. Οι αποκλίσεις στις εκτιμήσεις αντανακλούν τις δυσκολίες που υπάρχουν στο να κατανοηθούν οι φιλοδοξίες της Τεχεράνης, καθώς επίσης και το φόβο μήπως πυροδοτηθεί μια εκρηκτική κατάσταση σε μια περιοχή που γειτονεύει με την Τουρκία.
Από τις αραβικές χώρες, εκείνη που κάνει τους Τούρκους να ονειρεύονται είναι η Συρία. Στην πανεπιστημιούπολη, οι καθηγητές μιλάνε για το ταξίδι τους στη Δαμασκό. Αν αναλογιστεί κανείς τις, για μεγάλο χρονικό διάστημα, κακές σχέσεις που υπήρχαν ανάμεσα στις δύο χώρες -με τους Σύριους να υποστηρίζουν το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (ΡΚΚ) τη δεκαετία του 1980, τις διεκδικήσεις της Δαμασκού στο Χατάι (Αλεξανδρέτα)(4) ή ακόμα το ζήτημα της μοιρασιάς των υδάτινων αποθεμάτων- η σημερινή εξέλιξη μπορεί να θεωρηθεί ένα πραγματικό θαύμα.
Οσον αφορά τη Βαγδάτη, το ενδιαφέρον για τις οικονομικές και τις κοινωνικές σχέσεις, όπως επίσης και οι προσπάθειες της Τουρκίας να πείσουν τις ομάδες των σουνιτών να καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, έχουν ως αποτέλεσμα να επικρατεί μια σχετική ηρεμία στην τουρκοϊρακινή μεθόριο, ενώ έχει γίνει απόλυτα σαφές ότι δεν πρόκειται να επαναληφθούν στο εξής ενέργειες όπως η τουρκική επίθεση που πραγματοποιήθηκε το 2007 στο Βόρειο Ιράκ εναντίον των ανταρτών του ΡΚΚ. Ομως, η Τουρκία αναπτύσσει τις σχέσεις της και με χώρες της Αφρικής, κυρίως με τη Λιβύη και το Σουδάν. Βέβαια, ο τούρκος πρωθυπουργός διέπραξε πρόσφατα μια «γκάφα» απέναντι στο Σουδάν: Στις 9 Νοεμβρίου του 2009, δήλωσε ότι τα εγκλήματα πολέμου των Ισραηλινών ήταν χειρότερα κι από εκείνα για τα οποία κατηγορείται ο πρόεδρος Ομάρ Αλ Μπασίρ από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο(5). Τέλος, η παρουσία 1.700 τούρκων στρατιωτών στο Αφγανιστάν, στους οποίους ανατίθενται «μη μαχητικές αποστολές», συμβάλλει στη δημιουργία μιας θετικής εικόνας για την Αγκυρα σε ολόκληρη την περιοχή.
Ομως, η Τουρκία δεν έχει στραμμένο το βλέμμα της μονάχα στον μουσουλμανικό κόσμο. Στρέφει, επίσης, το ενδιαφέρον της προς τη Ρωσία, τη Σερβία, τη Γεωργία, ακόμα και την Αρμενία. Με την τελευταία, στις 10 Οκτωβρίου του 2009, υπογράφηκαν δύο πρωτόκολλα για την έναρξη διπλωματικών σχέσεων και για το άνοιγμα των συνόρων. Τέλος, όσον αφορά το ακανθώδες ζήτημα της Κύπρου, αρχίζει να διαφαίνεται η ελπίδα ότι, με τον έλληνα πρωθυπουργό, Γιώργο Παπανδρέου, είναι δυνατόν να υπάρξει πρόοδος σε κάποια σημεία.
Σε νέα γραμμή
Αντανακλά, άραγε, η νέα γραμμή της τουρκικής διπλωματίας και οι φιλοδοξίες της να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην Ανατολή και τον Νότο, την αναγέννηση μιας «οθωμανικής αποστολής»(6), όπως αφήνουν να εννοηθεί κάποια διάσπαρτα άρθρα του δυτικού τύπου; Η έννοια δεν εμφανίζεται ούτε στο λεξιλόγιο, ούτε στην προβληματική των ηγετών και του λαού της Τουρκίας. Για τον Τεμέλ Ισκίτ, πρώην διπλωμάτη, που υπήρξε, τη δεκαετία του 1980, ο πρώτος γενικός διευθυντής του υπουργείου Ευρωπαϊκών Υποθέσεων, οι κατηγορίες περί «νεο-οθωμανισμού» αποσκοπούν στη δημιουργία της εντύπωσης ότι «η Τουρκία εξισλαμίζεται και δεν επιμένει πλέον να ενταχθεί στην Ευρώπη». Κατά τη γνώμη του, είναι αδικαιολόγητες και «προέρχονται από τις πρωτεύουσες που απορρίπτουν την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση, καθώς και από τον φιλοϊσραηλινό αμερικανικό τύπο».
Στο παρελθόν, ο Ισκίτ ήταν ένας από τους συμπαθούντες του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος του Λαού (CHP), κεντροαριστερού κινήματος της κοσμικής αντιπολίτευσης, το οποίο κατάγεται από το κόμμα που είχε ιδρύσει ο «Πατέρας της Ανεξαρτησίας», Μουσταφά Κεμάλ, ο επονομαζόμενος Ατατούρκ, και το οποίο είχε επιβάλει στη χώρα μονοκομματικό καθεστώς. Οπως και πολλοί άλλοι, έχασε την εμπιστοσύνη του, τόσο στη γραμμή του κόμματος, όσο και στον ηγέτη του, Ντενίζ Μπαϊκάλ. «Επειτα από μια ολόκληρη ζωή που πέρασα υπερασπιζόμενος όσα ζητήματα αποτελούσαν ταμπού για τη χώρα (την Αρμενία, την Κύπρο, τους Κούρδους), αναθεώρησα τις απόψεις μου και αποφάσισα να εκφραστώ». Σήμερα, αρθρογραφεί στην «Taraf», μια ανεξάρτητη ημερήσια εφημερίδα της Κωνσταντινούπολης(7).
Αποτελεί, μήπως, η νέα στάση της Τουρκίας στη διεθνή σκηνή μια αλλαγή στρατηγικού προσανατολισμού; Ο Ισκίτ θεωρεί ότι «η Τουρκία κατείχε ανέκαθεν μια κομβική γεωπολιτική θέση. Ομως, εξαιτίας του ''νεαρού'' της ηλικίας της, καθώς και του αγώνα της για την ανεξαρτησία την επομένη του Α' Παγκόσμιου Πολέμου, αλλά και στη συνέχεια εξαιτίας του ψυχρού πολέμου, η χώρα μας βρισκόταν διαρκώς σε αμυντική θέση. Αυτό που άλλαξε ήταν το γεγονός ότι άρχισε να εκδημοκρατίζεται χάρη στα κριτήρια της Κοπεγχάγης(8), τα οποία υιοθετήθηκαν πριν από την άνοδο του ΑΚΡ στην εξουσία, ενώ, κατόπιν, ο στρατός συναίνεσε στο να σταματήσει κάθε ανάμειξή του στην πολιτική ζωή της χώρας. Αυτός ο εκδημοκρατισμός οδήγησε σε μια νέα νοοτροπία συνεργασίας και διαπραγμάτευσης».
Κοινή γλώσσα
Ο Καντρί Γκιουρσέλ, αρθρογράφος τη ημερήσιας εφημερίδας «Milliyet», η οποία υπεραμύνεται του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους, αλλά και δημοφιλής τηλεοπτικός σχολιαστής, δηλώνει ότι «ο σημερινός προσανατολισμός της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής θα είχε υιοθετηθεί από οποιαδήποτε κυβέρνηση». Και προσθέτει: «Τα ατού μας στην εξωτερική πολιτική πολλαπλασιάστηκαν από την καλπάζουσα οικονομική ανάπτυξη της διετίας 2002-2003, από την έναρξη των διαπραγματεύσεων για την ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ενωση και από την επίλυση ενός μείζονος προβλήματος ασφαλείας με τη σύλληψη του Αμπντουλάχ Οτζαλάν(9). Γινόμαστε μάρτυρες της φυσικής προσαρμογής της Τουρκίας στην πραγματικότητα της μεταψυχροπολεμικής εποχής και της παγκοσμιοποίησης, οι οποίες δημιούργησαν μια νέα δυναμική. Ομως, ένα κοσμικό κόμμα δεν θα είχε κατορθώσει να επωφεληθεί τόσο πολύ από την κατάσταση, ενώ το ΑΚΡ αισθάνεται εξαιρετικά άνετα στη Μέση Ανατολή, κυρίως με τους Σουνίτες». Ωστόσο, κατά τη γνώμη του, παρά το γεγονός ότι, για παράδειγμα, αρκετοί υπουργοί και σύμβουλοι μιλούν την αραβική γλώσσα, δεν υπάρχει «αραβικός άξονας», ούτε και αλλαγή στις συμμαχίες.
Θεωρεί δε ότι η οικονομική κατάσταση της Τουρκίας εξηγεί πολλά. «Είναι καταδικασμένη σε μια σταυροφορία η οποία θα στηρίζεται στις εξαγωγές, δεδομένου ότι δεν υπάρχει δομή εσωτερικής αποταμίευσης. Συνεπώς, οφείλει να βρει νέες αγορές, κυρίως στη Μέση Ανατολή. Σε γενικές γραμμές, αυτό λειτούργησε καλά: Τα μέλη της κυβέρνησης διαχειρίζονται σωστά την οικονομία και γνωρίζουν καλά ποιες είναι οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη του εμπορίου. Εχουν, βέβαια, την τάση να κατευθύνουν όλα τα κέρδη στους δικούς τους ανθρώπους. Με αυτόν τον τρόπο, βοηθούν την κοινωνική βάση του ΑΚΡ στην Ανατολία να δημιουργήσει μια νέα μεσαία τάξη, πράγμα που αποτελεί μία από τις βάσεις για την ανάπτυξη μιας σταθερής δημοκρατίας».
Οσο για τον Σολί Οζέλ, καθηγητή διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Bilgi της Κωνσταντινούπολης, θεωρεί ότι η Δύση δυσκολεύεται να αποδεχθεί μια Τουρκία η οποία θα αποφασίζει η ίδια για τις προτεραιότητές της. Το ΑΚΡ, το οποίο διατηρεί πολύ καλές σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες, επιθυμεί τη σταθερότητα και τη δημιουργία μιας ζώνης ευημερίας και ασφάλειας στην περιοχή, αντίθετα από τις επιδιώξεις του Ισραήλ και του Ιράν. Ο Οζέλ, ο οποίος υπογραμμίζει ότι υπάρχει συνέχεια στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας, επισημαίνει, ωστόσο, ότι «το ΑΚΡ έδωσε μια θεωρητική υπόσταση σε όλα αυτά τα ζητήματα, με καλύτερο τρόπο απ' ό,τι οι υπόλοιποι».
«Το ζήτημα του "δυτικού" χαρακτήρα της Τουρκίας αφορά λιγότερο τον στρατηγικό προσανατολισμό της και περισσότερο το εάν θα γίνει μια πραγματική δυτική χώρα. Εάν η Ευρωπαϊκή Ενωση αρνηθεί να βοηθήσει επειδή δεν κατανοεί σωστά τις κινήσεις της Τουρκίας -οι οποίες, ωστόσο, συμβαδίζουν με τα συμφέροντα της Δύσης- το μεγαλύτερο μέρος των διεθνών σχέσεών μας θα διεξάγεται μέσω των Ηνωμένων Πολιτειών. Αν φτάσουμε σε αυτό το σημείο, θα επιμείνει, άραγε, η Ουάσιγκτον να γίνει η Τουρκία μια πραγματικά δυτική και δημοκρατική χώρα; Οταν οι ΗΠΑ αρχίσουν να παρακινούν την Ε.Ε. να κάνει προόδους στο ζήτημα της ένταξης της Τουρκίας, θα είναι η απόδειξη ότι όντως φτάσαμε στο εν λόγω σημείο».
Ελπίδες στον Ομπάμα
Η Αγκυρα ελπίζει ότι ο Ομπάμα θα τα καταφέρει καλύτερα από τον Τζορτζ Μπους. Ο Γιασμίν Κονγκάρ, αρχισυντάκτης της «Taraf» και ειδικός στα ζητήματα των Ηνωμένων Πολιτειών, εξηγεί ότι «ο τρόπος με τον οποίο βλέπει τα πράγματα διαφέρει. Επιπλέον, έχει και ορισμένα ατού: την καταγωγή του, την πολυπολιτισμική παιδεία του και τις γνώσεις του για τον μουσουλμανικό κόσμο. Οι Τούρκοι δεν ξεχνούν ότι ονομάζεται Χουσεΐν». Ο λόγος του στο Κάιρο, τον Μάιο του 2009, υπέρ ενός διαλόγου με το Ισλάμ και του σεβασμού των ατομικών δικαιωμάτων, απηχεί τις ανησυχίες και της Αγκυρας. Εντούτοις, η αποτυχία του να αποσπάσει από το Ισραήλ την ολοκληρωτική διακοπή του εποικισμού στην Παλαιστίνη και η απόφασή του να στείλει επιπλέον στρατεύματα στο Αφγανιστάν, έχουν απογοητεύσει. Συνεπώς, αν ο Λευκός Οίκος θέλει να διαλύσει τη δυσπιστία της τουρκικής γνώμης, πρέπει να στείλει ξεκάθαρα μηνύματα για το παλαιστινιακό ζήτημα.
Η πικρία για τη στάση της Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι υπαρκτή και κάνει την εμφάνισή της σε κάθε συζήτηση για την εξωτερική πολιτική. Οι κατηγορίες που απευθύνονται στην κυβέρνηση -ότι, δηλαδή, δεν επιδίωξε την ένταξη στην Ενωση με αρκετό ενθουσιασμό- δεν έχουν πια κανένα βάρος, από τη στιγμή που ο Νικολά Σαρκοζί και η Αγκελα Μέρκελ τάχθηκαν υπέρ του «Οχι». Η ιδέα ότι -με το ενισχυμένο κύρος της στην περιοχή και κυρίως στη Μέση Ανατολή- η χώρα θα είναι σε θέση να προσφέρει περισσότερα στην Ενωση, γίνεται ευκολότερα αποδεκτή. Το ίδιο ισχύει και για την άποψη πως, παρά το γεγονός ότι η Τουρκία δεν θα προσκληθεί να ενταχθεί στην Ε.Ε., ο ρόλος της στη διεθνή σκηνή θα διευρυνθεί.
Ο Ζαφάρ Γιαβάν, γενικός γραμματέας του Συνδέσμου των Βιομηχάνων και των Επιχειρηματιών της Τουρκίας (TUSIAD), που ελέγχεται παραδοσιακά από τις παλιές κοσμικές οικογένειες της Κωνσταντινούπολης, εκφράζει τη δυσαρέσκειά του, επειδή «η κυβέρνηση δεν κινήθηκε αρκετά γρήγορα στο ζήτημα της Ε.Ε., ιδιαίτερα όσον αφορά τις δημόσιες προμήθειες και τα υπόλοιπα οικονομικά ζητήματα, γεγονός που δημιούργησε αμφιβολίες για την αφοσίωσή της σε αυτήν την προοπτική». Ωστόσο, μετριάζει αμέσως αυτές τις κατηγορίες υπογραμμίζοντας ότι «για την επιβράδυνση της διαδικασίας σύγκλισης ευθύνεται περισσότερο ο Σαρκοζί και λιγότερο η Τουρκία. Είτε με αυτήν την κυβέρνηση είτε χωρίς αυτήν, η Τουρκία θα προοδεύσει, γιατί οι προσπάθειες για τον εκδημοκρατισμό της χώρας που επιχειρήθηκαν από το ΑΚΡ θα συνεχιστούν- είναι μια διαδικασία που δεν μπορεί να αναστραφεί. Ο ρυθμός των μεταρρυθμίσεων και η επιμονή με την οποία προωθήθηκαν δεν μπορούν να συγκριθούν, σε καμία περίπτωση, με τις ενέργειες των προηγούμενων κυβερνήσεων».
Η Αϊσά Τσελικέλ, πρώην υπουργός Δικαιοσύνης του CHP, έχει κάθε λόγο να αντιτίθεται στην κυβέρνηση του ΑΚΡ, ιδιαίτερα επειδή διευθύνει μια οργάνωση (Cagdas Yasam Dernegi) που προσφέρει ουδετερόθρησκη εκπαίδευση σε νεαρές κοπέλες. Ο φορέας βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπος με «τις πιέσεις που του ασκεί η εξουσία. Δεκατέσσερις υπάλληλοι της οργάνωσης συνελήφθησαν από την αστυνομία χωρίς να τους έχει γνωστοποιηθεί η κατηγορία που τους βαρύνει». Μας παρουσιάζεται ως «κεμαλίστρια, αλλά ανοιχτόμυαλη» και αναγνωρίζει ότι «με την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ενωση να έχει περάσει σε δεύτερη μοίρα, η κυβέρνηση έχει επιδοθεί σε ένα εξισορροπιστικό εγχείρημα, με ανοίγματα προς την Ανατολή και τον Νότο». Ωστόσο, διευκρινίζει: «Οσο η κυβέρνηση δεν απομακρύνεται περισσότερο από την Ευρώπη ή δεν προσεγγίζει περισσότερο το Ιράν, εγώ είμαι σύμφωνη».
Και ποια είναι άραγε η γνώμη του Αρμαγκάν Κούλογλου, απόστρατου στρατηγού και ενός από τα σημαντικότερα μέλη του νεοσύστατου Κέντρου Στρατηγικών Μελετών για τη Μέση Ανατολή; Αυτοχαρακτηρίζεται ως «Ataturkcu» («πιστός στον Ατατούρκ»), αλλά όχι «κεμαλιστής», εννοώντας «υπεράσπιση του τουρκικού έθνους σε εθνοτική βάση». Σίγουρα θέλει να ασκήσει κριτική σε ορισμένα ζητήματα; Φυσικά, υπερασπίζεται τα παλιά δόγματα: «Η Βόρεια Κύπρος πρέπει να αναγνωριστεί ως κράτος· δεν υφίσταται κουρδικό πρόβλημα· η Αρμενία οφείλει να σταματήσει να υποστηρίζει ότι υπήρξε γενοκτονία...» Αλλά, ακόμα κι αυτός εκτιμά ότι «δεν παρατηρείται καμία αλλαγή προσανατολισμού στις συμμαχίες, ούτε και ανατροπή τους. Απλούστατα, η κυβέρνηση επιδιώκει να αναπτύξει καλές σχέσεις με τις γειτονικές χώρες, και είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο », χάρη στην εξέλιξη της Συρίας, του Ιράκ και του Ιράν. Δεν ασκεί καν κριτική στην κυβερνητική πολιτική πάνω στο ζήτημα της Ε.Ε., «εκτός από τις περιπτώσεις όπου κάνει παραχωρήσεις». Κι όπως εξηγεί, «θα ήταν ευχής έργο να μην ενταχθεί η Τουρκία στην Ευρωπαϊκή Ενωση, επειδή αυτό θα σήμαινε ότι παραχωρούμε ένα μέρος της εθνικής μας κυριαρχίας. Και, δεδομένου ότι δεν είμαστε ούτε Ολλανδία ούτε Ιταλία, η παραχώρηση θα είχε επιπτώσεις στην ασφάλειά μας». Αν και υπερασπίζεται τον παραδοσιακό ρόλο που διαδραμάτιζε ο στρατός παρεμβαίνοντας στην πολιτική, ο Κούλογλου συμφωνεί ότι ο στρατός χάνει την επιρροή του και ότι στο εσωτερικό του υπάρχουν «ορισμένες φιλόδοξες συμπεριφορές, οι οποίες επιβεβαιώνονται και από την υπόθεση Εργκένεκον».
Κίνηση ζογκλέρ
Πολλοί Τούρκοι φοβούνται ότι η κυβέρνηση του ΑΚΡ μοιάζει με ζογκλέρ που παίζει με υπερβολικά πολλές μπάλες και, συνεπώς, στο τέλος, μερικές από αυτές θα πέσουν κάτω. Ορισμένοι δεν συμφωνούν με την ιδέα περί «μηδενικών προβλημάτων με τις γειτονικές χώρες» και «εγκατάλειψης του μαστίγιου», με άλλα λόγια, με την επίλυση των συγκρούσεων δια της πειθούς και των οικονομικών πλεονεκτημάτων. Κι αν το καρότο δεν λειτουργεί χωρίς το μαστίγιο; Κι αν η Τουρκία κινδυνεύσει επειδή υπερεκτίμησε τη δυναμική «soft power» που διαθέτει;
Με τον τρόπο της, η Αλτουνιζίκ δίνει μια απάντηση σε αυτούς τους φόβους: «Το ερώτημα είναι ακόμα πρόωρο. Κι ύστερα, δεν λαμβάνει υπόψη το ουσιώδες: Ο τρόπος με τον οποίο διεξάγεται η εξωτερική πολιτική είναι εξίσου σημαντικός με τα αποτελέσματα που επιτυγχάνονται τελικά. Η Τουρκία θεωρούνταν από όλους τους γείτονές της περιφερειακή δύναμη. Σήμερα, δεν μπορεί κανείς να συζητήσει για το μέλλον πολλών περιοχών του κόσμου χωρίς να αναφερθεί σε αυτήν».
(1) Η υπόθεση Εργκένεκον έφερε στο φως της δημοσιότητας μια συνωμοσία των στρατιωτικών που αποσκοπούσε στην αποσταθεροποίηση του ΑΚΡ. Ενας από τους κυριότερους επιδιωκόμενους στόχους ήταν η δολοφονία του αναπληρωτή πρωθυπουργού Μπουλέντ Αρίνκ. Οι έρευνες που διεξήχθησαν επέτρεψαν να πέσει φως στις επιχειρήσεις για την αντιμετώπιση του αντάρτικου που διεξήχθησαν στο Τουρκικό Κουρδιστάν και απειλούν να αποκαλύψουν τις δραστηριότητες αυτού που οι Τούρκοι αποκαλούν «βαθύ κράτος»: Πρόκειται για μια συμμαχία στρατιωτικών και μαφιόζων, η οποία κατηγορείται ότι κινεί τα νήματα από το παρασκήνιο. Βλέπε, για παράδειγμα, «State's dirty laundry might come out with "cosmic room" search», «Sunday's Zaman», Κωνσταντινούπολη, 3 Ιανουαρίου 2010.
(2) Μπορεί να δει κανείς τα βίντεο στο http://www.youtube.com/watch?v=OrbQsHkVQ_4.
(3) Ο πρεσβευτής αναγκάστηκε να περιμένει για μεγάλο χρονικό διάστημα σε έναν διάδρομο. Στη συνέχεια, ενώπιον των δημοσιογράφων, ο Αγιαλόν αρνήθηκε να του σφίξει το χέρι και τον ανάγκασε να καθίσει σε ένα κάθισμα χαμηλότερο από το δικό του. Στο γραφείο του υπήρχε μονάχα η ισραηλινή σημαία. Ο αναπληρωτής υπουργός κατηγορούσε την Τουρκία για τη μετάδοση από ιδιωτικό τηλεοπτικό σταθμό μιας τηλεταινίας η οποία θεωρήθηκε αντισημιτική, καθώς επίσης και για την κριτική που άσκησε ξανά στο Ισραήλ ο πρωθυπουργός Ερντογάν έπειτα από μια ισραηλινή επιδρομή στη Λωρίδα της Γάζας.
(4) Η επαρχία βρισκόταν υπό γαλλική κατοχή μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και παραχωρήθηκε στην Τουρκία το 1939, παρά το γεγονός ότι διεκδικούνταν από τους σύριους εθνικιστές.
(5) «Today's Zaman», Κωνσταντινούπολη, 10 Νοεμβρίου 2009.
(6) Βλέπε Delphine Stauss, «Turkey's Ottoman mission», «Financial Times», Λονδίνο, 23 Νοεμβρίου 2009.
(7) Από τον Ιανουάριο του 2010, στην «Taraf» δημοσιεύεται η τουρκική έκδοση της «Le Monde diplomatique».
(8) Τα κριτήρια για την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ενωση, όπως καθορίστηκαν στην Κοπεγχάγη, το 1993, περιλαμβάνουν τρεις κατηγορίες: πολιτική, οικονομία, αποδοχή του κοινοτικού κεκτημένου.
(9) Ηγέτης του ΡΚΚ, ο οποίος συνελήφθη τον Φεβρουάριο του 1999.
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 18/4/2010
Της ειδικής WENDY KRISTIANASEN
Στις 21 Ιανουαρίου, το τουρκικό Συνταγματικό Δικαστήριο ανήγγειλε την ακύρωση ενός νόμου ο οποίος περιορίζει τη δικαιοδοσία των στρατοδικείων. Αυτή η απόφαση, όπως εξάλλου και η απαγόρευση του σημαντικότερου κουρδικού κόμματος, επιβεβαιώνει την ύπαρξη εντάσεων οι οποίες συνδέονται με τις απόπειρες εκδημοκρατισμού της πολιτικής ζωής. Αντίθετα, στην Αγκυρα έχει αρχίσει να καλλιεργείται κλίμα συναίνεσης για την εξωτερική πολιτική της χώρας.
«Πρόκειται, προπάντων, για ζήτημα οπτικής», διαβεβαιώνει ο τούρκος υπουργός Εξωτερικών, Αχμέτ Νταβούτογλου. Κι ο τρόπος με τον οποίο βλέπει τα πράγματα δεν είναι καθόλου στενόμυαλος: επιθυμεί την εδραίωση της ειρήνης και της ασφάλειας στην περιοχή και θεωρεί ότι η χώρα του -η οποία είναι ταυτόχρονα μέλος του G20 και του ΝΑΤΟ- διαθέτει όλα τα εχέγγυα για να συμβάλει σε αυτή την εξέλιξη. Ο Νταβούτογλου είναι ο αρχιτέκτονας της νέας πολιτικής της Αγκυρας, η οποία στηρίζεται στην αρχή «μηδέν προβλήματα με τις γειτονικές χώρες» και στη «soft power», την εξουσία που στηρίζεται στην πειθώ και τη διαπραγμάτευση. Υπήρξε ο σημαντικότερος σύμβουλος του τούρκου πρωθυπουργού για τα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής μετά την εντυπωσιακή νίκη του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) στις βουλευτικές εκλογές της 3ης Νοεμβρίου 2002, ενώ, από τον Μάιο του 2009, έχει επιφορτιστεί με το καθήκον της υλοποίησης της συγκεκριμένης πολιτικής.
Ο «διαμεσολαβητής»
Οπως δηλώνει ο Νταβούτογλου, «είμαστε έτοιμοι να αναλάβουμε τον ρόλο του διαμεσολαβητή σε διάφορες συγκρούσεις, χάρη στις στέρεες σχέσεις που έχουμε οικοδομήσει με τις ποικίλες εθνοτικές και θρησκευτικές ομάδες, κυρίως τις τουρκόφωνες (στα Βαλκάνια, τον Καύκασο, τη Ρωσία, την Κύπρο και τη Μέση Ανατολή)». Ομως, οι φιλοδοξίες του δεν σταματούν εδώ: «Εχουμε μια αντίληψη για την ασφάλεια όλων και για την ειρήνη, η οποία προϋποθέτει ταυτόχρονα έναν διάλογο υψηλού επιπέδου σε πολιτικό επίπεδο, μια αλληλεξάρτηση στο οικονομικό επίπεδο, αλλά και το να λαμβάνεται υπόψη η πολιτισμική ποικιλομορφία». Ο Νταβούτογλου δεν είναι πολιτικάντης: είναι ένας πανεπιστημιακός ο οποίος δεν έχει εκλεγεί ποτέ σε κανένα αιρετό αξίωμα. Μάλιστα, δεν περιορίστηκε στην εκπόνηση μιας καινοτόμου εξωτερικής πολιτικής για την Τουρκία, αλλά ανέλαβε και την εφαρμογή της.
Παρουσιάζει δε τον κατάλογο των επιτευγμάτων του: «61 συμφωνίες που έχουν υπογραφεί με τη Συρία· 48 με το Ιράκ· άρση της υποχρέωσης έκδοσης βίζας για τους πολίτες οκτώ γειτονικών χωρών· επίλυση του προβλήματος της προεδρίας του Λιβάνου μαζί με τη Συρία· υπογραφή δύο πρωτοκόλλων με την Αρμενία». Σε αυτά προστίθενται οι απόπειρες διαμεσολάβησης μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων, καθώς και η διεξαγωγή των έμμεσων συνομιλιών μεταξύ Συρίας και Ισραήλ, την περίοδο 2007-2008. Πιστεύει, μάλιστα, πως «βρεθήκαμε πολύ κοντά, όχι σε μια ειρηνευτική συμφωνία, αλλά σε μια συμφωνία που θα επέτρεπε την έναρξη άμεσων διαπραγματεύσεων. Ομως, η επίθεση του Ισραήλ στη Γάζα, τον Δεκέμβριο του 2008, ακύρωσε ό,τι είχαμε πετύχει. Η Γάζα δεν συγκαταλεγόταν στα ζητήματα που συζητούνταν, ωστόσο η επίθεση είχε αρνητικές συνέπειες. Για να είναι αποτελεσματική μια διαμεσολάβηση, πρέπει να υπάρχει βούληση για την επίτευξη ειρήνης. Οταν το Ισραήλ θα έχει αυτή τη βούληση, θα είμαστε έτοιμοι να το ακούσουμε».
Τούρκοι από ολόκληρο το πολιτικό φάσμα συμφωνούν και αναγνωρίζουν στις πρωτοβουλίες του υπουργού τους μια συνοχή η οποία έχει ως κίνητρα τόσο τις οικονομικές φιλοδοξίες και την επιθυμία για μεγιστοποίηση της ασφάλειας της χώρας όσο και μια ξεκάθαρη άποψη για το ποια πρέπει να είναι η θέση της Τουρκίας στην παγκόσμια σκηνή. Αυτή η πολιτική κάνει την εμφάνισή της σε μια κρίσιμη στιγμή: η εξουσία στέλνει το στρατό πίσω στα στρατόπεδά του, ενώ, παράλληλα, αποκαλύπτονται τα σκοτεινά μυστικά που κρύβει το «βαθύ κράτος»(1). Ανοίγει το δρόμο για τον εκδημοκρατισμό των δομών, στηρίζει την ανάδυση νέων ελίτ και την αυξανόμενη παρουσία μιας ιδιαίτερα ενεργής μεσαίας τάξης.
Οπως επισημαίνει ο Ιχσάν Μπαλ, καθηγητής στην Αστυνομική Ακαδημία, «υπάρχει μια νέα δυναμική που τροφοδοτείται από το λαό, αλλά η Δύση δεν την καταλαβαίνει. Εκανε την εμφάνισή της το 2003, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες θέλησαν να χρησιμοποιήσουν την Τουρκία ως βάση για την κατάληψη του Ιράκ. Αυτός που είπε "όχι" ήταν ο λαός, οι βουλευτές και το εκλογικό σώμα που τους ψήφισε».
Ανοιγμα στη Μ. Ανατολή
Θα περίμενε κανείς ότι ο πληθυσμός θα ανησυχούσε κατά κύριο λόγο για την παγκόσμια οικονομική κρίση και την ανεργία, η οποία έχει φτάσει στο 15%, και σίγουρα το 30% στους νέους. Διαπιστώνουμε, όμως, ότι ανησυχεί κυρίως για τη Γάζα. Πριν από έναν χρόνο, πέντε χιλιάδες άτομα υποδέχτηκαν, κραδαίνοντας σημαίες, τον πρωθυπουργό Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος επέστρεφε από το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός. Την 29η Ιανουαρίου του 2009, ο Ερντογάν είχε εγκαταλείψει μια τηλεοπτική συζήτηση με τον ισραηλινό πρόεδρο Σιμόν Πέρες, φωνάζοντάς του: «Αυτή τη στιγμή σκοτώνετε ανθρώπους». Ο παρουσιαστής της εκπομπής δεν του είχε επιτρέψει να αντικρούσει τις που πρόβαλε ο Πέρες για τον πόλεμο ενάντια που είχε εξαπολύσει στη Γάζα έναν μήνα νωρίτερα(2). Οι Τούρκοι ενδιαφέρονται πολύ για την Παλαιστίνη. Εκτιμούν, επίσης, την ειλικρίνεια των αισθημάτων του Ερντογάν, τον χαρισματικό χαρακτήρα του, την ταπεινή καταγωγή του και την έντονη παρουσία της οικογένειάς του.
Ορισμένοι παρατηρητές επισήμαναν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν δυσαρεστήθηκαν από το επεισόδιο ανάμεσα στον Σιμόν Πέρες και τον τούρκο πρωθυπουργό, δεδομένου ότι μετέτρεψε τον τελευταίο σε ήρωα για τον αραβικό και τον μουσουλμανικό κόσμο. Βέβαια, θα προτιμούσαν να δουν την Τουρκία να εκφράζει τη συμπάθειά της και για τη Φατάχ και όχι μονάχα για τη Χαμάς, έτσι ώστε να υπάρξει αναθέρμανση της «ειρηνευτικής διαδικασίας». Ορισμένοι πιστεύουν ότι η υποστήριξη του Ερντογάν στην κυβέρνηση της Χαμάς -η οποία εύκολα διαφαίνεται μέσα από την πρόσκληση προς τον αρχηγό της, Χαλέντ Μεσάαλ, να επισκεφθεί την Αγκυρα- θα αποφέρει και κάποια κέρδη, για παράδειγμα την απελευθέρωση του ισραηλινού στρατιώτη Γκιλάντ Σαλίτ, ο οποίος αιχμαλωτίστηκε στις 25 Ιουνίου του 2006 και κρατείται έκτοτε στη Λωρίδα της Γάζας.
Η άνοδος στην εξουσία του ΑΚΡ, το 2002, δεν εμπόδισε τη διατήρηση στενών σχέσεων με το Ισραήλ, όπως αποδείχθηκε, άλλωστε, και από τις προσπάθειες διαμεσολάβησης με τη Συρία. Ομως, το κλίμα άλλαξε με την ισραηλινή επέμβαση στη Γάζα, το 2008, εξαιτίας της οποίας, μάλιστα, ματαιώθηκαν τα κοινά στρατιωτικά γυμνάσια που είχαν προγραμματιστεί για τον Οκτώβριο του 2009. Τον δε Ιανουάριο του 2010, η Τουρκία αντέδρασε σφοδρότατα στην «ταπεινωτική» μεταχείριση που επεφύλαξε ο ισραηλινός αναπληρωτής υπουργός, Ντανί Αγιαλόν, στον πρεσβευτή της στο Ισραήλ(3). Απείλησε να ανακαλέσει τον διπλωμάτη της και απαίτησε συγνώμη, την οποία και πέτυχε.
Να σηματοδοτούν, άραγε, όλα αυτά μια ριζική αλλαγή στις σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες; Η Μελίχα Αλτουνιζίκ, καθηγήτρια στο Middle East Technical University της Αγκυρας, εξηγεί ότι, μετά τον πόλεμο στη Γάζα, «κάθε κυβέρνηση θα αναγκαζόταν να αλλάξει την πολιτική της και να ασκήσει κριτική στο Ισραήλ, το οποίο, εξάλλου, οδηγείται σε ολοένα μεγαλύτερη απομόνωση, εξαιτίας της στάσης των κυβερνώντων τη χώρα. Με τον Ομπάμα στην εξουσία, η στρατηγική θέση του βρίσκεται σε παρακμή». Πολλοί Τούρκοι υπογραμμίζουν, επίσης, ότι η χώρα τους έχει αποκτήσει μεγαλύτερη σημασία για το Ισραήλ, ακόμα και στο οικονομικό επίπεδο. Θεωρούν δε πιθανό ότι, εάν υπάρξουν συνέπειες, θα πρόκειται απλά για μια υποβάθμιση των σχέσεων ανάμεσα στις δύο χώρες, καθώς δεν επιθυμούν τη διακοπή των σχέσεων με το Ισραήλ· εξάλλου, ούτε και οι υπόλοιποι Αραβες επιθυμούν κάτι τέτοιο.
Οπως παρατηρεί η Αλτουνιζίκ, «οι υπεύθυνοι της περιοχής στρέφονται προς την Τουρκία και την παρακινούν να διαδραματίσει έναν εποικοδομητικό ρόλο. Το κλειδί είναι η οικονομία, όμως σημαντικό ρόλο παίζει και η προσωπικότητα του Ερντογάν. Στο κέντρο της Δαμασκού συνάντησα γυναίκες που για χάρη του μαθαίνουν τουρκικά! Ολα άρχισαν το 2003, όταν η Αγκυρα αντιτάχθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες και αρνήθηκε να τις αφήσει να χρησιμοποιήσουν τη χώρα ως βάση για τον πόλεμο στο Ιράκ. Κυριάρχησε η εντύπωση ότι, σε αντίθεση με από τους άλλους ηγέτες της περιοχής, ο Ερντογάν είχε κατορθώσει να κάνει κάτι.
Οι δύο πόλοι
»Αντίθετα, βλέπουμε ξεκάθαρα τον ανταγωνισμό που αναπτύσσεται ανάμεσα στην Αγκυρα και την Τεχεράνη: με την ανοιχτή υποστήριξή της στη Γάζα, την εμπλοκή της στις διαπραγματεύσεις ανάμεσα στη Συρία και στο Ισραήλ και τη συμβολή της στην επίλυση της κρίσης που προκάλεσε η ανάδειξη προέδρου στον Λίβανο, η Τουρκία προσπάθησε να κερδίσει τις εντυπώσεις και να υποβαθμίσει τον ρόλο του Ιράν. Η Αγκυρα αποκομίζει πολλαπλά πλεονεκτήματα από την επιθυμία της να επιλυθούν τα προβλήματα μέσα από τη συνεργασία: την ανάπτυξη των σχέσεών της με τις αραβικές χώρες και το Ιράν, οικονομικά οφέλη, αλλά και την εξασφάλιση της σταθερότητας σε αυτή την περιοχή του κόσμου. Για την Τουρκία, πρόκειται για μια στρατηγική από την οποία, μακροπρόθεσμα, θα βγουν όλοι κερδισμένοι».
Ουσιαστικά, το μόνο ζήτημα εξωτερικής πολιτικής που διαιρεί τους Τούρκους είναι το Ιράν. Για τον Γιαβούζ Μπαϊντάρ, πολιτικό σχολιαστή της «Today's Zaman», μιας αγγλόφωνης ημερήσιας εφημερίδας που πρόσκειται στην κυβέρνηση, δεν πρέπει να ανησυχούμε για όσα συμβαίνουν ανάμεσα στον Ερντογάν και τον πρόεδρο Μαχμούντ Αχμαντινεζάντ: «Και οι δύο έχουν λαϊκή καταγωγή και φέρονται σαν συνηθισμένοι άνθρωποι, αν και καθένας τους τρέφει δυσπιστία για τον άλλο». Για ορισμένους, οι απόπειρες διαμεσολάβησης στο ζήτημα των πυρηνικών του Ιράν είναι, στην καλύτερη περίπτωση, αφελείς, ενώ στη χειρότερη επικίνδυνες. Οι αποκλίσεις στις εκτιμήσεις αντανακλούν τις δυσκολίες που υπάρχουν στο να κατανοηθούν οι φιλοδοξίες της Τεχεράνης, καθώς επίσης και το φόβο μήπως πυροδοτηθεί μια εκρηκτική κατάσταση σε μια περιοχή που γειτονεύει με την Τουρκία.
Από τις αραβικές χώρες, εκείνη που κάνει τους Τούρκους να ονειρεύονται είναι η Συρία. Στην πανεπιστημιούπολη, οι καθηγητές μιλάνε για το ταξίδι τους στη Δαμασκό. Αν αναλογιστεί κανείς τις, για μεγάλο χρονικό διάστημα, κακές σχέσεις που υπήρχαν ανάμεσα στις δύο χώρες -με τους Σύριους να υποστηρίζουν το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (ΡΚΚ) τη δεκαετία του 1980, τις διεκδικήσεις της Δαμασκού στο Χατάι (Αλεξανδρέτα)(4) ή ακόμα το ζήτημα της μοιρασιάς των υδάτινων αποθεμάτων- η σημερινή εξέλιξη μπορεί να θεωρηθεί ένα πραγματικό θαύμα.
Οσον αφορά τη Βαγδάτη, το ενδιαφέρον για τις οικονομικές και τις κοινωνικές σχέσεις, όπως επίσης και οι προσπάθειες της Τουρκίας να πείσουν τις ομάδες των σουνιτών να καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, έχουν ως αποτέλεσμα να επικρατεί μια σχετική ηρεμία στην τουρκοϊρακινή μεθόριο, ενώ έχει γίνει απόλυτα σαφές ότι δεν πρόκειται να επαναληφθούν στο εξής ενέργειες όπως η τουρκική επίθεση που πραγματοποιήθηκε το 2007 στο Βόρειο Ιράκ εναντίον των ανταρτών του ΡΚΚ. Ομως, η Τουρκία αναπτύσσει τις σχέσεις της και με χώρες της Αφρικής, κυρίως με τη Λιβύη και το Σουδάν. Βέβαια, ο τούρκος πρωθυπουργός διέπραξε πρόσφατα μια «γκάφα» απέναντι στο Σουδάν: Στις 9 Νοεμβρίου του 2009, δήλωσε ότι τα εγκλήματα πολέμου των Ισραηλινών ήταν χειρότερα κι από εκείνα για τα οποία κατηγορείται ο πρόεδρος Ομάρ Αλ Μπασίρ από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο(5). Τέλος, η παρουσία 1.700 τούρκων στρατιωτών στο Αφγανιστάν, στους οποίους ανατίθενται «μη μαχητικές αποστολές», συμβάλλει στη δημιουργία μιας θετικής εικόνας για την Αγκυρα σε ολόκληρη την περιοχή.
Ομως, η Τουρκία δεν έχει στραμμένο το βλέμμα της μονάχα στον μουσουλμανικό κόσμο. Στρέφει, επίσης, το ενδιαφέρον της προς τη Ρωσία, τη Σερβία, τη Γεωργία, ακόμα και την Αρμενία. Με την τελευταία, στις 10 Οκτωβρίου του 2009, υπογράφηκαν δύο πρωτόκολλα για την έναρξη διπλωματικών σχέσεων και για το άνοιγμα των συνόρων. Τέλος, όσον αφορά το ακανθώδες ζήτημα της Κύπρου, αρχίζει να διαφαίνεται η ελπίδα ότι, με τον έλληνα πρωθυπουργό, Γιώργο Παπανδρέου, είναι δυνατόν να υπάρξει πρόοδος σε κάποια σημεία.
Σε νέα γραμμή
Αντανακλά, άραγε, η νέα γραμμή της τουρκικής διπλωματίας και οι φιλοδοξίες της να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην Ανατολή και τον Νότο, την αναγέννηση μιας «οθωμανικής αποστολής»(6), όπως αφήνουν να εννοηθεί κάποια διάσπαρτα άρθρα του δυτικού τύπου; Η έννοια δεν εμφανίζεται ούτε στο λεξιλόγιο, ούτε στην προβληματική των ηγετών και του λαού της Τουρκίας. Για τον Τεμέλ Ισκίτ, πρώην διπλωμάτη, που υπήρξε, τη δεκαετία του 1980, ο πρώτος γενικός διευθυντής του υπουργείου Ευρωπαϊκών Υποθέσεων, οι κατηγορίες περί «νεο-οθωμανισμού» αποσκοπούν στη δημιουργία της εντύπωσης ότι «η Τουρκία εξισλαμίζεται και δεν επιμένει πλέον να ενταχθεί στην Ευρώπη». Κατά τη γνώμη του, είναι αδικαιολόγητες και «προέρχονται από τις πρωτεύουσες που απορρίπτουν την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση, καθώς και από τον φιλοϊσραηλινό αμερικανικό τύπο».
Στο παρελθόν, ο Ισκίτ ήταν ένας από τους συμπαθούντες του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος του Λαού (CHP), κεντροαριστερού κινήματος της κοσμικής αντιπολίτευσης, το οποίο κατάγεται από το κόμμα που είχε ιδρύσει ο «Πατέρας της Ανεξαρτησίας», Μουσταφά Κεμάλ, ο επονομαζόμενος Ατατούρκ, και το οποίο είχε επιβάλει στη χώρα μονοκομματικό καθεστώς. Οπως και πολλοί άλλοι, έχασε την εμπιστοσύνη του, τόσο στη γραμμή του κόμματος, όσο και στον ηγέτη του, Ντενίζ Μπαϊκάλ. «Επειτα από μια ολόκληρη ζωή που πέρασα υπερασπιζόμενος όσα ζητήματα αποτελούσαν ταμπού για τη χώρα (την Αρμενία, την Κύπρο, τους Κούρδους), αναθεώρησα τις απόψεις μου και αποφάσισα να εκφραστώ». Σήμερα, αρθρογραφεί στην «Taraf», μια ανεξάρτητη ημερήσια εφημερίδα της Κωνσταντινούπολης(7).
Αποτελεί, μήπως, η νέα στάση της Τουρκίας στη διεθνή σκηνή μια αλλαγή στρατηγικού προσανατολισμού; Ο Ισκίτ θεωρεί ότι «η Τουρκία κατείχε ανέκαθεν μια κομβική γεωπολιτική θέση. Ομως, εξαιτίας του ''νεαρού'' της ηλικίας της, καθώς και του αγώνα της για την ανεξαρτησία την επομένη του Α' Παγκόσμιου Πολέμου, αλλά και στη συνέχεια εξαιτίας του ψυχρού πολέμου, η χώρα μας βρισκόταν διαρκώς σε αμυντική θέση. Αυτό που άλλαξε ήταν το γεγονός ότι άρχισε να εκδημοκρατίζεται χάρη στα κριτήρια της Κοπεγχάγης(8), τα οποία υιοθετήθηκαν πριν από την άνοδο του ΑΚΡ στην εξουσία, ενώ, κατόπιν, ο στρατός συναίνεσε στο να σταματήσει κάθε ανάμειξή του στην πολιτική ζωή της χώρας. Αυτός ο εκδημοκρατισμός οδήγησε σε μια νέα νοοτροπία συνεργασίας και διαπραγμάτευσης».
Κοινή γλώσσα
Ο Καντρί Γκιουρσέλ, αρθρογράφος τη ημερήσιας εφημερίδας «Milliyet», η οποία υπεραμύνεται του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους, αλλά και δημοφιλής τηλεοπτικός σχολιαστής, δηλώνει ότι «ο σημερινός προσανατολισμός της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής θα είχε υιοθετηθεί από οποιαδήποτε κυβέρνηση». Και προσθέτει: «Τα ατού μας στην εξωτερική πολιτική πολλαπλασιάστηκαν από την καλπάζουσα οικονομική ανάπτυξη της διετίας 2002-2003, από την έναρξη των διαπραγματεύσεων για την ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ενωση και από την επίλυση ενός μείζονος προβλήματος ασφαλείας με τη σύλληψη του Αμπντουλάχ Οτζαλάν(9). Γινόμαστε μάρτυρες της φυσικής προσαρμογής της Τουρκίας στην πραγματικότητα της μεταψυχροπολεμικής εποχής και της παγκοσμιοποίησης, οι οποίες δημιούργησαν μια νέα δυναμική. Ομως, ένα κοσμικό κόμμα δεν θα είχε κατορθώσει να επωφεληθεί τόσο πολύ από την κατάσταση, ενώ το ΑΚΡ αισθάνεται εξαιρετικά άνετα στη Μέση Ανατολή, κυρίως με τους Σουνίτες». Ωστόσο, κατά τη γνώμη του, παρά το γεγονός ότι, για παράδειγμα, αρκετοί υπουργοί και σύμβουλοι μιλούν την αραβική γλώσσα, δεν υπάρχει «αραβικός άξονας», ούτε και αλλαγή στις συμμαχίες.
Θεωρεί δε ότι η οικονομική κατάσταση της Τουρκίας εξηγεί πολλά. «Είναι καταδικασμένη σε μια σταυροφορία η οποία θα στηρίζεται στις εξαγωγές, δεδομένου ότι δεν υπάρχει δομή εσωτερικής αποταμίευσης. Συνεπώς, οφείλει να βρει νέες αγορές, κυρίως στη Μέση Ανατολή. Σε γενικές γραμμές, αυτό λειτούργησε καλά: Τα μέλη της κυβέρνησης διαχειρίζονται σωστά την οικονομία και γνωρίζουν καλά ποιες είναι οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη του εμπορίου. Εχουν, βέβαια, την τάση να κατευθύνουν όλα τα κέρδη στους δικούς τους ανθρώπους. Με αυτόν τον τρόπο, βοηθούν την κοινωνική βάση του ΑΚΡ στην Ανατολία να δημιουργήσει μια νέα μεσαία τάξη, πράγμα που αποτελεί μία από τις βάσεις για την ανάπτυξη μιας σταθερής δημοκρατίας».
Οσο για τον Σολί Οζέλ, καθηγητή διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Bilgi της Κωνσταντινούπολης, θεωρεί ότι η Δύση δυσκολεύεται να αποδεχθεί μια Τουρκία η οποία θα αποφασίζει η ίδια για τις προτεραιότητές της. Το ΑΚΡ, το οποίο διατηρεί πολύ καλές σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες, επιθυμεί τη σταθερότητα και τη δημιουργία μιας ζώνης ευημερίας και ασφάλειας στην περιοχή, αντίθετα από τις επιδιώξεις του Ισραήλ και του Ιράν. Ο Οζέλ, ο οποίος υπογραμμίζει ότι υπάρχει συνέχεια στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας, επισημαίνει, ωστόσο, ότι «το ΑΚΡ έδωσε μια θεωρητική υπόσταση σε όλα αυτά τα ζητήματα, με καλύτερο τρόπο απ' ό,τι οι υπόλοιποι».
«Το ζήτημα του "δυτικού" χαρακτήρα της Τουρκίας αφορά λιγότερο τον στρατηγικό προσανατολισμό της και περισσότερο το εάν θα γίνει μια πραγματική δυτική χώρα. Εάν η Ευρωπαϊκή Ενωση αρνηθεί να βοηθήσει επειδή δεν κατανοεί σωστά τις κινήσεις της Τουρκίας -οι οποίες, ωστόσο, συμβαδίζουν με τα συμφέροντα της Δύσης- το μεγαλύτερο μέρος των διεθνών σχέσεών μας θα διεξάγεται μέσω των Ηνωμένων Πολιτειών. Αν φτάσουμε σε αυτό το σημείο, θα επιμείνει, άραγε, η Ουάσιγκτον να γίνει η Τουρκία μια πραγματικά δυτική και δημοκρατική χώρα; Οταν οι ΗΠΑ αρχίσουν να παρακινούν την Ε.Ε. να κάνει προόδους στο ζήτημα της ένταξης της Τουρκίας, θα είναι η απόδειξη ότι όντως φτάσαμε στο εν λόγω σημείο».
Ελπίδες στον Ομπάμα
Η Αγκυρα ελπίζει ότι ο Ομπάμα θα τα καταφέρει καλύτερα από τον Τζορτζ Μπους. Ο Γιασμίν Κονγκάρ, αρχισυντάκτης της «Taraf» και ειδικός στα ζητήματα των Ηνωμένων Πολιτειών, εξηγεί ότι «ο τρόπος με τον οποίο βλέπει τα πράγματα διαφέρει. Επιπλέον, έχει και ορισμένα ατού: την καταγωγή του, την πολυπολιτισμική παιδεία του και τις γνώσεις του για τον μουσουλμανικό κόσμο. Οι Τούρκοι δεν ξεχνούν ότι ονομάζεται Χουσεΐν». Ο λόγος του στο Κάιρο, τον Μάιο του 2009, υπέρ ενός διαλόγου με το Ισλάμ και του σεβασμού των ατομικών δικαιωμάτων, απηχεί τις ανησυχίες και της Αγκυρας. Εντούτοις, η αποτυχία του να αποσπάσει από το Ισραήλ την ολοκληρωτική διακοπή του εποικισμού στην Παλαιστίνη και η απόφασή του να στείλει επιπλέον στρατεύματα στο Αφγανιστάν, έχουν απογοητεύσει. Συνεπώς, αν ο Λευκός Οίκος θέλει να διαλύσει τη δυσπιστία της τουρκικής γνώμης, πρέπει να στείλει ξεκάθαρα μηνύματα για το παλαιστινιακό ζήτημα.
Η πικρία για τη στάση της Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι υπαρκτή και κάνει την εμφάνισή της σε κάθε συζήτηση για την εξωτερική πολιτική. Οι κατηγορίες που απευθύνονται στην κυβέρνηση -ότι, δηλαδή, δεν επιδίωξε την ένταξη στην Ενωση με αρκετό ενθουσιασμό- δεν έχουν πια κανένα βάρος, από τη στιγμή που ο Νικολά Σαρκοζί και η Αγκελα Μέρκελ τάχθηκαν υπέρ του «Οχι». Η ιδέα ότι -με το ενισχυμένο κύρος της στην περιοχή και κυρίως στη Μέση Ανατολή- η χώρα θα είναι σε θέση να προσφέρει περισσότερα στην Ενωση, γίνεται ευκολότερα αποδεκτή. Το ίδιο ισχύει και για την άποψη πως, παρά το γεγονός ότι η Τουρκία δεν θα προσκληθεί να ενταχθεί στην Ε.Ε., ο ρόλος της στη διεθνή σκηνή θα διευρυνθεί.
Ο Ζαφάρ Γιαβάν, γενικός γραμματέας του Συνδέσμου των Βιομηχάνων και των Επιχειρηματιών της Τουρκίας (TUSIAD), που ελέγχεται παραδοσιακά από τις παλιές κοσμικές οικογένειες της Κωνσταντινούπολης, εκφράζει τη δυσαρέσκειά του, επειδή «η κυβέρνηση δεν κινήθηκε αρκετά γρήγορα στο ζήτημα της Ε.Ε., ιδιαίτερα όσον αφορά τις δημόσιες προμήθειες και τα υπόλοιπα οικονομικά ζητήματα, γεγονός που δημιούργησε αμφιβολίες για την αφοσίωσή της σε αυτήν την προοπτική». Ωστόσο, μετριάζει αμέσως αυτές τις κατηγορίες υπογραμμίζοντας ότι «για την επιβράδυνση της διαδικασίας σύγκλισης ευθύνεται περισσότερο ο Σαρκοζί και λιγότερο η Τουρκία. Είτε με αυτήν την κυβέρνηση είτε χωρίς αυτήν, η Τουρκία θα προοδεύσει, γιατί οι προσπάθειες για τον εκδημοκρατισμό της χώρας που επιχειρήθηκαν από το ΑΚΡ θα συνεχιστούν- είναι μια διαδικασία που δεν μπορεί να αναστραφεί. Ο ρυθμός των μεταρρυθμίσεων και η επιμονή με την οποία προωθήθηκαν δεν μπορούν να συγκριθούν, σε καμία περίπτωση, με τις ενέργειες των προηγούμενων κυβερνήσεων».
Η Αϊσά Τσελικέλ, πρώην υπουργός Δικαιοσύνης του CHP, έχει κάθε λόγο να αντιτίθεται στην κυβέρνηση του ΑΚΡ, ιδιαίτερα επειδή διευθύνει μια οργάνωση (Cagdas Yasam Dernegi) που προσφέρει ουδετερόθρησκη εκπαίδευση σε νεαρές κοπέλες. Ο φορέας βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπος με «τις πιέσεις που του ασκεί η εξουσία. Δεκατέσσερις υπάλληλοι της οργάνωσης συνελήφθησαν από την αστυνομία χωρίς να τους έχει γνωστοποιηθεί η κατηγορία που τους βαρύνει». Μας παρουσιάζεται ως «κεμαλίστρια, αλλά ανοιχτόμυαλη» και αναγνωρίζει ότι «με την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ενωση να έχει περάσει σε δεύτερη μοίρα, η κυβέρνηση έχει επιδοθεί σε ένα εξισορροπιστικό εγχείρημα, με ανοίγματα προς την Ανατολή και τον Νότο». Ωστόσο, διευκρινίζει: «Οσο η κυβέρνηση δεν απομακρύνεται περισσότερο από την Ευρώπη ή δεν προσεγγίζει περισσότερο το Ιράν, εγώ είμαι σύμφωνη».
Και ποια είναι άραγε η γνώμη του Αρμαγκάν Κούλογλου, απόστρατου στρατηγού και ενός από τα σημαντικότερα μέλη του νεοσύστατου Κέντρου Στρατηγικών Μελετών για τη Μέση Ανατολή; Αυτοχαρακτηρίζεται ως «Ataturkcu» («πιστός στον Ατατούρκ»), αλλά όχι «κεμαλιστής», εννοώντας «υπεράσπιση του τουρκικού έθνους σε εθνοτική βάση». Σίγουρα θέλει να ασκήσει κριτική σε ορισμένα ζητήματα; Φυσικά, υπερασπίζεται τα παλιά δόγματα: «Η Βόρεια Κύπρος πρέπει να αναγνωριστεί ως κράτος· δεν υφίσταται κουρδικό πρόβλημα· η Αρμενία οφείλει να σταματήσει να υποστηρίζει ότι υπήρξε γενοκτονία...» Αλλά, ακόμα κι αυτός εκτιμά ότι «δεν παρατηρείται καμία αλλαγή προσανατολισμού στις συμμαχίες, ούτε και ανατροπή τους. Απλούστατα, η κυβέρνηση επιδιώκει να αναπτύξει καλές σχέσεις με τις γειτονικές χώρες, και είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο », χάρη στην εξέλιξη της Συρίας, του Ιράκ και του Ιράν. Δεν ασκεί καν κριτική στην κυβερνητική πολιτική πάνω στο ζήτημα της Ε.Ε., «εκτός από τις περιπτώσεις όπου κάνει παραχωρήσεις». Κι όπως εξηγεί, «θα ήταν ευχής έργο να μην ενταχθεί η Τουρκία στην Ευρωπαϊκή Ενωση, επειδή αυτό θα σήμαινε ότι παραχωρούμε ένα μέρος της εθνικής μας κυριαρχίας. Και, δεδομένου ότι δεν είμαστε ούτε Ολλανδία ούτε Ιταλία, η παραχώρηση θα είχε επιπτώσεις στην ασφάλειά μας». Αν και υπερασπίζεται τον παραδοσιακό ρόλο που διαδραμάτιζε ο στρατός παρεμβαίνοντας στην πολιτική, ο Κούλογλου συμφωνεί ότι ο στρατός χάνει την επιρροή του και ότι στο εσωτερικό του υπάρχουν «ορισμένες φιλόδοξες συμπεριφορές, οι οποίες επιβεβαιώνονται και από την υπόθεση Εργκένεκον».
Κίνηση ζογκλέρ
Πολλοί Τούρκοι φοβούνται ότι η κυβέρνηση του ΑΚΡ μοιάζει με ζογκλέρ που παίζει με υπερβολικά πολλές μπάλες και, συνεπώς, στο τέλος, μερικές από αυτές θα πέσουν κάτω. Ορισμένοι δεν συμφωνούν με την ιδέα περί «μηδενικών προβλημάτων με τις γειτονικές χώρες» και «εγκατάλειψης του μαστίγιου», με άλλα λόγια, με την επίλυση των συγκρούσεων δια της πειθούς και των οικονομικών πλεονεκτημάτων. Κι αν το καρότο δεν λειτουργεί χωρίς το μαστίγιο; Κι αν η Τουρκία κινδυνεύσει επειδή υπερεκτίμησε τη δυναμική «soft power» που διαθέτει;
Με τον τρόπο της, η Αλτουνιζίκ δίνει μια απάντηση σε αυτούς τους φόβους: «Το ερώτημα είναι ακόμα πρόωρο. Κι ύστερα, δεν λαμβάνει υπόψη το ουσιώδες: Ο τρόπος με τον οποίο διεξάγεται η εξωτερική πολιτική είναι εξίσου σημαντικός με τα αποτελέσματα που επιτυγχάνονται τελικά. Η Τουρκία θεωρούνταν από όλους τους γείτονές της περιφερειακή δύναμη. Σήμερα, δεν μπορεί κανείς να συζητήσει για το μέλλον πολλών περιοχών του κόσμου χωρίς να αναφερθεί σε αυτήν».
(1) Η υπόθεση Εργκένεκον έφερε στο φως της δημοσιότητας μια συνωμοσία των στρατιωτικών που αποσκοπούσε στην αποσταθεροποίηση του ΑΚΡ. Ενας από τους κυριότερους επιδιωκόμενους στόχους ήταν η δολοφονία του αναπληρωτή πρωθυπουργού Μπουλέντ Αρίνκ. Οι έρευνες που διεξήχθησαν επέτρεψαν να πέσει φως στις επιχειρήσεις για την αντιμετώπιση του αντάρτικου που διεξήχθησαν στο Τουρκικό Κουρδιστάν και απειλούν να αποκαλύψουν τις δραστηριότητες αυτού που οι Τούρκοι αποκαλούν «βαθύ κράτος»: Πρόκειται για μια συμμαχία στρατιωτικών και μαφιόζων, η οποία κατηγορείται ότι κινεί τα νήματα από το παρασκήνιο. Βλέπε, για παράδειγμα, «State's dirty laundry might come out with "cosmic room" search», «Sunday's Zaman», Κωνσταντινούπολη, 3 Ιανουαρίου 2010.
(2) Μπορεί να δει κανείς τα βίντεο στο http://www.youtube.com/watch?v=OrbQsHkVQ_4.
(3) Ο πρεσβευτής αναγκάστηκε να περιμένει για μεγάλο χρονικό διάστημα σε έναν διάδρομο. Στη συνέχεια, ενώπιον των δημοσιογράφων, ο Αγιαλόν αρνήθηκε να του σφίξει το χέρι και τον ανάγκασε να καθίσει σε ένα κάθισμα χαμηλότερο από το δικό του. Στο γραφείο του υπήρχε μονάχα η ισραηλινή σημαία. Ο αναπληρωτής υπουργός κατηγορούσε την Τουρκία για τη μετάδοση από ιδιωτικό τηλεοπτικό σταθμό μιας τηλεταινίας η οποία θεωρήθηκε αντισημιτική, καθώς επίσης και για την κριτική που άσκησε ξανά στο Ισραήλ ο πρωθυπουργός Ερντογάν έπειτα από μια ισραηλινή επιδρομή στη Λωρίδα της Γάζας.
(4) Η επαρχία βρισκόταν υπό γαλλική κατοχή μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και παραχωρήθηκε στην Τουρκία το 1939, παρά το γεγονός ότι διεκδικούνταν από τους σύριους εθνικιστές.
(5) «Today's Zaman», Κωνσταντινούπολη, 10 Νοεμβρίου 2009.
(6) Βλέπε Delphine Stauss, «Turkey's Ottoman mission», «Financial Times», Λονδίνο, 23 Νοεμβρίου 2009.
(7) Από τον Ιανουάριο του 2010, στην «Taraf» δημοσιεύεται η τουρκική έκδοση της «Le Monde diplomatique».
(8) Τα κριτήρια για την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ενωση, όπως καθορίστηκαν στην Κοπεγχάγη, το 1993, περιλαμβάνουν τρεις κατηγορίες: πολιτική, οικονομία, αποδοχή του κοινοτικού κεκτημένου.
(9) Ηγέτης του ΡΚΚ, ο οποίος συνελήφθη τον Φεβρουάριο του 1999.
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 18/4/2010
Το κοινωνικό ζήτημα στην Ευρώπη
Του IGNACIO RAMONET
Με το σύνθημα «Στοπ στη φτώχεια!», η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακήρυξε το 2010 «Ετος φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού». Καιρός ήταν, καθώς στους κόλπους της Ευρώπης των «27» υπάρχουν σχεδόν 85 εκατομμύρια φτωχοί (1)... Ενας Ευρωπαίος στους έξι ζει σε συνθήκες στέρησης (2). Και η κατάσταση επιδεινώνεται συνεχώς, καθώς απλώνεται το ωστικό κύμα από την έκρηξη της κρίσης. Το κοινωνικό ζήτημα έρχεται να εγκατασταθεί στην καρδιά της αντιπαράθεσης.
Η λαϊκή οργή εκδηλώνεται ενάντια στα προγράμματα δημοσιονομικής αυστηρότητας στην Ελλάδα, την Πορτογαλία, την Ισπανία, την Ιρλανδία, την Ισλανδία κ.ο.κ. Απεργίες και βίαιες διαδηλώσεις πολλαπλασιάζονται. Πολλοί πολίτες εκφράζονται επίσης αρνητικά στην πολιτική προσφορά (η αποχή και η λευκή ψήφος αγγίζουν επίπεδα ρεκόρ) ή υιοθετούν διαφόρων ειδών φανατισμούς (η ακροδεξιά και η ξενοφοβία ευδοκιμούν). Επειδή η φτώχεια και η κοινωνική απόγνωση θέτουν επίσης σε κρίση και το δημοκρατικό σύστημα. Πρέπει άραγε να περιμένουμε την εκρηκτική άνοιξη της ευρωπαϊκής δυσφορίας;
Στη Γαλλία, περίπου το 13% του πληθυσμού, ήτοι λίγο περισσότερα από οκτώ εκατομμύρια άτομα, ήδη ζουν κάτω από το κατώφλι της φτώχειας. Με περιπτώσεις ιδιαιτέρως αποκρουστικές, όπως αυτή των «άνευ σταθερής κατοικίας» (ΑΣΚ), το μέγιστο επίπεδο του κοινωνικού αποκλεισμού. Σύμφωνα με την Εθνική Ομοσπονδία Συλλόγων Υποδοχής και Κοινωνικής Επανένταξης (FNARS), το 2007 υπήρχαν στη Γαλλία σχεδόν 200.000 ΑΣΚ (ήταν περισσότεροι από μισό εκατομμύριο στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ενωσης). Αριθμοί που σίγουρα θα γνώρισαν, το 2008 και το 2009, μια θεαματική αύξηση εξαιτίας της βαναυσότητας της κρίσης. Κάθε χειμώνα εκατοντάδες ΑΣΚ πεθαίνουν στο δρόμο... (3)
Ποιοι είναι οι φτωχοί του σήμερα; Αγρότες, θύματα εκμετάλλευσης από τα μεγάλα δίκτυα μεταπώλησης, απομονωμένοι συνταξιούχοι, γυναίκες που μόνες μεγαλώνουν παιδιά, νέοι με «δουλειές μίας χρήσεως», ζευγάρια με παιδιά που επιβιώνουν με ένα μόνο βασικό μισθό και βεβαίως οι λεγεώνες των εργαζομένων που η κρίση μόλις πέταξε στο δρόμο. Ποτέ δεν υπήρχαν τόσοι άνθρωποι σε αναζήτηση εργασίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση: 23 εκατομμύρια (πέντε εκατομμύρια περισσότεροι από το 2008). Το χειρότερο είναι πως η βιαιότητα της ανεργίας χτυπάει ιδίως τους νέους. Στην Ισπανία για παράδειγμα, μια χώρα που κατέχει το πιο καταστροφικό ποσοστό στην Ευρώπη, η ανεργία των νέων χτυπάει το 44,5% στους κάτω των 25 ετών· στη Γαλλία το 24,5% (με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο να βρίσκεται γύρω στο 20%).
Αν το κοινωνικό ζήτημα τίθεται σήμερα με έναν τόσο δραματικό τρόπο, είναι επειδή έρχεται να προστεθεί στην κρίση του κράτους πρόνοιας. Από το τέλος της δεκαετίας του 1970 και την εκρηκτική ανάπτυξη της οικονομικής παγκοσμιοποίησης βγήκαμε από τον κύκλο του βιομηχανικού καπιταλισμού για να μπούμε στην εποχή του άκρατου νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, του οποίου η βαθύτερη δυναμική είναι η αποκοινωνικοποίηση, η καταστροφή του κοινωνικού συμβολαίου. Οι αρχές της αλληλεγγύης και της κοινωνικής δικαιοσύνης πετάχτηκαν στη θάλασσα.
Ο κυριότερος μετασχηματισμός έλαβε χώρα στο πεδίο της οργάνωσης της εργασίας. Η επαγγελματική κατάσταση των μισθωτών υποβαθμίστηκε ριζικά. Μέσα σε ένα πλαίσιο που χαρακτηρίζεται από τη μαζική ανεργία, η εργασιακή επισφάλεια έπαψε να είναι «μια άσχημη στιγμή που διανύεις περιμένοντας μια σταθερή δουλειά» και μετατράπηκε σε μόνιμη κατάσταση - αυτό που ο κοινωνιολόγος Ρομπέρ Καστέλ ονομάζει «επισφαλειότητα»(4), μια νέα υπο-μισθολογική συνθήκη που επεκτάθηκε σε όλη την Ευρώπη. Στην Πορτογαλία για παράδειγμα, ένας «μισθωτός» στους πέντε έχει ήδη προσληφθεί βάσει ενός συμβολαίου που αποκαλείται «recibo verde» (πράσινη απόδειξη). Ακόμη και αν εργάζεται για χρόνια στην ίδια επιχείρηση ή στο ίδιο εργοστάσιο, με πλήρη απασχόληση, ο εργοδότης του δεν είναι παρά ένας απλός «πελάτης» στον οποίο ο εργαζόμενος χρεώνει μια «υπηρεσία». Με τον «πελάτη» να μπορεί ανά πάσα στιγμή, χωρίς καμία αποζημίωση, να σπάσει το συμβόλαιο, την περίφημη «πράσινη απόδειξη».
Μια τέτοια υποβάθμιση της θέσης των μισθωτών διευρύνει το χάσμα των ανισοτήτων. Ενας ολοένα αυξανόμενος αριθμός ατόμων (ιδίως νέων) βρίσκεται στην πράξη αποκλεισμένος από το σύστημα προστασίας (την κοινωνική ασφάλιση) του κράτους προνοίας. Το σύστημα της «επισφαλειότητας» απομονώνει τους εργαζόμενους, τους περιθωριοποιεί, τους τσακίζει. Πόσες αυτοκτονίες μισθωτών έγιναν στον τόπο της εργασίας τους; Εγκαταλειμμένα στην τύχη τους, εξαναγκασμένα σε ζωώδη ανταγωνισμό, καθένα εναντίον όλων των άλλων, τα άτομα ζουν από εδώ και εμπρός σε ένα είδος ζούγκλας. Κάτι που προκαλεί σύγχυση στα άλλοτε πανίσχυρα συνδικάτα, τα οποία όμως στις μέρες μας συχνά μπαίνουν στον πειρασμό να συνεργαστούν με τις εργοδοτικές οργανώσεις.
Η οικονομική αποτελεσματικότητα (αποκλειστικά αντιλαμβανόμενη με όρους αδιάκοπα αυξανόμενων αποδόσεων και αδιάκοπα θετικών περιθωρίων κέρδους) έχει καταστεί η έμμονη ιδέα των επιχειρήσεων. Ετσι, φορτώνουν όλο και πιο πολύ στο κράτος τις υποχρεώσεις της κοινωνικής αλληλεγγύης. Με τη σειρά του, το κράτος (πολιορκημένο από το νεοφιλελεύθερο δόγμα που του υπαγορεύει επιτακτικά να μειώσει τις δαπάνες του) εκτρέπει αυτές τις επιτακτικές ανάγκες αλληλεγγύης προς τις μη κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ) ή τα ιδιωτικά ανθρωπιστικά δίκτυα. Με τέτοιον τρόπο ώστε η οικονομική και η κοινωνική σφαίρα να απομακρύνονται αενάως η μία από την άλλη. Και η απόσταση ανάμεσά τους γίνεται όλο και πιο πολύ σκανδαλώδης. Για παράδειγμα, στην Ισπανία, τη στιγμή που ο αριθμός των ανέργων το 2009 έφθανε στα 4,5 εκατομμύρια (3,1 εκατομμύρια το 2008), οι εισηγμένες στο χρηματιστήριο επιχειρήσεις μοίραζαν στους μετόχους τους 32,3 δισεκατομμύρια ευρώ σε μερίσματα (19% περισσότερα από το 2008). Στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ενωσης, εν μέσω οικονομικού ολέθρου, τα κέρδη των δέκα μεγαλύτερων τραπεζών ξεπέρασαν την προηγούμενη χρονιά τα 50 δισεκατομμύρια ευρώ...
Πώς είναι δυνατό κάτι τέτοιο; Ιδού η εξήγηση: Αμέσως μετά την τραπεζική κρίση, το φθινόπωρο του 2008, τα κράτη, διαμέσου των κεντρικών τραπεζών τους, δάνεισαν μαζικά, με επιτόκια πολύ χαμηλά, τις ιδιωτικές τράπεζες που κινδύνευαν. Εκείνες χρησιμοποίησαν τον τεράστιο αυτόν όγκο φθηνού χρήματος για να δανείσουν με τη σειρά τους, με επιτόκια πολύ πιο υψηλά, οικογένειες, επιχειρήσεις, κερδοσκόπους... και τα ίδια τα κράτη - αποκομίζοντας έτσι μοναδικά κέρδη. Αποτέλεσμα, πολλά κράτη -η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ιρλανδία, η Ισπανία...- βρίσκονται τώρα βαρύτατα χρεωμένες, εξουθενωμένες και δεχόμενες επίθεση από χρηματοπιστωτικούς παράγοντες (τράπεζες, κερδοσκόπους κ.λπ.) που ήταν σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνοι για την κρίση του 2008... και στους οποίους τα κράτη είχαν συνεισφέρει πόρους για να τους σώσουν από τη χρεοκοπία. Κράτη αναγκασμένα επιπλέον να επιβάλουν δραστικά προγράμματα δημοσιονομικής αυστηρότητας στους πολίτες τους προκειμένου να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις των κερδοσκόπων. Κάτι που εξοργίζει εκατομμύρια ευρωπαίους μισθωτούς.
Ετσι, μέσα σε κοινωνίες όπου η κοινωνική συνοχή θρυμματίζεται, οι πλούσιοι εξακολουθούν να πλουτίζουν ενώ ο αριθμός των ανέργων και των επισφαλώς απασχολούμενων εκρήγνυται. Για πόσον καιρό οι άνθρωποι θα υποστηρίζουν μια τέτοια κατάσταση; Το ίδιο το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), πιστός υπηρέτης του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού κλάδου, είχε προειδοποιήσει, στις 17 του περασμένου Μαρτίου, πως αν δεν μεταρρυθμιστεί το χρηματοπιστωτικό σύστημα, «θα υπάρξουν κοινωνικές εξεγέρσεις».
(1) Ως «φτωχός» θεωρείται το άτομο που ζει με λιγότερο από το 50% του μέσου κατά κεφαλήν εισοδήματος μιας δεδομένης χώρας. Στη Γαλλία, το κατώφλι της φτώχειας τοποθετείται στα 2.000 ευρώ το μήνα για ένα ζευγάρι με δύο παιδιά.
(2) Βλ. «The Social Situation in the European Union 2007» («Η κοινωνική κατάσταση στην Ευρωπαϊκή Ενωση 2007»), Βρυξέλλες.
(3) Σύμφωνα με τον Κριστόφ Λουί, πρόεδρο του συλλόγου «Νεκροί του Δρόμου», ο αριθμός των νεκρών ΑΣΚ «στον δρόμο ή ως επακόλουθο της ζωής στο δρόμο» στη Γαλλία το 2008 ανερχόταν στους 359, ήτοι σχεδόν ένας νεκρός την ημέρα...
(4) Robert Castel, «Les Metamorphoses de la question sociale» («Οι μεταμορφώσεις του κοινωνικού ζητήματος»), εκδ. Gallimard, collection Folio, Παρίσι, 1999.
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 18/4/2010
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)