Ο Μαρκάρ Εσεγιάν, αρθρογράφος στην ανεξάρτητη ημερήσια εφημερίδα της Κωνσταντινούπολης «Taraf» και στην αρμενική εβδομαδιαία εφημερίδα «Agos», εκφράζει τη χαρά του επειδή «έσπασε ένα ταμπού.
Στο εξής, μπορούμε, επιτέλους, να αναγνωρίζουμε το παρελθόν. Το ζήτημα της γενοκτονίας των Αρμενίων αποτελούσε μία από τις κόκκινες γραμμές, μαζί με το κουρδικό και το κυπριακό ζήτημα. Το ΑΚΡ (Κόμμα της Δικαιοσύνης και της Ανάπτυξης) είχε το θάρρος να πλησιάσει, και μάλιστα να περάσει, αυτές τις κόκκινες γραμμές. Κατόρθωσε, μονομιάς, να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο η Τουρκία βλέπει τον εαυτό της, και να την κάνει να ανοιχτεί στον κόσμο».
Ο Εσεγιάν είναι ένας από τους 50.000 Αρμένιους που έμειναν στην Τουρκία. Η οικογένειά του κατάγεται από το Σίβας της Ανατολίας. Ποια είναι η εκτίμησή του για τα δύο πρωτόκολλα που υπέγραψαν, στις 10 Οκτωβρίου του 2009, η Τουρκία και η Αρμενία, τα οποία προβλέπουν τη σύναψη διπλωματικών σχέσεων ανάμεσα στις δύο χώρες και τις καλούν να ανοίξουν τα κοινά τους σύνορα; «Πολλοί Αρμένιοι της διασποράς δεν θεωρούν ότι το άνοιγμα με την Αρμενία αποτελεί μια πραγματική αλλαγή, βλέπουν μονάχα μια εκδήλωση πραγματισμού. Ομως, δεν έχουν την ίδια εμπειρία με εμάς. Ελπίζω ότι πρόκειται για μια αρχή και όχι για το τέλος». Βέβαια, εξακολουθεί να υφίσταται το ζήτημα του Ναγκόρνο Καραμπάχ -η Αγκυρα επιθυμεί ν' αποσύρει το Ερεβάν τα στρατεύματα του από την περιοχή, καθώς και από τις υπόλοιπες ζώνες του Αζερμπαϊτζάν που έχει καταλάβει(1).
Αυτή η δυναμική στην εξωτερική πολιτική συνοδεύτηκε και από εξελίξεις στην εσωτερική πολιτική. Η δολοφονία, στις 19 Ιανουαρίου του 2007, του αρμένιου δημοσιογράφου Χραντ Ντινκ, ο οποίος κατηγορούνταν -με βάση το διαβόητο άρθρο 301 του Ποινικού Κώδικα (όπως και ο συγγραφέας Ορχάν Παμούκ και πολλοί άλλοι Τούρκοι, άλλωστε)- ότι «προσέβαλε την τουρκική ταυτότητα», πυροδότησε εντονότατο δημόσιο διάλογο. Εκατό χιλιάδες άτομα παρέστησαν στην κηδεία του, ζητώντας την κατάργηση του άρθρου. «Αν και δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε για γενοκτονία ή να πούμε ότι σκοτώθηκαν ενάμισι εκατομμύριο άτομα, η ελευθερία λόγου διευρύνεται και αισθανόμαστε καλύτερα».
Οσον αφορά το Κυπριακό, στην Τουρκία υπάρχει η αίσθηση ότι η χώρα έπραξε ό,τι μπορούσε και δεν είναι υπεύθυνη για το πρόβλημα. Υστερα από χρόνια μπλοκαρίσματος και εσωτερικών διαφωνιών, η κυβέρνηση του ΑΚΡ υποστήριξε το ειρηνευτικό σχέδιο του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Στις 24 Απριλίου του 2004, οι Τουρκοκύπριοι ψήφισαν «ΝΑΙ» (64,9%) στο δημοψήφισμα, με βάση το οποίο τα δύο συστατικά κράτη (οι Κύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι) θα προχωρούσαν σε ομοσπονδία και θα εντάσσονταν στην Ευρωπαϊκή Ενωση ως Ενωμένη Κυπριακή Δημοκρατία. Οι Κύπριοι ψήφισαν «ΟΧΙ» (75,83%) και, μία εβδομάδα αργότερα, η Κύπρος εντασσόταν στην Ευρωπαϊκή Ενωση χωρίς το τμήμα υπό τουρκική κατοχή.
Η Τουρκία, η οποία αισθάνεται παραγκωνισμένη από τον Νικολά Σαρκοζί και την Αγκελα Μέρκελ, έχει εναποθέσει όλες τις ελπίδες της για την επίλυση του Κυπριακού στον νεοεκλεγέντα έλληνα πρωθυπουργό, Γιώργο Παπανδρέου. Ωστόσο, εξακολουθούν να υφίστανται δυσκολίες, οι οποίες επιδεινώνονται από την αδιαλλαξία ορισμένων τούρκων στρατιωτικών. Ο Γιαβούζ Μπαϊντάρ, αρθρογράφος στην εφημερίδα «Today's Zaman», χαρακτηρίζει τη νίκη του Παπανδρέου στις εκλογές της 4ης Οκτωβρίου 2009 ως «θετική εξέλιξη. Στο εξής, έχουμε δύο πλευρές που χαρακτηρίζονται από πραγματισμό· σε καθεμιά από αυτές υπάρχει ένας ισχυρός ηγέτης που διαθέτει σταθερή πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο. Επιπλέον, διάκεινται ευνοϊκά ως προς την επίτευξη μιας λύσης. Η Τουρκία και η Ελλάδα, μαζί με τη Βρετανία (δεδομένου ότι είναι οι εγγυήτριες δυνάμεις στην Κύπρο), οφείλουν τώρα να κινηθούν από κοινού προς αυτήν την κατεύθυνση». Ομως, για την επίτευξη αυτού του στόχου, θα έπρεπε να δραστηριοποιηθεί και η Ευρωπαϊκή Ενωση, και ιδιαίτερα στις συνομιλίες που ξανάρχισαν τον Ιανουάριο.
Τέλος, υπάρχει το άνοιγμα προς το Ιράκ και τη βόρεια επαρχία του, το Κουρδιστάν. Ενισχύει την ασφάλεια και έχει θετικές οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις σε μια περιοχή, η οποία μέχρι πολύ πρόσφατα αποτελούσε πηγή αστάθειας για την Τουρκία και ορμητήριο για το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (ΡΚΚ). Ομως, η σημασία του συνίσταται κυρίως στις επιπτώσεις του στην εσωτερική σκηνή της χώρας. Η κυβέρνηση κατανόησε ότι όφειλε να εξουδετερώσει τις εντάσεις για να τερματιστεί η βία στο νοτιοανατολικό τμήμα της Τουρκίας που κατοικείται κυρίως από Κούρδους, αλλά και για να περιοριστεί ο ρόλος του στρατού.
(1) Το Ναγκόρνο Καραμπάχ, μια περιοχή στην οποία πλειοψηφούν οι Αρμένιοι, ήταν αυτόνομη επαρχία της Σοβιετικής Δημοκρατίας του Αζερμπαϊτζάν. Η διάλυση της ΕΣΣΔ οδήγησε τους ηγέτες του στο να ζητήσουν την προσάρτησή του στην Αρμενία, γεγονός που πυροδότησε σφοδρές μάχες ανάμεσα στις δύο χώρες, από τις οποίες αναδείχθηκε νικήτρια η Αρμενία. Βλέπε Jean Gueyras, «Impossible troc entre Armenie et Azerbaidjan», «Le Monde diplomatique», Μάρτιος 2001.
Διαβάστε ακόμα στο Διαδίκτυο (στα γαλλικά)
«Τα τουρκικά think tanks, παράγοντες αλλαγής»
www.monde-diplomatique.fr/2010/02/KRISTIANASEN/18786
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 18/4/2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου