Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2012

Δευτέρα, 26 Νοεμβρίου 2012

Η ανισότητα σκοτώνει τον καπιταλισμό



του Ρόμπερτ Σκιντέλσκι   από την Προοδευτική Πολιτική

Είναι γενικά αποδεκτό πως η κρίση του 2008-2009 προκλήθηκε από υπέρμετρο τραπεζικό δανεισμό και πως η επακόλουθη αδυναμία αποτελεσματικής ανάκαμψης οφείλεται στην άρνηση των τραπεζών να δανείζουν, λόγω των «προβληματικών» τους ισολογισμών.
Μια τυπική αφήγηση της κρίσης, αρεστή στους οπαδούς του Φρίντριχ Χάγιεκ (Friedrich vonHayek) και της «αυστριακής σχολής» θα πήγαινε κάπως έτσι: στην πορεία προς την κρίση, οι τράπεζες δάνειζαν στους πελάτες τους περισσότερα χρήματα από όσο θα έπρεπε, λόγω του φθηνού χρήματος που παρείχαν οι κεντρικές τράπεζες, ιδίως η αμερικανική «φέντεραλ ριζέρβ» (FED). Οι εμπορικές τράπεζες, πλημμυρισμένες από λεφτά των κεντρικών τραπεζών, παρείχαν ρευστότητα σε ένα σωρό αμφισβητούμενα εγχειρήματα, ενώ μια σειρά χρηματοπιστωτικών καινοτομιών (ιδίως ευφάνταστων τραπεζικών εργαλείων και επενδυτικών σχημάτων) έριχνε λάδι στην φωτιά της δανειακής φρενίτιδας.
Η αναποδογυρισμένη πυραμίδα της πίστωσης κατέρρευσε τελικά όταν η FED έβαλε ένα τέλος στον φαύλο κύκλο του δανεισμού, αυξάνοντας τα επιτόκιά της (η FED αύξησε το βασικό της επιτόκιο από το 1% του 2004 στο 5.25% το 2006 και το κράτησε στο ύψος αυτό ως τον Αύγουστο του 2007). Το αποτέλεσμα ήταν η κατάρρευση της τιμής των ακινήτων πράγμα που με την σειρά του δημιούργησε ένα σωρό νεκροζώντανες τράπεζες (που οι υποχρεώσεις τους υπερέβαιναν τα αποθέματά τους) και ακόμα περισσότερους κατεστραμμένους δανειολήπτες.
Το πρόβλημα τώρα εμφανίζεται ως πρόβλημα επανεκκίνησης του δανεισμού. Οι εξασθενημένες τράπεζες, που δείχνουν πια απροθυμία να δανείζουν, κάπως πρέπει «να γυρίσουν στην δουλειά». Αυτός εξάλλου ήταν ο λόγος της ευρείας κρατικής τους ενίσχυσης στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, μετά από αλλεπάλληλους γύρους «ποσοτικής διευκόλυνσης» -ή αλλιώς μαζικού τυπώματος χρήματος από τις κεντρικές τράπεζες που στην συνέχεια διοχετεύτηκε στο τραπεζικό σύστημα μέσω μιας σειράς ανορθόδοξων διαύλων (στο σημείο αυτό οι οπαδοί του Χάγιεκ διαμαρτύρονται, λέγοντας πως η κρίση που προκλήθηκε από υπερβολικό πλεόνασμα χρήματος, δεν μπορεί να ξεπεραστεί με... αύξηση του πλεονάσματος αυτού).
Παράλληλα, σχεδόν παντού έχουν ενισχυθεί οι έλεγχοι, ώστε οι τράπεζες να μην μπορέσουν να θέσουν ξανά σε κίνδυνο το οικονομικό σύστημα. Η «τράπεζα της Αγγλίας» επί παραδείγματι, πέραν της αποστολής της να διατηρεί την σταθερότητα των τιμών, έχει τώρα επιπλέον αναλάβει το καθήκον να προασπίζει την «σταθερότητα του οικονομικού συστήματος».
Αυτή η ανάλυση, αν και φαίνεται ορθή, επικεντρώνεται στο αμφιλεγόμενο ζήτημα της νομισματικής επάρκειας: πάρα πολλά λεφτά καταστρέφουν την οικονομία, ενώ πάρα πολύ λίγα... την καταστρέφουν. Αλλά θα μπορούσε κανείς να υιοθετήσει μιαν άλλη άποψη, σύμφωνα με την οποία το κρίσιμο οικονομικό μέγεθος δεν είναι η διάθεση ρευστότητας, αλλά η ζήτηση για ρευστότητα . Στο κάτω-κάτω δουλειά των τραπεζών είναι να δανείζουν σε επικερδείς επιχειρήσεις· πριν ξεσπάσει η κρίση, η αγορά ακινήτων ήταν επικερδέστατη. Με άλλα λόγια, η διάθεση ρευστότητας προς δανεισμό προέκυψε ως αποτέλεσμα της... ζήτησης για δανεισμό.
Αυτή η οπτική θέτει κάπως διαφορετικά το ζήτημα των αιτιών της κρίσης: το πρόβλημα δεν ήταν τόσο πολύ οι αισχροκερδείς δανειστές όσο οι απρόσεκτοι -ή παραπλανημένοι- δανειολήπτες. Το πραγματικά σημαντικό ερώτημα είναι: γιατί ο κόσμος είχε τόσο πολύ ανάγκη από δανεικά; Γιατί η σχέση του δανεισμού των νοικοκυριών προς τα εισοδήματά τους έφτασε πριν την κρίση σε τόσο πρωτοφανή επίπεδα;
Ας δεχτούμε πως ο κόσμος είναι εκ φύσεως ακόρεστος, και πως θέλει να καταναλώνει περισσότερα από όσα μπορεί. Ακόμα κι έτσι όμως, γιατί εκδηλώθηκε τότε με τόση μανία αυτή η «πλεονεξία»;
Για να απαντήσει κανείς στο ερώτημα αυτό, χρειάζεται να ρίξει μια ματιά στον τρόπο κατανομής του εισοδήματος. Ο κόσμος γινόταν όλο και πλουσιότερος, αλλά η κατανομή του εισοδήματος εντός των κρατών γινόταν όλο και πιο άνιση! Την τελευταία τριακονταετία το μέσο εισόδημα έμεινε σταθερό ή και έπεσε ακόμα, ενώ το ΑΕΠ αύξαινε. Αυτό σημαίνει πως μια πελώρια φέτα από την αύξηση της παραγωγικότητας πήγε στους πλούσιους.
Τι μπορούσαν να κάνουν οι σχετικά φτωχότεροι για να παραμείνουν σε επαφή με τους πλούσιους σε έναν κόσμο που ανέβαζε διαρκώς τις προδιαγραφές διαβίωσής του; Έκαναν ό,τι έκαναν ανέκαθεν οι φτωχοί: δανείστηκαν. Παλιότερα, πήγαιναν στους ενεχυροδανειστές· τώρα πήγαν στις τράπεζες ή στις πιστωτικές κάρτες. Καθώς δε η φτώχεια τους ήταν μόνο «σχετική» και οι τιμές των ακινήτων αύξαναν ασταμάτητα, οι δανειστές τους δεν έβλεπαν για ποιον λόγο να σταματήσουν να τους βυθίζουν ολοένα και περισσότερο στα χρέη.
Υπήρχαν πράγματι κάποιοι που ανησυχούσαν με το ενδεχόμενο κατάρρευσης της αποταμίευσης των νοικοκυριών, αλλά ελάχιστοι νοιάζονταν πραγματικά. Σε ένα από τα τελευταία του άρθρα, οΜίλτον Φρίντμαν (Milton Friedman) απλά διαπίστωσε πως «πλέον» η αποταμίευση γινόταν... υπό την μορφή ακινήτων.
Όσον με αφορά, αυτή η προσέγγιση εξηγεί πολύ καλύτερα από την ορθόδοξη ερμηνεία το γιατί, παρά τα πελώρια ποσά που διοχέτευσαν οι κεντρικές τράπεζες, η ανάκαμψη δεν εμφανίστηκε στο ραντεβού. Ακριβώς όπως πριν την κρίση οι δανειστές δεν δάνειζαν το κοινό με το ζόρι, έτσι δεν μπορούν και τώρα να υποχρεώσουν να προσφύγουν στον δανεισμό υπερχρεωμένα νοικοκυριά ή επιχειρήσεις, για να αυξήσουν δήθεν την παραγωγή τους την ώρα που στην αγορά «δεν κινείται φύλλο».
Κοντολογίς, η ανάκαμψη δεν μπορεί να αφεθεί στα χέρια της FED, της «ευρωπαϊκής κεντρικής τράπεζας» (ΕΚΤ) ή της «τράπεζας της Αγγλίας». Απαιτείται ενεργός ανάμειξη της οικονομικήςπολιτικής. Αυτό που χρειαζόμαστε δεν είναι ένας «δανειστής της εσχάτης προσφυγής» αλλά ένας «ξοδευτής της εσχάτης προσφυγής»· κι αυτός δεν μπορεί να είναι άλλος από το κράτος.
Αν τα κράτη, που είναι ήδη υπερχρεωμένα, θεωρούν πως δεν δύνανται πια να καταφύγουν σε δανεισμό από τις αγορές, ας δανειστούν από τις κεντρικές τους τράπεζες κι ας ξοδέψουν τα λεφτά σε δημόσια έργα και ανάπτυξη υποδομών. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος να πάρουν ξανά μπρος οι μεγάλες δυτικές οικονομίες.
Πέραν αυτού όμως, δεν μπορούμε να συνεχίσουμε με ένα σύστημα που επιτρέπει στους πλούσιους να βάζουν στο χέρι τόσο μεγάλο μερίδιο του ΑΕΠ ή που οδηγεί στο να συσσωρεύεται τόσος πολύς πλούτος σε τόσο λίγα χέρια. Πολλές φορές στο παρελθόν, η συμπεφωνημένη αναδιανομή του πλούτου και του εισοδήματος θεωρήθηκε ζωτικής σημασίας για αυτήν καθ' αυτή την επιβίωση του καπιταλισμού. Όπως φαίνεται, διδασκόμαστε ξανά το ίδιο μάθημα.

Ο Robert Skidelsky είναι επίτιμος καθηγητής πολιτικής οικονομίας. Στέλεχος του Εργατικού κόμματος, μεταπήδησε στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα πριν γίνει εκπρόσωπος των Συντηρητικών για οικονομικά θέματα στην βουλή των λόρδων θέση από την οποία παύθηκε όταν παρέβη την κομματική «γραμμή» και υπερασπίστηκε τους βομβαρδισμούς του ΝΑΤΟ στην Γιουγκοσλαβία το 1999

Κωμωδία ιδεών, πράξη δεύτερη

Του Δημοσθένη Κούρτοβικ

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2012
Και ξαφνικά ο κ. Παναγιώτης  Λαφαζάνης έγινε ενδιαφέρων. Η δήλωσή του ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ακόμη έτοιμος να κυβερνήσει ακούστηκε μέσα στο μπολσεβίκικο παραλήρημα του συριζαίικου Ανώτατου Σοβιέτ σαν τη φωνή κάποιου που, μπολσεβίκος και αυτός, από τους πιο αρειμάνιους μάλιστα, ξεστομίζει αναπάντεχα, σαν να σαστίζει και ο ίδιος, μια αδιανόητα μενσεβίκικη κουβέντα.
Η δήλωση αυτή, ό,τι και αν τη γέννησε (ειλικρίνεια, εχεφροσύνη, τακτικισμός, στιγμιαία έκλαμψη ή οι σάλπιγγες της Ιεριχούς, που πριν τσακίσουν τα τείχη των πολιορκημένων τσάκισαν τα νεύρα ενός από τους πιο «φυσερούς» σαλπιγκτές των πολιορκητών), ήταν σαν μια ανεξέλεγκτη σύσπαση μασκαρεμένου προσώπου, που τσαλακώνει τη μάσκα και σε αφήνει να υποψιαστείς από κάτω μια άλλη εικόνα.
Μπορώ να δεχτώ τα αντιμνημονιακά επιχειρήματα του ΣΥΡΙΖΑ, στην πραγματικότητα μάλιστα συμμερίζομαι τα περισσότερα. Αλλά μου είναι αδύνατο να πιστέψω ότι οι στρατηγικοί εγκέφαλοί του, ακόμη και οι Σουσλόφ των πιο ακραίων συνιστωσών, εννοούν σοβαρά τις επαγγελίες που πλασάρουν στο αλαφιασμένο από την Κρίση κοινό, τη βαυκαλιστική ρητορική που ενοχοποιεί το Μνημόνιο για όλα τα προβλήματα της χώρας και υπόσχεται επιστροφή στην προμνημονιακή νιρβάνα (και σπατάλη), ιδανικό εφαλτήριο για τον σοσιαλισμό. Δεν είναι βλάκες αυτοί οι άνθρωποι ούτε τόσο φαντασιόπληκτοι όσο τους παρουσιάζουν μερικοί εχθροί τους. Κάτι άλλο συμβαίνει εδώ.   
Πριν από τριάντα χρόνια το ΠΑΣΟΚ, εκτός του ότι ενσωμάτωσε στο σύστημα τις μάζες των υποπρονομιούχων, όπως τους αποκαλούσε, και των αποκλεισμένων λόγω φρονημάτων από το μετεμφυλιακό κράτος, απορρόφησε και πλήθος δύστροπων διανοουμένων της γενιάς του Πολυτεχνείου, αλλά και μεγαλύτερων. Τους εκμαύλισε, για να το πούμε απερίστροφα, κυρίως μέσω του Υπουργείου Πολιτισμού και της περίφημης Γραμματείας Νέας Γενιάς, που μοίρασαν αφειδώς θέσεις στο Δημόσιο (συνήθως αργόμισθες), υποτροφίες για «μετεκπαίδευση» στο εξωτερικό (συνήθως χωρίς αντίκρισμα), επιχορηγήσεις πολιτιστικών οργανισμών και προγραμμάτων (συχνότατα ασήμαντων ή εικονικών) κ.λπ. Οσο έξυπνη και αποτελεσματική και αν ήταν όμως αυτή η πολιτική, δεν απορρόφησε ολόκληρη την προς απορρόφηση διανόηση. Υπήρξαν αρκετοί που αντιστάθηκαν στις πράσινες σειρήνες, όχι απαραίτητα επειδή δεν ορέγονταν και αυτοί εξουσία και προσόδους, αλλά επειδή η ιδεολογικά ριζοσπαστική ατμόσφαιρα της εποχής ή οι προσωπικοί δεσμοί τους με αριστερότερα κόμματα και οργανώσεις δυσκόλευαν τη μανούβρα της συνείδησής τους προς την αγκαλιά του αστικού καθεστώτος.

Αλλά τα χρόνια πέρασαν, οι καιροί άλλαξαν. Πενηντάρηδες και εξηντάρηδες πια, οι ανέντακτοι οραματιστές της γενιάς του Πολυτεχνείου ξεροστάλιαζαν στον ίδιο σταθμό της Ιστορίας, περιμένοντας με προϊούσα απογοήτευση το τρένο της μεγάλης, της πραγματικής Αλλαγής, όπου θα επιβιβάζονταν δικαιωματικά στην πρώτη θέση, ως ιδεολογικοί ταγοί και οργανωτικοί Ηρακλείς, με ό,τι «παράπλευρες» ωφέλειες αυτό συνεπάγεται όταν η ριζοσπαστική ιδεολογία θρονιάζεται στην κρατική εξουσία. Από την άλλη, το πολιτισμικό μποστάνι της Μεταπολίτευσης παρήγαγε στρατιές νεότερων «προοδευτικών» διανοουμένων, από πανεπιστημιακούς μέχρι ποιητές, από δικηγόρους μέχρι ηθοποιούς, που διέπρεπαν λιγότερο σε ό,τι έχει σχέση με τη δημιουργικότητα και πολύ περισσότερο στον συντεχνιακό διεκδικητισμό και στην αντίσταση σε όλα (πάντα με «προοδευτικό» πρόσχημα).
Η ματαιωμένη αναμονή των πρώτων και η μικρόχαρη πολυπραγμοσύνη των δεύτερων θα μπορούσαν χωρίς σοβαρές συνειδησιακές αβαρίες, αφού οι καιροί είχαν αλλάξει, να βρουν ανταμοιβή στους γενναιόδωρους κόλπους των μονοκομματικών κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ ή ακόμη και της Νέας Δημοκρατίας (και σε πολλές περιπτώσεις τη βρήκαν). Στο μεταξύ, όμως, οι καιροί άλλαξαν πάλι. ΠΑΣΟΚ και ΝΔ «μπήκαν» απελπιστικά με το άγριο πλύσιμο στο πλυντήριο της Κρίσης και ο άνεμος άρχισε να φυσάει ξανά από αριστερότερα (και από δεξιότερα, αυτό όμως είναι άλλο κεφάλαιο). Οι μετέωροι διανοούμενοι για τους οποίους μιλάμε είδαν την ευκαιρία και την άρπαξαν από τα μαλλιά. Γιατί η καπριτσιόζα Ιστορία τούς έκανε ένα απροσδόκητο, εκπληκτικό δώρο.
Οι παλιές ιδέες τους μπορούσαν τώρα ευκολότατα, χωρίς να περάσουν από τη βάσανο της επανεξέτασης στο φως της πραγματικότητας, να γίνουν το όχημα που θα τους έφερνε στην πολυπόθητη εξουσία. Σε μια εξουσία που υποσχόταν να αλλάξει τα πάντα, για να μην αλλάξει τίποτα.
Και φτάσαμε έτσι να παρακολουθούμε τη δεύτερη πράξη στο έργο της μεταπολιτευτικής κωμωδίας ιδεών. Ενα σωρό ξέμπαρκοι ριζοσπάστες της γενιάς του Πολυτεχνείου, από εκείνους που έμειναν έξω από την κιβωτό του ΠΑΣΟΚ ή την εγκατέλειψαν μόλις άρχισε να κάνει νερά, και ένα σωρό σπουδαρχίδες επίγονοί τους βρήκαν στον ΣΥΡΙΖΑ φιλόξενο καταφύγιο και, προπαντός, σκάλα για την αναρρίχηση σε κρατικά ή έστω, για αρχή, βουλευτικά αξιώματα. Οι πρώτοι έγιναν οι ιδεολογικοί ντιζάινερ του νέου κόμματος εξουσίας, οι δεύτεροι οι πιο ευφραδείς και δυναμικοί (μερικοί θα έλεγαν αδίστακτοι) ακτιβιστές του. Και όλοι μαζί καθορίζουν τον λόγο και την πρακτική του ΣΥΡΙΖΑ, κατορθώνοντας το ακατόρθωτο: να νεκραναστήσουν μια μυθολογία, τη μυθολογία της Μεταπολίτευσης, στην οποία δεν πιστεύει πια κανείς, ούτε οι ίδιοι, αλλά όλοι κάνουν πως την πιστεύουν. Είναι σαν την «αιματοβαμμένη» σημαία του Πολυτεχνείου, για την οποία ηλεκτρονική εφημερίδα έγραφε πριν από λίγες μέρες σε ρεπορτάζ ότι βρισκόταν, «όπως πάντα», επικεφαλής της πορείας, ενώ λίγο παρακάτω, σε άλλο άρθρο, μας πληροφορούσε ότι η σημαία έχει πάψει εδώ και χρόνια να είναι αιματοβαμμένη, γιατί τη μπουγάδιασε η μητέρα ενός φοιτητή της ΠΑΣΠ.

Και τη στιγμή που η Ελλάδα χρειάζεται πράγματι νέες ιδέες για την υπέρβαση του Μνημονίου, εκείνοι που το διακονούν δεν έχουν καμία, ενώ εκείνοι που το αντιμάχονται επιστρατεύουν, για τους δικούς τους λόγους, τις ιδέες ακριβώς που μας οδήγησαν στο Μνημόνιο. Γι' αυτό λέμε εδώ και καιρό ότι η κρίση που ζούμε είναι πάνω απ' όλα πολιτισμική.