Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2011

Η κοινωνική πολιτική σε δύσκολους καιρούς

http://manosmatsaganis.blogspot.com/2011/09/2011.html




Εισαγωγή στο βιβλίο μου «Η κοινωνική πολιτική σε δύσκολους καιρούς: οικονομική κρίση, δημοσιονομική λιτότητα και κοινωνική προστασία» το οποίο πρόκειται να κυκλοφορήσει τον Οκτώβριο 2011 από τις εκδόσεις Κριτική.

Η κεντρική ιδέα του βιβλίου συνοψίζεται εύκολα σε μερικές φράσεις. Παρά τη ρητορεία του συρμού, το κοινωνικό κράτος δεν είναι ένα απλό θύμα της οικονομικής κρίσης: η σχέση μεταξύ των δύο είναι πολύ πιο αμφίσημη. Κατ' αρχήν, η κατακόρυφη άνοδος της δαπάνης για κοινωνική προστασία μέχρι το 2009 συνέβαλε και αυτή στον δημοσιονομικό εκτροχιασμό της χώρας. Ακόμη χειρότερα, η διόγκωση της κοινωνικής δαπάνης (που πλέον προσεγγίζει ή και υπερβαίνει τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο) δεν συνοδεύτηκε από τον «εξευρωπαϊσμό» των κοινωνικών πολιτικών (που συνέχισαν να χαρακτηρίζονται από ένα «εντυπωσιακό μωσαϊκό ρυθμίσεων» και τις υπόλοιπες παθογένειες ενός «κράτους πελατειακών παροχών»).

Στη συνέχεια, από το 2010, ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός έδωσε τη θέση του στη λιτότητα για τη μείωση των ελλειμμάτων. Αυτό ήταν αναπόφευκτο – όπως ήταν επίσης αναπόφευκτο να οδηγήσει σε περικοπές δαπανών και σε μεταρρυθμίσεις προγραμμάτων. Δεν ήταν όμως καθόλου αναπόφευκτο οι περικοπές και οι μεταρρυθμίσεις να πάρουν τη μορφή που τελικά πήραν. Μεταξύ των περικοπών που διορθώνουν υπερβολές, εκλογικεύοντας την παραγωγή κοινωνικών αγαθών και υπηρεσιών, και των «περικοπών» που παραλύουν την παραγωγή αυτή, στερώντας ζωτικούς πόρους από τα άτομα και τις οικογένειες που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη, υπάρχει τεράστια απόσταση - όπως άλλωστε υπάρχει τεράστια απόσταση μεταξύ των μεταρρυθμίσεων που ανεβάζουν τον δείκτη κοινωνικής προστασίας, εξοικονομώντας ταυτόχρονα πόρους που σήμερα σπαταλώνται, και των «μεταρρυθμίσεων» που σχεδιάζονται με κύριο στόχο να περισώσουν στις νέες συνθήκες όσο δυνατόν περισσότερα από τα παλαιά προνόμια.

Με αυτά και με αυτά, φτάσαμε σε ένα μεγάλο παράδοξο. Από τη μια, η οξύτατη οικονομική κρίση κλείνει επιχειρήσεις, καταστρέφει θέσεις εργασίας, μειώνει μισθούς και εισοδήματα. Η απότομη άνοδος της ανεργίας και η υποχώρηση των οικογενειακών εισοδημάτων απειλεί εκατοντάδες χιλιάδες νοικοκυριά με το φάσμα της φτώχειας. Με άλλα λόγια, ποτέ άλλοτε στη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας δεν είχαμε τόση ανάγκη για κοινωνική προστασία. Από την άλλη, ευνοώντας αποσπασματικές λύσεις, θέτοντας το μερικό συμφέρον (της ομάδας) πάνω από το γενικό (της κοινωνίας), εμποδίζοντας τις ώριμες μεταρρυθμίσεις, φροντίσαμε να έχουμε σήμερα ένα σύστημα κοινωνικής προστασίας κομμένο και ραμμένο στα μέτρα των ισχυρών ομάδων, αλλά εντελώς ακατάλληλο και ανέτοιμο να αντιμετωπίσει τις κοινωνικές συνέπειες της κρίσης (που είναι και το βασικό αντικείμενο του κοινωνικού κράτους). Η ζήτηση και η προσφορά κοινωνικής προστασίας είναι επικίνδυνα «εκτός συγχρονισμού».

Το παράδοξο αυτό δεν φαίνεται να έχει συνειδητοποιηθεί από την κυβέρνηση, ούτε από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, ούτε από τα συνδικάτα, ούτε από τον Τύπο και επομένως ούτε από την κοινή γνώμη – εκτός βέβαια από εκείνους τους συμπολίτες μας που πέφτουν οι ίδιοι θύματά του. Είναι επείγουσα ανάγκη το παράδοξο αυτό να τεθεί στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης – όχι τόσο για να επιμεριστούν ευθύνες, όσο κυρίως για να βρεθούν λύσεις.

Με την έννοια αυτή, η agenda εξισωτικής μεταρρύθμισης που ενδεικτικά σκιαγραφείται στο τέλος αυτού του βιβλίου δεν προτείνεται ως το κλειδί για όλες τις πόρτες και δεν πρόκειται να λύσει τα δεκάδες προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα της κρίσης: είναι όμως μια συμβολή στην ανασυγκρότηση της κοινωνικής πολιτικής – που με τη σειρά της είναι ένα από τα συστατικά της (όχι και τόσο μυστικής) συνταγής που μπορεί να επιτρέψει σε μια χώρα να βγει από την οικονομική κρίση με την κοινωνία όρθια.

Οι επόμενες σελίδες αναπτύσσουν τα παραπάνω σημεία με εκτενέστερο τρόπο.

Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη, με δύο κεφάλαια στο καθένα. Το πρώτο μέρος (Η κρίση και το κοινωνικό κράτος) ξεκινά με ένα σύντομο κεφάλαιο (Το κοινωνικό κράτος ως υποκείμενο της κρίσης) που εξηγεί γιατί το κοινωνικό κράτος ευθύνεται και αυτό για τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό, σε κάποιον τουλάχιστον βαθμό. Το Κεφάλαιο 2 (Το κοινωνικό κράτος ως αντικείμενο της κρίσης) δείχνει πώς το «ασφαλιστικό», ένα φαινομενικά άλυτο πρόβλημα, πέρασε μέσα σε λίγες εβδομάδες, από την άνοιξη έως το καλοκαίρι του 2010, από την εποχή της ακινησίας στην εποχή της καταιγιστικής μεταρρύθμισης.

Το δεύτερο μέρος (Η ζήτηση για κοινωνική προστασία) παρουσιάζει τις συνέπειες της κρίσης αφενός στην απασχόληση και στους μισθούς, και αφετέρου στην ανισότητα και στη φτώχεια. Το Κεφάλαιο 3 (Οι επιπτώσεις της κρίσης στην αγορά εργασίας) ενσωματώνει στην ανάλυση τα πιο πρόσφατα δεδομένα των Ερευνών Εργατικού Δυναμικού. Για λόγους που είναι γνωστοί στους ειδικούς, αντίστοιχα δεδομένα για τις εξελίξεις στην κατανομή του εισοδήματος είναι διαθέσιμα με πολύ μεγάλη καθυστέρηση. Στη θέση τους, το Κεφάλαιο 4 (Οι επιπτώσεις της κρίσης στην κατανομή του εισοδήματος) παρουσιάζει τις εκτιμήσεις πρόσφατης έρευνας του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών με βάση τη λεγόμενη μέθοδο «μικροπροσομοίωσης», εφαρμόζοντας το υπόδειγμα φορολογίας και κοινωνικών παροχών EUROMOD. Όταν δημοσιευτούν τα στοιχεία της Ελ.Στατ. και της Eurostat, οι εκτιμήσεις μας μπορεί ενδεχομένως να αποδειχθούν ανακριβείς. Όμως, τέτοιες αποκλίσεις υπήρξαν μέχρι τώρα στατιστικά μη σημαντικές. Εν τω μεταξύ, η εφαρμογή της «μικροπροσομοίωσης» επιτρέπει αφενός την έγκαιρη αποτίμηση των διανεμητικών επιδράσεων της ύφεσης και των μέτρων λιτότητας, αφετέρου τον διαχωρισμό των επιδράσεων που ανάγονται ευθέως στην πολιτική της κυβέρνησης από εκείνες που απορρέουν κυρίως από ευρύτερες εξελίξεις στην οικονομία ή στην αγορά εργασίας.

Το τρίτο μέρος (Η προσφορά κοινωνικής προστασίας) εξετάζει πώς το κοινωνικό κράτος στην Ελλάδα ανταποκρίνεται στον ιστορικό ρόλο του – για να χρησιμοποιήσουμε μια μάλλον βαρύγδουπη αλλά ακριβή φράση. Το Κεφάλαιο 5 (Το κοινωνικό κράτος αντιμέτωπο με την κρίση) θέτει το ερώτημα εάν τις παραμονές της τρέχουσας κρίσης το σύστημα κοινωνικής προστασίας στη χώρα μας ήταν έτοιμο να αντιμετωπίσει τις κοινωνικές συνέπειές της – και απαντά με τη διαπίστωση ότι το δίχτυ ασφαλείας που είχαμε το 2009 ήταν ακατάλληλο για κάτι τέτοιο. Το Κεφάλαιο 6 (Το κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας σε δύσκολους καιρούς), με το οποίο κλείνει το βιβλίο αυτό, επιχειρεί να απαντήσει σε μερικά ακόμη κρίσιμα ερωτήματα: Εάν το 2009 το δίχτυ ασφαλείας ήταν διάτρητο και αναποτελεσματικό, πώς αυτό επηρέασε την κοινωνική πολιτική που εφαρμόστηκε τα δύο τελευταία χρόνια; Εάν η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι «λίγο» ή «καθόλου», τι πρέπει (και, κυρίως, τι μπορεί) να γίνει τώρα; Και εάν η ενδυνάμωση του κοινωνικού διχτυού ασφαλείας είναι αναγκαία, πόσο εφικτή είναι σε συνθήκες δημοσιονομικής στενότητας;

Όπως θα διαπιστώσει οποιοσδήποτε κάνει τον κόπο να ξεφυλλίσει έστω βιαστικά τις σελίδες που ακολουθούν, το βιβλίο δεν απευθύνεται σε ειδικούς. Φυσικά αυτό δεν συνεπάγεται ότι η ανάπτυξη των διαφόρων θεμάτων γίνεται με «εκπτώσεις» επιστημονικότητας. Πάντως, για να μην διακόπτεται η ροή του κειμένου, οι βιβλιογραφικές αναφορές, πηγές και οδηγίες προς όσους θα ήθελαν να εμβαθύνουν στη μελέτη των σχετικών θεμάτων βρίσκονται στις σημειώσεις (οι οποίες είναι αρκετά εκτεταμένες, ιδίως σε μερικά κεφάλαια). Οι πίνακες και τα διαγράμματα υπηρετούν το κείμενο, ενώ αντιστρόφως διαβάζονται χωρίς η αναδρομή σε αυτό να είναι απαραίτητη για την κατανόηση του νόηματός τους. Σε δύο περιπτώσεις, πρόσθετα στοιχεία παρατίθενται σε ένα παράρτημα στο τέλος των αντίστοιχων κεφαλαίων.

Κατά τα άλλα, το βιβλίο γράφτηκε από έναν οικονομολόγο, αλλά για να διαβάζεται – ελπίζω όχι μόνο από υποχρέωση – από φοιτητές όλων των κοινωνικών (και άλλων) επιστημών, από συναδέλφους ερευνητές στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής με επιστημονικό υπόβαθρο κοινωνιολόγου ή πολιτικού επιστήμονα, από εργαζόμενους που ασχολούνται με τη χάραξη και την εφαρμογή κοινωνικών πολιτικών στα αρμόδια υπουργεία ή στους φορείς κοινωνικής ασφάλισης και κοινωνικής πρόνοιας, από δημοσιογράφους, καθώς και από όσους πολίτες ενδιαφέρονται για τα προβλήματα της δημόσιας πολιτικής και θέλουν να είναι ενημερωμένοι για αυτά. Εύχομαι σε όλους καλό διάβασμα!

Το πρόβλημα της Ελλάδας είναι ο λαός της.

 http://mhmadas.blogspot.com/2011/10/blog-post_9701.html?spref=fb

Πέρα από τις τεχνικές του κουρέματος που οδηγούν στη σταθεροποίηση της δραματικής μας κατάστασης, η αλήθεια είναι ότι είμαστε μια συνολικά χρεοκοπημένη χώρα. Θα ζήσουμε πάνω από δέκα χρόνια εκτός αγορών, σε διαρκή οικονομική ύφεση, με μη ανταγωνιστική  οικονομία, με κράτος αναποτελεσματικό και άκρως διεφθαρμένο και πολιτικό σύστημα που ενδιαφέρεται μόνο για την εκλογική  πελατεία  και τα ποσοστά του. Στο τέλος της δεκαετίας θα έχουμε  ακόμα, ένα τερατώδες χρέος, στα 120% του ΑΕΠ. Τι άλλο θέλουμε;
Η Ευρώπη δεν μας εγκαταλείπει, το αντίθετο. Αλλά είναι αδύνατο στο εγχώριο πολιτικό προσωπικό, να καταρτίσει ένα οδικό χάρτη για τα επόμενα χρόνια.  Φαντάζει αδύνατο στους πολιτικούς ταγούς δεξιά και αριστερά να πείσουν τον ελληνικό λαό για μια κοινή οργανωμένη προσπάθεια, ώστε να αλλάξει ο τρόπος που η κοινωνίας μας αντιλαμβάνεται τον εαυτό της.  Αλλά ακόμα και αν υποθέσουμε ότι τα πολιτικά κόμματα εύρισκαν σημεία επαφής, φαντάζει αδύνατο να συμφωνήσει ο λαός σε ένα κοινό σχέδιο δράσης.
Ποια είναι η θέση του λαού;
Η πλειοψηφία του ελληνικού λαού βρίσκεται  σε κομφούζιο. Αυτό το βλέπεις στις απεργιακές κινητοποιήσεις και τις μαζικές πορείες. Όταν στο ίδιο μπλοκ συνωστίζονται, άνεργοι του ιδιωτικού τομέα, προνομιούχοι υπάλλήλοι των ΔΕΚΟ, χαμηλόμισθοι δάσκαλοι, υψηλόμισθοι εφοριακοί, «σκληρά εργαζόμενοι» στους Δήμους και ταξιτζήδες, με κοινά συνθήματα, υπό την ηγεσία των Παναγόπουλου, Λυμπερόπουλου, Μπαλασόπουλου και Φωτόπουλου καταλαβαίνεις γιατί το εργατικό κίνημα είναι και αυτό μέρος του προβλήματος. Μαζί με την ΕΕ, τις οικονομικές ελίτ και το πολιτικό σύστημα έβαλε και αυτό το χέρι του στην διάλυση της χώρας. Όταν στις κινητοποιήσεις της 28ης Οκτωβρίου, βλέπεις ακροαριστερές οργανώσεις, κοινοβουλευτικά κόμματα, απόστρατους, πατριώτες, «δεν πληρώνω», οπαδούς του Ηρακλή και χρυσαυγίτες να αποκαλούν προδότη τον πρόεδρο της δημοκρατίας και ένα μεγάλο μέρος του κόσμου να χειροκροτεί, καταλαβαίνεις ότι τα επίδικα και η πολιτική έχουν γίνει μαρμελάδα και η κοινωνική συνοχή, γλιστράει πάνω της και διαλύεται.  Ο φασισμός είναι εδώ.
 Ο λαός αδυνατεί να παραδεχθεί την ήττα του μοντέλου ανάπτυξης που υποστήριξε με φανατισμό σε όλη την ύστερη μεταπολιτευτική περίοδο. Και αυτό είναι ως ένα βαθμό δικαιολογημένο. Σε ολόκληρη την περίοδο αυτή, ο λαός διαμόρφωσε την πεποίθηση ότι, η κατανάλωση είναι ο πρώτος και κύριος στόχος της ζωής του ανθρώπου. Η κατανάλωση χωρίς την αντίστοιχη παραγωγή. Πίστεψε στο αεικίνητο 1ου είδους, στο αδύνατο. Μέχρι χτες, η πλειοψηφία του λαού δεν ήξερε ότι η χώρα ζούσε με δανεικά. Σήμερα που το έμαθε, δεν θέλει να τα γυρίσει πίσω. Μέχρι χτες, η λέξη έλλειμμα της ήταν άγνωστη. Σήμερα που την έμαθε, θέλει να τη μεταφράσει σε πλεόνασμα, αλλά χωρίς να χάσει τίποτα από τα κεκτημένα. Γίνεται;
Αύριο, να μηδενιστεί το χρέος, να φύγουμε από την ΕΕ και το ευρώ, να γεμίσουν τα ασφαλιστικά ταμεία, να κυβερνήσει η πιο φιλεργατική Αριστερά, να καταργηθούν οι μπάτσοι και τα ΜΑΤ, να φύγουν τα χαράτσια, να φορολογηθεί αγρίως το μεγάλο κεφάλαιο ( το είδε κανείς;),  να έρθουν εκατομμύρια μετανάστες, θα δούμε άσπρη μέρα; Θα έχουμε κάτι χειροπιαστό να πουλήσουμε σε Άγγλους, Ρώσους, Κινέζους, Αιγυπτίους, ώστε να εισάγουμε αυτοκίνητα, πετρέλαιο, σκόρδα και πατάτες και να διατηρήσουμε και την «εθνική μας κυριαρχία»; Θα θέλει κανείς να πληρώνει έστω και λίγους φόρους; Θα γυρίσουν τα παιδιά στα θρανία και οι δάσκαλοι στον πίνακα; Θα πάψουμε να ζητάμε 1400 Ευρώ πρώτο μισθό, σύνταξη στα 40 με ανήλικο παιδί και επίδομα πλυσίματος χεριών; Θα μαζεύουμε τα σκουπίδια μας, θα κλείνουμε τα φώτα μέρα μεσημέρι;
Μέχρι σήμερα:
Ο λαός ήθελε ένα εύρωστο και ανεκτικό κράτος - χορηγό, πολυδαίδαλο και πολυάνθρωπο να παρέχει άριστες και δωρεάν  υπηρεσίες. Αλλά ποτέ του δεν θέλησε, την αξιολόγηση των υπηρεσιών, τον έλεγχο των υπαλλήλων, τη μέτρηση της απόδοσης.
Ο λαός ήθελε να σπουδάζουν τα παιδιά του με κάθε τίμημα και θυσία, και μετά το κράτος να τους εξασφαλίζει αντίστοιχη δουλειά στο δημόσιο, με υψηλές αποδοχές.
Ήθελε παντού ΑΕΙ και ΤΕΙ, αλλά δεν νοιάστηκε ποτέ για την έρευνα που αυτά κάνουν. Ποτέ του δεν αναρωτήθηκε, αν η επιστήμη μπορούσε να φέρει ευημερία, να παράγει πλούτο και πως γίνεται αυτό. Ήθελε την τεχνολογία και τα πλεονεκτήματά της, αλλά ποτέ του δεν αναρωτήθηκε, αν αυτή μπορεί να πατεντάρεται και να κατασκευάζεται στο εσωτερικό.
Ζητούσε ολοένα και περισσότερη ενέργεια, καταναλωτικά προϊόντα, εξωτικά υλικά, παντός είδους μηχανήματα, αλλά ποτέ του δεν σκέφτηκε ότι  αυτά εισάγονται και κοστίζουν.
Κανένα κόμμα, ομάδα, όμιλος σκέψης, δεν ζήτησε  από τις κυβερνήσεις να στήσουν, να επιδοτήσουν, να ενθαρρύνουν, ανταγωνιστικές παραγωγικές μονάδες. Αντίθετα όλοι υιοθετούσαν  συχνά τις ρετσέτες του ΚΚΕ περί ληστρικού κεφάλαιου και ξένων καταπατητών της χώρας.
Κανένας δεν σκέφτηκε ότι η χώρα πρέπει να παράγει την τροφή της και πως θα γίνεται αυτό, όταν όλοι οι γόνοι των αγροτών γίνουν αρχιτέκτονες και δικηγόροι. Τα φληναφήματα περί πλούσιας χώρας αδυνατούν να κρύψουν την εγκατάλειψη ή και την ακύρωση όλων εκείνων των πλεονεκτημάτων που θα μπορούσαν να την κάνουν πραγματικά και όχι μεταφυσικά, πλούσια. Δηλαδή τη γεωγραφική της θέση και ότι αυτή συνεπάγεται στον τουρισμό, τις εναλλακτικές καλλιέργειες, την «πράσινη» ενέργεια. Το επιχειρηματικό και εμπορικό δαιμόνιο των κατοίκων της και ότι αυτό συνεπάγεται σε προώθηση και εμπορική εκμετάλλευση των καινοτομιών που θα  ανακαλύπτουν και θα κατασκευάζουν τα παιδιά της.
Αντίθετα, ο ελληνικός λαός ένιωσε λύτρωση, όταν η είσοδος των μεταναστών τον απάλλαξε από κάθε είδους χειρωνακτική εργασία. Στην ύστερη μεταπολίτευση, ο Έλληνας έμαθε να μισεί τη φάμπρικα και το χωράφι. Αντίθετα έμαθε να αγαπά τις υπηρεσίες και δη τις δημόσιες. Στους 10 εργαζόμενους Έλληνες οι 3 είναι ΔΥ, οι 4 παρέχουν ιδιωτικές υπηρεσίες και μόνο οι 3 παράγουν κάτι, για να θρέψουν και τους 10. Όποτε έκλεινε μια φάμπρικα, η Αριστερά πανηγύριζε για τη νίκη της κατά του καπιταλισμού. Νόμιζε ότι οι απολυμένοι θα «πυκνώσουν τις γραμμές της». Μετά ζητούσε να διοριστούν όλοι στο δημόσιο. Και γέμιζαν τα υπουργεία, οι Δήμοι, οι ΔΕΚΟ. Και όταν αυτά γέμιζαν, έφτιαχναν καινούργια. Και όλα αυτά τα πλήρωναν με δανεικά.  Πως να βγει το μοντέλο; Ήρθε η φούσκα και έσκασε.
Ο ελληνικός λαός δεν είναι λαός ηλιθίων. Ξέρει καλά ότι το προηγούμενο μοντέλο ηττήθηκε. Δεν θέλει όμως να το παραδεχτεί. Ήταν ωραία στο παράδεισο, καθένας έβρισκε ότι πάντοτε ζητούσε, ή τουλάχιστον μπορούσε να ελπίζει ότι θα το βρει. Σήμερα κάποιοι τον βγάζουν βίαια από τον παράδεισο, του ξεσκίζουν το όνειρο. Και αυτοί δεν είναι, ούτε η τρόικα, ούτε η κυβέρνηση, ούτε οι πιστωτές, ούτε ο καπιταλισμός. Είναι οι νόμοι της φύσης, η αρχή διατήρησης της ενέργειας. Σήμερα, ο λαός διαδηλώνει, μουτζώνει, βρίζει, τσαμπουκαλεύεται, «κόβει» τα χέρια του και απειλεί, αλλά ξέρει ότι όλα αυτά είναι αδιέξοδα, απλές εκτονώσεις που γίνονται ως ομαδική ψυχοθεραπεία.
Η κρίση μας βοηθά να δούμε πτυχές της ηθικής μας που τις έχουμε απωθήσει.
Δυσκόλεψε η κατάσταση και αυξήθηκαν κατακόρυφα οι ληστείες, οι βιασμοί, οι φόνοι για λίγα ευρώ. Και πολλοί σπεύδουν να τους δικαιολογήσουν ως αποτέλεσμα της κρίσης.
Αντί οι δήμοι να οργανώσουν δίκτυα αλληλεγγύης για τους ασθενέστερους των δημοτών τους, φρόντισαν να πνίξουν τις πόλεις στο σκουπίδι, κάνοντας απεργία, αλλά και εισπράττοντας ταυτόχρονα το μεροκάματο. Οι περισσότεροι δημοτικοί άρχοντες ήταν στο πλευρό των απεργών, αφού αυτοί τους διόρισαν, είναι πελάτες τους.
Αντί οι καθηγητές να κάνουν δωρεάν και εθελοντικά την πρόσθετη διδακτική στήριξη, που έκοψε το υπουργείο, καλούνται από την ΟΛΜΕ να μην κάνουν ούτε την αναπλήρωση των χαμένων ωρών των καταλήψεων. Αντί οι συνδικαλιστές να υπερασπιστούν αυτοί πρώτοι τις σχολικές εγκαταστάσεις, στοχοποιούσαν τους συναδέλφους τους που αγωνίζονταν να κρατήσουν τα σχολεία ανοικτά και να αποτρέψουν τις καταστροφές. Διψάνε τα δημόσια ταμεία από φορολογικά έσοδα και οι δικαστές αποφάσισαν να δουλεύουν λιγότερο,  συσσωρεύοντας έτσι χιλιάδες εκκρεμείς φορολογικές υποθέσεις. 
Μέσα στον ορυμαγδό, καταστρέφονται ζωές, διαλύονται περιουσίες, καταρρέουν σχέδια, άνθρωποι φτωχαίνουν και αυτό δεν είναι απλά κακό, είναι ολέθριο, αλλά δεν γίνεται αλλιώς. Αν γινόταν, κάποιος θα έβρισκε τη λύση. Πληρώνουμε την ύβρι, δίκαιοι και άδικοι. Όσοι ακολουθούσαν και όσοι απλά κοίταζαν. Αλλά μέσα στον ορυμαγδό αναζητούμε και την αντίδραση στη δράση του κακού, τη στόφα και το μέταλλο των θιγομένων, την ποιότητα της αυτοκριτικής, την προσπάθεια ανάταξης των θρυμματισμένων ιστών. Και δεν βλέπουμε τίποτα που να μας κάνει να ελπίζουμε. Μονάχα την επανάληψη της ύβρεως. Ξαναμμένους αγύρτες και λαοπλάνους που καμώνονται τους επαναστάτες και προτρέπουν σε ακρότητες, σε εμφύλιο πόλεμο, πανικόβλητοι, γιατί βλέπουν την ήττα του μοντέλου τους και προαισθάνονται και τη δική τους εξαφάνιση.
Ο παράδεισος χάθηκε, αλλά η κόλαση είναι εδώ. 

Καλά θα κάνει, ο λαός, να αναζητήσει από εδώ και μπρος μια άλλη πορεία ζωής και όχι σωτήρες εν λευκώ. Πριν αποφασίσει την επόμενη σύναξη παλουκοφόρων και πετροβολητών καλά θα κάνει να αναστοχαστεί τα πεπραγμένα του και να κοιτάξει μήπως και βρει συλλογικές και ατομικές λύσεις μέσα στον μικρόκοσμό του, για να τη βγάλει στα χρόνια που έρχονται. Μην περιμένει βοήθεια από τους πολιτικούς του, τουλάχιστον  από αυτούς που φόρτωνε μέχρι χτες με ψήφους. Αυτοί τον έφεραν έως εδώ, με την άδειά του, βεβαίως. Μην περιμένει τίποτα καλό από αυτό το κράτος.
Αλλά και οι λύσεις που ήδη δρομολογούν οι πιστωτές του, λύσεις δυσβάσταχτες, θα απαιτούν σκληρή δουλειά, λιτότητα, διαφάνεια, συνέπεια, συνεργασία, ευθύνη, πρωτοβουλία, αξίες που έχει ξεχάσει. Αυτές θα είναι τα όπλα του, οι παντιέρες του, οι αντιστάσεις του στην πτώση.
Ας αυτοοργανωθεί για να επιβιώσει, ας σταθεί αλληλέγγυος στον διπλανό του και ας αφουγκραστεί αυτούς που λένε κάτι διαφορετικό, μήπως και σ’ αυτόν τον άλλο λόγο υπάρχει ίχνος κοινής λογικής, υπάρχει ζωή. Ας αποδεχτεί ότι ο πρότερος μη έντιμος βίος του συνεπάγεται και επιτήρηση και τεχνική βοήθεια και συμβουλές από τους ξένους που μάλλον καλύτερα τα κατάφεραν στο χωριό τους.
Διαφορετικά, θα κυλιέται μέσα στα σκουπίδια, τη βία, το φασισμό και τη φτώχια που επέρχεται.  Και θα νομίζει ότι έτσι αντιστέκεται. 

Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2011

“Επιστροφή από τη Σοβιετική Ένωση”

Αντρέ Ζιντ, “Επιστροφή από τη Σοβιετική Ένωση”, μτφρ. Βάσω Μέντζου, εκδ. Ολκός, 2011

Η μακάρια ευδαιμονία των ψευδαισθήσεων
«Πείραμα χωρίς προηγούμενο» χαρακτήριζε ο Γάλλος Αντρέ Ζιντ (1869-1951) την Οκτωβριανή Επανάσταση, «που πλημμύριζε την καρδιά μας με ελπίδα και από όπου περιμέναμε τεράστια πρόοδο, μια ανάταση ικανή να συμπαρασύρει ολόκληρη την ανθρωπότητα». Μετά το ταξίδι του στη Σοβιετική Ένωση όμως, το 1936, οι ελπίδες του καταποντίζονταν, κι ανακάλυπτε με πικρία πως το θύμα τού συγκεκριμένου πειράματος ήταν ο Άνθρωπος. «Ναι: δικτατορία, ασφαλώς· αλλά του ενός άνδρα, όχι πια των ενωμένων προλεταριάτων, των Σοβιέτ». Η Σοβιετική Ένωση του μεσοπολέμου αποτελούσε στα μάτια του ένα καθεστώς εκμετάλλευσης του ανθρώπου από τον άνθρωπο.
Στο βιβλίο του Επιστροφή από τη Σοβιετική Ένωση, ο Αντρέ Ζιντ καταθέτει τις προσωπικές του σκέψεις «για όσα μπόρεσε να δει», εστιάζοντας, όπως αναφέρει, στα «ψυχολογικά προβλήματα». Ακόμη και οι κοινωνιολογικές ή πολιτικές του παρατηρήσεις, όπως σπεύδει να διευκρινίσει, κατανοούνται κυρίως με ψυχολογικούς όρους. Στις Διορθώσεις στο «Επιστροφή από τη Σοβιετική Ένωση» (1937), ωστόσο, που συμπληρώνουν την παρούσα έκδοση, συζητά με πραγματιστικούς όρους. Παραθέτει σε όσους τον κατηγόρησαν για τις θέσεις του οικονομικά και στατιστικά τεκμήρια, μαρτυρίες και πηγές· επιχειρηματολογεί εναντίον των πρώην συντρόφων του, αλλά υπέρ, όπως πιστεύει, της αλήθειας: «Νοιάζομαι για την αλήθεια· αν το Κόμμα την εγκαταλείψει, εγκαταλείπω πάραυτα το Κόμμα». Και πριν: «Είχα προειδοποιήσει από την αρχή γι’ αυτό το θέμα τους νέους κομμουνιστές φίλους μου: δεν θα γίνω ποτέ ένα ήσυχο μέλος, ένα μέλος βολικό. Οι “διανοούμενοι” που γίνονται κομμουνιστές πρέπει να θεωρούνται από το Κόμμα “ασταθή στοιχεία”».
Ο αναγνώστης έχει στη διάθεσή του έτσι μια πολυποίκιλη από μεριάς του κριτική προσέγγιση της Σοβιετικής Ένωσης. Τρυφερή, από το μάτι του ανθρώπου, αυστηρή, από το μάτι του ερευνητή, το σημαντικότερο, αντικομφορμιστική, από το μάτι του καλλιτέχνη.
Παρότι το παρασκηνιακό καθεστώς ήταν πράγματι ασύλληπτο, ο νομπελίστας Αντρέ Ζιντ ήταν σε θέση να εντοπίσει, στα συμπτώματά του έστω, το σπόρο του κακού. Παρατηρώντας με έκπληξη τη συμπεριφορά τού σοβιετικού λαού σε διάφορες πόλεις, βρίσκει έναν κοινό παρονομαστή και αναρωτιέται: είναι οι ίδιοι άνθρωποι που έκαναν την επανάσταση; Και απαντά με συντριβή: όχι. Υπογραμμίζει πως αυτοί οι άνθρωποι ενεργούν κεκλεισμένων των θυρών, το καθεστώς τούς προστατεύει με μια ψευδή γνώση για τον έξω κόσμο, με την εντύπωση πως οι υπόλοιποι έξω δυστυχούν γιατί δεν έκαναν επανάσταση. Με όπλο επιβίωσής τους τη μακάρια ευτυχία των ψευδαισθήσεων, οι πλείστοι εξαθλιωμένοι (για ένα πακέτο τσιγάρα θα έπρεπε να δώσουν μεροκάματο), διαποτισμένοι από μια αλλόκοτη ευγνωμοσύνη για το μη χείρον, έμοιαζαν καταδικασμένοι σε κάποια εσωτερική εξορία: στερούνταν πνεύμα αμφισβήτησης, είχαν περιπέσει στην αδράνεια. Η αστικοποίηση και ο μικροαστισμός ενέτειναν μια τέτοια σοβιετική αντεπαναστατική κατεύθυνση, μια «πρόοδο» εντός γραμμής, που έλαμπε στις παρελάσεις τής Νεολαίας της, στα αριστουργήματα των συμμορφωμένων καλλιτεχνών, καταβυθιζόταν ωστόσο στις εργατικές εκδουλεύσεις της, στο χαφιεδισμό, στην εξαπάτηση και στην ελίτ του συντηρητισμού. Σε ό,τι ο αντικαπιταλιστής Ζιντ ονομάζει τη μελλοντική «αριστοκρατία του χρήματος».
Τι απέγινε λοιπόν η Ρωσική Επανάσταση; Ο Ζιντ συμφωνεί με τον Μ. Υβόν ότι η Επανάσταση ασχολήθηκε περισσότερο με την υπέρβαση του καπιταλισμού και την προετοιμασία του ανθρώπου για την παραγωγή, παρά για την προσωπική του ευημερία. Μια παραγωγή που ήταν, εκτός των άλλων, γεμάτη κακοτεχνίες, ενώ τα σχολικά βιβλία, η ελεύθερη κατά τ’ άλλα παιδεία, ήταν σε έλλειψη και όλο λάθη. Προσθέτει ότι το σταλινικό καθεστώς αποφάσιζε κυρίως με γνώμονα το φόβο της Γερμανίας αλλά και του τροτσκισμού και πως είχε πρακτικά καταργήσει τη λαϊκή βούληση.
Ο Αντρέ Ζιντ καταγράφει ποικίλα παραδείγματα από την καθημερινή ζωή των Ρώσων του ’36. Σε αρκετά σημεία είναι εμφανές ότι προσπαθεί να αντιμετωπίσει με κατανόηση τον ρωσικό λαό, λαμβάνοντας υπόψη του τις συνθήκες: ο λαός αυτός, που είχε το πορτρέτο του Στάλιν παντού, έμοιαζε μοιρασμένος ανάμεσα στην αγάπη και το φόβο του. Ωστόσο, η απογοήτευση του Ζιντ κλιμακώνεται σε οργή: «Και αμφιβάλλω αν σε κάποια άλλη χώρα σήμερα, ακόμα και στη Γερμανία του Χίτλερ, το πνεύμα είναι λιγότερο ελεύθερο, πιο υποταγμένο, πιο φοβισμένο (τρομοκρατημένο), πιο δουλοπρεπές».
Εντελώς ειρωνικά, στη μισθολογική κλίμακα της Σοβιετικής Ένωσης, ανώτερη θέση, ανάμεσα στους εργάτες και βιοτέχνες, καταλάμβαναν, τα ελεύθερα πνεύματα, οι λογοτέχνες. Το ότι ο ίδιος, μέσα σε λίγους μόνο μήνες, πούλησε στη Σοβιετική Ένωση πάνω από 400 χιλιάδες αντίτυπα των βιβλίων του δεν οφειλόταν στους επαίνους του.
Τι θα γινόταν, άραγε, αν γυρνώντας στο Παρίσι υμνούσε το σταλινικό καθεστώς; Ο Αντρέ Ζιντ είχε μάλλον τη διορατικότητα να κοιτά πέραν της εποχής του.

Η προσοδοθηρία και οι μεταρρυθμίσεις

Του Αριστείδη Ν. Χατζή*
Ο Θοδωρής Πελαγίδης και ο Μιχάλης Μητσόπουλος είναι δύο νέοι αλλά χαλκέντεροι οικονομολόγοι. Τις αναλύσεις τους για την ελληνική (και όχι μόνο) οικονομία μπορεί κανείς να τις διαβάσει στην αρθρογραφία τους σε ελληνικές εφημερίδες αλλά και τις δημοσιεύσεις τους σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά. Στον παρόντα τόμο μας προσφέρουν μία ιδιαίτερα πρωτότυπη και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ανάλυση της ελληνικής οικονομίας μέσα από το πρίσμα της θεσμικής οικονομικής ανάλυσης. Εκεί έγκειται και η αξία του βιβλίου, στα εργαλεία που χρησιμοποιούν οι συγγραφείς (πολλές έννοιες είναι ακόμα άγνωστες στο ελληνικό κοινό) αλλά και στην ιδιαίτερα ενημερωμένη βιβλιογραφία που χρησιμοποιούν. Από όσο γνωρίζω, είναι το πρώτο βιβλίο που χρησιμοποιεί σε τόσο μεγάλη έκταση και τόσο συστηματικά τα πορίσματα της σχολής της δημόσιας επιλογής (public choice) σε συνδυασμό μάλιστα με εκείνα της οικονομικής ανάλυσης του δικαίου (law and economics).
Θοδωρής Πελαγίδης, Μιχάλης Μητσόπουλος «Ανάλυση της ελληνικής οικονομίας. Η προσοδοθηρία και οι μεταρρυθμίσεις» εκδόσεις Παπαζήση, 2006, 409 σελ.
Το βιβλίο περιστρέφεται γύρω από το φαινόμενο της προσοδοθηρίας. Η προσοδοθηρία ακούγεται σαν μια περίεργη σπάνια ασθένεια και αυτό ακριβώς είναι: μια ασθένεια που καταστρέφει αργά αλλά σταθερά τις οικονομίες των «νοσούντων» κρατών, καθώς τα κατατρώγει εσωτερικά, διαλύοντας όχι μόνο τις οικονομικές τους δομές αλλά και τον κοινωνικό ιστό. Με άλλα λόγια, αποτελεί τον καρκίνο των κρατών.
Η προσοδοθηρία είναι η δραστηριότητα ατόμων (συνήθως οργανωμένων σε ομάδες πίεσης) που σκοπό έχει να επηρεάσει την κρατική πολιτική προς ίδιον όφελος – συνήθως για τη διατήρηση των προνομίων τους, αλλά όχι σπάνια και για την επίτευξη ειδικής μεταχείρισης έναντι του υπόλοιπου πληθυσμού. Η Anne Krueger βάπτισε το φαινόμενο αυτό rent-seeking (δηλ. προσοδοθηρία) σ’ ένα περίφημο άρθρο της που δημοσιεύτηκε το 1974. Όμως αυτός που επεξεργάστηκε όσο κανείς άλλος το φαινόμενο είναι ο Gordon Tullock (η επιρροή του οποίου είναι εντονότατη στον παρόντα τόμο, όπως και εκείνη του Mancur Olson).
Η παρουσία του φαινομένου αυτού αποτελεί τυπικό χαρακτηριστικό των καπιταλιστικών δημοκρατιών. Σε ορισμένες μάλιστα χώρες έχει θεσμοποιηθεί (π.χ. τα λόμπι στις Η.Π.Α.). Σχεδόν όλες οι ομάδες με κοινά συμφέροντα και βέβαια οι μεγάλες επιχειρήσεις (τα «διαπλεκόμενα») χρησιμοποιούν κάθε μέσο για να αναγκάσουν το κράτος, τη νομοθετική και τη δικαστική εξουσία και τη γραφειοκρατία του δημοσίου να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά τους. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι επιχειρούν (και συχνότατα το πετυχαίνουν) να μεταβιβάσουν ένα μεγάλο μέρος του εθνικού πλούτου από τον υπόλοιπο πληθυσμό (την αδύναμη πλειοψηφία) στις τσέπες τους! Οι συγγραφείς εύστοχα ονομάζουν τις ομάδες αυτές Βίκινγκς που διακρίνονται για την κλεπτοκρατική τους δράση.
«Η εγκατάσταση των ομάδων αυτών σε μια χώρα λειτουργεί, από τη μία πλευρά, ανασχετικά στην οικονομική της ανάπτυξη – πέρα από τις πελώριες κοινωνικές αδικίες που υποθάλπει και τη χειροτέρευση της θέσης αυτών που δεν συμμετέχουν στις ομάδες –, αφού […] χρηματικές πρόσοδοι αποσπώνται από τους μη προνομιούχους πολίτες με αποτέλεσμα τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος και της ευημερίας τους» (σελ. 45).
Πώς όμως γίνεται να είναι τόσο αδύναμη η πλειοψηφία και τόσο ισχυρές οι μειοψηφίες; Πώς μετατρέπεται το κράτος σε «λάφυρο» των ραντιέρηδων Βίκινγκς; Η επιτυχία της προσοδοθηρίας βασίζεται ακριβώς στο γεγονός ότι τα μέλη των ομάδων πίεσης έχουν ζωτικά συμφέροντα για κάποιο συγκεκριμένο θέμα, το οποίο για την πλειοψηφία μοιάζει αδιάφορο. Το παράδειγμα των ιδιωτικοποιήσεων είναι χαρακτηριστικό. Η πλειοψηφία των Ελλήνων έχει συμφέρον να ιδιωτικοποιηθεί μία ζημιογόνος επιχείρηση, που την πληρώνει χρόνια μέσω της φορολογίας. Αν πουληθεί η επιχείρηση, το κοινωνικό σύνολο θα ωφεληθεί. Ο μέσος ψηφοφόρος όμως δεν θα κερδίσει βραχυπρόθεσμα κάτι χειροπιαστό – ενώ οι εργαζόμενοι (κυρίως αυτοί που φοβούνται πως θα χάσουν τα προνόμια που τους παρείχε ο «δημόσιος χαρακτήρας» της επιχείρησης), όχι μόνο θα αντιδράσουν (βίαια αν χρειαστεί), αλλά και θα κάνουν πολιτικά ό,τι μπορούν για να εμποδίσουν την κατάργηση των προνομίων τους. Οι δε πολιτικοί έχουν κάθε συμφέρον να τα έχουν καλά με τα μεγάλα συνδικάτα και τα διαπλεκόμενα, διότι έτσι εξασφαλίζουν ψήφους αλλά και χρηματική υποστήριξη στις εκλογές.
Σ’ αυτήν την αποτυχία του πολιτικού-εντολοδόχου των πολιτών βρίσκεται η ρίζα του προβλήματος:
«Οι εντολοδόχοι, σε ένα θεσμικό περιβάλλον αδύναμο και στρεβλό, με σχεδόν ανύπαρκτο δημόσιο διάλογο και θεσμικά κατοχυρωμένη διαφωνία, με ελάχιστους ελέγχους και εξισορροπήσεις και θεσμικά στρεβλή λειτουργία των ΜΜΕ, αντιμετωπίζουν χαμηλά πληροφορημένους ή παραπληροφορημένους πολίτες. Είναι σαφές, λοιπόν, το ορθολογικό κίνητρο που έχουν να βάλουν σε δεύτερη μοίρα αλλαγές και μεταρρυθμίσεις και σε πρώτη την ορθολογική διοχέτευση εκείνων των πληροφοριών που, με τη σειρά τους, θα εξασφαλίσουν την επανεκλογή τους σε ένα περιβάλλον που οι μόνοι περιορισμοί που τους επιβάλλονται είναι ο χρόνος δράσης (4 έτη) και τα όρια δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού» (σελ. 383).
Όταν λοιπόν έχεις από τη μια μεριά τον μέσο ψηφοφόρο που αγανακτεί σήμερα και αύριο ξεχνά και από την άλλη μία δυναμική μειοψηφία, το αποτέλεσμα είναι προβλέψιμο. Η πλειοψηφία θα πληρώνει επ’ άπειρον τις μειοψηφίες, με αποτέλεσμα να καταργείται κάθε έννοια δημοκρατίας, κράτους δικαίου ή κοινωνικού κράτους. Αυτόν τον εγκλωβισμό των πολιτών οι συγγραφείς περιγράφουν ιδιαίτερα επιτυχημένα στο δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου τους, αξιοποιώντας την κατηγοριοποίηση των πιθανών αντιδράσεων του Albert Hirschman (αποχώρηση, διαφωνία, αφοσίωση), αλλά και τυποποιώντας τη συμπεριφορά των πολιτικών ως «επιχειρηματίες πολιτικής» (political entrepreneurs).
η προσοδοθηρία αποτελεί βασικό παράγοντα υπανάπτυξης χωρών με διαφθαρμένο πολιτικό σύστημα και καλά οργανωμένες ομάδες πίεσης
Το ζήτημα είναι τόσο σοβαρό ώστε αναπτύχθηκε και ολόκληρος κλάδος των οικονομικών που μελετά ειδικά το φαινόμενο αυτό –τα οικονομικά της Δημόσιας Επιλογής. Ένας μάλιστα από τους πρωτοπόρους του κλάδου, ο James Buchanan, τιμήθηκε με το Νόμπελ Οικονομικών το 1986. Ένα από τα συμπεράσματα που ανέκυψαν από τις εμπειρικές μελέτες της σχολής είναι και το εξής: η προσοδοθηρία αποτελεί βασικό παράγοντα υπανάπτυξης χωρών με διαφθαρμένο πολιτικό σύστημα και καλά οργανωμένες ομάδες πίεσης. Ο James Buchanan υπολόγισε πως το συνολικό κόστος της προσοδοθηρίας ισούται με το άθροισμα του κόστους των ενεργειών των ομάδων πίεσης, του κόστους των προσπαθειών του κράτους είτε να αποκρούσει τις πιέσεις είτε να τις προκαλέσει (!) και κυρίως το κόστος που προκαλείται από τις στρεβλώσεις στην αγορά και στην κοινωνία (για να μην αναφέρουμε και το πολύ σοβαρό ηθικό και πολιτικό κόστος). Ήταν επόμενο να εκπονηθεί σειρά μελετών με σκοπό να μετρηθεί με ακρίβεια το κόστος της προσοδοθηρίας. Το κόστος για τις Η.Π.Α. υπολογίστηκε ότι στα μέσα της δεκαετίας του ‘70 ανερχόταν σε 3% του Α.Ε.Π., ενώ για την Ινδία στο 7.3%. Η ίδια η Anne Krueger ασχολήθηκε με την Τουρκία, η οποία αναδείχθηκε πρωταθλήτρια: το 1974 η προσοδοθηρία κόστιζε στην Τουρκία το 15% του Α.Ε.Π. Τόση δηλαδή ήταν η μείωση της ευημερίας της που οφειλόταν αποκλειστικά στην προσοδοθηρία. Το ποσοστό αυτό ίσως ακούγεται υπερβολικό. Η Διεθνής Τράπεζα όμως πρόσφατα υπολόγισε σε 16-18% του Α.Ε.Π. της Τουρκίας την αμοιβή των προμηθευτών-εργοληπτών του δημοσίου.
Πόσο κοστίζει στην Ελλάδα το ίδιο φαινόμενο; Είναι πολύ δύσκολο να εκτιμηθεί με ακρίβεια (σελ. 149). Οι συγγραφείς με εμπεριστατωμένο τρόπο καταγράφουν τις θεσμικές σκληρύνσεις στην αγορά εργασίας και προϊόντων (κεφ. 4), στην ανώτατη εκπαίδευση (κεφ. 5) και στην δικαιοσύνη (κεφ. 6). Η ανάλυσή τους είναι πρωτότυπη και στα τρία παραδείγματα και ιδιαίτερα στο τρίτο. Η αποτυχία του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος που έχει ένα «τεράστιο κόστος ευημερίας» (σελ. 263) και η προβληματική οργάνωση των δικαστηρίων που οδηγεί σε αδικίες (284) και χρονοβόρες διαδικασίες μελετώνται για πρώτη φορά υπό το πρίσμα της θεσμικής ανάλυσης. Η συνεισφορά των συγγραφέων είναι στον τομέα αυτόν ανεκτίμητη, όχι μόνο γιατί μεταφέρουν στην ελληνική βιβλιογραφία μία ιδιαίτερα επιτυχημένη μεθοδολογία, αλλά γιατί δεν αντιμετωπίζουν τα προβλήματα θεωρητικά αλλά ελέγχουν τη θεωρία με τη χρήση πλήθους εμπειρικών δεδομένων που έχουν κατορθώσει να συγκεντρώσουν (και μόνο η συλλογή των στοιχείων αυτών είναι κατόρθωμα για τα ελληνικά δεδομένα). Όμως και το θεωρητικό κομμάτι των κεφαλαίων αυτών παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον (βλ. π.χ. 227-248). Εκπληκτικό είναι το γεγονός πως σε όλα τα παραδείγματα οι προσοδοθήρες φέρονται ακριβώς με την ίδια κυνικότητα ανεξάρτητα από το αν το λειτούργημά τους θα υποδείκνυε μια άλλου είδους συμπεριφορά.
Η δραστική αλλαγή που προτείνουν οι συγγραφείς έχει σκοπό να οδηγήσει στην ανατροπή του status quo. Δυστυχώς δεν μπορούμε να αναφερθούμε εκτενώς στις προτάσεις τους για μεταρρύθμιση, αλλά αυτές δίνουν έμφαση (σελ. 111-112, βλ. επίσης σελ. 355-362, 391-401 αναλυτικότερα) σε μία προσπάθεια «δραστικής αλλαγής» για τη διόρθωση της θεσμικής αποτυχίας:
  • στην «κίνηση από έξω» από τις εγκατεστημένες γραφειοκρατίες,
  • στη συναίνεση ως στόχο, όχι ως προϋπόθεση
  • στην ήπια πολιτική
  • στους μηχανισμούς διευθέτησης των διαφορών που θα εξασφαλίζουν τον δίκαιο επιμερισμό του κόστους και του οφέλους των αλλαγών
  • στην ταχύτητα και στην προσήλωση στους στόχους
Παρά το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που έχει η χρήση των εργαλείων της δημόσιας επιλογής για την ανάλυση της ελληνικής οικονομίας (η οποία προφανώς αποτελεί υποδειγματική περίπτωση για τη θεωρία της προσοδοθηρίας) ομολογώ ότι απόλαυσα περισσότερο τα περισσότερο θεωρητικά κεφάλαια του βιβλίου, όπως το 8ο («Ευτυχία, φθόνος, διαφθορά και οικονομική δραστηριότητα») και το επίμετρο.
Η μόνη αντίρρηση που έχω αφορά στο ασυνεπές σύστημα αναφορών. Σε αρκετές περιπτώσεις υπάρχουν αρκετές αναφορές της μορφής Tullock (1993) χωρίς την απαραίτητη βιβλιογραφία στο τέλος του βιβλίου. Σ’ ένα τόσο πλούσια τεκμηριωμένο και ενημερωμένο βιβλίο θα έπρεπε να υπάρχει στο τέλος η συνολική βιβλιογραφία (με απλές αναφορές στο κείμενο), αλλά και ένα ευρετήριο ονομάτων. Ελπίζω σε επόμενη έκδοση του βιβλίου αυτό να είναι εφικτό.
Το βιβλίο αυτό αποτελεί τον 4ο τόμο της σειράς «Θεσμοί και Μεταρρυθμίσεις» του εκδοτικού οίκου Παπαζήση και του Κέντρου Θεσμικών Μεταρρυθμίσεων, υπό την επιστημονική επιμέλεια του Καθηγητή του Παν. Πειραιώς Θοδωρή Πελαγίδη (ενός από τους συγγραφείς του παρόντος τόμου). Ήδη έχει εκδοθεί η περίφημη μονογραφία του Douglass North «Θεσμοί, Θεσμική Αλλαγή και Οικονομική Επίδοση» και ετοιμάζονται έργα του Olson, του Barber, του Sartori και τα περίφημα Federalist Papers. Ήδη μεγάλο μέρος της βιβλιογραφίας της δημόσιας επιλογής και των θεσμικών οικονομικών κυκλοφορεί μεταφρασμένη στα ελληνικά. Το παρόν όμως έργο αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμά της για τον Έλληνα αναγνώστη που επιθυμεί να μάθει περισσότερα για την χρήση των εργαλείων αυτών και μάλιστα στην ελληνική περίπτωση.
———————————————————————-
Αριστείδης Ν. Χατζής είναι Επίκουρος Καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου & Θεωρίας Θεσμών στο Τμήμα Μεθοδολογίας, Ιστορίας & Θεωρίας της Επιστήμης του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών

Η κοινωνία των Πολιτών και οι αντίπαλοί της Ernest Gellner

Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2011

Γιούργκεν Χάμπερμας: "Να σώσουμε τον βιότοπο της γηραιάς Ευρώπης"

Αυγή, 29.11.11
"Η Ευρώπη είναι ένα πρόγραμμα πολιτισμού, που δεν πρέπει να του επιτραπεί να αποτύχει" τόνισε ο διάσημος Γερμανός φιλόσοφος Γιούργκεν Χάμπερμας σε εκδήλωση που έλαβε χώρα στο Ινστιτούτο Γκαίτε στο Παρίσι. Στη σχετική ανταπόκριση του "Spiegel", ο Γερμανός φιλόσοφος υπογράμμισε πως γι΄αυτό τον λόγο "δεν είναι απλώς εφικτή η ύπαρξη της παγκόσμιας κοινότητας, είναι απαραίτητη - για να συμφιλιώνει τη δημοκρατία με τον καπιταλισμό. Πρέπει σήμερα να θεσπίσουμε τη συνεργασία ανάμεσα στους πολίτες και τα κράτη, για να δημιουργήσουμε την παγκόσμια κοινότητα των πολιτών" λέει και συμπληρώνει πως "αλλιώς διατρέχουμε τον κίνδυνο να βρεθούμε σε μια κατάστασης μόνιμης έκτακτης ανάγκης και τα κράτη να καθοδηγούνται από τις αγορές" παραπέμποντας σχετικά στον τίτλο των "Financial Times" που συνόψισε τις ιταλικές εξελίξεις ως εξής: "Ο αγώνας της Ιταλίας να εγκαταστήσει τον Μόντι".
Ο Χάμπερμας είναι θυμωμένος, εκνευρισμένος και σημαίνει συναγερμό: "Σήμερα στην Ευρώπη, τα κράτη καθοδηγούνται από τις αγορές" λέει, "η Ε.Ε. ασκεί μαζική επιρροή στη συγκρότηση νέων κυβερνήσεων στην Ιταλία και την Ελλάδα και η Ε.Ε. γυρνά το κεφάλι της σε οτιδήποτε αγαπώ και με κάνει να παθιάζομαι".
"Κάποια στιγμή μετά το 2008, κατάλαβα ότι το πρόγραμμα της επέκτασης, της ενοποίησης και του εκδημοκρατισμού δεν προχωρούσαν αυτόματα" παρατήρησε, "ότι είναι αναστρέψιμα, ότι για πρώτη φορά στην ιστορία της Ε.Ε. ζούμε την αποσυναρμολόγηση της δημοκρατίας. Πριν, δεν πίστευα ότι μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο. Κι όμως φτάσαμε σε ένα σταυροδρόμι" σημειώνει.
"Σε τούτη την κρίση", υποστηρίζει ο Χάμπερμας, "οι λειτουργικές και συστημικές επιταγές βρίσκονται σε σύγκρουση" και σημειώνει πως "όσο περισσότερο διαρκεί η κρίση τόσο μεγαλύτερη σύγχυση προκαλείται". Χαρακτηρίζοντας "τελείως απαράδεκτη" τη γερμανική στάση έναντι της Ελλάδας, ο Χάμπερμας δηλώνει την απογοήτευσή του από τους Γερμανούς πολιτικούς - "δεν έχουν πολιτική ουσία, ούτε καν πεποιθήσεις" λέει.
Δυο μέρες πριν, σε μιαν εκδήλωση στο Πανεπιστήμιο Descartes, o Xάμπερμας είχε ανατρέξει στα "λάθη που έγιναν στην οικοδόμηση της Ε.Ε. Υπήρξε έλλειψη πολιτικής ενοποίησης κι ένας ενσωματωμένος στο σύστημα καπιταλισμός". Κατά την ανάλυσή του, "δεν είναι τα κράτη που έχουν δικαιώματα. Μόνον οι πολίτες έχουν δικαιώματα, αυτοί είναι οι ιστορικοί πρωταγωνιστές" λέει και προσθέτει πως "η Ευρώπη δεν δεν είναι μια κοινοπολιτεία κρατών, αλλά κάτι νέο. Πρόκειται για μια νομική κατασκευή την οποία συμφώνησαν οι λαοί της Ευρώπης σε συνεννόηση με τους πολίτες της Ευρώπης, με εμάς δηλαδή" λέει και ζητά από το κοινό του "να σώσουμε τον βιότοπο της γηραιάς Ευρώπης".
Ο Χάμπερμας πιστεύει ότι αυτό θα γίνει αν "τα ΜΜΕ βοηθήσουν τον κόσμο να αντιληφθεί την τεράστια επιρροή που δέχεται η ζωή τους από την Ε.Ε. και αν οι πολιτικοί αντιληφθούν την τεράστια πίεση που θα υποστούν, αν η Ε.Ε. αποτύχει και δεν προχωρήσει ο εκδημοκρατισμός της".
Αναφερόμενος στη συμφωνία της 21ης Ιουλίου, ο Γερμανός φιλόσοφος θεωρεί πως αυτή ήταν "ένας αόριστος συμβιβασμός ανάμεσα στον γερμανικό οικονομικό φιλευθερισμό και τον γαλλικό κρατισμό. Όλες οι ενδείξεις οδηγούν στο συμπέρασμα πως και οι δύο πλευρές θέλησαν να μετατρέψουν την ενοποίηση (όπως ορίζεται στη Συνθήκη της Λισσαβώνας) σε μια διακυβερνητική υπεροχή του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, κόντρα στο πνεύμα των συνθηκών και χωρίς νομική βάση".
Μολονότι δηλώνει "αισιόδοξος", αντικρούει τις ρητορείες της "πολιτικής ηττοπάθειας" και σημειώνει πως "ακόμη και στην κρίση μπορούμε να βγούμε με μιαν Ένωση που θα είναι πιο δημοκρατική και πολιτικά αποτελεσματική", στην κατακλείδα της ομιλίας του, ο Γερμανός φιλόσοφος είναι δηλητηριώδης. Προειδοποιώντας για τον κίνδυνο εκτροχιασμού της Ε.Ε., παρέπεμψε στη γερμανική ιστορία: "αν αποτύχει τούτο το ευρωπαϊκό εγχείρημα" είπε, "τότε το ερώτημα θα είναι ένα: πόσο καιρό θα χρειαστούμε για να επανέλθουμε στο status quo. Θυμηθείτε τη Γερμανική Επανάσταση του 1848 - όταν απέτυχε, χρειαστήκαμε 100 χρόνια για να ξανακερδίσουμε το επίπεδο δημοκρατίας που είχαμε τότε"...

Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2011

Ο Δαρβίνος, η Εξελικτική Βιολογία και ο Καπιταλισμός


"Why then, replied CLEANTHES, it seems to me that, though the world does, in many circumstances, resemble an animal body, yet is the analogy also defective in many circumstances the most material: no organs of sense; no seat of thought or reason; no one precise origin of motion and action. In short, it seems to bear a stronger resemblance to a vegetable than to an animal, and your inference would be so far inconclusive in favour of the soul of the world....

The world plainly resembles more an animal or a vegetable than it does a watch or a knitting-loom. Its cause, therefore, it is more probable, resembles the cause of the former."

David Hume, Dialogues concerning Natural Religion, Parts VI & VII

Η μεγαλύτερη πρόκληση για τις βιολογικές επιστήμες τους τελευταίους δύο αιώνες υπήρξε η προσπάθεια να εξηγήσουν τη δημιουργία πολύπλοκων βιολογικών δομών (όπως το ανθρώπινο σώμα και τα όργανά του) χωρίς να καταφύγουν σε λογικές που περιλαμβάνουν σκοπό και πρόθεση. Το πρόβλημα με την εισαγωγή της έννοιας του σκοπού στη Βιολογία είναι πως, από τη στιγμή που θα δεχτούμε κάτι τέτοιο, είμαστε υποχρεωμένοι να δεχτούμε πως υπάρχει και ένας Κεντρικός Σχεδιαστής ο οποίος είναι η πηγή της πρόθεσης, του σκοπού και του σχεδιασμού του βιολογικού κόσμου. Με άλλα λόγια, είμαστε υποχρεωμένοι να δεχτούμε την ύπαρξη ενός υπερφυσικού όντος- ενός Θεού.

Τώρα βέβαια κάποιος μπορεί να αναρωτηθεί- ποιό είναι το πρόβλημα με την παραδοχή της ύπαρξης Θείας Πρόθεσης στη Φύση και κατ’ επέκταση και στην Επιστήμη που προσπαθεί να εξηγήσει τα φυσικά φαινόμενα. Το πρόβλημα είναι πως η προσθήκη κάποιας αφηρημένης θεϊκής βούλησης στην επιστημονική θεωρία στο τέλος καταλήγει να εξηγεί πολλά (θα έλεγα πάρα πολλά) χωρίς στην πραγματικότητα να εξηγεί τίποτα. Ένας παντοδύναμος Θεός μπορεί να κάνει τα πάντα. Έτσι, αν για παράδειγμα ρωτήσουμε “γιατί ο ουρανός είναι γαλανός”, από τη στιγμή που αποδεχόμαστε την ύπαρξη θεϊκής βούλησης η απάντηση είναι απλή “γιατί ο Θεός τον έκανε γαλανό”. Αφού μια τέτοια εξήγηση προφανώς δεν απαντά στο αρχικό ερώτημα, η Επιστήμη η οποία ακριβώς προσπαθεί να εξηγήσει τα φυσικά φαινόμενα που μας περιβάλλουν πρέπει πρώτα να προσπαθήσει να δώσει απαντήσεις χρησιμοποιώντας εξηγήσεις που βασίζονται στις φυσικές διεργασίες που λαμβάνουν χώρα γύρω μας πριν αναγκαστεί να καταφύγει σε υπερφυσικά αίτια, κάτι το οποίο ουσιαστικά θα τερμάτιζε κάθε έρευνα.

Για να επιστρέψουμε στη Βιολογία, οι πρώτες εξελικτικές θεωρίες, όπως αυτή του Jean Baptiste Lamarck (1744-1829) απλά αντικαθιστούσαν τη μια μορφή “πρόθεσης” (τη θεϊκή) με μία άλλη. Πιο συγκεκριμένα, ο Lamarck υποστήριξε πως οι εξελικτικές αλλαγές στους βιολογικούς οργανισμούς μπορούν να συμβούν γιατί απλά και μόνο ένας οργανισμός ή ένα ολόκληρο είδος τις χρειάζεται και τις επιθυμεί (με άλλα λόγια έχει την πρόθεση για αλλαγή) για να μπορέσει να επιβιώσει. Για παράδειγμα, οι καμηλοπαρδάλεις βρέθηκαν σε ένα φυσικό περιβάλλον όπου ο μόνος τρόπος επιβίωσης απαιτούσε την επιμήκυνση του λαιμού τους για να μπορούν να φτάνουν τα φύλλα στα πιο ψηλά κλαδιά των δέντρων. Επομένως ο λαιμός τους όχι μόνο επιμηκύνθηκε αλλά αυτή η βιολογική (εξελικτική) αλλαγή κληρονομήθηκε από τις επόμενες γενιές αυτού του ζωικού είδους. Επειδή όμως, όπως όλοι ξέρουμε, πολλές αλλαγές τις οποίες αποκτούμε κατά τη διάρκεια της ζωής μας δεν κληρονομούνται (παράδειγμα, αν καταφέρουμε ύστερα από πολλή εξάσκηση να τρέχουμε γρήγορα, αυτό δεν σημαίνει πως και οι απόγονοί μας θα μπορούν επίσης να τρέχουν γρήγορα) η θεωρία αυτή του Lamarck αντιμετωπίσθηκε αρνητικά από την αρχή.

Η Θεωρία της Εξέλιξης μέσω της Φυσικής Επιλογής η οποία αναπτύχθηκε από τον Κάρολο Δαρβίνο (Charles Darwin, 1809-1882) και (ανεξάρτητα) από τον Alfred Wallace (1823-1913) αντικατέστησε κάθε έννοια σκοπού, πρόθεσης και πλάνου με έναν ολοκληρωτικά “τυφλό” μηχανισμό εξέλιξης των Ειδών: με βάση τον μηχανισμό αυτό, τα Βιολογικά Είδη τα οποία επιβίωναν ήταν αυτά των οποίων οι γενετικές μεταλλάξεις (genetic mutations) οδηγούσαν σε μεγαλύτερη προσαρμοστικότητα σε ένα συγκεκριμένο φυσικό περιβάλλον. (Nα σημειώσουμε εδώ πως ούτε ο Δαρβίνος ούτε ο Wallace γνώριζαν την ύπαρξη των γενετικών μεταλλάξεων, απλά τις υπέθεταν. Πέρασαν πολλά χρόνια από το θάνατο του Δαρβίνου για να ανακαλυφθεί το DNA καθώς και οι μηχανισμοί που οδηγούν στις γενετικές μεταλλάξεις.)

Το αποτέλεσμα της Εξελικτικής Θεωρίας μέσω της Φυσικής Επιλογής που πρότειναν οι Δαρβίνος και Wallace είναι η δημιουργία ενός μηχανισμού που οδηγεί σε μια “αυθόρμητη φυσική τάξη” ("spontaneous natural order"). Με βάση τον μηχανισμό αυτό, τα βιολογικά φαινόμενα δεν είναι τυχαία αλλά δημιουργούνται αυθόρμητα μέσα από μια πλειάδα χαοτικών φυσικών φαινομένων και περιβαλλοντολογικών συνθηκών. Σήμερα υπάρχουν ακόμα και μαθηματικές θεωρίες, οι γνωστές ως θεωρία του χάους (chaos theory) και "complexity" theory, οι οποίες περιγράφουν ακριβώς πως ιεραρχημένες δομές μπορούν να προκύψουν από τυχαία και απλά φαινόμενα. Ακόμα και στις ανθρώπινες σχέσεις, όπου τείνουμε να πιστεύουμε πως υπάρχει προσχεδιασμός και πρόθεση, υπάρχουν δεκάδες παραδείγματα αυθόρμητης ανάδειξης δομών χωρίς προεργασία ή σχέδιο. Το παράδειγμα με το οποίο θα ασχοληθώ στο υπόλοιπο του κειμένου αφορά τον Καπιταλισμό και το σύστημα της ελεύθερης Αγοράς.

Ο Καπιταλισμός είναι ένα σύστημα ανάδειξης αυθόρμητων δομών από δύο απόψεις: πρώτον, διότι ο ίδιος ο Καπιταλισμός αναδείχθηκε (“εξελίχθηκε” για να χρησιμοποιήσουμε όρους Βιολογίας) μέσα από μια εξελικτική διαδικασία και μια ακούσια ιστορική διαδρομή που έλαβε χώρα στις δυτικές ευρωπαϊκές κοινωνίες και δεύτερον διότι, με την εγκαθίδρυση του καπιταλιστικού συστήματος, η ελεύθερη αγορά αποτέλεσε (και αποτελεί) μια αέναη διαδικασία μέσω της οποίας καινούργιες δομές αναδεικνύονται καθημερινά μέσα από μια διαδικασία επιλογών της κοινωνίας. Για παράδειγμα, οι τιμές των προϊόντων σε ένα σύστημα ελεύθερης αγοράς δεν εξαρτώνται από τις προθέσεις ή τους σχεδιασμούς κάποιου κεντρικού μηχανισμού λήψης αποφάσεων. Αντίθετα, οι επιχειρήσεις επιτυγχάνουν ή αποτυγχάνουν στην αγορά χωρίς κανείς να ξέρει ή χωρίς κανείς να αποφασίζει εκ των προτέρων το αποτέλεσμα. Φυσικά, βασικές προϋποθέσεις στο προηγούμενο είναι οι Αγορές να λειτουργούν πραγματικά ελεύθερα, στη βάση του σεβασμού της ιδιοκτησίας και της οικειοθελούς (και όχι καταναγκαστικής) ανταλλαγής αγαθών και πως αυτές οι δύο προϋποθέσεις δεν επηρεάζονται από πολιτικές παρεμβάσεις και από τη χρήση βίας είτε από το Κράτος είτε από ιδιώτες.

Πολύ πριν από τον Δαρβίνο ο Adam Smith (1723-1790) συνέλαβε την ουσία των αυθόρμητων κοινωνικών δομών που αναδεικνύονται μέσω της ελεύθερης αγοράς με το διάσημο απόφθεγμά του “the pursuit of self-interest by individual participants in the free market produces, as if by an "invisible hand," public goods that are intended by no one” (“η επιδίωξη του προσωπικού συμφέροντος από τους ιδιώτες στην ελεύθερη αγορά δημιουργεί, σαν από “αόρατο χέρι”, δημόσια αγαθά τα οποία δεν ήταν στην πρόθεση κανενός να υπάρξουν”). Με παρόμοιο τρόπο, ο Κάρολος Δαρβίνος θα μπορούσε να είχε δηλώσει πως ο μηχανισμός της Φυσικής Επιλογής μέσω ενός αόρατου χεριού δημιουργεί τη δομή και περιπλοκότητα (complexity) την οποία βλέπουμε στον βιολογικό κόσμο που μας περιβάλλει.

Η προσπάθεια να υπάρξει μια σύνθεση των εννοιών της Εξελικτικής Βιολογίας και της Ελεύθερης Αγοράς ξεκίνησε από τους Karl Popper (1902-1994) και τον Νομπελίστα Friedrich A. Hayek (1899-1992). Ο Popper είδε την ίδια την Επιστήμη ως ένα δημιούργημα μιας εξελικτικής διαδικασίας μιας και οι επιστημονικές θεωρίες προτείνονται, αναλύονται, συζητιούνται και βελτιώνονται. Για τον Popper, καμία επιστημονική θεωρία δεν απορρίπτεται. Κάθε επιστημονική θεωρία απλώς επιβιώνει με το να μην αποδεικνύεται λάθος, όπως δηλαδή ένα βιολογικό είδος επιβιώνει των διαδικασιών της Φυσικής Επιλογής με βάση τα περιβαλλοντολογικά δεδομένα του παρόντος, χωρίς αυτό να σημαίνει πως θα μπορέσει να επιβιώσει και στο μέλλον.

Ο Friedrich Hayek ήταν αυτός ο οποίος, ξεκινώντας από τις ιδέες του Popper έκανε τη σύνθεση ανάμεσα στην Εξελικτική θεωρία του Δαρβίνου και κοινωνικών συστημάτων όπως ο Καπιταλισμός. Συγκεκριμένα, ο Hayek ήταν αυτός που το 1960 πρώτος εισήγαγε τον όρο "spontaneous order" (αυθόρμητη δομή) . Με βάση τον Hayek κανείς δεν “ανακάλυψε” ή σχεδίασε το Καπιταλιστικό σύστημα. Ο Καπιταλισμός προέκυψε μέσα από μια στοχαστική διαδικασία (stochastic process) με βάση την οποία ιστορικά γεγονότα (τα περισσότερα εντελώς τυχαία) οδήγησαν στην επικράτηση, στη Δυτική Ευρώπη, ενός γενικότερου συστήματος το οποίο βασιζόταν στην ιδιοκτησία, στον περιορισμό των Κρατικών εξουσιών και στο σεβασμό των ατομικών δικαιωμάτων των πολιτών. Αυτός ο συνδυασμός έδωσε ένα τρομακτικό πλεονέκτημα πρώτα στην Ολλανδική κοινωνία του 16ου και 17ου αιώνα και μετέπειτα στην Αγγλική κοινωνία του 18ου και 19ου αιώνα. Τα πλεονεκτήματα των δύο αυτών κοινωνιών σε σχέση με τις υπόλοιπες, τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο μεταφράστηκαν σε παγκόσμια στρατιωτικά πλεονεκτήματα και σε συσσώρευση απίστευτου πλούτου. Έτσι οι Ολλανδοί μπόρεσαν να απαλλαγούν από τον Ισπανικό ζυγό (η Ισπανία ήταν η Υπερδύναμη του 16ου αλλά και 17ου αιώνα) ενώ το 19ο αιώνα η Βρετανία έφτασε σε επίπεδα παγκόσμιας κυριαρχίας πρωτόγνωρα στην ιστορία του ανθρώπινου είδους.

Πέραν την ιστορικής πορείας του Καπιταλισμού, ο Hayek περιέγραψε τη δημιουργία αυθόρμητων δομών και μέσα στο ίδιο το σύστημα της ελεύθερης αγοράς. Ακολουθώντας τα βήματα του Ludwig von Mises (1881-1973), ο Hayek είπε πως η πολυπλοκότητα των σύγχρονων οικονομιών είναι αδύνατο να δημιουργηθεί, να διατηρηθεί ή και να ρυθμιστεί μέσω κάποιου μηχανισμού κεντρικού σχεδιασμού. Και αυτό διότι είναι αδύνατο για κάποιον ή κάποιους να καταφέρουν να αποκτήσουν όλες τις γνώσεις που είναι απαραίτητες πρώτα για να παραχθούν όσα αγαθά χρειάζονται ή όσα αγαθά επιθυμούν τα μέλη μιας κοινωνίας, δεύτερον να μεταφερθούν τα αγαθά αυτά εκεί όπου υπάρχει η ζήτηση και τρίτον να αποφευχθεί η υπερπαραγωγή αγαθών που ΔΕΝ χρειάζονται εις βάρος της παραγωγής αγαθών που χρειάζονται. Με πολύ απλό τρόπο, η ελεύθερη αγορά, μέσω των τιμών των προϊόντων μεταφέρει στην κοινωνία όλες αυτές τις πληροφορίες: αν η ζήτηση είναι μεγάλη ή η προσφορά είναι χαμηλή, ή και τα δύο, τότε οι τιμές θα ανεβαίνουν ή θα κατεβαίνουν ανάλογα. Προϊόντα με υψηλές τιμές έχουν ως αποτέλεσμα και υψηλότερο κέρδος. Επομένως η παραγωγή αυτών των προιόντων προσελκύει μεγαλύτερες επενδύσεις οι οποίες αυξάνουν την παραγωγή και μειώνουν τις τιμές. Σε συστήματα σοσιαλδημοκρατικά ή κομμουνιστικά, τα οποία απορρίπτουν την ελεύθερη οικονομία και εισάγουν επιδοτήσεις, ανώτατα όρια τιμών και γενικότερα μέτρα προστατευτισμού (π.χ. τελωνειακοί φόροι εισαγωγής) οι ελλείψεις αγαθών αλλά και η υπερπαραγωγή άχρηστων προϊόντων είναι ενδημικά φαινόμενα.

Συμπερασματικά, μπορούμε να δούμε από όλα τα προηγούμενα πως τόσο η Εξελικτική Βιολογία όσο και ο Καπιταλισμός είναι στη βάση τους δύο μορφές αυθόρμητων δομών, η πρώτη στη Φύση και η δεύτερη στις ανθρώπινες κοινωνίες. Ο Καπιταλισμός επομένως είναι και το μοναδικό σύστημα το οποίο μπορεί πραγματικά να προσφέρει τη μεγαλύτερη και καλύτερη δυνατή διαβίωση στα μέλη μιας κοινωνίας ακριβώς επειδή είναι το μοναδικό σύστημα το οποίο έχει ως βάση τις δομές τις Φύσης μέσα στην οποία ζούμε. Κάθε άλλο σύστημα είναι αφύσικο, επομένως είναι παράλογο και επομένως είναι καταδικασμένο να αποτύχει.

Θα κλείσω με ένα κλασσικό απόφθεγμα του Ταοισμού, το Dao De Jing: “every attempt to control affairs actually results in the worst outcome” (“κάθε προσπάθεια ελέγχου των πραγμάτων οδηγεί στο χειρότερο δυνατό αποτέλεσμα”).

Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2011

Αξιοπιστία, καιροσκοπισμός, αξιοπρέπεια

Του Χαριδημου Κ. Τσουκα*
Με τη Βόρεια Ευρώπη μάς χωρίζει χάσμα νοοτροπίας. Αυτά που γι’ αυτούς είναι σημαντικά, για εμάς δεν είναι, και αντιστρόφως. Ο δημόσιος βίος μας διαπερνάται από νοοτροπίες που κυρίως χαρακτηρίζουν μια τριτοκοσμική ή πρώην κομμουνιστική χώρα, όχι μια σύγχρονη ευρωπαϊκή δημοκρατία. Τα παραδείγματα είναι πολλά: άμετρη πόλωση και άνευ ορίων καιροσκοπισμός των κομμάτων· εθνικός κουτσαβακισμός· συχνή αδυναμία επιβολής της νόμιμης κρατικής εξουσίας και, άρα, περιορισμένη κυβερνησιμότητα της χώρας· αναξιοπιστία. Δείτε, ενδεικτικά, το τελευταίο.
Στο εξωτερικό, η Ελλάδα κατέστη συνώνυμο της αναξιοπιστίας. Την περασμένη δεκαετία, κάναμε ένα άλμα: από γραφικοί Ζορμπάδες και πονηροί λαθρεπιβάτες αποκτήσαμε τη φήμη ξεδιάντροπου απατεώνα, μετά τη γελοία «απογραφή» Αλογοσκούφη, τις αθλιότητες με τα «Greek statistics», την απρόθυμη υλοποίηση του Μνημονίου και –η κορύφωση όλων– το φιάσκο του δημοψηφίσματος. Στα μάτια των εταίρων μας, η Ελλάδα δεν συνιστά μια περίπτωση χώρας με την οποία προβλέψιμα μπορείς να συναλλάσσεσαι, αλλά έναν καιροσκόπο που αδυνατείς να εμπιστευθείς.
Αν κυβερνάς ή φιλοδοξείς να κυβερνήσεις, αντιμετωπίζεις ένα καυτό πρόβλημα: την υψηλή αναξιοπιστία της χώρας. Αυτή η αναξιοπιστία ώθησε τους δανειστές μας να ζητούν έγγραφες δεσμεύσεις από τα κόμματα εξουσίας ότι θα εφαρμόσουν την οικονομική πολιτική που απορρέει από τις δανειακές συμβάσεις που έχουμε υπογράψει. Ο Σαμαράς μέχρι πρόσφατα ανθίστατο σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, με τον τρόπο που έχει μάθει εδώ και πάνω από είκοσι χρόνια – τον εθνολαϊκιστικό λεονταρισμό. Είναι θέμα «εθνικής αξιοπρέπειας», έλεγε.
Προσέξτε πόσο ο εθνολαϊκισμός, σταθερή αξία του πολιτικού παιγνίου, εκτρέπει την ορθολογική αναζήτηση στρατηγικής για την επιβίωση της χώρας, σε ψευδο-πατριωτική προάσπιση της «αξιοπρέπειάς» της. Ο πραγματισμός υποχωρεί χάριν μιας, με εγχώρια υλικά, φαντασιακής κατασκευής. Ο ρόλος του θύματος, ο κυρίαρχος τρόπος αυτοκατανόησης που διαπερνά το νεοελληνικό φαντασιακό, μας είναι οικείος και βολικός. Λησμονείται ότι η εθνική αξιοπρέπεια δεν προκύπτει από μόνη της, αλλά κερδίζεται – υπάρχουν προαπαιτούμενα για την επίτευξή της.
Οι εθνολαϊκιστές, εν μέρει από ιδιοτέλεια, εν μέρει από ιδεοληψία, παραβλέπουν ότι οι «πατριωτικές» τους κορώνες είναι άσφαιρα πυρά. Οι υπεύθυνοι κυβερνήτες οφείλουν να ενεργούν με τρόπο που προάγεται η αξιοπιστία της χώρας, αφού η αξιοπιστία θα μας ενισχύσει διαπραγματευτικά και θα συμβάλει στην επίτευξη ευνοϊκών αποτελεσμάτων που, βαθμιαία, θα μας καταστήσουν διεθνώς υπολογίσιμους και σεβαστούς. Με άλλα λόγια, αν σε ενδιαφέρει πράγματι η αξιοπρέπεια, τότε εσύ πρώτος αναλαμβάνεις δεσμεύσεις, αυτο-περιορίζεσαι, διότι θέλεις να μεταβάλεις τις προσδοκίες των άλλων παικτών σχετικά με τις μελλοντικές κινήσεις σου. Αλλά, για να το κάνεις αυτό, πρέπει να διαθέτεις στρατηγική σκέψη, η οποία δεν αποκτάται με πλειοδοσία υποσχέσεων στο πόπολο, αλλά με το ακριβώς αντίθετό της: τη μονομερή στέρηση βαθμών ελευθερίας από τον εαυτό σου. Η οικειοθελής μείωση της καιροσκοπικής σου ικανότητας (αυτό είναι η δέσμευση) προσδίδει αξιοπιστία στις στρατηγικές κινήσεις σου: το κόστος που επωμίζεσαι με τη μονομερή μείωση των επιλογών σου, κάνει τους άλλους να πιστεύουν ότι εννοείς αυτά που λες.
Οτι ο Σαμαράς, ως μελλοντικός πιθανός πρωθυπουργός, δεσμεύτηκε με την επιστολή του μετά από πίεση των δανειστών, καθιστά την κίνησή του άνευ σημασίας στρατηγικά, αφού δεν είχε αυτός το πλεονέκτημα της πρώτης κίνησης, εντασσόμενη σε ένα σχέδιο να αλλάξει τις προσδοκίες των δανειστών. Διαπραγματευτικά ενισχύονται οι δανειστές (αφού επέβαλαν τους όρους τους) και, φυσικά, μειώνεται η αξιοπιστία του, αφού αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την «αντιμνημονιακή» στρατηγική του. Από το «δεν συναινώ σε λάθος συνταγή» προσχώρησε στην υιοθέτηση των όρων των δανειστών, προσποιούμενος ότι «οι σταθερές θέσεις του δικαιώνονται»(!), ακριβώς όπως ο Παπανδρέου, μετά την εξευτελιστική παραίτησή του, καμώνεται ότι όλα επράχθησαν καλώς!
Η απόκρυψη και η παραπλάνηση είναι συστημικά γνωρίσματα ενός πολιτικού παιγνίου, που επί δεκαετίες έχει θεμελιωθεί στην καιροσκοπική απόκτηση πλεονεκτήματος. Με αυτόν τον τρόπο, φυσικά, η γλώσσα συσκοτίζει την πραγματικότητα και η αναξιοπιστία–υποκρισία των πολιτικών εντείνεται. Ωστόσο, στη μετα-οθωμανική πολιτική κουλτούρα μας, ουδείς αμφισβητεί τους αρχηγούς για την αναξιοπιστία τους, ενώ όσοι ξεφεύγουν από το μαντρί (όπως ο Μόσσιαλος, διαφοροποιούμενος από τον Παπανδρέου) εγκαλούνται για «προδοσία» και «πατροκτονία»! Οι επιμεριστικές αναφορές (π.χ. στην υποχρέωση στον ευεργέτη) υπερισχύουν των καθολικών αντιλήψεων (τι είναι καλό για τη χώρα;).
Το περίφημο «conflict of loyalties» του σερ Τζεφρι Χάου, στην κλασική ομιλία παραίτησής του από τη θέση αναπληρωτή πρωθυπουργού της Βρετανίας, το 1990, στην Ελλάδα επιλύεται με τον γνωστό τρόπο: την υποταγή στον αρχηγό–πασά. Εχει ψυχαναλυτικό ενδιαφέρον ότι αυτοί που κυρίως ρητορεύουν για αξιοπρέπεια δεν διστάζουν να εξευτελίζονται με τις παλινωδίες τους! Ο Βενιζέλος θα μπορούσε να κάνει κάποια διάλεξη και επ’ αυτού, έχοντας μάθει καλά την τέχνη – τόσο του καιροσκοπισμού όσο και της παραπλάνησης.
Ανθρωποι που το μόνο που έμαθαν στη ζωή τους είναι να προάγουν καιροσκοπικά τα συμφέροντά τους (κομματικά, φατριαστικά, προσωπικά) δεν μπορούν ξαφνικά να αποκτήσουν την ικανότητα του εθνικά σκεπτόμενου στρατηγικού παίκτη. Ο καιροσκόπος ναρκισσιστής δεν έχει μάθει να επιλέγει, ενοχλείται όταν δεσμεύεται, τα θέλει όλα δικά του. Αλλάζει θέσεις με την ίδια ευκολία που κάνει ρουσφέτια, πιστεύοντας, ο πονηρός, ότι δεν γίνεται αντιληπτός. Φυσικά, έχει λόγο που το κάνει – στη γραφική μας χώρα, υπάρχει πάντοτε μια κρίσιμη μάζα ιδιοτελών, αφελών και ιδεοληπτικών...
* Ο κ. Χ. Κ. Τσούκας (htsoukas@gmail.com) είναι καθηγητής στα Πανεπιστήμια Κύπρου και Warwick.

Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2011

Η επιστροφή της συνετής κοινωνίας

21 Νοεμβρίου, 2011 // Συγγρ: // 4 Σχόλια
Του ΝΙΚΟΥ ΜΑΡΑΝΤΖΙΔΗ*
Ποτέ πριν, τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια, τόσο σημαντικό τμήμα της κοινωνίας δεν συντονίστηκε με τόση ακρίβεια για να αμφισβητήσει τόσο βαθιά μια απόφαση των πολιτικών ελίτ
Πριν από την έλευση της κρίσης, πολλοί είχαν επισημάνει την απομάκρυνση των πολιτών από την πολιτική. Η αποστασιοποίηση αυτή είχε όλα τα αντιπροσωπευτικά χαρακτηριστικά μιας βαθιάς κρίσης εμπιστοσύνης ανάμεσα στους πολίτες και τα κόμματα, το πολιτικό προσωπικό και εντέλει το ίδιο το πολιτικό σύστημα.
Η υψηλή αποχή αρχικά στις ευρωεκλογές του 2009 και στη συνέχεια στις δημοτικές εκλογές του 2010, σχολιάστηκαν έντονα. Οι έρευνες γνώμης επιβεβαίωναν λίγο πολύ αυτό που ακούγαμε δεξιά και αριστερά μιλώντας με φίλους και γνωστούς. Οι πολίτες αισθανόμενοι πως οι πολιτικοί δεν ανταποκρίνονται στο ύψος της ευθύνης τους, πως η διαφθορά έχει κατακυριεύσει τα πάντα, πως το κράτος ήταν ανίκανο να προσφέρει τις υπηρεσίες που το ίδιο υποσχόταν, είχαν αφεθεί στα αισθήματα αηδίας που ένιωθαν. Η αδράνεια και η έλλειψη πραγματικού ενδιαφέροντος είχε κατακλύσει, ιδιαίτερα, τα μεσαία στρώματα που έδειχναν απορροφημένα στις δικές τους επαγγελματικές και οικογενειακές δραστηριότητες.
Κι όμως υπήρχαν σημάδια πως η πολιτική παρέμενε κάτι το γοητευτικό για πολλούς, κάτι που τους έκανε να σηκωθούν από τους καναπέδες τους. Ιδιαίτερα, είχε σχολιαστεί η αυξημένη συμμετοχή των πολιτών στις εσωκομματικές εκλογές των δύο κομμάτων: του ΠΑΣΟΚ το 2007 και της ΝΔ, το 2009. Ανεξαρτήτως της αξίας του αποτελέσματος σε κάθε κόμμα η διαδικασία έμοιαζε να έχει συνεπάρει μεγάλο αριθμό πολιτών που έβλεπαν πως τους δίνονταν η δυνατότητα να διαμορφώσουν ένα κρίσιμο αποτέλεσμα.
Στη συνέχεια σιωπή. Σιωπή, μέχρι να εμφανιστούν οι αγανακτισμένοι. Οι τελευταίοι αιφνιδίασαν τη χώρα, τα κόμματα και τους πολιτικούς. Απόκτησαν κυρίως ισχύ από το μέγεθός τους, και επικοινώνησαν άμεσα με μεγάλα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας χάρη στην «λαϊκίστικη» αναμφίβολα, αμεσότητα της αντίδρασής τους. Οι μούντζες, δεν ήταν μέχρι τότε σε κανένα ρεπερτόριο κομματικής δράσης. Το όλο πανηγυριώτικο κλίμα, άρεσε στα Μέσα Ενημέρωσης, καθώς είχε αυτόν το εξπρεσιονισμό που μετατρέπει το γεγονός σε θέαμα. Ως αποτέλεσμα όλο και περισσότεροι άνθρωποι, αγανακτισμένοι και μη, να περνούν από το σημείο συγκέντρωσης, γεγονός που βοηθούσε στη συντήρηση του κλίματος εξέγερσης.
Οι αγανακτισμένοι, ήταν η πρώτη ευκαιρία πολιτικοποίησης ενός τμήματος των πολιτών που μέχρι τότε πιθανόν να μην είχαν ιδέα ούτε για τα στοιχειώδη της πολιτικής. Οι αγανακτισμένοι αποτέλεσαν το θερμόμετρο που έδειξε τον πυρετό ενός άρρωστου πολιτικού συστήματος και μιας αποσυνθεμένης σχέσης ανάμεσα στους πολίτες και την πολιτική.
Το πρόβλημα όμως με τα θερμόμετρα είναι πάντα το ίδιο. Μετρούν μόνο τη θερμοκρασία του ασθενή, δεν είναι η λύση για τη θεραπεία της ασθένειας. Μερικοί βέβαια παρέβλεψαν αυτό. Πίστεψαν πως με το να μαζεύεται ο κόσμος νυχθημερόν στους δρόμους, θα άλλαζαν τα πράγματα προς το καλύτερο.
Όμως, καθόλου συμπτωματικό, τίποτε τέτοιο δεν συνέβη. Για την ακρίβεια συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Το ασθενές πολιτικό σύστημα, τυφλωμένο από την αρρώστια του, θεώρησε πως ο υπέρτατος λαϊκισμός, η έλλειψη μέτρου και σύνεσης θα μπορούσε να το αναστήσει στα μάτια των πολιτών. Η έλλειψη σύνεσης και μέτρου χαρακτήρισε, δυστυχώς, κάθε τμήμα του κατεστημένου κομματικού συστήματος. Η αριστερή αντιπολίτευση πριμοδότησε κάθε εξαλλοσύνη. Η δεξιά κάθε εξωφρενικό αίτημα και στο τέλος, ο πρωθυπουργός επιχείρησε να τα διαχειριστεί όλα αυτά, εκτοξεύοντας την ανευθυνότητα στα ύψη.
Μέχρι εκείνο το σημείο, οι συνετοί πολίτες, οι άνθρωποι δηλαδή που από τη μια συνθλίβονται από την οικονομική κατάσταση και θλίβονται από την πολιτική παρακμή και από την άλλη κατανοούν πως η λύση δεν μπορούσε να προέλθει από κραυγές και μούντζες, παρακολουθούσαν την κατάσταση σιωπηλά και αμήχανα. Πολλές φορές έπιαναν τους εαυτούς τους να ταυτίζονται συναισθηματικά με τους αγανακτισμένους, όμως κατανοούσαν πως αυτό δεν οδηγούσε πουθενά.
Η δυναμική που εξέπεμψε η λύση Παπαδήμου, ανέδειξε και τη δυναμική αυτής της συνετής κοινωνίας. Η δική της διαμαρτυρία για τις ασχήμιες που προωθούσε από κοινού το πολιτικό σύστημα, λειτούργησε ως πρωτοφανής μοχλός πίεσης. Ποτέ πριν, τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια, τόσο σημαντικό τμήμα της κοινωνίας δεν συντονίστηκε με τόση ακρίβεια για να αμφισβητήσει τόσο βαθιά μια απόφαση των πολιτικών ελίτ.
Για πρώτη φορά μετά από καιρό, ένα σημαντικό τμήμα της κοινωνίας, από αυτό που πληρώνει σε πολλά επίπεδα το κόστος της κρίσης, αποφάσισε να κινητοποιηθεί με τους δικούς του τρόπους ειρηνικά αλλά αποφασιστικά, χωρίς συγκεντρώσεις μεν, αλλά με μεγάλους αριθμούς δε, προκειμένου να υπερασπιστεί την κοινή λογική και το δημόσιο συμφέρον. Ποτέ άλλοτε τα κόμματα εξουσίας δεν έδειξαν τόσο ξεκομμένα από την κοινωνική τους βάση και αυτό δεν οφείλεται μόνο στο χαρακτήρα των επιλογών που προς στιγμήν υιοθέτησαν, αλλά και στην ίδια την εξέγερση της συνετής κοινωνίας.
Αν αυτό σημαίνει, την επιστροφή στην πολιτική αυτού του τμήματος της κοινωνίας ή ήταν απλώς, ένα ξέσπασμα οργής χωρίς μελλοντική συνέχεια, ο χρόνος θα το δείξει. Πάντως υπάρχουν λόγοι να είμαστε αισιόδοξοι.
* Ο Νίκος Μαραντζίδης είναι ιδρυτικό μέλος του Κοινωνικού Συνδέσμου.

Σεισμολόγοι και μηχανικοί: δύο οπτικές της κρίσης

Σεισμολόγοι και μηχανικοί: δύο οπτικές της κρίσης

21 Νοεμβρίου, 2011 // Συγγρ: // 4 Σχόλια
Του ΑΡΙΣΤΟΥ ΔΟΞΙΑΔΗ*
 Οι εθνικές οικονομίες είναι σαν τα κτίρια που χτυπά ο σεισμός. Όσα έχουν θεμελιωθεί και κτιστεί σωστά, μπορεί να πάθουν ζημιές αλλά δεν καταρρέουν. Όσα χτίστηκαν νύχτα και με ψεύτικα δοκάρια θα πέσουν

Πόσο είναι παγκόσμια και πόσο ελληνική τούτη η κρίση που βιώνουμε; Είναι παγκόσμια, γιατί οφείλεται στις φούσκες που δημιούργησε ο χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός, λένε πολλοί. Είναι ειδικότερα ευρωπαϊκή, γιατί οφείλεται στους ελλατωματικόυς θεσμούς της ευρωζώνης, συμπληρώνουν κάποιοι. Είναι όμως και ελληνική, γιατί εμείς είχαμε πολυ πιο θεμελιακά προβλήματα από τις άλλες δυτικές οικονομίες, σημείωνουν μερικοί.
Είναι αλήθεια ότι η παγκόσμια οικονομία έγινε πολύ πιο ασταθής τις τελευταίες δεκαετίες, επειδή αναπτύχθηκε μια αγορά κεφαλαίων σε μεγάλο βαθμό αποκομμένη από την «πραγματική» οικονομική δραστηριότητα που υποτίθεται ότι χρηματοδοτούσε. Αλλά η αστάθεια της κεφαλαιαγοράς δεν έπληξε με τον ίδιο τρόπο και την ίδια ένταση όλες τις χώρες. Η παγκόσμια οικονομία είναι όπως μια ήπειρος που δονείται κατά καιρούς από σεισμούς. Οι εθνικές οικονομίες είναι σαν τα κτίρια που χτυπά ο σεισμός. Όσα έχουν θεμελιωθεί και κτιστεί σωστά, μπορεί να πάθουν ζημιές αλλά δεν καταρρέουν. Όσα χτίστηκαν νύχτα και με ψεύτικα δοκάρια θα πέσουν.
Σκέφτομαι τις διαφορετικές αντιδράσεις των οικονομολόγων στην κρίση, αλλά και των πολιτών γενικά. Στο ένα άκρο είναι οι σεισμολόγοι: αναλύουν διεξοδικά τη δυναμική των διεθνών αγορών, και καταλήγουν ότι χρειάζονται πολύ μεγάλες αλλαγές σε παγκόσμιο επίπεδο, ή έστω σε ευρωπαϊκο, για να πάψει η αστάθεια, ώστε να είναι ασφαλείς οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά από απότομες μεταβολές στην προσφορά κεφαλαίων ή στη ζήτηση προϊόντων. Από την άλλη οι πολιτικοί μηχανικοί: ξέρουν οτι πάντα θα υπάρχει κίνδυνος σεισμού και ασχολούνται με το τοπικό πρόβλημα, δηλαδή με την ποιότητα κατασκευής του κάθε κτιρίου. Και οι οικονομολόγοι που εξηγούν ότι οι οικονομίες που διατηρούν ορισμένες ισορροπίες είναι λιγότερο επιρρεπείς στις κρίσεις, και αναπτύσσονται καλύτερα μακροπρόθεσμα.
Ποιοί είναι πιο χρήσιμοι; Μερικοί σεισμολόγοι είναι χρήσιμοι, για να προειδοποιούν για το μέγεθος των κινδύνων. Και επειδη, σε αντίθεση με τη δομή της γης, η δομή της παγκόσμιας οικονομίας μπορεί να τροποποιηθεί με πολιτικές διαδικασίες, οι σεισμολόγοι-οικονομολόγοι είναι απαραίτητοι για να προτείνουν τις ρυθμίσεις εκείνες που θα ελαχιστοποιήσουν την αστάθεια. Είναι όμως πραγματικά χρήσιμοι μόνο εκεί που λαμβάνονται οι αποφάσεις, δηλαδή στο διακρατικό και διεθνές επίπεδο. Στα καφενεια της επικράτειας, καρεκλάτα, έντυπα ή ηλεκτρονικά, λίγα μπορούν να προσφέρουν, πέρα από μια γενική εικόνα στον πολίτη για αυτά που συμβαίνουν στον κόσμο.
Οι μηχανικοί όμως είναι χρήσιμοι σε κάθε τόπο, γιατί εξηγούν στον πολίτη τι πρέπει να κάνει για να μην καταστρέφεται το βιός του από τους σεισμούς, και τι να απαιτήσει από τους πολιτικούς σε προδιαγραφές δόμησης. Μεχρί οι σεισμολόγοι να βρουν τον τροπο να εξαλείψουν τους σεισμούς, η χώρα χρειάζεται πολυ περισσότερο τους μηχανικούς. Μέχρι να αλλάξει η ευρωπαϊκή και παγκόσμια οικονομική διακυβέρνηση, οι οικονομολόγοι που αρθρογραφούν περι αυτής μπορεί να προσφέρουν ενδιαφέρον θέαμα στα καφενεία, αλλά ελάχιστα βοηθάνε στη ζωή μας. Ενώ αυτοί που προτείνουν μεταρρυθμίσεις σε εθνικό επίπεδο, και εξηγούν πως μπορούν να δημιουργηθούν νέες πιο σταθερές δουλειές μεσοπρόθεσμα, προσφέρουν πραγματική βοήθεια.
Κι όμως, ο δημόσιος διάλογος για την κρίση αναλώνεται πολύ περισσότερο σε σεισμολογία παρά σε μηχανική. Η σεισμολογία αρέσει, γιατι δεν προτρέπει τον θεατή να κάνει κάτι. Του προσφέρει μια προνομιακή θέση σε ταινία καταστροφής, που έχει και ήρωες που ίσως στο τέλος αποτρέψουν το κακό. Η μηχανική όμως είναι πρακτικό εγχειρίδιο. Δεν έχει καμία αξία αν δε σηκωθείς από την πολυθρόνα να εφαρμόσεις τα διδάγματα. Με την μία ξορκίζεις το κακό, με την άλλη το προλαβαίνεις. Χρειζόμαστε να ακούμε περισσότερο τους μηχανικούς.
* Ο Αρίστος Δοξιάδης είναι ιδρυτικό μέλος του Κοινωνικού Συνδέσμου.

Κράτος για φτύσιμο!

22 Νοεμβρίου, 2011 // Συγγρ: // Κανένα Σχόλιο
Του ΧΑΡΙΔΗΜΟΥ Κ. ΤΣΟΥΚΑ*
Το πρόβλημα της χώρας δεν είναι ούτε τα Μνημόνια, ούτε η κρίση του ευρώ, ούτε καν οι διεφθαρμένοι πολιτικοί της. Είναι κάτι πολύ βαθύτερο: η μη κυβερνησιμότητα της χώρας

Πόσο δύσκολο είναι να πάρεις αυτό το κράτος στα σοβαρά! Λεφτά δεν έχει αλλά αφήνει πάνω από μισό εκατομμύριο εκκαθαριστικά ανεξέλεγκτα, ενώ ακόμη δεν έχει εισπράξει τους φόρους ακίνητης περιουσίας για το 2009, το 2010 και το 2011! Ανακοινώνει μέτρα, αλλά τα εφαρμόζει λάθος. Επιβάλλει τέλη, αλλά κάνει εξαιρέσεις την τελευταία στιγμή. Λέει και ξελέει. Η αναξιοπιστία που χαρακτηρίζει τη χώρα στο εξωτερικό έχει ρίζες στη βαθιά αναξιοπιστία που διακρίνει τη συμπεριφορά του ελλαδικού κράτους στο εσωτερικό. Φυσικά, δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά – η χώρα είναι μία!
Η περίπτωση του τέλους ακινήτων είναι χαρακτηριστική. Ας αφήσουμε προς στιγμήν έξω από τη συζήτηση πόσο βλαπτικό είναι ένα τέτοιο τέλος για μια οικονομία που βρίσκεται για τρίτη συνεχή χρονιά σε ύφεση. Ας μη σχολιάσουμε την ανορθόδοξο μέθοδο ένας κοινωφελής ημικρατικός οργανισμός να εισπράττει τέλη ακινήτων για λογαριασμό του κράτους. Έστω κι έτσι, δεν μπορεί να υπάρξει λίγη σοβαρότητα στην υλοποίηση; Άνθρωποι που έχουν εξαιρεθεί από την καταβολή του τέλους καλούνται να το πληρώσουν πρώτα, και να απαιτήσουν την επιστροφή του αργότερα! Η ΔΕΗ έχει κάνει πληθώρα λαθών στον υπολογισμό του τέλους, βασιζόμενη σε στοιχεία που της έχουν δώσει οι δήμοι. Οι εφορίες δεν μπορούν, λένε, να κάνουν τίποτε και παραπέμπουν τους πολίτες στους δήμους, οι οποίοι με τη σειρά τους τους στέλνουν στις εφορίες και τη ΔΕΗ! Και η ΔΕΗ ανακοινώνει ότι, μετά από αίτημα του υπουργείου Οικονομικών, δεν θα διακόπτει την παροχή ηλεκτροδότησης σε όσους δεν πληρώσουν το τέλος ακινήτων!
Γιατί τότε να πληρώσουμε το τέλος ακινήτων, αφού δεν θα υπάρχουν κυρώσεις; Δεν υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να εκφυλισθεί το μέτρο; Κι αν το μέτρο είναι τόσο σημαντικό για την αύξηση των δημόσιων εσόδων, δεν θάπρεπε αξιόπιστα να επιδιωχθεί η είσπραξη του τέλους; Κι όσοι πλήρωσαν το τέλος δεν αδικούνται έναντι αυτών που δεν θα το πληρώσουν, δίχως κυρώσεις;
Βλέπετε τη μεγάλη εικόνα; Ένα κωμικής αναποτελεσματικότητας κράτος που δεν μπορεί να εισπράξει ούτε φόρους και τέλη, ούτε να μαζέψει σκουπίδια, ούτε να επιβάλλει το νόμο για την απαγόρευση του καπνίσματος! Αυτό το κράτος τυραννά τους πολίτες με κάθε τρόπο: τους στέλνει στις ουρές των ταμείων του να σπαταλούν χρόνο για σφάλματα δικά του, ζητά διαρκώς από τους συνεπείς να πληρώνουν για τα σπασμένα των ασυνεπών, αναιρεί τον εαυτό του κάθε φορά που αυξάνεται το πολιτικό κόστος, αδυνατεί να επιβάλλει τη νόμιμη εξουσία του, υποκείμενο στους εκβιασμούς του κάθε Φωτόπουλου, του κάθε Μπαλασόπουλου, του κάθε Κορτσίδη, του κάθε ιδιοτελούς επιχειρηματία.
Είναι ένα κράτος που όχι μόνο συμπεριφέρεται σατραπικά αλλά πάσχει από σύμπλεγμα κατωτερότητας: γνωρίζει την ανικανότητά του, ξέρει ότι του λείπει η πρώτη ύλη της διακυβέρνησης (οι αξιόπιστες πληροφορίες), δεν πιστεύει στην επιβολή της νόμιμης εξουσίας του, και, πανικόβλητο μπροστά στα δύσκολα, ενεργεί σπασμωδικά, δίχως στρατηγική, χωρίς ικανότητα υλοποίησης των αποφάσεών του. Προσποιείται ότι κυβερνά εκδίδοντας φετβάδες, ενώ κλείνει το μάτι σε οποιοδήποτε οργανωμένο συμφέρον ανεβάζει το πολιτικό κόστος. Είναι ένα κράτος για φτύσιμο, σε μια κοινωνία-χυλό που η κύρια μέριμνά της μέχρι τώρα ήταν να βολευτεί με τη μικροαπάτη, το μικροσρουσφετάκι, και τη μικροαυθαιρεσία.
Σε μια κοινωνία ηγεμονικών μικροσυμφερόντων, δεν πρέπει να εκπλήσσει που κυριαρχούν οι «συναλλασσόμενοι» πολιτικάντηδες, οι βλαχοδήμαρχοι, και οι κρατικοδίαιτοι συνδικαληστές. Ούτε πρέπει να εκπλήσσει που το κράτος αδυνατεί να χαράξει μια πολιτική και να εμμείνει σε αυτή. Ένα κράτος που είναι για φτύσιμο, δεν λειτουργεί ως αυθύπαρκτη οντότητα, άγεται και φέρεται από ομάδες πίεσης.
Το πρόβλημα της χώρας δεν είναι ούτε τα Μνημόνια, ούτε η κρίση του ευρώ, ούτε καν οι διεφθαρμένοι πολιτικοί της. Είναι κάτι πολύ βαθύτερο: η μη κυβερνησιμότητα της χώρας. Η αδυναμία της κοινωνίας να συσταθεί ως κοινωνία, ως κάτι δηλαδή πέρα και πάνω από κερματισμένα συμφέροντα και η αδυναμία του κράτους να εκφράσει και να καθοδηγήσει αυτή την κοινωνία. Δεν ξέρω πως η χώρα μπορεί να καταστεί κυβερνήσιμη, ξέρω όμως με σιγουριά πως όσο το κράτος μας είναι για φτύσιμο, τόσο περισσότερο θα απαξιώνεται και τόσο περισσότερο θα ηγεμονεύουν τα οργανωμένα συμφέροντα, επιτείνοντας έτσι τον κερματισμό της κοινωνίας και εντείνοντας την μη κυβερνησιμότητα. Ο κύκλος είναι φαύλος – γι αυτό και η χώρα, σταθερά και βαθμιαία, καταστρέφεται.
* Ο κ.Χαρίδημος Κ. Τσούκας (htsoukas@gmail.com) είναι καθηγητής στα Πανεπιστήμια Κύπρου και Warwick. Είναι ιδρυτικό μέλος του Κοινωνικού Συνδέσμου.

Peter Economides - Rebranding Greece

Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2011

Οι βαθύτεροι παράγοντες αποτυχίας μιας μεταρρύθμισης


Του Στέφανου Μιχιώτη (*)

Η αποτυχία μιας προσπάθειας μεταρρύθμισης δεν οφείλεται ούτε στην αριθμητική υστέρηση της ομάδας των μεταρρυθμιστών ούτε σε τυχόν ελλιπή επικοινωνιακή πολιτική τους. Γιατί, αφενός οι κατανοούντες και συντασσόμενοι με την ανάγκη της ήταν πάντα ελάχιστοι σε σχέση με όσους ακολουθούν την πεπατημένη. Και παρ’ όλα αυτά, η ιστορία είναι γεμάτη από μεγάλες (και συχνά επαναστατικές) μεταρρυθμίσεις. Και αφετέρου, γιατί η σύντομη προβολή ενός οράματος – όσο σαγηνευτικά κι αν γίνει - δεν μπορεί από μόνη της να αλλάξει τις βαθύτερες αντιλήψεις του πληθυσμού στον οποίο απευθύνεται. Αυτό επαληθεύεται κυρίως στις αλλαγές δεύτερης ή τρίτης τάξης, δηλαδή στις περιπτώσεις βαθιών ή εκτεταμένων αλλαγών, όπου αμφισβητούνται ή διακυβεύονται οι αρχές και οι αξίες ενός συστήματος ή ακόμα και οι βαθύτερες πεποιθήσεις και τα σύμβολά του (Tsoukas & Papoulias, 2005). Μάλιστα, σε τέτοιες περιπτώσεις, η επίμονη προπαγάνδα οδηγεί συχνά στο αντίθετο αποτέλεσμα: οι μεταρρυθμιστές στιγματίζονται ως “υπηρέτες ξένων ή κατακτητών”.

Η αποτυχία των μεταρρυθμίσεων σχετίζεται κατά την γνώμη μου με τρία σοβαρά, αλληλένδετα και επαναλαμβανόμενα λάθη των μεταρρυθμιστικών δυνάμεων, που αφορούν την σχέση τους με το ‘πεδίο εφαρμογής’, δηλαδή την επιχείρηση, τον οργανισμό, τον κλάδο ή την κοινωνία. Πρώτον, οι μεταρρυθμιστές ξεκινούν τις περισσότερες φορές από μια βαθύτερη επιθυμία τους να επιβάλλουν στο σύστημα την σωστή (κατ’ αυτούς) λύση και όχι την κατάλληλη. Δεύτερον, δεν εξετάζουν σε βάθος την συλλογική κουλτούρα του συστήματος και δεν λαμβάνουν υπόψη την ισχύ των βαθύτερων πεποιθήσεών του. Και τρίτον, αγνοούν μερικές χρήσιμες λεπτομέρειες που χαρακτηρίζουν την καθημερινότητα του συστήματος. Ας τα δούμε αυτά λίγο πιο αναλυτικά.

Στο μεγαλύτερο μέρος του 20ο αιώνα επικράτησε μια γραμμική - μηχανιστική κοσμοαντίληψη, που θεωρούσε τα ανθρώπινα συστήματα σαν αδρανειακές μάζες, η λειτουργία των οποίων θα μπορούσε να ‘ρυθμιστεί’ (δηλαδή να ελεγχθεί) με καλά σχεδιασμένες διαδικασίες και εντολές. Αυτό οδήγησε στην ιδέα κατάστρωσης περίπλοκων, εργαστηριακά κατασκευασμένων, σεναρίων, μέσω των οποίων οι ειδικοί ήλπιζαν πως θα μπορούσαν να προβλέψουν την εξέλιξη μιας πορείας αλλαγής και να αντιμετωπίσουν τις αποκλίσεις από το αρχικό σχέδιο (Wheatley, 1992, Dimitrov, 2005). Όπως όμως αποδεικνύεται στην πράξη, δεν μπορούμε να σχεδιάσουμε και να δράσουμε σε ένα “κενό πλαίσιο” (empty context), καθώς ο κόσμος μας κάθε άλλο παρά άδειος είναι. Ίσα-ίσα, είναι γεμάτος από διαφορετικές, ισχυρές και ανταγωνιστικές ιδέες, φωνές και στάσεις, που στο σύνολό τους συνθέτουν αυτό που ονομάζουμε κοινωνική πολυπλοκότητα (Kahane, 2010). Και όπως τα στοιχεία αυτά είναι άκρως προσωπικά, έτσι είναι και οι ερμηνείες της πραγματικότητας: πολλές και προσωπικές (Maturana & Varela, 1980, 1987). Το γεγονός αυτό οδηγεί τις διάφορες ομάδες των κοινωνικών εταίρων να επιστρατεύουν τις δικές τους στερεοτυπικές ερμηνείες και να δυσκολεύονται να κατανοήσουν την “άλλη πλευρά”.

Τον γόρδιο δεσμό καλούνται να λύσουν οι ειδικοί. Όπως όμως όλοι οι άνθρωποι, έτσι και αυτοί βλέπουν τα πράγματα μέσα από τα δικά τους μάτια, ερμηνεύουν (ή παραβλέπουν) τα δεδομένα με βάση τις δικές τους αντιλήψεις και συχνά επικρίνουν τις καταστάσεις με βάση τα δικά τους πρότυπα. Κι όλα αυτά, στηριζόμενοι σε μια ψευδαίσθηση ισχύος και ‘αντικειμενικότητας’, που απορρέει από μια παραπλανητική ερμηνεία της ιδιότητας και της θέση τους. Στην συνείδηση των περισσοτέρων, το “είμαι ειδικός” σημαίνει “ξέρω περισσότερα και κρίνω αντικειμενικά”, αντί του (λειτουργικότερου) “μπορώ να βλέπω καθαρότερα και να μαθαίνω ευκολότερα”. Αυτή η ερμηνεία είναι κυρίαρχη και δυστυχώς οδηγεί πολλούς να αποκλείσουν στην πράξη απόψεις, ανάγκες και ιδέες όσων θεωρούν μη-γνώστες, υποδεέστερους ή μέρη του προβλήματος (το οποίο οι ίδιοι προσπαθούν να επιλύσουν).

Με το πρόσχημα αυτό, πολλοί μεταρρυθμιστές πολιτικοί ηγέτες περιορίζουν τους “άλλους” σε μια τυπική και μόνον εμπλοκή στην όλη διαδικασία της μεταρρύθμισης ή σε έναν προσχηματικό “διάλογο” λίγο πριν το στάδιο της εφαρμογής της. Αυτό όμως, λόγω της καχυποψίας και της μη-συνέργειας που παράγει, δημιουργεί και ένα άλλο πρόβλημα, λεπτοφυές αλλά σημαντικότατο. Οι σχεδιαστές της αλλαγής δεν έχουν πλέον πρόσβαση σε μερικές κρίσιμες πληροφορίες, που είτε δεν διατυπώνονται σαφώς σε “ξένους”, είτε υπονοούνται ως ευκόλως εννοούμενες μεταξύ των μελών του συστήματος, είτε ακόμα παραμένουν ανείπωτες. Όπως για παράδειγμα, εκείνες οι μικρές ιστορίες που συνθέτουν την καθημερινότητα των ανθρώπων και δείχνουν το πώς αυτοί αντιλαμβάνονται τα πράγματα ή τις πολύπλοκες και συχνά αντιφατικές σχέσεις που τους συνδέουν. Παρά τις τεχνικές γνώσεις και τις καλές προθέσεις τους, οι σχεδιαστές της αλλαγής αγνοούν αυτές τις λεπτομέρειες. Αγνοούν δηλαδή το ουσιαστικό υπόβαθρο των καταστάσεων που εξετάζουν - αυτό που δημιουργεί την πολύτιμη ισορροπία (που πρέπει να διαφυλαχθεί), αλλά και την απειλητική αστάθεια (που πρέπει να αντιμετωπισθεί).

Γι αυτό και τις περισσότερες φορές, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Όσο λεπτομερειακά κι αν είναι σχεδιασμένος ο “οδικός χάρτης”, θα στηρίζεται πάντα σε ερμηνείες και εκτιμήσεις “ξένες”. Κι έτσι, η διαδρομή θα επιφυλάσσει πάντα εκπλήξεις, ανυπέρβλητες χωρίς την (ήδη απωλεσθείσα) συνέργεια του υποκειμένου στην μεταρρύθμιση. Γιατί μια τέτοια διαδρομή θα είναι πάντοτε αχαρτογράφητη - αλλιώς δεν θα ήταν μεταρρύθμιση, αλλά ένα απλό παζλ προς επίλυση.
Επιπλέον, η κυρίαρχη προσέγγιση της σχεδιασμένης αλλαγής δεν αντιλαμβάνεται ότι οι βαθιές αλλαγές είναι μη γραμμικές. Αυτό σημαίνει ότι δεν χρειάζεται να “τα αλλάξει κανείς όλα” - κάτι που μάλλον ακούγεται σαν αφελής προσδοκία και στόχος ανόητος (άνευ νοήματος), μια που απαιτεί τεράστια ποσά ενέργειας και χρόνου, που ποτέ δεν διατίθενται. Τουναντίον, όπως ισχυρίζεται η αναδυόμενη μη-γραμμική αντίληψη, αρκεί να εντοπισθούν μερικοί κρίσιμοι παράγοντες, που μπορούν να δράσουν σαν καταλύτες, ελκύοντας την συνολική συμπεριφορά του συστήματος προς μια νέα κατεύθυνση. Αλλάζοντας αυτοί, μπορεί να αλλάξει το όλο σύστημα! (Michiotis & Cronin, 2011).
Πλην όμως, οι παράγοντες αυτοί, που σχετίζονται με τα βαθύτερα (αρχετυπικά) χαρακτηριστικά του συστήματος, δεν είναι άμεσα ορατοί στους σχεδιαστές, αλλά ούτε και στους ηγέτες μιας αλλαγής, καθώς αμφότεροι βρίσκονται μέσα στο συλλογικό μοτίβο. Όσο μάλιστα αυτοί δεν ‘βλέπουν’ τα πράγματα και από μια διαφορετική οπτική, τόσο δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν τον δικό τους ρόλο στο πρόβλημα (με όσα κάνουν και με όσα παραλείπουν να κάνουν) και να σχηματίσουν μια μεγαλύτερη, πιο περιεκτική εικόνα του πολύπλοκου προβλήματος. Αδυνατούν έτσι να δουν κατά πόσο η σωστή γι αυτούς λύση θα είναι και κατάλληλη για το σύστημα. Κατά πόσο δηλαδή θα είναι συμβατή με την κουλτούρα (ή τον ψυχισμό, όπως συνηθίζουμε να λέμε) του πληθυσμού, που θα κληθεί να την εφαρμόσει.

Αντ’ αυτού, η συνήθης πρακτική τους είναι η απόπειρα διαχείρισης των συγκρουσιακών και αδιέξοδων στερεοτύπων, μέσω της επιβολής ισχύος. Κάτι που θυμίζει την απόφαση του Ξέρξη να ηρεμήσει την θάλασσα με μαστίγωμα – απλώς εδώ έχουμε και μπόλικη δόση προπαγάνδας. Όμως, αυτή η πρακτική καταλήγει σε επιλογές που περιπλέκουν το αρχικό πρόβλημα ακόμα περισσότερο και μάλιστα δημιουργούν ένα νέο, ακόμα δυσκολότερο (Watzlawik, 1974). Γιατί, όσο "περίτεχνη" κι εντατική κι αν είναι η προπαγάνδα, δεν μπορεί τελικά να αποτρέψει την ενεργοποίηση των αρνητικών αντανακλαστικών του πληθυσμού και των συνειδησιακών και ψυχολογικών αποκριμάτων του, τα οποία κάθε άλλο παρά εύκολο είναι να τα διαχειρισθεί κανείς.

Αλλά πέρα από την ανάγκη διερεύνησης και αξιοποίησης των βαθύτερων αυτών παραγόντων, υπάρχει και μια δεύτερη βασική προϋπόθεση επιτυχίας μιας μεταρρύθμισης. Οι μεταρρυθμιστές (και κατ' επέκταση η ηγεσία που μετασχηματίζει - μετουσιώνει) πρέπει να υπερβούν τους ίδιους τους εαυτούς τους. Πρέπει να πείσουν τους ανθρώπους ότι διαφέρουν από τους προκατόχους τους, ότι θέλουν και μπορούν να διασπάσουν τον φαύλο κύκλο του προβλήματος. Κάτι τέτοιο θα διέκοπτε αναμφισβήτητα το κυρίαρχο μοτίβο απαξίωσης στην συνείδηση του πληθυσμού και θα τους κινητοποιούσε υπέρ της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας, που ίσως να γινόταν τότε επαναστατική. Για να συμβεί αυτό, πρέπει οι μεταρρυθμιστές αφενός να αυτό-περιορίσουν την εξουσία τους και αφετέρου να αλλάξουν πρώτα οι ίδιοι -προτού το ζητήσουν από τους άλλους- αρχίζοντας από την αλλαγή της δικής τους οπτικής και πράξης (Τσούκας, 2009). Ο συνήθης φόβος απώλειας ταυτότητας που εμποδίζει το βήμα αυτό είναι ένας εσωτερικός ‘δράκος’ που πρέπει να αντιμετωπισθεί. Όποιος έχει μπει στην ‘περιπέτεια’ να αμφισβητήσει τις ίδιες τις πεποιθήσεις του, γνωρίζει ότι όχι μόνο δεν τις απεμπολεί, αλλά τις εμπλουτίζει, τις κάνει πιο αποτελεσματικές.

Κάτι τέτοιο όμως είναι εξαιρετικά απαιτητικό και είναι αυτό που διαχωρίζει τον ηγέτη από τους διαχειριστές της εξουσίας. Αποτελεί ένα είδος θυσίας, που για να δώσει αποτελέσματα, πρέπει να είναι αυθεντική. Αλλιώς είναι ψεύτικη, γιαλαντζί. Σαν τα ντολμαδάκια! Και φυσικά όλοι μπορούμε να καταλάβουμε με την πρώτη μπουκιά αν τα ντολμαδάκια είναι γιαλαντζί. Απλώς, για τους ηγέτες (μας) παίρνει λίγο χρόνο παραπάνω...

Παραπομπές

Dimitrov V. (2005), A New Kind of Social Science: Study of self-organization in human dynamics. Lulu Press

Kahane A. (2010), Power and Love: A Theory and Practice of Social Change, Berrett-Koehler Publishers
Maturana, H. & Varela, F. (1984), Autopoiesis and Cognition: the Realization of the Living. D. Reidel Pub. Co. (Dordrecht, Holland and Boston
Maturana, H. & Varela, F. (1987). The tree of knowledge: The biological roots of human understanding. Boston: Shambhala Publications (υπάρχει και ελληνική έκδοση)
Michiotis S. & Cronin B. (2011b), “Challenging the mainstream practice of planned change in cases of higher-order transformation”, International Journal of Decision Sciences, Risk and Management, Vol. 4, No. 1/2.
Tsoukas H. (2005), “Η μεταρρύθμιση ως ψυχοθεραπεία». Στο Θ. Πελαγίδης (επιμ.), Η Εμπλοκή των Μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα, Αθήνα: Παπαζήσης, σ.83-108
Tsoukas H. & Papoulias, D. B. (2005), “Managing Third-order Change: The Case of the Public Power Corporation in Greece”, Long Range Planning, 38, 79-95.
Watzlawick et al. (1974), Change: Principles of Problem Formation and Problem Resolution, W. W. Norton and Co/NY

Wheatley M. (2003), Ηγεσία και Χάος: Η Νέα Επιστημονική Διοίκηση Επιχειρήσεων, Καστανιώτης

(*) Ο κ. Στέφανος Μιχιώτης είναι Επιστημονικός Διευθυντής, TETRAS Consultants
Ερευνητής, University of Greenwich Business School stefanos@tetras-consult.gr