Δευτέρα 18 Απριλίου 2011

Η δική μας κρίση δεν είναι καπιταλιστική

Του Γιωργου Παγουλατου*
«Ρυθμίστε μας γιατί είμαστε πολύ άπληστοι», ζητούσαν κάποιοι Αμερικανοί τραπεζίτες το 2008, στην ταινία-χρονικό της διεθνούς οικονομικής κρίσης «Στημένη Δουλειά» (Inside Job). «Περιορίστε μας γιατί είμαστε πολύ ανεπαρκείς», θα έπρεπε να ζητούν από τις Βρυξέλλες κάποιοι Ελληνες πολιτικοί, σε ένα υποθετικό χρονικό της ελληνικής χρεοκοπίας.
Η χρηματοπιστωτική απορρύθμιση στις ΗΠΑ ήταν μια επιτήδεια δουλειά «από μέσα», έργο μιας ελίτ που το έφτιαξε στα μέτρα της. Το δικό μας δημοσιονομικό σύστημα πριονίστηκε «από κάτω», από τη διαχρονική συνέργεια πολιτικών, κρατικοδίαιτης κλεπτοκρατίας, οργανωμένων συμφερόντων και ψηφοφόρων, που όλοι αθροίζονταν σε μια πιθανή πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας. Ομως, το άθροισμα των επιμέρους συμφερόντων δεν ταυτίζεται με το γενικό συμφέρον. Το πλήθος των συντεχνιακών πελατών ενός κράτους-λάφυρου δεν φτιάχνει κοινωνία, όπως και η ικανοποίηση των οικονομικών διεκδικήσεων δεν συνιστά οικονομική πρόοδο.
Η δική μας κρίση δεν ήταν μέρος της διεθνούς χρηματοπιστωτικής παθογένειας. Δεν προήλθε από αχαλίνωτα τραπεζικά ιδρύματα, που υπερδάνεισαν την ιδιωτική οικονομία, έφτιαξαν φούσκες, άντλησαν μπόνους δισεκατομμυρίων, πολλαπλασίασαν μόχλευση και κινδύνους και έστειλαν τον λογαριασμό στο κράτος. Οι ελληνικές τράπεζες ούτε υπερδάνεισαν ούτε υπερδανείστηκαν ούτε ξεκοκάλισαν εξωφρενικές αμοιβές. Το ιδιωτικό μας χρέος είναι από τα χαμηλότερα. Οι τράπεζες δεν διασώζονται με δημόσιο χρήμα επειδή δημιούργησαν κινδύνους. Διασώζονται επειδή κινδυνεύουν από το τσουνάμι του δημοσίου χρέους. Τα τοξικά των τραπεζών είναι οι επενδύσεις τους σε ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου.
Η ελληνική κρίση δεν ήταν έκρηξη ιδιωτικού δανεισμού που μεταμορφώθηκε σε δημόσιο έλλειμμα και χρέος (όπως σε ΗΠΑ, Βρετανία, Ισλανδία, Ιρλανδία, Ισπανία, κ. α.). Δεν ήταν μια κρίση των τραπεζών που έγινε κρίση του κράτους. Ηταν ακριβώς το αντίστροφο: μια κρίση δημοσίου χρέους, που στη συνέχεια μόλυνε έναν υγιή τραπεζικό τομέα.
Τι περιέχει η ελληνική δημοσιονομική κρίση; Γνώριμα πρόσωπα, οικείες συνήθειες. Δημόσιες δαπάνες πάνω από τα έσοδα, στρατιές περιττών υπαλλήλων, διεφθαρμένους πολιτικούς που εκλέγαμε, σπατάλες για να χαϊδεύουν τις τοπικές πελατείες, διευκολύνσεις σε «αφεντικά», μια θάλασσα μικρο-ρουσφετιών, τη μεγαλύτερη φοροδιαφυγή και μικροδιαφθορά στην Ευρωζώνη. Με τη χώρα στο χείλος του γκρεμού το 2008, ο υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης Καραμανλή εκπαραθυρώθηκε μόλις πρότεινε μέτρα περιορισμού της φοροδιαφυγής των ελεύθερων επαγγελματιών. Κάθε φορά που αμνήμονες ταγοί ξιφουλκούν αυτάρεσκα κατά του τρισκατάρατου Μνημονίου, ας τους θυμίζουμε ότι δεν είμαστε ακριβώς οι άδολες παρθένες που χέρια ξένων βαρβάρων οδήγησαν στην πυρά.
Συνέβαλε στην κρίση μας το χρηματοπιστωτικό σύστημα; Συνέβαλε, αλλά σε μικρότερο βαθμό. Με τη μετατροπή του δημοσίου χρέους σε εξωτερικό, την τελειοποίηση της φοροαποφυγής για τους έχοντες πλούτο, τη διόγκωση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών μετά την ένταξη στο ευρώ. Περίπου μέχρις εκεί.
Γι' αυτό η εθνική μας κρίση δεν είναι μια κρίση του προηγμένου χρηματο-καπιταλισμού. Είναι πρωτίστως κρίση διαχρονική της μεταπολίτευσης. Το δημοσιονομικό μας πρόβλημα είναι το πολιτικό μας σύστημα, όπως λέει ο Αλέκος Παπαδόπουλος. Δεν είναι κρίση ενός high-tech καπιταλιστικού συστήματος, είναι κρίση ενός low-tech πολιτικού συστήματος, και της κοινωνίας που το δημιούργησε και διαπλάστηκε από αυτό. Γι' αυτό και το πρόβλημα εξόδου από την κρίση δεν είναι πρόβλημα οικονομικής συνταγής, είναι κυρίως ξανά πρόβλημα πολιτικού προσωπικού. Που δυσκολεύεται να ξεπεράσει τον εαυτό του για να κάνει ό, τι είναι αναγκαίο. Ή που αρνείται να τιθασεύσει τα κομματικά ρεφλέξ και να κατέβει από τα κεραμίδια της φτηνής αντιπολίτευσης.
Εχει σημασία η ελληνική «διαφορά»; Εχει, διότι αφορά τις προϋποθέσεις «νομιμοποίησης» του προγράμματος προσαρμογής. Οταν ο Ιρλανδός υπάλληλος ενός ελάχιστου κράτους συμπιέζεται για να σωθούν οι ιρλανδικές τράπεζες που δημιούργησαν την κρίση, δεν είναι το ίδιο με τον Ελληνα υπάλληλο ενός κράτους-Γαργαντούα, που ο μισθός του συμπιέζεται για να μην απολυθούν οι υπεράριθμοι του Δημοσίου που παρήγαγε το έλλειμμα του 15,4%. Η ελληνική κρίση είναι συνέπεια αποτυχίας της δημοκρατίας μας κι όχι ασυδοσίας των αγορών. Και γι' αυτό είναι δημοκρατικά θεμιτή η προσαρμογή με δημοσιονομική πειθαρχία, με αποκατάσταση του κράτους δικαίου, με διεύρυνση της φορολογικής βάσης, με μείωση του κρατικού λίπους, με θυσίες απ' όλους.
Δεν είναι άδικο το πρόγραμμα προσαρμογής; Είναι άδικο για όσους δεν συμμετείχαν στο πλιάτσικο, έλιωναν στον ανταγωνισμό, πλήρωναν τους φόρους τους. Είναι άδικο για όσους χάνουν τη δουλειά τους, αγωνιούν για το σπίτι τους, φλερτάρουν με τη φτώχεια. Και, βέβαια, η βάση δεν έχει ίδιες ευθύνες με την κορυφή. Ακόμα δεν είδαμε έναν φαύλο πολιτικό πίσω από τα κάγκελα. Αλλά αυτή δεν είναι μια κρίση που εξυφάνθηκε στην πλάτη μας. Είναι μια κρίση που τη γνωρίζαμε και την αγνοήσαμε. Δεν μας την έκρυψαν σε περίπλοκα προϊόντα, όπως η Γουόλ Στριτ στους πελάτες της. Δεν μας αιφνιδίασε, όπως στην Ιρλανδία. Εναν κίνδυνο ήξερε το Μάαστριχτ, το δημόσιο έλλειμμα και χρέος. Οι πολιτικοί μας οι ίδιοι προειδοποιούσαν. Αλλά μετά συνέχιζαν τη χαλαρότητα, για να μας κρατούν ευχαριστημένους.
Η κρίση σε Ευρώπη και Αμερική αναδεικνύει την παρασιτική υπερανάπτυξη των χρηματαγορών εις βάρος της δημοκρατίας. Η ελληνική κρίση έχει αντίστροφη φορά: είναι κρίση ενός δημοκρατικού κρατισμού που, στη θαλπωρή μιας αχαλίνωτης μεταπολίτευσης, αναπτύχθηκε παρασιτικά, πνίγοντας την οικονομία και τις αγορές. Τώρα, η οικονομία δίνει τη μάχη της επιβίωσης, στο όνομα της κοινωνίας.
* Ο κ. Γ. Παγουλάτος διδάσκει στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 17-4-2011

Κυριακή 17 Απριλίου 2011

Η Συμφωνία της Βάρκιζας

Η ιστοριογραφία μας υστερεί ακόμη στην ορθή αποτίμηση των γεγονότων
και την ανάλυση της διεθνούς εμπειρίας
66 χρόνια πριν
Του Σταθη Ν. Καλυβα*
Τα Δεκεμβριανά, όπως πέρασε στην ιστορία η στρατιωτική σύρραξη του ΚΚΕ με τους συνασπισμένους αντιπάλους του, ξεκίνησαν στις 3 Δεκεμβρίου 1944 και έληξαν με συντριπτική ήττα των κομμουνιστών στη μάχη της Αθήνας. Η λήξη των εχθροπραξιών επισφραγίστηκε με την ανακωχή της 10ης Ιανουαρίου 1945, ενώ, ένα μήνα αργότερα, στις 12 Φεβρουαρίου υπεγράφη η Συμφωνία της Βάρκιζας, η οποία καθόριζε τους όρους μετάβασης στο μεταπολεμικό πολιτικό καθεστώς
Τη Συμφωνία της Βάρκιζας αποτελούσαν εννέα άρθρα. Το πρώτο προέβλεπε τη δημιουργία μιας δημοκρατικής πολιτείας με πλήρεις ατομικές ελευθερίες, το δεύτερο την άρση του στρατιωτικού νόμου, το τρίτο την αμνήστευση των πολιτικών αδικημάτων που πραγματοποιήθηκαν μετά τις 3 Δεκεμβρίου 1944 (αλλά με την εξαίρεση των κοινών αδικημάτων), το τέταρτο την πλήρη απελευθέρωση των συλληφθέντων από τον ΕΛΑΣ, τον πέμπτο τη δημιουργία ενός νέου Εθνικού Στρατού, το έκτο την αποστράτευση του ΕΛΑΣ και τον πλήρη αφοπλισμό του, το έβδομο την εκκαθάριση των δημοσίων υπηρεσιών, το όγδοο την αντίστοιχη εκκαθάριση σωμάτων ασφαλείας και, τέλος, το ένατο, τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για το πολιτειακό, και εκλογών με συμμετοχή διεθνών παρατηρητών. Η ορθή εφαρμογή της Συμφωνίας της Βάρκιζας θα οδηγούσε σε μια δημοκρατική και ειρηνική Ελλάδα. Οπως γνωρίζουμε όμως, τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά: ένας νέος εμφύλιος και μια καχεκτική δημοκρατία.
Το ερώτημα αν ο εμφύλιος πόλεμος του 1946-49 ήταν αναπόφευκτος ή αν η Βάρκιζα υπήρξε πράγματι μια χαμένη ευκαιρία για ένα διαφορετικό και καλύτερο μέλλον, έχει απασχολήσει επανειλημμένως τους ιστορικούς. Πρόκειται για δύσκολο ερώτημα, αφού απαιτεί τη σύγκριση του τι έγινε με αυτό που θα μπορούσε να είχε γίνει. Δεν είναι όμως άτοπο να επιχειρήσει κανείς να απαντήσει, αρκεί να πληρούνται δύο προϋποθέσεις: η ορθή αποτίμηση των γεγονότων και η ανάλυση της διεθνούς εμπειρίας. Η ιστοριογραφία μας, όμως, υστερεί και στα δύο.
Συσχετισμός δυνάμεων μετά τα ΔεκεμβριανάΗ Συμφωνία της Βάρκιζας αντικατόπτριζε τον συσχετισμό δυνάμεων μετά τη μάχη της Αθήνας. Το ΚΚΕ ηττήθηκε: βρέθηκε εκτός κυβέρνησης, ενώ υποχρεώθηκε να αποστρατεύσει τον κομματικό του στρατό, τον ΕΛΑΣ, και να διαλύσει το κράτος που είχε δημιουργήσει στην κατοχή μέσω του ΕΑΜ. Με άλλα λόγια, απώλεσε τη δυνατότητα διεκδίκησης της εξουσίας, μια δυνατότητα που βασιζόταν αποκλειστικά στη στρατιωτική του ισχύ. Ομως, μολονότι συντριπτική, η ήττα του δεν ήταν ολοκληρωτική, καθώς το ΚΚΕ διέθετε ακόμη σημαντικά ερείσματα και οι Βρετανοί δεν επιθυμούσαν να συνεχίσουν τον πόλεμο εκτός Αθηνών. Ετσι διατήρησε τη δυνατότητα συμμετοχής στη νέα πολιτική πραγματικότητα που ξεκινούσε. Μπορούσε, μ' άλλα λόγια, να παίξει το πολιτικό παιχνίδι της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Εναν, περίπου, χρόνο αργότερα, όμως, επέλεξε την οδό μιας νέας ένοπλης σύγκρουσης. Γιατί απέτυχε η Βάρκιζα;
Η σχετική ιστοριογραφία διαιρείται σε δύο σχολές, με βάση τις πολιτικές συμπάθειες των φορέων της. Η αντικομμουνιστική μεταπολεμική σχολή θεωρούσε πως η Βάρκιζα δεν ήταν για το ΚΚΕ παρά μια ευκαιρία ανασύνταξης, ώσπου να ωριμάσουν οι συνθήκες για την επόμενη επιχείρηση κατάληψης της εξουσίας, τον «τρίτο γύρο», όπως και έγινε. Αλλωστε, το ΚΚΕ αθέτησε την υποχρέωσή του να αφοπλιστεί, αποκρύπτοντας τον καλύτερο οπλισμό του, ενώ οργάνωσε ένα ολόκληρο στρατόπεδο εκπαίδευσης των στρατιωτικών του στελεχών στο Μπούλκες της Γιουγκοσλαβίας. Αντίθετα, η σχολή αυτή υποβάθμιζε το θέμα των διώξεων που εξαπολύθηκαν εναντίον των οπαδών (πραγματικών ή φανταστικών) του ΚΚΕ και τις αποδίδει αποκλειστικά σε μη ελεγχόμενες αντεκδικήσεις. Στην αντίθετη ακριβώς όχθη, συναντά κανείς τη φιλοκομμουνιστική μεταπολιτευτική σχολή, που υποστηρίζει πως το ΚΚΕ είχε αγκαλιάσει τον κοινοβουλευτισμό, αλλά ότι την επιλογή του αυτή υπονόμευσαν οι αντίπαλοί του, σπρώχνοντάς το στον δρόμο της ένοπλης δράσης. Πρόκειται για μια αντίληψη που θεωρεί το ΚΚΕ ως μοναδική περίπτωση πολιτικού κόμματος (και δη επαναστατικού...) που αποστρεφόταν την εξουσία και κατέφευγε (επανειλημμένως μάλιστα) στα όπλα με το ζόρι, μόνο όταν το έσπρωχναν οι αντίπαλοί του. Στην ίδια ακριβώς λογική εντάσσεται και ο χαρακτηρισμός της παραβίασης της Συμφωνίας της Βάρκιζας ως «μονόπλευρης»: ότι δηλαδή παραβιάστηκε μόνο από την κυβερνητική πλευρά μέσω των διώξεων και της «λευκής τρομοκρατίας».
Παραβιάστηκε και από τις δύο πλευρέςΗ αέναη ανακύκλωση ερμηνειών αυτού του τύπου είναι εντελώς άγονη. Για να ξεφύγουμε από τη στειρότητα και να προχωρήσουμε στον δρόμο της κατανόησης, θα πρέπει πρώτα να αναγνωρίσουμε το προφανές: πως τη Συμφωνία της Βάρκιζας παραβίασαν και οι δύο πλευρές. Το κράτος ανέχτηκε, και ενίοτε οργάνωσε, τις διώξεις εναντίον των οπαδών του ΚΚΕ, ενώ το ΚΚΕ επέλεξε να διατηρήσει ανοιχτή την επιλογή της ένοπλης ρήξης, παραδίδοντας μόνο τη «σαβούρα» και τα «άχρηστα» όπλα του, τη στιγμή που απέκρυπτε οπλισμό για 30.000 στρατό. Η διαπίστωση αυτή οδηγεί στην επαναδιατύπωση του αρχικού ερωτήματος: θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί η διπλή αυτή παραβίαση, έτσι ώστε η χώρα να είχε αποφύγει τη δοκιμασία μιας νέας εμφύλιας σύρραξης; Απάντηση στο ερώτημα αυτό μπορεί να δώσει η μελέτη της εμπειρίας ανάλογων περιπτώσεων στον υπόλοιπο κόσμο.
Η πολιτική επιστήμη έχει ασχοληθεί με ερωτήματα αυτού του είδους μέσω της συγκριτικής ανάλυσης πολλών εμφυλίων. Μια τέτοια ανάλυση βασίζεται σε μελέτη 41 εμφύλιων πολέμων της περιόδου 1944-1989. Εκκινώντας από τη διαπίστωση πως, ενώ το 55% των διακρατικών πολέμων της περιόδου αυτής έληξε με κάποιου είδους συμφωνία ανάμεσα στις αντιμαχόμενες πλευρές, μόνο το 20% των αντίστοιχων εμφυλίων είχε την ίδια κατάληξη, επιχειρεί να εξηγήσει τη συστηματική αποτυχία των διαπραγματεύσεων στους εμφύλιους πολέμους. Μήπως αυτό οφείλεται στο βαθύτερο μίσος που υποτίθεται πως χωρίζει τους αντιπάλους στους εμφυλίους;
Η απάντηση είναι αρνητική. Αντίθετα, το συμπέρασμα είναι πως ο κύριος λόγος που οδηγεί στην αποτυχία των διαπραγματεύσεων και την κατάρρευση των συμφωνιών στους εμφυλίους είναι η αδυναμία εξασφάλισης αξιόπιστων εγγυήσεων για την τήρηση των συμφωνηθέντων. Ο λόγος είναι πως, ενώ στους διακρατικούς πόλεμους οι δύο πλευρές εξακολουθούν να διατηρούν σε σημαντικό βαθμό την αμυντική τους ικανότητα και μετά τη σύναψη της συμφωνίας (αφού πρόκειται για κράτη που διαθέτουν στρατό), δεν συμβαίνει το ίδιο με τις αντίπαλες πλευρές σε έναν εμφύλιο. Προϋπόθεση για τη λήξη ενός εμφυλίου είναι ο αφοπλισμός της μιας πλευράς (αφού δεν νοείται ύπαρξη κράτους δίχως νόμιμο μονοπώλιο βίας, δηλαδή με δύο αντίπαλους στρατούς στο εσωτερικό του). Είναι όμως αδύνατο να εγγυηθεί πειστικά η κυβερνητική πλευρά πως δεν θα παραβιάσει τα δικαιώματα της αντίπαλης παράταξης, μετά τον αφοπλισμό της: ο πειρασμός να κατασπαράξεις τον αντίπαλό σου αφού αυτός έχει καταθέσει τα όπλα, είναι πολύ μεγάλος. Ακόμα και αν δεν έχεις τέτοιες προθέσεις, δύσκολα θα πείσεις τον αντίπαλο σου γι' αυτό. Γνωρίζοντάς το αυτό, η αφοπλιζόμενη πλευρά, είτε θα αποφύγει τις διαπραγματεύσεις είτε, αν αναγκαστεί να υπογράψει, θα επιχειρήσει να διαφυλάξει μέρος του οπλισμού της. Αντίστοιχα, η κυβερνητική πλευρά θα θεωρήσει τον μη αφοπλισμό ως απόδειξη προετοιμασίας ενός νέου γύρου και θα επιτείνει τις διώξεις. Είναι προφανές, λοιπόν, γιατί αποτυγχάνουν οι συμφωνίες αυτές, και μάλιστα εντελώς ανεξάρτητα από το αν οι δύο πλευρές έχουν καθαρές προθέσεις. Τρία συμπεράσματα αξίζει να υπογραμμιστούν. Πρώτον, η διεθνής εμπειρία δείχνει πως η Συμφωνία της Βάρκιζας δεν είχε ποτέ μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας. Δεύτερον, η αποτυχία της δεν οφείλεται απαραίτητα στις ύπουλες προθέσεις της μιας ή της άλλης πλευράς (χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν υπήρχαν τέτοιες!), αλλά σε ένα εγγενές πρόβλημα όλων των εμφυλίων: την αδυναμία εξασφάλισης αξιόπιστων εγγυήσεων. Είναι απαραίτητη, τέλος, η απόδραση από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό του επαρχιωτισμού που διακρίνει την ιστοριογραφία του ελληνικού εμφυλίου και των αγκυλώσεων που ταλανίζουν τη μελέτη του.
* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 17-4-2011

Οι επιπτώσεις της αναδιάρθρωσης

Οι κίνδυνοι, τα βραχυπρόθεσμα οφέλη, οι μακροπρόθεσμες ζημίες και τα ανταλλάγματα που αναμένεται να ζητήσουν οι πιστωτές μας
Του Παναγη Γαλιατσατου
Η συζήτηση για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους έχει αποκτήσει μία ανεξέλεγκτη δυναμική. Πολλοί τη θεωρούν αναπόφευκτη, άλλοι ως τη μόνη διέξοδο από το σπιράλ του χρέους. Κυβερνητικοί βουλευτές ζητούν δημοσίως να την κάνουμε τώρα, και όχι αργότερα. Στη χώρα έχει διαμορφωθεί ένα κλίμα που επιτρέπει στο Reuters να υποστηρίζει ότι «και οι Ελληνες πολίτες ζητούν αναδιάρθρωση» (τηλεγράφημα της 12ης Απριλίου).
Ολος αυτός ο ορυμαγδός βασίζεται στη διάχυτη βεβαιότητα ότι τα «νούμερα δεν βγαίνουν»: Το επιχείρημα είναι ότι η Ελλάδα δεν θα μπορεί να εξυπηρετήσει ένα χρέος της τάξης του 150% του ΑΕΠ και ότι σε κάθε περίπτωση, με αυτά τα spreads δεν θα μπορεί να βγει στις αγορές το 2012.
Για να αντεπεξέλθει η ελληνική οικονομία θα πρέπει να περιοριστούν τα δημοσιονομικά βάρη· αυτό κάνει η αναδιάρθρωση. Αρκεί να καταστεί δυνατή μια συμφωνία με τους πιστωτές ώστε να επιμηκυνθεί ο χρόνος αποπληρωμής του χρέους και έτσι να μειωθούν σε ετήσια βάση οι δαπάνες για τόκους και χρεολύσια, δημιουργώντας δημοσιονομικές ανάσες, ή μια συμφωνία για ένα haircut στην ονομαστική αξία των ομολόγων, που θα συρρικνώσει το σύνολο του χρέους και αναλογικά τις δαπάνες για την εξυπηρέτησή του.
Το ότι η αναδιάρθρωση έχει χαρακτήρα αμφιλεγόμενο -σαν τo χρυσό μήλo της Εριδος που κατέστρεψε τον Πάρι- προκύπτει και μόνο από το γεγονός ότι από τη στιγμή που οι «αγορές» αντιλήφθηκαν ότι αυτή η συζήτηση γίνεται δημόσια (στην Ε. Ε. αλλά κυρίως και στη χώρα μας) έστειλαν τα CDS σε ύψη ρεκόρ και τα spreads στις 1.000 μονάδες. Η αιτία είναι απλή: Η όποια μορφή «φιλικής αναδιάρθρωσης» αποτελεί ένα περίπλοκο και απρόβλεπτο εγχείρημα που ενέχει σημαντικούς κινδύνους και μπορεί να αποκτήσει αρνητική δυναμική.
Ετσι, η επιμήκυνση της χρονικής διάρκειας των ομολόγων μπορεί να φαντάζει ανώδυνη, δεν είναι όμως. Η πρώτη δυσκολία είναι αυτή καθ' αύτη η συνεννόηση με τους πιστωτές: δεν είναι δυνατόν να γίνει με όλους, θα γίνει με τους σημαντικότερους. Και αφού τα ελληνικά ομόλογα δεν εκδίδονται ακόμα με Collective ActioClauses (ρήτρες που υποχρεώνουν σε συλλογική δράση) η επιμήκυνση θα παραμείνει σε εθελοντική βάση, κάτι που αυτόματα περιορίζει το προσδοκώμενο όφελος. Για να συναινέσουν, οι πιστωτές αναμένεται να ζητήσουν ανταλλάγματα, δηλαδή ένα υψηλότερο επιτόκιο. Το πού θα κλείσει αυτό σε μια διαπραγμάτευση που δεν θα αγνοεί και τα τρέχοντα πιστοληπτικά δεδομένα είναι άγνωστο. Αντιλαμβάνεται κανείς όμως ότι υπό αυτές τις συνθήκες, ακόμα και αν η διάρκεια του χρέους διπλασιαστεί, η ετήσια εξοικονόμηση σε τοκοχρεολύσια μπορεί να είναι αναλογικά πολύ μικρότερη.
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος πάντως -τον οποίο δείχνουν να αγνοούν οι υπέρμαχοι της αναδιάρθρωσης στη συζήτηση που γίνεται- είναι ότι και η επιμήκυνση της διάρκειας είναι ένα credit event που πυροδοτεί τα CDS. Αυτό προβλέπουν οι κανονισμοί της ΙSDA (International SovereigDefault Swaps Association), η οποία θα πρέπει να αποφασίσει αν η χώρα είναι σε καθεστώς χρεοκοπίας και αν τα CDS θα πρέπει να πληρωθούν. Αυτό συνεπάγεται χρυσές δουλειές για τα δικηγορικά γραφεία στο Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη. Για τη χώρα μας όμως, η οποία και μετά την αναδιάρθρωση δεν θα πάψει να χρειάζεται δάνεια για να εξυπηρετήσει τις υποχρεώσεις της, δεν είναι καλό. Δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς ότι τα ομόλογα μιας χώρας για τα οποία καταβλήθηκαν ασφάλιστρα κινδύνου θα είναι ελκυστικά για τους επενδυτές.
Οσοι ονειρεύονται απόδραση από τα δεσμά του Μνημονίου μέσω της αναδιάρθρωσης μπορούν να το ξεχάσουν. Η «φιλική αναδιάρθρωση» εμπεριέχει σε κάθε περίπτωση και μια νέα συμφωνία με τους πιστωτές σε ένα πρόγραμμα δημοσιονομικής εξυγίανσης που θα διασφαλίζει πρωτίστως ότι θα πάρουν τα λεφτά τους. Δεν είναι τυχαίο ότι δεν θέλουν να ακούν γι' αυτήν ούτε ο Γ. Παπανδρέου ούτε ο Α. Σαμαράς.
Η ΤτΕ άλλωστε έχει εξηγήσει αναλυτικά γιατί δεν αποτελεί πανάκεια και ο διοικητής της κ. Γ. Προβόπουλος έχει προειδοποιήσει ότι το κοινωνικό και οικονομικό της κόστος θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερο από το βραχυπρόθεσμο όφελος…
Επιπτώσεις σε τράπεζες, Ταμεία, ομολογιούχους
Το «haircut», η μείωση της αξίας των ομολόγων, δημιουργεί άλλης τάξεως ζητήματα. Θα έχει σημαντικές εσωτερικές παρενέργειες, αφού περίπου το 21% του χρέους μας βρίσκεται σε ελληνικά χέρια. Ενα «haircut» της τάξης του 35% θα δημιουργήσει μεγάλες τρύπες στους ισολογισμούς των τραπεζών, οι οποίες θα πρέπει να καλυφθούν σύμφωνα με τους κανόνες της Βασιλείας ΙΙ, ώστε να παραμείνουν σίγουρες οι καταθέσεις. Αν δεν είναι σε θέση να προχωρήσουν σε γενναίες αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου ή να βρουν ξένους επενδυτές, το κράτος μπορεί να βρεθεί πάλι στην ανάγκη να «σώσει» τράπεζες, κάτι που συνεπάγεται νέα ελλείμματα. Οι παρενέργειες όμως δεν σταματούν εδώ. Και τα ασφαλιστικά ταμεία που έχουν ομόλογα στα χαρτοφυλάκιά τους θα υποστούν ζημίες που πιθανόν να επηρεάσουν το ύψος των συντάξεων. Από την άλλη πλευρά, η διαπραγμάτευση με τους ομολογιούχους είτε θα πρέπει να γίνει μέσα σε ένα Σαββατοκύριακο (πράγμα δύσκολο ώς ανέφικτο) είτε θα πρέπει στη διάρκειά της να επιβληθούν περιορισμοί ώστε να μην υπάρξει κύμα φυγής κεφαλαίων και ρευστοποιήσεων αξιών.
Το «haircut» είναι με τη σειρά του ένα credit event που πυροδοτεί τα CDS και επιπλέον δημιουργεί δυσαρεστημένους ομολογιούχους, με αποτέλεσμα απρόβλεπτη διάρκεια παραμονής της χώρας εκτός αγορών. Και όλα αυτά, για ένα όφελος που πιθανόν να μην είναι αρκετό: Ακόμα και στην περίπτωση ενός «haircut» της τάξης του 50%, με δεδομένο ότι η Ελλάδα πληρώνει για τοκοχρεολύσια ετησίως 6% του ΑΕΠ, η ελάφρυνση δεν θα είναι μεγαλύτερη από 3% του ΑΕΠ.

KAΘΗΜΕΡΙΝΗ 17-4-2011

Ψευτό....cracy

Ψέματα, μεγάλα ψέματα και ντοκιμαντέρ
Του Πασχου Mανδραβελη
Για να πεις ένα μεγαλύτερο από τα μεγάλα ψέματα πολλές φορές δεν αρκεί η στατιστική. Η εικόνα με τη μουσική υπόκρουση μπορεί να το κάνει καλύτερα. Ετσι κι αλλιώς όσα λέγονται σε μια κινηματογραφική ή τηλεοπτική παραγωγή είναι πτερόεντα· αυτό που μετρά είναι το κατακάθι, τα συναισθήματα που δημιουργούνται. Αυτό το ήξεραν καλά όλοι οι προπαγανδιστές της ιστορίας, από τον Σεργκέι Αϊζενστάιν μέχρι τη Λένι Ρίφτενσταλ, δύο εμβληματικές προσωπικότητες του φιλμ που υπηρέτησαν με τη δουλειά τους δύο ολοκληρωτισμούς του 20ού αιώνα. Το ξέρουν οι διαφημιστές, το ξέρουν και οι δημοσιογράφοι. Εχει αναλυθεί επαρκώς από τους διανοούμενους, από τη σχολή της Φρανκφούρτης μέχρι τον Νιλ Πόστμαν κ.ά. «Ο πολιτισμός της εικόνας δημιουργεί μια απομίμηση της δημόσιας συζήτησης... Η δύναμη της εικόνας καταβροχθίζει τον λόγο», επιχειρηματολόγησε ο τελευταίος.
Η παραγωγή «Χρεοκρατία» (Deptocracy), που έχει γίνει μεγάλη επιτυχία στο Διαδίκτυο, είναι μία από εκείνες τις δουλειές που «καταβροχθίζουν τον λόγο». Και είναι εξόχως προπαγανδιστικό. Οι παραγωγοί του κ.κ. Αρης Χατζηστεφάνου και Κατερίνα Κιτίδη προφανώς ασπάζονται την άποψη ότι σκοπός των ντοκιμαντέρ είναι να αλλάξουν τον κόσμο όχι να τον ενημερώνουν.
Οι συμμετέχοντες
Γι’ αυτό δεν έχουν ούτε μία αντιτιθέμενη άποψη στη θέση που θέλουν να προωθήσουν. Κι αυτή η θέση είναι η ελληνική στάση πληρωμών προς τους δανειστές. Οπως αναφέρεται στην περιγραφή «στο Debtocracy μιλούν, μεταξύ άλλων, οι ακαδημαϊκοί Ντέιβιντ Χάρβεϊ, Σαμίρ Αμίν, Κώστας Λαπαβίτσας και Ζεράρ Ντιμενίλ, ο φιλόσοφος Αλέν Μπαντιού, ο επικεφαλής της επιτροπής λογιστικού ελέγχου του Ισημερινού Ούγκο Αρίας, ο πρόεδρος του CADTM Ερίκ Τουσέν, ο Αργεντίνος σκηνοθέτης Φερνάντο Σολάνας, δημοσιογράφοι όπως o Αβι Λιούις (συγγραφέας/σκηνοθέτης του ντοκιμαντέρ The Take – Η κατάληψη) και ο Ζαν Κατρμέρ (Liberation). Ακόμη προσωπικότητες όπως ο Μανώλης Γλέζος και η αντιπρόεδρος του γερμανικού κόμματος Die Linke Ζάρα Βάγκενκνεχτ». Δεν είναι μόνο αυτοί. Για να ενισχυθούν τα επιχειρήματα κατά ΔΝΤ φιλοξενούνται δηλώσεις και από εξέχουσες μορφές της παλαβής δεξιάς των ΗΠΑ, όπως είναι ο Ρεπουμπλικανός βουλευτής του Τέξας Ρον Πολ, που θεωρείται ο εμπνευστής του «Tea Party». Είναι αυτός που πρώτος σήκωσε παντιέρα κατά της διάσωσης της Ελλάδας με ραδιοφωνικό κήρυγμα «Πρέπει οι Αμερικανοί φορολογούμενοι να πληρώσουν την Ελλάδα;» Ποιος είπε ότι τα άκρα είναι απέναντι;
Το έργο ξεκινά με ένα προπαγανδιστικό τρικ που είναι η εικονογράφηση του συνθήματος που διακινεί η παλαβή αριστερά περί «χούντας του ΔΝΤ» στην Ελλάδα. Ακούγονται οι δηλώσεις Γεωργίου Παπαδόπουλου περί γύψου και αμέσως οι δηλώσεις του Ντομινίκ Στρος-Καν περί γιατρού που δίνει το φάρμακο για τη σωτηρία της χώρας. «Η ιστορία», λέει ο αφηγητής, «έχει αυτή την αναθεματισμένη συνήθεια να επαναλαμβάνεται. Σαν φάρσα. Κι από έναν δικτάτορα γιατρό, περάσαμε στον αρχίατρο του ΔΝΤ». Αυτό επικρίθηκε ως φτηνό λαϊκιστικό κόλπο, ανάμειξης μιας δικτατορίας με την οικονομική βοήθεια υπό όρους που παρέχει το ΔΝΤ. Αλλά δεν είναι καν το χειρότερο. Τους δικτάτορες θα τους συναντήσουμε κι αργότερα στο έργο με ένα σημαντικό λάθος που προβάλλεται.
Το έργο θέλει να πείσει ότι η Ελλάδα όχι μόνο δεν έχει ηθική υποχρέωση να αποπληρώσει τα χρέη της, αλλά ούτε καν νομική. Γι’ αυτό ξεθάβεται η θεωρία του «απεχθούς χρέους».
Λέει ο αφηγητής της «Χρεοκρατίας»: «Η ιστορία μας ξεκινά τη δεκαετία του 1920 με τον Αλεξάντερ Σακ, υπουργό στην τσαρική Ρωσία και ειδικό σε θέματα δικαίου. Ο Σακ βρέθηκε μετά την Επανάσταση του ’17 να διδάσκει σε πανεπιστήμιο της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών. Και το 1927 παρουσίασε μια λαμπρή ιδέα, την έννοια του απεχθούς χρέους.
»Για να ορίσουμε ένα χρέος ως απεχθές, είπε, πρέπει να υπάρχουν τρεις προϋποθέσεις. Πρώτον, το καθεστώς της χώρας να προχώρησε στη σύναψη του δανείου χωρίς τη γνώση και τη συγκατάθεση των πολιτών. Δεύτερο, τα δάνεια να σπαταλήθηκαν σε δραστηριότητες που δεν ωφέλησαν τους πολίτες της χώρας και τρίτον, ο πιστωτής να ήταν ενήμερος γι’ αυτή την κατάσταση και να σφύριζε αδιάφορα».
Μόνο που ο Αλεξάντερ Σακ δεν είπε ακριβώς αυτό. Σύμφωνα με τη Wikipedia ο Ρώσος εμιγκρές έγραψε: «Οταν μια δεσποτική κυβέρνηση συνάπτει δάνεια όχι για τις ανάγκες και τα συμφέροντα του κράτους, αλλά για να ενισχύσει τον εαυτό της, να καταστείλει λαϊκές εξεγέρσεις, αυτό το χρέος είναι απεχθές για τον λαό ολόκληρου του κράτους. Αυτό το χρέος δεν δεσμεύει το έθνος· είναι χρέος του καθεστώτος, προσωπικό χρέος που συμφώνησε ο ηγεμόνας κι τελικά καταπίπτει με το τέλος του καθεστώτος... Οι δανειστές, που διέπραξαν μια εχθρική ενέργεια ενάντια στον λαό, δεν μπορούν να περιμένουν από ένα έθνος που μόλις απελευθερώθηκε από μια δεσποτεία να αναλάβει αυτά τα απεχθή χρέη».
Λαθροχειρία
Στην περίπτωσή μας οι δανειστές δεν δάνεισαν κάποια δεσποτεία. Σε εκλεγμένες κυβερνήσεις έδιναν τα λεφτά. Δεύτερον, δεν «διέπραξαν μια εχθρική ενέργεια ενάντια στον λαό»· με τα λεφτά τους ο λαός προσελήφθη στο Δημόσιο, και όσοι δεν προσελήφθησαν πληρώνονταν έμμεσα απ’ αυτό.
Εδώ υπάρχει το συνηθισμένο λάθος με τη δημοκρατία και την αντίσταση στη δικτατορία. Κατά μια έννοια ο Αλεξάντερ Σακ επεκτείνει το δικαίωμα στην εξέγερση που διατύπωσε ο Τζον Λοκ. Στη «Δεύτερη Πραγματεία περί Κυβερνήσεως» ο μεγάλος Βρετανός φιλόσοφος έγραψε ότι διακυβέρνηση χωρίς τη συναίνεση των κυβερνωμένων δεν είναι μόνο τυραννία. Αποτελεί απειλή στην ασφάλεια των ατόμων, αυτήν την ασφάλεια που το κράτος πρέπει να παρέχει κι έχει δεσμευτεί διά του κοινωνικού συμβολαίου. Ετσι θεμελιώνεται το δικαίωμα στην επανάσταση. Ο λαός οφείλει να εξεγερθεί αμυνόμενος στην απειλή που αποτελεί μια απολυταρχική κυβέρνηση. Για τον ίδιο λόγο ο λαός δεν πρέπει να πληρώσει τα δάνεια μιας απολυταρχικής κυβέρνησης, λεφτά που χρησιμοποιήθηκαν για τη δουλεία του. Τόσο απλό και τόσο δημοκρατικό.
Η «Χρεοκρατία»
Το ντοκιμαντέρ «Χρεοκρατία» είναι καλοφτιαγμένο, παρά το γεγονός ότι (χάρη στις νέες τεχνολογίες) ήταν πολύ φθηνή παραγωγή. Οπως γράφει ο δικτυακός του τόπος (www.debtocracy.gr) κόστισε μόλις 7.790 ευρώ. Πιθανότατα, δε, είναι η πρώτη κινηματογραφική δουλειά-ρεφενέ στην Ελλάδα. Τα λίγα έξοδα καλύφθηκαν από εισφορές μελλοντικών θεατών μέσω διάφορων τραπεζικών εργαλείων, πιστωτικές κάρτες, Paypal κ.ά. Μέχρι στιγμής το έχουν δει πάνω από 500.000 άτομα.
Κάν’ το όπως ο Ισημερινός;
Ενα μεγάλο μέρος της «Χρεοκρατίας» αφιερώνεται στη στάση πληρωμών που έκανε το 2008 ο πρόεδρος του Ισημερινού κ. Ραφαέλ Κορέα. Με συγκινητική μουσική υπόκρουση και φιλμάκια χαμογελαστών κατοίκων του Ισημερινού (σε αντίθεση με τα εμβόλιμα θλιμμένα πρόσωπα των Ελλήνων) το «ντοκιμαντέρ» κηρύσσει ότι η Ελλάδα πρέπει να ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο. Μόνο που στο έργο δεν αναφέρονται όλα. Πρώτον ο Κορέα χαρακτήρισε το χρέος παράνομο, επειδή συσσωρεύτηκε από τη χούντα του Ισημερινού και υποσχέθηκε να προσφύγει σε διεθνή δικαστήρια. Το χρέος μπορεί να χαρακτηριστεί απεχθές. Δεύτερον: σύμφωνα με μια τεκμηριωμένη (εξ ευωνύμων, μάλιστα) κριτική που γίνεται στο Debtocracy «ο πληθωρισμός έχει εκτινάξει στο διπλάσιο τις τιμές των τροφίμων μέσα σε μια διετία... [Επίσης] Ο Κορέα, ξεκινά ένα φιλόδοξο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων τεράστιων εκτάσεων γης, όπου σε συνεργασία με καναδέζικες πολυεθνικές, θα κατασκευαστούν ορυχεία άνθρακα. Αυτές τις καναδέζικες εταιρείες, μάλιστα, που θεωρούνται υπαίτιες στον Ισημερινό για συγκρότηση παραστρατιωτικών ομάδων και δολοφονίες ακτιβιστών το 2006 κ.ά.» (πρβλ. gatouleas. wordpress.com)
Αν και η σύγκριση με τον Ισημερινό δεν είναι και ιδιαίτερα κολακευτική υπάρχει μια σημαντική διαφορά που αποκρύπτεται. Ο Ισημερινός είναι πετρελαιοπαραγωγός χώρα και το έλλειμμα στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών είναι μηδενικό. Οι εισαγωγές της είναι περίπου όσες και οι εξαγωγές της. Το 2009 εισήγαγε προϊόντα 14,27 δισεκατομμυρίων δολαρίων και εξήγαγε προϊόντα 14,35 δισ. δολαρίων (κυρίως πετρέλαιο). Η Ελλάδα τον ίδιο χρόνο εισήγαγε προϊόντα και υπηρεσίες 45 δισ. δολαρίων περισσότερα από τις εξαγωγές της. Αυτά τα 45 δισ. καλύφθηκαν από τον εξωτερικό δανεισμό. Ούτε στα τρόφιμα δεν είναι αυτάρκης η χώρα μας: το 2009 παρουσιάστηκε έλλειμμα στο ισοζύγιο τροφίμων 2,2 δισεκατομμυρίων ευρώ, τα οποία επίσης καλύφθηκαν από δανεισμό. Μια στάση πληρωμών σημαίνει ότι για ένα διάστημα, όσο δεν δανείζεσαι, σχετική αυτάρκεια. Η Ελλάδα, όμως, εισάγει πάνω από 1.000.000 τόνους μαλακό σιτάρι ετησίως. Κυρίως από τη Γερμανία. Και 500.000 τόνους καλαμπόκι. Κυρίως από την Γαλλία!
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 17-4-2011

Πρόταση-σοκ από Σημίτη

Ο πρώην πρωθυπουργός υποστηρίζει ότι η Ελλάδα πρέπει να προχωρήσει σε αναδιάρθρωση το ταχύτερο
«Η αναδιάρθρωση του χρέους θα απελευθερώσει δυνάμεις»  λέει ο κ. Κ. Σημίτης στη συνέντευξη που παραχώρησε στο «Βήμα της Κυριακής». Ο πρώην πρωθυπουργός  υποστηρίζει ότι η Ελλάδα οφείλει να προχωρήσει σε αναδιάρθρωση του δημοσίου χρέους το ταχύτερο δυνατόν,  σε συνεννόηση ασφαλώς με τους ευρωπαίους εταίρους  της, και τονίζει ότι «μια καλά προετοιμασμένη αναδιάρθρωση»  μπορεί να αποδειχθεί καταλυτική ώστε «τα  επόμενα 15-20 χρόνια να είναι μια περίοδος στην οποία  θα ξαναχτίσουμε με αισιοδοξία μια σταθερή οικονομία  και θα επανενταχθούμε στην ευρωπαϊκή εξέλιξη». Παραλλήλως, καταρρίπτει καλλιεργούμενες φήμες περί τραπεζικών κλυδωνισμών και επισημαίνει με έμφαση ότι   «από την αναδιάρθρωση δεν κινδυνεύουν οι καταθέσεις» . Εκτιμά ότι ακόμη και αν η Ελλάδα υποστεί μια  20ετή δοκιμασία σκληρής λιτότητας για να αποφύγει την  αναδιάρθρωση, τίποτε δεν εγγυάται ότι θα επιτύχει την  αποπληρωμή του δημοσίου χρέους, αφού, όπως υπογραμμίζει,  «είναι επιπόλαιο να ελπίζουμε ότι τα επόμενα 20 χρόνια δεν θα προκύψουν οικονομικές αναταραχές, νομισματικές κρίσεις, ανατιμήσεις του  πετρελαίου» που θα έχουν ως αποτέλεσμα «να αναπαράγονται οι κρίσεις».

Ο πρώην πρωθυπουργός στοιχειοθετεί το ισχυρότερο επιχείρημα υπέρ της αναδιάρθρωσης έναντι των ευρωπαϊκών κέντρων που αντιδρούν στην  προοπτική αυτή όταν καταδεικνύει ότι η συσσώρευση  και η συνακόλουθη αδυναμία εξυπηρέτησης του χρέους  των περιφερειακών χωρών της Ενωσης δεν οφείλονται   μόνο στις λανθασμένες πολιτικές τους αλλά και «στις  ανισορροπίες που προκαλεί το χάσμα ανάπτυξης μεταξύ Βορρά και Νότου». Εκτιμά ότι για να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες του χάσματος αυτού και να επιταχυνθεί η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση απαιτούνται «κοινοτική  αλληλεγγύη και διευκόλυνση των οφειλετριών χωρών».  Ταυτόχρονα ο κ. Σημίτης απαντά στις κατηγορίες που  διατύπωσε ο συγγραφέας και δημοσιογράφος κ. Μαρκ  Ρος στο «Βήμα της Κυριακής», σχετικά με το αν το swap  της Goldman Sachs βοήθησε την Ελλάδα να αποκρύψει  μέρος του χρέους της και έτσι να ενταχθεί στην ΟΝΕ. «Ο  Ρος παραποιεί χονδροειδώς τα γεγονότα» λέει ο πρώην πρωθυπουργός, εξηγεί με λεπτομέρειες την τότε συμφωνία και υπενθυμίζει ότι το 2001, έτος που έγινε το  swap, η Ελλάδα ήταν ήδη μέλος της ΟΝΕ.

-
Το θέμα της αναδιάρθρωσης του χρέους βρίσκεται αυτή τη στιγμή στο επίκεντρο της συζήτησης. Ποια είναι η γνώμη σας;

« Η αναδιάρθρωση θεωρείται αναγκαία, ιδίως από οικονομολόγους και ερευνητικά κέντρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Το κύριο επιχείρημά τους είναι ότι η αποπληρωμή του ελληνικού χρέους προϋποθέτει επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας οι οποίες είναι αμφίβολο αν θα επιτευχθούν. Εξαρτάται, για παράδειγμα, από την πραγματοποίηση πλεονασμάτων από το Δημόσιο σε ύψος και σε διάρκεια που δεν έχουν επιτευχθεί έως τώρα σε άλλες χώρες της Ενωσης. Πιστεύουν λοιπόν ότι ή θα πρέπει να περικοπεί το χρέος ή να επιμηκυνθεί κατά πολύ ο χρόνος εξόφλησής του και να μειωθεί δραστικά το επιτόκιο. Αναδιάρθρωση μπορεί να επιβληθεί στη χώρα το 2013 από το Εurogroup. Αν ζητήσουμε τη βοήθεια του νέου μηχανισμού στήριξης και το χρέος μας κριθεί μη βιώσιμο, η αναδιάρθρωση θα αποτελέσει τότε όρο της χρηματοδότησής μας. Η αναδιάρθρωση μπορεί να έχει πολύ αρνητικές συνέπειες και δεν είναι σκόπιμη όταν η χώρα είναι απροετοίμαστη και σε αδυναμία να ελέγξει τις επιπτώσεις. Μια καλά προετοιμασμένη αναδιάρθρωση θα βελτιώσει ουσιαστικά τη θέση μας». - Γιατί να μη συνεχίσουμε όπως σήμερα, με δυσκολίες αλλά χωρίς το στίγμα μιας αναδιάρθρωσης; «Ηδη τώρα δεν ξέρουμε πώς θα βγάλουμε πέρα το 2012 και το 2013, μια που είναι πολύ πιθανό να μην εξασφαλίσουμε δανεισμό με ένα ανεκτό επιτόκιο. Το ζητούμενο δεν είναι να τα καταφέρουμε “κουτσά στραβά” με βάση τις ισχύουσες ρυθμίσεις. Η εμπειρία δείχνει ότι μια λύση που κινείται στα απώτατα όρια των δυνατοτήτων της οικονομίας δεν αποτελεί ενδεδειγμένη αντιμετώπιση ενός προβλήματος. Είναι επιπόλαιο να ελπίζουμε ότι τα επόμενα 20 χρόνια, που κατά τα διάφορα σενάρια είναι ο αναγκαίος χρόνος για την πλήρη ομαλοποίηση της κατάστασης, δεν θα προκύψουν οικονομικές αναταραχές, νομισματικές κρίσεις, ανατιμήσεις του πετρελαίου. Θα απορρυθμίσουν τον μηχανισμό τακτοποίησης του χρέους που με τόση επιμέλεια και κόπο δημιουργήσαμε. Θα αναπαράγονται οι κρίσεις. Χρειάζεται μια λύση που θα έχει σταθερότητα και δεν θα ακυρωθεί από τις μεταγενέστερες διεθνείς εξελίξεις. Η αναδιάρθρωση ξεκαθαρίζοντας το τοπίο μπορεί να απελευθερώσει δυνάμεις. Τα επόμενα 15-20 χρόνια πρέπει να είναι περίοδος στην οποία θα ξαναχτίσουμε με αισιοδοξία μια σταθερή οικονομία και θα επανενταχθούμε στην ευρωπαϊκή εξέλιξη, και όχι ένα διάστημα μιζέριας, όπου θα ζούμε στο έλεος των κλυδωνισμών της παγκόσμιας οικονομίας».

- Ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κ. Τρισέ, ο αρμόδιος για το ελληνικό πρόβλημα επίτροπος κ.Ρεν και πολλοί άλλοι έχουν εκφραστεί κατά της αναδιάρθρωσης. Δεν ενδιαφέρονται αυτοί να ξεπεράσει η Ελλάδα τις δυσκολίες;

« Βεβαίως ενδιαφέρονται αλλά έχουν τις δικές τους προτεραιότητες. Πρώτο και κύριο μέλημά τους είναι η σταθερότητα του ευρώ. Δεν θέλουν να υπάρξει ένα προηγούμενο, το οποίο ίσως αποτελέσει παράδειγμα σε άλλες χώρες να ζητήσουν και αυτές αναδιάρθρωση. Ετσι θα επηρεάσει αρνητικά τη θέση του ευρωπαϊκού νομίσματος στις παγκόσμιες αγορές, θα προκαλέσει προβλήματα στις τράπεζες διαφόρων χωρών και θα οδηγήσει σε αναταράξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Στόχος τους είναι να ελέγξουν απόλυτα τις εξελίξεις και να προχωρούν σε αλλαγές πολιτικής μόνο όταν οι ίδιοι το κρίνουν σκόπιμο, όπως έγινε με την επιμήκυνση της εξόφλησης του δανείου προς την Ελλάδα και με τη μείωση του επιτοκίου του. Στην περίπτωση της αναδιάρθρωσης θα πρέπει να υπάρξει συνεννόηση και συμφωνία μαζί τους, ώστε να πειστούν ότι δεν θα υπάρξει επίπτωση στην ευρωζώνη. Οι τράπεζες που έχουν δανείσει την Ελλάδα επίσης δεν θα είναι σύμφωνες με την περικοπή των απαιτήσεών τους. Δεν θέλουν να χάσουν χρήματα. Αλλά δεν είναι κατανοητό γιατί οι έλληνες πολίτες, και ιδίως οι εργαζόμενοι, θα πρέπει οπωσδήποτε να ζήσουν για εί κοσι χρόνια περίπου σε κατάσταση στενότητας και συνεχών δυσκολιών λόγω των υψηλών επιτοκίων που συμφωνήθηκαν σε μια κατάσταση κρίσης. Οι περιφερειακές χώρες της Ενωσης πληρώνουν όχι μόνο τις απροσεξίες και τις λανθασμένες πολιτικές τους αλλά και τις ανισορροπίες που προκαλεί το χάσμα ανάπτυξης μεταξύ Βορρά και Νότου. Η αντιμετώπιση των συνεπειών αυτού του χάσματος απαιτεί κοινοτική αλληλεγγύη και διευκόλυνση των οφειλετριών χωρών». - Οι οικονομολόγοι που συνιστούν την αναδιάρθρωση είναι της άποψης ότι θα πρέπει να γίνει το ταχύτερο. Γιατί;

« Αναδιαρθρώσεις είναι σκόπιμο να μην καθυστερούν. Η Ελλάδα με το δάνειο των 110 δισ. ευρώ εξοφλεί παλαιούς ιδιώτες ομολογιούχους δημιουργώντας νέες υποχρεώσεις προς την Ευρωπαϊκή Ενωση, την ΕΚΤ και το ΔΝΤ, τις οποίες θα εξοφλήσει στο μέλλον. Με την πάροδο του χρόνου το χρέος προς τους ιδιώτες ομολογιούχους (κυρίως τις τράπεζες του εξωτερικού) μετατρέπεται έτσι σε νέο χρέος προς τους διεθνείς οργανισμούς που μας στηρίζουν. Οι νέες αυτές υποχρεώσεις δεν μπορούν να περικοπούν γιατί προέκυψαν από αιτήματα της Ελλάδας για βοήθεια και συμφωνήθηκαν στο πλαίσιο των διεθνών σχέσεών της. Οσο λοιπόν καθυστερεί η αναδιάρθρωση τόσο αυξάνεται το χρέος που δεν μπορεί να αναδιαρθρωθεί. Περιορίζεται έτσι το αποτέλεσμα το οποίο επιδιώκεται, το χρέος παραμένει υψηλό. Η καθυστέρηση έχει επίσης αρνητική επίδραση στο κλίμα των αγορών. Ολο και περισσότεροι αναλυτές αμφιβάλλουν για τη δυνατότητα της Ελλάδας να εξοφλήσει το σύνολο του χρέους της. Είναι επόμενο λοιπόν το επιτόκιο του δανεισμού της χώρας να παραμένει απαγορευτικό. Υπό τις συνθήκες αυτές η αναδιάρθρωση πρέπει να επαναφέρει σαφήνεια για το μέλλον. Πρέπει να είναι πειστική και να αποτελεί βιώσιμη λύση. Μια ατελής αναδιάρθρωση θα προκαλέσει την ένταση των αμφιβολιών για τη δυνατότητα θετικής έκβασης της κρίσης, με αποτέλεσμα τη φυγή των καταθέσεων προς το εξωτερικό και τον αισθητό περιορισμό των ισχνών δυνατοτήτων ανάκαμψης». - Η αναδιάρθρωση σημαίνει απαλλαγή της Ελλάδας από το μνημόνιο ή νέους περιοριστικούς όρους;

« Η αναδιάρθρωση δεν είναι πανάκεια. Δεν παύει η αναγκαιότητα προσαρμογής προς τους κανόνες των συνθηκών για το δημόσιο χρέος και το έλλειμμα ούτε απαλλάσσεται η Ελλάδα από το μνημόνιο και τις άλλες υποχρεώσεις που ανέλαβε. Με την αναδιάρθρωση μειώνεται είτε το ύψος του χρέους είτε και ο τρόπος αποπληρωμής του. Ο χρόνος της προσπάθειας θα είναι έτσι πιο περιορισμένος και η προσπάθεια ίσως όχι τόσο έντονη. Ομως, παρ΄ όλα αυτά, θα πρέπει να είναι σημαντική και επίμονη. Αν δεν τηρήσουμε τα όσα συμφωνήσαμε, θα υπάρξουν περιοριστικοί όροι είτε με είτε χωρίς αναδιάρθρωση».

- Πιστεύετεότι η αναδιάρθρωση πρέπει να συνοδευθεί από ένα νέο σχέδιο ανάταξης της οικονομίας; «Το σχέδιο επιστροφής στην ομαλότητα καθορίζεται σήμερα από το μνημόνιο. Αυτό όμως δεν αρκεί. Το μνημόνιο επικεντρώνεται στους περιορισμούς δαπανών, στην απελευθέρωση αγορών, στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας με μείωση των αμοιβών των εργαζομένων. Το σχέδιο ανάταξης της χώρας θα πρέπει να στοχεύει στη δημιουργία δυναμικής προόδου, να βελτιώσει τις μακροοικονομικές προοπτικές και να σηματοδοτήσει την πορεία προς ένα δικαιότερο κοινωνικά κράτος, μια πιο αποτελεσματική δημόσια διοίκηση και μια κοινωνία απαλλαγμένη από πελατειακές νοοτροπίες και λαϊκισμό. Στην πορεία αυτή πρέπει να επανεξετάσουμε, πέρα από τα θέματα του μνημονίου, τις πολιτικές για την Παιδεία, την αναμόρφωση της διοίκησης, τη λειτουργία των θεσμών. Και βέβαια χρειάζεται συναίνεση, αλλά χρειάζεται επίσης αποφασιστικότητα για το καινούργιο αντί για μια καθηλωτική συνεχή διαπραγμάτευση».


«Οι καταθέτες δεν θα χάσουν τα λεφτά τους»
- Ποιους στόχους έχει η προετοιμασία της αναδιάρθρωσης;

« Θα αναφέρω ενδεικτικά τα σπουδαιότερα θέματα. Το πιο άμεσο είναι η διερεύνηση των διαφόρων δυνατοτήτων αναδιάρθρωσης και η επιλογή της σκοπιμότερης. Θα επιδιωχθεί η περικοπή του χρέους και κατά τι ποσοστό; Είναι προτιμότερη η επιμήκυνση της εξόφλησης και για πόσο διάστημα; Η μείωση του επιτοκίου και σε τι βαθμό; Θα πρέπει να αποτιμηθούν οι πιθανές επιπτώσεις στις ελληνικές τράπεζες και στα ασφαλιστικά ταμεία που έχουν επενδύσει τα κεφάλαιά τους σε ομόλογα του Δημοσίου, καθώς και ο τρόπος αντιμετώπισης των επιπτώσεων αυτών. Για παράδειγμα, τα ομόλογα των ασφαλιστικών ταμείων θα πρέπει να προστατευθούν, για να μην υπάρξουν επιπτώσεις στις συντάξεις. Χρειάζονται βεβαίως συνεννοήσεις με τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ενωσης, την ΕΚΤ και το ΔΝΤ, για να συνεργαστούν και να βοηθήσουν την προσπάθεια, όπως και με τους ξένους δανειστές. Η αναδιάρθρωση δεν έχει επιπτώσεις στις καταθέσεις και οι καταθέτες δεν χάνουν τα λεφτά τους. Ομως πρέπει να αποφευχθεί ο πανικός στο εσωτερικό της χώρας. Αυτό προϋποθέτει σχεδιασμό ενημέρωσης και ενεργειών και ευρύτερη συμφωνία. Η αναδιάρθρωση δεν προαναγγέλλεται. Και η σημερινή συζήτηση δεν μπορεί να καταλήξει σε μια κυβερνητική απόφαση που θα ανακοινωθεί δημόσια. Αποτελεί μια προτροπή προς την κυβέρνηση για να αναλάβει πρωτοβουλία, αν δεν το έχει ήδη κάνει. Αλλωστε πριν από την απόφαση χρειάζονται επίμονες και συνεχείς απόρρητες συνομιλίες, που δεν επιτρέπεται να γίνουν με το συνηθισμένο στην Ελλάδα κλίμα “διαρροών” προς φιλικούς δημοσιογράφους για τις προθέσεις της κυβέρνησης. Χρειάζεται μια ομάδα με ειδικές γνώσεις, ικανή για διαπραγματεύσεις με τις κυβερνήσεις των ενδιαφερομένων χωρών και την Ευρωπαϊκή Ενωση, καθώς και η συμβολή της Τράπεζας της Ελλάδος, που γνωρίζει όλα τα στοιχεία των ελληνικών τραπεζών».

«Η κοινή γνώμη δέχεται εύκολα την εικονική πραγματικότητα των σκανδάλων»
- Πώς εξηγείτε τη διαδεδομένη φημολογίαότι συμμετείχαμε στην ΟΝΕ χωρίς να το δικαιούμαστε;

« Αιτία της συνεχούς αυτής αμφισβήτησης είναι η απογραφή της ΝΔ. Οταν μια ελληνική κυβέρνηση καταγγέλλει επίσημα στην Ευρωπαϊκή Ενωση ως ψευδή τα στατιστικά στοιχεία της προηγούμενης κυβέρνησης, γιατί οι άλλες χώρες της Ενωσης να θέλουν να επιμείνουν στην ορθότητά τους; Οταν αργότερα διαπιστώνεται από την Ενωση ότι η κυβέρνηση της ΝΔ, που προχώρησε δήθεν σε μια απογραφή, παραποίησε τα στατιστικά στοιχεία των ετών της διακυβέρνησής της, γιατί να μην υπάρχει γενικευμένη δυσπιστία για οτιδήποτε έκανε η Ελλάδα; Η Goldman Sachs αναμείχθηκε ενεργά στις χρηματοοικονομικές συναλλαγές που προκάλεσαν την κρίση στις ΗΠΑ. Οταν ξέσπασε η κρίση, αντιτάχθηκε ενεργά στους ελέγχους των τραπεζών και των πρακτικών του που επιδίωξε και επέβαλε η κυβέρνηση των ΗΠΑ. Υπό τις συνθήκες αυτές η δημόσια συζήτηση για τις θεμιτές και αθέμιτες δραστηριότητες της τράπεζας επικεντρώθηκε στις συναλλαγές της. Η συναλλαγή με μια χώρα για την οποία γίνεται ευρύτατα δεκτό ότι παραποίησε και συγκάλυψε στοιχεία προσφέρεται για κριτική, παραποιήσεις, υπερβολές και προσωπική προβολή αυτοκλήτων εισαγγελέων. Αιτία αποτελεί όμως και ο τρόπος με τον οποία η ελληνική κοινωνία δέχθηκε την απογραφή του 2004 και τις διάφορες ψευδείς καταγγελίες για παραποίηση στοιχείων κατά την ένταξη στην ΟΝΕ. Η ελληνική κοινή γνώμη, όπως διαμορφώθηκε με τη συνεχή πολιτική αντιπαλότητα, δέχεται εύκολα την εικονική πραγματικότητα των οποιοδήποτε καταγγελιών, των σκανδάλων και των πολιτικών συνθημάτων. Αυτή η καλλιεργούμενη πραγματικότητα πουλάει βιβλία, όπως του Ρος, φύλλα εφημερίδων, εξασφαλίζει θεαματικότητα στις τηλεοπτικές εκπομπές και αίρει τους οποιουσδήποτε φραγμούς στον λαϊκισμό και στην αυθαιρεσία. Γι΄ αυτό και βρίσκονται στο στόχαστρο οι προσπάθειες εξορθολογισμού της οικονομίας, περιορισμού του πελατειακού κράτους ή αποτελεσματικής λειτουργίας του δημόσιου τομέα. Γι΄ αυτό και οι δυσκολίες στην εφαρμογή του μνημονίου. Θα επαναλάβω λοιπόν ότι εκείνο που κυρίως χρειαζόμαστε είναι αποφασιστικότητα για το καινούργιο».

H GOLDMAN SACHS ΚΑΙ ΤΟ SWAP
«Ο Ρος παραποιεί χονδροειδώς τα γεγονότα»
- Ο Μαρκ Ρος στο βιβλίο του για την Goldman Sachs αναφέρει ότι η Ελλάδα μπόρεσε να μπει στη ζώνη του ευρώ το 2001 γιατί χάρη στην ευρηματικότητα της τράπεζας αυτής εκπλήρωσε τα κριτήρια της Συνθήκης του Μάαστριχτ αναφορικά με το χρέος. Τι απαντάτε;

« Η Ελλάδα είχε λάβει πολλά δάνεια σε γεν, κυρίως « Η Ελλάδα έγινε μέλος της ΟΝΕ το καλοκαίρι του 2000. Η απόφαση πάρθηκε σύμφωνα με τις συνθήκες με βάση τα οικονομικά στοιχεία των ετών 1998 και 1999. Το 2001 η Ελλάδα ήταν λοιπόν ήδη μέλος της ΟΝΕ. Για ποιον λόγο η ελληνική κυβέρνηση να κάνει το 2001 μια συμφωνία με την Goldman Sachs ώστε να επιτύχει την ένταξή της στην ΟΝΕ όταν ήταν ήδη από το 2000 μέλος της ΟΝΕ; Ο Ρος παραποιεί χονδροειδώς τα γεγονότα».

- Ωστόσο με την Goldman Sachs υπεγράφη τον Ιούνιο του 2001 ένα swap. Δεν έχει σχέση αυτό με όσα λέει ο Ρος;

κατά την περίοδο 1993-1994. Την περίοδο μετά την ένταξη στο ευρώ η αξία του γεν άρχισε να αυξάνεται ραγδαία έναντι του ευρώ. Η ανατίμησή του σήμαινε αύξηση του χρέους μας. Η Ελλάδα θα έπρεπε να πληρώσει πολύ περισσότερα ευρώ για να εξοφλήσει το χρέος της σε γεν. Αποφασίστηκε λοιπόν από την αρμόδια κρατική υπηρεσία, τον Οργανισμό Διαχείρισης του Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ), το 2001, να μετατραπεί το χρέος από γεν σε ευρώ μέσω του swap. Αλλωστε όλες οι χώρες του ευρώ επιδίωκαν τα χρέη τους να είναι σε ευρώ. Η Goldman Sachs ανέλαβε να πληρώσει το μελλοντικό χρέος σε γεν και η Ελλάδα να πληρώσει στην τράπεζα το ποσό αυτό σε ευρώ, σε ισοτιμία που καθορίστηκε την ημέρα της συμφωνίας. Ο κίνδυνος της ανατίμησης του γεν μεταφέρθηκε έτσι στην τράπεζα. Ταυτόχρονα συμφωνήθηκε η αποπληρωμή του νέου χρέους σε ευρώ από το 2014 ως το 2019, δηλαδή σε μακρύτερο χρονικό διάστημα από εκείνο που ίσχυε για το παλαιότερο χρέος σε γεν. Αυτό βοήθησε την εξυπηρέτηση του χρέους. Ο Ρος παρουσιάζει την εικόνα της συμφωνίας αυτής κατά μυθιστορηματικό και αναντίστοιχο προς την πραγματικότητα τρόπο. Και εδώ προσπαθεί να δημιουργήσει εντυπώσεις ισχυριζόμενος ανακριβώς μεταξύ άλλων ότι το ποσό της σύμβασης ξεπερνούσε εκείνο του ελληνικού χρέους. Το ελληνικό χρέος ήταν τότε περίπου στο 100% του ΑΕΠ, η σύμβαση αφορούσε περίπου 3 δισ. ευρώ, δηλαδή περίπου 2% του ΑΕΠ. Οπως προκύπτει από διάφορα έγγραφα της Ευρωπαϊκής Ενωσης και επανέλαβε ο επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας (Εurostat) σε συνέντευξή του σε ελληνική εφημερίδα, το swap του 2001 ήταν σύμφωνα με τους τότε κανόνες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Το χρηματοοικονομικό αυτό εργαλείο (swap) χρησιμοποιήθηκε άλλωστε από αρκετές χώρες της Ενωσης στο πλαίσιο της διαχείρισης του δημοσίου χρέους της».
BHMA 17/4/2011