Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2012

Μια ύπουλη παγίδα



Tου Σταθη Ν. Καλυβα*
Η διαπίστωση πως το πολιτικό προσωπικό της χώρας αποδείχθηκε ανεπαρκές αποτελεί κοινοτοπία. Ποιος θα διαφωνήσει πως οι πράξεις και παραλείψεις των κυβερνήσεων και αντιπολιτεύσεων της τελευταίας εικοσαετίας συνέβαλαν στην πτώχευση της χώρας ή πως ο χειρισμός της κρίσης υπήρξε και παραμένει κατώτερος των περιστάσεων; Εξίσου προφανές είναι πως από μόνη της, η επισήμανση αυτή είναι περιττή. Μπορεί όμως να φανεί χρήσιμη αν αντί να λειτουργήσει ως αδιέξοδη έκφραση μιας αέναα επαναλαμβανόμενης και τυφλής αγανάκτησης, γίνει αφετηρία κριτικής εξέτασης δύο ευρύτατα διαδεδομένων ισχυρισμών που τη συνοδεύουν υπόρρητα και αυτόματα: πως η εκλογική καταβαράθρωση του μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος υπήρξε άμεση και αναπόφευκτη συνέπεια της ανεπάρκειάς του. Και πως η συνολική αντικατάστασή του με κάτι εντελώς καινούργιο αποτελεί τη μοναδική ελπίδα για τη χώρα.
Η λογική θεμελίωση του σκεπτικού αυτού είναι πως η κρίση προέκυψε από την ανεπάρκεια των πολιτικών. Συνακόλουθα, λοιπόν, η εκλογική τους καταδίκη είναι αναπόφευκτη και η αντικατάστασή τους απαραίτητη. Μολονότι ευλογοφανές, το σκεπτικό αυτό πάσχει, για τρεις τουλάχιστον λόγους. Πρώτον, τα λάθη των πολιτικών δεν είναι καθόλου άσχετα με την έκταση και το βάθος της κρίσης. Δεν αρκούν όμως για να εξηγήσουν μια κρίση που ξέσπασε σε χώρες με μεγάλες ιστορικές και πολιτικές διαφορές μεταξύ τους, όπως η Ιρλανδία ή η Ισπανία.
Αν όμως δεχθούμε πως οι πολιτικοί υπήρξαν εξίσου ανεπαρκείς παντού, τότε θα πρέπει να αναζητήσουμε τα αίτια της ανεπάρκειάς τους σε γενικότερα φαινόμενα και όχι μόνο στα χαρακτηριστικά της Ελλάδας. Επιπλέον, στους παράγοντες που μας οδήγησαν εδώ που βρισκόμαστε θα πρέπει να προστεθούν βαθύτερες κοινωνικές και ιστορικές παθογένειες, καθώς και διεθνείς παράγοντες.
Δεύτερον, όπως έχουν δείξει πολλές έρευνες και μελέτες, η εκλογική καταδίκη πολιτικών σχηματισμών δεν έχει πάντοτε σχέση με τη διαχειριστική τους επάρκεια.
Σε ένα πρόσφατο άρθρο τους, οι πολιτικοί επιστήμονες Chris Achen και Larry Bartels έδειξαν πως τα πολιτικά κόμματα εισπράττουν το πολιτικό κόστος κρίσεων και καταστροφών ανεξάρτητα από την αντικειμενική ευθύνη που τους αναλογεί. Και επαρκείς δηλαδή να ήταν οι πολιτικοί μας, πάλι θα τους καταδικάζαμε. Αντίθετα, η ανεπάρκεια δεν καταδικάζεται πάντοτε, ακόμη και όταν είναι ορατή στους πάντες. Τρίτον, η ανεπάρκεια της εγχώριας πολιτικής τάξης ήταν εμφανής πολλά χρόνια πριν από την κρίση, χωρίς όμως να προκαλεί κάποια αξιοπρόσεκτη δυσφορία στο εκλογικό σώμα. Συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο, αν κρίνει κανείς από την ευρύτατη εκλογική αποδοχή του δικομματισμού.
Η ηθελημένη άγνοια των κινδύνων τους οποίους ενείχαν πολιτικές που βασίστηκαν στη σπατάλη δανεικών πόρων υπήρξε ευρύτατα αποδεκτή, όσο και αν η λήθη αυτής της αποδοχής είναι σήμερα βολική. Υπήρξε άραγε αίτημα κοινωνικής ομάδας για περισσότερη σπατάλη που να μην βρει ευρεία στήριξη στα ΜΜΕ και την κοινωνία; Οποιος όμως τότε τολμούσε να κινηθεί ενάντια σε αυτό το ρεύμα, στιγματιζόταν αυτόματα ως γραφικός. Ας αναδιατυπώσουμε λοιπόν το σκεπτικό. Η καταδίκη του μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος προκλήθηκε από την κρίση και όχι από την ανεπάρκεια της πολιτικής τάξης. Οσο για την κρίση, αυτή οφείλεται μόνο εν μέρει στην ανεπάρκεια αυτή.
Η σημασία των επισημάνσεων αυτών είναι διπλή. Πρώτον, η καταδίκη της πολιτικής τάξης δεν πρέπει να είναι αδιάκριτη. Βέβαια, ούτε ως προς αυτό είναι οι πολιτικοί άμοιροι ευθυνών, αφού στην προσπάθειά τους να αλληλοπροστατευθούν πέτυχαν να καταργήσουν τις διακρίσεις μεταξύ τους. Ομως διακρίσεις υπάρχουν και είναι και πραγματικές και τεράστιες, αντίστοιχες των διαφοροποιήσεων που συναντά κανείς μέσα σε κάθε επαγγελματική ομάδα. Εξίσου επιλεκτική, λοιπόν, πρέπει να είναι και η καταδίκη. Μόνο έτσι θα είμαστε δίκαιοι ως πολίτες και μόνο με τον τρόπο αυτό θα συμβάλουμε στη βελτίωση του πολιτικού συστήματος: αναζητώντας, δηλαδή, και επιβραβεύοντας τους καλύτερους και παράλληλα καταδικάζοντας τους χειρότερους. Η απροθυμία μας να διακρίνουμε τις αποχρώσεις σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αποτελέσει το άλλοθι μιας συνολικής και γι’ αυτό αδιάκριτης καταδίκης. Δεύτερον, εξίσου άδικη και προβληματική είναι η πεποίθηση πως η συνολική αντικατάσταση του πολιτικού προσωπικού από «άφθαρτους» ανθρώπους θα μας οδηγήσει στην έξοδο από την κρίση. Μάλλον το αντίθετο ισχύει.
Δυστυχώς, και αυτό είναι μια γενική διαπίστωση, η απελπισία είναι ο χειρότερος σύμβουλος γιατί οδηγεί στην επιλογή ανερμάτιστων και επικίνδυνων δημαγωγών, με μοναδικό τους προσόν πως ώς τώρα βρίσκονταν είτε στο περιθώριο της πολιτικής, είτε εκτός αυτής. Υπάρχει άραγε πιο ηχηρό παράδειγμα από τη Χρυσή Αυγή; Σπρώχνοντάς μας στον πιο στείρο λαϊκισμό και τον πιο υστερικό αντικοινοβουλευτισμό, η συνολική και αδιάκριτη καταδίκη της πολιτικής τάξης είναι στην πραγματικότητα μια εξαιρετικά ύπουλη παγίδα.
Η κρίση που περνάει η χώρα είναι μια μεγάλη εθνική δοκιμασία. Ομως η ιστορία, τόσο της Ελλάδας όσο και διεθνώς, διδάσκει πως και οι χειρότερες οικονομικές κρίσεις τελικά ξεπερνιούνται και πως οι πληγές τους επουλώνονται. Αντίθετα, η ενδυνάμωση των δημαγωγών και η αντιδημοκρατική εκτροπή που αυτή συνεπάγεται προξενεί τεράστιες καταστροφές και αφήνει πολύ βαθύτερα σημάδια. Και αυτό είναι κάτι που δεν πρέπει να ξεχνάμε ούτε στιγμή.
* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale.

Η δική μας ανίερη συμμαχία

Του Δημοσθένη Κούρτοβικ

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2012
Μια από τις εθιμικές ανοησίες που κυκλοφορούν ακόμα και σήμερα, αντλώντας την πειστικότητά τους από τη δύναμη της αδράνειας που έχουν τα κλισέ, είναι ότι η πολιτική τάξη μας αντιστέκεται στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις από τον φόβο του πολιτικού κόστους. Ποιου πολιτικού κόστους τώρα πια; Τα κόμματα της εξουσίας έχουν καταρρεύσει ακριβώς λόγω των «εναλλακτικών μέτρων» που υιοθετούν για ν' αποφύγουν τις μεταρρυθμίσεις. Και ξέρουν πολύ καλά ότι η ελεύθερη πτώση τους θα συνεχιστεί ώς την εξαέρωσή τους όσο παίρνουν τέτοια μέτρα. Οπότε;
   Ο Πολ Κρούγκμαν, που μας αρέσει να τον επικαλούμαστε για τη σφοδρή κριτική του στις ευρωπαϊκές πολιτικές λιτότητας, έχει δηλώσει επανειλημμένα κι εμφαντικά κάτι που προτιμούμε ν' αντιπαρερχόμαστε: ότι η Ελλάδα αποτελεί ειδική περίπτωση. Κι εξηγεί ότι ενώ στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες που παραπαίουν κάτω από το βάρος του χρέους και των ελλειμμάτων τους το πρόβλημα είναι οικονομικό, στην Ελλάδα είναι καθαρά πολιτικό.
   Ενας οικονομολόγος και στοχαστής του αναστήματος του Κρούγκμαν δεν μπορεί να εννοεί απλώς ότι η Ελλάδα βουλιάζει εξαιτίας της «αφροσύνης» των πολιτικών ταγών της. Εννοιες όπως αφροσύνη, επιπολαιότητα, ελαφρότητα κ.λπ. μπορεί να είναι γλαφυρές περιγραφές για πολλά πράγματα, από μια ατομική συμπεριφορά ώς ένα ορισμένο πολιτισμικό κλίμα, αλλά ποτέ δεν συνιστούν σοβαρή ερμηνεία πολιτικών και κοινωνικών φαινομένων.
  
Στην πραγματικότητα, ο μύθος και το άλλοθι του πολιτικού κόστους ήταν ένα φτενό παραπέτασμα, που κατέπεσε με την κρίση, αφήνοντας να φανεί πεντακάθαρα αυτό που βρισκόταν πίσω του: ένα σύστημα που εφαρμόζει τη στυγνότερη ταξική πολιτική σ' ευρωπαϊκή χώρα. Η περιπέτεια της λίστας Λαγκάρντ δεν μας έμαθε κάτι που αγνοούσαμε. Hταν απλώς μια εκκωφαντική επιβεβαίωση του γεγονότος ότι το πολιτικό μας σύστημα, ακόμα και μπροστά στον κίνδυνο του ξαφνικού θανάτου του, προτιμά να μετακυλίει στις πλάτες εκείνων των οποίων υποτίθεται ότι υπολογίζει την ψήφο τα βάρη εκείνων των οποίων πράγματι υπολογίζει το χρήμα. Μας υπενθύμισε επίσης η λίστα Λαγκάρντ ότι οι σχετικά ισορροπημένες ταξικές δημοκρατίες (από την εποχή του Κλεισθένη όλες οι δημοκρατίες ταξικές είναι, δεν χωρούν εδώ ψευδαισθήσεις) αυτοπροστατεύονται, με θεσμικά όργανα που επεμβαίνουν δυναμικά και, στην ανάγκη, παράτυπα για να περιορίσουν εκείνες τις αμετροέπειες και αθεμιτουργίες των ελίτ που απειλούν το σύστημα. Ενώ στη δική μας, βάρβαρα ταξική δημοκρατία υπάρχουν νόμοι που φτιάχτηκαν για να ξεπλένουν προκλητικές ανομίες της άρχουσας τάξης, πολιτικοί ιθύνοντες που δεν διστάζουν να βιάσουν το δημόσιο συμφέρον και να εξαθλιώσουν ολόκληρα κοινωνικά στρώματα για να ταΐσουν την απληστία των χορηγών και πατρόνων τους. Αν έτσι συντριβεί η πολιτική καριέρα τους, το κόμμα τους, το ίδιο το πολιτειακό καθεστώς, μικρό το κακό γι' αυτούς. Θα συνεχίσουν μια χαρά τη ζωή τους με καλοπληρωμένες διαλέξεις σε ινστιτούτα του εξωτερικού ή ιδιωτεύοντας πολυτελώς, χάρη στις «οικονομίες» τους από τον πολιτικό τους μόχθο.

Eχω ταξιδέψει σε όλη σχεδόν την Ευρώπη. Πουθενά αλλού δεν έχω δει τόσο κραυγαλέες κοινωνικές ανισότητες. Πουθενά αλλού δεν έχω δει την ολιγαρχία του πλούτου να επιδεικνύει αυτό τον πλούτο τόσο βάναυσα, τόσο αναίσχυντα (και κακόγουστα), με τρόπο που ασελγεί από κάθε άποψη πάνω στον περιβάλλοντα χώρο. Αν υπάρχει άλλη τόσο ακραία περίπτωση, φαντάζομαι ότι θα τη συναντήσει κανείς μόνο στη μετασοβιετική Ρωσία, όπου δεν έχω πάει. Τέτοιες ανισότητες δεν μπορεί να δημιουργήθηκαν απλώς από αδράνειες, παραλείψεις, αποτιτανώσεις του συστήματος. Χρειαζόταν γι' αυτές η συνειδητή συνέργεια της ιθύνουσας πολιτικής ελίτ.
Η οποία άλλωστε ταυτίζεται κοινωνικά ολοένα περισσότερο με την άλλη ελίτ, αυτή του χρήματος. Ο όρος «διαπλοκή» είναι υπερβολικά χλομός ή έχει γίνει ξεπερασμένος. Εδώ μιλάμε για κανονική σύντηξη. Τρανταχτή απόδειξη τα βιογραφικά όλων των πρωθυπουργών μας από το 1990 και δώθε. Δείχνουν ανθρώπους «από τζάκι», ανθρώπους που μεγάλωσαν με όλες τις ανέσεις και οι περισσότεροι δεν έχουν δουλέψει ούτε μια μέρα στη ζωή τους. Η όποια κοινωνική ευαισθησία τέτοιων πολιτικών πηγάζει, στην καλύτερη περίπτωση, από ιδέες, όχι από βιώματα. Eτσι κι αλλιώς, για να το πάμε πιο πέρα, σε καμιά σελίδα της νεότερης ελληνικής Ιστορίας δεν θα βρούμε πολιτικούς ηγέτες με την ταπεινή καταγωγή της «άκαρδης» Μάργκαρετ Θάτσερ, για παράδειγμα, ή της ακόμα πιο «άκαρδης» Aνγκελα Μέρκελ, αν και θα βρούμε αληθινά άκαρδους έλληνες ομολόγους τους. Ο κοτζαμπασισμός σ' εμάς αποδείχτηκε ανθεκτικότερος απ' ό,τι στη χώρα που μας κληροδότησε τη λέξη και τον θεσμό.

Μιλάμε συχνά για το στρατιωτικο-βιομηχανικό κατεστημένο των ΗΠΑ. Απεχθής συμμαχία, φονική για πλήθος λαών, αλλά πάντως παραγωγική για την εθνική οικονομία. Εμείς εδώ έχουμε ένα πολιτικο-επιχειρηματικό κατεστημένο το οποίο δεν είναι μόνον απεχθές αλλά και αντιπαραγωγικό, που σημαίνει μακροπρόθεσμα φονικό για τον ίδιο τον λαό του (και η «μακρά προθεσμία» έχει ήδη εκπνεύσει). Μια κρατικοδίαιτη επιχειρηματική ελίτ και μια πειθήνια σ' αυτή πολιτική ελίτ συνεργάζονται μέχρις αβύσσου για να συντηρήσει η καθεμιά τον παρασιτισμό της άλλης.    
    Το πώς η Ελλάδα θα μπορούσε ν' απαλλαγεί απ' αυτό το κατεστημένο χωρίς να θυσιάσει τις δημοκρατικές ελευθερίες της είναι ένας γρίφος που αμφιβάλλω αν μπορεί να λυθεί από ανθρώπινο σχέδιο. Μόνο στη δολιότητα της Ιστορίας μπορούμε να ελπίζουμε. Που σ' εμάς, βέβαια, μεταφράζεται συχνά με τον εθνομεταφυσικό όρο «ο θεός της Ελλάδας».