Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2009

Το τέλος του σοβιετικού κομμουνισμού

Του ΘΑΝΑΣΗ ΓΙΑΛΚΕΤΣΗ

Τι έγινε το 1989 στις χώρες του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού»; Γιατί κατέρρευσαν τόσο αιφνίδια και τόσο γρήγορα, σαν χάρτινοι πύργοι, τα κομμουνιστικά καθεστώτα στην Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη; Ορισμένοι νοσταλγοί του «σοβιετικού μοντέλου» υποστηρίζουν ότι η κατάρρευση αυτή οφείλεται σε μια σειρά λαθών, που έγιναν στα τελευταία χρόνια του καθεστώτος, στην «προδοσία» του Γκορμπατσόφ και στην ολέθρια περεστρόικα.

Θεωρούν επομένως ότι ήταν ένα ατύχημα της Ιστορίας, που θα μπορούσε να αποφευχθεί. Οι περισσότεροι μελετητές ανιχνεύουν αντίθετα τα αίτια της κατάρρευσης σε βαθύτερες εγγενείς και δομικές αντιφάσεις του συστήματος και ερμηνεύουν το τέλος του σοβιετικού κομμουνισμού ως αποτέλεσμα μιας μακράς διαδικασίας οικονομικής και πολιτικής παρακμής της ΕΣΣΔ. Η μακροχρόνια συνύπαρξη ανελευθερίας και οικονομικής στασιμότητας έπληττε ευθέως το κύρος και την αξιοπιστία της επίσημης ιδεολογίας. Η προϊούσα υποβάθμιση της οικονομίας υπέσκαπτε όχι μόνον τα θεμέλια της νομιμοποίησης του συστήματος, αλλά ακόμα και την ικανότητα της εξουσίας να καταπιέζει τους αντιπάλους της και να καταπνίγει κάθε αντιπολίτευση με τη βία.

Στα βασικά χαρακτηριστικά του, το μοντέλο που κυριαρχούσε σε όλες τις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» ήταν, με μικρές παραλλαγές, εκείνο που είχε εδραιωθεί στη σταλινική περίοδο. Ηταν δηλαδή το σοβιετικό μοντέλο της συγκέντρωσης όλων των εξουσιών στα χέρια του κομμουνιστικού κόμματος, της γενικευμένης καταστολής και καταπίεσης όλων των διαφωνούντων και των αντιπάλων, του δογματικού ιδεολογικού «μονοθεϊσμού», του αυταρχικού αστυνομικού και «πανεποπτικού» ελέγχου όλης της κοινωνίας. Η επίσημη ιδεολογία, στο όνομα της οικοδόμησης μιας αταξικής και αρμονικής κοινωνίας, καταπολεμούσε τον πλουραλισμό κάθε είδους. Υποστήριζε ότι η συγκεντροποίηση της εξουσίας, η δικτατορική κυριαρχία του μοναδικού κόμματος πάνω στην κοινωνία, η κολεκτιβοποίηση των μέσων παραγωγής και ο κεντρικός οικονομικός σχεδιασμός είχαν ισχυρά πλεονεκτήματα. Μεταξύ άλλων, υποτίθεται ότι εξασφάλιζαν και την πιο ορθολογική και αποτελεσματική αξιοποίηση των υλικών πόρων, επειδή καταργούσαν τα κόστη που πηγάζουν από τις συγκρούσεις ανάμεσα στις διάφορες κοινωνικές και πολιτικές ομάδες.

Σε μια πρώτη φάση (από τη δεκαετία του 1930 έως και τα μέσα της δεκαετίας του 1960), η σοβιετική οικονομία γνώρισε μια θεαματική ανάπτυξη, πληρώνοντας παράλληλα ένα πελώριο και τρομερό ανθρώπινο και κοινωνικό τίμημα. Η εκβιομηχάνιση της Σοβιετικής Ενωσης υπήρξε η πρώτη και η πιο σημαντική περίπτωση ταχείας οικονομικής ανάπτυξης μιας μεγάλης χώρας, μέσω μιας οικονομίας βασιζόμενης στην κρατική ιδιοκτησία και στον κεντρικό σχεδιασμό. Το σοβιετικό οικονομικό σύστημα λειτούργησε ως σχετικά αποτελεσματική βιομηχανική - στρατιωτική μεγαμηχανή στο πεδίο των μεγάλων αριθμών, όσο δηλαδή το ζητούμενο ήταν να πραγματοποιηθεί μια απογείωση σε μεγάλη κλίμακα. Εδωσε ταυτόχρονα ένα σκληρότατο μάθημα βιομηχανικής παιδαγωγικής σε έναν απέραντο αγροτικό πληθυσμό. Ωστόσο, η οικονομία της ΕΣΣΔ δεν υπήρξε και δεν μπορούσε να γίνει το οικονομικό μέλλον του κόσμου, όπως προφήτευαν ορισμένοι μελετητές ή όπως εύχονταν οι υποστηρικτές της και όπως φοβούνταν οι αντίπαλοί της. Μπορούσε μόνον να επεκταθεί, λειτουργώντας ατελώς και προσωρινά ως πρότυπο προς μίμηση για ορισμένες εθνικοαπελευθερωτικές και αντιαποικιοκρατικές επαναστάσεις, στις γεωργικές περιοχές του Τρίτου Κόσμου.

Σύμφωνα με το κυρίαρχο σταλινικό μοντέλο, προνομιακός τομέας της οικονομίας παρέμενε σταθερά η βαριά βιομηχανία, η ανάπτυξη της οποίας θεωρούνταν προϋπόθεση για την ανάπτυξη όλων των άλλων τομέων. Τα καταναλωτικά αγαθά έμπαιναν σε δεύτερη μοίρα, ενώ πολύ ακριβό ήταν το τίμημα που πλήρωναν οι Σοβιετικοί για να διατηρούν μιαν ορισμένη στρατιωτική ισορροπία με τη Δύση.

Τα κυριότερα οφέλη για τις μάζες των εργαζομένων ήταν η έλλειψη ανεργίας (αν και ήταν πολύ διαδεδομένες η υποαπασχόληση κι η κακοπληρωμένη εργασία), η άνοδος της μαζικής εκπαίδευσης και η βελτίωση του υγειονομικού συστήματος.

Τα οργανικά ελαττώματα του σοβιετικού παραγωγικού συστήματος έγιναν πιο φανερά στη μακρά περίοδο οικονομικής στασιμότητας, που άρχισε ήδη από τη δεκαετία του 1970. Στα χρόνια 1970-1985 φάνηκε πιο καθαρά ότι η σοβιετική οικονομία έχανε οριστικά τη μάχη του οικονομικού ανταγωνισμού με τη Δύση. Στο διάστημα αυτό, και παρά τις διάφορες «μεταρρυθμιστικές» απόπειρες, το σοβιετικό οικονομικό σύστημα απέτυχε κραυγαλέα κάθε φορά που προσπάθησε να υπερβεί την αρχική φάση της επεκτατικής εκβιομηχάνισης, για να οδηγηθεί προς μιαν οικονομία που θα εξασφάλιζε τα επίπεδα κατανάλωσης και την υλική ευημερία που υποσχόταν το ίδιο το σοσιαλιστικό πρόγραμμα. Επομένως, δεν ήταν πλέον δυνατό να διατηρηθεί ζωντανή η πίστη στην ανωτερότητα και στις ελπιδοφόρες προοπτικές του σοβιετικού κομμουνισμού. Εμοιαζε να διαψεύδονται από την ίδια την πραγματικότητα οι βασικές επαγγελίες της επίσημης κομμουνιστικής ιδεολογίας για μιαν οικονομία που θα ικανοποιεί τις ανθρώπινες ανάγκες και για μια κοινωνία δίκαιη και εξισωτική. Η αξιοπιστία της ιδεολογίας άρχισε να εξανεμίζεται, όταν στην ανελευθερία και στην οικονομική παρακμή προστέθηκαν η εκτεταμένη διαφθορά και η ηθικο-πολιτική χρεοκοπία του καθεστώτος, που ήταν ορατή διά γυμνού οφθαλμού σε όλη την μπρεζνιεφική περίοδο.

Στην ίδια περίοδο που το σοβιετικό μπλοκ έμενε στάσιμο, η δυτική οικονομία έμπαινε σε μια φάση ορμητικής αλλαγής και τεχνολογικής ανανέωσης, της οποίας στρατηγικός πυρήνας ήταν η πληροφορική και η αυτοματοποίηση. Το σοβιετικό σύστημα, επιβαρημένο από την ακαμψία του κεντρικού σχεδιασμού, από την παραλυτική εξουσία μιας γραφειοκρατίας από τη φύση της εχθρικής προς την αλλαγή και από την παθητική αντίσταση των εργαζομένων στις αναδιαρθρώσεις, δυσκολευόταν όλο και περισσότερο να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της τεχνολογικής ανανέωσης και της ποιότητας της παραγωγής. Δεν διέθετε την αναγκαία ευελιξία, ελαστικότητα και αποδοτικότητα που θα το καθιστούσαν αξιόμαχο στον διεθνή οικονομικό ανταγωνισμό. Το συγκεντρωτικό και αυταρχικό σύστημα -αυτό που στο παρελθόν κατόρθωνε να προωθεί νέους τεχνολογικούς προσανατολισμούς από τα πάνω- στεκόταν τώρα εμπόδιο στην ανάπτυξη νέων μεθόδων παραγωγής και νέων τεχνολογιών από τα εργοστάσια και τις επιχειρήσεις. Το πνεύμα της πρωτοβουλίας δεν έβρισκε κίνητρα και θεσμικά στηρίγματα και η ανάληψη ρίσκου αποθαρρυνόταν. Η Σοβιετική Ενωση δεν κατόρθωνε να μειώσει την τεχνολογική απόσταση που χώριζε τη βιομηχανία της από τη βιομηχανία των κυριότερων δυτικών χωρών.

Και ενώ η χώρα έβλεπε τα ποσοστά οικονομικής ανάπτυξης να μένουν σταθερά χαμηλά, η μπρεζνιεφική ηγεσία πήρε τη μοιραία απόφαση να πλειοδοτήσει στην εξωτερική πολιτική, προσπαθώντας μάταια να αναζωογονήσει μιαν αυτοκρατορική στρατηγική. Ξεκίνησε έτσι μια μεγάλη προσπάθεια για να διεκδικήσει τη στρατιωτική υπεροχή στον εξοπλιστικό ανταγωνισμό με τις ΗΠΑ, υποβάλλοντας σε πρόσθετη πίεση την ήδη εξασθενημένη σοβιετική οικονομία. Ο στρατιωτικός τομέας σπαταλούσε πελώριους πόρους, αλλά, καθώς υπάκουε στη λογική της αδιαφάνειας και της μυστικότητας, δεν μεταβίβαζε τα επιστημονικά και τεχνολογικά του επιτεύγματα στο υπόλοιπο παραγωγικό σύστημα, το οποίο αποδυναμωνόταν όλο και περισσότερο εξαιτίας αυτής της ανισορροπίας.

Από την άλλη μεριά, βαρύτατο ήταν το κοινωνικό και οικονομικό κόστος που συνεπαγόταν η έλλειψη δημοκρατίας. Η πεποίθηση που είχαν πάντοτε οι κομμουνιστές που βρίσκονταν στην εξουσία ,ότι ο κοινωνικός, οικονομικός και πολιτικός και πολιτισμικός πλουραλισμός ήταν ένα κακό που έπρεπε να καταπολεμηθεί και να ξεριζωθεί οριστικά, αποκαλύφθηκε καταστροφική. Αυτός ο πλουραλισμός τροφοδοτούσε τον δυναμισμό των δυτικών κοινωνιών και οικονομιών. Ενώ αντίθετα ο συγκεντρωτικός - γραφειοκρατικός κολεκτιβισμός και ο αυταρχικός πολιτικός και αστυνομικός έλεγχος μιας αδρανούς και πολιτισμικά στάσιμης κοινωνίας αποτελούσαν σοβαρές αιτίες της δομικής κρίσης του σοβιετικού συστήματος.

Οταν ανέλαβε την εξουσία, το 1985, ο Γκορμπατσόφ είχε επίγνωση της σοβαρότητας αυτής της κρίσης. Η μπρεζνιεφική περίοδος είχε αφήσει μια βαριά αρνητική κληρονομιά: οικονομική στασιμότητα, ιδεολογική απολίθωση, διάχυτη διαφθορά. Το αρχικό πρόγραμμα του Γκορμπατσόφ σκόπευε να δώσει μιαν ισχυρή ώθηση στην οικονομική δραστηριότητα. Καθώς όμως δεν κατόρθωνε να πετύχει μια γρήγορη αντιστροφή των τάσεων στην οικονομία, ο Γκορμπατσόφ προσπάθησε να ανταποκριθεί στο αίτημα για δημοκρατία, που ωρίμαζε στην κοινωνία, ή τουλάχιστον για μια χαλάρωση του ασφυκτικού ελέγχου της κοινωνικο-πολιτικής ζωής. Ετσι, από τα μέσα του 1988, προσέθεσε στην περεστρόικα και στην γκλάσνοστ ένα τρίτο στοιχείο: τον εκδημοκρατισμό. Αλλά οι προσπάθειές του να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα «ανανέωσης του σοσιαλισμού» κατέδειξαν τελικά ότι το σοβιετικό σύστημα, εξαιτίας της απόλυτης ακαμψίας του και της έλλειψης μιας δραστήριας κοινωνίας πολιτών, δεν διέθετε τους αναγκαίους ηθικούς και πολιτικούς πόρους για να αυτομεταρρυθμιστεί. Οι μεταρρυθμίσεις έτειναν αντίθετα να το καταστρέφουν, στον βαθμό που πυροδοτούσαν άλυτες και ακυβέρνητες αντιφάσεις στο εσωτερικό του.

Το σχέδιο του Γκορμπατσόφ να προχωρήσει σε μιαν αναδιάρθρωση του σοβιετικού συστήματος κατέληξε έτσι σε μιαν ολική αποτυχία. Η περεστρόικα εγκαινίασε ανεξέλεγκτες και καταστροφικές διαδικασίες, οι οποίες δεν οδήγησαν στην ανανέωση του κομμουνισμού αλλά στην κατάρρευσή του. Οι μεταρρυθμίσεις ξέφυγαν από τον έλεγχο εκείνων που τις σχεδίασαν, προκαλώντας την επιδείνωση της οικονομικής κρίσης, πυροδοτώντας πολιτικές συγκρούσεις και ενεργοποιώντας τις αποσχιστικές τάσεις πολλών εθνοτήτων που ένιωθαν ότι καταπιέζονται. Η εμφάνιση αυτών των αποσταθεροποιητικών ταραχών σε μια κοινωνία, η οποία μέχρι τότε ελεγχόταν αυστηρά και ολοκληρωτικά από τα πάνω, επιβεβαίωνε για άλλη μια φορά τις αναλύσεις του Τοκβίλ στο σπουδαίο έργο του «Το παλαιό καθεστώς και η επανάσταση» (εκδόσεις «Πόλις», 2006). Σύμφωνα με τον Τοκβίλ, η απόπειρα να μεταρρυθμιστεί ένα ανελεύθερο και εξαιρετικά άκαμπτο καθεστώς είναι πιθανότερο να καταλήξει, όχι στη βελτίωσή του, αλλά στην πτώση του.

Και είναι μια τρομερή ειρωνεία της ιστορίας το ότι έτυχε στο κομμουνιστικό σύστημα να γνωρίσει εκείνη τη «γενική κρίση» και την κατάρρευση, που ο παγκόσμιος κομμουνισμός είχε πιστέψει και προφητέψει ότι θα πραγματοποιούνταν στον καπιταλιστικό κόσμο. Ο σοβιετικός κομμουνισμός, ο οποίος φιλοδοξούσε να είναι «επιστημονικός», ικανός δηλαδή όσο καμιά άλλη πολιτική δύναμη να «σχεδιάζει» το παρόν και το μέλλον, έχασε πλήρως τον έλεγχο του εαυτού του, της ίδιας της εξουσίας του, και οδηγήθηκε σε μια καταστροφική κρίση.

Στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης η περεστρόικα του Γκορμπατσόφ προκάλεσε μιαν αλυσιδωτή αντίδραση μαζικών κινητοποιήσεων και εξεγέρσεων ενάντια στον κομμουνισμό, που είχε ως αποτέλεσμα την κατάρρευση όλων των καθεστώτων που εγκαθιδρύθηκαν μετά το 1945. Ετσι τα καθεστώτα, που γεννήθηκαν με τη φιλοδοξία να αποτελέσουν αυθεντική έκφραση του λαού, αποκαλύφθηκαν σε τέτοιο σημείο αντιλαϊκά, ώστε να καταρρεύσουν υπό την πίεση μιας γιγάντιας λαϊκής αντίθεσης. Και κατά την πτώση τους, δεν υπήρξε σχεδόν κανείς που να θέλει να παλέψει για να τα διατηρήσει -πράγμα που καθρεφτίζει εύγλωττα την ηθική και πολιτική χρεοκοπία τους και φωτίζει τον συνδυασμό ιδεολογικού ψεύδους και πολιτικής καταπίεσης, πάνω στον οποίο βασιζόταν για πολλά χρόνια ο «σοσιαλισμός» τους.

Ποτέ άλλοτε στο παρελθόν μια τέτοιας ιστορικής σημασίας πολιτική και κοινωνική αλλαγή -όπως η κατάρρευση της σοβιετικής «αυτοκρατορίας»- δεν έγινε ειρηνικά και αναίμακτα. Στην πραγματικότητα βέβαια, η ειρηνική κατάρρευση του ανατολικοευρωπαϊκού κομμουνισμού δεν οφειλόταν μόνον στην κινητοποίηση των λαών, αλλά πρέπει να αποδοθεί κυρίως στη θεμελιώδη αλλαγή προσανατολισμού της σοβιετικής εξωτερικής πολιτικής υπό τον Γκορμπατσόφ. Η λαϊκή αντίθεση στα διάφορα κομμουνιστικά καθεστώτα είχε εκδηλωθεί έντονα και στο παρελθόν, όπως δείχνουν οι ταραχές στην Τσεχοσλοβακία και την Ανατολική Γερμανία το 1953, οι εξεγέρσεις στην Πολωνία και την Ουγγαρία το 1956, η ευρεία συναίνεση στην «Ανοιξη της Πράγας» το 1968 και η άνοδος της «Αλληλεγγύης» στην Πολωνία στα 1980-81. Αυτό που άλλαξε το 1989, σε σχέση με τις προηγούμενες κρίσεις στην Ανατολική Ευρώπη, δεν ήταν τόσο το εύρος της λαϊκής αντίθεσης στα καθεστώτα που υποστήριζε η ΕΣΣΔ όσο η συνολική κατεύθυνση της σοβιετικής πολιτικής. Αν στο παρελθόν η Σοβιετική Ενωση είχε κάνει το παν για να καταπνίξει κάθε μορφή πολιτικού φιλελευθερισμού ή εκδημοκρατισμού στις χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας, στα τέλη του 1989 δεν απέμεναν αμφιβολίες για το γεγονός ότι η Ανατολική Ευρώπη μπορούσε ανεμπόδιστα να προχωρήσει σε σημαντικές οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, χωρίς τον φόβο μιας σοβιετικής στρατιωτικής επέμβασης. Και μολονότι ο Γκορμπατσόφ δεν είχε την πρόθεση να διαλύσει το σοβιετικό μπλοκ και δεν είχε προβλέψει ότι οι αλλαγές, που ο ίδιος είχε εγκαινιάσει, θα οδηγούσαν στο γρήγορο τέλος του κομμουνισμού, αυτός ακολούθησε με συνέπεια την πολιτική του, της αποφυγής χρήσης βίας.

«Ευγνωμοσύνη στον Γκορμπατσόφ»

«Πριν από 20 χρόνια έπεσε ειρηνικά το Τείχος του Βερολίνου. Για εμένα κάθε επέτειος είναι εντελώς ιδιαίτερη ημέρα ανασκόπησης και χαράς. Σήμερα, όμως, βιώνουμε την εξασθένηση της συνείδησης για τη σημασία εκείνου του απαξιωτικού για το Βερολίνο κτίσματος. Το Τείχος δεν διχοτομούσε μόνον μια μεγαλούπολη χωρίζοντας οικογένειες -το Τείχος ήταν και σύμβολο για τη διχοτόμηση της Γερμανίας, αλλά και ολόκληρης της Ευρώπης σε ελεύθερο και ανελεύθερο κόσμο.

Είμαι βαθύτατα πεπεισμένος ότι εάν το 1989 δεν έπεφτε το Τείχος, δεν θα είχε συντελεστεί η επανένωση της Γερμανίας και πως οι εξελίξεις σε όλο τον κόσμο θα είχαν πάρει εντελώς διαφορετική τροπή. Μεγάλο μέρος της πολιτικής αποκλιμάκωσης της έντασης μεταξύ Ανατολής και Δύσης οφείλεται στην υποστήριξη των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ και του Μιτεράν, ενώ απεριόριστη ευγνωμοσύνη αξίζει στον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, που χάραξε τον δρόμο της γκλάσνοστ και της περεστρόικα -αλλά και που επέλεξε την ειρήνη και δεν κινητοποίησε εκείνον τον Νοέμβριο τα ρωσικά τεθωρακισμένα».

Χέλμουτ Κολ, καγκελάριος της Δυτ. Γερμανίας 1982-1988

(από τον πρόλογο του βιβλίου του «Die Mauer» - «Το Τείχος»)

«Ως πολιτικός μπορεί να έχασα...»

«Δεν θυμάμαι πολλές λεπτομέρειες (από την πτώση) αλλά δεν ήταν απροσδόκητη. Μεγάλες αλλαγές ήταν σε εξέλιξη στη Σοβιετική Ενωση και στην ανατολική Ευρώπη. Από την εποχή του πολέμου, ένα μεγάλο πρόβλημα είχε παραμείνει άλυτο: αυτό μιας διαιρεμένης Ευρώπης, που αφορούσε κυρίως τους Γερμανούς (...). Θα μπορούσε η πτώση του Τείχους να μην είχε οδηγήσει σε κατάρρευση του κομμουνισμού; Ναι, πιθανώς. Αν ο πρόεδρος Ερικ Χόνεκερ είχε αρχίσει τις μεταρρυθμίσεις για τον εκδημοκρατισμό της χώρας δύο ή τρία χρόνια νωρίτερα. Ο κόσμος το ήθελε. Σε όλες τις άλλες χώρες η αλλαγή προχωρούσε. Η ΕΣΣΔ, προπύργιο του σοσιαλισμού, άλλαζε. Ο Χόνεκερ δεν έκανε τίποτα (...). Η ΕΣΣΔ άλλαζε με μια νέα γενιά ηγετών. Δίχως τις αλλαγές αυτές, ο Ρίγκαν θα μπορούσε να χορέψει όποιον χορό ήθελε στο Βερολίνο. Το Τείχος θα ήταν ακόμα εκεί (...). Είναι οι εσωτερικές συγκρούσεις για το μέλλον της ΕΣΣΔ που βρίσκονται στη ρίζα της κατάρρευσής της. Μέχρι την τελευταία στιγμή πίστευα ότι η ένωση των δημοκρατιών μας μπορούσε να επιβιώσει. Εγιναν λάθη. Η δημοκρατία της Ρωσίας κυβερνιόταν από ανθρώπους που ενεργούσαν κατά της περεστρόικα... ήταν σαν τα ζώα, διψασμένοι για εξουσία και κατέστρεψαν τη χώρα, την ένωση, την οικονομία και το ίδιο το μέλλον τους (...). Ως πολιτικός μπορεί να έχασα, όμως οι πολιτικές που υπερασπίστηκα βοήθησαν να γίνουν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις ώς το 1991. Η περεστρόικα έφτασε σε ένα σημείο χωρίς επιστροφή. Εχασα, αλλά η περεστρόικα κέρδισε».

Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, τότε, γενικός γραμματέας Κ.Ε. Κομμουνιστικού Κόμματος ΕΣΣΔ (Le Temps / Ελβετία)

«Ηταν για μένα μεγάλη έκπληξη»

«Μου είναι δύσκολο να θυμηθώ πού ήμουν (όταν άρχισε να διαλύεται το Τείχος). Ημουν πιθανώς στο γραφείο μου και το πληροφορήθηκα πριν γίνει επισήμως γνωστό. Παραδέχομαι ότι για μένα ήταν μεγάλη έκπληξη. Ημουν στο Βερολίνο στις 6 και 7 Οκτωβρίου. Και ο Γκορμπατσόφ ήταν εκεί για μια μεγάλη εκδήλωση που είχε οργανώσει ο Χόνεκερ, με αφορμή την 40ή επέτειο από τη δημιουργία της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Ο κόσμος περνούσε μπροστά από τη σκηνή και φώναζε: "Γκόρμπι, Γκόρμπι, βοήθησέ μας". Πήγα στον Γκορμπατσόφ και του είπα. "Τελείωσε. Ηρθε το τέλος". Παραδέχτηκε ότι αυτό ήταν το τέλος. Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι η πτώση του Τείχους ήταν απλώς μια τυπική υπόθεση (...) Με υπερηφάνεια λέω ότι ήμουν μέρος της διαδικασίας. Παράδοξο, πράγματι. Εγώ, ο αυτουργός ενός στρατιωτικού νόμου αλλά και συναυτουργός των αλλαγών που έγιναν τη δεκαετία του '80, που είχαν σημαντικές διαστάσεις, όχι μόνο για την Πολωνία (...) Μπορεί να φαίνεται ακατανόητο ότι εγώ, άνθρωπος του παλιού καθεστώτος, μπορώ σήμερα να λέω ότι οι αλλαγές ήταν απολύτως αναγκαίες για την Πολωνία και όλη την Ευρώπη (...) Ο κομμουνισμός, η βίβλος του κομμουνισμού δημιουργήθηκε όχι κατά μήκος του Βόλγα, αλλά κατά μήκος του Ρήνου. Και ήταν γεμάτη ελκυστικές και ευγενείς ιδέες, εν μέρει ουτοπικές, αν και πιστεύω ότι παραμένουν σε ισχύ από φιλοσοφική και ηθική άποψη. Σε κάθε περίπτωση πάντως ο σταλινισμός αμαύρωσε την ιδεολογία του κομμουνισμού».

Στρατηγός Βόιτσεκ Γιαρουζέλσκι, τότε πρωθυπουργός Πολωνίας (Euronews)

«Δεν μελετήσαμε τη διεύρυνση»

«Το γεγονός μάς συντάραξε και περιμέναμε να δούμε εάν επρόκειτο να εξελιχθεί ειρηνικά. Δεν ξέραμε πώς θα αντιδρούσε η αστυνομία ή την αντίδραση της κομμουνιστικής ηγεσίας. Παρακολουθούσαμε προσεκτικά ό,τι συνέβαινε. Αυτό που είχε σημασία όμως, ήταν ό,τι ακολούθησε τις επόμενες εβδομάδες. Ο καγκελάριος Κολ και ο Γκορμπατσόφ, αλλά και ο πρόεδρος Μπους ο πρεσβύτερος, ενέτειναν την επικοινωνία τους, ώστε να προλάβουμε επεισόδια που θα μπορούσαν να κοστίσουν τη ζωή σε δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους. Περιμέναμε να δούμε τι θα συμβεί. Επικεφαλής κρατών και κυβερνήσεων συναντήθηκαν στα Ηλύσια Πεδία, καθώς η Ε.Ε. ήταν υπό γαλλική προεδρία. Αρχίσαμε να εξηγούμε ότι δεν υπήρχε κάτι που να προκαλεί ανησυχία, αν και πολλοί ενίσταντο στη γερμανική ενοποίηση. Δουλέψαμε πολύ σκληρά προς αυτή την κατεύθυνση. Τον Απρίλιο του 1990 το σύνολο της ευρωπαϊκής κοινότητας αναγνώρισε την πρόθεση της Γερμανίας για ενοποίηση (...) Μου έδωσε μεγάλη χαρά ότι ανοίξαμε την αγκαλιά μας στις χώρες που αναδύονταν από τον ολοκληρωτισμό (...) ζήτησα, ωστόσο, από την κοινότητά μας, το σπίτι που μοιραζόμαστε, να προετοιμαστεί για να εντάξει ακόμα δέκα χώρες. Αλλά απέτυχα. Ηταν στη σύνοδο της Λισαβόνας, το 1992. Λυπάμαι που δεν βάλαμε το σπίτι μας σε τάξη και δεν μελετήσαμε πώς θα είναι η Ευρώπη των 25 ή των 27 πριν να καταλήξουμε σε συμπεράσματα για τη διεύρυνση».

Ζακ Ντελόρ, τότε πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Euronews)