Κυριακή 2 Ιανουαρίου 2011

Ο σκηνοθέτης που λάτρεψε ο Τύπος




«Ξεκίνησα από την κορυφή και κατρακύλησα».

O Ορσον Γουέλς γνώριζε πολύ καλά ότι η κινηματογραφική προσφορά του δεν υπήρξε αντάξια της θρυλικής πρώτης ταινίας του, του «Πολίτη Κέιν», η οποία το 2011 κλείνει 70 χρόνια ζωής. Μεταφέροντας στον κινηματογράφο τη θυελλώδη ζωή και καριέρα ενός μεγιστάνα του Τύπου, του Γουίλιαμ Ράντολφ Χερστ (ο οποίος πολέμησε μανιασμένα τη δημιουργία της ταινίας), ο Γουέλς έκανε ανεξίτηλη στον χρόνο αλληγορία για την πλουτοκρατία που αρχίζει από μια αόριστη ιδεολογία για να καταλήξει στο υλικό τίποτε. Χωρίς προηγούμενη κινηματογραφική εμπειρία, χωρίς καν κινηματογραφική παιδεία, ο Γουέλς χρησιμοποιώντας πρωτόγνωρες τεχνικές φόρμες και πρωτοποριακά για την εποχή τους μηχανήματα συνδύασε το ρετρό ύφος με το γκρέμισμα των παραδοσιακών κανόνων κινηματογραφικής αφήγησης και το αποτέλεσμα ήταν μια από τις πιο πολύπλευρες ταινίες του σινεμά.

Ο «πόλεμος» που τον έκανε διάσημο
Ο Ορσον Γουέλς ήταν ένας γίγαντας με τα όλα του, ακόμη και στο πληθωρικό, θηριώδες σώμα του. Γεννήθηκε στις 6 Μαΐου του 1915 στην Κενόσα του Γουισκόνσιν πέντε κιλά και συνέχισε να παίρνει βάρος ως τον θάνατό του, στις 10 Οκτωβρίου του 1985 στο Χόλιγουντ, το μέρος που τον αγάπησε και τον μίσησε, τον αποθέωσε και τον απέρριψε όσο κανένα άλλο.

Εκανε τα πρώτα του βήματα δουλεύοντας ως ηθοποιός σε πειραματικό θέατρο της Ιρλανδίας, όπου μετακόμισε έφηβος παρατώντας τα πάντα στις ΗΠΑ. Σύντομα σκηνοθετούσε μικρές θεατρικές ομάδες και στα τέλη της δεκαετίας του ΄30, μαζί με τον βρετανό παραγωγό (και μετέπειτα ηθοποιό) Τζον Χάουζμαν, ήταν πλήρως αφοσιωμένος στο θέατρο ανεβάζοντας με τον θίασο Μέρκιουρι ριζοσπαστικές παραστάσεις στη Νέα Υόρκη. Το 1938 συντάραξε τους πολίτες της Νέας Υόρκης μέσω μιας ραδιοφωνικής διασκευής του «Πολέμου των κόσμων» του Χ. Τζ. Γουέλς. Με την ψευδαίσθηση ότι εξωγήινα όντα είχαν εισβάλει στη Γη, ο κόσμος κατέβηκε πανικόβλητος στους δρόμους αναζητώντας καταφύγιο! Τον μίσησαν αλλά είχε πετύχει να γίνει διάσημος μέσα σε μία νύχτα. Διάσημος και περιζήτητος. Η φήμη που απέκτησε από τον «Πόλεμο των κόσμων» δεν άφησε αδιάφορο το Χόλιγουντ, το οποίο σύντομα τον κάλεσε στα λημέρια του για τον «Πολίτη Κέιν».

Θύμα της μεγαλομανίας του
Ο Γουέλς ήταν μόλις 24 ετών όταν έφθασε στο Χόλιγουντ με 15 μέλη του θιάσου Μέρκιουρι για να φτιάξει τον «Κέιν». Ως τότε ο κινηματογράφος τον άφηνε αδιάφορο- δεν είχε καν ιδέα για την πρακτική του. Στο Χόλιγουντ φρόντισε να βρει τους κατάλληλους συνεργάτες που θα τον βοηθούσαν να εκφρασθεί έτσι όπως μόνον ο ίδιος επιθυμούσε. Ενας από αυτούς ήταν ο σεναριογράφος του «Κέιν» Χέρμαν Μάνκιεβιτς, ένας άλλος ήταν ο διευθυντής φωτογραφίας Γκρεγκ Τόλαντ, που- σύμφωνα με τον ίδιο τον Γουέλς- τον βοήθησε να ξεπεράσει την αμάθειά του μαθαίνοντάς του κινηματογράφο μέσα σε ένα μόλις απόγευμα!

Ο Γουέλς αφομοίωσε με δημιουργικότητα την τεχνική των δασκάλων: εξαρθρώνοντας τους χρόνους, τεμαχίζοντας το ντεκουπάζ και προτείνοντας πρωτοποριακές για την τότε εποχή γωνίες λήψης και κινήσεις της μηχανής, ανανέωσε την παραδοσιακή κινηματογραφική αφήγηση.

Το συμβόλαιο που το παιδί-«θαύμα» είχε υπογράψει του εξασφάλιζε μια πλειάδα δικαιοδοσιών (συγγραφικής, σκηνοθετικής, υποκριτικής), αλλά τελικά ο «Πολίτης Κέιν» έμελλε να γίνει η μοναδική ταινία στην οποία ο Γουέλς είχε τον πλήρη έλεγχο.

Ωστόσο η μεγαλομανία και η αστείρευτη φαντασία του Γουέλς δεν μπορούσαν να αντέξουν ένα σύστημα καταπίεσης όπως αυτό του Χόλιγουντ. Μετά τη δεύτερη ταινία του «Οι υπέροχοι Αμπερσον» που ξεπέρασε τον προϋπολογισμό παραγωγής της και τελικά σφαγιάστηκε από το στούντιο RΚΟ στη μονταζιέρα, ο Γουέλς εκδιώχθηκε.

Στην Αμερική γύρισε ακόμη τρεις ταινίες, την «Κυρία από τη Σανγκάη», τον «Ξένο» και τον «Μακμπέθ», προτού μετακομίσει στην προσφιλέστερή του Ευρώπη όπου δεν έπαψε να δουλεύει, υπό τη σκιά, πάντα, του «Πολίτη Κέιν». Η καριέρα του δεν «ανάρρωσε» ποτέ, όμως εκείνος ποτέ δεν σταμάτησε να επιμένει. Επαιζε παντού για να συγκεντρώνει τα απαραίτητα χρήματα για την παραγωγή των προσωπικών δημιουργιών του («Η δίκη», ο «Οθέλλος», ο «Φάλσταφ», που επίσης δεν ολοκληρώθηκε ποτέ), παραμένοντας πάντα μια γοητευτική προσωπικότητα μπροστά στα φώτα της δημοσιότητας, είτε με τη συνοδεία είτε χωρίς τη συντροφιά της (πρώτης από τις τρεις) συζύγου του, της Ρίτας Χέιγουορθ, με την οποία έμεινε παντρεμένος από το 1943 ως το 1948.

Κέρδισε μόνο ένα Οσκαρ
Ο Φρανσουά Τρυφό είπε κάποτε ότι ο «Πολίτης Κέιν» είναι ίσως η ταινία χάρη στην οποία οι περισσότεροι κινηματογραφιστές αποφάσισαν να ξεκινήσουν την καριέρα τους. Το ίδιο και ο Μάρτιν Σκορσέζε. Είναι δύσκολο όμως να εξηγήσεις τι είναι αυτό που κάνει ένα τόσο σπουδαίο έργο να είναι τόσο σπουδαίο. Σαφώς πρόκειται για μια ανεκτίμητη κινηματογραφική κληρονομιά που ανήκει σε όλους μας και δεν μπορεί πια να αμφισβητηθεί. Οπως όμως συνέβη με τις περισσότερες ταινίες του ομιλούντος κινηματογράφου που χαρακτηρίστηκαν αριστουργήματα, έτσι και ο «Κέιν» αναγνωρίστηκε σταδιακά, με το πέρασμα του χρόνου. Κέρδισε μόνον ένα Οσκαρ (σεναρίου, το οποίο μοιράστηκε ο Γουέλς με τον Μάνκιεβιτς) και είχε φτωχή πορεία στα ταμεία ως ταινία α΄ προβολής. Παραπάνω από μία εξηκονταετία μετά, το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου ανέδειξε τον «Πολίτη Κέιν» ως την καλύτερη ταινία όλων των εποχών, παρακινώντας εκατοντάδες χιλιάδες Αμερικανούς να «επιστρέψουν» στις κλασικές ασπρόμαυρες ταινίες, έστω μέσω του βίντεο και της τηλεόρασης.
ΒΗΜΑ 31-12-2010

Η ακυβέρνητη πολιτεία πάει ταξίδι



100 χρόνια από τη γέννηση του Στρατή Τσίρκα

Δύο μήνες μετά τον θάνατο του Στρατή Τσίρκα (Ιανουάριος 1980) σε σχετικό Αφιέρωμα του Αντί ο Γιάννης Ρίτσος γράφει «Λίγα λόγια για τον Τσίρκα». Λίγα αλλά αρκετά για να επιβάλει σιωπή στα απύλωτα στόματα των «Κομμένων Κεφαλών», εκείνων που προπηλάκισαν τον μεγάλο συγγραφέα και τον διέγραψαν για δεύτερη φορά, αυτή τη φορά πάνω στον τάφο του. Ο Τσίρκας, λέει ο Ρίτσος, είναι δικός μας σύντροφος, «Ελληνας, γνήσιο τέκνο της πολυτάραχης εποχής μας, σε άμεση ανταπόκριση με τον αγωνιζόμενο ελληνισμό, με τους αγωνιζόμενους λαούς όλου του κόσμου». Θαυμάζει την «κοσμοπολιτική» παιδεία του («με την καλή σημασία της λέξης») και εκθειάζει την Τριλογία. Η Τριλογία «γίνεται (υπογραμμίζει) κατά τη γραφή της με διαδοχικές θέσεις και άρσεις, με ανακαλύψεις και απαρνήσεις, με αισθητικές επιλογές και εφευρέσεις, ώσπου όλα αυτά αφομοιώνονται κατά τη ροή του λόγου, απλοποιούνται και αποκτούν αυτή την εξαίσια φυσικότητα του Τρίτου Τόμου». Και παρακάτω: «Οι αναιρέσεις δεν είναι συμβιβασμοί και υποχωρήσεις, αλλά εμβανθύσεις. Κι αυτή ακριβώς είναι η μεγάλη ηθική και αισθητική αρετή του Τσίρκα».

Ηγοητεία της Τριλογίας
Αυτή η «μεγάλη ηθική και αισθητική αρετή» του Τσίρκα έχει αναπτυχθεί ποικιλοτρόπως από νεότερους μελετητές. Εχει επιπλέον συζητηθεί η εν πολλοίς αδιερεύνητη ακόμη γοητεία της Τριλογίας, ενός έργου που κατέχει μοναδική θέση στη νεοελληνική λογοτεχνία για πολλούς λόγους: για τη λαμπρή «επιφάνειά» της, δηλαδή τον ιστορικο-πραγματολογικό πλούτο, την αφηγηματική αρχοντιά και την περίτεχνη σύνθεση, αλλά και για το «βάθος» της, με τους πρωτογενείς μύθους του Παραδείσου και της Πτώσης να τη διατρέχουν (δεν είναι τυχαίος ο χώρος των συμβάντων) και με τον οδυνηρότατα υπαρξιακό χαρακτήρα της. Κυρίως επειδή ο συγγραφέας φωτίζει, ως πολυόμματος προβολέας «το ελληνικό προβλημα»: τον πόλεμο, το κίνημα τον Απρίλη του 1944, την αιματηρή καταστολή, τον αρχινημένο εμφύλιο, τις πολιτικές ραδιουργίες, τις κομματικές αμαρτίες. Δείχνει μέσα από το έργο του την τύχη ενός ακατάπαυστα κλυδωνιζόμενου ελληνισμού. Το έθνος μια ζαριά στο τραπέζι των άλλων, όχι απλώς με την ανοχή μας, αλλά με την άδειά μας. Η Χρύσα Προκοπάκη ( Οι Ακυβέρνητες Πολιτείες του Στρατή Τσίρκα και η κριτική 1960-1966 ) ορίζει εύστοχα τι περιλαμβάνει η Τριλογία: «Η λαίλαπα του φασισμού δημιουργεί μια κατάσταση κατακλυσμιαία. Διάσπαση των μετώπων, διάσπαση των συνειδήσεων, ένας κόσμος καταρρέει, “ακυβέρνητος”, σχετικοποίηση της αλήθειας [...] Και μέσα σ΄ όλα αυτά, η προβολή σ΄ ένα μέλλον, το όνειρο και το όραμα».

Ιδού που για άλλη μια φορά το έργο τέχνης αποδεικνύεται φιλοσοφώτερον και σπουδαιότερον από την ιστορία. Αυτή η ιδέα μιας χώρας που συνεχώς κινδυνεύει να αφανισθεί (από εσωτερικές αμαρτίες και έξωθεν επιβουλές) δεν είναι καινούργια, ούτε ανήκει στο σύνδρομο της συνωμοσιολογίας. Υπάρχει ως κύριο θέμα (με διάφορες παραλλαγές) σε όλους τους μεγάλους συγγραφείς μας, είτε έζησαν στην περιφέρεια του ελληνισμού, τέκνα μιας ιδιότυπης διασποράς, όπως ο Σολωμός, ο Κάλβος, ο Καβάφης ή ο Σεφέρης, είτε περιπλανήθηκαν, εσωτερικοί εξόριστοι, μέσα σε μια ιδιότυπη, πάλι, ενδοχώρα, όπως ο Παλαμάς, ο Καζαντζάκης, ο Ελύτης, ο Ρίτσος, ο Εγγονόπουλος και άλλοι. Ολοι, πιστεύω, πραγματεύονται ένα θέμα, που εμφανίζεται σε πολλές παραλλαγές, όπως, τηρουμένων των αναλογιών, συμβαίνει με την τραγωδία. Ο Τσίρκας ανήκει σε αυτή την κατηγορία. Τέκνο της ελληνικής διασποράς (γιατί, άραγε, ο Ρίτσος τον αποκαλεί αίφνης «Ελληνα»;), συγγενής εξ αίματος με τον Καβάφη και τον Σεφέρη, βρέθηκε όμως να βιώνει και αυτός μια παραλλαγή του «ελληνικού προβλήματος». Με την εξαίρεση του Καζαντζάκη, είναι ο μόνος πεζογράφος μας, αν δεν σφάλλω, που «ευτύχησε» (τρόπος τού λέγειν) να γράψει το κύριο έργο του εκτός των συνόρων, χωρίς αυτό να σημαίνει, βέβαια, ότι αυτός ο «ξένος», όπως αποκαλούνται κάποιοι ήρωες στα διηγήματά του, παρακολουθεί την ελληνική υπόθεση έξωθεν. Τουναντίον ο κοσμοπολιτισμός του (ο διεθνισμός του καλύτερα) του δίνει τη δυνατότητα να βλέπει τα πράγματα καθαρότερα και να εμβαθύνει (όπως λέει ο Ρίτσος) εκεί που οι κοντόφθαλμοι και οι περιχαρακωμένοι χάνουν και το δέντρο και το δάσος.

Ενας κόσμος σε αγώνα και αγωνία
Πενήντα τόσα χρόνια από την κυκλοφορία της Λέσχης (η αφηγηματική ύλη είναι παλαιότερη), τριάντα χρόνια από τον θάνατο του Τσίρκα, πάλι ολοζώντανο το σκουλήκι της φθοράς στο σώμα της χώρας και κατ΄ επέκταση στο σαρκίο μας. Πάλι ουρλιάζουν οι «κομμένες κεφαλές» στα τηλεοπτικά παράθυρα, ολοφάνερη «η διάσπαση των συνειδήσεων» και η «σχετικοποίηση της αλήθειας». Ξανά, η ίδια εφιαλτική εικόνα ενός κόσμου που καταρρέει «ακυβέρνητος». Ξανά το έθνος στο τραπέζι με τα ζάρια κι εμείς να κοιτάζουμε χαμένοι, χωρίς συνείδηση, πίσω από τα κεφάλια των παικτών. Δικών μας και ξένων. Η Τριλογία συλλαμβάνει και σχηματοποιεί αριστοτεχνικά μια Ελλάδα που κινδυνεύει, έναν κόσμο σε αγώνα και αγωνία. Υποβάλλει όμως, μέσα από τους τραγικούς ήρωές της, το όραμα για έναν κόσμο καλύτερο. Που τελικά δεν ήρθε. Δεν ήρθε επειδή, για άλλη μια φορά, δεν διαβάσαμε σωστά τα μηνύματα των αγγελιαφόρων/ συγγραφέων του έθνους. Εξακολουθούμε να κάνουμε αυτό που περιγράφει τον Ιούλιο του 1942 ο αδελφοποιτός του Τσίρκα, Γιώργος Σεφέρης, «Gentlemen / συνεχίζουμε την περιοδεία μας/ πολλές οργιές κάτω απ΄ την επιφάνεια του Αιγαίου».

ΒΗΜΑ 31-12-2010

Ο ποιητής του φωτός



100 χρόνια από τη γέννηση του Οδυσσέα Ελύτη

Το 1939 ο φοιτητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Οδυσσέας Αλεπουδέλης αποφάσισε οριστικά να εγκαταλείψει τις σπουδές του, προς μεγάλη απογοήτευση της οικογένειάς του. Ηταν 28 ετών και η προσπάθειά του να πάρει πτυχίο Νομικής ήταν «σαν των Τρώων», όπως θα έλεγε ο Καβάφης.

Η χρονιά εκείνη υπήρξε σημαδιακή και από μία ακόμη πλευρά: ο Οδυσσέας Αλεπουδέλης θα καθιερωνόταν στα Γράμματα με το ψευδώνυμό του: Οδυσσέας Ελύτης. Τότε εκδόθηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή Προσανατολισμοί που θα τον κατέτασσε αμέσως στους ποιητές πρώτης γραμμής, μετά τις δημοσιεύσεις ποιημάτων και μεταφράσεών του που προηγήθηκαν στο περιοδικό «Νέα Γράμματα», όταν τέσσερα χρόνια νωρίτερα οι φίλοι του, προεξάρχοντος του Κατσίμπαλη, εκβιαστικά σχεδόν, πρωτοδημοσίευσαν ποιήματά του φέρνοντάς τον προ τετελεσμένου γεγονότος.

Ανακαλύπτοντας τον υπερρεαλισμό
Ο Βενιαμίν της γενιάς του ΄30 δεν χρειαζόταν μόνο υποστήριξη αλλά και σχετική πίεση προκειμένου να ξεπεράσει τις αναστολές του. Η γενιά εκείνη θα άλλαζε το τοπίο της ελληνικής λογοτεχνίας, θα γνώριζε τη διεθνή προβολή και τις μεγαλύτερες τιμές, αφού δύο επιφανή της μέλη τιμήθηκαν με τη μεγαλύτερη παγκοσμίως λογοτεχνική διάκριση, το βραβείο Νομπέλ: ο Σεφέρης το 1963 και ο Ελύτης δεκαπέντε χρόνια αργότερα.

Ηταν μια γενιά με λίγο-πολύ κοινές απόψεις: η Ελλάδα θα έπρεπε να πάψει να είναι τμήμα των Βαλκανίων, να καταστεί τμήμα της Ευρώπης και ο πολιτισμός της να αξιοποιήσει την αρχαία και βυζαντινή παράδοση μαζί με τις νεότερες ευρωπαϊκές κατακτήσεις. Η ποίηση που θα γραφόταν εφεξής όφειλε να απομακρυνθεί από το πνεύμα του καρυωτακισμού και της κατήφειας αναζητώντας νέους δρόμους. Ο Ελύτης τούς έψαξε στο ελληνικό τοπίο. Και ανακαλύπτοντας τον υπερρεαλισμό βρήκε το μέσον να αναπτύξει μια άγνωστη ως τότε εικονοποιία, έναν κόσμο πολυπρισματικό, όπως έλεγε, και λαμπερό, από όπου προέκυπτε και το γενετικό βάθος του πολιτισμού και της ευαισθησίας του. Τον αντίκρισε μέσα στη διαφάνεια και το φως ονομάζοντας τις αισθήσεις που αποκόμιζε «ηλιακή μεταφυσική» η οποία παρέπεμπε στον Εμπεδοκλή. Σε μεγάλο βαθμό αντιλαμβανόταν το φως όπως και ένας άλλος κορυφαίος συγγραφέας της Μεσογείου, ο Αλμπέρ Καμύ.

Εγραφε στο γραφείο του Σολωμού
Οι αντίπαλοί του τον κατηγόρησαν ότι υπήρξε ποιητής «της χαράς» που αδιαφορούσε για τον ανθρώπινο πόνο. Την απάντησή του την έδωσε στας δυσμάς του βίου του, στα συγκλονιστικά Ελεγεία της Οξώπετρας, όπου «συναντά» τρεις μεγάλους γερμανόφωνους ποιητές: τον Χέλντερλιν, τον Νοβάλις και τον Ρίλκε, κάτω όμως από τον ιερό ίσκιο του κορυφαίου έλληνα ρομαντικού: του Διονύσιου Σολωμού. Ας θυμηθούμε πως ο Ελύτης, που δεν τον ένοιαζε να ζει σε ένα μικρό διαμέρισμα πενήντα τετραγωνικών μέτρων, απολάμβανε τη μέγιστη χαρά να κατέχει και να γράφει στο γραφείο του Σολωμού.

Στον πόλεμο της Αλβανίας η Ελλάδα κινδύνευσε να χάσει έναν από τους κορυφαίους της ποιητές του 20ού αιώνα. Ο Ελύτης στάλθηκε ως έφεδρος ανθυπολοχαγός τον Δεκέμβριο του 1940 στην πρώτη γραμμή και τον Φεβρουάριο της επόμενης χρονιάς μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο των Ιωαννίνων με σοβαρότατο κρούσμα κοιλιακού τύφου. Στη διάρκεια της Κατοχής και μετά την απελευθέρωση συνέχισε να γράφει ποιήματα και δοκίμια. Αλλά μετά το δεύτερο βιβλίο του, τον Ηλιο τον πρώτο (1943) δεν εξέδωσε βιβλίο ως το 1959. Ο,τι είχε ως τότε κατατεθεί πήρε συνθετική μορφή στο έργο που θα τον κατέτασσε σχεδόν αμέσως στη χορεία των μεγάλων ποιητών. Κυκλοφόρησε το Αξιον εστί, έργο περίπλοκης αρχιτεκτονικής, τριαδικό στη δομή του, όπου συνυπάρχουν και συνομιλούν τρεις περίοδοι του ελληνισμού: ο αρχαίος κόσμος, το Βυζάντιο και η σύγχρονη Ελλάδα.

Η μεγαλειώδης σύνθεση με έναν λόγο υπερυψωμένο προέβαλλε οραματικά μια Ελλάδα η οποία έβγαινε από το σκοτάδι της Ιστορίας στο φως του παρόντος όπου, κατά τον ίδιο, η κορυφογραμμή των ελληνικών βουνών έμοιαζε με το σχήμα του Παρθενώνα και τα βουνά, οι εκκλησίες και οι αρχαίοι ναοί ήταν «σχήματα του ουρανού».

Το Αξιον εστί ενέπνευσε στον Μίκη Θεοδωράκη το πιο σπουδαίο μουσικό του έργο. Θα έλεγε κανείς πως ο συνθέτης στην πιο ευτυχισμένη του στιγμή κατάφερε να απελευθερώσει τη μουσική που περιείχε το έργο του Ελύτη και ταυτοχρόνως να δημιουργήσει το δικό του.

Απείχε της «δημόσιας ζωής»
Στα χρόνια που ακολούθησαν ο ποιητής συνέχισε να γράφει αλλά και να απέχει από αυτό που αποκαλούμε δημόσια ζωή. Πέραν των πολύ στενών του φίλων έβλεπε ελάχιστους. Το 1969, δύο χρόνια μετά την επιβολή της δικτατορίας των συνταγματαρχών, έφυγε για το Παρίσι γιατί, όπως είπε αργότερα, στην Ελλάδα δεν μπορούσε πια να γράψει. Εκεί ξαναβρήκε το νήμα που είχε κοπεί.

Επιστρέφοντας το 1971 άρχισε να εκδίδει ένα βιβλίο σχεδόν κάθε δύο χρόνια. Η φήμη του είχε περάσει από καιρό τα ελληνικά σύνορα και η απονομή του Νομπέλ το 1978 απλώς το επιβεβαίωνε. Αλλά ενώ άλλοι ποιητές μετά το Νομπέλ δεν έγραψαν σημαντικά έργα, δύο από τα πιο σπουδαία βιβλία του Ελύτη ανήκουν σε αυτή την όψιμη περίοδο της ποιητικής δημιουργίας: το Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου (1984) και τα Ελεγεία της Οξώπετρας (1991).

Ποιητής που στα ογδόντα του χρόνια να έχει γράψει μείζονα έργα δεν υπάρχει στα παγκόσμια Γράμματα- με εξαίρεση τον Γκαίτε. Ο «ευτυχισμένος» Ελύτης, όπως τον είχαν κατηγορήσει οι αντίπαλοί του, τους έδειχνε τώρα τη Σελήνη, που την παρουσίαζε ως την αθέατη πλευρά του ήλιου. Αν ζούσε σήμερα θα γινόταν εκατό ετών αλλά θα παρέμενε νέος αποδεικνύοντας ότι η ποίηση είναι τέχνη της νεότητας ακόμη και στο βαθύτερο γήρας.

ΒΗΜΑ 31-12-2010

Ο «Τελευταίος των Βίκινγκς»



100 χρόνια από την κατάκτηση του Νότιου Πόλου από τον Ρόαλντ Αμούνδσεν

«Τελευταίος των Βίκινγκς» αποκαλείται ο Ρόαλντ Αμούνδσεν, ο Νορβηγός που πάτησε πρώτος τον Νότιο Πόλο πριν από 100 χρόνια και έμεινε στην Ιστορία ως ένας από τους μεγαλύτερους εξερευνητές. Το κατόρθωμά του είναι το πιο μυθιστορηματικό από όλες τις πρωτιές που σημειώθηκαν την εποχή των μεγάλων εξερευνήσεων γιατί ο Αμούνδσεν είχε να ανταγωνιστεί όχι μόνο τα άγρια στοιχεία της φύσης αλλά και τον Βρετανό Ρόμπερτ Σκοτ, ο οποίος έτρεχε να φθάσει πρώτος στον Νότιο Πόλο.

«Ο Βόρειος Πόλος κατακτήθηκε!» έγραψαν τα πρωτοσέλιδα τον Σεπτέμβριο του 1909. Η είδηση χτύπησε τον Αμούνδσεν σαν κεραυνός. Το αρχικό του σχέδιο ήταν να οδηγήσει το πλοίο «Fram» (που σημαίνει «Εμπρός») στο βορειότερο σημείο της γης, την πρωτιά όμως του την έκλεψαν άλλοι. Ο Νορβηγός δεν τόλμησε να πει στους χορηγούς του ότι θα άλλαζε κατεύθυνση και θα επιχειρούσε να φθάσει στο απάτητο ακόμη νοτιότερο σημείο της Γης. Σάλπαρε με άκρα μυστικότητα για τον Νότιο Πόλο τον Αύγουστο του 1910, δύο μήνες μετά τον Σκοτ, και μόνο αφού είχε διασχίσει τον μισό Ατλαντικό του έστειλε το εξής τηλεγράφημα: «Πληροφορώ ότι “Fram” κατευθύνεται Ανταρκτική- Αμούνδσεν». Η έκπληξη του Σκοτ ήταν τεράστια όταν το διάβασε, δύο μήνες αργότερα, στη Μελβούρνη.

Οπρώτος που πάτησε και τους δύο πόλους
Ο Αμούνδσεν πήρε μαζί του 97 σκυλιά Γροιλανδίας και όλη την εμπειρία στον χειρισμό ελκήθρων και στην επιβίωση σε αρκτικό περιβάλλον που είχε συγκεντρώσει από προηγούμενες αποστολές. Αφησε βαρύ το σημάδι του στη λεγόμενη «Εποχή των Ηρώων». Ηταν ο πρώτος που έπλευσε το Βορειοδυτικό Πέρασμα το οποίο, βορείως του Καναδά, ενώνει τον Ατλαντικό με τον Ειρηνικό. Του πήρε τρία χρόνια γιατί τον έπιανε ο χειμώνας κάνοντας το πέρασμα μη πλεύσιμο.

Ο Αμούνδσεν, άνθρωπος επιβλητικός και λιγόλογος, ήταν ο πρώτος που πάτησε και τους δύο πόλους. Οργανωτικός και μεθοδικός, έλεγε ότι «η νίκη περιμένει όσους έχουν τα πάντα σε τάξη - τύχη το αποκαλούν- ενώ η αποτυχία είναι βέβαιη για όσους αμελούν να πάρουν τις απαραίτητες προφυλάξεις - αυτό αποκαλείται κακοτυχία». Για την κατάκτηση του Νότιου Πόλου δεν άφησε τίποτε στην τύχη. Αν και καταγόταν από εύπορη οικογένεια εφοπλιστών, ήταν καταχρεωμένος για τις ανάγκες των αποστολών του και δεν είχε περιθώριο αποτυχίας.

Το «Fram» έφθασε στην Ανταρκτική, που έχει το μέγεθος της Ευρώπης μαζί με την Αυστραλία, τον Ιανουάριο του 2011. Ως τις 21 Απριλίου, όταν η εξάμηνη μέρα έδωσε τη θέση της στην εξάμηνη νύχτα, ο ίδιος και η ομάδα του έκαναν προετοιμασίες και μετά περίμεναν να ξαναξημερώσει τον Σεπτέμβριο. Υστερα από μια αποτυχημένη προσπάθεια ξεκίνησαν δεύτερη φορά για τον Νότιο Πόλο τον Οκτώβριο. Οι πέντε άντρες κινούνταν με σκι- Νορβηγοί όλοι τους, ήταν εξαιρετικοί στο άθλημα- ενώ οι προμήθειές τους μεταφέρονταν σε τέσσερα έλκηθρα που τα έσερναν 13 σκυλιά το καθένα.

Τα σκυλιά έτρωγαν κρέας και λίπος φώκιας τα οποία, δεκαετίες αργότερα, βρέθηκε ότι αποτελούν ιδανική τροφή για ζώα που σέρνουν έλκηθρα. Ενας παγετώνας ύψους 3.000 μέτρων στεκόταν ανάμεσα στη νορβηγική ομάδα και στον Νότιο Πόλο. Κατάφεραν να σύρουν έναν τόνο προμήθειες ως την κορυφή του, όπου πυροβόλησαν τα 24 από τα σκυλιά για να τα φάνε τα υπόλοιπα και οι ίδιοι. Το μέρος ονομάστηκε «Κρεοπωλείο».

Οανταγωνισμός του με τον Ρόμπερτ Σκοτ
Μετά ακολούθησε η «Αίθουσα Χορού του Διαβόλου», ένας παγετώνας με ένα λεπτό στρώμα χιονιού που σκέπαζε βαθιές χαράδρες. Αυτό ήταν το τελευταίο εμπόδιο. Στις 14 Δεκεμβρίου 1911, στις 3 το μεσημέρι, οι πέντε Νορβηγοί, με τα πρόσωπα φαγωμένα από τα κρυοπαγήματα, και 16 σκυλιά έφθασαν στον Νότιο Πόλο. Προηγήθηκαν κατά 35 ημέρες του Σκοτ. Η ομάδα και 11 σκυλιά επέστρεψαν στο «Fram» τον Ιανουάριο του 1012, 99 ημέρες και 2.900 χλμ. μετά την αναχώρησή τους. Ωσπου να φθάσει στην Αυστραλία, δύο μήνες αργότερα, ο Αμούνδσεν αγωνιούσε μήπως τον είχε προλάβει ο Σκοτ. Ο Βρετανός πάτησε τον πόλο στις 17 Ιανουαρίου 1912 αλλά ο ίδιος και ολόκληρη η ομάδα του πέθαναν στην επιστροφή.

Ο ανταγωνισμός των δύο αντρών δεν έχει πάψει να γοητεύει ως σήμερα. Οι αναλύσεις γιατί κέρδισε ο Αμούνδσεν και έχασε ο Σκοτ δεν σταμάτησαν ποτέ - ο πρώτος είχε σκυλιά για υποζύγια, δέρματα ζώων για θέρμανση και λεπτομερή οργάνωση ενώ ο δεύτερος σιβηρικά πόνι, συμβατικά παλτά και ανοργάνωτο ενθουσιασμό. Η δημοτικότητα του Σκοτ ανεβοκατεβαίνει σαν ασανσέρ τα 100 αυτά χρόνια: πρώτα αποθεώθηκε ως εθνικός ήρωας στη Βρετανία, στη συνέχεια αποκαθηλώθηκε και σήμερα αποκαθίσταται.

Ο Αμούνδσεν είχε τους πόλους στο αίμα του. Από μικρό παιδί κοιμόταν με ανοιχτά παράθυρα, ακόμη και στον βαρύ νορβηγικό χειμώνα, για να προετοιμαστεί για το αρκτικό κλίμα. «Πώς συνέβη να γίνω εξερευνητής;» αναρωτιέται στην αυτοβιογραφία του. «Δεν συνέβη απλώς, καθ΄ ότι η καριέρα μου υπήρξε μια σταθερή πρόοδος προς έναν σαφή στόχο από τα 15 μου χρόνια. Ο,τι πέτυχα στις εξερευνήσεις υπήρξε αποτέλεσμα ισόβιου σχεδιασμού, επίμοχθης προετοιμασίας και σκληρής, ευσυνείδητης εργασίας».

Η μητέρα του τον προόριζε για γιατρό. Αυτός εγκατέλειψε τις σπουδές στα 21, αμέσως μετά τον θάνατό της, και μπάρκαρε στα καράβια. Ο δικός του θάνατος ήταν αντάξιος εξερευνητή: σκοτώθηκε το 1928, 56 ετών, όταν το αεροπλάνο του συνετρίβη στον Αρκτικό Κύκλο. Βρισκόταν σε αποστολή διάσωσης ενός εξαφανισμένου αερόπλοιου. Τα συντρίμμια του αεροπλάνου του δεν βρέθηκαν ποτέ.
ΒΗΜΑ 31-12-2010