Alexander Hageluken Suddeutsche Zeitung «Πού είναι οι μεταρρυθμίσεις;» «Η Ε.Ε. σιωπά όσον αφορά την Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι το σχέδιο διάσωσης μπορεί να αποτύχει».
«Οι πολιτικοί έχουν την τάση να υποβαθμίζουν τα προβλήματα. Την τακτική αυτή ακολουθούν προπάντων οι Ευρωπαίοι πολιτικοί, οι οποίοι συστηματικά εξωραϊζουν καταστάσεις για να μην ενοχλήσουν κανέναν. Για το λόγο αυτό οι κυβερνήσεις της Ευρώπης σιωπούσαν επί σειρά ετών, όταν τα χρέη στραγγάλιζαν σιγά σιγά την Ελλάδα. Το αποτέλεσμα ήταν να χρειαστεί μία διάσωση πολλών δισ. Ευρώ, που θα επιβαρύνει τους φορολογούμενους για πολύ καιρό. Οι εταίροι της Ευρωζώνης θα πρέπει να προσέξουν να μην επαναλάβουν τα ίδια λάθη.
Είναι πια καιρός να ειπωθούν τα πράγματα με το όνομά τους όσον αφορά την Ελλάδα, ζητάει ο συντάκτης. Ευρωπαίοι πολιτικοί δίνουν την εντύπωση ότι η μεγάλη κατάρρευση έχει αποφευχθεί. Παρά το σύνολο της βοήθειας που της έχει χορηγηθεί, τα προβλήματα της χώρας δεν έχουν όμως επιλυθεί. Αντιθέτως, πληθαίνουν οι ενδείξεις ότι το σχέδιο διάσωσης μπορεί να αποτύχει. Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας θα αγγίξει το ερχόμενο έτος το 160% του ΑΕΠ. Η χώρα δεν μπορεί να χρηματοδοτηθεί από την αγορά κεφαλαίου, όταν αυτή ζητάει διψήφιο επιτόκιο. Το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής της κυβέρνησης δεν επαρκεί και οι Έλληνες διαμαρτύρονται για τις περικοπές που έχουν υποστεί στις αποδοχές τους. Οι υποσχέσεις για αποπληρωμή των δανείων είναι κενές. Μόνο για να αποτρέψει αύξηση των χρεών, η Αθήνα θα πρέπει σε ετήσια βάση να έχει πλεονασματικό προϋπολογισμό της τάξης του 10%. Αυτό δεν το καταφέρνουν ούτε τα κράτη με παράδοση σταθερών οικονομιών.
Ελλοχεύει ο κίνδυνος οι πολιτικοί της Ευρώπης να αποκρύπτουν την πραγματικότητα από τους πολίτες τους μέχρις ότου αυτή δεν θα είναι πλέον υποφερτή και τότε θα αποφασίσουν άμεσα νέα χορήγηση βοήθειας. Με τον τρόπο αυτό θα προκύψει ένας μόνιμος μηχανισμός στήριξης, με τον οποίο τα πλούσια κράτη της Ευρωζώνης θα «διατρέφουν» τους εταίρους που ζουν πέραν των δυνατοτήτων τους. Καμία γερμανική κυβέρνηση δεν πρέπει να το επιτρέψει αυτό. Για το λόγο αυτό πρέπει χωρίς καθυστέρηση να μελετηθεί ο τρόπος διαχείρισης του ελληνικού προβλήματος.
Δημόσιο χρέος της τάξης του 160% θα στραγγαλίσει τη χώρα. Εάν η οικονομία δεν αναπτυχθεί με θαυματουργό τρόπο, αναγκαία θα είναι μία άλλη λύση: Οι ιδιώτες πιστωτές θα πρέπει να παραιτηθούν τμήματος των απαιτήσεών τους. Χώρες της Λατινικής Αμερικής, όπως η Αργεντινή, τόλμησαν το βήμα αυτό, αλλά πλήρωσαν και το τίμημα: Οι επενδυτές απομακρύνθηκαν για πολλά χρόνια. Προκειμένου να μην υπάρξει αυτή η εξέλιξη στην περίπτωση της Ελλάδας, είναι σκόπιμη η υποστήριξή της από πλευράς εταίρων. Λάθος θα ήταν, ωστόσο, να προστατεύονται πάντα οι επενδυτές και να φορτώνονται όλα στις πλάτες των φορολογουμένων.
Οι Ευρωπαίοι πολιτικοί θα πρέπει να δηλώσουν επιτέλους ανοιχτά ότι το δημόσιο χρέος της Ελλάδας πρέπει να μειωθεί, αντί να το μεταθέτουν για το 2013, όταν λήγει η βοήθεια της Ε.Ε. Άνευ εναλλακτικής είναι και το δεύτερο βήμα: Η ελληνική οικονομία χρειάζεται επειγόντως ριζικές μεταρρυθμίσεις για να αποφευχθεί μία νέα καταστροφή. Η μεγάλη μάζα των ελεύθερων επαγγελματιών πρέπει επιτέλους να πληρώσει φόρους. Η προοπτική των μαύρων κερδών οδήγησε την κοινωνία στην παροχή υπηρεσιών, αντί να επενδύει στις εξαγωγές. Και τρίτον, θα πρέπει να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα της χώρας. Ούτε καν η απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας, που προβλέπεται στο ευρωπαϊκό Δίκαιο, δεν προχωρεί στην Ελλάδα. Το συνδικάτο, που μπλοκάρει τα πάντα, χρηματοδοτείται από την κρατική μονοπωλιακή ΔΕΗ. Όλα αυτά δεν είναι εθνικά θέματα των Ελλήνων. Στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης, όπως προτάθηκε από τη Γερμανίδα Καγκελάριο, θα πρέπει οι Ευρωπαίοι εταίροι να μεριμνήσουν από τώρα, ώστε η Ελλάδα να γίνει ανταγωνιστική».
Ν. ΧΕΙΛΑΣ ΒΗΜΑ 25-2-2011
Σάββατο 26 Φεβρουαρίου 2011
Συμβαίνουν και στην Αμερική...
Ο Πολ Ράιαν δεν πίστευε στα μάτια του: «Είναι σαν να ήρθε το Κάιρο στο Μάντισον», δήλωσε ο συντηρητικός βουλευτής του Ουισκόνσιν, οργισμένος με τους 10.000 διαδηλωτές στην πρωτεύουσα της πολιτείας και την κατάληψη του τοπικού Καπιτωλίου. Οργανωμένες από τα συνδικάτα, οι κινητοποιήσεις εναντίον του Ρεπουμπλικανού κυβερνήτη, Σκοτ Ουόκερ, διαρκούν ήδη δύο εβδομάδες και προκαλούν αντιδιαδηλώσεις του υπερσυντηρητικού Κόμματος του Τσαγιού. Ανάλογες σκηνές εκτυλίσσονται στις γειτονικές πολιτείες Οχάιο και Ιντιάνα, ενώ οι New York Times μιλούν για «πυρκαγιά, που εξαπλώνεται από σφοδρό άνεμο». Κι αν οι παραλληλισμοί με την αραβική εξέγερση εμφανίζονται τραβηγμένοι απ’ τα μαλλιά, οι αναλογίες με τα καθ’ ημάς είναι ισχυρές.
Οπως τα περιφερειακά κράτη της Ευρωζώνης, έτσι και πολλές αμερικανικές πολιτείες είναι υπερχρεωμένες. Στις εκλογές του Νοεμβρίου, οι Ρεπουμπλικανοί νίκησαν κατά κράτος και σε 21 πολιτείες πέτυχαν «τρίποντο», δηλαδή εξέλεξαν κυβερνήτη και απέσπασαν πλειοψηφίες σε τοπική Βουλή και Γερουσία. Η ηγεσία τους θεώρησε ότι ήρθε η ώρα για μια αντιμεταρρύθμιση, βαθύτερη από εκείνη της εποχής Ρέιγκαν. Ηδη, ηγετικά στελέχη τους, όπως οι Νιουτ Γκρίνγκριτς και Τζεμπ Μπους (αδελφός του πρώην προέδρου), εισηγούνται την επίσημη χρεοκοπία πολιτειών, ώστε να τους λυθούν τα χέρια για μαζικές απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων, ακόμη και για μη καταβολή των οφειλομένων συντάξεων.
Μετά την ορκωμοσία τους, οι νέοι κυβερνήτες εισήγαγαν, με αστραπιαία ταχύτητα, νομοσχέδια σαρωτικών ανατροπών, δαιμονοποιώντας δύο συνήθεις υπόπτους: τους δημοσίους υπαλλήλους και τα εργατικά συνδικάτα. Οπως σημειώνει ο νομπελίστας οικονομολόγος Πολ Κρούγκμαν, το επιχείρημα ότι για τα ελλείμματα φταίνε οι μισθοί και οι συντάξεις των δημοσίων υπαλλήλων δεν αντέχει στην κριτική: Πρώτον, γιατί η ρίζα του προβλήματος βρίσκεται στην οικονομική ύφεση και στις μειώσεις της φορολογίας κεφαλαίου, που συρρίκνωσαν τα έσοδα των πολιτειών. Και δεύτερον, γιατί τα συνδικάτα είχαν ήδη αποδεχθεί εισοδηματικές μειώσεις, προκειμένου να σώσουν θέσεις εργασίας. Επομένως, ο πραγματικός στόχος των Ρεπουμπλικανών δεν είναι η «δημοσιονομική εξυγίανση», αλλά η εξόντωση του συνδικαλισμού. Αυτό προδίδουν και οι προβλέψεις των νομοσχεδίων τους: στο Ουισκόνσιν, καταργούν τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και προβλέπουν απολύσεις όσων «παρεμποδίζουν την εργασία». Στην Αλαμπάμα, απαγορεύουν την είσπραξη συνδικαλιστικών συνδρομών, αν δεν δεσμευτεί το συνδικάτο ότι θα απόσχει από κάθε πολιτική δραστηριότητα. Στο Οχάιο, καταργούν το δικαίωμα των δημοσίων υπαλλήλων στην απεργία.
Οι υποστηρικτές αυτών των μέτρων επικαλούνται «τα συμφέροντα των φορολογουμένων». Στην πραγματικότητα, υπερασπίζονται μόνο την κυρίαρχη συντεχνία των φορολογουμένων πλουσίων, που δεν θέλουν να δίνουν δεκάρα για τη δημόσια εκπαίδευση και υγεία των φτωχών, γι’ αυτό προετοιμάζουν την πλήρη ιδιωτικοποίησή τους. Οπως τονίζει και πάλι ο Κρούγκμαν, είναι όχι μόνο αστείο, αλλά και εξαιρετικά επικίνδυνο, από τη μια πλευρά, οι μεγάλες εταιρείες να εξαγοράζουν νόμιμα πολιτικούς με στρατιές ολόκληρες από λομπίστες (ο κυβερνήτης του Ουισκόνσιν, όπως και το Κόμμα του Τσαγιού, χρηματοδοτείται αδρά από τους μεγαλοβιομηχάνους αδελφούς Κοχ) και από την άλλη να συντρίβονται τα εργατικά συνδικάτα, ένα από τα ελάχιστα αντίβαρα στην ισχύ των εταιρειών. Αντιστρέφοντας τις κατηγορίες περί «Καΐρου», ο Κρούγκμαν υποστηρίζει ότι οι Ρεπουμπλικανοί «είναι αυτοί που επιδιώκουν να μετατρέψουν το Ουισκόνσιν και τελικά ολόκληρη την Αμερική, από λειτουργούσα δημοκρατία, σε τριτοκοσμικού τύπου ολιγαρχία».
Τουλάχιστον στην Αμερική υπάρχουν αρκετοί Κρούγκμαν που τολμούν να εκφέρουν ενοχλητικές αλήθειες, ενώ ακόμη και ο πρόεδρος Ομπάμα υπερασπίστηκε ανοιχτά τα συνδικάτα. Στην πάλαι ποτέ «κοινωνική» Ευρώπη, παρόμοιες φωνές γίνονται είδος προς εξαφάνιση στο επίσημο πολιτικό σκηνικό. Γι’ αυτό και η υπόμνηση ενός άλλου Αμερικανού προέδρου, του Τζον Κένεντι, ακούγεται επίκαιρη: «Οσοι αποκλείουν σε μια κοινωνία τη δυνατότητα της ειρηνικής αλλαγής, προεξοφλούν τη βίαιη».
Πετρου Παπακωνσταντινου ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 26-2-2011
Οπως τα περιφερειακά κράτη της Ευρωζώνης, έτσι και πολλές αμερικανικές πολιτείες είναι υπερχρεωμένες. Στις εκλογές του Νοεμβρίου, οι Ρεπουμπλικανοί νίκησαν κατά κράτος και σε 21 πολιτείες πέτυχαν «τρίποντο», δηλαδή εξέλεξαν κυβερνήτη και απέσπασαν πλειοψηφίες σε τοπική Βουλή και Γερουσία. Η ηγεσία τους θεώρησε ότι ήρθε η ώρα για μια αντιμεταρρύθμιση, βαθύτερη από εκείνη της εποχής Ρέιγκαν. Ηδη, ηγετικά στελέχη τους, όπως οι Νιουτ Γκρίνγκριτς και Τζεμπ Μπους (αδελφός του πρώην προέδρου), εισηγούνται την επίσημη χρεοκοπία πολιτειών, ώστε να τους λυθούν τα χέρια για μαζικές απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων, ακόμη και για μη καταβολή των οφειλομένων συντάξεων.
Μετά την ορκωμοσία τους, οι νέοι κυβερνήτες εισήγαγαν, με αστραπιαία ταχύτητα, νομοσχέδια σαρωτικών ανατροπών, δαιμονοποιώντας δύο συνήθεις υπόπτους: τους δημοσίους υπαλλήλους και τα εργατικά συνδικάτα. Οπως σημειώνει ο νομπελίστας οικονομολόγος Πολ Κρούγκμαν, το επιχείρημα ότι για τα ελλείμματα φταίνε οι μισθοί και οι συντάξεις των δημοσίων υπαλλήλων δεν αντέχει στην κριτική: Πρώτον, γιατί η ρίζα του προβλήματος βρίσκεται στην οικονομική ύφεση και στις μειώσεις της φορολογίας κεφαλαίου, που συρρίκνωσαν τα έσοδα των πολιτειών. Και δεύτερον, γιατί τα συνδικάτα είχαν ήδη αποδεχθεί εισοδηματικές μειώσεις, προκειμένου να σώσουν θέσεις εργασίας. Επομένως, ο πραγματικός στόχος των Ρεπουμπλικανών δεν είναι η «δημοσιονομική εξυγίανση», αλλά η εξόντωση του συνδικαλισμού. Αυτό προδίδουν και οι προβλέψεις των νομοσχεδίων τους: στο Ουισκόνσιν, καταργούν τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και προβλέπουν απολύσεις όσων «παρεμποδίζουν την εργασία». Στην Αλαμπάμα, απαγορεύουν την είσπραξη συνδικαλιστικών συνδρομών, αν δεν δεσμευτεί το συνδικάτο ότι θα απόσχει από κάθε πολιτική δραστηριότητα. Στο Οχάιο, καταργούν το δικαίωμα των δημοσίων υπαλλήλων στην απεργία.
Οι υποστηρικτές αυτών των μέτρων επικαλούνται «τα συμφέροντα των φορολογουμένων». Στην πραγματικότητα, υπερασπίζονται μόνο την κυρίαρχη συντεχνία των φορολογουμένων πλουσίων, που δεν θέλουν να δίνουν δεκάρα για τη δημόσια εκπαίδευση και υγεία των φτωχών, γι’ αυτό προετοιμάζουν την πλήρη ιδιωτικοποίησή τους. Οπως τονίζει και πάλι ο Κρούγκμαν, είναι όχι μόνο αστείο, αλλά και εξαιρετικά επικίνδυνο, από τη μια πλευρά, οι μεγάλες εταιρείες να εξαγοράζουν νόμιμα πολιτικούς με στρατιές ολόκληρες από λομπίστες (ο κυβερνήτης του Ουισκόνσιν, όπως και το Κόμμα του Τσαγιού, χρηματοδοτείται αδρά από τους μεγαλοβιομηχάνους αδελφούς Κοχ) και από την άλλη να συντρίβονται τα εργατικά συνδικάτα, ένα από τα ελάχιστα αντίβαρα στην ισχύ των εταιρειών. Αντιστρέφοντας τις κατηγορίες περί «Καΐρου», ο Κρούγκμαν υποστηρίζει ότι οι Ρεπουμπλικανοί «είναι αυτοί που επιδιώκουν να μετατρέψουν το Ουισκόνσιν και τελικά ολόκληρη την Αμερική, από λειτουργούσα δημοκρατία, σε τριτοκοσμικού τύπου ολιγαρχία».
Τουλάχιστον στην Αμερική υπάρχουν αρκετοί Κρούγκμαν που τολμούν να εκφέρουν ενοχλητικές αλήθειες, ενώ ακόμη και ο πρόεδρος Ομπάμα υπερασπίστηκε ανοιχτά τα συνδικάτα. Στην πάλαι ποτέ «κοινωνική» Ευρώπη, παρόμοιες φωνές γίνονται είδος προς εξαφάνιση στο επίσημο πολιτικό σκηνικό. Γι’ αυτό και η υπόμνηση ενός άλλου Αμερικανού προέδρου, του Τζον Κένεντι, ακούγεται επίκαιρη: «Οσοι αποκλείουν σε μια κοινωνία τη δυνατότητα της ειρηνικής αλλαγής, προεξοφλούν τη βίαιη».
Πετρου Παπακωνσταντινου ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 26-2-2011
Κυριακή 20 Φεβρουαρίου 2011
Πόση Ιστορία μπορούμε ν’ αντέξουμε;
Δεν είναι η πρώτη φορά (και δεν θα είναι η τελευταία) που από άγχος για την ταυτότητά μας κοβόμαστε στα δύο, στα τρία, στα δέκα, μιλώντας για τις πίσω μας σελίδες, για την ιστορία του τόπου όπου έτυχε να γεννηθούμε. Και μηχανή σαν εκείνες που κατασκευάζει η μυθοπλασία της επιστημονικής φαντασίας αν διαθέταμε, για να ταξιδέψουμε αναπόταμα στο χρόνο, και πάλι, όσα θα βλέπαμε, θ’ ακούγαμε και θα εννοούσαμε, ένα μέρος θα ήταν, όχι το πάντοτε ασύλληπτο όλον. Και με βάση αυτό το μέρος θα καταλήγαμε στα συμπεράσματά μας, για να τα προβάλουμε είτε με μετριοπάθεια, όχι και τόσο συνηθισμένη είναι η αλήθεια, είτε σαν μόνη αυθεντική και μόνη νοητή ανάγνωση. Ακόμα και οι προγραμματισμένα ολικές ερμηνείες της Ιστορίας, οι ιστοριογραφίες δηλαδή, που επιχειρούν να εντάξουν ή να υποτάξουν σε ένα σχήμα όλο το υπάρχον υλικό, διατηρούν τη μερικότητά τους, ιδίως αν το σχήμα είναι προαποφασισμένο, οπότε αναλαμβάνει η γνωστή λήψις του ζητουμένου ή η ιδεολογική χρήση της ιστορίας να τακτοποιήσει στανικά τα πράγματα και να τα συμμορφώσει. Η οπτική του καθενός καθορίζει το τμήμα που θα δει, που θα επιλέξει να δει, και βάσει του οποίου θα οδηγηθεί στα πορίσματά του. Για να πολεμηθεί ακριβώς αυτή η μεροληψία, ή έστω για να αμβλυνθεί, τα μεγάλα ιστοριογραφικά εγχειρήματα διεκπεραιώνονται από ομάδες επιστημόνων, που συνεργάζονται, αλληλοκρίνονται και αλληλοσυμπληρώνονται.
Το ερώτημα πόση ιστορία αντέχουμε, και ποια ακριβώς, πόση ιστορία είμαστε διατεθειμένοι να αντέξουμε ελέγχοντας και επανελέγχοντας τις βεβαιότητές μας, δεν είναι νέο, των ημερών μας. Δεν είναι νέα, δηλαδή, η τάση να στοιβάζουμε στην κατηγορία των «ου φωνητών» οτιδήποτε στενάχωρο, να αφήνουμε εκτός πλαισίου ό, τι δεν συμφωνεί με το ιδεώδες που έχουμε πλάσει ή έχουμε υιοθετήσει έτοιμο, και να καταγγέλλουμε σαν ελλειμματικό πατριώτη, μειοδότη, συνωμότη και λοιπά ομοιοκατάληκτα όποιον διαφωνεί μαζί μας. Ως πατέρας της Ιστορίας αναγνωρίζεται βέβαια ο Ηρόδοτος, αυτό όμως δεν τον έθεσε στο απυρόβλητο: όπως κι άλλη φορά έχω σημειώσει εδώ, κατηγορήθηκε ήδη στην αρχαιότητα σαν ανθέλληνας, φιλοβάρβαρος, φιλοχρήματος και καταψευδόμενος, στο σύγγραμμα «Περί της Ηροδότου κακοηθείας» που αποδίδεται στον Πλούταρχο, επειδή έγραψε εκτός των άλλων πως οι Ελληνες δανείστηκαν στοιχεία του πολιτισμού τους από λαούς με τους οποίους συγχρωτίζονταν.
Μια και ζούμε στον κόσμο της εγγραμματοσύνης και όχι της προφορικότητας, κατά κάποιον τρόπο ο καθένας είναι τα διαβάσματά του, η όρεξή του να διαβάζει, να ξανοίγεται σε κείμενα που ενδέχεται να απειλήσουν τη σιγουριά του και να τον οδηγήσουν στη συχνά μελαγχολική αμφιβολία. Η ιστοριογραφία δεν έπαψε να προκόβει εκμεταλλευόμενη νέα ευρήματα, νέες μεθόδους, νέες λογικές. Ειδικά η ιστοριογραφία που αφορά την Ελλάδα και τη μακρότατη πορεία της, δεν έληξε φυσικά με τον Παπαρρηγόπουλο, όπως φαίνεται να πιστεύει ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Ανθιμος, ο οποίος, σε άρθρο του στην «Καθημερινή» της περασμένης Κυριακής, διατείνεται ότι «Ελληνες ιστορικοί υπήρξαν πολλοί και άξιοι. Ο μοναδικός για την Ελλάδα είναι ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος». Αλλά τα 120 χρόνια που πέρασαν από το θάνατο του Παπαρρηγόπουλου είναι πολύ μεγάλο διάστημα για να αποδεχτούμε ότι στη διάρκειά του οι ιστορικοί έμειναν άπραγοι και παγωμένοι ή ότι οι αντιρρήσεις για την ιστοριογραφική άποψη του Παπαρρηγόπουλου τελείωσαν σε όσα έγραφε ο συγκαιρινός του Στέφανος Κουμανούδης. Φαίνεται ωστόσο ότι, ενώ εκείνο το του Σόλωνος, «γηράσκω αιεί πολλά διδασκόμενος», το ’χουμε απλώς για να το γράφουμε στις εκθέσεις μας στις πανελλήνιες, το εκσυγχρονισμένο του Μανόλη Αναγνωστάκη, «γηράσκω αεί αναθεωρών», μας τρομάζει, θαρρείς και είναι αμάρτημα ο αναστοχασμός.
Εκτός όλων των άλλων, λοιπόν, δεκαέξι χρόνια αφότου είχε πεθάνει ο Παπαρρηγόπουλος εκδόθηκαν τα «Απομνημονεύματα» του Μακρυγιάννη, χάρη στη μέριμνα του Γιάννη Βλαχογιάννη. Ανάμεσα στα άλλα που γράφει ο Ρουμελιώτης ιστοριοδίφης για τον Ρουμελιώτη στρατηγό (ας σημειώσω εδώ ότι τα «Απομνημονεύματα» εκδόθηκαν πρόσφατα σε τρεις τόμους από την «Εστία», εξαιρετικά φροντισμένα από τον Αλέξη Πολίτη και τη Γεωργία Παπαγεωργίου), διαβάζουμε και τα εξής, που μάλλον δεν συμφωνούν με τη μυθοπλασία που παραγνωρίζει πως οι επαναστάτες του 1821 ήταν άνθρωποι, με τον πόθο τους για την ελευθερία αλλά και με τις ανάγκες και τα πάθη τους, και όχι πλάσματα δίχως αίμα:
«Το επάγγελμα των όπλων είχε διαμορφωθή μόνιμον παρ’ αυτώ (για τον Μακρυγιάννη, θυμίζω, ο λόγος), μετά του πλεονεκτήματος ότι ουδεμία των εκ παραδόσεως κακιών, αίτινες συνυπήρχον τοις παλαιοίς στρατιωτικοίς, ούτε τάσις προς την φιλοκέρδειαν και την αρπαγήν, ούτε βία και καταπίεσις εστιγμάτισάν ποτε τον βίον αυτού. Ο Μακρυγιάννης μεταξύ των ρουμελιωτικών στρατευμάτων, τα οποία πάντα υπήρξαν μισθοφορικά, ήτο ο ευγενέστατος τύπος μισθοφόρου. Οι σκληροτράχηλοι εκείνοι άνδρες, οίτινες διά τον λουφέν κληθέντες παρά της Κυβερνήσεως κατέπνιξαν της εν Πελοποννήσω ένοπλον εξέγερσιν, διά τον λουφέν ομοίως κατήγαγον αθανάτους νίκας εν Μεσολογγίω και υπό τον Καραϊσκάκην εν τη Ανατολική Ελλάδι κτλ. Ο μισθός υπήρξεν εις αυτούς ουχί ο σκοπός, αλλά το μέσον προς επιχείρησιν γενναίων έργων. Κατά τα τελευταία έτη, τα κρισιμώτατα της Επαναστάσεως, ήτοι 1825-1827, τα ρουμελιωτικά στρατεύματα ανεδείχθησαν αληθώς απαράμιλλα, μεταξύ δ’ αυτών τα ανδρειότατα ήσαν και τα μάλιστα δυσήνια (δυσχαλίνωτα), ως τα Αιτωλικά και Ακαρνανικά ρέποντα προς το πλιάτσικο ένεκα της πτωχείας των απαρτιζόντων αυτά. Οι Ρουμελιώται εμισθοφόρουν διότι ήσαν πτωχοί, διότι η πατρίς αυτών ήτο πάσα κατεστραμμένη υπό του εχθρού».
Μισθοφορία; Λουφές; Πλιάτσικο; Μα, όπως θα έλεγχαν οι διάφοροι οδυρόμενοι των τηλεπαραθύρων, «εγώ έφτασα εξήντα χρόνων και δεν άκουσα ποτέ τέτοια πράγματα». Επειδή, βεβαίως, τα σχολικά βιβλία δεν περιείχαν «τέτοια πράγματα», αλλά και επειδή τα βιβλία που τα περιείχαν (δηλαδή τα «Απομνημονεύματα» του Μακρυγιάνη και τα προλεγόμενά τους, όχι τίποτα περιθωριακό ή λαθραίο) δεν έτυχε να πέσουν ποτέ στην αντίληψη των οδυρομένων, κι ας επικαλούνται και «τον καημένο τον στρατηγό» στα θεατρικά μοιρολόγια τους. Και τι να έκανε λοιπόν ο Βλαχογιάννης; Να απέφευγε τις αναφορές στα στενάχωρα, στα οικεία κακά, έχοντας στο μυαλό του όσα υπέστη ο Αθηναίος τραγωδός Φρύνιχος για τη «Μιλήτου άλωση»; Να υιοθετούσε την τεχνική της παρασιώπησης, απιστώντας έτσι στο παράδειγμα των ίδιων των αγωνιστών του ’21, του Κολοκοτρώνη λ. χ., που, στα Ενθυμήματά τους, δεν φοβήθηκαν την αλήθεια;
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 20-2-2011
Το ερώτημα πόση ιστορία αντέχουμε, και ποια ακριβώς, πόση ιστορία είμαστε διατεθειμένοι να αντέξουμε ελέγχοντας και επανελέγχοντας τις βεβαιότητές μας, δεν είναι νέο, των ημερών μας. Δεν είναι νέα, δηλαδή, η τάση να στοιβάζουμε στην κατηγορία των «ου φωνητών» οτιδήποτε στενάχωρο, να αφήνουμε εκτός πλαισίου ό, τι δεν συμφωνεί με το ιδεώδες που έχουμε πλάσει ή έχουμε υιοθετήσει έτοιμο, και να καταγγέλλουμε σαν ελλειμματικό πατριώτη, μειοδότη, συνωμότη και λοιπά ομοιοκατάληκτα όποιον διαφωνεί μαζί μας. Ως πατέρας της Ιστορίας αναγνωρίζεται βέβαια ο Ηρόδοτος, αυτό όμως δεν τον έθεσε στο απυρόβλητο: όπως κι άλλη φορά έχω σημειώσει εδώ, κατηγορήθηκε ήδη στην αρχαιότητα σαν ανθέλληνας, φιλοβάρβαρος, φιλοχρήματος και καταψευδόμενος, στο σύγγραμμα «Περί της Ηροδότου κακοηθείας» που αποδίδεται στον Πλούταρχο, επειδή έγραψε εκτός των άλλων πως οι Ελληνες δανείστηκαν στοιχεία του πολιτισμού τους από λαούς με τους οποίους συγχρωτίζονταν.
Μια και ζούμε στον κόσμο της εγγραμματοσύνης και όχι της προφορικότητας, κατά κάποιον τρόπο ο καθένας είναι τα διαβάσματά του, η όρεξή του να διαβάζει, να ξανοίγεται σε κείμενα που ενδέχεται να απειλήσουν τη σιγουριά του και να τον οδηγήσουν στη συχνά μελαγχολική αμφιβολία. Η ιστοριογραφία δεν έπαψε να προκόβει εκμεταλλευόμενη νέα ευρήματα, νέες μεθόδους, νέες λογικές. Ειδικά η ιστοριογραφία που αφορά την Ελλάδα και τη μακρότατη πορεία της, δεν έληξε φυσικά με τον Παπαρρηγόπουλο, όπως φαίνεται να πιστεύει ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Ανθιμος, ο οποίος, σε άρθρο του στην «Καθημερινή» της περασμένης Κυριακής, διατείνεται ότι «Ελληνες ιστορικοί υπήρξαν πολλοί και άξιοι. Ο μοναδικός για την Ελλάδα είναι ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος». Αλλά τα 120 χρόνια που πέρασαν από το θάνατο του Παπαρρηγόπουλου είναι πολύ μεγάλο διάστημα για να αποδεχτούμε ότι στη διάρκειά του οι ιστορικοί έμειναν άπραγοι και παγωμένοι ή ότι οι αντιρρήσεις για την ιστοριογραφική άποψη του Παπαρρηγόπουλου τελείωσαν σε όσα έγραφε ο συγκαιρινός του Στέφανος Κουμανούδης. Φαίνεται ωστόσο ότι, ενώ εκείνο το του Σόλωνος, «γηράσκω αιεί πολλά διδασκόμενος», το ’χουμε απλώς για να το γράφουμε στις εκθέσεις μας στις πανελλήνιες, το εκσυγχρονισμένο του Μανόλη Αναγνωστάκη, «γηράσκω αεί αναθεωρών», μας τρομάζει, θαρρείς και είναι αμάρτημα ο αναστοχασμός.
Εκτός όλων των άλλων, λοιπόν, δεκαέξι χρόνια αφότου είχε πεθάνει ο Παπαρρηγόπουλος εκδόθηκαν τα «Απομνημονεύματα» του Μακρυγιάννη, χάρη στη μέριμνα του Γιάννη Βλαχογιάννη. Ανάμεσα στα άλλα που γράφει ο Ρουμελιώτης ιστοριοδίφης για τον Ρουμελιώτη στρατηγό (ας σημειώσω εδώ ότι τα «Απομνημονεύματα» εκδόθηκαν πρόσφατα σε τρεις τόμους από την «Εστία», εξαιρετικά φροντισμένα από τον Αλέξη Πολίτη και τη Γεωργία Παπαγεωργίου), διαβάζουμε και τα εξής, που μάλλον δεν συμφωνούν με τη μυθοπλασία που παραγνωρίζει πως οι επαναστάτες του 1821 ήταν άνθρωποι, με τον πόθο τους για την ελευθερία αλλά και με τις ανάγκες και τα πάθη τους, και όχι πλάσματα δίχως αίμα:
«Το επάγγελμα των όπλων είχε διαμορφωθή μόνιμον παρ’ αυτώ (για τον Μακρυγιάννη, θυμίζω, ο λόγος), μετά του πλεονεκτήματος ότι ουδεμία των εκ παραδόσεως κακιών, αίτινες συνυπήρχον τοις παλαιοίς στρατιωτικοίς, ούτε τάσις προς την φιλοκέρδειαν και την αρπαγήν, ούτε βία και καταπίεσις εστιγμάτισάν ποτε τον βίον αυτού. Ο Μακρυγιάννης μεταξύ των ρουμελιωτικών στρατευμάτων, τα οποία πάντα υπήρξαν μισθοφορικά, ήτο ο ευγενέστατος τύπος μισθοφόρου. Οι σκληροτράχηλοι εκείνοι άνδρες, οίτινες διά τον λουφέν κληθέντες παρά της Κυβερνήσεως κατέπνιξαν της εν Πελοποννήσω ένοπλον εξέγερσιν, διά τον λουφέν ομοίως κατήγαγον αθανάτους νίκας εν Μεσολογγίω και υπό τον Καραϊσκάκην εν τη Ανατολική Ελλάδι κτλ. Ο μισθός υπήρξεν εις αυτούς ουχί ο σκοπός, αλλά το μέσον προς επιχείρησιν γενναίων έργων. Κατά τα τελευταία έτη, τα κρισιμώτατα της Επαναστάσεως, ήτοι 1825-1827, τα ρουμελιωτικά στρατεύματα ανεδείχθησαν αληθώς απαράμιλλα, μεταξύ δ’ αυτών τα ανδρειότατα ήσαν και τα μάλιστα δυσήνια (δυσχαλίνωτα), ως τα Αιτωλικά και Ακαρνανικά ρέποντα προς το πλιάτσικο ένεκα της πτωχείας των απαρτιζόντων αυτά. Οι Ρουμελιώται εμισθοφόρουν διότι ήσαν πτωχοί, διότι η πατρίς αυτών ήτο πάσα κατεστραμμένη υπό του εχθρού».
Μισθοφορία; Λουφές; Πλιάτσικο; Μα, όπως θα έλεγχαν οι διάφοροι οδυρόμενοι των τηλεπαραθύρων, «εγώ έφτασα εξήντα χρόνων και δεν άκουσα ποτέ τέτοια πράγματα». Επειδή, βεβαίως, τα σχολικά βιβλία δεν περιείχαν «τέτοια πράγματα», αλλά και επειδή τα βιβλία που τα περιείχαν (δηλαδή τα «Απομνημονεύματα» του Μακρυγιάνη και τα προλεγόμενά τους, όχι τίποτα περιθωριακό ή λαθραίο) δεν έτυχε να πέσουν ποτέ στην αντίληψη των οδυρομένων, κι ας επικαλούνται και «τον καημένο τον στρατηγό» στα θεατρικά μοιρολόγια τους. Και τι να έκανε λοιπόν ο Βλαχογιάννης; Να απέφευγε τις αναφορές στα στενάχωρα, στα οικεία κακά, έχοντας στο μυαλό του όσα υπέστη ο Αθηναίος τραγωδός Φρύνιχος για τη «Μιλήτου άλωση»; Να υιοθετούσε την τεχνική της παρασιώπησης, απιστώντας έτσι στο παράδειγμα των ίδιων των αγωνιστών του ’21, του Κολοκοτρώνη λ. χ., που, στα Ενθυμήματά τους, δεν φοβήθηκαν την αλήθεια;
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 20-2-2011
Πραγματικότητα και θεατρινισμοί
Η θύελλα που ακολούθησε τη συνέντευξη Τύπου της τρόικας την περασμένη εβδομάδα είναι ενδεικτική της ανικανότητας του πολιτικού συστήματος να οδηγήσει την Ελλάδα στην έξοδο από την κρίση. Αφήνοντας την τρόικα να ανακοινώσει τον στόχο των εσόδων 50 δισ. ευρώ που η ίδια αποφάσισε, η κυβέρνησε κράτησε απόσταση από μέτρα που μπορεί να εκληφθούν ως «νεοφιλελεύθερα», επιρρίπτοντας εν συνεχεία ευθύνη στην τρόικα. Κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση αναλίσκονται σε λαϊκίστικες αντιπαραθέσεις για την «αξιοποίηση» και όχι «εκποίηση» της δημόσιας περιουσίας, ενώ γνωρίζουν πολύ καλά ότι ο στόχος είσπραξης 50 δισ. ευρώ δεν είναι ρεαλιστικός χωρίς την εκχώρηση της ιδιοκτησίας δημόσιας γης. Επιβεβαίωσαν έτσι την αδυναμία ενός κρατικοδίαιτου πολιτικού συστήματος να απελευθερώσει την οικονομία από τα δεσμά του κρατισμού.
Αλλά ας βάλουμε κατά μέρος τον επικοινωνιακό πανικό που ακολούθησε τη συνέντευξη Τύπου της τρόικας και ας επικεντρωθούμε στην ουσία του θέματος. Οπως επεσήμανε ο εκπρόσωπος του ΔΝΤ στη συνέντευξη Τύπου «οι στόχοι του προγράμματος έχουν λίγο-πολύ επιτευχθεί, αλλά αυτή η πορεία δεν θα συνεχιστεί χωρίς σημαντική επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων σε όλους τους τομείς». Και πράγματι. Στο δημοσιονομικό σκέλος, η ενιαία αρχή πληρωμών που επρόκειτο να λειτουργήσει τον περασμένο Οκτώβριο δεν έχει συσταθεί, οι συγχωνεύσεις του Καλλικράτη που θα μείωναν τις δαπάνες δεν έχουν γίνει, ενώ τα φορολογικά έσοδα συνεχίζουν να υπολείπονται των στόχων ακόμη και μετά την «περαίωση». Η πορεία εφαρμογής του Μνημονίου συντηρεί και το σενάριο των πρόωρων εκλογών. Αν δεν επιταχυνθούν οι μεταρρυθμίσεις, είναι βέβαιο ότι το πρόγραμμα σταθεροποίησης θα εκτροχιαστεί. Τι θα γίνει τότε; Η τρόικα θα φύγει άπρακτη από την επόμενη επίσκεψή της στην Αθήνα τον Μάιο, χωρίς να δώσει συνέντευξη Τύπου, αφήνοντας πίσω ένα εμπιστευτικό σημείωμα με τα μέτρα που θα πρέπει να πάρει η κυβέρνηση πριν εισηγηθεί την εκταμίευση της επόμενης δόσης.
Σε τι βοηθούσε η είσπραξη 50 δισ. ευρώ από ιδιωτικοποιήσεις και παραχώρηση δικαιωμάτων εκμετάλλευσης; Με τα έσοδα αυτά θα μπορούσαμε να επαναγοράσουμε χρέος ύψους 70 δισ. ευρώ από τη δευτερογενή αγορά (με έκπτωση 30% από την ονομαστική αξία), μειώνοντας την ετήσια δαπάνη για τόκους κατά 3,5 δισ. ευρώ. Η εξοικονόμηση αυτού του ποσού δεν θα λύσει το πρόβλημα των ελλειμμάτων και του χρέους, είναι όμως σίγουρα προτιμότερη από την περαιτέρω περικοπή μισθών και συντάξεων για την επίτευξη των στόχων για το έλλειμμα.
Πέρα από την είσπραξη εσόδων για τη μείωση του χρέους, η αξιοποίηση της δημόσιας γης είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ανάπτυξη. Πώς θα γίνουν μεγάλες επενδύσεις σε τουριστικές εγκαταστάσεις και θερινές κατοικίες, χωρίς εκχώρηση δημόσιας γης, και μάλιστα με διαδικασίες fast track για να αποφευχθούν οι ενστάσεις και οι προσφυγές που είναι ιδιαίτερα χρονοβόρες στην Ελλάδα; Μπορούμε να συζητήσουμε αν η δημόσια γη θα πωληθεί ή θα εκχωρηθεί για κάποιες δεκαετίες, το βέβαιο όμως είναι ότι όσο μικραίνει ο χρόνος εκμετάλλευσης τόσο μικραίνει το επενδυτικό ενδιαφέρον και το ποσό που θα εισπράξει το Δημόσιο. Πάρτε για παράδειγμα το αεροδρόμιο των Σπάτων, το πρώτο (και μοναδικό) αεροδρόμιο στην Ελλάδα που κατασκευάστηκε με σύμβαση παραχώρησης σε ιδιώτες. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ κατήγγειλε τη σύμβαση του 1993 που καταρτίστηκε από την κυβέρνηση Μητσοτάκη ως «αποικιοκρατική», και μείωσε τον χρόνο εκμετάλλευσης του αεροδρομίου από ιδιώτες από 50 σε 30 χρόνια. Το αποτέλεσμα ήταν ότι μια σειρά από δραστηριότητες που είχαν συμφωνηθεί ακυρώθηκαν (τεχνολογικό πάρκο, συνεδριακό κέντρο κ.λπ.), και τα τέλη του αεροδρομίου αυξήθηκαν, με αποτέλεσμα να μειωθεί η δυνατότητα του αεροδρομίου να λειτουργήσει ως περιφερειακός κόμβος. Υστερα από όλη αυτή τη φασαρία, η σημερινή κυβέρνηση ξεκινάει αναδιαπραγμάτευση για την επέκταση της σύμβασης κατά τουλάχιστον μία εικοσαετία.
Η δυναμική του χρέους δεν μπορεί να αντιστραφεί χωρίς δραστικό περιορισμό των κρατικών δαπανών και βελτίωση του κλίματος για επενδύσεις. Τα χρονικά περιθώρια είναι ασφυκτικά. Μέσα σε μια τριετία πρέπει να γίνουν μεταρρυθμίσεις που αναβάλλονται εδώ και δεκαετίες. Πρέπει να υλοποιηθεί ένα πολύ φιλόδοξο σχέδιο ανασυγκρότησης της οικονομίας, να συρρικνωθεί ο δημόσιος τομέας, να λειτουργήσει αποτελεσματικά η δημόσια διοίκηση, να αλλάξει το εσωστρεφές αναπτυξιακό μοντέλο, να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για πραγματική σύγκλιση βασισμένη στην ανταγωνιστικότητα και όχι στα δανεικά. Αν η προσπάθεια αποτύχει, η Ελλάδα θα βρεθεί αντιμέτωπη με βέβαιη χρεοκοπία και πιθανή έξοδο από την Ευρωζώνη. Οπως τονίζει η Τράπεζα της Ελλάδος στην πρόσφατη έκθεσή της: «Να γίνει κατανοητό ότι οι αλλαγές δεν επιβάλλονται από το Μνημόνιο, αλλά αποτελούν μέρος μιας μεγάλης πορείας ανασυγκρότησης της ελληνικής οικονομίας. Η πορεία αυτή θα είναι μακρά και σήμερα βρισκόμαστε ακόμη στην αρχή. Για να υπάρξει επιτυχής έκβαση, απαιτούνται αποφασιστικότητα, διαχειριστική εγρήγορση, μακροχρόνια στόχευση και προσήλωση στις επιδιώξεις».
Η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί να παρουσιάσει μέχρι τον Μάρτιο του 2011 ένα σχέδιο δράσης για την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που απαιτούνται για τον περιορισμό των ελλειμμάτων μεσοπρόθεσμα. Συγκεκριμένα απαιτούνται παρεμβάσεις ύψους 8% του ΑΕΠ (περίπου 20 δισ. ευρώ) την τριετία 2012-14 ώστε να μειωθεί το έλλειμμα κάτω του 3% του ΑΕΠ και να δημιουργηθεί ένα πρωτογενές πλεόνασμα ικανό να καλύψει μεγάλο μέρος των τόκων. Η κυβέρνηση έχει καλέσει τα κόμματα σε δημόσια διαβούλευση για την εξειδίκευση των μέτρων, αλλά η αξιωματική αντιπολίτευση και τα κόμματα της αριστεράς αρνούνται τον διάλογο. Οπως έχει πει ο φιλόσοφος και συγγραφέας Στέλιος Ράμφος, η μεταπολίτευση είναι η συνέχεια του εμφυλίου πολέμου με ειρηνικά μέσα. Στον βαθμό που αυτό ισχύει, η μεταπολίτευση θα τελειώσει με εθνική συναίνεση ή με εθνική χρεοκοπία.
Μιράντα Ξαφά Σύμβουλος επενδύσεων στην IJ Partners και ιδρυτικό μέλος της Δράσης.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 20-2-2011
Αλλά ας βάλουμε κατά μέρος τον επικοινωνιακό πανικό που ακολούθησε τη συνέντευξη Τύπου της τρόικας και ας επικεντρωθούμε στην ουσία του θέματος. Οπως επεσήμανε ο εκπρόσωπος του ΔΝΤ στη συνέντευξη Τύπου «οι στόχοι του προγράμματος έχουν λίγο-πολύ επιτευχθεί, αλλά αυτή η πορεία δεν θα συνεχιστεί χωρίς σημαντική επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων σε όλους τους τομείς». Και πράγματι. Στο δημοσιονομικό σκέλος, η ενιαία αρχή πληρωμών που επρόκειτο να λειτουργήσει τον περασμένο Οκτώβριο δεν έχει συσταθεί, οι συγχωνεύσεις του Καλλικράτη που θα μείωναν τις δαπάνες δεν έχουν γίνει, ενώ τα φορολογικά έσοδα συνεχίζουν να υπολείπονται των στόχων ακόμη και μετά την «περαίωση». Η πορεία εφαρμογής του Μνημονίου συντηρεί και το σενάριο των πρόωρων εκλογών. Αν δεν επιταχυνθούν οι μεταρρυθμίσεις, είναι βέβαιο ότι το πρόγραμμα σταθεροποίησης θα εκτροχιαστεί. Τι θα γίνει τότε; Η τρόικα θα φύγει άπρακτη από την επόμενη επίσκεψή της στην Αθήνα τον Μάιο, χωρίς να δώσει συνέντευξη Τύπου, αφήνοντας πίσω ένα εμπιστευτικό σημείωμα με τα μέτρα που θα πρέπει να πάρει η κυβέρνηση πριν εισηγηθεί την εκταμίευση της επόμενης δόσης.
Σε τι βοηθούσε η είσπραξη 50 δισ. ευρώ από ιδιωτικοποιήσεις και παραχώρηση δικαιωμάτων εκμετάλλευσης; Με τα έσοδα αυτά θα μπορούσαμε να επαναγοράσουμε χρέος ύψους 70 δισ. ευρώ από τη δευτερογενή αγορά (με έκπτωση 30% από την ονομαστική αξία), μειώνοντας την ετήσια δαπάνη για τόκους κατά 3,5 δισ. ευρώ. Η εξοικονόμηση αυτού του ποσού δεν θα λύσει το πρόβλημα των ελλειμμάτων και του χρέους, είναι όμως σίγουρα προτιμότερη από την περαιτέρω περικοπή μισθών και συντάξεων για την επίτευξη των στόχων για το έλλειμμα.
Πέρα από την είσπραξη εσόδων για τη μείωση του χρέους, η αξιοποίηση της δημόσιας γης είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ανάπτυξη. Πώς θα γίνουν μεγάλες επενδύσεις σε τουριστικές εγκαταστάσεις και θερινές κατοικίες, χωρίς εκχώρηση δημόσιας γης, και μάλιστα με διαδικασίες fast track για να αποφευχθούν οι ενστάσεις και οι προσφυγές που είναι ιδιαίτερα χρονοβόρες στην Ελλάδα; Μπορούμε να συζητήσουμε αν η δημόσια γη θα πωληθεί ή θα εκχωρηθεί για κάποιες δεκαετίες, το βέβαιο όμως είναι ότι όσο μικραίνει ο χρόνος εκμετάλλευσης τόσο μικραίνει το επενδυτικό ενδιαφέρον και το ποσό που θα εισπράξει το Δημόσιο. Πάρτε για παράδειγμα το αεροδρόμιο των Σπάτων, το πρώτο (και μοναδικό) αεροδρόμιο στην Ελλάδα που κατασκευάστηκε με σύμβαση παραχώρησης σε ιδιώτες. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ κατήγγειλε τη σύμβαση του 1993 που καταρτίστηκε από την κυβέρνηση Μητσοτάκη ως «αποικιοκρατική», και μείωσε τον χρόνο εκμετάλλευσης του αεροδρομίου από ιδιώτες από 50 σε 30 χρόνια. Το αποτέλεσμα ήταν ότι μια σειρά από δραστηριότητες που είχαν συμφωνηθεί ακυρώθηκαν (τεχνολογικό πάρκο, συνεδριακό κέντρο κ.λπ.), και τα τέλη του αεροδρομίου αυξήθηκαν, με αποτέλεσμα να μειωθεί η δυνατότητα του αεροδρομίου να λειτουργήσει ως περιφερειακός κόμβος. Υστερα από όλη αυτή τη φασαρία, η σημερινή κυβέρνηση ξεκινάει αναδιαπραγμάτευση για την επέκταση της σύμβασης κατά τουλάχιστον μία εικοσαετία.
Η δυναμική του χρέους δεν μπορεί να αντιστραφεί χωρίς δραστικό περιορισμό των κρατικών δαπανών και βελτίωση του κλίματος για επενδύσεις. Τα χρονικά περιθώρια είναι ασφυκτικά. Μέσα σε μια τριετία πρέπει να γίνουν μεταρρυθμίσεις που αναβάλλονται εδώ και δεκαετίες. Πρέπει να υλοποιηθεί ένα πολύ φιλόδοξο σχέδιο ανασυγκρότησης της οικονομίας, να συρρικνωθεί ο δημόσιος τομέας, να λειτουργήσει αποτελεσματικά η δημόσια διοίκηση, να αλλάξει το εσωστρεφές αναπτυξιακό μοντέλο, να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για πραγματική σύγκλιση βασισμένη στην ανταγωνιστικότητα και όχι στα δανεικά. Αν η προσπάθεια αποτύχει, η Ελλάδα θα βρεθεί αντιμέτωπη με βέβαιη χρεοκοπία και πιθανή έξοδο από την Ευρωζώνη. Οπως τονίζει η Τράπεζα της Ελλάδος στην πρόσφατη έκθεσή της: «Να γίνει κατανοητό ότι οι αλλαγές δεν επιβάλλονται από το Μνημόνιο, αλλά αποτελούν μέρος μιας μεγάλης πορείας ανασυγκρότησης της ελληνικής οικονομίας. Η πορεία αυτή θα είναι μακρά και σήμερα βρισκόμαστε ακόμη στην αρχή. Για να υπάρξει επιτυχής έκβαση, απαιτούνται αποφασιστικότητα, διαχειριστική εγρήγορση, μακροχρόνια στόχευση και προσήλωση στις επιδιώξεις».
Η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί να παρουσιάσει μέχρι τον Μάρτιο του 2011 ένα σχέδιο δράσης για την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που απαιτούνται για τον περιορισμό των ελλειμμάτων μεσοπρόθεσμα. Συγκεκριμένα απαιτούνται παρεμβάσεις ύψους 8% του ΑΕΠ (περίπου 20 δισ. ευρώ) την τριετία 2012-14 ώστε να μειωθεί το έλλειμμα κάτω του 3% του ΑΕΠ και να δημιουργηθεί ένα πρωτογενές πλεόνασμα ικανό να καλύψει μεγάλο μέρος των τόκων. Η κυβέρνηση έχει καλέσει τα κόμματα σε δημόσια διαβούλευση για την εξειδίκευση των μέτρων, αλλά η αξιωματική αντιπολίτευση και τα κόμματα της αριστεράς αρνούνται τον διάλογο. Οπως έχει πει ο φιλόσοφος και συγγραφέας Στέλιος Ράμφος, η μεταπολίτευση είναι η συνέχεια του εμφυλίου πολέμου με ειρηνικά μέσα. Στον βαθμό που αυτό ισχύει, η μεταπολίτευση θα τελειώσει με εθνική συναίνεση ή με εθνική χρεοκοπία.
Μιράντα Ξαφά Σύμβουλος επενδύσεων στην IJ Partners και ιδρυτικό μέλος της Δράσης.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 20-2-2011
Μείωση για τρία χρόνια του βιοτικού επιπέδου
Θάνος Kατσάμπας
Mεγάλη πρόκληση η αναδιάρθρωση του χρέους
Η φοροεισπρακτική ικανότητα είναι ο αδύναμος κρίκος
Το μέλλον της Ελλάδας είναι οι ανταγωνιστικές υπηρεσίες
Η προοπτική αναδιάρθρωσης του χρέους, όχι άμεσα αλλά στο μεσοπρόθεσμο μέλλον, αποτελεί τη μεγάλη πρόκληση για την κυβέρνηση, τονίζει σε συνέντευξή του στην «Κ» ο Θάνος Κατσάμπας, μέχρι πριν από ενάμιση μήνα υποδιευθυντής επί μια πενταετία του τμήματος Δημοσιονομικών Υποθέσεων του ΔΝΤ, η υψηλότερη θέση Ελληνα αξιωματούχου στην ιεραρχία του Ταμείου. Παρά την ενόχληση του Πόουλ Τόμσεν και των μελών της τρόικας από την «έκρηξη» του πρωθυπουργού και άλλων υπουργών μετά την ανακοίνωση των συμφωνηθέντων την περασμένη εβδομάδα, τονίζει ότι τα στελέχη του ΔΝΤ είναι συνηθισμένα σε τέτοιου είδους αντιδράσεις και εκτιμά ότι εάν τηρηθούν οι δεσμεύσεις που ανέλαβε η κυβέρνηση τελικά η χρηματοδότηση θα συνεχισθεί κανονικά.
Με τη διπλή ιδιότητα του ανθρώπου που γνωρίζει όσο λίγοι τα δημοσιονομικά ζητήματα και τη λειτουργία του ΔΝΤ και ταυτόχρονα ενδιαφέρεται για την πατρίδα του, ο κ. Κατσάμπας μιλά για την αναξιοπιστία των ελληνικών στατιστικών στοιχείων, δηλώνει ευθέως ότι τα επόμενα τρία χρόνια θα μειωθεί κι άλλο το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων, εκτιμά ότι μπορεί να χρειασθούν έως και 15 χρόνια για την έξοδο της χώρας από το τεράστιο βάρος του χρέους, ενώ επικρίνει τη Ν. Δ. για τη στάση της έναντι του Μνημονίου, υπογραμμίζοντας ότι βασική προϋπόθεση για να έλθει η ανάπτυξη είναι να επιτευχθεί πρώτα η σταθεροποίηση.
Ο κ. Κατσάμπας, ο οποίος συμμετείχε στην αποστολή του ΔΝΤ στην Αθήνα τον περασμένο Απρίλιο, πριν από την υπαγωγή της χώρας στον μηχανισμό στήριξης, ολοκλήρωσε τον Ιανουάριο μια επιτυχή σταδιοδρομία 32 ετών. Από τη συζήτηση μαζί του προκύπτει ότι ενώ είχε εξαιρετική συνεργασία με τεχνοκράτες του υπουργείου Οικονομικών και του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, ο κ. Παπακωνσταντίνου δεν ζήτησε ποτέ να συναντηθεί μαζί του, χάνοντας έτσι μια ευκαιρία χρήσιμης αλληλοενημέρωσης.
- Ποια ήταν η εικόνα στο Ταμείο για την Ελλάδα τον περασμένο Μάιο, όταν αποφασίσθηκε το Μνημόνιο;
- Η εικόνα ήταν μάλλον ασαφής, ειδικά γιατί η αξιοπιστία των ελληνικών στατιστικών στοιχείων είχε υποστεί φθορά. Αλλά σύντομα κατέστη σαφές ότι ακόμη και κάτω από τις ευνοϊκότερες προοπτικές η Ελλάδα χρειαζόταν ένα τεράστιο ποσό, που τελικά μεταφράστηκε στο μεγαλύτερο δάνειο για οποιαδήποτε χώρα σε σχέση με τη συμμετοχή της στο κεφάλαιο του ΔΝΤ και το δεύτερο μεγαλύτερο σαν απόλυτο μέγεθος στην ιστορία του Ταμείου.
Εξοδος από την ύφεση
- Πότε θα εξέλθει ουσιαστικά η ελληνική οικονομία από τον υφεσιακό κύκλο; Ο Πάντοα-Σιόπα είχε μιλήσει για 15 χρόνια.
- Για να βγει η Ελλάδα από τον υφεσιακό κύκλο πρέπει να δημιουργήσει ένα πρωτογενές πλεόνασμα στον κρατικό προϋπολογισμό που να καλύπτει τους τόκους του δημόσιου χρέους και, σε δεύτερη φάση, να αρχίσει την αποπληρωμή των δανείων, ώστε το χρέος να αρχίσει σταδιακά να μειώνεται. Αν αυτό χρειαστεί πέντε, δέκα ή δεκαπέντε χρόνια κανείς δεν μπορεί να προβλέψει. Σε σημαντικό βαθμό θα εξαρτηθεί από τη φοροεισπρακτική ικανότητα της κυβέρνησης, διότι αυτός, κατά τη γνώμη μου, είναι ο ασθενέστερος κρίκος στο φιλόδοξο σταθεροποιητικό πρόγραμμα που έχει συμφωνηθεί με τους διεθνείς εταίρους.
- Πόσο θα αλλάξει το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων στο μέλλον;
- Εξαρτάται από τι χρονικό ορίζοντα έχετε υπόψη σας με τη λέξη «μέλλον». Τα επόμενα δύο-τρία χρόνια το βιοτικό επίπεδο οπωσδήποτε θα μειωθεί και η πρόκληση της κυβέρνησης (της κάθε κυβέρνησης) είναι -ελπίζει κανείς- η δίκαιη κατανομή του βάρους της προσαρμογής.
- Ποια είναι τα κύρια προβλήματα της χώρας; Δημοσιονομική εξυγίανση, ασφαλιστικό σύστημα, υγεία, φορολογικό;
- Πολύ πριν από την τρόικα, αξιόλογοι οικονομολόγοι-αναλυτές της ελληνικής οικονομίας είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα προβλήματα της Ελλάδας ήταν διαρθρωτικά και ότι χρειάζονταν βαθιές αλλαγές, ανατροπές, αν θέλετε, σε πολλούς τομείς της οικονομίας. Στη λίστα θα πρόσθετα και την αγορά εργασίας, και τα κλειστά επαγγέλματα. Και τέλος, από καθαρά τεχνικής πλευράς, τη συλλογή και επεξεργασία αξιόπιστων στατιστικών στοιχείων, ειδικά για τη γενική κυβέρνηση.
- Πού πρέπει να επικεντρωθεί η Ελλάδα για να ανακτήσει τη χαμένη ανταγωνιστικότητα;
- Η προσωπική μου γνώμη είναι ότι το μελλοντικό αναπτυξιακό μοντέλο της Ελλάδος δεν μπορεί να βασιστεί στη βιοτεχνία, ελαφρά βιομηχανία κ. λπ. Εκεί, πλέον, έχουν χάσει την ανταγωνιστικότητά τους πολλές ανεπτυγμένες χώρες υπέρ της Ινδίας, της Κίνας και άλλων αναδυομένων αγορών. Η Ελλάδα πρέπει να στραφεί στις υπηρεσίες (τουρισμό, ιατρικές υπηρεσίες, τραπεζικό κλάδο, πράσινη ενέργεια), όπου όμως ανταγωνιστικότητα δεν σημαίνει μόνον «καλές τιμές» αλλά επίσης «ποιότητα» και «εξυπηρέτηση».
- Ιδιωτικές επενδύσεις, ξένες ή εγχώριες, να αντικαταστήσουν τις κρατικές επιδοτήσεις;
- Μάλιστα. Αν συνεχιστούν οι κρατικές επιδοτήσεις, το Μνημόνιο θα παραμείνει ενεργό και «επικαιροποιημένο» για πολλά χρόνια. Ελπίζω η κυβέρνηση να έχει θέσει ως στόχο τη σταδιακή εξάλειψη των κρατικών επιδοτήσεων για επενδύσεις. Αν η Ελλάδα καταστεί ανταγωνιστική από πλευράς υποδομής και εργασιακών σχέσεων, οι επενδύσεις (ξένες ή εγχώριες) θα έλθουν μόνες τους. Στον όρο «επιδοτήσεις» περιλαμβάνω και διάφορες φοροαπαλλαγές, ειδικά για ξένους επενδυτές, που ακούγονται από καιρού εις καιρόν. Τέτοιου είδους «διευκολύνσεις» δεν χρειάζονται αν η οικονομία είναι ανταγωνιστική και υπάρχει ένα απλό και αξιόπιστο θεσμικό πλαίσιο.
Ευρύτερη συναίνεση
- Η Ν. Δ. επικρίνει την προσφυγή στο ΔΝΤ και καταψήφισε το Μνημόνιο διότι δεν έχει αναπτυξιακά χαρακτηριστικά.
- Η αντίδραση της Νέας Δημοκρατίας, δηλαδή της συντηρητικής παράταξης, στο Μνημόνιο, το οποίο περιέχει μεγάλο αριθμό διαρθρωτικών αλλαγών που θα πίστευε κανείς ότι θα τις υποστήριζε αναφανδόν, ήταν μεγάλη έκπληξη για πολλούς παρατηρητές, εξ ου και το προσωπικό του Ταμείου έχει διατυπώσει, εμμέσως πλην σαφώς, την ευχή να υπάρχει μεγαλύτερη κοινωνική συναίνεση. Ολοι θέλουμε την ανάπτυξη και όλοι ευελπιστούμε ότι η προσαρμογή δεν θα διαρκέσει για μεγάλο χρονικό διάστημα. Οταν, όμως, η χώρα βρίσκεται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, πριν από τη ανάπτυξη είναι αναγκαία η σταθεροποίηση της οικονομίας. Αυτό είναι ένα στάδιο που φαίνεται να προσπέρασε η Νέα Δημοκρατία με τη συλλογιστική της.
- Τι διακυβεύεται για την Ελλάδα;
- Αυτή τη στιγμή (και για το προβλεπτό μέλλον) διακυβεύεται η ικανότητα της χώρας να αποπληρώσει το εξωτερικό χρέος της σύμφωνα με τις συμβατικές της υποχρεώσεις ή, αλλιώς, να αναγκαστεί να επιζητήσει αναδιάρθρωση του χρέους από τους πιστωτές της με ενδεχομένως απροσδόκητες συνέπειες.
Καταστροφική η μονομερής στάση πληρωμών
- Μπορεί η αναδιάρθρωση του χρέους να αποδειχθεί αναγκαία, και αν ναι, πότε και πώς θα έπρεπε να γίνει αυτή για να αποβεί πιο αποτελεσματική;
- Η αναδιάρθρωση του χρέους είναι οπωσδήποτε το σημαντικότερο δίλημμα που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση αυτή τη στιγμή. Δεν είμαι σε θέση να σας δώσω απάντηση για συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Το θέμα, όμως, μπορεί να αναλυθεί ως εξής: Πρώτον, η Ελλάδα είναι μία μικρή χώρα, και μονομερής στάση πληρωμών θα ήταν καταστροφική. Αρα, οτιδήποτε ιδέες έχουν οι ιθύνοντες πρέπει να τις συζητήσουν με τους πιστωτές a priori. Δεύτερον, αναδιάρθρωση του χρέους δεν μπορεί να γίνεται κάθε λίγα χρόνια. Εάν οι δανειστές δεχθούν να αρχίσουν μία «κατ' αρχήν» συζήτηση του θέματος, θα πρέπει να έχουν πεισθεί ότι μετά το «κούρεμα» η Ελλάδα θα είναι σε θέση να εκπληρώσει ανελλιπώς τις διεθνείς συμβατικές της υποχρεώσεις. Αυτό, με τη σειρά του, σημαίνει ότι θα πρέπει να υπάρξει μία σειρά αποτελεσμάτων, για διάστημα τουλάχιστον ενός έτους, που να πείσει τους πιστωτές ότι η χώρα: α) εκπλήρωσε τις δεσμεύσεις της έναντι των διεθνών οργανισμών, και β) έχει θέσει τις απαραίτητες βάσεις για να τηρήσει και τις μελλοντικές της δεσμεύσεις. Μόνον τότε οι ιδιώτες πιστωτές θα είναι διατεθειμένοι να αρχίσουν διαπραγματεύσεις για πιθανή αναδιάρθρωση του χρέους. Να σημειώσετε ότι αυτά τα δύο σημεία που ανέφερα είναι αναγκαίες αλλά όχι ικανές συνθήκες. Εν πάση περιπτώσει, δεν νομίζω ότι αυτή τη στιγμή μπορεί να προσδιοριστεί η κατάλληλη χρονική στιγμή για μία τέτοια πρωτοβουλία.
Η αντιπαράθεση
- Πώς θα εκλάβουν ο κ. Τόμσεν και το ΔΝΤ τις παλινδρομήσεις και την ευθεία επίθεση που εξαπέλυσε κατά της τρόικας η ελληνική κυβέρνηση μετά την τελευταία αποστολή;
- Δεν νομίζω ότι θα υπάρξει επίπτωση. Τόσο τα μέλη της αποστολής όσο και η ηγεσία του Ταμείου είναι συνηθισμένοι σε ενίοτε έντονες αντιδράσεις από τους ομολόγους τους. Επιπλέον, η τριμελής αποστολή αισθάνθηκε την ανάγκη να εκφράσει τη λύπη της με μία σύντομη ανακοίνωση. Τα στελέχη του ΔΝΤ είναι εκπαιδευμένα να εστιάζουν στην ουσία των προγραμμάτων και να προσπερνούν τις πολιτικές αντιδράσεις. Εάν τηρηθούν οι συμφωνίες του επικαιροποιημένου Μνημονίου, το επεισόδιο της περασμένης εβδομάδας θα έχει ξεχαστεί μέχρις ότου έλθει η επόμενη αποστολή τον Μάιο.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 20-2-2011
Mεγάλη πρόκληση η αναδιάρθρωση του χρέους
Η φοροεισπρακτική ικανότητα είναι ο αδύναμος κρίκος
Το μέλλον της Ελλάδας είναι οι ανταγωνιστικές υπηρεσίες
Η προοπτική αναδιάρθρωσης του χρέους, όχι άμεσα αλλά στο μεσοπρόθεσμο μέλλον, αποτελεί τη μεγάλη πρόκληση για την κυβέρνηση, τονίζει σε συνέντευξή του στην «Κ» ο Θάνος Κατσάμπας, μέχρι πριν από ενάμιση μήνα υποδιευθυντής επί μια πενταετία του τμήματος Δημοσιονομικών Υποθέσεων του ΔΝΤ, η υψηλότερη θέση Ελληνα αξιωματούχου στην ιεραρχία του Ταμείου. Παρά την ενόχληση του Πόουλ Τόμσεν και των μελών της τρόικας από την «έκρηξη» του πρωθυπουργού και άλλων υπουργών μετά την ανακοίνωση των συμφωνηθέντων την περασμένη εβδομάδα, τονίζει ότι τα στελέχη του ΔΝΤ είναι συνηθισμένα σε τέτοιου είδους αντιδράσεις και εκτιμά ότι εάν τηρηθούν οι δεσμεύσεις που ανέλαβε η κυβέρνηση τελικά η χρηματοδότηση θα συνεχισθεί κανονικά.
Με τη διπλή ιδιότητα του ανθρώπου που γνωρίζει όσο λίγοι τα δημοσιονομικά ζητήματα και τη λειτουργία του ΔΝΤ και ταυτόχρονα ενδιαφέρεται για την πατρίδα του, ο κ. Κατσάμπας μιλά για την αναξιοπιστία των ελληνικών στατιστικών στοιχείων, δηλώνει ευθέως ότι τα επόμενα τρία χρόνια θα μειωθεί κι άλλο το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων, εκτιμά ότι μπορεί να χρειασθούν έως και 15 χρόνια για την έξοδο της χώρας από το τεράστιο βάρος του χρέους, ενώ επικρίνει τη Ν. Δ. για τη στάση της έναντι του Μνημονίου, υπογραμμίζοντας ότι βασική προϋπόθεση για να έλθει η ανάπτυξη είναι να επιτευχθεί πρώτα η σταθεροποίηση.
Ο κ. Κατσάμπας, ο οποίος συμμετείχε στην αποστολή του ΔΝΤ στην Αθήνα τον περασμένο Απρίλιο, πριν από την υπαγωγή της χώρας στον μηχανισμό στήριξης, ολοκλήρωσε τον Ιανουάριο μια επιτυχή σταδιοδρομία 32 ετών. Από τη συζήτηση μαζί του προκύπτει ότι ενώ είχε εξαιρετική συνεργασία με τεχνοκράτες του υπουργείου Οικονομικών και του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, ο κ. Παπακωνσταντίνου δεν ζήτησε ποτέ να συναντηθεί μαζί του, χάνοντας έτσι μια ευκαιρία χρήσιμης αλληλοενημέρωσης.
- Ποια ήταν η εικόνα στο Ταμείο για την Ελλάδα τον περασμένο Μάιο, όταν αποφασίσθηκε το Μνημόνιο;
- Η εικόνα ήταν μάλλον ασαφής, ειδικά γιατί η αξιοπιστία των ελληνικών στατιστικών στοιχείων είχε υποστεί φθορά. Αλλά σύντομα κατέστη σαφές ότι ακόμη και κάτω από τις ευνοϊκότερες προοπτικές η Ελλάδα χρειαζόταν ένα τεράστιο ποσό, που τελικά μεταφράστηκε στο μεγαλύτερο δάνειο για οποιαδήποτε χώρα σε σχέση με τη συμμετοχή της στο κεφάλαιο του ΔΝΤ και το δεύτερο μεγαλύτερο σαν απόλυτο μέγεθος στην ιστορία του Ταμείου.
Εξοδος από την ύφεση
- Πότε θα εξέλθει ουσιαστικά η ελληνική οικονομία από τον υφεσιακό κύκλο; Ο Πάντοα-Σιόπα είχε μιλήσει για 15 χρόνια.
- Για να βγει η Ελλάδα από τον υφεσιακό κύκλο πρέπει να δημιουργήσει ένα πρωτογενές πλεόνασμα στον κρατικό προϋπολογισμό που να καλύπτει τους τόκους του δημόσιου χρέους και, σε δεύτερη φάση, να αρχίσει την αποπληρωμή των δανείων, ώστε το χρέος να αρχίσει σταδιακά να μειώνεται. Αν αυτό χρειαστεί πέντε, δέκα ή δεκαπέντε χρόνια κανείς δεν μπορεί να προβλέψει. Σε σημαντικό βαθμό θα εξαρτηθεί από τη φοροεισπρακτική ικανότητα της κυβέρνησης, διότι αυτός, κατά τη γνώμη μου, είναι ο ασθενέστερος κρίκος στο φιλόδοξο σταθεροποιητικό πρόγραμμα που έχει συμφωνηθεί με τους διεθνείς εταίρους.
- Πόσο θα αλλάξει το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων στο μέλλον;
- Εξαρτάται από τι χρονικό ορίζοντα έχετε υπόψη σας με τη λέξη «μέλλον». Τα επόμενα δύο-τρία χρόνια το βιοτικό επίπεδο οπωσδήποτε θα μειωθεί και η πρόκληση της κυβέρνησης (της κάθε κυβέρνησης) είναι -ελπίζει κανείς- η δίκαιη κατανομή του βάρους της προσαρμογής.
- Ποια είναι τα κύρια προβλήματα της χώρας; Δημοσιονομική εξυγίανση, ασφαλιστικό σύστημα, υγεία, φορολογικό;
- Πολύ πριν από την τρόικα, αξιόλογοι οικονομολόγοι-αναλυτές της ελληνικής οικονομίας είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα προβλήματα της Ελλάδας ήταν διαρθρωτικά και ότι χρειάζονταν βαθιές αλλαγές, ανατροπές, αν θέλετε, σε πολλούς τομείς της οικονομίας. Στη λίστα θα πρόσθετα και την αγορά εργασίας, και τα κλειστά επαγγέλματα. Και τέλος, από καθαρά τεχνικής πλευράς, τη συλλογή και επεξεργασία αξιόπιστων στατιστικών στοιχείων, ειδικά για τη γενική κυβέρνηση.
- Πού πρέπει να επικεντρωθεί η Ελλάδα για να ανακτήσει τη χαμένη ανταγωνιστικότητα;
- Η προσωπική μου γνώμη είναι ότι το μελλοντικό αναπτυξιακό μοντέλο της Ελλάδος δεν μπορεί να βασιστεί στη βιοτεχνία, ελαφρά βιομηχανία κ. λπ. Εκεί, πλέον, έχουν χάσει την ανταγωνιστικότητά τους πολλές ανεπτυγμένες χώρες υπέρ της Ινδίας, της Κίνας και άλλων αναδυομένων αγορών. Η Ελλάδα πρέπει να στραφεί στις υπηρεσίες (τουρισμό, ιατρικές υπηρεσίες, τραπεζικό κλάδο, πράσινη ενέργεια), όπου όμως ανταγωνιστικότητα δεν σημαίνει μόνον «καλές τιμές» αλλά επίσης «ποιότητα» και «εξυπηρέτηση».
- Ιδιωτικές επενδύσεις, ξένες ή εγχώριες, να αντικαταστήσουν τις κρατικές επιδοτήσεις;
- Μάλιστα. Αν συνεχιστούν οι κρατικές επιδοτήσεις, το Μνημόνιο θα παραμείνει ενεργό και «επικαιροποιημένο» για πολλά χρόνια. Ελπίζω η κυβέρνηση να έχει θέσει ως στόχο τη σταδιακή εξάλειψη των κρατικών επιδοτήσεων για επενδύσεις. Αν η Ελλάδα καταστεί ανταγωνιστική από πλευράς υποδομής και εργασιακών σχέσεων, οι επενδύσεις (ξένες ή εγχώριες) θα έλθουν μόνες τους. Στον όρο «επιδοτήσεις» περιλαμβάνω και διάφορες φοροαπαλλαγές, ειδικά για ξένους επενδυτές, που ακούγονται από καιρού εις καιρόν. Τέτοιου είδους «διευκολύνσεις» δεν χρειάζονται αν η οικονομία είναι ανταγωνιστική και υπάρχει ένα απλό και αξιόπιστο θεσμικό πλαίσιο.
Ευρύτερη συναίνεση
- Η Ν. Δ. επικρίνει την προσφυγή στο ΔΝΤ και καταψήφισε το Μνημόνιο διότι δεν έχει αναπτυξιακά χαρακτηριστικά.
- Η αντίδραση της Νέας Δημοκρατίας, δηλαδή της συντηρητικής παράταξης, στο Μνημόνιο, το οποίο περιέχει μεγάλο αριθμό διαρθρωτικών αλλαγών που θα πίστευε κανείς ότι θα τις υποστήριζε αναφανδόν, ήταν μεγάλη έκπληξη για πολλούς παρατηρητές, εξ ου και το προσωπικό του Ταμείου έχει διατυπώσει, εμμέσως πλην σαφώς, την ευχή να υπάρχει μεγαλύτερη κοινωνική συναίνεση. Ολοι θέλουμε την ανάπτυξη και όλοι ευελπιστούμε ότι η προσαρμογή δεν θα διαρκέσει για μεγάλο χρονικό διάστημα. Οταν, όμως, η χώρα βρίσκεται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, πριν από τη ανάπτυξη είναι αναγκαία η σταθεροποίηση της οικονομίας. Αυτό είναι ένα στάδιο που φαίνεται να προσπέρασε η Νέα Δημοκρατία με τη συλλογιστική της.
- Τι διακυβεύεται για την Ελλάδα;
- Αυτή τη στιγμή (και για το προβλεπτό μέλλον) διακυβεύεται η ικανότητα της χώρας να αποπληρώσει το εξωτερικό χρέος της σύμφωνα με τις συμβατικές της υποχρεώσεις ή, αλλιώς, να αναγκαστεί να επιζητήσει αναδιάρθρωση του χρέους από τους πιστωτές της με ενδεχομένως απροσδόκητες συνέπειες.
Καταστροφική η μονομερής στάση πληρωμών
- Μπορεί η αναδιάρθρωση του χρέους να αποδειχθεί αναγκαία, και αν ναι, πότε και πώς θα έπρεπε να γίνει αυτή για να αποβεί πιο αποτελεσματική;
- Η αναδιάρθρωση του χρέους είναι οπωσδήποτε το σημαντικότερο δίλημμα που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση αυτή τη στιγμή. Δεν είμαι σε θέση να σας δώσω απάντηση για συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Το θέμα, όμως, μπορεί να αναλυθεί ως εξής: Πρώτον, η Ελλάδα είναι μία μικρή χώρα, και μονομερής στάση πληρωμών θα ήταν καταστροφική. Αρα, οτιδήποτε ιδέες έχουν οι ιθύνοντες πρέπει να τις συζητήσουν με τους πιστωτές a priori. Δεύτερον, αναδιάρθρωση του χρέους δεν μπορεί να γίνεται κάθε λίγα χρόνια. Εάν οι δανειστές δεχθούν να αρχίσουν μία «κατ' αρχήν» συζήτηση του θέματος, θα πρέπει να έχουν πεισθεί ότι μετά το «κούρεμα» η Ελλάδα θα είναι σε θέση να εκπληρώσει ανελλιπώς τις διεθνείς συμβατικές της υποχρεώσεις. Αυτό, με τη σειρά του, σημαίνει ότι θα πρέπει να υπάρξει μία σειρά αποτελεσμάτων, για διάστημα τουλάχιστον ενός έτους, που να πείσει τους πιστωτές ότι η χώρα: α) εκπλήρωσε τις δεσμεύσεις της έναντι των διεθνών οργανισμών, και β) έχει θέσει τις απαραίτητες βάσεις για να τηρήσει και τις μελλοντικές της δεσμεύσεις. Μόνον τότε οι ιδιώτες πιστωτές θα είναι διατεθειμένοι να αρχίσουν διαπραγματεύσεις για πιθανή αναδιάρθρωση του χρέους. Να σημειώσετε ότι αυτά τα δύο σημεία που ανέφερα είναι αναγκαίες αλλά όχι ικανές συνθήκες. Εν πάση περιπτώσει, δεν νομίζω ότι αυτή τη στιγμή μπορεί να προσδιοριστεί η κατάλληλη χρονική στιγμή για μία τέτοια πρωτοβουλία.
Η αντιπαράθεση
- Πώς θα εκλάβουν ο κ. Τόμσεν και το ΔΝΤ τις παλινδρομήσεις και την ευθεία επίθεση που εξαπέλυσε κατά της τρόικας η ελληνική κυβέρνηση μετά την τελευταία αποστολή;
- Δεν νομίζω ότι θα υπάρξει επίπτωση. Τόσο τα μέλη της αποστολής όσο και η ηγεσία του Ταμείου είναι συνηθισμένοι σε ενίοτε έντονες αντιδράσεις από τους ομολόγους τους. Επιπλέον, η τριμελής αποστολή αισθάνθηκε την ανάγκη να εκφράσει τη λύπη της με μία σύντομη ανακοίνωση. Τα στελέχη του ΔΝΤ είναι εκπαιδευμένα να εστιάζουν στην ουσία των προγραμμάτων και να προσπερνούν τις πολιτικές αντιδράσεις. Εάν τηρηθούν οι συμφωνίες του επικαιροποιημένου Μνημονίου, το επεισόδιο της περασμένης εβδομάδας θα έχει ξεχαστεί μέχρις ότου έλθει η επόμενη αποστολή τον Μάιο.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 20-2-2011
Ευλογία ή κατάρα;
Tων Σταθη Ν. Καλυβα & Χαρη Mυλωνα*
Το μεταναστευτικό είναι ίσως το κρισιμότερο ζήτημα που αντιμετωπίζει η χώρα μετά την οικονομική ύφεση. Κράτος και κοινωνία καλούνται να ενσωματώσουν χιλιάδες ανθρώπους με εντελώς διαφορετικές καταβολές, αξίες και δεξιότητες. Δεν είναι τυχαίο πως δυσκολεύονται να το αντιμετωπίσουν ευρωπαϊκές χώρες με μακρόχρονη σχετική εμπειρία, αλλά και κατεξοχήν μεταναστευτικές κοινωνίες (ΗΠΑ, Αυστραλία, Καναδάς). Οι κοινωνικές, οικονομικές και ιδεολογικές διαστάσεις του θέματος είναι τεράστιες και συνδέονται με ένα σύνθετο πλέγμα πολιτικών επιλογών: από τη φύλαξη των συνόρων ώς τις υποδομές για την υποδοχή όσων αιτούνται άσυλο και τις πολιτικές ενσωμάτωσης των μεταναστών στον κοινωνικό και οικονομικό ιστό. Είναι κάτι παραπάνω από σαφές ότι η Ελλάδα έχει καθυστερήσει να διαμορφώσει μια ολοκληρωμένη μεταναστευτική πολιτική, καθώς η ρευστότητα του προβλήματος διαπλέκεται με τη γενικότερη αδυναμία του κράτους και τον πολωμένο χαρακτήρα ενός δημόσιου διαλόγου όπου κυριαρχούν οι κραυγές και περισσεύουν οι αυταπάτες.
Η Ελλάδα αντιμετωπίζει μια οξεία εκδοχή του προβλήματος. Ενα πρώτο κύμα κυρίως ευρωπαϊκής προέλευσης ακολούθησε την πτώση της Σοβιετικής Ενωσης, οπότε και σύμφωνα με την απογραφή του 2001, 762.000 άνθρωποι εισήλθαν στη χώρα, δηλαδή το 7% του πληθυσμού ή αλλιώς το 9% του εργατικού δυναμικού της Ελλάδας. Το δεύτερο κύμα, που διογκώνεται όλο και περισσότερο, προέρχεται κυρίως από την Ασία και την Αφρική. Από το 2002 έχουν γίνει 883.000 συλλήψεις για παράνομη είσοδο ή παραμονή στη χώρα, 132.524 μόνο μέσα στο 2010!
Παρά τα φυσιολογικά προβλήματα, το πρώτο κύμα απορροφήθηκε χωρίς υπέρμετρους κραδασμούς και τελικά μάλλον ωφέλησε τη χώρα, συνεισφέροντας δυναμισμό και εργατικότητα. Τα παιδιά των Αλβανών που μεγάλωσαν στη χώρα μας δεν ξεχωρίζουν από τους συνομήλικους τους και όταν αριστεύουν ζητούν να υψώσουν την ελληνική σημαία. Είναι, όμως, πολύ αμφίβολο πώς τα πράγματα θα εξελιχθούν με αντίστοιχο τρόπο και για το δεύτερο κύμα, ειδικά εν μέσω οικονομικής κρίσης. Οι πρόσφατοι μετανάστες έχουν ιδιαίτερα χαμηλό μορφωτικό επίπεδο και περιορισμένες δεξιότητες. Για τους περισσότερους ίσως, η Ελλάδα αποτελεί απλό πέρασμα. Εγκλωβίζονται όμως και γκετοποιούνται, με όλες τις αρνητικές επιπτώσεις που κάτι τέτοιο συνεπάγεται.
Αντιμέτωποι με το πρόβλημα είναι μια Δημόσια Διοίκηση που αδυνατεί να διευθετήσει κεντρικά ζητήματα, όπως η Δικαιοσύνη ή η Παιδεία και μια κοινωνία τραυματισμένη από την οικονομική ύφεση. Στη δημόσια συζήτηση κυριαρχούν αυταπάτες: από τη μία, όσοι θεωρούν πώς είναι δυνατό να λύσουμε το πρόβλημα, μετατρέποντας την Ελλάδα σε χώρα-φρούριο και απελαύνοντας εκατοντάδες χιλιάδες ενταγμένους ανθρώπους, κάτι που πέρα από αποκρουστικό, είναι ανέφικτο. Από την άλλη, όσοι συγχέουν το συναίσθημα με τη δημόσια πολιτική και θεωρούν πως η χώρα μας υποχρεούται να συνδράμει οποιονδήποτε καταφθάνει στις ακτές της. Οι πρώτοι βλέπουν μόνο ζημιές εκεί που οι δεύτεροι αγνοούν κάθε κόστος. Για τους μεν, η μετανάστευση είναι κατάρα, για τους δε ευλογία. Ταυτόχρονα, καιροφυλακτούν όσοι αντιμετωπίζουν τους μετανάστες ως εξαργυρώσιμη πολιτική αξία, θεωρώντας πως ανακάλυψαν είτε το επαναστατικό προλεταριάτο που δεν παρήγαγε ποτέ η Ελλάδα, είτε τον μπαμπούλα που θα στρέψει τον κόσμο προς στην ακροδεξιά.
Η μετανάστευση όμως έχει δύο όψεις. Οπως έχουν δείξει πολλές οικονομικές μελέτες, η ραγδαία αύξηση του εργατικού δυναμικού συμβάλλει στην επέκταση της παραγωγής σε τομείς που δεν ήταν συμφέροντες με το προϋπάρχον εργατικό κόστος, στην ελάττωση του πληθωρισμού και στην αύξηση του ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος. Συγχρόνως, όμως, προκαλεί συμπίεση των χαμηλών ημερομισθίων, αύξηση της ανεργίας και της οικονομικής ανισότητας, αύξηση της παραοικονομίας και αύξηση των δημοσίων δαπανών που σχετίζονται με την απορρόφηση των μεταναστών από το κοινωνικό σύνολο. Περισσότερο απ’ όλους, θίγονται τα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα. Ταυτόχρονα, κοινωνιολογικές μελέτες έχουν αποτυπώσει τους τεράστιους τριγμούς που προκαλεί η ομαλή ενσωμάτωση όχι μόνο των μεταναστών αλλά, κυρίως, των απογόνων τους. Κάποια προάστια ευρωπαϊκών πόλεων θυμίζουν αμερικανικά γκέτο που παράγουν ισλαμιστές τρομοκράτες.
Εθελοτυφλούμε αν νομίζουμε πως το πρόβλημα θα λυθεί με πρόχειρες και αφελείς διακηρύξεις ανθρωπιστικών προθέσεων, αδιάκριτες και μαζικές νομιμοποιήσεις ή με μέτρα ασφαλείας και μόνο. Η αποτελεσματική διαχείρισή του απαιτεί το ξεπέρασμα τόσο της αδιέξοδης ρητορικής όσο και της πολιτικής της αδράνειας. Εφτασε η ώρα να αποδεχθούμε ένα κομμάτι των μεταναστών ως συμπατριώτες, με τους οποίους θα συμβιώσουμε ισότιμα. Οχι όμως με τους πάντες και όχι δίχως όρους. Αυτό ισοδυναμεί με τη διατύπωση ενός κοινωνικού συμβολαίου που θα περιλαμβάνει σαφή δικαιώματα και υποχρεώσεις και θα στοχεύει στην πλήρη ενσωμάτωση εκείνων των μεταναστών που μπορούν και θέλουν να γίνουν μέλη της ελληνικής κοινωνίας. Συνεπάγεται όμως και τον αποκλεισμό των υποχωρήσεων σε εκβιασμούς και την εφαρμογή αυστηρών μέτρων που θα περιορίζουν ένα ανθρώπινο ρεύμα, το οποίο έχει αποκτήσει χαρακτηριστικά εισβολής. Τελικά, το αν η μετανάστευση θα συμβάλει στην ευημερία της χώρας ή στην κατάπτωσή της εξαρτάται κυρίως από εμάς τους ίδιους.
* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Yale. Ο κ. Χάρης Μυλωνάς είναι επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο George Washington.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 2-2-2011
Το μεταναστευτικό είναι ίσως το κρισιμότερο ζήτημα που αντιμετωπίζει η χώρα μετά την οικονομική ύφεση. Κράτος και κοινωνία καλούνται να ενσωματώσουν χιλιάδες ανθρώπους με εντελώς διαφορετικές καταβολές, αξίες και δεξιότητες. Δεν είναι τυχαίο πως δυσκολεύονται να το αντιμετωπίσουν ευρωπαϊκές χώρες με μακρόχρονη σχετική εμπειρία, αλλά και κατεξοχήν μεταναστευτικές κοινωνίες (ΗΠΑ, Αυστραλία, Καναδάς). Οι κοινωνικές, οικονομικές και ιδεολογικές διαστάσεις του θέματος είναι τεράστιες και συνδέονται με ένα σύνθετο πλέγμα πολιτικών επιλογών: από τη φύλαξη των συνόρων ώς τις υποδομές για την υποδοχή όσων αιτούνται άσυλο και τις πολιτικές ενσωμάτωσης των μεταναστών στον κοινωνικό και οικονομικό ιστό. Είναι κάτι παραπάνω από σαφές ότι η Ελλάδα έχει καθυστερήσει να διαμορφώσει μια ολοκληρωμένη μεταναστευτική πολιτική, καθώς η ρευστότητα του προβλήματος διαπλέκεται με τη γενικότερη αδυναμία του κράτους και τον πολωμένο χαρακτήρα ενός δημόσιου διαλόγου όπου κυριαρχούν οι κραυγές και περισσεύουν οι αυταπάτες.
Η Ελλάδα αντιμετωπίζει μια οξεία εκδοχή του προβλήματος. Ενα πρώτο κύμα κυρίως ευρωπαϊκής προέλευσης ακολούθησε την πτώση της Σοβιετικής Ενωσης, οπότε και σύμφωνα με την απογραφή του 2001, 762.000 άνθρωποι εισήλθαν στη χώρα, δηλαδή το 7% του πληθυσμού ή αλλιώς το 9% του εργατικού δυναμικού της Ελλάδας. Το δεύτερο κύμα, που διογκώνεται όλο και περισσότερο, προέρχεται κυρίως από την Ασία και την Αφρική. Από το 2002 έχουν γίνει 883.000 συλλήψεις για παράνομη είσοδο ή παραμονή στη χώρα, 132.524 μόνο μέσα στο 2010!
Παρά τα φυσιολογικά προβλήματα, το πρώτο κύμα απορροφήθηκε χωρίς υπέρμετρους κραδασμούς και τελικά μάλλον ωφέλησε τη χώρα, συνεισφέροντας δυναμισμό και εργατικότητα. Τα παιδιά των Αλβανών που μεγάλωσαν στη χώρα μας δεν ξεχωρίζουν από τους συνομήλικους τους και όταν αριστεύουν ζητούν να υψώσουν την ελληνική σημαία. Είναι, όμως, πολύ αμφίβολο πώς τα πράγματα θα εξελιχθούν με αντίστοιχο τρόπο και για το δεύτερο κύμα, ειδικά εν μέσω οικονομικής κρίσης. Οι πρόσφατοι μετανάστες έχουν ιδιαίτερα χαμηλό μορφωτικό επίπεδο και περιορισμένες δεξιότητες. Για τους περισσότερους ίσως, η Ελλάδα αποτελεί απλό πέρασμα. Εγκλωβίζονται όμως και γκετοποιούνται, με όλες τις αρνητικές επιπτώσεις που κάτι τέτοιο συνεπάγεται.
Αντιμέτωποι με το πρόβλημα είναι μια Δημόσια Διοίκηση που αδυνατεί να διευθετήσει κεντρικά ζητήματα, όπως η Δικαιοσύνη ή η Παιδεία και μια κοινωνία τραυματισμένη από την οικονομική ύφεση. Στη δημόσια συζήτηση κυριαρχούν αυταπάτες: από τη μία, όσοι θεωρούν πώς είναι δυνατό να λύσουμε το πρόβλημα, μετατρέποντας την Ελλάδα σε χώρα-φρούριο και απελαύνοντας εκατοντάδες χιλιάδες ενταγμένους ανθρώπους, κάτι που πέρα από αποκρουστικό, είναι ανέφικτο. Από την άλλη, όσοι συγχέουν το συναίσθημα με τη δημόσια πολιτική και θεωρούν πως η χώρα μας υποχρεούται να συνδράμει οποιονδήποτε καταφθάνει στις ακτές της. Οι πρώτοι βλέπουν μόνο ζημιές εκεί που οι δεύτεροι αγνοούν κάθε κόστος. Για τους μεν, η μετανάστευση είναι κατάρα, για τους δε ευλογία. Ταυτόχρονα, καιροφυλακτούν όσοι αντιμετωπίζουν τους μετανάστες ως εξαργυρώσιμη πολιτική αξία, θεωρώντας πως ανακάλυψαν είτε το επαναστατικό προλεταριάτο που δεν παρήγαγε ποτέ η Ελλάδα, είτε τον μπαμπούλα που θα στρέψει τον κόσμο προς στην ακροδεξιά.
Η μετανάστευση όμως έχει δύο όψεις. Οπως έχουν δείξει πολλές οικονομικές μελέτες, η ραγδαία αύξηση του εργατικού δυναμικού συμβάλλει στην επέκταση της παραγωγής σε τομείς που δεν ήταν συμφέροντες με το προϋπάρχον εργατικό κόστος, στην ελάττωση του πληθωρισμού και στην αύξηση του ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος. Συγχρόνως, όμως, προκαλεί συμπίεση των χαμηλών ημερομισθίων, αύξηση της ανεργίας και της οικονομικής ανισότητας, αύξηση της παραοικονομίας και αύξηση των δημοσίων δαπανών που σχετίζονται με την απορρόφηση των μεταναστών από το κοινωνικό σύνολο. Περισσότερο απ’ όλους, θίγονται τα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα. Ταυτόχρονα, κοινωνιολογικές μελέτες έχουν αποτυπώσει τους τεράστιους τριγμούς που προκαλεί η ομαλή ενσωμάτωση όχι μόνο των μεταναστών αλλά, κυρίως, των απογόνων τους. Κάποια προάστια ευρωπαϊκών πόλεων θυμίζουν αμερικανικά γκέτο που παράγουν ισλαμιστές τρομοκράτες.
Εθελοτυφλούμε αν νομίζουμε πως το πρόβλημα θα λυθεί με πρόχειρες και αφελείς διακηρύξεις ανθρωπιστικών προθέσεων, αδιάκριτες και μαζικές νομιμοποιήσεις ή με μέτρα ασφαλείας και μόνο. Η αποτελεσματική διαχείρισή του απαιτεί το ξεπέρασμα τόσο της αδιέξοδης ρητορικής όσο και της πολιτικής της αδράνειας. Εφτασε η ώρα να αποδεχθούμε ένα κομμάτι των μεταναστών ως συμπατριώτες, με τους οποίους θα συμβιώσουμε ισότιμα. Οχι όμως με τους πάντες και όχι δίχως όρους. Αυτό ισοδυναμεί με τη διατύπωση ενός κοινωνικού συμβολαίου που θα περιλαμβάνει σαφή δικαιώματα και υποχρεώσεις και θα στοχεύει στην πλήρη ενσωμάτωση εκείνων των μεταναστών που μπορούν και θέλουν να γίνουν μέλη της ελληνικής κοινωνίας. Συνεπάγεται όμως και τον αποκλεισμό των υποχωρήσεων σε εκβιασμούς και την εφαρμογή αυστηρών μέτρων που θα περιορίζουν ένα ανθρώπινο ρεύμα, το οποίο έχει αποκτήσει χαρακτηριστικά εισβολής. Τελικά, το αν η μετανάστευση θα συμβάλει στην ευημερία της χώρας ή στην κατάπτωσή της εξαρτάται κυρίως από εμάς τους ίδιους.
* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Yale. Ο κ. Χάρης Μυλωνάς είναι επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο George Washington.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 2-2-2011
Ευλογία ή κατάρα;
Tων Σταθη Ν. Καλυβα & Χαρη Mυλωνα*
Το μεταναστευτικό είναι ίσως το κρισιμότερο ζήτημα που αντιμετωπίζει η χώρα μετά την οικονομική ύφεση. Κράτος και κοινωνία καλούνται να ενσωματώσουν χιλιάδες ανθρώπους με εντελώς διαφορετικές καταβολές, αξίες και δεξιότητες. Δεν είναι τυχαίο πως δυσκολεύονται να το αντιμετωπίσουν ευρωπαϊκές χώρες με μακρόχρονη σχετική εμπειρία, αλλά και κατεξοχήν μεταναστευτικές κοινωνίες (ΗΠΑ, Αυστραλία, Καναδάς). Οι κοινωνικές, οικονομικές και ιδεολογικές διαστάσεις του θέματος είναι τεράστιες και συνδέονται με ένα σύνθετο πλέγμα πολιτικών επιλογών: από τη φύλαξη των συνόρων ώς τις υποδομές για την υποδοχή όσων αιτούνται άσυλο και τις πολιτικές ενσωμάτωσης των μεταναστών στον κοινωνικό και οικονομικό ιστό. Είναι κάτι παραπάνω από σαφές ότι η Ελλάδα έχει καθυστερήσει να διαμορφώσει μια ολοκληρωμένη μεταναστευτική πολιτική, καθώς η ρευστότητα του προβλήματος διαπλέκεται με τη γενικότερη αδυναμία του κράτους και τον πολωμένο χαρακτήρα ενός δημόσιου διαλόγου όπου κυριαρχούν οι κραυγές και περισσεύουν οι αυταπάτες.
Η Ελλάδα αντιμετωπίζει μια οξεία εκδοχή του προβλήματος. Ενα πρώτο κύμα κυρίως ευρωπαϊκής προέλευσης ακολούθησε την πτώση της Σοβιετικής Ενωσης, οπότε και σύμφωνα με την απογραφή του 2001, 762.000 άνθρωποι εισήλθαν στη χώρα, δηλαδή το 7% του πληθυσμού ή αλλιώς το 9% του εργατικού δυναμικού της Ελλάδας. Το δεύτερο κύμα, που διογκώνεται όλο και περισσότερο, προέρχεται κυρίως από την Ασία και την Αφρική. Από το 2002 έχουν γίνει 883.000 συλλήψεις για παράνομη είσοδο ή παραμονή στη χώρα, 132.524 μόνο μέσα στο 2010!
Παρά τα φυσιολογικά προβλήματα, το πρώτο κύμα απορροφήθηκε χωρίς υπέρμετρους κραδασμούς και τελικά μάλλον ωφέλησε τη χώρα, συνεισφέροντας δυναμισμό και εργατικότητα. Τα παιδιά των Αλβανών που μεγάλωσαν στη χώρα μας δεν ξεχωρίζουν από τους συνομήλικους τους και όταν αριστεύουν ζητούν να υψώσουν την ελληνική σημαία. Είναι, όμως, πολύ αμφίβολο πώς τα πράγματα θα εξελιχθούν με αντίστοιχο τρόπο και για το δεύτερο κύμα, ειδικά εν μέσω οικονομικής κρίσης. Οι πρόσφατοι μετανάστες έχουν ιδιαίτερα χαμηλό μορφωτικό επίπεδο και περιορισμένες δεξιότητες. Για τους περισσότερους ίσως, η Ελλάδα αποτελεί απλό πέρασμα. Εγκλωβίζονται όμως και γκετοποιούνται, με όλες τις αρνητικές επιπτώσεις που κάτι τέτοιο συνεπάγεται.
Αντιμέτωποι με το πρόβλημα είναι μια Δημόσια Διοίκηση που αδυνατεί να διευθετήσει κεντρικά ζητήματα, όπως η Δικαιοσύνη ή η Παιδεία και μια κοινωνία τραυματισμένη από την οικονομική ύφεση. Στη δημόσια συζήτηση κυριαρχούν αυταπάτες: από τη μία, όσοι θεωρούν πώς είναι δυνατό να λύσουμε το πρόβλημα, μετατρέποντας την Ελλάδα σε χώρα-φρούριο και απελαύνοντας εκατοντάδες χιλιάδες ενταγμένους ανθρώπους, κάτι που πέρα από αποκρουστικό, είναι ανέφικτο. Από την άλλη, όσοι συγχέουν το συναίσθημα με τη δημόσια πολιτική και θεωρούν πως η χώρα μας υποχρεούται να συνδράμει οποιονδήποτε καταφθάνει στις ακτές της. Οι πρώτοι βλέπουν μόνο ζημιές εκεί που οι δεύτεροι αγνοούν κάθε κόστος. Για τους μεν, η μετανάστευση είναι κατάρα, για τους δε ευλογία. Ταυτόχρονα, καιροφυλακτούν όσοι αντιμετωπίζουν τους μετανάστες ως εξαργυρώσιμη πολιτική αξία, θεωρώντας πως ανακάλυψαν είτε το επαναστατικό προλεταριάτο που δεν παρήγαγε ποτέ η Ελλάδα, είτε τον μπαμπούλα που θα στρέψει τον κόσμο προς στην ακροδεξιά.
Η μετανάστευση όμως έχει δύο όψεις. Οπως έχουν δείξει πολλές οικονομικές μελέτες, η ραγδαία αύξηση του εργατικού δυναμικού συμβάλλει στην επέκταση της παραγωγής σε τομείς που δεν ήταν συμφέροντες με το προϋπάρχον εργατικό κόστος, στην ελάττωση του πληθωρισμού και στην αύξηση του ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος. Συγχρόνως, όμως, προκαλεί συμπίεση των χαμηλών ημερομισθίων, αύξηση της ανεργίας και της οικονομικής ανισότητας, αύξηση της παραοικονομίας και αύξηση των δημοσίων δαπανών που σχετίζονται με την απορρόφηση των μεταναστών από το κοινωνικό σύνολο. Περισσότερο απ’ όλους, θίγονται τα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα. Ταυτόχρονα, κοινωνιολογικές μελέτες έχουν αποτυπώσει τους τεράστιους τριγμούς που προκαλεί η ομαλή ενσωμάτωση όχι μόνο των μεταναστών αλλά, κυρίως, των απογόνων τους. Κάποια προάστια ευρωπαϊκών πόλεων θυμίζουν αμερικανικά γκέτο που παράγουν ισλαμιστές τρομοκράτες.
Εθελοτυφλούμε αν νομίζουμε πως το πρόβλημα θα λυθεί με πρόχειρες και αφελείς διακηρύξεις ανθρωπιστικών προθέσεων, αδιάκριτες και μαζικές νομιμοποιήσεις ή με μέτρα ασφαλείας και μόνο. Η αποτελεσματική διαχείρισή του απαιτεί το ξεπέρασμα τόσο της αδιέξοδης ρητορικής όσο και της πολιτικής της αδράνειας. Εφτασε η ώρα να αποδεχθούμε ένα κομμάτι των μεταναστών ως συμπατριώτες, με τους οποίους θα συμβιώσουμε ισότιμα. Οχι όμως με τους πάντες και όχι δίχως όρους. Αυτό ισοδυναμεί με τη διατύπωση ενός κοινωνικού συμβολαίου που θα περιλαμβάνει σαφή δικαιώματα και υποχρεώσεις και θα στοχεύει στην πλήρη ενσωμάτωση εκείνων των μεταναστών που μπορούν και θέλουν να γίνουν μέλη της ελληνικής κοινωνίας. Συνεπάγεται όμως και τον αποκλεισμό των υποχωρήσεων σε εκβιασμούς και την εφαρμογή αυστηρών μέτρων που θα περιορίζουν ένα ανθρώπινο ρεύμα, το οποίο έχει αποκτήσει χαρακτηριστικά εισβολής. Τελικά, το αν η μετανάστευση θα συμβάλει στην ευημερία της χώρας ή στην κατάπτωσή της εξαρτάται κυρίως από εμάς τους ίδιους.
* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Yale. Ο κ. Χάρης Μυλωνάς είναι επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο George Washington.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 2-2-2011
Το μεταναστευτικό είναι ίσως το κρισιμότερο ζήτημα που αντιμετωπίζει η χώρα μετά την οικονομική ύφεση. Κράτος και κοινωνία καλούνται να ενσωματώσουν χιλιάδες ανθρώπους με εντελώς διαφορετικές καταβολές, αξίες και δεξιότητες. Δεν είναι τυχαίο πως δυσκολεύονται να το αντιμετωπίσουν ευρωπαϊκές χώρες με μακρόχρονη σχετική εμπειρία, αλλά και κατεξοχήν μεταναστευτικές κοινωνίες (ΗΠΑ, Αυστραλία, Καναδάς). Οι κοινωνικές, οικονομικές και ιδεολογικές διαστάσεις του θέματος είναι τεράστιες και συνδέονται με ένα σύνθετο πλέγμα πολιτικών επιλογών: από τη φύλαξη των συνόρων ώς τις υποδομές για την υποδοχή όσων αιτούνται άσυλο και τις πολιτικές ενσωμάτωσης των μεταναστών στον κοινωνικό και οικονομικό ιστό. Είναι κάτι παραπάνω από σαφές ότι η Ελλάδα έχει καθυστερήσει να διαμορφώσει μια ολοκληρωμένη μεταναστευτική πολιτική, καθώς η ρευστότητα του προβλήματος διαπλέκεται με τη γενικότερη αδυναμία του κράτους και τον πολωμένο χαρακτήρα ενός δημόσιου διαλόγου όπου κυριαρχούν οι κραυγές και περισσεύουν οι αυταπάτες.
Η Ελλάδα αντιμετωπίζει μια οξεία εκδοχή του προβλήματος. Ενα πρώτο κύμα κυρίως ευρωπαϊκής προέλευσης ακολούθησε την πτώση της Σοβιετικής Ενωσης, οπότε και σύμφωνα με την απογραφή του 2001, 762.000 άνθρωποι εισήλθαν στη χώρα, δηλαδή το 7% του πληθυσμού ή αλλιώς το 9% του εργατικού δυναμικού της Ελλάδας. Το δεύτερο κύμα, που διογκώνεται όλο και περισσότερο, προέρχεται κυρίως από την Ασία και την Αφρική. Από το 2002 έχουν γίνει 883.000 συλλήψεις για παράνομη είσοδο ή παραμονή στη χώρα, 132.524 μόνο μέσα στο 2010!
Παρά τα φυσιολογικά προβλήματα, το πρώτο κύμα απορροφήθηκε χωρίς υπέρμετρους κραδασμούς και τελικά μάλλον ωφέλησε τη χώρα, συνεισφέροντας δυναμισμό και εργατικότητα. Τα παιδιά των Αλβανών που μεγάλωσαν στη χώρα μας δεν ξεχωρίζουν από τους συνομήλικους τους και όταν αριστεύουν ζητούν να υψώσουν την ελληνική σημαία. Είναι, όμως, πολύ αμφίβολο πώς τα πράγματα θα εξελιχθούν με αντίστοιχο τρόπο και για το δεύτερο κύμα, ειδικά εν μέσω οικονομικής κρίσης. Οι πρόσφατοι μετανάστες έχουν ιδιαίτερα χαμηλό μορφωτικό επίπεδο και περιορισμένες δεξιότητες. Για τους περισσότερους ίσως, η Ελλάδα αποτελεί απλό πέρασμα. Εγκλωβίζονται όμως και γκετοποιούνται, με όλες τις αρνητικές επιπτώσεις που κάτι τέτοιο συνεπάγεται.
Αντιμέτωποι με το πρόβλημα είναι μια Δημόσια Διοίκηση που αδυνατεί να διευθετήσει κεντρικά ζητήματα, όπως η Δικαιοσύνη ή η Παιδεία και μια κοινωνία τραυματισμένη από την οικονομική ύφεση. Στη δημόσια συζήτηση κυριαρχούν αυταπάτες: από τη μία, όσοι θεωρούν πώς είναι δυνατό να λύσουμε το πρόβλημα, μετατρέποντας την Ελλάδα σε χώρα-φρούριο και απελαύνοντας εκατοντάδες χιλιάδες ενταγμένους ανθρώπους, κάτι που πέρα από αποκρουστικό, είναι ανέφικτο. Από την άλλη, όσοι συγχέουν το συναίσθημα με τη δημόσια πολιτική και θεωρούν πως η χώρα μας υποχρεούται να συνδράμει οποιονδήποτε καταφθάνει στις ακτές της. Οι πρώτοι βλέπουν μόνο ζημιές εκεί που οι δεύτεροι αγνοούν κάθε κόστος. Για τους μεν, η μετανάστευση είναι κατάρα, για τους δε ευλογία. Ταυτόχρονα, καιροφυλακτούν όσοι αντιμετωπίζουν τους μετανάστες ως εξαργυρώσιμη πολιτική αξία, θεωρώντας πως ανακάλυψαν είτε το επαναστατικό προλεταριάτο που δεν παρήγαγε ποτέ η Ελλάδα, είτε τον μπαμπούλα που θα στρέψει τον κόσμο προς στην ακροδεξιά.
Η μετανάστευση όμως έχει δύο όψεις. Οπως έχουν δείξει πολλές οικονομικές μελέτες, η ραγδαία αύξηση του εργατικού δυναμικού συμβάλλει στην επέκταση της παραγωγής σε τομείς που δεν ήταν συμφέροντες με το προϋπάρχον εργατικό κόστος, στην ελάττωση του πληθωρισμού και στην αύξηση του ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος. Συγχρόνως, όμως, προκαλεί συμπίεση των χαμηλών ημερομισθίων, αύξηση της ανεργίας και της οικονομικής ανισότητας, αύξηση της παραοικονομίας και αύξηση των δημοσίων δαπανών που σχετίζονται με την απορρόφηση των μεταναστών από το κοινωνικό σύνολο. Περισσότερο απ’ όλους, θίγονται τα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα. Ταυτόχρονα, κοινωνιολογικές μελέτες έχουν αποτυπώσει τους τεράστιους τριγμούς που προκαλεί η ομαλή ενσωμάτωση όχι μόνο των μεταναστών αλλά, κυρίως, των απογόνων τους. Κάποια προάστια ευρωπαϊκών πόλεων θυμίζουν αμερικανικά γκέτο που παράγουν ισλαμιστές τρομοκράτες.
Εθελοτυφλούμε αν νομίζουμε πως το πρόβλημα θα λυθεί με πρόχειρες και αφελείς διακηρύξεις ανθρωπιστικών προθέσεων, αδιάκριτες και μαζικές νομιμοποιήσεις ή με μέτρα ασφαλείας και μόνο. Η αποτελεσματική διαχείρισή του απαιτεί το ξεπέρασμα τόσο της αδιέξοδης ρητορικής όσο και της πολιτικής της αδράνειας. Εφτασε η ώρα να αποδεχθούμε ένα κομμάτι των μεταναστών ως συμπατριώτες, με τους οποίους θα συμβιώσουμε ισότιμα. Οχι όμως με τους πάντες και όχι δίχως όρους. Αυτό ισοδυναμεί με τη διατύπωση ενός κοινωνικού συμβολαίου που θα περιλαμβάνει σαφή δικαιώματα και υποχρεώσεις και θα στοχεύει στην πλήρη ενσωμάτωση εκείνων των μεταναστών που μπορούν και θέλουν να γίνουν μέλη της ελληνικής κοινωνίας. Συνεπάγεται όμως και τον αποκλεισμό των υποχωρήσεων σε εκβιασμούς και την εφαρμογή αυστηρών μέτρων που θα περιορίζουν ένα ανθρώπινο ρεύμα, το οποίο έχει αποκτήσει χαρακτηριστικά εισβολής. Τελικά, το αν η μετανάστευση θα συμβάλει στην ευημερία της χώρας ή στην κατάπτωσή της εξαρτάται κυρίως από εμάς τους ίδιους.
* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Yale. Ο κ. Χάρης Μυλωνάς είναι επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο George Washington.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 2-2-2011
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)