Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2012

Η προέλευση της ελληνικής οικονομικής κρίσης

Πώς ο συγκεντρωτισμός οδήγησε στην αναποτελεσματικότητα και την κρίση
Πριν το σύγχρονο ελληνικό κράτος διαμορφώσει το σημερινό του περίγραμμα στον απόηχο του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, οι κοινότητες στις εμπορικές πόλεις, όπως η Αλεξάνδρεια, η Οδησσός, η Θεσσαλονίκη, η Σμύρνη και η Τεργέστη, είχαν ήδη μια μακρά ιστορία σχετικά με τη λειτουργία των δικών τους σχολικών συστημάτων, των νοσοκομείων και των ορφανοτροφείων. Αυτό ήταν εν μέρει μια κληρονομιά της οθωμανικής κυριαρχίας. Με εξαίρεση την πολιτική σταθερότητα, οι Οθωμανοί δεν είχαν τη συνήθεια της παροχής δημόσιων αγαθών, οπότε, όταν επρόκειτο για τη δημόσια υγεία και την οικονομική ανάπτυξη, οι πολίτες έπρεπε να φροντίσουν τον εαυτό τους. Το σύστημα αυτό λειτούργησε. Μέσα από τις τοπικές και κοινοτικές οργανώσεις, από τα μέσα έως τα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, οι Έλληνες ήταν μία από τις πιο εύπορες και δυναμικές πληθυσμιακές ομάδες στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Ωστόσο, όταν το ελληνικό κράτος διαμορφώθηκε πλήρως, μια κεντρική διοικητική δομή ανέλαβε τους κοινοτικούς θεσμούς. Ισχυροί νέοι εθνικοί κομματικοί μηχανισμοί εκτόπισαν τις τοπικές ελίτ που είχαν υπηρετήσει με επιτυχία τους θεσμούς αυτούς ως διαχειριστές τους. Στη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη στην Ελλάδα, τη Θεσσαλονίκη, αυτή η διαδικασία πήρε λίγο περισσότερο από μια δεκαετία. Από το 1912, όταν η πόλη ενσωματώθηκε στο ελληνικό βασίλειο, ως το 1925, τα σχολεία, τα νοσοκομεία της Θεσσαλονίκης και άλλα ιδρύματα κρατικοποιήθηκαν και οι τοπικοί διαχειριστές τους αντικαταστάθηκαν από κεντρικά διορισμένους γραφειοκράτες. Ομοίως, η ευθύνη για τη χρηματοδότηση αυτών των ιδρυμάτων πέρασε στην κυβέρνηση. Για να κατανοήσουμε πόσο δραματική ήταν η αλλαγή, φανταστείτε ότι η Ουάσιγκτον κρατικοποιεί όλα τα κολέγια και τα πανεπιστήμια στην πολιτεία της Μασαχουσέτης, του Χάρβαρντ συμπεριλαμβανομένου, και στη συνέχεια τα διοικεί με πολιτικά διορισμένα άτομα.
Έτσι, καθώς το ελληνικό κράτος επεκτάθηκε εδαφικά επέκτεινε επίσης τις ευθύνες του, περιστέλλοντας τις παλιές παραδόσεις του τοπικισμού και της κοινοτικής δράσης. Εδώ έγκειται η ρίζα της σημερινής κρίσης της χώρας. Οι παλιές καθιερωμένες αυτόνομες τοπικές ελίτ εκτοπίστηκαν τη δεκαετία του 1920, ενώ τη θέση τους πήρε μια νέα ομάδα, από ανθρώπους επιδέξιους στο να χειρίζονται μια πελατειακή σχέση με το κράτος. Οι νέοι τοπικοί άρχοντες εντάχθηκαν στα εθνικά κόμματα και στη συνέχεια εργάστηκαν για τη δημιουργία κομματικών μηχανισμών διανέμοντας τη γενναιοδωρία του κράτους. Ούτε μια περιοχή ή πόλη δεν κινητοποίησε τους πόρους της για να πετύχει οικονομική ανάπτυξη, με βάση την διεθνή ανταγωνιστικότητα. Αντ' αυτού όλες οι μεγάλες τοπικές κοινότητες κατηύθυναν τους πόρους της κυβέρνησης με στόχο την κηδεμονία. Η κυβέρνηση, η οποία κυριαρχείτο από τα ίδια κόμματα, ήταν ένας ενεργητικός συνένοχος.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, η αλληλεπίδραση μεταξύ των τοπικών και εθνικών ελίτ είχε ήδη οδηγήσει σε ένα εξαιρετικά δυσλειτουργικό σύστημα. Οι διορισμοί σε βασικούς θεσμούς - νοσοκομεία, μουσεία, πανεπιστήμια και λιμενικές αρχές - δεν ήταν αξιοκρατικοί. Για να γίνει κάποιος πρόεδρος ενός πανεπιστημίου, θα πρέπει να εξαγοράσει τις φοιτητικές οργανώσεις, οι οποίες θα του προσφέρουν τις ψήφους που απαιτούνται για να κερδίσει τις εκλογές εντός του πανεπιστημίου. Για να διοικήσει κάποιος ένα νοσοκομείο, θα έπρεπε να έχει επενδύσει χρόνο ως παρατρεχάμενος σε ένα από τα μεγάλα ελληνικά κόμματα.
Η άνευ όρων χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη δεκαετία του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990, και ο εύκολος διεθνής δανεισμός στη δεκαετία του 2000 βοήθησαν τόσο την αριστερά όσο και τη δεξιά να χρηματοδοτήσουν μια μη βιώσιμη πολιτική πατρωνία. Σύμφωνα με τη Eurostat, τη στατιστική υπηρεσία της ΕΕ, η δημόσια δαπάνη για μισθούς και συντάξεις των δημοσίων υπαλλήλων αυξήθηκε στην Ελλάδα από το 38% των κρατικών εσόδων το 2000 στο 55% το 2009. Επιδεινώνοντας την τάση αυτή, οι τοπικές ελίτ έγιναν εχθρικές προς οποιαδήποτε συνεκτική εθνική προσπάθεια μεταρρύθμισης, ακριβώς για να διατηρηθεί το σύστημα που τώρα τους καθιστούσε προνομιούχους. Για παράδειγμα, στα μέσα της δεκαετίας του 2000 μια τοπική συμμαχία στη Θεσσαλονίκη αντιστάθηκε επιτυχώς στην ανάθεση μιας σύμβασης παραχώρησης σε έναν μεγάλο διεθνή φορέα εκμετάλλευσης του λιμένα, προκειμένου να διατηρήσουν οι ίδιοι τη διαχείριση.
Όσο η ελληνική κυβέρνηση ήταν χρηματοοικονομικά ικανή, ή μπορούσε να δανειστεί μαζικά, το σύστημα λειτουργούσε. Η προσπάθεια να ενταχθεί η Ελλάδα στην ευρωζώνη το 2001, βεβαίως έφερε πραγματικά οφέλη για την ελληνική οικονομία. Χάρη στις μεταρρυθμίσεις που επέβαλλε η ΕΕ, η χώρα βελτίωσε τα δημόσια οικονομικά της και εκσυγχρόνισε τον τηλεπικοινωνιακό και τον τραπεζικό τηςτομέα. Η ένταξη στην Ευρωζώνη επιτάχυνε επίσης και τον επαναπατρισμό της παγκοσμίως ανταγωνιστικής ελληνικής ναυτιλιακής κοινότητας και παρείχε χρηματοδότηση για την επέκταση των ελληνικών επιχειρήσεων στα Βαλκάνια. Όμως, από τη στιγμή που μπήκε η χώρα στην ευρωζώνη, οι ελληνικές ελίτ έσπευσαν να επανέλθουν στην προηγούμενη συμπεριφορά τους.
Αλλά τώρα που το έθνος έχει κηρύξει πτώχευση, είναι αδύνατο να στηρίξει την οικονομία μέσω δαπανών της κεντρικής κυβέρνησης. Αυτό σημαίνει ότι οι τοπικές ηγεσίες δεν έχουν άλλη επιλογή από το να στηρίξουν τις πανεθνικές μεταρρυθμιστικές προσπάθειες που θα μπορούσαν να ενισχύσουν την τοπική ικανότητά τους για δημιουργία πλούτου μέσα από όρους αγοράς.
Οι ευκαιρίες για να το πράξουν είναι πολυάριθμα. Πάρτε μόνο δύο κλάδους της ελληνικής οικονομίας - το σύστημα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και την τουριστική βιομηχανία. Μια μεταρρύθμιση που καταργεί τη συμμετοχή των οργανώσεων των φοιτητών στην εκλογή των πανεπιστημιακών Αρχών και επιτρέπει τη δημιουργία ιδιωτικά χρηματοδοτούμενων πανεπιστημιακών εδρών έχει ήδη θεσπιστεί με νόμο το Σεπτέμβριο. Η επιτυχής εφαρμογή αυτής της μεταρρύθμισης θα αρχίσει να δημιουργεί μια βασισμένη στη γνώση, διεθνώς ανταγωνιστική ελληνική οικονομία. Τώρα, οι τοπικές κοινότητες πρέπει να αναλάβουν τη σκυτάλη από το Υπουργείο Παιδείας και να υποστηρίξουν φωναχτά την αριστεία και τη διαφάνεια στους διορισμούς στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα που φιλοξενούν στην περιοχή τους. Να διαχειριστούν ενεργά τη σχέση μεταξύ της πανεπιστημιακής και της επιχειρηματικής κοινότητας, με έμφαση στην καινοτομία και την Ερευνα & Ανάπτυξη που ωφελεί το τοπική οικονομία. Και να ενεργοποιήσουν τα δικά τους δίκτυα στην ελληνική διασπορά για να συγκεντρώσουν χρήματα για τα ιδρύματα αυτά.
Σε τοπικό επίπεδο, οι πολίτες θα έχουν επίσης κάθε λόγο να προωθήσουν τη μεταρρύθμιση της κρίσιμης τουριστικής βιομηχανίας - η οποία είναι γεμάτη από ανεπάρκειες. Εκείνοι που βρίσκονται σε παράκτιες πόλεις που εξαρτώνται από τη βιομηχανία των κρουαζιερόπλοιων, για παράδειγμα, μπορούν να πιέσουν για την άρση του καμποτάζ, έναν κανονισμό που απαγορεύει τα κρουαζιερόπλοια που δεν διαθέτουν ελληνικό πλήρωμα να έχουν πρόσβαση σε ελληνικά λιμάνια. Οι Έλληνες στις πόλεις που φιλοξενούν κρατικά μουσεία μπορούν επίσης να προωθήσουν μεταρρυθμίσεις για τη διευκόλυνση των ιδιωτικών δωρεών, οι οποίες θα εισαγάγουν εκ νέου, μέσα από μια κατεύθυνση διακεκριμένης αρχιτεκτονικής και επιμελητείας, την πολιτιστική κληρονομιά τους σε ένα διεθνές ακροατήριο. Τέλος, όλες οι Ελληνικές κοινότητες μπορούν να πιέσουν το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών να επιταχύνει την έκδοση ταξιδιωτικών βίζα, ειδικά στε βασικές αγορές όπως η Τουρκία και η Ρωσία, όπου η δυναμικότητα των ελληνικών προξενείων δεν μπορεί να ανταπεξέλθει στη ζήτηση.
Οι συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις δεν είναι εξίσου σημαντικές όσο το να κλίνουν αποφασιστικά οι τοπικοί παράγοντες υπέρ της αγοράς που προκαλεί τη δημιουργία πλούτου, σε αντίθεση με την πρόσοδο που προέρχεται από το κράτος. Για να γίνει αυτό, θα πρέπει να ανατρέξουν στα έργα των προγόνων τους. Οι τοπικοί ηγέτες θα πρέπει να αναγνωρίσουν ότι αν δεν αναλάβουν την ευθύνη για την επιτυχία και την ευημερία των κοινοτήτων τους, κανένας άλλος δεν θα το κάνει. Οι τοπικοί ψηφοφόροι, με τη σειρά τους, θα πρέπει να ανταμείβουν εκείνους τους ηγέτες οι οποίοι είναι πρόθυμοι να ενεργούν σύμφωνα με αυτή την συλλογιστική.
Από την πλευρά της, η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να παρέχει ευρύτερες αρμοδιότητες στις τοπικές Αρχές - από την υγεία και την εκπαίδευση ως τον πολεοδομικό σχεδιασμό. Θα πρέπει, επίσης, να θέσει ως καθήκον τους την αύξηση των εσόδων που είναι απαραίτητα για την άσκηση της νέας εξουσίας τους. Ειδικότερα, η τοπική αυτοδιοίκηση στην Ελλάδα θα πρέπει να αναλάβει σημαντικές φορολογικές εξουσίες, καθώς και πολλές από τις αρμοδιότητες που συνεπάγονται. Η Αθήνα θα πρέπει, επίσης, να είναι προετοιμασμένη για τις τοπικές αποτυχίες αλλιώς θα δημιουργηθεί μια κρίση εμπιστοσύνης η οποία θα διαβρώσει την αλληλεγγύη και την αυτοπεποίθηση που οι τοπικές κοινότητες πρέπει να ενστερνιστούν. Με την αποκέντρωση, η Αθήνα θα αναβιώσει τη διακεκριμένη εθνική κληρονομιά της τοπικής αυτονομίας και θα ωθήσει τη χώρα πιο κοντά στα ευρωπαϊκά πρότυπα όσον αφορά την αντιπροσωπευτικότητα της ισχύος και της εξουσίας.
Τέλος, τα βασικά τοπικά ιδρύματα, ιδίως τα πανεπιστήμια και τα νοσοκομεία, θα πρέπει να οδηγηθούν στον μη κερδοσκοπικό τομέα. Θα μπορούσαν να διοικούνται από ένα Συμβούλιο Επιτρόπων και να είναι ανοιχτά σε δωρεές από ιδιώτες και ιδιωτικούς οργανισμούς. Το φορολογικό καθεστώς θα πρέπει να φιλοξενήσει μια τέτοια διοικητική δομή χορηγώντας εκπτώσεις φόρου για τις δωρεές. Αυτή η δομή θα διοχετεύσει πρόσθετους πόρους και τεχνογνωσία από την ελληνική διασπορά.
Η πλειοψηφία των Ελλήνων σήμερα δεν μπορεί να δει μια διέξοδο από το λάκκο που έχει πέσει η χώρα. Όμως, χρειάζονται μόνο να ανατρέξουν στο τι έκαναν οι παππούδες τους για να βρουν αυτή τη διέξοδο.
Copyright © 2002-2010 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
Return to Article: http://www.foreignaffairs.com/features/letters-from/the-origins-of-the-g...

Μνημόνιο. Ένα post mortem

Από τον ΧΡΥΣΑΦΗ Ι. ΙΟΡΔΑΝΟΓΛΟΥ

 1.

Εισαγωγή

Το Μνημόνιο και τα μέτρα που το συνόδευαν έγιναν νόμος του κράτους στις 6 Μαΐου 2010. Η Ελλάδα είχε ελάχιστα περιθώρια να παζαρέψει τις βασικές κατευθύνσεις του και ακόμη λιγότερα να τις απορρίψει. Η χώρα όφειλε να δανεισθεί άμεσα προκειμένου να εξοφλήσει ομόλογα αξίας 8,5 δισ. ευρώ που έληγαν στις 19 Μαΐου. Ήταν όμως πρακτικώς αποκλεισμένη από τις διεθνείς αγορές.
Η μονομερής κήρυξη παύσης πληρωμών ήταν αδιανόητη γιατί σήμαινε τα εξής: Πρώτο, δεδομένου ότι μεγάλο κομμάτι της περιουσίας των ελληνικών τραπεζών ήταν επενδυμένο σε ελληνικά ομόλογα, ο εκμηδενισμός της αξίας των τελευταίων θα οδηγούσε το τραπεζικό σύστημα σε κατάρρευση. Τούτο θα σήμαινε κατάρρευση της εγχώριας πίστης και του διεθνούς εμπορίου. Δεύτερο, η δημοσιονομική περιστολή θα ήταν πολύ μεγαλύτερη από αυτήν που –τελικά– επιχειρήθηκε. Το συνολικό δημόσιο έλλειμμα του 2009 ήταν 36,6 δισ. Από αυτά, περί τα 12,5 αφορούσαν πληρωμές τόκων. Τα υπόλοιπα 24 δισ. ήταν πρωτογενές έλλειμμα: η διαφορά των εκτός τόκων δαπανών του Ελληνικού Δημοσίου από τα έσοδά του. Το 2010 το πρωτογενές έλλειμμα περικόπηκε περίπου στο μισό και τα 11,4 δισ. που απέμειναν χρηματοδοτήθηκαν από τον μηχανισμό στήριξης. Χωρίς αυτόν η Ελλάδα θα ήταν υποχρεωμένη περικόψει ολόκληρο το έλλειμμά της εντός του 2010.
Το θέμα του παρόντος κειμένου είναι τι σήμαινε και πώς εφαρμόσθηκε το πρόγραμμα πολιτικής που προσφέρθηκε στην Ελλάδα. Με ενδιαφέρει το Μνημόνιο όπως ήταν και όχι αυτό που θα μπορούσε να είναι αν οι επιλογές της ΕΕ ήταν διαφορετικές. Η Ελλάδα δεν είχε έλεγχο πάνω στις αποφάσεις αυτές. Ακόμη όμως και αν μια διαφορετική πολιτική των βόρειων χωρών της ΕΕ ελάφραινε το ελληνικό χρέος, τούτο δεν θα αναιρούσε τα θεμελιώδη προβλήματα της χώρας: τη δυσλειτουργικότητα του ελληνικού κράτους και την απώλεια ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.

2.

Η χρηματοδοτική στήριξη

Το Μνημόνιο ήταν –πρώτα από όλα– ένα δάνειο 110 δισ. ευρώ προς την Ελλάδα. Τα μέλη της ευρωζώνης θα κάλυπταν τα 80 και το ΔΝΤ τα 30. Από αυτά, τα 10 δισ. προορίζονταν για τη στήριξη του τραπεζικού συστήματος. Τα υπόλοιπα για την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών του Ελληνικού Δημοσίου. Η εκταμίευση των δόσεων θα ολοκληρωνόταν στο δεύτερο τρίμηνο του 2013. Η αποπληρωμή των δανείων θα άρχιζε μετά το πέρας μιας τριετούς περιόδου χάριτος και η εξόφληση θα ολοκληρωνόταν περί τα μέσα του 2015.

Δύο από τις θεμελιώδεις υποθέσεις του Μνημονίου ήσαν: α) το ελληνικό δημόσιο χρέος ήταν βιώσιμο, δεν χρειαζόταν περικοπή, β) η Ελλάδα θα μπορούσε να επιστρέψει στις αγορές το 2012. Η εξέλιξη των πραγμάτων έδειξε ότι στην περίπτωση που αυτή η υπόθεση δεν επαληθευόταν η χρηματοδοτική στήριξη θα συνεχιζόταν.
Με τη συμφωνία η Ελλάδα απέφευγε μιαν άμεση κατάρρευση και μισάνοιγε την πόρτα για περαιτέρω στήριξή της στο μέλλον. Από την πλευρά της, η Ευρωζώνη απέφευγε μια δραματική αναστάτωση στο χρηματοπιστωτικό της σύστημα. Οι δανειστές αναλάμβαναν την αποπληρωμή των ληγόντων ελληνικών ομολόγων και την, μέχρις ενός ορίου και χρονικού σημείου, κάλυψη των τρεχουσών χρηματοδοτικών αναγκών του Ελληνικού Δημοσίου. Θα κατέβαλαν προσυμφωνημένα ποσά για την κάλυψη του πρωτογενούς ελλείμματος της Ελλάδας, το οποίο όμως θα έπρεπε να βαίνει μειούμενο με προκαθορισμένο τέμπο και να μηδενιζόταν το 2012. Σε αντάλλαγμα, η Ελλάδα καλούνταν να βάλει τα του οίκου της σε τάξη έτσι ώστε να μη χρειάζεται να επανέρχεται κάθε τόσο για νέα βοήθεια.

3.

Το πρόγραμμα στην αρχική του μορφή:

δυο στόχοι και μια προϋπόθεση

Οι επιδιώξεις του προγράμματος ήταν να αντιμετωπίσει ταυτόχρονα τα δυο σκέλη της ελληνικής κρίσης: α) Να βάλει το δημόσιο χρέος σε καθοδική τροχιά και τάξη στα δημόσια οικονομικά της Ελλάδας. β) Να αντιστρέψει τις απώλειες ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Απαραίτητη προϋπόθεση ήταν η διαφύλαξη της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος. Η έκθεση των ελληνικών τραπεζών στο χρέος σήμαινε ότι τυχόν (ασυνόδευτη από εξωτερική στήριξη) περικοπή του χρέους θα διακινδύνευε την κατάρρευσή τους. Η ένταση ανάμεσα στον παράγοντα βιωσιμότητα των ελληνικών τραπεζών και τον παράγοντα ελάφρυνση του δημόσιου χρέους διαπερνούσε το πρόγραμμα.
[3.1 Οι δημοσιονομικοί στόχοι] Η πρώτη προτεραιότητα του Μνημονίου ήταν η σταθεροποίηση του δημόσιου χρέους μέχρι το 2013 και η μετέπειτα μείωσή του. Τούτο θεωρούνταν αναγκαία προϋπόθεση για την επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές. Η επίτευξη του στόχου απαιτούσε τη μείωση του συνολικού ελλείμματος σε ποσοστό χαμηλότερο του 3% του ΑΕΠ μέχρι το 2014 (από το 15,4% του 2009). Επίσης, απαιτούνταν ο εντός δυο ετών μηδενισμός του πρωτογενούς ελλείμματος της χώρας, η μετατροπή του σε πλεόνασμα και η διατήρησή του σε υψηλά πλεονασματικά επίπεδα για πολλά χρόνια. Τα δημοσιονομικό πρόγραμμα του Μνημονίου αρθρώθηκε γύρω από τους στόχους για το συνολικό και το πρωτογενές έλλειμμα. Για την επίτευξή τους το Μνημόνιο προέβλεπε μέτρα περικοπής δαπανών και αύξησης εσόδων ύψους 30 δισ. ευρώ που έπρεπε να ληφθούν στη διάρκεια της πενταετίας 2010-14. Προσθέτοντας και τα μέτρα που είχαν ήδη ληφθεί πριν τον Μάιο του 2010 το συνολικό μέγεθος των παρεμβάσεων ξεπερνούσε τα 40 δισ. ευρώ (περί το 18% του ΑΕΠ).

Το πρόγραμμα δεν ήταν νοητό να ζητάει την άμεση εξάλειψη του πρωτογενούς ελλείμματος. Για δυο χρόνια τα ελλείμματα αυτά θα παρέμεναν και, συνεπώς, το δημόσιο χρέος αρχικά θα αυξανόταν πριν σταθεροποιηθεί. Η αποκλιμάκωση των ελλειμμάτων όμως έπρεπε να είναι ταχεία. Γι’ αυτό, το πρόγραμμα σχεδιάστηκε έτσι ώστε το κύριο βάρος των μέτρων να συγκεντρώνεται στην αρχή, στα έτη 2010-2011. Η λύση της πιο βραδείας αποκλιμάκωσης δεν επιλέχθηκε γιατί: α) θα αύξανε ακόμη περισσότερο το χρέος και θα έδινε τα λάθος σήματα στις αγορές, β) θα απαιτούσε μεγαλύτερη στήριξη από τους πιστωτές.
Τα πρωτογενή πλεονάσματα είναι η ευθεία μέθοδος μείωσης του χρέους. Ωστόσο, η εξέλιξη του χρέους μιας χώρας δεν εξαρτάται μόνο από το πρωτογενές πλεόνασμα αλλά και από άλλους παράγοντες, όπως ο ρυθμός ανάπτυξης, το επιτόκιο δανεισμού κ.λπ. Μερικοί από αυτούς αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Έτσι, προσπαθώντας να διορθώσεις τον ένα μπορεί να παροξύνεις τον άλλο. Στην περίπτωσή μας, η δημοσιονομική περιστολή ήταν σίγουρο ότι θα βάθαινε την ύφεση. Τούτο δυσκόλευε την επίτευξη των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα. Γι’ αυτό, ο όγκος των προβλεπόμενων μέτρων ήταν μεγαλύτερος από τους επιδιωκόμενους στόχους (για μείωση του ελλείμματος από το 15,4% σε κάτω από 3% του ΑΕΠ χρειάζονταν μέτρα ίσα με το 18%). Η ύφεση λόγω των μέτρων προεξοφλούνταν και η επίπτωσή της λαμβανόταν υπόψη. Το κρίσιμο θέμα ήταν να μην είναι μεγαλύτερη σε βάθος και διάρκεια από την προσχεδιασμένη. Τούτο μετέτρεπε το όλο πρόγραμμα σε άσκηση ισορροπίας σε τεντωμένο σχοινί. Και αυτό μας φέρνει στην τρίτη από τις θεμελιώδεις υποθέσεις του Μνημονίου: ότι η ύφεση θα κορυφωνόταν το 2010, θα συνεχιζόταν με μικρότερη ένταση το 2011 και ότι η οικονομία θα άρχιζε να ανακάμπτει το 2012.
[3.2 Διαρθρωτικές αλλαγές στη λειτουργία του κράτους] Τα μέτρα του 2010 ήταν στο πλείστο τους «οριζόντια». Ήταν «εύκολα» στον σχεδιασμό και την εφαρμογή τους. Νοούνταν όμως ως γέφυρα που θα κάλυπτε τους στόχους του 2010 και θα έδινε χρόνο για την προετοιμασία «χειρουργικών» επεμβάσεων αργότερα. Η πρόθεση του Μνημονίου για το 2011 και μετά ήταν η εξοικονόμηση δαπανών μέσα από την εκλογίκευση της λειτουργίας της κρατικής μηχανής και η αύξηση των εσόδων μέσω της μεταρρύθμισης του φοροεισπρακτικού μηχανισμού. Επεδίωκε την αλλαγή της λειτουργίας και τον περιορισμό της βάσης του κόστους του ελληνικού κράτους. Η τρόικα δεν είχε εμπιστοσύνη σε εύκολα αντιστρέψιμες πρωτοβουλίες (όπως η μείωση των αποδοχών) που άφηναν ανέγγιχτη τη βάση του κόστους. Η κεντρική επιδίωξη ήταν μόνιμες μεταρρυθμίσεις οι οποίες από τη στιγμή που θα είχαν υιοθετηθεί θα ήταν δύσκολο να αντιστραφούν.
Οι προτεινόμενες αλλαγές στη λειτουργία του κράτους επικεντρώνονταν στις κύριες πηγές του δημοσιονομικού εκτροχιασμού. Από την πλευρά των δαπανών αυτές ήταν: τα ελλείμματα των ταμείων, το μισθολογικό κόστος, οι δαπάνες υγείας, οι ΔΕΚΟ και η δυσλειτουργία του συστήματος των προμηθειών. Στενά συνδεόμενες με τις εστίες αυτές ήταν οι δυσλειτουργίες της διαδικασίας κατάρτισης, εκτέλεσης και ελέγχου του κρατικού προϋπολογισμού. Τέλος, το Μνημόνιο έθετε το θέμα της ριζικής αναδιοργάνωσης της δημόσιας διοίκησης. Από την πλευρά των εσόδων, τα ζητούμενα ήταν η αναδιάταξη του φοροεισπρακτικού μηχανισμού και η εκλογίκευση της φορολογικής νομοθεσίας. Ειδικότερα:[1]
Για το συνταξιοδοτικό προβλεπόταν άμεση επέμβαση στις βασικές παραμέτρους (όρια ηλικίας, ποσοστά αναπλήρωσης κ.λπ.) του συστήματος κύριας σύνταξης. Επίσης προβλεπόταν η συγχώνευση των υπαρχόντων ταμείων σε τρία. Η μεταρρύθμιση του συστήματος των επικουρικών συντάξεων και η αναθεώρηση της λίστας των βαρέων και ανθυγιεινών αφήνονταν για το 2011.
Για τον περιορισμό του μισθολογικού κόστους του δημόσιου τομέα προβλέπονταν: το πέρασμα της μισθοδοσίας σε μια Ενιαία Αρχή Πληρωμών, η υιοθέτηση ενός νέου μισθολογίου, η κατάργηση δημόσιων φορέων που δεν παρήγαγαν έργο κ.λπ.
Για το Σύστημα Υγείας προβλέπονταν: η μείωση του κόστους των φαρμάκων και των προμηθειών των νοσοκομείων, η ηλεκτρονική συνταγογράφηση, αλλαγές στον τρόπο διοίκησης των νοσοκομείων και ο διαχωρισμός της ασφάλισης υγείας από τα ταμεία συντάξεων.
Οι ΔΕΚΟ του τομέα των μεταφορών καλούνταν να μειώσουν τα ελλείμματά τους μέσα από τη διοικητική τους αναδιοργάνωση, τη μείωση του υπεράριθμου προσωπικού και την περικοπή των πιο ζημιογόνων κομματιών του δικτύου τους.
Οι προμήθειες του ελληνικού κράτους θα περνούσαν στον έλεγχο μιας ενιαίας αρχής δημόσιων προμηθειών.
Οι ετήσιοι Προϋπολογισμοί θα εντάσσονταν στα πλαίσια ενός μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού προγράμματος, η παρακολούθηση των δαπανών θα συστηματοποιούνταν και η ποιότητα των στατιστικών στοιχείων θα βελτιωνόταν.
Η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και εισφοροδιαφυγής απαιτούσε την αναδιοργάνωση της φορολογικής μηχανής και την αλλαγή των μεθόδων της. Οι προβλεπόμενες ρυθμίσεις περιλάμβαναν: την επικέντρωση των φορολογικών ελέγχων στις υψηλού κινδύνου ομάδες φορολογουμένων, τη συγκεντροποίηση των ελέγχων, την αναδιοργάνωση των ΔΟΥ κ.λπ.
Παραδόξως, το αρχικό Μνημόνιο περιλάμβανε ελάχιστες αποκρατικοποιήσεις.
Οι παραπάνω μεταρρυθμίσεις –εάν εφαρμόζονταν– θα άλλαζαν τον τρόπο λειτουργίας της ελληνικής κρατικής γραφειοκρατίας και θα ήταν, σε μεγάλο βαθμό, μη αντιστρέψιμες. Το θέμα ήταν η ανάληψη του αρχικού «κόστους εγκατάστασης».
[3.3 Μεταρρυθμίσεις για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας] Εξίσου κρίσιμη με το δημοσιονομικό πρόβλημα ήταν και η επιδείνωση του ελλείμματος των εξωτερικών συναλλαγών της περιόδου 2000-2008. Η επιδείνωση αποδίδεται, εν πολλοίς, στην απώλεια ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων. Αυτή έχει δυο διαστάσεις.
Πρώτο, την απώλεια ανταγωνιστικότητας ως προς τις τιμές και το κόστος παραγωγής. Στην περίοδο 2000-09 οι τιμές των ελληνικών προϊόντων και το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος απέκλιναν από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Η δεύτερη διάσταση αντανακλά πιο μακροχρόνιες αδυναμίες: Η παραγωγική βάση των διεθνώς εμπορευσίμων προϊόντων είναι υπερβολικά στενή για να καλύψει τις εισαγωγικές ανάγκες της χώρας. Επιπρόσθετα, η ελληνική παραγωγή επικεντρώνεται σε μη δυναμικά προϊόντα, μέτριας ποιότητας και χαμηλής καινοτομίας. Τέλος, το κόστος παραγωγής των κλάδων των εμπορευσίμων επιβαρύνεται από το τεχνητά διογκωμένο τίμημα που καλούνται να καταβάλουν για υπηρεσίες που δεν μπορούν παρά να τις προμηθεύονται εγχωρίως. Αυτές οι υπηρεσίες είναι εκείνες που, πρωτίστως, ευνοούνται από προστατευτικές ρυθμίσεις (εμπόδια εισόδου, διοικητικά καθορισμένες αμοιβές ή ποσοστά κέρδους κ.λπ.). Τούτες διατηρούν τις τιμές στις μη εμπορεύσιμες υπηρεσίες σε ψηλά επίπεδα και επιβαρύνουν το κόστος παραγωγής των κλάδων των εμπορευσίμων που –όντας ανοιχτοί στον ανταγωνισμό– δεν έχουν πού να κρυφτούν. Αν σε αυτές τις επιβαρύνσεις προστεθούν και οι «φόροι υπέρ τρίτων» καθώς και το κόστος σε χρόνο και χρήμα που επιβάλλουν στις επιχειρήσεις οι συναλλαγές με το Δημόσιο, η εικόνα ολοκληρώνεται.
Η στρατηγική του Μνημονίου απέναντι στο θέμα της ανταγωνιστικότητας κινούνταν πάνω σε τρεις άξονες: Εσωτερική υποτίμηση, μεταρρυθμίσεις στην αγορά προϊόντων και εργασίας, φιλικότερο επενδυτικό περιβάλλον. Το πρόγραμμα υπέθετε ότι η στρατηγική που πρότεινε θα εφαρμοζόταν πλήρως και θα απέδιδε γρήγορα. Αυτή ήταν η τέταρτη θεμελιώδης υπόθεση του Μνημονίου.
α) Η εσωτερική υποτίμηση (η μείωση τιμών και αποδοχών) στόχευε στην αντιμετώπιση της απώλειας ανταγωνιστικότητας τιμών και κόστους. Τούτο θα επιτυγχανόταν μέσω της ύφεσης που θα συμπίεζε τιμές και μισθούς. Το πρόγραμμα υπέθετε ότι η ύφεση του 2010-11 θα αντέστρεφε μέρος της σωρευμένης απώλειας ανταγωνιστικότητας της περιόδου 2000-2009. Το θέμα ήταν ότι αν η προσαρμογή τιμών και μισθών ήταν κατώτερη του αναμενομένου, η ύφεση θα επιδεινωνόταν. Τότε, η παράταση του αποπληθωρισμού θα ερχόταν σε ολοένα και οξύτερη σύγκρουση με τον άλλο μείζονα στόχο του Μνημονίου, τη μείωση του δημόσιου χρέους (είναι δύσκολη η μείωση ενός χρέους σε συνθήκες αποπληθωρισμού). Συνεπώς, η αντιστροφή των απωλειών ανταγωνιστικότητας τιμών δεν μπορούσε να βασίζεται μόνο στην ύφεση. Χρειαζόταν ένας επιπρόσθετος μηχανισμός.
β) Ο μηχανισμός αυτός ήταν οι συνδυασμένες διαρθρωτικές παρεμβάσεις στην αγορά προϊόντων (και ιδιαίτερα των υπηρεσιών) και στην αγορά εργασίας. Ο στόχος των παρεμβάσεων ήταν διττός: πρώτο, να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας μέσω της παράλληλης μείωσης περιθωρίων κέρδους, κόστους εργασίας και κόστους παραγωγής και, δεύτερο, να ενθαρρύνει –σε βάθος χρόνου– την αναδιάταξη της παραγωγικής βάσης μέσα από την εξάλειψη των τεχνητών πλεονεκτημάτων που ευνοούν μια σειρά από επαγγέλματα και υπηρεσίες.
Στο επίκεντρο των μεταρρυθμίσεων στην αγορά προϊόντων ήταν το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων και η εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Οδηγίας για τις υπηρεσίες.
Στο πεδίο της αγοράς εργασίας, η τρόικα επέμεινε πάνω σε μια σημαντική αλλαγή: Οι επιχειρησιακές συμβάσεις εργασίας θα έπρεπε να υπερτερούν των κλαδικών όχι ως εξαίρεση αλλά ως κανόνας. Με το καθεστώς του Ν. 1876/90 οι κλαδικές συμβάσεις ήταν το επίκεντρο του συστήματος συλλογικών διαπραγματεύσεων. Οι συμβάσεις σε επίπεδο επιχείρησης ίσχυαν μόνο αν βελτίωναν τις κλαδικές. Κατά την τρόικα το καθεστώς αυτό ωθούσε προς την αύξηση του κόστους εργασίας και ευθυνόταν για την απώλεια θέσεων εργασίας. Το προβάδισμα των επιχειρησιακών συμβάσεων και η διευκόλυνση της δημιουργίας επιχειρησιακών σωματείων ήταν ένας Ρουβίκωνας που η Ελλάδα έπρεπε να περάσει. Ήταν ένα βήμα στην κατεύθυνση της αποκέντρωσης των συλλογικών διαπραγματεύσεων και της προσαρμοστικότητας στα δεδομένα της εκάστοτε επιχείρησης. Η μεταρρύθμιση αυτή συνεπάγεται αλλαγή του συσχετισμού ισχύος στο συνδικαλιστικό κίνημα. Αποδυναμώνει τις κλαδικές ενώσεις που αποτελούν το κέντρο του σημερινού κινήματος (και πηγή του κατακερματισμού της αγοράς εργασίας σε insiders και outsiders).
γ) Ο τρίτος άξονας της στρατηγικής ήταν η διευκόλυνση των επενδύσεων και της επιχειρηματικότητας. Προβλέπονταν μέτρα περιορισμού των διατυπώσεων και των εμποδίων για την έναρξη μιας επιχείρησης ή για τη διενέργεια επενδύσεων και αναστροφής του εχθρικού κλίματος προς την επιχειρηματικότητα.
Όλα τα παραπάνω αποτελούσαν βελτιώσεις του παραγωγικού περιβάλλοντος που θα «υποδέχονταν» την ανάκαμψη της ζήτησης. Οι απαντήσεις όμως του Μνημονίου στο ερώτημα από πού θα προερχόταν η ανάκαμψη δεν ήταν πειστικές. Καθώς η προσπάθεια ήταν η αλλαγή των ισορροπιών της οικονομίας, το πρόγραμμα «έβλεπε» τις αρχικές επεκτατικές ωθήσεις να έρχονται όχι από την ιδιωτική ή δημόσια κατανάλωση αλλά από τις εξαγωγές και τις επενδύσεις. Η ανάκαμψη των εξαγωγών, πράγματι, συνέβη. Η εξαγωγική βάση της Ελλάδας όμως ήταν πολύ «στενή» για να μπορέσει να «σύρει» ολόκληρη την οικονομία.
Το αδύνατο σημείο του Μνημονίου αφορούσε την πολιτική για την αναβίωση των επενδύσεων. Με δεδομένη την πιστωτική ασφυξία και την υποαπασχόληση του παραγωγικού δυναμικού που επικρατεί δεν μπορούσε να περιμένει πολλά από τις εγχώριες ιδιωτικές επενδύσεις. Οι δημόσιες επενδύσεις ήταν πολιτικά απροστάτευτες και θα περικόπτονταν. Το ίδιο το Μνημόνιο δεν έφερνε μαζί του κάποια «προίκα» μέσω της οποίας θα χρηματοδοτούνταν έργα υποδομής. Άρα η τύχη της επενδυτικής δραστηριότητας εξαρτιόταν από την απορρόφηση των πόρων του ΕΣΠΑ και τις ξένες επενδύσεις. Η απορροφητικότητα του ΕΣΠΑ, ωστόσο, ήταν ανεπαρκής και οι σημερινές συνθήκες λειτουργούν αποτρεπτικά ως προς τις ξένες επενδύσεις. Ένα πιθανό μέσο προσέλκυσης ξένων επενδύσεων, οι αποκρατικοποιήσεις, είχε υποβαθμισθεί στο αρχικό Μνημόνιο.
[3.4. Τι σήμαιναν όλα αυτά] Παρά τις αδυναμίες του, το Μνημόνιο έθετε επί τάπητος το μέγεθος του ελληνικού προβλήματος. Το δημοσιονομικό του σκέλος προέβλεπε πρωτογενή πλεονάσματα για χρόνια. Τούτο σήμαινε ότι το ελληνικό κράτος δεν μπορούσε πλέον να λειτουργεί όπως πριν. Ο τρόπος διοίκησης και παρέμβασής του στην οικονομία όφειλαν να αλλάξουν και η προδιάθεση του δημοσιονομικού συστήματος για ελλείμματα να αντιστραφεί.
Στο πεδίο της οικονομίας και της κοινωνίας το Μνημόνιο συνεπαγόταν μεγάλες αλλαγές ισορροπιών: α) Τη μεταφορά ανθρώπινων και υλικών πόρων από τον δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα. Καθιστώντας την προοπτική μιας θέσης στο Δημόσιο δυσκολότερη και λιγότερο ελκυστική στόχευε στην αλλαγή του καθεστώτος των κινήτρων στη βάση των οποίων οι νέοι άνθρωποι διαμορφώνουν τα σχέδια της ζωής τους. β) Τη μεταφορά πόρων από την κατανάλωση στις επενδύσεις και τις εξαγωγές. γ) Τη μεταφορά ανθρώπινων πόρων από προστατευμένες μη εμπορεύσιμες υπηρεσίες στους κλάδους των εμπορευσίμων προϊόντων. Μια από τις συνέπειες των προνομιακών ρυθμίσεων που διέπουν μια σειρά κλάδων και επαγγελμάτων είναι ότι διοχετεύουν τεχνητά ανθρώπινους πόρους προς αυτούς. Η εξάλειψη των προσόδων που απορρέουν από τις ρυθμίσεις τούτες θα έκανε αυτούς τους κλάδους λιγότερο ελκυστικούς ως προοπτική απασχόλησης. Ανάλογη ήταν και η πρόθεση της άρσης του κατακερματισμού της αγοράς εργασίας σε insiders και outsiders.
Οι παραπάνω μεταρρυθμίσεις προϋπέθεταν και συνεπάγονταν βαθιές αλλαγές στον υφιστάμενο κοινωνικό συσχετισμό δυνάμεων. Το συμπέρασμα της τρόικας ήταν ότι με τις απαιτήσεις πάνω στο δημόσιο ταμείο που ο μεταπολιτευτικός συσχετισμός συνεπαγόταν η Ελλάδα ήταν ξοφλημένη. Με τις αγκυλώσεις της ελληνικής οικονομίας η Ελλάδα ήταν επίσης ξοφλημένη. Το Μνημόνιο ζητούσε ένα big bang και προϋπέθετε ότι μπορεί να γίνει ή τουλάχιστο να δρομολογηθεί μέσα σε τρία χρόνια.

 

4.

Αστοχίες στην εφαρμογή

[4.1. Οι πρώτοι μήνες[2]] Μέχρι τα τέλη του 2010 οι στόχοι του Μνημονίου υλοποιούνταν με μικρές αποκλίσεις:
Οι δημοσιονομικοί στόχοι
Το συνολικό δημόσιο έλλειμμα μειώθηκε κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, από το 15,4% του 2009 στο 10,4% το 2010. Το πρωτογενές έλλειμμα μειώθηκε κατά 5,5 μονάδες. Οι μειώσεις απείχαν κάπως από τους στόχους αλλά εξακολουθούσαν να αποτελούν αξιοσημείωτη επίδοση. Τα μέτρα που λήφθηκαν για να επιτευχθούν ήταν, εν πολλοίς, «οριζόντια». Από την πλευρά των δαπανών η εξοικονόμηση προήλθε από περικοπές μισθών των δημοσίων υπαλλήλων, περικοπές συντάξεων, το πάγωμα των προσλήψεων και την περικοπή των δαπανών υγείας και άμυνας. Από την πλευρά των εσόδων η αύξηση προήλθε: από την άνοδο του ΦΠΑ και άλλων έμμεσων φόρων, την επιβολή έκτακτων εισφορών και το μέτρο της «περαίωσης».[3] Οι αδυναμίες ωστόσο ήταν, ήδη, ορατές. Η αύξηση των φορολογικών εσόδων ήταν μικρότερη από την προβλεπόμενη και δεν εξηγούνταν μόνο από τη μείωση των εισοδημάτων. Είχε συμβάλει και η επίταση των αδυναμιών του φοροεισπρακτικού μηχανισμού. Οι στόχοι για το έλλειμμα επιτεύχθηκαν, σε μεγάλο βαθμό, χάρη στο ότι η περικοπή των δημόσιων δαπανών ήταν μεγαλύτερη από αυτήν που σχεδιαζόταν.
 
Διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις
Η κορυφαία μεταρρύθμιση του 2010 αφορούσε το καθεστώς των κύριων συντάξεων και εμπεριεχόταν σε δυο νόμους που ψηφίστηκαν τον Ιούλιο του 2010. Ο Ν. 3863 αφορούσε τις συντάξεις στον ιδιωτικό τομέα και ο Ν. 3865 αυτές του Δημοσίου. Καθιερωνόταν μια βασική σύνταξη χρηματοδοτούμενη από δημόσιους πόρους, αυξάνονταν τα όρια ηλικίας και μειώνονταν τα ποσοστά αναπλήρωσης. Τέλος, προβλέπονταν συνενώσεις ταμείων σε τρία μεγάλα, ΙΚΑ, ΟΓΑ και Ταμείο των Ανεξάρτητα Απασχολουμένων. Εξακολουθούσαν όμως να παραμένουν εξαιρέσεις και να διατηρούνται ειδικές ρυθμίσεις.
Η δεύτερη μείζων μεταρρύθμιση ήταν η αναδιοργάνωση της τοπικής αυτοδιοίκησης που επιχειρήθηκε με το πρόγραμμα Καλλικράτης (Ν. 3852). Άλλη σημαντική αλλαγή ήταν ο Ν. 3871 μέσω του οποίου επιχειρούνταν η βελτίωση της διαχείρισης του Προϋπολογισμού και ο καλύτερος έλεγχος των δημόσιων δαπανών. Τέλος, αποφασίσθηκε το εντός τριετίας άνοιγμα του κλάδου των φορτηγών δημόσιας χρήσης.
Με εξαίρεση τις πρωτοβουλίες για τις συντάξεις, η κυβέρνηση επέλεξε να μην προτρέξει έναντι των στόχων του Μνημονίου. Αρκούνταν να εφαρμόζει τα συμφωνηθέντα. Η στάση της στο θέμα των αποκρατικοποιήσεων είναι ενδεικτική. Καθώς το αρχικό Μνημόνιο δεν προέβλεπε εκτεταμένες αποκρατικοποιήσεις, ούτε μια δεν είχε επιχειρηθεί ένα χρόνο μετά την ψήφισή του.
Παρά ταύτα η πορεία του προγράμματος θεωρούνταν ικανοποιητική και –μέχρι τον Σεπτέμβριο– αυτό αποτυπώθηκε στα επιτόκια δανεισμού του ελληνικού κράτους που έδειχναν καθοδικές τάσεις. Αυτό αντιστράφηκε όταν η Γερμανία πρότεινε τη δημιουργία ενός μόνιμου μηχανισμού διαχείρισης κρίσεων που περιλάμβανε την ελεγχόμενη χρεοκοπία κρατών και τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στις ζημίες.
Το αποτέλεσμα των δημοτικών εκλογών του Νοεμβρίου 2010 ήταν ευνοϊκό για το κυβερνών κόμμα. Από πολιτική άποψη η είσοδος στην κρίσιμη φάση των μεταρρυθμίσεων ήταν εφικτή. Αυτό όμως που ακολούθησε ήταν μια περίοδος χαλάρωσης. Η αμηχανία κορυφώθηκε όταν τον Φεβρουάριο 2011 η τρόικα πρότεινε αποκρατικοποιήσεις ύψους 50 δισ. εντός 5 ετών. Αρχικά η κυβέρνηση απέρριψε την πρόταση. Μολονότι η απόρριψη ανακλήθηκε σύντομα, η παράλυση επιτάθηκε.
 
[4.2. Η εμπλοκή στην εφαρμογή του προγράμματος του 2011] Τα συμπτώματα της εμπλοκής ήταν πολλά: οι στόχοι δεν επιτυγχάνονταν, οι συμφωνημένες πρωτοβουλίες υλοποιούνταν μερικώς. Το μείζον σύμπτωμα ήταν η αστοχία στην εφαρμογή: νομοθετικές πρωτοβουλίες που δεν είχαν συνέχεια ή απλώς δεν εφαρμόζονταν.
 
Οι δημοσιονομικοί στόχοι
Οι αστοχίες στην εκτέλεση του προϋπολογισμού του 2011 καθιστούσαν αδύνατη την επίτευξη του στόχου για μείωση του ελλείμματος στο 7,5% του ΑΕΠ. Τα έσοδα του Τακτικού Προϋπολογισμού του 2011 ήταν χαμηλότερα από αυτά του 2010 και οι δαπάνες του υψηλότερες.[4] Υπό τις συνθήκες αυτές η λήψη νέων, άμεσης απόδοσης μέτρων (όπως το τέλος ακινήτων) ήταν αναπόφευκτη. Ακόμη και με τα νέα μέτρα οι στόχοι για το έλλειμμα δεν θα επιτευχθούν: το συνολικό δημόσιο έλλειμμα για το έτος 2011 εκτιμάται ότι θα ανέλθει στο 9% του ΑΕΠ.[5] Οι αστοχίες ετούτες δεν οφείλονται μόνο στο ότι η ύφεση είναι βαθύτερη από την αναμενόμενη. Η μείωση των ελλειμμάτων από το 2011 και εντεύθεν ήταν στενά συναρτημένη με την απόδοση των μεταρρυθμίσεων στον δημόσιο τομέα που θα εξοικονομούσαν δαπάνες και θα βελτίωναν τα έσοδα. Τούτα είτε καθυστερούσαν είτε δεν είχαν την προσδοκώμενη απόδοση. Στις περιπτώσεις αυτές οι εκπρόσωποι της τρόικας θα επέμεναν στην bottom line, στην τήρηση των στόχων για τα ελλείμματα. Τούτο σήμαινε τη λήψη νέων «οριζόντιων» μέτρων βιαστικά σχεδιασμένων και χωρίς περιθώρια συνυπολογισμού του κόστους τους για την οικονομία.
 
Οι αστοχίες σχετικά με τις διαρθρωτικές αλλαγές στο κράτος
● Στη Δημόσια Διοίκηση, το νέο ενιαίο μισθολόγιο θα έπρεπε να είχε θεσπισθεί και η Ενιαία Αρχή Πληρωμών να λειτουργεί από τον Ιούνιο του 2011. Τελικά το μισθολόγιο θεσπίσθηκε –υπό την πίεση της μη καταβολής της 6ης δόσης– με το Πολυνομοσχέδιο (Ν. 4024 /27-10-2011).
● Η κατάργηση υπολειτουργούντων δημόσιων φορέων και η αναδιοργάνωση της διοίκησης ήταν από τις πρώτες εξαγγελίες της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ. Ελάχιστα πράγματα έγιναν με την κατάργηση φορέων στην πρώτη διετία της θητείας της. Στο θέμα της διοίκησης, μια μελέτη του ΟΟΣΑ έχει παραδοθεί πρόσφατα. Πίσω από τη δυστοκία υπήρχε η αυταπάτη ότι η διεκπεραίωση του Μνημονίου ήταν δυνατή χωρίς απολύσεις στο Δημόσιο. Θεωρούνταν ότι οι συνταξιοδοτήσεις μαζί με τον περιορισμό των προσλήψεων θα αρκούσαν. Η συνέπεια δεν ήταν μόνο η μετατόπιση του βάρους προς τον φορολογούμενο, αλλά και η έλλειψη προετοιμασίας για τη στιγμή που οι απολύσεις θα γίνονταν αναπόφευκτες. Τελικά, η εργασιακή εφεδρεία υιοθετήθηκε από το Πολυνομοσχέδιο. Οι προς υπαγωγή στην εφεδρεία υπάλληλοι όμως δεν θα είναι οι λιγότερο χρήσιμοι, θα είναι όσοι πλησιάζουν στη σύνταξη.
● Οι αλλαγές στη διαχείριση του Προϋπολογισμού του Ν. 3871/2010 βελτίωσαν την παρακολούθηση της εκτέλεσης του προϋπολογισμού. Δεν επέτυχαν όμως τον κεντρικό στόχο, τον έλεγχο των δαπανών των υπουργείων.[6] Η Ενιαία Αρχή Δημόσιων Προμηθειών θεσπίσθηκε αλλά δεν έχει αναλάβει καθήκοντα.[7]
● Τα εκκρεμούντα ζητήματα του ασφαλιστικού, οι επικουρικές συντάξεις και τα βαρέα και ανθυγιεινά ρυθμίζονται μόλις τώρα. Η καθυστέρηση συνέβαλε στην πέραν του προβλεπομένου επαύξηση των ελλειμμάτων των ταμείων, τα οποία, με τη σειρά τους, είναι ο κύριος λόγος της μη υλοποίησης των δημοσιονομικών στόχων του 2011.
● Στον τομέα της Υγείας έχει σημειωθεί εξοικονόμηση πόρων στο κόστος των φαρμάκων και των ιατρικών προμηθειών. Με τον Ν. 3918 το πλείστο των ταμείων ασφάλισης υγείας συγχωνεύτηκαν σε ένα, τον ΕΟΠΥΥ. Η ηλεκτρονική συνταγογράφηση όμως δεν έχει προχωρήσει. Επίσης αναμένονται τα αποτελέσματα της διοικητικής αναμόρφωσης του χάρτη των νοσοκομείων της χώρας.[8]
● Στο ζήτημα της αναδιοργάνωσης των φοροεισπρακτικών μηχανισμών και της φοροδιαφυγής έχουν παρθεί μέτρα (στόχευση σε ομάδες υψηλού κινδύνου, δημιουργία ειδικών φορολογικών δικαστηρίων). Τα αποτελέσματα όμως είναι πενιχρά. Και οι βαθύτερες τομές, όπως η συγκέντρωση της συλλογής φόρων σε ένα κέντρο, ο εκσυγχρονισμός της μηχανογράφησης του συστήματος, η αναδιοργάνωση των τοπικών ΔΟΥ καθυστερούν.[9]
 
Διαρθρωτικές αλλαγές στη λειτουργία της οικονομίας
● Η ελληνική κυβέρνηση, τελικά, υιοθέτησε την πολιτική των αποκρατικοποιήσεων, ίδρυσε το Ταμείο Αξιοποίησης της Δημόσιας Περιουσίας και, μετά, παρέλυσε. Οι μόνες κινήσεις που ακολούθησαν ήταν η πώληση του 10% των μετοχών του ΟΤΕ και η πώληση αδειών στον ΟΠΑΠ.
● Σε σχέση με τα κλειστά επαγγέλματα, ο Ν. 3919/2011 εξάλειψε σε επίπεδο αρχής τους περιορισμούς ως προς την είσοδο στο εκάστοτε επάγγελμα. Παράλληλα όμως, μια σειρά περιορισμοί διατηρήθηκαν για τους δικηγόρους, συμβολαιογράφους, μηχανικούς και λογιστές. Τα αποτελέσματα ήταν απογοητευτικά.[10]
● Στο θέμα της αγοράς εργασίας, η ελληνική πλευρά επέμεινε επί ένα χρόνο να δίνει μάχη υπέρ της διατήρησης της γενικής υπεροχής των κλαδικών συμβάσεων αποδεχόμενη την υπεροχή των επιχειρησιακών συμβάσεων μόνο ως εξαίρεση.
● Στο θέμα του ανοίγματος της αγοράς ενέργειας δεν υπήρξε πρόοδος.
● Μια από τις κρισιμότερες αστοχίες του πρώτου εξαμήνου του 2011 ήταν η ανεπαρκής απορρόφηση των κονδυλίων του ΕΣΠΑ.[11]
 

5.

Αστοχίες προβλέψεων

 
Για ένα πρόγραμμα που ισορροπούσε σε τεντωμένο σχοινί οι παραπάνω αστοχίες ήταν αρκετές για να το εκτροχιάσουν. Ούτε οι προβλέψεις του επαληθεύθηκαν όμως.
α) Η πρόβλεψη ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να επιστρέψει στις αγορές το 2012 ήταν υπεραισιόδοξη στα όρια της ανειλικρίνειας. Το ότι ελάχιστοι την πίστεψαν δημιουργούσε συνθήκες εκκρεμότητας που υπονόμευαν τόσο την ανάκαμψη των επενδύσεων όσο και την αξιοπιστία του ίδιου του προγράμματος.
β) To Μνημόνιο υποτίμησε την ταχύτητα της αύξησης της ανεργίας. Η πρόβλεψη ήταν ότι το ποσοστό της ανεργίας θα έφθανε σε μια κορύφωση το 2012 αγγίζοντας το 15% του εργατικού δυναμικού.[12] Η ανεργία έχει ήδη ξεπεράσει αυτό το ποσοστό. Το ποσοστό ανεργίας τον Αύγουστο 2011 είχε φτάσει στο 18,4% και ο αριθμός των ανέργων τις 908 χιλιάδες.[13]
γ) Ο πληθωρισμός σημείωσε μιαν απρόσμενη άνοδο στο 4,7% το 2010. Η άνοδος οφειλόταν κατά τα τρία τέταρτά της στις αυξήσεις των έμμεσων φόρων. Παρά την ύφεση η αντίσταση των περιθωρίων κέρδους σε πολλούς κλάδους ήταν ισχυρή και ο ΦΠΑ και οι άλλοι φόροι πέρασαν στις τιμές. Αντίθετα, ο εκτός φόρων πυρήνας του πληθωρισμού παρέμεινε χαμηλός. Από τις αρχές του 2011 η επίπτωση των φόρων πέρασε και ο πληθωρισμός αποκλιμακώθηκε όπως αναμενόταν.[14]
δ) Το Μνημόνιο υποεκτίμησε το μέγεθος της πτώσης της επενδυτικής δραστηριότητας.[15]
ε) Η κρισιμότερη αστοχία ήταν αυτή που αφορούσε το ΑΕΠ. Προβλεπόταν μείωση του ΑΕΠ κατά –4% το 2010, εξασθένηση της ύφεσης στο –2,6% το 2011 και ανάκαμψη +1,1% το 2012.[16] Αυτό που συνέβη ήταν: το 2010 το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 4,5% (βάσει των παλιότερων στοιχείων) και 3,5% (βάσει των αναθεωρημένων). Το 2011 η ύφεση προβλέπεται να φτάσει στο –5,5% και το 2012 στο –2,8%. Τούτο δεν είναι μικρό λάθος. Το Μνημόνιο έπεσε έξω σχετικά με το προφίλ της ύφεσης. Αυτή δεν κορυφώθηκε το 2010. Μοιάζει να κορυφώνεται το 2011 και να συνεχίζεται το 2012. Οι αστοχίες της πρόβλεψης για το ΑΕΠ αλλάζουν τα δεδομένα για την πορεία του χρέους, τα μέτρα που χρειάζονται, τον όγκο της ανεργίας και, φυσικά, για το μέγεθος και τη διάρκεια της στήριξης της Ελλάδας που απαιτείται.
Ποιοι παράγοντες επέτειναν την ύφεση; Αναμφίβολα, η δημοσιονομική περιστολή συρρίκνωσε τα εισοδήματα και οδήγησε την κατανάλωση σε μεγάλη πτώση. Ήταν ο μόνος παράγοντας; Το προφίλ της ύφεσης (ιδίως εκείνο που αποτυπώνεται στα αναθεωρημένα στοιχεία) δεν «πολυταιριάζει» με αυτό της εξέλιξης των δημόσιων ελλειμμάτων. Βλέποντας τα στοιχεία παρατηρούμε: Το πελώριο έλλειμμα του 2009 δεν διέσωσε τη χώρα από την ύφεση.[17] Το 2010 το δημόσιο έλλειμμα μειώθηκε κατά 5 μονάδες, ενώ το ΑΕΠ (βάσει των παλιότερων στοιχείων) συρρικνώθηκε κατά –4,5% (δηλαδή η ύφεση βάθυνε κατά δυόμιση μονάδες σε σχέση με το 2009). Τα δεδομένα αυτά υποδηλώνουν σημαντική επίπτωση της δημοσιονομικής περιστολής. Με τα αναθεωρημένα στοιχεία όμως η εικόνα αλλάζει: μετά από μια 5 μονάδων συρρίκνωση του ελλείμματος, το ΑΕΠ το 2010 μειώθηκε κατά –3,5% (δηλαδή σημείωσε μια οριακή μόνον επιδείνωση σε σχέση με το –3,2% του 2009). Η επίδραση της δημοσιονομικής περιστολής μοιάζει να είναι περιορισμένη. Το 2011 η ύφεση βαθαίνει. Στα πρώτα τρία τρίμηνα του 2011, όμως, δεν είχαμε περαιτέρω περιστολή, οι δημόσιες δαπάνες κάπως αυξήθηκαν, ενώ η φορολογική επιβάρυνση μειώθηκε.[18]
Αν λοιπόν η δημοσιονομική περιστολή δεν είναι ο μόνος παράγοντας που εξηγεί την ύφεση, ποιοι είναι οι άλλοι υποψήφιοι; Ο πρώτος είναι η εντεινόμενη πιστωτική ασφυξία. Η ρευστότητα στην οικονομία μειώθηκε κατά 12% το 2010 και κατά 9,5% μόνο στο πρώτο 6μηνο του 2011. Η πιστωτική επέκταση προς τον ιδιωτικό τομέα ήταν μηδενική το 2010 και είχε αρνητικό πρόσημο το πρώτο εξάμηνο του 2011. Τα φαινόμενα αυτά είναι αποτέλεσμα της μείωσης των καταθέσεων και της ανασφάλειας που κυριαρχεί στο τραπεζικό σύστημα. Ταιριάζουν με το προφίλ της ύφεσης και αποτελούν βασικό μέρος της ερμηνείας της επιδείνωσης του 2011. Η χρηματοδότηση της οικονομίας θα είναι το κλειδί των μελλοντικών εξελίξεων. Ένας δεύτερος υποψήφιος ένοχος για την δυσπραγία είναι η αβεβαιότητα που δημιουργεί η παράταση της εκκρεμότητας σχετικά με το μέλλον της οικονομίας. Ένας τρίτος, η ασκηθείσα φορολογική πολιτική. Τέλος, υπάρχει ο παράγοντας της απώλειας παραγωγής που προκαλούν οι κινητοποιήσεις.
στ) Η πρόβλεψη η οποία, επί του παρόντος, δεν αστόχησε είναι ότι οι ισορροπίες της οικονομίας θα αλλάξουν προς την κατεύθυνση της εξωστρέφειας. Οι εξαγωγικοί κλάδοι της οικονομίας όντως βελτίωσαν τις επιδόσεις τους.
 

6.

Το Μεσοπρόθεσμο και η νέα Δανειακή Σύμβαση

 
Η νέα αύξηση των επιτοκίων των ελληνικών ομολόγων το φθινόπωρο του 2010 κατέστησε βέβαιο ότι η Ελλάδα θα χρειαζόταν νέα στήριξη. Προκειμένου να περιορισθεί το κόστος της προτάθηκαν η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα και οι αποκρατικοποιήσεις. Η νέα στρατηγική αποτυπώθηκε στη Συμφωνία της 21ης Ιουλίου 2011. Οι αρμοδιότητες (αλλά όχι και οι πόροι) του EFSF διευρύνονταν. Στην Ελλάδα προσφερόταν ένα νέο δάνειο 109 δισ. ευρώ με χαμηλό επιτόκιο. Οι κάτοχοι ελληνικών ομολόγων θα υφίσταντο ένα «εθελοντικό κούρεμα» της τάξης του 21%. Τα ομόλογα αυτά θα ανταλλάσσονταν με νέα, 30ετούς διάρκειας και εγγυημένα από το EFSF. Από την πλευρά της η Ελλάδα καλούνταν να υιοθετήσει ένα νέο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα για την περίοδο 2011-15 (Ν. 3986). Τα μέτρα που έπρεπε να ληφθούν κατά την πενταετία ήταν συνολικού ύψους 28 δισ. Δεδομένου ότι το προβλεπόμενο «κούρεμα» των ομολόγων του ιδιωτικού τομέα θα είχε μικρή επίδραση στο ελληνικό δημόσιο χρέος, η είσπραξη 50 δισ. ευρώ από αποκρατικοποιήσεις αποκτούσε κεντρική σημασία ως εργαλείο μείωσης του χρέους.
Στους μήνες που ακολούθησαν οι αστοχίες στην εφαρμογή του Μνημονίου και η επιδείνωση της ύφεσης στην Ελλάδα κατέστησαν σαφές ότι η Συμφωνία της 21ης Ιουλίου δεν αρκούσε. Το ΔΝΤ, σε εμπιστευτική Έκθεσή του, εκτιμά ότι το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο και ζητά «κούρεμα» της αξίας των ελληνικών ομολόγων της τάξης του 50-60%.[19] Οι εκτιμήσεις αυτές οδήγησαν στη Συμφωνία της 26ης Οκτωβρίου και στη Νέα Δανειακή Σύμβαση. Με τη νέα διευθέτηση αναγνωριζόταν ότι η Ελλάδα δεν θα μπορέσει να επιστρέψει στις αγορές πριν το 2021 και ότι το χρέος της έπρεπε να περικοπεί δραστικά. Για τον σκοπό αυτό, τα ομόλογα που βρίσκονται στην κατοχή ιδιωτών (περίπου 206 δισ.) θα περικόπτονταν κατά 50% και τα παλιά ομόλογα θα ανταλλάσσονταν με νέα, μακράς διάρκειας και εγγυημένα από το EFSF. Καθώς η ανταλλαγή είναι «εθελοντική», το θέμα-κλειδί είναι αν ένα υψηλό ποσοστό από τους επενδυτές θα συμφωνήσει με αυτήν. Η δανειακή σύμβαση προβλέπει τη χορήγηση νέας βοήθειας ύψους 130 δισ. που έρχεται να προστεθεί στα εναπομένοντα 45 δισ. του αρχικού Μνημονίου. Από τούτα, πάνω από 30 δισ. προορίζονται για την επανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών. Ο τρόπος με τον οποίο θα γίνει αυτή, καθώς και η εξασφάλιση της ρευστότητας της ελληνικής οικονομίας, είναι θέματα-κλειδιά για την επιτυχία του όλου εγχειρήματος και είναι ακόμη σε εκκρεμότητα. Πάνω από 100 δισ. προορίζονται για την κάλυψη των δανειακών αναγκών του Ελληνικού Δημοσίου μέχρι το 2014.[20] Σε αντάλλαγμα, η Ελλάδα καλείται να τηρήσει το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα που έχει ήδη ψηφίσει (πρωτογενή πλεονάσματα από το 2012 και αποκρατικοποιήσεις) και να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις αποδεχόμενη την επιτήρησή τους από ξένους συμβούλους.
Από την πλευρά της, η ελληνική κυβέρνηση πιεζόμενη από τις αστοχίες της και τις εγχώριες αντιδράσεις άρχισε να καταφεύγει σε όλο και πιο αδιέξοδα εγχειρήματα. Τον Σεπτέμβριο επιχείρησε να επαναδιαπραγματευθεί τους στόχους για το δημόσιο έλλειμμα. Χωρίς νέα μέτρα όμως το έλλειμμα του 2011 θα ήταν μεγαλύτερο από αυτό του 2010, πράγμα που θα μπορούσε να αποβεί μοιραίο. Η τρόικα διέκοψε τις συζητήσεις και ευρωζώνη και ΔΝΤ σκλήρυναν τη στάση τους. Η ελληνική κυβέρνηση υποχώρησε. Μετά ήρθε η ιδέα του δημοψηφίσματος. Δεν ήταν καλή ιδέα. Στο εξωτερικό, ερμηνεύτηκε ως δείγμα κακής πίστης και οδήγησε τις αγορές σε πελώρια αναστάτωση. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες έθεσαν θέμα διακοπής κάθε βοήθειας προς την Ελλάδα και άμεσης αποχώρησής της από το ευρώ. Ο κίνδυνος που ελλόχευε από την αρχή βγήκε στην επιφάνεια. Στη διάρκεια των τελευταίων δυο χρόνων η κυρίαρχη αφήγηση ήταν αυτή της επιδημίας: η Ελλάδα έπρεπε να διασωθεί για να μη μεταδοθεί η κρίση. Με τις πράξεις της η Ελλάδα οδηγεί στην επικράτηση μιας άλλης αφήγησης, αυτήν της γάγγραινας: η κατάσταση του «άρρωστου» μέλους είναι τόσο απελπιστική που η καλύτερη λύση είναι να απομονωθεί και να ακρωτηριασθεί.
 

 7.

Συμπεράσματα


Τι μένει από το αρχικό Μνημόνιο; Τα περί βιωσιμότητας του χρέους, γρήγορης επιστροφής της Ελλάδας στις αγορές, ανάκαμψης το 2012 και γρήγορης απόδοσης των μεταρρυθμίσεων εγκαταλείπονται. Η αναγκαιότητα επίτευξης πρωτογενών πλεονασμάτων και οι διαρθρωτικές αλλαγές μένουν. Εάν η κρίση στην Ευρωζώνη μπορέσει να ελεγχθεί πριν συμπαρασύρει τα πάντα και εάν οι τρεις μεγάλες εκκρεμότητες, η ανταλλαγή ομολόγων, η επανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και η διασφάλιση της ρευστότητας της οικονομίας, εξελιχθούν ομαλά, η νέα διευθέτηση προσφέρει πλεονεκτήματα. Πάνω από όλα προσφέρει χρόνο.
Η Ελλάδα δεν χρειάζεται να προσφύγει στις αγορές για την αναχρηματοδότηση του χρέους της πριν το 2021. Τα ληξιπρόθεσμα χρέη της προς ιδιώτες αντικαθίστανται με ομόλογα που θα εξοφληθούν μετά από δεκαετίες. Ο χρόνος εξόφλησης των δανείων από την Ευρωζώνη έχει επίσης μετατεθεί. Εκείνο που καλείται να κάνει η χώρα είναι να καταβάλλει τους τόκους για το χρέος της, που έχουν επίσης μειωθεί. Η νέα σύμβαση καλύπτει τις δανειακές ανάγκες της χώρας μέχρι το 2014. Μετά το 2015 όμως, ο ελληνικός προϋπολογισμός πρέπει να είναι ισοσκελισμένος. Τα έσοδα πρέπει να καλύπτουν το σύνολο των εξόδων μαζί με τους τόκους. Μετά το 2015 η Ελλάδα θα πρέπει να μπορεί να «αυτοεξυπηρετείται» και θα είναι μόνη απέναντι στους δαίμονές της. Οι επιλογές που έχει μπροστά της είναι: κατάρρευση και έξοδος από το ευρώ, αργός στραγγαλισμός εντός ευρώ ή προσαρμογή.
Βλέποντας το αρχικό Μνημόνιο από τη δική μας σκοπιά μπορούμε να πούμε ότι οι σχεδιαστές του μας ζήτησαν να δαγκώσουμε μεγαλύτερο κομμάτι από αυτό που μπορούσαμε να καταπιούμε. Αγνόησαν το ποιοι ήταν εκείνοι που καλούνταν να εφαρμόσουν όσα ζητούσαν.[21] Το σύνολο του ελληνικού αδιεξόδου αποκαλύφθηκε με το Μνημόνιο. Οι αδυναμίες του πολιτικού συστήματος είναι γνωστές. Η αντίδραση των ομάδων συμφερόντων που θίγονται ήταν προβλέψιμη, αλλά η αδιάλλακτη άρνησή τους να δεχθούν παραχωρήσεις εξακολουθεί να εντυπωσιάζει. Για μια ακόμη φορά φάνηκε ότι (με λίγες εξαιρέσεις) τα τηλεοπτικά μας μέσα ρέπουν προς τη δημαγωγία και τον πανικό. Η αποκάλυψη των τελευταίων δυο ετών όμως είναι η έκταση της παράλυσης της δημόσιας διοίκησης. Η διοίκηση που έχουμε δεν μπορεί να αντιμετωπίσει κρίσεις. Δεν έχει την πειθαρχία, την αίσθηση της αποστολής, τα κίνητρα ή την expertise που χρειάζονται. Αυτά από τη σκοπιά μας.
Από τη σκοπιά των υπολοίπων Ευρωπαίων τα πράγματα φαίνονται αλλιώς. Το ερώτημά τους είναι απλό: εάν μπροστά σε υπαρξιακό κίνδυνο οι Έλληνες δεν μπορούν να κάνουν αυτό που χρειάζεται, τότε δεν θα μπορέσουν ποτέ. Στην περίπτωση αυτή όμως δεν δικαιούνται να ταξιδεύουν στο βαγόνι της πρώτης θέσης.

 
 
[2] IMF, Third Review Under Stand-by Arrangement-Staff Report, March 2011 / IMF, Fourth Review Under Stand-by Arrangement, July 2011 / European Commission, European Economy, The Economic Adjustment Programme for Greece, Third Review, Winter 2011, Occasional Papers, No.77, February 2011/ European Commission, European Economy, The Economic Adjustment Programme for Greece, Fourth Review, Spring 2011, Occasional Papers, No.82, July 2011.
[3] OECD, Economic Surveys, Greece, Paris, August 2011, pp. 42-46.
[4] Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, Πορεία Εκτέλεσης Προϋπολογισμού, Δελτία 8 (Αύγουστος), 9 (Σεπτέμβριος) και 10 (Οκτώβριος).
[5] Υπουργείο Οικονομικών, Εισηγητική Έκθεση Προϋπολογισμού 2012, Αθήνα, Οκτώβριος 2011, Πίνακας 3.2, σ. 44.
[6] IMF, Fourth Review Under Stand-by Arrangement, July 2011, σ. 7.
[7] European Commission, Task Force for Greece, 1st Quarterly Report, Nov. 2011, σ. 18-19.
[8] European Commission, Fifth Review, σ. 32 και OECD, Surveys, Greece, σ. 77-78, 99-101.
[9] IMF, Fourth Review, July 2011, σ. 14 και European Commission, Fifth Review, σ. 31.
[10] European Commission, Fifth Review, σ. 34-5.
[11] Η Ομάδα Δράσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής πρότεινε τη μείωση του απαιτούμενου ποσοστού συγχρηματοδότησης από εγχώριους πόρους στο 5%, την επικέντρωση σε ορισμένα μεγάλα έργα και τη χρήση άλλων χρηματοδοτικών εργαλείων για την καλύτερη αξιοποίηση των κοινοτικών κονδυλίων. European Commission, Task Force for Greece, 1st Quarterly Report, Nov. 2011, σ. 7-12.
[12] IMF, Greece, Staff Report on Request for Stand-by Arrangement, May 2010, Table, 1.
[13] Ελληνική Στατιστική Αρχή, Δελτίο Τύπου, Έρευνα Εργατικού Δυναμικού: Αύγουστος 2011, Πειραιάς, 11.11.2011.
[14] Τράπεζα της Ελλάδος, Έκθεση του Διοικητή για το 2010, Αθήνα 2011, σ. 95-99.
[15] IMF, Staff Report on Request for Stand-by Arrangement, May 2010, Πίνακας 1, σ. 26 και European Commission, Fifth Review, σ. 11.
[16] IMF, Staff Report on Request for Stand-by Arrangement, May 2010, Πίνακας 1, σ. 26.
[17] Το ΑΕΠ σύμφωνα με τα παλιότερα στοιχεία μειώθηκε κατά 2% και σύμφωνα με τα αναθεωρημένα κατά 3,2%.
[18] Τα παραπάνω υποδηλώνουν ότι οι πολλαπλασιαστικές επιπτώσεις των καταναλωτικού χαρακτήρα δημόσιων δαπανών και των φόρων εισοδήματος πάνω στην εγχώρια παραγωγή είναι, ίσως, μικρότερες απ’ ό,τι νομίζουμε. Η εικασία μου είναι ότι τα έξτρα διαθέσιμα εισοδήματα που δημιουργούνται με τον τρόπο αυτόν οδηγούν σε αυξημένη κατανάλωση της οποίας η περιεκτικότητα σε εισαγωγές είναι τόσο υψηλή που το όφελος για την εγχώρια παραγωγή είναι μικρό. Η καταναλωτική έξαρση των τελευταίων ετών της ευμάρειας ωφέλησε κύρια τους ξένους παραγωγούς παρά τους ντόπιους και η συρρίκνωση της κατανάλωσης της τελευταίας τριετίας έπληξε καίρια τις εισαγωγές.
[19] IMF, Greece, Debt Sustainability Analysis, Strictly Confidential, 21.10.2011.
[20] Peter Spiegel, “Whither Greece’s new €130 bn? An Update…”, Financial Times, 31.10.2011.
[21] Γεράσιμος Μοσχονάς, «Η τριπλή κατάρρευση ιδεών και στόχων», Το Βήμα, 18.9.2011.

Παρεξηγημένες αλήθειες





συντάκτης του άρθρου
Κωστής Λυμπουρίδης Κωστής Λυμπουρίδης, δικηγόρος

Ζούμε μια πραγματικά δύσκολη κατάσταση.
Θα ήμουν αισιόδοξος, ακόμα και αν ήταν δυσκολότερη, υπό την προϋπόθεση ότι μια κρίσιμη μάζα της ελληνικής κοινωνίας έδειχνε να συνειδητοποιεί κάποια πράγματα πολύ απλά, πλην όμως παρεξηγημένα.

Παραθέτω μερικά:

1. Το Κράτος δεν είναι απρόσωπο. Πολλές φορές μιλούμε για το κράτος σαν τον από μηχανής Θεό, τον άγγελο που θα παρέμβει σωτήρια στη ζωή μας. Δεν υπάρχει κάτι τέτοιο. Κράτος είναι οι υπάλληλοί του, άνθρωποι σαν όλους τους υπόλοιπους, που εργάζονται σε αυτό με σκοπό το κέρδος, όπως κάθε εργαζόμενος (τουλάχιστον εγώ δεν ξέρω κανένα υπάλληλο που να εργάζεται εθελοντικά). Όταν λοιπόν επικαλείστε κάπου το Κράτος, να έχετε υπόψη σας ότι επικαλείστε τον αστυνομικό της γειτονιάς σας, τον πολεοδόμο που υποπτεύεστε, τον εφοριακό που αποφεύγετε, τον κομματάρχη που απεχθάνεστε. Τα υπόλοιπα είναι απλά ουτοπία.
2. Το Κράτος δεν παράγει πλούτο. Πλούτο παράγει η επένδυση, η ευρεσιτεχνία, το ρίσκο. Για όλα αυτά χρειάζεται κίνητρο, το κέρδος. Το Κράτος καλείται απλά να διαμορφώσει το καλύτερο περιβάλλον για να αναπτυχθούν τα παραπάνω. Αν προσπαθήσει να παράγει πλούτο, απλά θα αποτύχει.
3. Η έννοια «κρατικό χρήμα» δεν υφίσταται. Το κράτος αποκτά χρήματα είτε φορολογώντας σε είτε δανειζόμενο από σένα. Εκτός αν εννοείς ότι μπορεί να τυπώσει χρήμα, οπότε απλά μειώνει την αξία των χρημάτων που ήδη έχεις στα χέρια σου, χωρίς να το καταλάβεις.

4. Αν φορολογήσεις το «Κεφάλαιο» με 100%, δεν θα το εξαφανίσεις από προσώπου γης, απλά θα φύγει από σένα. Δες το παράδειγμα της Βόρειας Κορέας. Ή της Κούβας: Η Επανάσταση της Κούβας δήμευσε κάθε ιδιωτική επένδυση. Το Κεφάλαιο απλά δεν ξαναπάτησε και η Κούβα απλά μαράζωσε. Έτσι αν μοιράζεται κάτι ίσα στην Κούβα, αυτό είναι η φτώχεια, όχι ο πλούτος.
5. Αν πουλήσεις μια βραχονησίδα σε έναν Γάλλο, δε θα την ξεκολλήσει από τη θέση της και θα την πάει στη Γαλλία. Ούτε η βραχονησίδα θα γίνει μέρος της γαλλικής επικράτειας. Απλά θα επενδύσει πάνω της, θα προσλάβει προσωπικό, θα φέρει τεχνογνωσία, θα πληρώσει φόρους. Θα κερδίσει, αλλά θα κερδίσεις κι εσύ. Ως σήμερα δεν το έχουμε κάνει αυτό, διότι 10 εκατομμύρια Έλληνες θέλουμε να έχουμε την αίσθηση ότι μπορούμε ανά πάσα στιγμή να επισκεφτούμε οποιαδήποτε από τις 6.000 ακατοίκητες βραχονησίδες και νησάκια. Έτσι δεν γίνεται καμία επένδυση, στο βωμό του δικαιώματος της κυρίας Κούλας από το Κιλκίς να επισκεφτεί τη βραχονησίδα Γκαμήλα κάποια στιγμή που θα της δοθεί η ευκαιρία. Προσωπικά πάντως πιστεύω ότι η κυρία Κούλα δεν έχει πρώτη προτεραιότητα στη ζωή της το να επισκεφτεί μια έρημη βραχονησίδα.
6. Οι δανειστές μας δεν είναι «οι διεθνείς κερδοσκόποι». Ο θείος Τάκης αποταμίευε πάντοτε σε Ομόλογα Ελληνικού Δημοσίου, τα θεωρούσε την ασφαλέστερη επένδυση. Τώρα ανησυχεί ότι θα χάσει τις οικονομίες μιας ζωής, αν ισχύσει «κούρεμα» 50% και για τους ιδιώτες. Ομόλογα Ελληνικού Δημοσίου έχουν όλες οι ελληνικές Τράπεζες και τα αγόρασαν με τις καταθέσεις όλων μας. Ομόλογα Ελληνικού Δημοσίου έχει και το Ταμείο Σιδηροδρομικών της Ολλανδίας και το Ταμείο Ψαράδων της Νορβηγίας. Αν κάποιος από αυτούς είναι «διεθνής κερδοσκόπος», γιατί δεν είναι και οι υπόλοιποι; Η αλήθεια είναι ότι κανείς τους δεν είναι κερδοσκόπος, απλά το Ελληνικό Δημόσιο είναι μπαταχτσής.
Αν όλα τα παραπάνω άρχιζαν να γίνονται αυτονόητες αλήθειες για μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας, ίσως ήμουν αισιόδοξος. Βλέπω όμως ότι όλα τους είναι παρεξηγημένα, υπό το βάρος μακρόχρονης και πολυμέτωπης αριστερής προπαγάνδας. Και είμαι απαισιόδοξος, διότι στόχος της προπαγάνδας είναι να γίνουμε Κούβα ή Βόρεια Κορέα. Και διαφαίνεται πλέον δυστυχώς πως ο στόχος είναι κοντά.

Οι κρίνοντες

Yπήρχε μία περίοδος κατά την οποία σε κάθε πάνελ υπήρχε και ένας ηθοποιός ή ένας τραγουδιστής ή μία μοντέλα ή ένας παπάς που καθηύριζε συλλήβδην τους πολιτικούς. Τα γνωστά, όλοι τα παίρνουν, όλοι ίδιοι είναι. Έλεγε κανείς ότι όλοι αυτοί, οι οποίοι σημειωτέον δεν συγκαταλέγονταν, στην πλειοψηφία τους, στους αριστείς του επαγγέλματός τους, έπαιρναν ύψος οι ίδιοι ψαλιδίζοντας τον πολιτικό κόσμο της χώρας οριζοντίως. Κανείς δεν αναρωτιόταν αν οι άνθρωποι αυτοί που μπορεί να ήσαν αμόρφωτοι, ατάλαντοι ή αποτυχημένοι νομιμοποιούνταν να ισοπεδώνουν με κοινοτοπίες και αφορισμούς τους πολιτικούς χωρίς οι ίδιοι να έχουν ένα σοβαρό εκτόπισμα. Έπαιρναν την κοινή γνώμη με το μέρος τους άμα τη εμφανίσει. Το πρόβλημα βεβαίως δεν το είχαν οι ίδιοι αλλά οι πολιτικοί, οι οποίοι ήδη υποδαύλιζαν συστηματική την απαξίωσή τους- απλώς με αυτήν την μεθοδική αυτοϋπονόμευσή τους έχτιζαν και παράλληλες καριέρες άλλων.
Και δεν αφορούσε μόνο τους αποτυχημένους αυτή η συνήθεια. Την ίδια εποχή καλλιτέχνες του βεληνεκούς του Λαζόπουλου αποφάσιζαν να εγκαταλείψουν την απαιτητική δημιουργική σάτιρα η οποία εκτός από το  ταλέντο προϋπέθετε και σκληρή εργασία και αφέθηκαν στην ευκολία «γελοιοποιώ την πολιτική, κερδίζω το κοινό». Ο καλλιτέχνης που κατεξοχήν ψυχογράφησε τον Έλληνα με ιδιοφυή τρόπο, με αγάπη και αυτοσαρκασμό, στο τέλος έγινε ένα με τους Μήτσους  του και όλοι μαζί τραγούδησαν το τέλος της πολιτικής. Τότε γνώρισε και τη μεγαλύτερη εισπρακτική του επιτυχία.
Και όχι μόνο καλλιτέχνες. Θυμάμαι όταν ο κ. Βγενόπουλος εμφανίστηκε στο προσκήνιο σαν ταύρος σε υαλοπωλείο, αγοράζοντας τα πάντα και τους πάντες, διέλυσε την επιφυλακτικότητα της κοινωνίας απέναντι στον πανίσχυρο επιχειρηματία μόνο όταν άρχισε να μηνύει πολιτικούς αρχηγούς. Η επίθεση στους πολιτικούς έγινε και το διαβατήριό του  στην κοινή γνώμη και τον Τύπο. Η ομιλία του στο Κοινοβούλιο προκάλεσε μαζικές ονειρώξεις σε μεγάλη μερίδα δημοσιογράφων και πολιτών. Υποτίθεται ότι οι βουλευτές φάνηκαν νάνοι μπροστά στον άψογο, τεχνοκρατικό, γεμάτο αυτοπεποίθηση λόγο του. Οι Μήτσοι ταυτίστηκαν μαζί του και κέρδισαν τον εχθρό.
Οι βροντώδεις καταγγελίες των δύο οικονομικών εισαγγελέων περί πολιτικών παρεμβάσεων στο καθαρτήριο έργο τους είχαν όλες τις προϋποθέσεις να τους περιβάλουν με το φωτοστέφανο του λαϊκού ήρωα, πόσω μάλλον που συνοδεύτηκαν και με την παραίτησή τους. Οι άτεγκτοι λειτουργοί της Δικαιοσύνης δεν σιώπησαν όταν οι ιδιοτελείς πολιτικοί τους προϊστάμενοι προσπάθησαν να κουκουλώσουν υποθέσεις διαφθοράς. Τι έκπληξη, όμως. Τόσο η κοινωνία όσο και το κράτος ήθελαν αποδείξεις. Δεν ήταν αρκετό αυτό που περίσσευε άλλοτε, η απλή καταγγελία των πολιτικών.
Τη στιγμή που η υπόληψη της πολιτικής βρίσκεται στο Ναδίρ συμβαίνει το παράξενο. Οι πολίτες δεν ικανοποιούνται πια να την πολεμούν δι' αντιπροσώπων εν λευκώ εξουσιοδοτημένων. Έχουν απαιτήσεις και από αυτούς. Και οι υπουργοί που άλλοτε υπέμεναν μοιρολατρικά τις επιθέσεις από τον κάθε τριτοκλασσάτο ηθοποιό, αντί να σηκωθούν να φύγουν από το πάνελ, τώρα αντιδρούν. Και όταν αποκαλύπτεται ότι οι πιέσεις που δέχονταν οι εισαγγελείς ήσαν περίπου του είδους «μου είπαν ότι  άκουσαν πώς λέγανε ότι αν δεν αφήσω την υπόθεση θα με ματιάσει κακό μάτι», οι πολιτικοί πέτυχαν μια νίκη στην πιο κακή στιγμή τους. Κάπως σαν να ωριμάζουμε όλοι. Κάπως σαν να σοβαρεύουν τα πράγματα προς πάσα κατεύθυνση. Και για το πολιτικό προσωπικό της χώρας αλλά και για τους επικριτές του.

Ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Στήριξης της Ελλάδος

  του Αντώνη Μανιτάκη


Δημοσιεύθηκε στην Athens Review of Booksτχ. 25 (Ιανουάριος 2012).
                                                                                  1.

[Η μέθοδος του «βλέποντας και κάνοντας» ή της step by step προόδου] Η Ευρωπαϊκή Ένωση μετασχηματίζεται, αργά αλλά σταθερά, μέσα από την κρίση και υπό την πίεση της κρίσης. Οι αλλεπάλληλες Σύνοδοι Κορυφής, οι αποφάσεις που λαμβάνονται και ειδικά οι μηχανισμοί που στήνονται για την αντιμετώπισή της το αποδεικνύουν. Ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Στήριξης της ελληνικής οικονομίας (ΕΜΣ) με τη μετεξέλιξή του σταδιακά σε Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) προσφέρεται τα μέγιστα, κατά τη γνώμη μου, για μια προδρομική ανάγνωση των θεσμικών αλλαγών που προοιωνίζονται και διακυβεύονται. Αυτό θα επιχειρήσω να κάνω εδώ, όσο παρακινδυνευμένο και αν είναι.

Άλλωστε, ο χαρακτηρισμός ότι η Ελλάδα χρησιμοποιήθηκε ως «πειραματόζωο» μιας βίαιης και αναγκαστικής δημοσιονομικής προσαρμογής με σκοπό την απότομη μείωση του υπερβολικού δημοσιονομικού ελλείμματος και τον έλεγχο της κρίσης χρέους του ελληνικού κράτους επιβεβαιώνει, έστω και έμμεσα, τον προηγούμενο ισχυρισμό. Διότι το κρίσιμο ερώτημα που ανακύπτει σήμερα δεν είναι αν η Ελλάδα χρησιμοποιήθηκε ως πειραματόζωο, αλλά αν η περίπτωση της Ελλάδος μπορεί, μετά τις αποφάσεις της 26ης Οκτωβρίου, να χρησιμοποιηθεί ως παράδειγμα προς αποφυγή ή, αντίθετα, προς μίμηση των θεσμικών μετασχηματισμών που ετοιμάζονται στην Ευρώπη. Η Ελλάδα παρουσιάζει κλινικά ερευνητικό ενδιαφέρον.
Ως γνωστόν ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Στήριξης της Ελλάδος επινοήθηκε τον Μάρτιο του 2010 εκ των ενόντων, από το Συμβούλιο των Αρχηγών Κρατών και Κυβερνήσεων, βιαστικά, εκτός ευρωπαϊκών συνθηκών, στο πλαίσιο μιας πρωτότυπης διακυβερνητικής συνεργασίας, προς αντιμετώπιση μιας απρόβλεπτης και επείγουσας κρίσης χρέους, που απειλούσε το ευρώ. Δεν ήταν μεν η εξαιρετική εκείνη αντιμετώπιση της Ελλάδος από την Ευρωζώνη αντίθετη, ευθέως τουλάχιστον, στη Συνθήκη της Λισσαβόνας. Όμως ο αιρετικός χαρακτήρας των αποφάσεων εκείνων και κυρίως η αμφιλεγόμενη νομική φύση του Μνημονίου δημιούργησε αμηχανία σε πολλούς νομικούς και ειδικούς του ευρωπαϊκού δικαίου, που δεν ήξεραν ούτε πού να τις κατατάξουν νομικά ούτε πώς να τις εξηγήσουν θεσμικά. Και αυτό κυρίως σε ό, τι αφορούσε τη συμμετοχή του ΔΝΤ.[i]
Η αλήθεια είναι ότι η νομιμότητα των αποφάσεων εκείνων ήταν χαλαρή ή οριακή. Αντλούσαν τη νομιμοποίησή τους κυρίως από το πνεύμα και την όλη λογική των άρθρων των σχετικών με τη δημοσιονομική και οικονομική πολιτική και τους σκοπούς που αυτά επιδίωκαν: από το άρθρο 126 (9) της ΣΛΕΕ, το οποίο προβλέπει διαδικασίες αντιμετώπισης του υπερβολικού ελλείμματος για όλες τις χώρες της ΕΕ, και από το άρθρο 136 της ΣΛΕΕ, που αποσκοπεί στον συντονισμό της οικονομικής πολιτικής και στην επιτήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας των χωρών της Ευρωζώνης.
Ανεξάρτητα όμως από αυτές τις νομικές επιφυλάξεις, γεγονός είναι ότι με το σύνολο των διαδικασιών και πράξεων ή αποφάσεων που προέβλεψε ο Μηχανισμός, κάλυψε ένα πραγματικό θεσμικό κενό, παρέκαμψε με έντεχνο τρόπο απαγορεύσεις και ανελαστικές ρυθμίσεις των ευρωπαϊκών συνθηκών και ανταποκρίθηκε στις απαιτήσεις μιας μοναδικής συγκυρίας.
Το σημαντικότερο μάλιστα είναι ότι αντιμετώπισε μια επείγουσα κατάσταση και έσωσε από την πτώχευση μια οικονομία. Με τις αποφάσεις τους εκείνες τα αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατάφεραν να αντιμετωπίσουν και να θέσουν υπό μερικό, τουλάχιστον, έλεγχο μια κατάσταση κρίσης χρέους ενός κράτους της Ευρωζώνης, που έτεινε να πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Από αυτήν την άποψη ο Μηχανισμός εκπλήρωσε τον σκοπό του.
Από τα προηγούμενα αξίζει να κρατήσουμε κυρίως τον τρόπο δράσης της ΕΕ, ο οποίος δεν ήταν στην περίπτωση της Ελλάδος διαφορετικός από αυτόν που διέπει όλη την πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να την καθοδηγεί: της step by step προόδου ή, αλλιώς, του βλέποντας και κάνοντας. Μέσα από αυτήν την πραγματιστική και εμπειρική πορεία προέκυψαν, παρ’ όλα αυτά, θεσμικές αλλαγές ή και οπισθοδρομήσεις. Μέσα από την ίδια πορεία ανιχνεύεται κάθε φορά και η γενική κατεύθυνση προς την οποία οδεύει η ΕΕ.
2.

[Η αιρετική ανάμιξη του ΔΝΤ και ο πολυφυής και πολυμερής χαρακτήρας των μηχανισμών της ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης] Ο Μηχανισμός Στήριξης της ελληνικής οικονομίας περιείχε, μαζί με άλλες νεότευκτες κατασκευές, και έναν εντελώς καινοφανές και παράδοξο για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση θεσμό, που τάραξε τα μυαλά πολλών «ευρωλόγων»: την ανάμιξη ή καλύτερα τη σύμπραξη στις δράσεις διάσωσης της ελληνικής οικονομίας ενός άλλου διεθνούς οικονομικού οργανισμού, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Η άτυπη ανάμιξή του στις δράσεις της ΕΕ ή, καλύτερα, η άτυπη αλλά ουσιαστική σύμπραξη ή συνέργειά του με όργανα της ΕΕ προς επίτευξη κοινών δημοσιονομικών στόχων και χάραξης κοινής δημοσιονομικής πολιτικής σε μια χώρα, που είναι δανειολήπτρια τόσο των χωρών της Ευρωζώνης όσο και του ΔΝΤ, αποτελεί ένα novum που αποδείχθηκε ότι δεν ήταν συγκυριακό ούτε περιορίστηκε στην Ελλάδα. Αντίθετα σηματοδότησε τη νέα εποχή, την εποχή της παγκοσμιοποίησης και τον νέο τρόπο οικονομικής διακυβέρνησης των χωρών. Γι’ αυτό και χρειάζεται να σταθούμε λίγο περισσότερο σε αυτό.


Η ισχυρή και αποφασιστική παρουσία του ΔΝΤ στην περίπτωση της Ελλάδος έγινε αισθητή στην κατάρτιση και παρακολούθηση του Μνημονίου. Μέσω του περίφημου Μνημονίου καθιερώθηκε μια έμπρακτη και στενή συνεργασία μεταξύ των δύο διεθνών οικονομικών οργανισμών, ΕΕ και ΔΝΤ, και εγκαθιδρύθηκε για πρώτη φορά στην ιστορία της ΕΕ μια κοινή δράση, που αποδείκνυε, μεταξύ των άλλων, την πολιτική σύμπλευση, κυρίως, Αμερικής και Ευρώπης ως προς την ακολουθητέα οικονομική και δημοσιονομική πολιτική.
Αυτό που υποδήλωνε, πάντως, η ανάμιξη του ΔΝΤ στην οικονομική ενίσχυση της Ελλάδος ήταν, κυρίως, ο παγκόσμιος χαρακτήρας της κρίσης χρέους, η πλανητική αλληλεξάρτηση των εθνικών οικονομιών και, τέλος, η από κοινού με όργανα της ΕΕ αντιμετώπιση μιας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Σε ό,τι αφορά την ΕΕ, έδειχνε πρωτίστως ότι μόνη της δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει μια κρίση χρέους, ακόμη και μιας μικρής χώρας, όπως η Ελλάδα, και ότι οι, μοιραία, διεθνείς επιπτώσεις της κρίσης επέβαλλαν συντονισμένη ή συμπεφωνημένη δράση των διεθνών οργανισμών που εμπλέκονταν σε ζητήματα νομισματικής πολιτικής.
Αυτό το οποίο στην περίπτωση της Ελλάδος ή, ακριβέστερα, του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης της ελληνικής οικονομίας φάνηκε αιρετικό και ανορθόδοξο, στην πορεία των πραγμάτων, όταν πια η κρίση χρέους των κρατών της Ευρωζώνης και της Ευρώπης προσέλαβε συστημικό χαρακτήρα, κατέστη κάτι το κανονικό και αναγκαίο. Η άτυπη και εξαιρετική αλλά ουσιαστική συνεργασία και συνεννόηση των δύο διεθνών οργανισμών κατέστη, σιγά σιγά, κανονική και μόνιμη. Δοκιμάστηκε αρχικά στην Ελλάδα, επαναλήφθηκε στην περίπτωση της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας και απ’ ό,τι φαίνεται θα εφαρμοστεί και στην περίπτωση της Ιταλίας. Σχεδιάζεται με τις τελευταίες αποφάσεις της Συνόδου Κορυφής να πάρει διαρκή και θεσμικό χαρακτήρα.
Τα ευρωπαϊκά κράτη βρέθηκαν αντιμέτωπα με τις αγορές και αναγκάστηκαν για να διασωθούν από τη λαιμαργία τους να συνεργαστούν με άλλους διεθνείς οργανισμούς για να τις αντιμετωπίσουν. Αυτό ήταν το πρώτο δίδαγμα που συνάγεται από την περίπτωση της Ελλάδος, δίδαγμα που εμπεδώθηκε, ωστόσο, δύο χρόνια αργότερα. H παγκόσμια συνεργασία των κρατών και των διεθνών οικονομικών οργανισμών όχι μόνον προς αντιμετώπιση μιας παγκόσμιας κρίσης αλλά και για την εξασφάλιση μιας συντονισμένης οικονομικής διακυβέρνησης των εθνικών οικονομικών, που εγκαινιάστηκε απλώς στην Ελλάδα, έπαιρνε, σταδιακά, μορφή θεσμική και κανονικότητα.
Ενώ λοιπόν ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Στήριξης της ελληνικής οικονομίας είχε, όταν στήθηκε, ειδικό και εξαιρετικό χαρακτήρα, αφορούσε ειδικά και αποκλειστικά την Ελλάδα, και εμφανιζόταν ότι θα είχε παροδικό χαρακτήρα, αφού αντιμετώπιζε μια απρόβλεπτη και εξαιρετική κατάσταση, στη συνέχεια μεταλλάχθηκε σε μόνιμο μηχανισμό που εγκαθιδρύθηκε για να διασφαλίζει και να επιτηρεί τη δημοσιονομική πειθαρχία όλων των χωρών της Ευρωζώνης. Έτσι, η δημοσιονομική επιτήρηση μιας υπερχρεωμένης χώρας μετατρεπόταν σταδιακά σε μόνιμη και διαρκή δημοσιονομική διακυβέρνηση, όχι μόνον της ίδιας αλλά όλων των χωρών της Ευρωζώνης. Το ζήτημα που έμπαινε προς συζήτηση στις Συνόδους Κορυφής και τέθηκε μετ’ επιτάσεως στις 26 Οκτωβρίου ήταν πώς καταστρώνεται μια αποτελεσματική, διαρκής και ενιαία δημοσιονομική διακυβέρνηση της Ευρωζώνης και ει δυνατόν ολόκληρης της Ευρώπης.
Το συμπέρασμα αυτό συνυφαίνεται και με ένα άλλο χαρακτηριστικό του Μηχανισμού Στήριξης, που δείχνει την αναπόφευκτη διαπλοκή την εποχή της παγκοσμιοποίησης της εθνικής έννομης τάξης με την ευρωπαϊκή και με τη διεθνή. Αυτό φάνηκε και επιβεβαιώθηκε από τον πολυμερή και πολυφυή χαρακτήρα που προσέλαβε η ευρωπαϊκή δημοσιονομική επιτήρηση της ελληνικής οικονομίας.
Η νομική μελέτη του Μνημονίου, ειδικά, αλλά και των πράξεων και αποφάσεων που προηγούνται ή έπονται αυτού, δείχνει τον σύνθετο χαρακτήρα, εθνικό, διεθνή και ευρωπαϊκό μαζί που παίρνει, αναγκαστικά, η διαχείριση της κρίσης μιας εθνικής οικονομίας. Το δημοσιονομικό πρόγραμμα του Μνημονίου αποτελούσε πράξη εφαρμογής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης, μέτρο συμμόρφωσης της Ελλάδος στον ευρωκανόνα της δημοσιονομικής πειθαρχίας, όρο εκπλήρωσης της διεθνούς, δανειακής, υποχρέωσής της απέναντι τόσο στα κράτη της Ευρωζώνης όσο και του ΔΝΤ.[ii] Επομένως, τα μέτρα δημοσιονομικής πειθαρχίας μαζί με τις κατευθυντήριες γραμμές της οικονομικής πολιτικής που περιέχονταν στο Μνημόνιο, αλλά και στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα, είχαν διφυή, ευρωπαϊκό και διεθνή, χαρακτήρα.
Θα πρέπει, τέλος, να υπογραμμιστεί ότι τόσο τα μέτρα του Μνημονίου όσο και του Μεσοπρόθεσμου εναρμονίζονται και πάντως αποτελούν συνέχεια και μιας παλαιότερης ευρωπαϊκής συμφωνίας, του «Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης», που αποφασίστηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στη Λισσαβώνα με τη μορφή Ψηφίσματος στις 17 Ιουνίου 1997 (ΕΕ 1997, C236/1). Ο μηχανισμός που προβλέφθηκε στο εν λόγω Ψήφισμα στηρίζεται και εκεί στη λογική της εγκαθίδρυσης δημοσιονομικής πειθαρχίας και λήψης μέτρων λιτότητας μεταξύ τω κρατών-μελών, η οποία συνδυάζεται με την υποχρέωση συντονισμού της οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής τους.
Αυτό αποδεικνύει ότι η δημοσιονομική πειθαρχία ως θεμελιώδης κανόνας της δημοσιονομικής πολιτικής της ΕΕ δεν είναι χτεσινός ούτε ανακαλύφθηκε από το Μνημόνιο. Αποτελεί πάγια πολιτική της ΕΕ και της ΟΝΕ από τη δεκαετία του ’90. Απλώς τώρα υφιστάμεθα τις οδυνηρές συνέπειές της. Το περίεργο είναι ότι παρ’ όλα τα αδιέξοδα που έχει δημιουργήσει η νεοφιλελεύθερη αυτή οικονομική πολιτική, παραμένει, εν τούτοις εν ισχύι και επιπλέον επιδιώκεται να θεσμοθετηθεί ως κανόνας του πρωτογενούς δικαίου, να μπει δηλαδή ρητά στις συνθήκες και η παραβίασή του να συνεπάγεται κυρώσεις!
3.

[Η «Αυτοκρατορία» εν όψει] Από τα προηγούμενα, πιστεύω, ότι προκύπτει ότι την εποχή της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας της αγοράς η διεθνής επιτήρηση της δημοσιονομικής πολιτικής των εθνικών οικονομιών γίνεται κανόνας και δεν αποτελεί πια, όπως παλαιότερα, εξαίρεση. Η «Αυτοκρατορία» των Νέγκρι και Χαρντ υπό μερική επαλήθευση. Αρκεί κανείς να προσέξει τα κείμενα του «Μνημονίου», τις ιδιότυπες διεθνείς συμφωνίες που εμπεριέχει: τα κράτη, τους διεθνείς οργανισμούς (Ευρωπαϊκή Ένωση και Διεθνές Νομισματικό Ταμείο) και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα (ΕΚΤ) που εμπλέκονται, τη ρητή αναφορά που γίνεται στις αγορές, τους πρωτότυπους διεθνείς μηχανισμούς που εγκαθιδρύονται, για να καταλάβει πόσο σύνθετο και πολύπλοκο είναι το νέο, διεθνές και παγκοσμιοποιημένο σύστημα οικονομικής διακυβέρνησης, που έχει εγκατασταθεί και μας κυβερνά οικονομικά και πολιτικά.

Η νέα παγκόσμια «Αυτοκρατορία» εκδηλώνει, για να παραμείνουμε στη σκέψη του Νέγκρι, την πλανητική κυριαρχία της μέσα από ένα πυκνό πλέγμα δυσδιάκριτων σχέσεων οικονομικο-πολιτικών, εθνικών και διεθνών. Διαχέεται σε ένα δίκτυο πολλαπλών κέντρων εξουσίασης, στο οποίο διαπλέκονται κράτη, διεθνείς οικονομικές οργανώσεις, διεθνείς χρηματοπιστωτικοί και τραπεζικοί οργανισμοί, διεθνείς (αφανείς) αγορές κεφαλαίου κ.ά., τα οποία κυβερνούν όλα μαζί στην πράξη τον κόσμο με βάση τους νόμους μιας παγκοσμιοποιημένης αγοράς και υπό την παντοκρατορία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Βασίζεται και χρησιμοποιεί για να επιβληθεί όλα τα υπάρχοντα νομικά μέσα και τις νομικές θεωρήσεις του σύγχρονου νομικού πολιτισμού: το θετό δίκαιο, γραπτά κείμενα του εθνικού και διεθνούς δικαίου (νόμους και διεθνείς συμφωνίες), καθώς και τις αξίες ή τις αρχές του εθνικού ή διεθνούς δικαίου και βέβαια την αυτορρύθμιση και τη σύμβαση.
Μεταχειρίζεται ακόμη τη συναίνεση και τη συγκατάθεση των κρατών ως βασικό εργαλείο νομιμοποίησης των διεθνών αποφάσεων, χωρίς να απορρίπτει βέβαια τη νομιμοποιημένη βία ή τη σκέτη βία όταν χρειαστεί. Ο νομικός φορμαλισμός συνυπάρχει με το αναγεννημένο φυσικό δίκαιο και τις αξίες του ανθρωπισμού, με προνομιακό όχημα και των δύο την ιδεολογία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
4.

[Η επικράτηση της «διακυβερνητικής μεθόδου» στη δημοσιονομική διακυβέρνηση της Ευρώπης] Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στην Ευρώπη και στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης της ελληνικής οικονομίας. Ο τελευταίος είχε και ένα ακόμη γνώρισμα, θεσμικού χαρακτήρα, πολύ σημαντικό: οι πράξεις και οι αποφάσεις που προέβλεπε είχαν έντονα διακυβερνητικό χαρακτήρα. Ειδικά η σύμβαση δανείου προς την Ελλάδα αποτύπωνε μια κοινή «Συμφωνία μεταξύ των Πιστωτών», Intercreditor Agreement, που συνάφθηκε στο πλαίσιο της διακυβερνητικής συνεργασίας των μελών της Ευρωζώνης, τα οποία δέχθηκαν, το κάθε ένα ατομικά και ως κράτη-μέλη, σύμφωνα με τους κανόνες τους διεθνούς δικαίου, να συνάψουν μία «κοινά οργανωμένη διμερή σύμβαση δανείου». Είχε άρα χαρακτηριστικά διακρατικής εντός της Ευρωζώνης συνεργασίας.

Έτσι, αν προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε τον θεσμικό και νομικό χαρακτήρα των αποφάσεων που λήφθηκαν από τους ευρωπαϊκούς και διεθνείς οργανισμούς με αφορμή τη διάσωση της ελληνικής οικονομίας, μέσω του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης, θα λέγαμε ότι αυτός στηριζόταν καταρχήν και ενίσχυε τη διακυβερνητική μέθοδο διακυβέρνησης της Ευρώπης σε βάρος της κοινοτικής. Τα υπερεθνικά όργανα της Ευρώπης, Επιτροπή και Κοινοβούλιο, περιορίστηκαν σε ρόλο εισηγητικό ή συμβουλευτικό ή εκτελεστικό και πάντως όχι αποφασιστικό. Κατεξοχήν όργανο της οικονομικής-δημοσιονομικής διακυβέρνησης αναδείχθηκε το Συμβούλιο των Αρχηγών, που λειτουργεί στην πράξη ως η πραγματική Κυβέρνηση της Ευρώπης. Ο διακρατικός χαρακτήρας της δημοσιονομικής διακυβέρνησης της Ευρώπης ανέδειξε φυσικά ως πραγματικούς κυβερνήτες τις πλέον ισχυρές χώρες του ευρώ, τη Γερμανία πρώτα και μετά τη Γαλλία. Η κυρίαρχη θέση της Γερμανίας από συγκυριακή τείνει, μάλιστα, να γίνει διαρκής.
5.

[Πολιτική ενοποίηση και οικονομική διακυβέρνηση της Ευρώπης: μια σχέση αντιφατική] Με τις αποφάσεις της 25ης /26ης Οκτωβρίου οι προοπτικές και τα διακυβεύματα αλλάζουν, η Ευρωζώνη και η Ευρώπη έρχεται αντιμέτωπη με τον ίδιο τον εαυτό της, με τον τρόπο διαχείρισης της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους για όλες της χώρες της ζώνης του ευρώ. Ανακύπτει έτσι η ανάγκη εγκαθίδρυσης πάγιων, θεσμικά κατοχυρωμένων μηχανισμών δημοσιονομικής επιτήρησης και διακυβέρνησης και μάλιστα εγγεγραμμένων στο πρωτογενές δίκαιο, δηλαδή στις ευρωπαϊκές συνθήκες. Αυτό αναδεικνύεται ως το πλέον επείγον και πρωταρχικό θεσμικό ζήτημα της Ευρώπης.

Η περίπτωση της Ελλάδος εντάσσεται και αυτή στο γενικότερο δημοσιονομικό πρόβλημα της Ευρώπης και δεν μπορεί να βρει τη λύση της παρά μέσα από αυτό. Σε αυτό το κλίμα και με αυτούς τους όρους θα πρέπει πλέον να μπαίνει και το ερώτημα της πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης και υπ’ αυτό το πρίσμα θα πρέπει να εξετάζεται και η οικονομική διακυβέρνησή της.
Οι τελευταίες εξελίξεις και οι προτάσεις για αναθεώρηση των συνθηκών δείχνουν πάντως ότι η μέθοδος διακυβέρνησης που προκρίνεται και επικρατεί είναι η διακυβερνητική. Τα Συμβούλια Αρχηγών Κρατών και Υπουργών είναι αυτά που κυβερνούν και αποφασίζουν. Η Επιτροπή προετοιμάζει, εισηγείται και εκτελεί, ενώ το Κοινοβούλιο απλώς ελέγχει ή συναινεί. Αυτό και μόνο δείχνει ότι η ΕΕ ήταν και εξακολουθεί να παραμένει μια Ένωση Κρατών. Η οδός της δημιουργίας ομοσπονδιακού κράτους τύπου ΗΠΑ φαίνεται πως εγκαταλείπεται οριστικά. Αυτό είχε φανεί άλλωστε από την εποχή του ευρωσυντάγματος.
Τα κράτη παραμένουν όχι μόνον οι πρωταγωνιστές της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, εκείνα  που αποφασίζουν σε πρώτο και τελευταίο βαθμό γι’ αυτήν, αλλά μετατρέπονται σταδιακά μέσω της διακυβερνητικής μεθόδου σε Κυβερνήτες, σε πραγματική πολιτική Κυβέρνηση της ΕΕ με την ευρεία έννοια του όρου. Αυτό σημαίνει ότι η πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης περνά υπό τις παρούσες συνθήκες μέσα από την συγκυριαρχία των κρατών και τη συνεργασία των εθνικών κυβερνήσεων.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται αντιμέτωπη, με τρόπο αυτή τη φορά τραγικό και εξαιρετικά κρίσιμο, με μια πολύ παλιά, προαναγγελθείσα, καταστατικού χαρακτήρα αντίφαση: τα κράτη είναι τα υποκείμενα και οι πρωταγωνιστές της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν, είναι και παραμένει μια ένωση «κυρίαρχων» κρατών, τα οποία διαχειρίζονται από κοινού και συλλογικά, ως συγκυρίαρχοι, μια «κοινή» ή μάλλον μια ενιαία οικονομία της αγοράς. Ξεκίνησε ως συνομοσπονδία κρατών και παραμένει ακόμη μια πρωτότυπη, ιδιότυπη και μοναδική για την παγκόσμια ιστορία ένωση κρατών, που όλο και απομακρύνεται από τα κλασικά πρότυπα του διεθνούς δικαίου, χωρίς να οδεύει, πάντως, προς ένα ομοσπονδιακό κράτος τύπου ΗΠΑ ή Γερμανίας.
Για να προχωρήσει όμως η Ευρώπη στην απαραίτητη και αναγκαία πολιτική της ενοποίηση, προϋποτίθεται η δημιουργία μιας ευρωπαϊκής, υπερθικής και όχι διακρατικής, πολιτικής εξουσίας, που θα κείται πάνω και πέρα από τα κράτη και θα βρίσκεται πάνω από την οικονομία και τις αγορές, τις οποίες πρέπει να κυβερνά. Και επιπλέον η ενιαία ευρωπαϊκή πολιτική εξουσία θα πρέπει να είναι δημοκρατικά νομιμοποιημένη από τους λαούς της Ευρώπης.
Πώς θα καταφέρει όμως την πολιτική ενοποίησή της η Ευρώπη, όταν πρωταγωνιστές της ενοποίησής της είναι τα κράτη και ως δομικό υλικό χρησιμοποιείται η κρατική κυριαρχία καθώς και οι κρατικές αρμοδιότητες που εκχωρούνται στην υπό κατασκευή πρωτότυπη πολιτική ενότητα; Πώς θα δεχτούν τα «κυρίαρχα» κράτη-μέλη να απεκδυθούν ή να παραιτηθούν της «κυριαρχίας» τους και να την παραχωρήσουν σε μια εξουσία που δεν θα ελέγχουν τα ίδια; Δεν είναι αντιφατικό να επιδιώκει κανείς τη δημιουργία μιας ανεξάρτητης πολιτικής ενότητας, με δική της, ευρωπαϊκή, κυριαρχία και αυτόνομη δημοκρατική νομιμοποίηση και παράλληλα να στηρίζει την επιδίωξη αυτή στις κρατικές κυριαρχίες, αφού η δημιουργία της πρώτης προϋποθέτει την εξαφάνιση των δεύτερων; Πραγματικός γρίφος.
Η Ευρώπη ζει αυτή την ιστορική αντίφαση δεκαετίες τώρα. Επιχειρεί να τη λύσει εμπειρικά, «βλέποντας και κάνοντας». Προσπαθεί να καλύψει με κάθε τρόπο την εμφανή αναντιστοιχία μεταξύ του μεγάλου βαθμού ενσωμάτωσης της οικονομίας των χωρών της ΕΕ και του μικρού βαθμού της πολιτικής ενοποίησής τους.[iii] Αναζητά απεγνωσμένα και ευκαιριακά, υπό την πίεση των αγορών και της οικονομικής κρίσης, να διαχειριστεί τις αντιφάσεις που γεννιούνται από την ηπειρωτική διάσταση της οικονομίας της και από την εθνοκρατική διάσταση της «διακρατικής πολιτικής» εξουσίας που ορίζει και αποφασίζει για τη διακυβέρνησή της.
Η οικονομική της ολοκλήρωση αναζητά, τώρα, βιαστικά, μορφές «οικονομικής (και όχι πολιτικής, για να είμαστε ακριβείς) διακυβέρνησης», αποτελεσματικές, ευέλικτες, που να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις μιας παγκοσμιοποιημένης και άκρως ανταγωνιστικής οικονομίας, αδιαφορώντας όμως για όλα τα υπόλοιπα, για την κοινωνική σύγκλιση των δημόσιων πολιτικών και για την κοινωνική προστασία  των ατόμων και των λαών. Η κοινωνική προστασία και ασφάλεια παραμένει υπόθεση των κρατών. Μεγαλύτερη θεσμική υποκρισία δεν υπάρχει και αν δεν αντιμετωπιστεί άμεσα η αντίφαση αυτή της Ευρώπης όχι μόνον θα καταρρεύσει το όραμα της ενωμένης Ευρώπης αλλά και η οικονομική της διακυβέρνηση.
Η κυρίαρχη πολικά και οικονομικά ιδεολογία του νεοφιλελευθερισμού φαίνεται να αδιαφορεί για μια πραγματική πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης και να προωθεί ένα είδος πολιτικής ενοποίησης, που θα αρχίζει και θα τελειώνει με την εγκαθίδρυση μιας ενιαίας και αποτελεσματικής οικονομικής και μάλιστα δημοσιονομικής, μόνον, διακυβέρνησης. Με αυτήν την έννοια οι θεσμοί και οι διαδικασίες που προωθούνται σήμερα με βάση τον χρυσό κανόνα «βλέποντας και κάνοντας», στο όνομα της οικονομικής διακυβέρνησης, εξυπηρετούν στην πραγματικότητα την αποτελεσματικότερη «διακυβέρνηση» της οικονομίας της αγοράς και μόνον. Με μια όχι ευκαταφρόνητη ωστόσο προσθήκη: η οικονομική διακυβέρνηση εμπεριέχει, αυτή τη φορά, τον έλεγχο και την εποπτεία των αδηφάγων και ανεξέλεγκτων μέχρι τώρα αγορών.
Δεν είναι βέβαια, υπό τις παρούσες συνθήκες, αμελητέος παράγοντας μια οικονομική διακυβέρνηση που θα συμπεριλάβει στην οικονομική πολιτική της και τον έλεγχο των αγορών. Μόνον που ο έλεγχός τους αποτελεί τον ελάχιστο παράγοντα για ένα πρόγραμμα πολιτικής ενοποίησης και θεσμικού μετασχηματισμού της Ευρώπης.

6.

[Προέχει η αλλαγή των δημόσιων πολιτικών έναντι της αλλαγής θεσμών] Ενιαία οικονομική διακυβέρνηση της Ευρώπης ισοδυναμεί σήμερα με υποταγή στους νόμους και στη λογική των πανίσχυρων αγορών. Από θεσμική άποψη, η επιχειρούμενη τροποποίηση των συνθηκών δεν απαντά ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι εντάσσεται στη διαδικασία της πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης. Θα έλεγα μάλιστα ότι πόρρω απέχει από αυτήν.

Άλλωστε υπό την παρούσα, κρίσιμη, ιστορική συγκυρία δεν μπορεί κανείς να ελπίζει ούτε να περιμένει ούτε να επιδιώκει μείζονες θεσμικές Μεταρρυθμίσεις στην Ευρώπη. Δεν υπάρχουν ούτε η κατάλληλη διάθεση ούτε οι ώριμες ιδέες ούτε οι κατάλληλοι κυβερνήτες ούτε το απαραίτητο λαϊκό κίνημα για να τις εμπνεύσουν και να τις στηρίξουν. Δεν είναι καιρός για θεσμικές αλλαγές στην Ευρώπη.
Προέχει η επιβίωση της Ευρώπης και των λαών της. Εξάλλου δεν φταίνε οι θεσμοί για την κρίση χρέους των κρατών, αλλά οι οικονομικές πολιτικές που ακολουθήθηκαν. Επείγει η ριζική αλλαγή της δημοσιονομικής και οικονομικής πολιτικής που κυριαρχεί στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Αλλαγή κυβερνήσεων και κυβερνητικών πολιτικών χρειάζεται σήμερα η Ευρώπη και όχι αλλαγή διεθνών συνθηκών. Χρειάζονται νέες κυβερνήσεις, με μια νέα οικονομική πολιτική για την Ευρώπη, που θα την απαλλάσσει από τα αδιέξοδα της νεοφιλελεύθερης μονεταριστικής πολιτικής, η οποία μονοσήμαντα, είκοσι χρόνια τώρα, εφαρμόζεται.
Το πρόβλημα επομένως της Ευρώπης δεν είναι θεσμικό, είναι προεχόντως πολιτικό. Και η αλλαγή των δημόσιων πολιτικών μπορεί να γίνει από τους ευρωπαϊκούς λαούς χωρίς την αλλαγή θεσμών. Είναι καιρός να σταματήσει αυτή η ατέλειωτη θεσμολαγνεία σε Ευρώπη και Ελλάδα.
Κατά τα άλλα, η ΕΕ φαίνεται πως θεσμικά οδεύει σε μια Ευρώπη και κυρίως σε μια Ευρωζώνη με διακυβερνητικού χαρακτήρα οικονομική κυβέρνηση, που θα αποφασίζει με βάση την αρχή της ειδικής πλειοψηφίας των ισχυρών κρατών υπό την ηγεμονία της Γερμανίας. Η εξέλιξη αυτή προδικάζει μια θεσμική προοπτική της ΕΕ, στην οποία ο διεθνικός ή διακρατικός χαρακτήρας των οργάνων που αποφασίζουν διαμορφώνοντας την κυβερνητική και δημοσιονομική πολιτική της Ευρώπης, όπως είναι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο,  δεν αφήνει πολλά περιθώρια για καθοριστική συμμετοχή στις αποφάσεις των υπερεθνικών οργάνων, όπως είναι η Επιτροπή και το Κοινοβούλιο. Το βάρος των υπερεθνικών οργάνων μειώνεται. Και αυτό είναι δηλωτικό του θεσμικού μέλλοντος της ΕΕ. Η ιδέα της κάλυψης του δημοκρατικού ελλείμματος της ΕΕ μέσω της ενίσχυσης του Κοινοβουλίου φαίνεται πως εγκαταλείπεται. Η Επιτροπή μετατρέπεται σταδιακά σε εκτελεστικό όργανο του Συμβουλίου.
Η πολιτική ενοποίηση, υποταγμένη πλήρως στη σημερινή συγκυρία στις επιταγές της οικονομικής διακυβέρνησης, περνά μέσα από τη διακυβερνητική συνεργασία των κρατών. Τα κράτη και κυρίως τα μεγάλα και ισχυρά είναι αυτά που κυβερνούν και ορίζουν το μέλλον της Ευρώπης.  Η εξέλιξη αυτή δεν είναι αρνητική από μόνη της και πάντως δεν είναι εξ ορισμού αποκρουστέα. Προσωπικά πιστεύω πως είναι μια μοιραία ιστορικά  προοπτική, την οποία θα πρέπει οι ευρωπαϊκές πολιτικές δυνάμεις να πάρουν στα σοβαρά ως αναγκαία και μέσα από αυτήν να επιδιώξουν την ριζική αλλαγή των οικονομικών πολιτικών και τον συνδυασμό της οικονομικής διακυβέρνησης με πολιτικές κοινωνικής και βιώσιμης οικονομικής  ανάπτυξης  που θα ανταποκρίνονται στις ανάγκες και στις ιδιαιτερότητες της κάθε χώρας.
— Δημοσιεύθηκε στην Athens Review of Books, τχ. 25 (Ιανουάριος 2012).



[i] Τα νομικά και συνταγματικά ζητήματα του Μνημονίου τα έχω αναλύσει σε σχετική μελέτη μου, που έχει αναρτηθεί στο www.constitutionalism.gr
[ii] Βλ. αναλυτικά www.constitutionalism.gr.
[iii] Βλ. σχετικά την τελευταία μονογραφία του Jean-Marc Ferry, La république crépusculaire, Comprendre le projet européen in senso cosmopolitico, Cerf, Παρίσι 2010.