Κυριακή 6 Μαρτίου 2011

Ενας άλλος δρόμος

Στάθης N. Kαλύβας

Είναι κατανοητές οι αντιδράσεις που προκαλεί η κρίση. Αλλο όμως κατανόηση και άλλο αποδοχή ή, ακόμη χειρότερα, επιβράβευση. Δυστυχώς, η Ελλάδα διαθέτει μια παράδοση διαμαρτυρίας που, έχοντας διαδοχικά διαποτίσει τρεις τουλάχιστον γενιές, κοντεύει να την πνίξει. Αποτελεί μάλιστα ιδιάζουσα παθολογία, όπως δείχνει η σύγκριση με το τι συμβαίνει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες που αντιμετωπίζουν παρόμοιες δυσκολίες.

Οι αντιδράσεις αυτές είναι προβληματικές για πέντε τουλάχιστον λόγους. Είναι ανεύθυνες γιατί οι φορείς τους προτείνουν ως λύση τη συνέχιση των πρακτικών που οδήγησαν στην χρεοκοπία· είναι στείρες και αδιέξοδες γιατί τόσο το χρέος όσο και το έλλειμμα της χώρας εξασφαλίζουν τον δραστικό περιορισμό των πρακτικών αυτών· είναι ιδιοτελείς γιατί προτάσσουν το πιο στενό συμφέρον έναντι του συλλογικού· είναι συγχρόνως βαθιά υποκριτικές γιατί πλασάρουν την ιδιοτέλεια ως προστασία των κοινωνικών αγαθών· τέλος, είναι επικίνδυνες γιατί προάγουν το χάος και την γενική διάλυση. Με μια λέξη, είναι ανήθικες. Δεν αρκεί όμως ο στιγματισμός τους. Είναι αναγκαία η σταδιακή υποκατάστασή τους με μια διαφορετική δημόσια παρέμβαση. Οπως δείχνουν τέσσερα πρόσφατα παραδείγματα, υπάρχει ένας άλλος δρόμος.

Υποδεικνύοντας τον περασμένο Οκτώβριο την απαξίωση των πολιτικών, η βουλευτής του ΠΑΣΟΚ Δράμας, Χαρά Κεφαλίδου, ζήτησε να ληφθούν συγκεκριμένα μέτρα (από περικοπές των μισθών των βουλευτών ώς την άρση της βουλευτικής ασυλίας) που θα δημιουργούσαν ένα αίσθημα εμπιστοσύνης στους πολίτες. «Απολαμβάνουμε», έγραφε, «προνομίων τα οποία έχουν να κάνουν λιγότερο με την άσκηση του λειτουργήματός μας και περισσότερο με τη, σε κάποιο βαθμό, συντεχνιακή νοοτροπία που καλλιεργήθηκε τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες στους κόλπους μας». «Τώρα που ζητάμε από τον λαό πρωτοφανείς θυσίες», πρόσθετε, «πρώτοι εμείς να περικόψουμε τα προνόμιά μας. Οταν ηγείσαι, έχεις αυξημένες ευθύνες». Η παρέμβασή της έτυχε προβολής όχι όμως και συνέχειας. Η υποδοχή που της επιφύλαξαν οι συνάδελφοί της είναι εύγλωττη απόδειξη του γεγονότος πως η πολιτική τάξη της χώρας λειτουργεί ως η ισχυρότερη συντεχνία της, εκείνη που δίνει τον τόνο και αποτελεί το παράδειγμα των υπολοίπων.

Σε πρόσφατο άρθρο του, ο Φώτης Γεωργελές παραλλήλισε τους δημοσιογράφους με τις συντεχνίες του Δημοσίου, που αφού απόλαυσαν αμέριμνα το πάρτι, τώρα που έληξε κατηγορούν τους πολιτικούς γιατί δεν φρόντισαν να διαρκέσει κι άλλο. Αντιδρούν στην κρίση, που σε μεγάλο βαθμό προήλθε από το διαπλεκόμενο μοντέλο ενημέρωσης (κρατική διαφήμιση, χαριστικά δάνεια και επιδοτήσεις, εκδοτικές οφειλές, άδειες κ. λπ.) με απεργίες και λαϊκίστικες κορώνες που ουσιαστικά ισοδυναμούν με την απαίτηση να πληρώνονται ακόμα και εάν το προϊόν της εργασίας τους δεν έχει αγοραστές. «Δεν έχουν κανένα πρόβλημα», καταλήγει, «αν ο πλούτος της κοινωνίας αντί σε κοινωνικές δαπάνες πηγαίνει στη συντήρηση δεκάδων τηλεοράσεων και ραδιοφώνων, δημιουργώντας πολιτικό χρήμα».

Τον περασμένο Ιούνιο, 46 δικηγόροι καταδίκασαν με δημόσια δήλωσή τους τις συμπεριφορές των Δικηγορικών Συλλόγων ως «στείρες αναχρονιστικές συντεχνιακές λογικές που βυθίζουν όλο και περισσότερο την χώρα στην πτώχευση». Βασικός σκοπός των Δικηγορικών Συλλόγων, υποστήριζαν, είναι «η διασφάλιση ενός υψηλού επιπέδου άσκησης του λειτουργήματός των δικηγόρων και η αποτροπή επικράτησης του νόμου της ζούγκλας στην απονομή της Δικαιοσύνης, ενεργώντας πρωτίστως προς όφελος του κοινωνικού συνόλου» γι’ αυτό και δεν νοείται να αναπτύσσουν πρακτικές απλής «συνδικαλιστικής οργάνωσης», κηρύσσοντας «αποχές» των μελών τους και αδιαφορώντας για το γεγονός ότι ο δικηγόρος είναι «συμπράττων λειτουργός της Δικαιοσύνης». Είναι υποκριτικό, σημείωναν, να κάνουν λόγο οι Σύλλογοι για ζημία του κοινωνικού συνόλου από την κατάργηση των κατώτατων δικηγορικών αμοιβών και την ίδια στιγμή να αντιδρούν λυσσωδώς στην κατάργηση της υποχρεωτικής παράστασης στα συμβόλαια. Συνεπώς, κατέληγαν, πρέπει να πάψουν «οι συντεχνιακής έμπνευσης διεκδικήσεις και οι αλλεπάλληλες αποφάσεις για αποχές που τις συνοδεύουν».

Τέλος, 20 πανεπιστημιακοί αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στην απεργία της 23ης Φεβρουαρίου γιατί, όπως υποστήριξαν, «την ώρα της κρίσης δεν μπορούμε να λέμε πως η κρίση δεν αφορά εμένα, ας πληρώσουν οι άλλοι», ούτε «μπορούμε να κρατούμε όμηρο την κοινωνία, απαιτώντας να πληρώσουν τον μισθό μας οι άνεργοι και οι συνταξιούχοι». Απαίτησαν περισσότερη αλληλεγγύη και περισσότερη και καλύτερη δουλειά, αντί των συνεχών και αδιέξοδων κινητοποιήσεων και των συντεχνιακών εκβιασμών. Και κατέθεσαν το αντίτιμο της εργασίας τους την ημέρα της απεργίας υπέρ των συναδέλφων τους που προσφέρουν διδακτικό έργο χωρίς να αμείβονται. Οπως δήλωσε μια από τους υπογράφοντες, η Βάσω Κιντή, «εμείς έχουμε την ευθύνη για το τι θα γίνει η χώρα και εμείς πρέπει να την αναλάβουμε».

Το κοινό στοιχείο των τεσσάρων αυτών παρεμβάσεων έγκειται στην θαρραλέα υιοθέτηση μιας διαφορετικής δημόσιας στάσης που είναι εποικοδομητική και ορθολογική και που προτάσσει την λογική της προσωπικής ευθύνης και του συλλογικού συμφέροντος. Λέγεται συχνά πως η κρίση στρέφει την μια επαγγελματική ομάδα εναντίον της άλλης. Η πραγματική διαιρετική τομή, όμως, είναι εκείνη που διαπερνά τις διάφορες επαγγελματικές ομάδες στο εσωτερικό τους. Είναι προφανές ποιο δρόμο πρέπει να προκρίνουμε και να ενισχύσουμε, αν επιθυμούμε να αποφύγουμε την κατάρρευση της χώρας.
Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Yale.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 6-3-2011

Σε αναζήτηση πνευματικής πυξίδας

Tου Θάνου Bερέμη

Θελήσαμε να ασχοληθούμε εδώ με ένα φαινόμενο του ευρωπαϊκού Μεσοπολέμου, όταν η ήπειρός μας γνώριζε τη μεγαλύτερη ηθική κρίση της Ιστορίας της. Οτι σημαντικοί διανοούμενοι όπως ο Καρλ Σμιτ επέλεξαν να γίνουν στήριγμα του πιο βάρβαρου πολιτεύματος, είναι μια από τις απώλειες εκείνης της εποχής. Οτι ο Σμιτ ίσως ασκεί ακόμα γοητεία σε σκεπτόμενους ανθρώπους που πασχίζουν να βρουν πυξίδα στο σύγχρονο πέλαγος, είναι ανησυχητικό. Αν ο διαφωτισμός και ο ορθολογισμός έχουν διανύσει την πορεία τους και βρισκόμαστε ήδη στον μεταμοντέρνο σχετικισμό, θα το μάθουμε προσεχώς, ελπίζω όχι λίαν προσεχώς. Ομως σίγουρα τα φαντάσματα των παραστρατημένων δεν μας βοηθούν να αποκτήσουμε το αναγκαίο έρμα για το δύσκολο ταξίδι που βρίσκεται μπροστά μας.

Ο Γερμανός φιλόσοφος του Δικαίου, Καρλ Σμιτ, έγινε γνωστός στο ευρύτερο κοινό της χώρας μας χάρη στον φιλόσοφο Παναγιώτη Κονδύλη και τη διαμάχη του με τον Ριχάρδο Σωμερίτη. Εκτοτε ο Σμιτ απέκτησε μεγαλύτερη ορατότητα και υπήρξε αντικείμενο μελέτης από αριστερούς και μη επιστήμονες.

Τι είναι αυτό που έκανε το έργο του Σμιτ ελκυστικό σε αριστερούς διανοητές όπως οι Βάλτερ Μπένγιαμιν και Γκέοργκ Λούκατς, και μάλιστα σε εποχή κατά την οποία ο αντι-σημίτης νομικός συνέπλεε και σε ορισμένες περιστάσεις εκθείαζε τον ναζισμό; Ηταν άραγε ο αντιφιλελεύθερος λόγος του, η ροπή του προς το ισχυρό κράτος ή η ανάλυσή του της λαϊκής βούλησης; Η εχθρότητά του προς τον πολιτικό φιλελευθερισμό ασφαλώς τον κατέστησε μεταπολεμικά ελκυστικό σε κάποιους αριστερούς διανοούμενους και αυτός έσπευσε να δείξει στους νέους αντιεξουσιαστές Γερμανούς ένα πρόσωπο γεμάτο κατανόηση. Ετσι, μέμφεται την ομοιογένεια που δημιουργεί στην κοινωνία η δημοκρατία διότι έτσι εξοντώνεται η ετερογένεια. Ουδείς λόγος για τη βιολογική εξόντωση των ετερογενών του χιτλερικού συστήματος.

Οπως πολλοί σημαντικοί διανοητές του γερμανικού Μεσοπολέμου, ο Σμιτ ανήκει σε μια παράδοση που παραπέμπει στον ρομαντικό εθνικισμό του 19ου αιώνα. Ο Σίλερ πίστευε ότι το μεγαλείο των συμπατριωτών του αντλούσε δυνάμεις από τις αναζητήσεις τους, όχι στα εγκόσμια, αλλά στον υπερβατικό κόσμο του πνεύματος. Πράγματι, πολλοί από τους μεγάλους σύγχρονους του Σμιτ, συνεργασθέντες (Χάιντεγκερ) και μη (Σπέγκλερ) με το χιτλερικό καθεστώς, υπήρξαν προϊόντα των γοητευτικών αναζητήσεων που επισήμανε ο Σίλερ.

Ο ίδιος ο Σμιτ αποτελεί παράδειγμα φιλοσοφικής αμφιθυμίας. Αν και συντηρητικός ερμηνευτής του Συνταγματικού Δικαίου, διέθετε τεράστιο φάσμα ενδιαφερόντων που συχνά έρχονταν σε αντίθεση με τις πανεπιστημιακές του παραδόσεις. Ηταν υποστηρικτής του ναζισμού αν και αμετακίνητος καθολικός, πιστός χριστιανός αν και υπηρέτης της πιο απάνθρωπης κοσμικής αντίληψης.

Η έλξη που άσκησαν επάνω του τόσο διαφορετικοί ριζοσπάστες, όπως ο σωβινιστής Σαρλ Μοράς και ο αντίποδάς του στη θεωρία του συνδικαλισμού, Ζορζ Σορέλ, περιγράφει και τη ροπή της εποχής του προς την ακρασφάλεια. Είναι ίσως δυνατό να τον κατατάξουμε στην παράδοση του Νίτσε καθώς ασκεί σοβαρή κριτική στον φιλελεύθερο ρασιοναλισμό και έλκεται από την ισχύ και τη βούληση των ισχυρών. Η παρατήρηση για τον διαχωρισμό ανάμεσα στην εσωτερική πίστη και την εξωτερική υπακοή των πρώτων Φιλελευθέρων του 17ου αιώνα στους νόμους του κράτους, αποδίδει το προσωπικό του δίλημμα.

Η έννοια της λαϊκής κυριαρχίας απασχόλησε ιδιαίτερα τον καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου. Αισθανόταν δέος μπροστά στην έννοια της κυριαρχίας, η οποία αντλούσε κύρος από την αστείρευτη εξουσία του λαού. Ο λαός, όμως, ως απεριόριστη πηγή εξουσίας τον τρόμαζε. Βρήκε ωστόσο μια εύσχημη λύση στο πρόβλημα αυτό στο έργο του Μακιαβέλι, ο οποίος υπήρξε για τον Σμιτ μια αδελφή διάνοια. Υιοθέτησε έτσι την ιδέα του «εντεταλμένου δικτάτορα» που ο Μακιαβέλι είχε ανακαλύψει στη ρωμαϊκή δημοκρατία. Πρόκειται για θεσμό που λειτούργησε από το 500 π. Χ. ώς τον τρίτο αιώνα, με σκοπό την προστασία του πολιτεύματος σε περίπτωση στρατιωτικής συνωμοσίας. Η ερμηνεία του ίδιου του Σμιτ ήταν ότι ο θεσμός προοριζόταν για την προστασία της δημόσιας ασφάλειας, ακόμα και με επιβολή καθεστώτος εκτάκτου ανάγκης, περιορισμένης διάρκειας.

Ο μαρξισμός, κατά τον Σμιτ, αποτελούσε μόνιμη απειλή για τη νομιμότητα. Η επίκληση μιας ανατροπής που αντλούσε το φιλοσοφικό της κύρος όχι από τη λογική του Δικαίου, αλλά από κάποια αποκρυπτογράφηση της Ιστορίας, απασχόλησε επίμονα τον Σμιτ στα χρόνια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Ανάμεσα στο 1921-24 κατέληξε σε τρία σχέδια για την αντιμετώπιση της απειλής: Το πρώτο απέβλεπε στη βίαιη καταστολή μαζικών εξεγέρσεων με αυταρχικό, αντι-επαναστατικό καθεστώς. Το δεύτερο, που ήταν και το πιο ουτοπικό, βασιζόταν στο κύρος της Καθολικής Εκκλησίας ως μοναδικού ζωντανού εκπροσώπου της ευρωπαϊκής παράδοσης. Το τρίτο προσανατολιζόταν όχι προς την καταστολή, αλλά την ενσωμάτωση των μαζών σε μια «ομογενοποιημένη εθνική δημοκρατία». Ο όρος «ομογενοποίηση» αποτελεί εκ των υστέρων μακάβρια αναφορά σε γεγονότα που έμελλαν να συμβούν.

Τι έμεινε σταθερό από τις πολιτικές μεταμορφώσεις του Σμιτ και τις μεταστάσεις του από τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, στην τελευταία κυβέρνηση πριν από τον Χίτλερ έως την παρέα των διανοουμένων που συμβουλευόταν ο Γκέριγκ;

Ο Σμιτ υποστήριξε τους ναζί, γιατί πίστεψε ότι αυτοί θα ήταν ο από μηχανής θεός που θα έσωζε το αστικό σύστημα από μια σοβιετική κατάληξη. Εβλεπε την ιδεολογία των χιτλερικών σαν αναγκαία λύση, πέραν του νομικού ορθολογισμού, ο οποίος δεν μπόρεσε να σώσει την Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Το μεταπολεμικό του έργο περιέχει πολλές οξυδερκείς σκέψεις, αλλά αποδίδει συγχρόνως και την προσωπική του ηθική έκπτωση. Η ερμηνεία του της λέξης «νόμος» σχετίζεται με τη «νομή» και τέλος του «νέμομαι», εξομοιώνοντας τους νόμους με την αυθαιρεσία της βίας του ναζισμού.

Θ. Βερέμης αντιπρόεδρος του ΕΛΙΑΜΕΠ.

Το τίμημα του ελάχιστου κοινού παρονομαστή

Tου Στεφανου Kασιματη
Eίτε πιστεύει κανείς ότι οι μεταρρυθμίσεις που μας υπαγορεύει το Μνημόνιο συνιστούν υποδούλωση της ωραιότερης χώρας του κόσμου (που ως γνωστόν κατοικείται από τον εξυπνότερο λαό του κόσμου κ.λπ.) στους Εβραιομασόνους και τους Νεφελίμ είτε πιστεύει ότι είναι αλλαγές που τις υπαγορεύει η απλή λογική και θα έπρεπε εδώ και καιρό να τις είχαμε κάνει μόνοι μας, όλοι συμφωνούμε ότι οι οριζόντιες περικοπές, όπως κάθε μορφής βίαια εξίσωση, κρύβουν τις μεγαλύτερες αδικίες.

Παραδείγματος χάριν, κούρεμα αποδοχών, κατά το ίδιο ποσοστό, στον συνταξιούχο των 800 ευρώ, ο οποίος δούλεψε σαράντα χρόνια στην πραγματική αγορά και στον κομματικό εφοριακό, που αμείβεται πολύ καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον δημόσιο υπάλληλο, είναι άδικο -και μάλιστα άδικο με μια χροιά γαϊδουριάς, που το κάνει ακόμη απεχθέστερο. (Αν ορισμένοι βρίσκετε την έννοια «κομματικός εφοριακός» ισοπεδωτική γενίκευση, ας αναρωτηθείτε πότε είχαμε Βουλή χωρίς συνδικαλιστές εφοριακούς στα έδρανα, εκλεγμένους και με τα δύο μεγάλα κόμματα, επίσης πότε είχαμε κυβέρνηση χωρίς συνδικαλιστή εφοριακό σε θέση υφυπουργού...)

Η αδικία των οριζοντίων περικοπών μπορεί να έχει συνέπειες οδυνηρά τραγικές σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως ανακάλυψαν κατάπληκτοι οι πάντες μετά τη δολοφονία των δύο ηρωικών νεαρών αστυνομικών. Εχει όμως και μακροπρόθεσμες, που ίσως είναι οι χειρότερες, καθώς επηρεάζουν τους περισσότερους. Οι οριζόντιες περικοπές αφαιρούν και το τελευταίο υπόλειμμα προσχήματος ηθικής ακεραιότητας του συστήματος. Φθείρουν το σύνολο των δεδομένων και συμφωνημένων κανόνων, που κρατούν την κοινωνία στοιχειωδώς ενωμένη ώστε να λειτουργεί. Αποκαρδιώνουν τον κόσμο και τον ωθούν στο περιθώριο της πολιτικής ζωής, όταν περισσότερο από ποτέ είναι αναγκαία η συμμετοχή όλων στην προσπάθεια – αν, βέβαια, θέλουμε να σωθούμε.

Τι είναι αυτό όμως που κάνει την κυβέρνηση να καταφεύγει στις οριζόντιες περικοπές; Νομίζω το ίδιο με αυτό που την κάνει, εδώ και τρεις εβδομάδες, να παραπαίει και να παράγει μία αντικειμενικώς αξιοσημείωτη αλληλουχία γκαφών. Είναι το ότι, όσο και αν οι οριζόντιες περικοπές προξενούν αντιδράσεις, πρόσκαιρα επιτρέπουν στην κυβέρνηση να κερδίζει λίγο χρόνο, ώστε να καθυστερεί εκείνο που φοβάται περισσότερο και προφανώς δεν το μπορεί κιόλας: τη μείωση του κράτους με κάθετες παρεμβάσεις, κάτι το οποίο όταν γίνει θα δώσει τη χαριστική βολή στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, διότι προϋποθέτει απολύσεις προσωπικού.

Βλέπετε, η αρχή επί της οποίας αναπτύχθηκε το ελληνικό Δημόσιο στην εποχή 1981-2009 όριζε τη διασπορά των λίγων στους πολλούς. Πολλές θέσεις εργασίας, δηλαδή, έστω και αν ο μισθός ήταν μικρός, υπό την άρρητη προϋπόθεση ότι ο υπάλληλος θα είχε ευκαιρίες να βελτιώσει την οικονομική θέση του μέσω της διαφθοράς – νοουμένης είτε με τον παραδοσιακό τρόπο (μπαξίσι, γρηγορόσημο κ.λπ.) είτε ως συνδιαλλαγή μεταξύ συνδικαλιστών και πολιτευτών για την παροχή σκανδαλωδών (μες στον σουρεαλισμό τους) επιδομάτων.

Βολικό από την οπτική γωνία πολιτευομένων που ψηφοθηρούν, έχει όμως ένα σοβαρό μειονέκτημα για όλους τους άλλους (των ευνοηθέντων συμπεριλαμβανομένων) και το οποίο αντιμετωπίζουμε σήμερα: Το κέντρο βάρους του συστήματος από την παροχή υπηρεσιών προς τους πολίτες μετακινείται στην ευημερία των ίδιων των λειτουργών του. Ετσι, το κράτος σταδιακά γίνεται αυτοσκοπός και κάποια στιγμή όλοι προσγειωνόμαστε στη φρικτή πραγματικότητα της γενίκευσης ότι δεν υπάρχει κράτος. Ουσιαστικά, δεν πρόκειται για κάτι διαφορετικό από το μοντέλο της «Ολυμπιακής», το οποίο εν τέλει εφαρμόσαμε στο σύνολο του Δημοσίου. (Και μάλλον δεν πρέπει να είναι τυχαίο αυτό, αφού τη χρυσή εποχή του ΠΑΣΟΚ το Greek dream ήταν ο διορισμός στην Ολυμπιακή υπό οιαδήποτε ιδιότητα...)

Αυτό που συμβαίνει τώρα είναι ότι η κυβέρνηση έφθασε στο σημείο πέρα από το οποίο είναι αδύνατο να προχωρήσει χωρίς απώλειες· και το γεγονός το έχουν πάρει είδηση οι δανειστές μας. Αφότου η τύχη της ελληνικής οικονομίας έγινε διεθνώς πρώτο θέμα και δεσμεύθηκαν 110 δισ. για δανειακές ανάγκες που δεν ήταν δυνατόν να καλύψουμε από τις αγορές, οι δανειστές μας παρακολουθούν στενά την εξέλιξη των πραγμάτων στην Ελλάδα. Αρκεί να μιλήσει κανείς με τους εκπροσώπους τους εδώ, για να διαπιστώσει ότι την γνωρίζουν πλέον όσο καλά και εμείς. Αυτό το καταλαβαίνουν οι λίγοι σοβαροί της κυβέρνησης, αλλά οι περισσότεροι στον πολιτικό κόσμο αδυνατούν να το συλλάβουν, τους υπερβαίνει. Δεν είναι περίεργο, διότι, όσα και αν ξόδεψαν σε ταξίδια στο εξωτερικό οι Ελληνες τα χρόνια της δανεικής ευημερίας, οι ορίζοντες των περισσότερων πολιτικών σπανίως ξεπέρασαν εκείνους της εκλογικής περιφερείας τους. (Είναι αποδεδειγμένο, άλλωστε, ότι για τους περισσότερους Ελληνες ταξίδι στο εξωτερικό σημαίνει πρωτίστως ψώνια...)

Κανείς δεν πρόκειται να πεισθεί για τη σοβαρότητα της προσπάθειας που καταβάλει η Ελλάδα να επιζήσει της κρίσης, όσο η κυβέρνηση (αυτή ή όποια άλλη – άνευ σημασίας η διαφορά) δεν τολμά να προχωρήσει σε απολύσεις προκειμένου να μειώσει την έκταση του Δημοσίου. Οσο δεν αλλάζει η σχέση ποσότητας και ποιότητας στη λογική του Δημοσίου, η επαγγελματική μοίρα ενός κλητήρα, που η δουλειά του είναι να περνά πέντε-έξι ώρες στο καθησιό, θα εξακολουθεί να καθορίζει τη μοίρα ενός άλλου υπαλλήλου, ας πούμε ενός πιλότου της Πολεμικής Αεροπορίας, του οποίου η εκπαίδευση κόστισε στον φορολογούμενο εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ και στον οποίο η πολιτεία εμπιστεύθηκε τον χειρισμό ενός μηχανήματος αξίας 30 εκατομμυρίων δολαρίων.

Δεν είναι μόνον ότι εξισώσεις εις βάρος της αξίας είναι άδικες, αλλά έτσι, χωρίς στοχευμένες και εις βάθος περικοπές, ούτε οι αιτίες των ελλειμμάτων εξαλείφονται (και, άρα, η καταστροφή γίνεται αναπόφευκτη) ούτε έχουμε ελπίδα να φτιάξουμε σοβαρό κράτος –απλώς, κάνουμε φθηνότερο το ήδη υπάρχον και, πιθανώς, αθλιότερο. Οι απολύσεις είναι το σκληρό τίμημα της «δημοκρατικής» αρχής του ελάχιστου κοινού παρονομαστή.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 6-3-2011