Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2011

Η κοινωνική πολιτική σε δύσκολους καιρούς

http://manosmatsaganis.blogspot.com/2011/09/2011.html




Εισαγωγή στο βιβλίο μου «Η κοινωνική πολιτική σε δύσκολους καιρούς: οικονομική κρίση, δημοσιονομική λιτότητα και κοινωνική προστασία» το οποίο πρόκειται να κυκλοφορήσει τον Οκτώβριο 2011 από τις εκδόσεις Κριτική.

Η κεντρική ιδέα του βιβλίου συνοψίζεται εύκολα σε μερικές φράσεις. Παρά τη ρητορεία του συρμού, το κοινωνικό κράτος δεν είναι ένα απλό θύμα της οικονομικής κρίσης: η σχέση μεταξύ των δύο είναι πολύ πιο αμφίσημη. Κατ' αρχήν, η κατακόρυφη άνοδος της δαπάνης για κοινωνική προστασία μέχρι το 2009 συνέβαλε και αυτή στον δημοσιονομικό εκτροχιασμό της χώρας. Ακόμη χειρότερα, η διόγκωση της κοινωνικής δαπάνης (που πλέον προσεγγίζει ή και υπερβαίνει τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο) δεν συνοδεύτηκε από τον «εξευρωπαϊσμό» των κοινωνικών πολιτικών (που συνέχισαν να χαρακτηρίζονται από ένα «εντυπωσιακό μωσαϊκό ρυθμίσεων» και τις υπόλοιπες παθογένειες ενός «κράτους πελατειακών παροχών»).

Στη συνέχεια, από το 2010, ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός έδωσε τη θέση του στη λιτότητα για τη μείωση των ελλειμμάτων. Αυτό ήταν αναπόφευκτο – όπως ήταν επίσης αναπόφευκτο να οδηγήσει σε περικοπές δαπανών και σε μεταρρυθμίσεις προγραμμάτων. Δεν ήταν όμως καθόλου αναπόφευκτο οι περικοπές και οι μεταρρυθμίσεις να πάρουν τη μορφή που τελικά πήραν. Μεταξύ των περικοπών που διορθώνουν υπερβολές, εκλογικεύοντας την παραγωγή κοινωνικών αγαθών και υπηρεσιών, και των «περικοπών» που παραλύουν την παραγωγή αυτή, στερώντας ζωτικούς πόρους από τα άτομα και τις οικογένειες που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη, υπάρχει τεράστια απόσταση - όπως άλλωστε υπάρχει τεράστια απόσταση μεταξύ των μεταρρυθμίσεων που ανεβάζουν τον δείκτη κοινωνικής προστασίας, εξοικονομώντας ταυτόχρονα πόρους που σήμερα σπαταλώνται, και των «μεταρρυθμίσεων» που σχεδιάζονται με κύριο στόχο να περισώσουν στις νέες συνθήκες όσο δυνατόν περισσότερα από τα παλαιά προνόμια.

Με αυτά και με αυτά, φτάσαμε σε ένα μεγάλο παράδοξο. Από τη μια, η οξύτατη οικονομική κρίση κλείνει επιχειρήσεις, καταστρέφει θέσεις εργασίας, μειώνει μισθούς και εισοδήματα. Η απότομη άνοδος της ανεργίας και η υποχώρηση των οικογενειακών εισοδημάτων απειλεί εκατοντάδες χιλιάδες νοικοκυριά με το φάσμα της φτώχειας. Με άλλα λόγια, ποτέ άλλοτε στη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας δεν είχαμε τόση ανάγκη για κοινωνική προστασία. Από την άλλη, ευνοώντας αποσπασματικές λύσεις, θέτοντας το μερικό συμφέρον (της ομάδας) πάνω από το γενικό (της κοινωνίας), εμποδίζοντας τις ώριμες μεταρρυθμίσεις, φροντίσαμε να έχουμε σήμερα ένα σύστημα κοινωνικής προστασίας κομμένο και ραμμένο στα μέτρα των ισχυρών ομάδων, αλλά εντελώς ακατάλληλο και ανέτοιμο να αντιμετωπίσει τις κοινωνικές συνέπειες της κρίσης (που είναι και το βασικό αντικείμενο του κοινωνικού κράτους). Η ζήτηση και η προσφορά κοινωνικής προστασίας είναι επικίνδυνα «εκτός συγχρονισμού».

Το παράδοξο αυτό δεν φαίνεται να έχει συνειδητοποιηθεί από την κυβέρνηση, ούτε από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, ούτε από τα συνδικάτα, ούτε από τον Τύπο και επομένως ούτε από την κοινή γνώμη – εκτός βέβαια από εκείνους τους συμπολίτες μας που πέφτουν οι ίδιοι θύματά του. Είναι επείγουσα ανάγκη το παράδοξο αυτό να τεθεί στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης – όχι τόσο για να επιμεριστούν ευθύνες, όσο κυρίως για να βρεθούν λύσεις.

Με την έννοια αυτή, η agenda εξισωτικής μεταρρύθμισης που ενδεικτικά σκιαγραφείται στο τέλος αυτού του βιβλίου δεν προτείνεται ως το κλειδί για όλες τις πόρτες και δεν πρόκειται να λύσει τα δεκάδες προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα της κρίσης: είναι όμως μια συμβολή στην ανασυγκρότηση της κοινωνικής πολιτικής – που με τη σειρά της είναι ένα από τα συστατικά της (όχι και τόσο μυστικής) συνταγής που μπορεί να επιτρέψει σε μια χώρα να βγει από την οικονομική κρίση με την κοινωνία όρθια.

Οι επόμενες σελίδες αναπτύσσουν τα παραπάνω σημεία με εκτενέστερο τρόπο.

Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη, με δύο κεφάλαια στο καθένα. Το πρώτο μέρος (Η κρίση και το κοινωνικό κράτος) ξεκινά με ένα σύντομο κεφάλαιο (Το κοινωνικό κράτος ως υποκείμενο της κρίσης) που εξηγεί γιατί το κοινωνικό κράτος ευθύνεται και αυτό για τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό, σε κάποιον τουλάχιστον βαθμό. Το Κεφάλαιο 2 (Το κοινωνικό κράτος ως αντικείμενο της κρίσης) δείχνει πώς το «ασφαλιστικό», ένα φαινομενικά άλυτο πρόβλημα, πέρασε μέσα σε λίγες εβδομάδες, από την άνοιξη έως το καλοκαίρι του 2010, από την εποχή της ακινησίας στην εποχή της καταιγιστικής μεταρρύθμισης.

Το δεύτερο μέρος (Η ζήτηση για κοινωνική προστασία) παρουσιάζει τις συνέπειες της κρίσης αφενός στην απασχόληση και στους μισθούς, και αφετέρου στην ανισότητα και στη φτώχεια. Το Κεφάλαιο 3 (Οι επιπτώσεις της κρίσης στην αγορά εργασίας) ενσωματώνει στην ανάλυση τα πιο πρόσφατα δεδομένα των Ερευνών Εργατικού Δυναμικού. Για λόγους που είναι γνωστοί στους ειδικούς, αντίστοιχα δεδομένα για τις εξελίξεις στην κατανομή του εισοδήματος είναι διαθέσιμα με πολύ μεγάλη καθυστέρηση. Στη θέση τους, το Κεφάλαιο 4 (Οι επιπτώσεις της κρίσης στην κατανομή του εισοδήματος) παρουσιάζει τις εκτιμήσεις πρόσφατης έρευνας του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών με βάση τη λεγόμενη μέθοδο «μικροπροσομοίωσης», εφαρμόζοντας το υπόδειγμα φορολογίας και κοινωνικών παροχών EUROMOD. Όταν δημοσιευτούν τα στοιχεία της Ελ.Στατ. και της Eurostat, οι εκτιμήσεις μας μπορεί ενδεχομένως να αποδειχθούν ανακριβείς. Όμως, τέτοιες αποκλίσεις υπήρξαν μέχρι τώρα στατιστικά μη σημαντικές. Εν τω μεταξύ, η εφαρμογή της «μικροπροσομοίωσης» επιτρέπει αφενός την έγκαιρη αποτίμηση των διανεμητικών επιδράσεων της ύφεσης και των μέτρων λιτότητας, αφετέρου τον διαχωρισμό των επιδράσεων που ανάγονται ευθέως στην πολιτική της κυβέρνησης από εκείνες που απορρέουν κυρίως από ευρύτερες εξελίξεις στην οικονομία ή στην αγορά εργασίας.

Το τρίτο μέρος (Η προσφορά κοινωνικής προστασίας) εξετάζει πώς το κοινωνικό κράτος στην Ελλάδα ανταποκρίνεται στον ιστορικό ρόλο του – για να χρησιμοποιήσουμε μια μάλλον βαρύγδουπη αλλά ακριβή φράση. Το Κεφάλαιο 5 (Το κοινωνικό κράτος αντιμέτωπο με την κρίση) θέτει το ερώτημα εάν τις παραμονές της τρέχουσας κρίσης το σύστημα κοινωνικής προστασίας στη χώρα μας ήταν έτοιμο να αντιμετωπίσει τις κοινωνικές συνέπειές της – και απαντά με τη διαπίστωση ότι το δίχτυ ασφαλείας που είχαμε το 2009 ήταν ακατάλληλο για κάτι τέτοιο. Το Κεφάλαιο 6 (Το κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας σε δύσκολους καιρούς), με το οποίο κλείνει το βιβλίο αυτό, επιχειρεί να απαντήσει σε μερικά ακόμη κρίσιμα ερωτήματα: Εάν το 2009 το δίχτυ ασφαλείας ήταν διάτρητο και αναποτελεσματικό, πώς αυτό επηρέασε την κοινωνική πολιτική που εφαρμόστηκε τα δύο τελευταία χρόνια; Εάν η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι «λίγο» ή «καθόλου», τι πρέπει (και, κυρίως, τι μπορεί) να γίνει τώρα; Και εάν η ενδυνάμωση του κοινωνικού διχτυού ασφαλείας είναι αναγκαία, πόσο εφικτή είναι σε συνθήκες δημοσιονομικής στενότητας;

Όπως θα διαπιστώσει οποιοσδήποτε κάνει τον κόπο να ξεφυλλίσει έστω βιαστικά τις σελίδες που ακολουθούν, το βιβλίο δεν απευθύνεται σε ειδικούς. Φυσικά αυτό δεν συνεπάγεται ότι η ανάπτυξη των διαφόρων θεμάτων γίνεται με «εκπτώσεις» επιστημονικότητας. Πάντως, για να μην διακόπτεται η ροή του κειμένου, οι βιβλιογραφικές αναφορές, πηγές και οδηγίες προς όσους θα ήθελαν να εμβαθύνουν στη μελέτη των σχετικών θεμάτων βρίσκονται στις σημειώσεις (οι οποίες είναι αρκετά εκτεταμένες, ιδίως σε μερικά κεφάλαια). Οι πίνακες και τα διαγράμματα υπηρετούν το κείμενο, ενώ αντιστρόφως διαβάζονται χωρίς η αναδρομή σε αυτό να είναι απαραίτητη για την κατανόηση του νόηματός τους. Σε δύο περιπτώσεις, πρόσθετα στοιχεία παρατίθενται σε ένα παράρτημα στο τέλος των αντίστοιχων κεφαλαίων.

Κατά τα άλλα, το βιβλίο γράφτηκε από έναν οικονομολόγο, αλλά για να διαβάζεται – ελπίζω όχι μόνο από υποχρέωση – από φοιτητές όλων των κοινωνικών (και άλλων) επιστημών, από συναδέλφους ερευνητές στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής με επιστημονικό υπόβαθρο κοινωνιολόγου ή πολιτικού επιστήμονα, από εργαζόμενους που ασχολούνται με τη χάραξη και την εφαρμογή κοινωνικών πολιτικών στα αρμόδια υπουργεία ή στους φορείς κοινωνικής ασφάλισης και κοινωνικής πρόνοιας, από δημοσιογράφους, καθώς και από όσους πολίτες ενδιαφέρονται για τα προβλήματα της δημόσιας πολιτικής και θέλουν να είναι ενημερωμένοι για αυτά. Εύχομαι σε όλους καλό διάβασμα!

Το πρόβλημα της Ελλάδας είναι ο λαός της.

 http://mhmadas.blogspot.com/2011/10/blog-post_9701.html?spref=fb

Πέρα από τις τεχνικές του κουρέματος που οδηγούν στη σταθεροποίηση της δραματικής μας κατάστασης, η αλήθεια είναι ότι είμαστε μια συνολικά χρεοκοπημένη χώρα. Θα ζήσουμε πάνω από δέκα χρόνια εκτός αγορών, σε διαρκή οικονομική ύφεση, με μη ανταγωνιστική  οικονομία, με κράτος αναποτελεσματικό και άκρως διεφθαρμένο και πολιτικό σύστημα που ενδιαφέρεται μόνο για την εκλογική  πελατεία  και τα ποσοστά του. Στο τέλος της δεκαετίας θα έχουμε  ακόμα, ένα τερατώδες χρέος, στα 120% του ΑΕΠ. Τι άλλο θέλουμε;
Η Ευρώπη δεν μας εγκαταλείπει, το αντίθετο. Αλλά είναι αδύνατο στο εγχώριο πολιτικό προσωπικό, να καταρτίσει ένα οδικό χάρτη για τα επόμενα χρόνια.  Φαντάζει αδύνατο στους πολιτικούς ταγούς δεξιά και αριστερά να πείσουν τον ελληνικό λαό για μια κοινή οργανωμένη προσπάθεια, ώστε να αλλάξει ο τρόπος που η κοινωνίας μας αντιλαμβάνεται τον εαυτό της.  Αλλά ακόμα και αν υποθέσουμε ότι τα πολιτικά κόμματα εύρισκαν σημεία επαφής, φαντάζει αδύνατο να συμφωνήσει ο λαός σε ένα κοινό σχέδιο δράσης.
Ποια είναι η θέση του λαού;
Η πλειοψηφία του ελληνικού λαού βρίσκεται  σε κομφούζιο. Αυτό το βλέπεις στις απεργιακές κινητοποιήσεις και τις μαζικές πορείες. Όταν στο ίδιο μπλοκ συνωστίζονται, άνεργοι του ιδιωτικού τομέα, προνομιούχοι υπάλλήλοι των ΔΕΚΟ, χαμηλόμισθοι δάσκαλοι, υψηλόμισθοι εφοριακοί, «σκληρά εργαζόμενοι» στους Δήμους και ταξιτζήδες, με κοινά συνθήματα, υπό την ηγεσία των Παναγόπουλου, Λυμπερόπουλου, Μπαλασόπουλου και Φωτόπουλου καταλαβαίνεις γιατί το εργατικό κίνημα είναι και αυτό μέρος του προβλήματος. Μαζί με την ΕΕ, τις οικονομικές ελίτ και το πολιτικό σύστημα έβαλε και αυτό το χέρι του στην διάλυση της χώρας. Όταν στις κινητοποιήσεις της 28ης Οκτωβρίου, βλέπεις ακροαριστερές οργανώσεις, κοινοβουλευτικά κόμματα, απόστρατους, πατριώτες, «δεν πληρώνω», οπαδούς του Ηρακλή και χρυσαυγίτες να αποκαλούν προδότη τον πρόεδρο της δημοκρατίας και ένα μεγάλο μέρος του κόσμου να χειροκροτεί, καταλαβαίνεις ότι τα επίδικα και η πολιτική έχουν γίνει μαρμελάδα και η κοινωνική συνοχή, γλιστράει πάνω της και διαλύεται.  Ο φασισμός είναι εδώ.
 Ο λαός αδυνατεί να παραδεχθεί την ήττα του μοντέλου ανάπτυξης που υποστήριξε με φανατισμό σε όλη την ύστερη μεταπολιτευτική περίοδο. Και αυτό είναι ως ένα βαθμό δικαιολογημένο. Σε ολόκληρη την περίοδο αυτή, ο λαός διαμόρφωσε την πεποίθηση ότι, η κατανάλωση είναι ο πρώτος και κύριος στόχος της ζωής του ανθρώπου. Η κατανάλωση χωρίς την αντίστοιχη παραγωγή. Πίστεψε στο αεικίνητο 1ου είδους, στο αδύνατο. Μέχρι χτες, η πλειοψηφία του λαού δεν ήξερε ότι η χώρα ζούσε με δανεικά. Σήμερα που το έμαθε, δεν θέλει να τα γυρίσει πίσω. Μέχρι χτες, η λέξη έλλειμμα της ήταν άγνωστη. Σήμερα που την έμαθε, θέλει να τη μεταφράσει σε πλεόνασμα, αλλά χωρίς να χάσει τίποτα από τα κεκτημένα. Γίνεται;
Αύριο, να μηδενιστεί το χρέος, να φύγουμε από την ΕΕ και το ευρώ, να γεμίσουν τα ασφαλιστικά ταμεία, να κυβερνήσει η πιο φιλεργατική Αριστερά, να καταργηθούν οι μπάτσοι και τα ΜΑΤ, να φύγουν τα χαράτσια, να φορολογηθεί αγρίως το μεγάλο κεφάλαιο ( το είδε κανείς;),  να έρθουν εκατομμύρια μετανάστες, θα δούμε άσπρη μέρα; Θα έχουμε κάτι χειροπιαστό να πουλήσουμε σε Άγγλους, Ρώσους, Κινέζους, Αιγυπτίους, ώστε να εισάγουμε αυτοκίνητα, πετρέλαιο, σκόρδα και πατάτες και να διατηρήσουμε και την «εθνική μας κυριαρχία»; Θα θέλει κανείς να πληρώνει έστω και λίγους φόρους; Θα γυρίσουν τα παιδιά στα θρανία και οι δάσκαλοι στον πίνακα; Θα πάψουμε να ζητάμε 1400 Ευρώ πρώτο μισθό, σύνταξη στα 40 με ανήλικο παιδί και επίδομα πλυσίματος χεριών; Θα μαζεύουμε τα σκουπίδια μας, θα κλείνουμε τα φώτα μέρα μεσημέρι;
Μέχρι σήμερα:
Ο λαός ήθελε ένα εύρωστο και ανεκτικό κράτος - χορηγό, πολυδαίδαλο και πολυάνθρωπο να παρέχει άριστες και δωρεάν  υπηρεσίες. Αλλά ποτέ του δεν θέλησε, την αξιολόγηση των υπηρεσιών, τον έλεγχο των υπαλλήλων, τη μέτρηση της απόδοσης.
Ο λαός ήθελε να σπουδάζουν τα παιδιά του με κάθε τίμημα και θυσία, και μετά το κράτος να τους εξασφαλίζει αντίστοιχη δουλειά στο δημόσιο, με υψηλές αποδοχές.
Ήθελε παντού ΑΕΙ και ΤΕΙ, αλλά δεν νοιάστηκε ποτέ για την έρευνα που αυτά κάνουν. Ποτέ του δεν αναρωτήθηκε, αν η επιστήμη μπορούσε να φέρει ευημερία, να παράγει πλούτο και πως γίνεται αυτό. Ήθελε την τεχνολογία και τα πλεονεκτήματά της, αλλά ποτέ του δεν αναρωτήθηκε, αν αυτή μπορεί να πατεντάρεται και να κατασκευάζεται στο εσωτερικό.
Ζητούσε ολοένα και περισσότερη ενέργεια, καταναλωτικά προϊόντα, εξωτικά υλικά, παντός είδους μηχανήματα, αλλά ποτέ του δεν σκέφτηκε ότι  αυτά εισάγονται και κοστίζουν.
Κανένα κόμμα, ομάδα, όμιλος σκέψης, δεν ζήτησε  από τις κυβερνήσεις να στήσουν, να επιδοτήσουν, να ενθαρρύνουν, ανταγωνιστικές παραγωγικές μονάδες. Αντίθετα όλοι υιοθετούσαν  συχνά τις ρετσέτες του ΚΚΕ περί ληστρικού κεφάλαιου και ξένων καταπατητών της χώρας.
Κανένας δεν σκέφτηκε ότι η χώρα πρέπει να παράγει την τροφή της και πως θα γίνεται αυτό, όταν όλοι οι γόνοι των αγροτών γίνουν αρχιτέκτονες και δικηγόροι. Τα φληναφήματα περί πλούσιας χώρας αδυνατούν να κρύψουν την εγκατάλειψη ή και την ακύρωση όλων εκείνων των πλεονεκτημάτων που θα μπορούσαν να την κάνουν πραγματικά και όχι μεταφυσικά, πλούσια. Δηλαδή τη γεωγραφική της θέση και ότι αυτή συνεπάγεται στον τουρισμό, τις εναλλακτικές καλλιέργειες, την «πράσινη» ενέργεια. Το επιχειρηματικό και εμπορικό δαιμόνιο των κατοίκων της και ότι αυτό συνεπάγεται σε προώθηση και εμπορική εκμετάλλευση των καινοτομιών που θα  ανακαλύπτουν και θα κατασκευάζουν τα παιδιά της.
Αντίθετα, ο ελληνικός λαός ένιωσε λύτρωση, όταν η είσοδος των μεταναστών τον απάλλαξε από κάθε είδους χειρωνακτική εργασία. Στην ύστερη μεταπολίτευση, ο Έλληνας έμαθε να μισεί τη φάμπρικα και το χωράφι. Αντίθετα έμαθε να αγαπά τις υπηρεσίες και δη τις δημόσιες. Στους 10 εργαζόμενους Έλληνες οι 3 είναι ΔΥ, οι 4 παρέχουν ιδιωτικές υπηρεσίες και μόνο οι 3 παράγουν κάτι, για να θρέψουν και τους 10. Όποτε έκλεινε μια φάμπρικα, η Αριστερά πανηγύριζε για τη νίκη της κατά του καπιταλισμού. Νόμιζε ότι οι απολυμένοι θα «πυκνώσουν τις γραμμές της». Μετά ζητούσε να διοριστούν όλοι στο δημόσιο. Και γέμιζαν τα υπουργεία, οι Δήμοι, οι ΔΕΚΟ. Και όταν αυτά γέμιζαν, έφτιαχναν καινούργια. Και όλα αυτά τα πλήρωναν με δανεικά.  Πως να βγει το μοντέλο; Ήρθε η φούσκα και έσκασε.
Ο ελληνικός λαός δεν είναι λαός ηλιθίων. Ξέρει καλά ότι το προηγούμενο μοντέλο ηττήθηκε. Δεν θέλει όμως να το παραδεχτεί. Ήταν ωραία στο παράδεισο, καθένας έβρισκε ότι πάντοτε ζητούσε, ή τουλάχιστον μπορούσε να ελπίζει ότι θα το βρει. Σήμερα κάποιοι τον βγάζουν βίαια από τον παράδεισο, του ξεσκίζουν το όνειρο. Και αυτοί δεν είναι, ούτε η τρόικα, ούτε η κυβέρνηση, ούτε οι πιστωτές, ούτε ο καπιταλισμός. Είναι οι νόμοι της φύσης, η αρχή διατήρησης της ενέργειας. Σήμερα, ο λαός διαδηλώνει, μουτζώνει, βρίζει, τσαμπουκαλεύεται, «κόβει» τα χέρια του και απειλεί, αλλά ξέρει ότι όλα αυτά είναι αδιέξοδα, απλές εκτονώσεις που γίνονται ως ομαδική ψυχοθεραπεία.
Η κρίση μας βοηθά να δούμε πτυχές της ηθικής μας που τις έχουμε απωθήσει.
Δυσκόλεψε η κατάσταση και αυξήθηκαν κατακόρυφα οι ληστείες, οι βιασμοί, οι φόνοι για λίγα ευρώ. Και πολλοί σπεύδουν να τους δικαιολογήσουν ως αποτέλεσμα της κρίσης.
Αντί οι δήμοι να οργανώσουν δίκτυα αλληλεγγύης για τους ασθενέστερους των δημοτών τους, φρόντισαν να πνίξουν τις πόλεις στο σκουπίδι, κάνοντας απεργία, αλλά και εισπράττοντας ταυτόχρονα το μεροκάματο. Οι περισσότεροι δημοτικοί άρχοντες ήταν στο πλευρό των απεργών, αφού αυτοί τους διόρισαν, είναι πελάτες τους.
Αντί οι καθηγητές να κάνουν δωρεάν και εθελοντικά την πρόσθετη διδακτική στήριξη, που έκοψε το υπουργείο, καλούνται από την ΟΛΜΕ να μην κάνουν ούτε την αναπλήρωση των χαμένων ωρών των καταλήψεων. Αντί οι συνδικαλιστές να υπερασπιστούν αυτοί πρώτοι τις σχολικές εγκαταστάσεις, στοχοποιούσαν τους συναδέλφους τους που αγωνίζονταν να κρατήσουν τα σχολεία ανοικτά και να αποτρέψουν τις καταστροφές. Διψάνε τα δημόσια ταμεία από φορολογικά έσοδα και οι δικαστές αποφάσισαν να δουλεύουν λιγότερο,  συσσωρεύοντας έτσι χιλιάδες εκκρεμείς φορολογικές υποθέσεις. 
Μέσα στον ορυμαγδό, καταστρέφονται ζωές, διαλύονται περιουσίες, καταρρέουν σχέδια, άνθρωποι φτωχαίνουν και αυτό δεν είναι απλά κακό, είναι ολέθριο, αλλά δεν γίνεται αλλιώς. Αν γινόταν, κάποιος θα έβρισκε τη λύση. Πληρώνουμε την ύβρι, δίκαιοι και άδικοι. Όσοι ακολουθούσαν και όσοι απλά κοίταζαν. Αλλά μέσα στον ορυμαγδό αναζητούμε και την αντίδραση στη δράση του κακού, τη στόφα και το μέταλλο των θιγομένων, την ποιότητα της αυτοκριτικής, την προσπάθεια ανάταξης των θρυμματισμένων ιστών. Και δεν βλέπουμε τίποτα που να μας κάνει να ελπίζουμε. Μονάχα την επανάληψη της ύβρεως. Ξαναμμένους αγύρτες και λαοπλάνους που καμώνονται τους επαναστάτες και προτρέπουν σε ακρότητες, σε εμφύλιο πόλεμο, πανικόβλητοι, γιατί βλέπουν την ήττα του μοντέλου τους και προαισθάνονται και τη δική τους εξαφάνιση.
Ο παράδεισος χάθηκε, αλλά η κόλαση είναι εδώ. 

Καλά θα κάνει, ο λαός, να αναζητήσει από εδώ και μπρος μια άλλη πορεία ζωής και όχι σωτήρες εν λευκώ. Πριν αποφασίσει την επόμενη σύναξη παλουκοφόρων και πετροβολητών καλά θα κάνει να αναστοχαστεί τα πεπραγμένα του και να κοιτάξει μήπως και βρει συλλογικές και ατομικές λύσεις μέσα στον μικρόκοσμό του, για να τη βγάλει στα χρόνια που έρχονται. Μην περιμένει βοήθεια από τους πολιτικούς του, τουλάχιστον  από αυτούς που φόρτωνε μέχρι χτες με ψήφους. Αυτοί τον έφεραν έως εδώ, με την άδειά του, βεβαίως. Μην περιμένει τίποτα καλό από αυτό το κράτος.
Αλλά και οι λύσεις που ήδη δρομολογούν οι πιστωτές του, λύσεις δυσβάσταχτες, θα απαιτούν σκληρή δουλειά, λιτότητα, διαφάνεια, συνέπεια, συνεργασία, ευθύνη, πρωτοβουλία, αξίες που έχει ξεχάσει. Αυτές θα είναι τα όπλα του, οι παντιέρες του, οι αντιστάσεις του στην πτώση.
Ας αυτοοργανωθεί για να επιβιώσει, ας σταθεί αλληλέγγυος στον διπλανό του και ας αφουγκραστεί αυτούς που λένε κάτι διαφορετικό, μήπως και σ’ αυτόν τον άλλο λόγο υπάρχει ίχνος κοινής λογικής, υπάρχει ζωή. Ας αποδεχτεί ότι ο πρότερος μη έντιμος βίος του συνεπάγεται και επιτήρηση και τεχνική βοήθεια και συμβουλές από τους ξένους που μάλλον καλύτερα τα κατάφεραν στο χωριό τους.
Διαφορετικά, θα κυλιέται μέσα στα σκουπίδια, τη βία, το φασισμό και τη φτώχια που επέρχεται.  Και θα νομίζει ότι έτσι αντιστέκεται. 

Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2011

“Επιστροφή από τη Σοβιετική Ένωση”

Αντρέ Ζιντ, “Επιστροφή από τη Σοβιετική Ένωση”, μτφρ. Βάσω Μέντζου, εκδ. Ολκός, 2011

Η μακάρια ευδαιμονία των ψευδαισθήσεων
«Πείραμα χωρίς προηγούμενο» χαρακτήριζε ο Γάλλος Αντρέ Ζιντ (1869-1951) την Οκτωβριανή Επανάσταση, «που πλημμύριζε την καρδιά μας με ελπίδα και από όπου περιμέναμε τεράστια πρόοδο, μια ανάταση ικανή να συμπαρασύρει ολόκληρη την ανθρωπότητα». Μετά το ταξίδι του στη Σοβιετική Ένωση όμως, το 1936, οι ελπίδες του καταποντίζονταν, κι ανακάλυπτε με πικρία πως το θύμα τού συγκεκριμένου πειράματος ήταν ο Άνθρωπος. «Ναι: δικτατορία, ασφαλώς· αλλά του ενός άνδρα, όχι πια των ενωμένων προλεταριάτων, των Σοβιέτ». Η Σοβιετική Ένωση του μεσοπολέμου αποτελούσε στα μάτια του ένα καθεστώς εκμετάλλευσης του ανθρώπου από τον άνθρωπο.
Στο βιβλίο του Επιστροφή από τη Σοβιετική Ένωση, ο Αντρέ Ζιντ καταθέτει τις προσωπικές του σκέψεις «για όσα μπόρεσε να δει», εστιάζοντας, όπως αναφέρει, στα «ψυχολογικά προβλήματα». Ακόμη και οι κοινωνιολογικές ή πολιτικές του παρατηρήσεις, όπως σπεύδει να διευκρινίσει, κατανοούνται κυρίως με ψυχολογικούς όρους. Στις Διορθώσεις στο «Επιστροφή από τη Σοβιετική Ένωση» (1937), ωστόσο, που συμπληρώνουν την παρούσα έκδοση, συζητά με πραγματιστικούς όρους. Παραθέτει σε όσους τον κατηγόρησαν για τις θέσεις του οικονομικά και στατιστικά τεκμήρια, μαρτυρίες και πηγές· επιχειρηματολογεί εναντίον των πρώην συντρόφων του, αλλά υπέρ, όπως πιστεύει, της αλήθειας: «Νοιάζομαι για την αλήθεια· αν το Κόμμα την εγκαταλείψει, εγκαταλείπω πάραυτα το Κόμμα». Και πριν: «Είχα προειδοποιήσει από την αρχή γι’ αυτό το θέμα τους νέους κομμουνιστές φίλους μου: δεν θα γίνω ποτέ ένα ήσυχο μέλος, ένα μέλος βολικό. Οι “διανοούμενοι” που γίνονται κομμουνιστές πρέπει να θεωρούνται από το Κόμμα “ασταθή στοιχεία”».
Ο αναγνώστης έχει στη διάθεσή του έτσι μια πολυποίκιλη από μεριάς του κριτική προσέγγιση της Σοβιετικής Ένωσης. Τρυφερή, από το μάτι του ανθρώπου, αυστηρή, από το μάτι του ερευνητή, το σημαντικότερο, αντικομφορμιστική, από το μάτι του καλλιτέχνη.
Παρότι το παρασκηνιακό καθεστώς ήταν πράγματι ασύλληπτο, ο νομπελίστας Αντρέ Ζιντ ήταν σε θέση να εντοπίσει, στα συμπτώματά του έστω, το σπόρο του κακού. Παρατηρώντας με έκπληξη τη συμπεριφορά τού σοβιετικού λαού σε διάφορες πόλεις, βρίσκει έναν κοινό παρονομαστή και αναρωτιέται: είναι οι ίδιοι άνθρωποι που έκαναν την επανάσταση; Και απαντά με συντριβή: όχι. Υπογραμμίζει πως αυτοί οι άνθρωποι ενεργούν κεκλεισμένων των θυρών, το καθεστώς τούς προστατεύει με μια ψευδή γνώση για τον έξω κόσμο, με την εντύπωση πως οι υπόλοιποι έξω δυστυχούν γιατί δεν έκαναν επανάσταση. Με όπλο επιβίωσής τους τη μακάρια ευτυχία των ψευδαισθήσεων, οι πλείστοι εξαθλιωμένοι (για ένα πακέτο τσιγάρα θα έπρεπε να δώσουν μεροκάματο), διαποτισμένοι από μια αλλόκοτη ευγνωμοσύνη για το μη χείρον, έμοιαζαν καταδικασμένοι σε κάποια εσωτερική εξορία: στερούνταν πνεύμα αμφισβήτησης, είχαν περιπέσει στην αδράνεια. Η αστικοποίηση και ο μικροαστισμός ενέτειναν μια τέτοια σοβιετική αντεπαναστατική κατεύθυνση, μια «πρόοδο» εντός γραμμής, που έλαμπε στις παρελάσεις τής Νεολαίας της, στα αριστουργήματα των συμμορφωμένων καλλιτεχνών, καταβυθιζόταν ωστόσο στις εργατικές εκδουλεύσεις της, στο χαφιεδισμό, στην εξαπάτηση και στην ελίτ του συντηρητισμού. Σε ό,τι ο αντικαπιταλιστής Ζιντ ονομάζει τη μελλοντική «αριστοκρατία του χρήματος».
Τι απέγινε λοιπόν η Ρωσική Επανάσταση; Ο Ζιντ συμφωνεί με τον Μ. Υβόν ότι η Επανάσταση ασχολήθηκε περισσότερο με την υπέρβαση του καπιταλισμού και την προετοιμασία του ανθρώπου για την παραγωγή, παρά για την προσωπική του ευημερία. Μια παραγωγή που ήταν, εκτός των άλλων, γεμάτη κακοτεχνίες, ενώ τα σχολικά βιβλία, η ελεύθερη κατά τ’ άλλα παιδεία, ήταν σε έλλειψη και όλο λάθη. Προσθέτει ότι το σταλινικό καθεστώς αποφάσιζε κυρίως με γνώμονα το φόβο της Γερμανίας αλλά και του τροτσκισμού και πως είχε πρακτικά καταργήσει τη λαϊκή βούληση.
Ο Αντρέ Ζιντ καταγράφει ποικίλα παραδείγματα από την καθημερινή ζωή των Ρώσων του ’36. Σε αρκετά σημεία είναι εμφανές ότι προσπαθεί να αντιμετωπίσει με κατανόηση τον ρωσικό λαό, λαμβάνοντας υπόψη του τις συνθήκες: ο λαός αυτός, που είχε το πορτρέτο του Στάλιν παντού, έμοιαζε μοιρασμένος ανάμεσα στην αγάπη και το φόβο του. Ωστόσο, η απογοήτευση του Ζιντ κλιμακώνεται σε οργή: «Και αμφιβάλλω αν σε κάποια άλλη χώρα σήμερα, ακόμα και στη Γερμανία του Χίτλερ, το πνεύμα είναι λιγότερο ελεύθερο, πιο υποταγμένο, πιο φοβισμένο (τρομοκρατημένο), πιο δουλοπρεπές».
Εντελώς ειρωνικά, στη μισθολογική κλίμακα της Σοβιετικής Ένωσης, ανώτερη θέση, ανάμεσα στους εργάτες και βιοτέχνες, καταλάμβαναν, τα ελεύθερα πνεύματα, οι λογοτέχνες. Το ότι ο ίδιος, μέσα σε λίγους μόνο μήνες, πούλησε στη Σοβιετική Ένωση πάνω από 400 χιλιάδες αντίτυπα των βιβλίων του δεν οφειλόταν στους επαίνους του.
Τι θα γινόταν, άραγε, αν γυρνώντας στο Παρίσι υμνούσε το σταλινικό καθεστώς; Ο Αντρέ Ζιντ είχε μάλλον τη διορατικότητα να κοιτά πέραν της εποχής του.

Η προσοδοθηρία και οι μεταρρυθμίσεις

Του Αριστείδη Ν. Χατζή*
Ο Θοδωρής Πελαγίδης και ο Μιχάλης Μητσόπουλος είναι δύο νέοι αλλά χαλκέντεροι οικονομολόγοι. Τις αναλύσεις τους για την ελληνική (και όχι μόνο) οικονομία μπορεί κανείς να τις διαβάσει στην αρθρογραφία τους σε ελληνικές εφημερίδες αλλά και τις δημοσιεύσεις τους σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά. Στον παρόντα τόμο μας προσφέρουν μία ιδιαίτερα πρωτότυπη και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ανάλυση της ελληνικής οικονομίας μέσα από το πρίσμα της θεσμικής οικονομικής ανάλυσης. Εκεί έγκειται και η αξία του βιβλίου, στα εργαλεία που χρησιμοποιούν οι συγγραφείς (πολλές έννοιες είναι ακόμα άγνωστες στο ελληνικό κοινό) αλλά και στην ιδιαίτερα ενημερωμένη βιβλιογραφία που χρησιμοποιούν. Από όσο γνωρίζω, είναι το πρώτο βιβλίο που χρησιμοποιεί σε τόσο μεγάλη έκταση και τόσο συστηματικά τα πορίσματα της σχολής της δημόσιας επιλογής (public choice) σε συνδυασμό μάλιστα με εκείνα της οικονομικής ανάλυσης του δικαίου (law and economics).
Θοδωρής Πελαγίδης, Μιχάλης Μητσόπουλος «Ανάλυση της ελληνικής οικονομίας. Η προσοδοθηρία και οι μεταρρυθμίσεις» εκδόσεις Παπαζήση, 2006, 409 σελ.
Το βιβλίο περιστρέφεται γύρω από το φαινόμενο της προσοδοθηρίας. Η προσοδοθηρία ακούγεται σαν μια περίεργη σπάνια ασθένεια και αυτό ακριβώς είναι: μια ασθένεια που καταστρέφει αργά αλλά σταθερά τις οικονομίες των «νοσούντων» κρατών, καθώς τα κατατρώγει εσωτερικά, διαλύοντας όχι μόνο τις οικονομικές τους δομές αλλά και τον κοινωνικό ιστό. Με άλλα λόγια, αποτελεί τον καρκίνο των κρατών.
Η προσοδοθηρία είναι η δραστηριότητα ατόμων (συνήθως οργανωμένων σε ομάδες πίεσης) που σκοπό έχει να επηρεάσει την κρατική πολιτική προς ίδιον όφελος – συνήθως για τη διατήρηση των προνομίων τους, αλλά όχι σπάνια και για την επίτευξη ειδικής μεταχείρισης έναντι του υπόλοιπου πληθυσμού. Η Anne Krueger βάπτισε το φαινόμενο αυτό rent-seeking (δηλ. προσοδοθηρία) σ’ ένα περίφημο άρθρο της που δημοσιεύτηκε το 1974. Όμως αυτός που επεξεργάστηκε όσο κανείς άλλος το φαινόμενο είναι ο Gordon Tullock (η επιρροή του οποίου είναι εντονότατη στον παρόντα τόμο, όπως και εκείνη του Mancur Olson).
Η παρουσία του φαινομένου αυτού αποτελεί τυπικό χαρακτηριστικό των καπιταλιστικών δημοκρατιών. Σε ορισμένες μάλιστα χώρες έχει θεσμοποιηθεί (π.χ. τα λόμπι στις Η.Π.Α.). Σχεδόν όλες οι ομάδες με κοινά συμφέροντα και βέβαια οι μεγάλες επιχειρήσεις (τα «διαπλεκόμενα») χρησιμοποιούν κάθε μέσο για να αναγκάσουν το κράτος, τη νομοθετική και τη δικαστική εξουσία και τη γραφειοκρατία του δημοσίου να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά τους. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι επιχειρούν (και συχνότατα το πετυχαίνουν) να μεταβιβάσουν ένα μεγάλο μέρος του εθνικού πλούτου από τον υπόλοιπο πληθυσμό (την αδύναμη πλειοψηφία) στις τσέπες τους! Οι συγγραφείς εύστοχα ονομάζουν τις ομάδες αυτές Βίκινγκς που διακρίνονται για την κλεπτοκρατική τους δράση.
«Η εγκατάσταση των ομάδων αυτών σε μια χώρα λειτουργεί, από τη μία πλευρά, ανασχετικά στην οικονομική της ανάπτυξη – πέρα από τις πελώριες κοινωνικές αδικίες που υποθάλπει και τη χειροτέρευση της θέσης αυτών που δεν συμμετέχουν στις ομάδες –, αφού […] χρηματικές πρόσοδοι αποσπώνται από τους μη προνομιούχους πολίτες με αποτέλεσμα τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος και της ευημερίας τους» (σελ. 45).
Πώς όμως γίνεται να είναι τόσο αδύναμη η πλειοψηφία και τόσο ισχυρές οι μειοψηφίες; Πώς μετατρέπεται το κράτος σε «λάφυρο» των ραντιέρηδων Βίκινγκς; Η επιτυχία της προσοδοθηρίας βασίζεται ακριβώς στο γεγονός ότι τα μέλη των ομάδων πίεσης έχουν ζωτικά συμφέροντα για κάποιο συγκεκριμένο θέμα, το οποίο για την πλειοψηφία μοιάζει αδιάφορο. Το παράδειγμα των ιδιωτικοποιήσεων είναι χαρακτηριστικό. Η πλειοψηφία των Ελλήνων έχει συμφέρον να ιδιωτικοποιηθεί μία ζημιογόνος επιχείρηση, που την πληρώνει χρόνια μέσω της φορολογίας. Αν πουληθεί η επιχείρηση, το κοινωνικό σύνολο θα ωφεληθεί. Ο μέσος ψηφοφόρος όμως δεν θα κερδίσει βραχυπρόθεσμα κάτι χειροπιαστό – ενώ οι εργαζόμενοι (κυρίως αυτοί που φοβούνται πως θα χάσουν τα προνόμια που τους παρείχε ο «δημόσιος χαρακτήρας» της επιχείρησης), όχι μόνο θα αντιδράσουν (βίαια αν χρειαστεί), αλλά και θα κάνουν πολιτικά ό,τι μπορούν για να εμποδίσουν την κατάργηση των προνομίων τους. Οι δε πολιτικοί έχουν κάθε συμφέρον να τα έχουν καλά με τα μεγάλα συνδικάτα και τα διαπλεκόμενα, διότι έτσι εξασφαλίζουν ψήφους αλλά και χρηματική υποστήριξη στις εκλογές.
Σ’ αυτήν την αποτυχία του πολιτικού-εντολοδόχου των πολιτών βρίσκεται η ρίζα του προβλήματος:
«Οι εντολοδόχοι, σε ένα θεσμικό περιβάλλον αδύναμο και στρεβλό, με σχεδόν ανύπαρκτο δημόσιο διάλογο και θεσμικά κατοχυρωμένη διαφωνία, με ελάχιστους ελέγχους και εξισορροπήσεις και θεσμικά στρεβλή λειτουργία των ΜΜΕ, αντιμετωπίζουν χαμηλά πληροφορημένους ή παραπληροφορημένους πολίτες. Είναι σαφές, λοιπόν, το ορθολογικό κίνητρο που έχουν να βάλουν σε δεύτερη μοίρα αλλαγές και μεταρρυθμίσεις και σε πρώτη την ορθολογική διοχέτευση εκείνων των πληροφοριών που, με τη σειρά τους, θα εξασφαλίσουν την επανεκλογή τους σε ένα περιβάλλον που οι μόνοι περιορισμοί που τους επιβάλλονται είναι ο χρόνος δράσης (4 έτη) και τα όρια δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού» (σελ. 383).
Όταν λοιπόν έχεις από τη μια μεριά τον μέσο ψηφοφόρο που αγανακτεί σήμερα και αύριο ξεχνά και από την άλλη μία δυναμική μειοψηφία, το αποτέλεσμα είναι προβλέψιμο. Η πλειοψηφία θα πληρώνει επ’ άπειρον τις μειοψηφίες, με αποτέλεσμα να καταργείται κάθε έννοια δημοκρατίας, κράτους δικαίου ή κοινωνικού κράτους. Αυτόν τον εγκλωβισμό των πολιτών οι συγγραφείς περιγράφουν ιδιαίτερα επιτυχημένα στο δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου τους, αξιοποιώντας την κατηγοριοποίηση των πιθανών αντιδράσεων του Albert Hirschman (αποχώρηση, διαφωνία, αφοσίωση), αλλά και τυποποιώντας τη συμπεριφορά των πολιτικών ως «επιχειρηματίες πολιτικής» (political entrepreneurs).
η προσοδοθηρία αποτελεί βασικό παράγοντα υπανάπτυξης χωρών με διαφθαρμένο πολιτικό σύστημα και καλά οργανωμένες ομάδες πίεσης
Το ζήτημα είναι τόσο σοβαρό ώστε αναπτύχθηκε και ολόκληρος κλάδος των οικονομικών που μελετά ειδικά το φαινόμενο αυτό –τα οικονομικά της Δημόσιας Επιλογής. Ένας μάλιστα από τους πρωτοπόρους του κλάδου, ο James Buchanan, τιμήθηκε με το Νόμπελ Οικονομικών το 1986. Ένα από τα συμπεράσματα που ανέκυψαν από τις εμπειρικές μελέτες της σχολής είναι και το εξής: η προσοδοθηρία αποτελεί βασικό παράγοντα υπανάπτυξης χωρών με διαφθαρμένο πολιτικό σύστημα και καλά οργανωμένες ομάδες πίεσης. Ο James Buchanan υπολόγισε πως το συνολικό κόστος της προσοδοθηρίας ισούται με το άθροισμα του κόστους των ενεργειών των ομάδων πίεσης, του κόστους των προσπαθειών του κράτους είτε να αποκρούσει τις πιέσεις είτε να τις προκαλέσει (!) και κυρίως το κόστος που προκαλείται από τις στρεβλώσεις στην αγορά και στην κοινωνία (για να μην αναφέρουμε και το πολύ σοβαρό ηθικό και πολιτικό κόστος). Ήταν επόμενο να εκπονηθεί σειρά μελετών με σκοπό να μετρηθεί με ακρίβεια το κόστος της προσοδοθηρίας. Το κόστος για τις Η.Π.Α. υπολογίστηκε ότι στα μέσα της δεκαετίας του ‘70 ανερχόταν σε 3% του Α.Ε.Π., ενώ για την Ινδία στο 7.3%. Η ίδια η Anne Krueger ασχολήθηκε με την Τουρκία, η οποία αναδείχθηκε πρωταθλήτρια: το 1974 η προσοδοθηρία κόστιζε στην Τουρκία το 15% του Α.Ε.Π. Τόση δηλαδή ήταν η μείωση της ευημερίας της που οφειλόταν αποκλειστικά στην προσοδοθηρία. Το ποσοστό αυτό ίσως ακούγεται υπερβολικό. Η Διεθνής Τράπεζα όμως πρόσφατα υπολόγισε σε 16-18% του Α.Ε.Π. της Τουρκίας την αμοιβή των προμηθευτών-εργοληπτών του δημοσίου.
Πόσο κοστίζει στην Ελλάδα το ίδιο φαινόμενο; Είναι πολύ δύσκολο να εκτιμηθεί με ακρίβεια (σελ. 149). Οι συγγραφείς με εμπεριστατωμένο τρόπο καταγράφουν τις θεσμικές σκληρύνσεις στην αγορά εργασίας και προϊόντων (κεφ. 4), στην ανώτατη εκπαίδευση (κεφ. 5) και στην δικαιοσύνη (κεφ. 6). Η ανάλυσή τους είναι πρωτότυπη και στα τρία παραδείγματα και ιδιαίτερα στο τρίτο. Η αποτυχία του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος που έχει ένα «τεράστιο κόστος ευημερίας» (σελ. 263) και η προβληματική οργάνωση των δικαστηρίων που οδηγεί σε αδικίες (284) και χρονοβόρες διαδικασίες μελετώνται για πρώτη φορά υπό το πρίσμα της θεσμικής ανάλυσης. Η συνεισφορά των συγγραφέων είναι στον τομέα αυτόν ανεκτίμητη, όχι μόνο γιατί μεταφέρουν στην ελληνική βιβλιογραφία μία ιδιαίτερα επιτυχημένη μεθοδολογία, αλλά γιατί δεν αντιμετωπίζουν τα προβλήματα θεωρητικά αλλά ελέγχουν τη θεωρία με τη χρήση πλήθους εμπειρικών δεδομένων που έχουν κατορθώσει να συγκεντρώσουν (και μόνο η συλλογή των στοιχείων αυτών είναι κατόρθωμα για τα ελληνικά δεδομένα). Όμως και το θεωρητικό κομμάτι των κεφαλαίων αυτών παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον (βλ. π.χ. 227-248). Εκπληκτικό είναι το γεγονός πως σε όλα τα παραδείγματα οι προσοδοθήρες φέρονται ακριβώς με την ίδια κυνικότητα ανεξάρτητα από το αν το λειτούργημά τους θα υποδείκνυε μια άλλου είδους συμπεριφορά.
Η δραστική αλλαγή που προτείνουν οι συγγραφείς έχει σκοπό να οδηγήσει στην ανατροπή του status quo. Δυστυχώς δεν μπορούμε να αναφερθούμε εκτενώς στις προτάσεις τους για μεταρρύθμιση, αλλά αυτές δίνουν έμφαση (σελ. 111-112, βλ. επίσης σελ. 355-362, 391-401 αναλυτικότερα) σε μία προσπάθεια «δραστικής αλλαγής» για τη διόρθωση της θεσμικής αποτυχίας:
  • στην «κίνηση από έξω» από τις εγκατεστημένες γραφειοκρατίες,
  • στη συναίνεση ως στόχο, όχι ως προϋπόθεση
  • στην ήπια πολιτική
  • στους μηχανισμούς διευθέτησης των διαφορών που θα εξασφαλίζουν τον δίκαιο επιμερισμό του κόστους και του οφέλους των αλλαγών
  • στην ταχύτητα και στην προσήλωση στους στόχους
Παρά το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που έχει η χρήση των εργαλείων της δημόσιας επιλογής για την ανάλυση της ελληνικής οικονομίας (η οποία προφανώς αποτελεί υποδειγματική περίπτωση για τη θεωρία της προσοδοθηρίας) ομολογώ ότι απόλαυσα περισσότερο τα περισσότερο θεωρητικά κεφάλαια του βιβλίου, όπως το 8ο («Ευτυχία, φθόνος, διαφθορά και οικονομική δραστηριότητα») και το επίμετρο.
Η μόνη αντίρρηση που έχω αφορά στο ασυνεπές σύστημα αναφορών. Σε αρκετές περιπτώσεις υπάρχουν αρκετές αναφορές της μορφής Tullock (1993) χωρίς την απαραίτητη βιβλιογραφία στο τέλος του βιβλίου. Σ’ ένα τόσο πλούσια τεκμηριωμένο και ενημερωμένο βιβλίο θα έπρεπε να υπάρχει στο τέλος η συνολική βιβλιογραφία (με απλές αναφορές στο κείμενο), αλλά και ένα ευρετήριο ονομάτων. Ελπίζω σε επόμενη έκδοση του βιβλίου αυτό να είναι εφικτό.
Το βιβλίο αυτό αποτελεί τον 4ο τόμο της σειράς «Θεσμοί και Μεταρρυθμίσεις» του εκδοτικού οίκου Παπαζήση και του Κέντρου Θεσμικών Μεταρρυθμίσεων, υπό την επιστημονική επιμέλεια του Καθηγητή του Παν. Πειραιώς Θοδωρή Πελαγίδη (ενός από τους συγγραφείς του παρόντος τόμου). Ήδη έχει εκδοθεί η περίφημη μονογραφία του Douglass North «Θεσμοί, Θεσμική Αλλαγή και Οικονομική Επίδοση» και ετοιμάζονται έργα του Olson, του Barber, του Sartori και τα περίφημα Federalist Papers. Ήδη μεγάλο μέρος της βιβλιογραφίας της δημόσιας επιλογής και των θεσμικών οικονομικών κυκλοφορεί μεταφρασμένη στα ελληνικά. Το παρόν όμως έργο αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμά της για τον Έλληνα αναγνώστη που επιθυμεί να μάθει περισσότερα για την χρήση των εργαλείων αυτών και μάλιστα στην ελληνική περίπτωση.
———————————————————————-
Αριστείδης Ν. Χατζής είναι Επίκουρος Καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου & Θεωρίας Θεσμών στο Τμήμα Μεθοδολογίας, Ιστορίας & Θεωρίας της Επιστήμης του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών

Η κοινωνία των Πολιτών και οι αντίπαλοί της Ernest Gellner