Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2011

Η προσοδοθηρία και οι μεταρρυθμίσεις

Του Αριστείδη Ν. Χατζή*
Ο Θοδωρής Πελαγίδης και ο Μιχάλης Μητσόπουλος είναι δύο νέοι αλλά χαλκέντεροι οικονομολόγοι. Τις αναλύσεις τους για την ελληνική (και όχι μόνο) οικονομία μπορεί κανείς να τις διαβάσει στην αρθρογραφία τους σε ελληνικές εφημερίδες αλλά και τις δημοσιεύσεις τους σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά. Στον παρόντα τόμο μας προσφέρουν μία ιδιαίτερα πρωτότυπη και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ανάλυση της ελληνικής οικονομίας μέσα από το πρίσμα της θεσμικής οικονομικής ανάλυσης. Εκεί έγκειται και η αξία του βιβλίου, στα εργαλεία που χρησιμοποιούν οι συγγραφείς (πολλές έννοιες είναι ακόμα άγνωστες στο ελληνικό κοινό) αλλά και στην ιδιαίτερα ενημερωμένη βιβλιογραφία που χρησιμοποιούν. Από όσο γνωρίζω, είναι το πρώτο βιβλίο που χρησιμοποιεί σε τόσο μεγάλη έκταση και τόσο συστηματικά τα πορίσματα της σχολής της δημόσιας επιλογής (public choice) σε συνδυασμό μάλιστα με εκείνα της οικονομικής ανάλυσης του δικαίου (law and economics).
Θοδωρής Πελαγίδης, Μιχάλης Μητσόπουλος «Ανάλυση της ελληνικής οικονομίας. Η προσοδοθηρία και οι μεταρρυθμίσεις» εκδόσεις Παπαζήση, 2006, 409 σελ.
Το βιβλίο περιστρέφεται γύρω από το φαινόμενο της προσοδοθηρίας. Η προσοδοθηρία ακούγεται σαν μια περίεργη σπάνια ασθένεια και αυτό ακριβώς είναι: μια ασθένεια που καταστρέφει αργά αλλά σταθερά τις οικονομίες των «νοσούντων» κρατών, καθώς τα κατατρώγει εσωτερικά, διαλύοντας όχι μόνο τις οικονομικές τους δομές αλλά και τον κοινωνικό ιστό. Με άλλα λόγια, αποτελεί τον καρκίνο των κρατών.
Η προσοδοθηρία είναι η δραστηριότητα ατόμων (συνήθως οργανωμένων σε ομάδες πίεσης) που σκοπό έχει να επηρεάσει την κρατική πολιτική προς ίδιον όφελος – συνήθως για τη διατήρηση των προνομίων τους, αλλά όχι σπάνια και για την επίτευξη ειδικής μεταχείρισης έναντι του υπόλοιπου πληθυσμού. Η Anne Krueger βάπτισε το φαινόμενο αυτό rent-seeking (δηλ. προσοδοθηρία) σ’ ένα περίφημο άρθρο της που δημοσιεύτηκε το 1974. Όμως αυτός που επεξεργάστηκε όσο κανείς άλλος το φαινόμενο είναι ο Gordon Tullock (η επιρροή του οποίου είναι εντονότατη στον παρόντα τόμο, όπως και εκείνη του Mancur Olson).
Η παρουσία του φαινομένου αυτού αποτελεί τυπικό χαρακτηριστικό των καπιταλιστικών δημοκρατιών. Σε ορισμένες μάλιστα χώρες έχει θεσμοποιηθεί (π.χ. τα λόμπι στις Η.Π.Α.). Σχεδόν όλες οι ομάδες με κοινά συμφέροντα και βέβαια οι μεγάλες επιχειρήσεις (τα «διαπλεκόμενα») χρησιμοποιούν κάθε μέσο για να αναγκάσουν το κράτος, τη νομοθετική και τη δικαστική εξουσία και τη γραφειοκρατία του δημοσίου να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά τους. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι επιχειρούν (και συχνότατα το πετυχαίνουν) να μεταβιβάσουν ένα μεγάλο μέρος του εθνικού πλούτου από τον υπόλοιπο πληθυσμό (την αδύναμη πλειοψηφία) στις τσέπες τους! Οι συγγραφείς εύστοχα ονομάζουν τις ομάδες αυτές Βίκινγκς που διακρίνονται για την κλεπτοκρατική τους δράση.
«Η εγκατάσταση των ομάδων αυτών σε μια χώρα λειτουργεί, από τη μία πλευρά, ανασχετικά στην οικονομική της ανάπτυξη – πέρα από τις πελώριες κοινωνικές αδικίες που υποθάλπει και τη χειροτέρευση της θέσης αυτών που δεν συμμετέχουν στις ομάδες –, αφού […] χρηματικές πρόσοδοι αποσπώνται από τους μη προνομιούχους πολίτες με αποτέλεσμα τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος και της ευημερίας τους» (σελ. 45).
Πώς όμως γίνεται να είναι τόσο αδύναμη η πλειοψηφία και τόσο ισχυρές οι μειοψηφίες; Πώς μετατρέπεται το κράτος σε «λάφυρο» των ραντιέρηδων Βίκινγκς; Η επιτυχία της προσοδοθηρίας βασίζεται ακριβώς στο γεγονός ότι τα μέλη των ομάδων πίεσης έχουν ζωτικά συμφέροντα για κάποιο συγκεκριμένο θέμα, το οποίο για την πλειοψηφία μοιάζει αδιάφορο. Το παράδειγμα των ιδιωτικοποιήσεων είναι χαρακτηριστικό. Η πλειοψηφία των Ελλήνων έχει συμφέρον να ιδιωτικοποιηθεί μία ζημιογόνος επιχείρηση, που την πληρώνει χρόνια μέσω της φορολογίας. Αν πουληθεί η επιχείρηση, το κοινωνικό σύνολο θα ωφεληθεί. Ο μέσος ψηφοφόρος όμως δεν θα κερδίσει βραχυπρόθεσμα κάτι χειροπιαστό – ενώ οι εργαζόμενοι (κυρίως αυτοί που φοβούνται πως θα χάσουν τα προνόμια που τους παρείχε ο «δημόσιος χαρακτήρας» της επιχείρησης), όχι μόνο θα αντιδράσουν (βίαια αν χρειαστεί), αλλά και θα κάνουν πολιτικά ό,τι μπορούν για να εμποδίσουν την κατάργηση των προνομίων τους. Οι δε πολιτικοί έχουν κάθε συμφέρον να τα έχουν καλά με τα μεγάλα συνδικάτα και τα διαπλεκόμενα, διότι έτσι εξασφαλίζουν ψήφους αλλά και χρηματική υποστήριξη στις εκλογές.
Σ’ αυτήν την αποτυχία του πολιτικού-εντολοδόχου των πολιτών βρίσκεται η ρίζα του προβλήματος:
«Οι εντολοδόχοι, σε ένα θεσμικό περιβάλλον αδύναμο και στρεβλό, με σχεδόν ανύπαρκτο δημόσιο διάλογο και θεσμικά κατοχυρωμένη διαφωνία, με ελάχιστους ελέγχους και εξισορροπήσεις και θεσμικά στρεβλή λειτουργία των ΜΜΕ, αντιμετωπίζουν χαμηλά πληροφορημένους ή παραπληροφορημένους πολίτες. Είναι σαφές, λοιπόν, το ορθολογικό κίνητρο που έχουν να βάλουν σε δεύτερη μοίρα αλλαγές και μεταρρυθμίσεις και σε πρώτη την ορθολογική διοχέτευση εκείνων των πληροφοριών που, με τη σειρά τους, θα εξασφαλίσουν την επανεκλογή τους σε ένα περιβάλλον που οι μόνοι περιορισμοί που τους επιβάλλονται είναι ο χρόνος δράσης (4 έτη) και τα όρια δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού» (σελ. 383).
Όταν λοιπόν έχεις από τη μια μεριά τον μέσο ψηφοφόρο που αγανακτεί σήμερα και αύριο ξεχνά και από την άλλη μία δυναμική μειοψηφία, το αποτέλεσμα είναι προβλέψιμο. Η πλειοψηφία θα πληρώνει επ’ άπειρον τις μειοψηφίες, με αποτέλεσμα να καταργείται κάθε έννοια δημοκρατίας, κράτους δικαίου ή κοινωνικού κράτους. Αυτόν τον εγκλωβισμό των πολιτών οι συγγραφείς περιγράφουν ιδιαίτερα επιτυχημένα στο δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου τους, αξιοποιώντας την κατηγοριοποίηση των πιθανών αντιδράσεων του Albert Hirschman (αποχώρηση, διαφωνία, αφοσίωση), αλλά και τυποποιώντας τη συμπεριφορά των πολιτικών ως «επιχειρηματίες πολιτικής» (political entrepreneurs).
η προσοδοθηρία αποτελεί βασικό παράγοντα υπανάπτυξης χωρών με διαφθαρμένο πολιτικό σύστημα και καλά οργανωμένες ομάδες πίεσης
Το ζήτημα είναι τόσο σοβαρό ώστε αναπτύχθηκε και ολόκληρος κλάδος των οικονομικών που μελετά ειδικά το φαινόμενο αυτό –τα οικονομικά της Δημόσιας Επιλογής. Ένας μάλιστα από τους πρωτοπόρους του κλάδου, ο James Buchanan, τιμήθηκε με το Νόμπελ Οικονομικών το 1986. Ένα από τα συμπεράσματα που ανέκυψαν από τις εμπειρικές μελέτες της σχολής είναι και το εξής: η προσοδοθηρία αποτελεί βασικό παράγοντα υπανάπτυξης χωρών με διαφθαρμένο πολιτικό σύστημα και καλά οργανωμένες ομάδες πίεσης. Ο James Buchanan υπολόγισε πως το συνολικό κόστος της προσοδοθηρίας ισούται με το άθροισμα του κόστους των ενεργειών των ομάδων πίεσης, του κόστους των προσπαθειών του κράτους είτε να αποκρούσει τις πιέσεις είτε να τις προκαλέσει (!) και κυρίως το κόστος που προκαλείται από τις στρεβλώσεις στην αγορά και στην κοινωνία (για να μην αναφέρουμε και το πολύ σοβαρό ηθικό και πολιτικό κόστος). Ήταν επόμενο να εκπονηθεί σειρά μελετών με σκοπό να μετρηθεί με ακρίβεια το κόστος της προσοδοθηρίας. Το κόστος για τις Η.Π.Α. υπολογίστηκε ότι στα μέσα της δεκαετίας του ‘70 ανερχόταν σε 3% του Α.Ε.Π., ενώ για την Ινδία στο 7.3%. Η ίδια η Anne Krueger ασχολήθηκε με την Τουρκία, η οποία αναδείχθηκε πρωταθλήτρια: το 1974 η προσοδοθηρία κόστιζε στην Τουρκία το 15% του Α.Ε.Π. Τόση δηλαδή ήταν η μείωση της ευημερίας της που οφειλόταν αποκλειστικά στην προσοδοθηρία. Το ποσοστό αυτό ίσως ακούγεται υπερβολικό. Η Διεθνής Τράπεζα όμως πρόσφατα υπολόγισε σε 16-18% του Α.Ε.Π. της Τουρκίας την αμοιβή των προμηθευτών-εργοληπτών του δημοσίου.
Πόσο κοστίζει στην Ελλάδα το ίδιο φαινόμενο; Είναι πολύ δύσκολο να εκτιμηθεί με ακρίβεια (σελ. 149). Οι συγγραφείς με εμπεριστατωμένο τρόπο καταγράφουν τις θεσμικές σκληρύνσεις στην αγορά εργασίας και προϊόντων (κεφ. 4), στην ανώτατη εκπαίδευση (κεφ. 5) και στην δικαιοσύνη (κεφ. 6). Η ανάλυσή τους είναι πρωτότυπη και στα τρία παραδείγματα και ιδιαίτερα στο τρίτο. Η αποτυχία του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος που έχει ένα «τεράστιο κόστος ευημερίας» (σελ. 263) και η προβληματική οργάνωση των δικαστηρίων που οδηγεί σε αδικίες (284) και χρονοβόρες διαδικασίες μελετώνται για πρώτη φορά υπό το πρίσμα της θεσμικής ανάλυσης. Η συνεισφορά των συγγραφέων είναι στον τομέα αυτόν ανεκτίμητη, όχι μόνο γιατί μεταφέρουν στην ελληνική βιβλιογραφία μία ιδιαίτερα επιτυχημένη μεθοδολογία, αλλά γιατί δεν αντιμετωπίζουν τα προβλήματα θεωρητικά αλλά ελέγχουν τη θεωρία με τη χρήση πλήθους εμπειρικών δεδομένων που έχουν κατορθώσει να συγκεντρώσουν (και μόνο η συλλογή των στοιχείων αυτών είναι κατόρθωμα για τα ελληνικά δεδομένα). Όμως και το θεωρητικό κομμάτι των κεφαλαίων αυτών παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον (βλ. π.χ. 227-248). Εκπληκτικό είναι το γεγονός πως σε όλα τα παραδείγματα οι προσοδοθήρες φέρονται ακριβώς με την ίδια κυνικότητα ανεξάρτητα από το αν το λειτούργημά τους θα υποδείκνυε μια άλλου είδους συμπεριφορά.
Η δραστική αλλαγή που προτείνουν οι συγγραφείς έχει σκοπό να οδηγήσει στην ανατροπή του status quo. Δυστυχώς δεν μπορούμε να αναφερθούμε εκτενώς στις προτάσεις τους για μεταρρύθμιση, αλλά αυτές δίνουν έμφαση (σελ. 111-112, βλ. επίσης σελ. 355-362, 391-401 αναλυτικότερα) σε μία προσπάθεια «δραστικής αλλαγής» για τη διόρθωση της θεσμικής αποτυχίας:
  • στην «κίνηση από έξω» από τις εγκατεστημένες γραφειοκρατίες,
  • στη συναίνεση ως στόχο, όχι ως προϋπόθεση
  • στην ήπια πολιτική
  • στους μηχανισμούς διευθέτησης των διαφορών που θα εξασφαλίζουν τον δίκαιο επιμερισμό του κόστους και του οφέλους των αλλαγών
  • στην ταχύτητα και στην προσήλωση στους στόχους
Παρά το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που έχει η χρήση των εργαλείων της δημόσιας επιλογής για την ανάλυση της ελληνικής οικονομίας (η οποία προφανώς αποτελεί υποδειγματική περίπτωση για τη θεωρία της προσοδοθηρίας) ομολογώ ότι απόλαυσα περισσότερο τα περισσότερο θεωρητικά κεφάλαια του βιβλίου, όπως το 8ο («Ευτυχία, φθόνος, διαφθορά και οικονομική δραστηριότητα») και το επίμετρο.
Η μόνη αντίρρηση που έχω αφορά στο ασυνεπές σύστημα αναφορών. Σε αρκετές περιπτώσεις υπάρχουν αρκετές αναφορές της μορφής Tullock (1993) χωρίς την απαραίτητη βιβλιογραφία στο τέλος του βιβλίου. Σ’ ένα τόσο πλούσια τεκμηριωμένο και ενημερωμένο βιβλίο θα έπρεπε να υπάρχει στο τέλος η συνολική βιβλιογραφία (με απλές αναφορές στο κείμενο), αλλά και ένα ευρετήριο ονομάτων. Ελπίζω σε επόμενη έκδοση του βιβλίου αυτό να είναι εφικτό.
Το βιβλίο αυτό αποτελεί τον 4ο τόμο της σειράς «Θεσμοί και Μεταρρυθμίσεις» του εκδοτικού οίκου Παπαζήση και του Κέντρου Θεσμικών Μεταρρυθμίσεων, υπό την επιστημονική επιμέλεια του Καθηγητή του Παν. Πειραιώς Θοδωρή Πελαγίδη (ενός από τους συγγραφείς του παρόντος τόμου). Ήδη έχει εκδοθεί η περίφημη μονογραφία του Douglass North «Θεσμοί, Θεσμική Αλλαγή και Οικονομική Επίδοση» και ετοιμάζονται έργα του Olson, του Barber, του Sartori και τα περίφημα Federalist Papers. Ήδη μεγάλο μέρος της βιβλιογραφίας της δημόσιας επιλογής και των θεσμικών οικονομικών κυκλοφορεί μεταφρασμένη στα ελληνικά. Το παρόν όμως έργο αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμά της για τον Έλληνα αναγνώστη που επιθυμεί να μάθει περισσότερα για την χρήση των εργαλείων αυτών και μάλιστα στην ελληνική περίπτωση.
———————————————————————-
Αριστείδης Ν. Χατζής είναι Επίκουρος Καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου & Θεωρίας Θεσμών στο Τμήμα Μεθοδολογίας, Ιστορίας & Θεωρίας της Επιστήμης του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών

Δεν υπάρχουν σχόλια: