Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2013

Το «λάθος» του ΔΝΤ

Του Μιραντας Ξαφα*
Πολλά έχουν γραφεί για τη «λάθος συνταγή» του ΔΝΤ που υποεκτίμησε την επίπτωση της δημοσιονομικής προσαρμογής στο ΑΕΠ (τον «πολλαπλασιαστή»), βυθίζοντας την οικονομία σε δίνη ύφεσης και νέων μέτρων. Ιδιαίτερα μετά την ανακοίνωση ότι τα φορολογικά έσοδα τον Ιανουάριο είναι ανησυχητικά χαμηλότερα από τον στόχο, ακούγεται το επιχείρημα ότι πρέπει να τερματιστεί η λιτότητα και να ληφθούν μέτρα ανάσχεσης της ύφεσης. Ποιος όμως ευθύνεται για το μπαράζ νέων φόρων και τις οριζόντιες περικοπές σε μισθούς και συντάξεις; Από την αρχή της εφαρμογής του προγράμματος σταθεροποίησης το ΔΝΤ τονίζει την ανάγκη συρρίκνωσης του κράτους και περιορισμού της φοροδιαφυγής. Γι’ αυτό το Μνημόνιο περιλαμβάνει συγκεκριμένους στόχους μείωσης του προσωπικού στο Δημόσιο, ενώ το ΔΝΤ έχει στείλει 19 αποστολές τεχνικής βοήθειας για τη φορολογική διοίκηση από τον Μάιο του 2010 έως σήμερα. Για τα απογοητευτικά αποτελέσματα στους δύο αυτούς κρίσιμους τομείς ευθύνεται αποκλειστικά η κυβέρνηση και όχι το ΔΝΤ.
Τι θα άλλαζε αν είχε χρησιμοποιηθεί υψηλότερος πολλαπλασιαστής από την αρχή του προγράμματος; Θα είχε γίνει σαφές ότι χρειαζόμαστε μακρύτερη περίοδο προσαρμογής και διαγραφή χρέους. Και πάλι όμως θα έπρεπε να μηδενίσουμε το πρωτογενές έλλειμμα, που ξεπερνούσε τα 20 δισ. ευρώ το 2009, διότι απλούστατα κανείς δεν θα ήταν πρόθυμος να μας δανείζει αιωνίως αυτό το ποσό. Ο πολλαπλασιαστής εξαρτάται και από τη σύνθεση της δημοσιονομικής προσαρμογής. Οι οικονομετρικές μελέτες δείχνουν ότι τα προγράμματα σταθεροποίησης που βασίζονται κυρίως στην περικοπή των δαπανών έχουν μικρότερη αρνητική επίπτωση στο ΑΕΠ, και επομένως μεγαλύτερη πιθανότητα επιτυχίας, από αυτά που βασίζονται στην αύξηση των φόρων (Alesina & Ardagna, NBER 2009). Η σύνθεση των δαπανών έχει και αυτή σημασία: η μείωση δημοσίων επενδύσεων επιβαρύνει το ΑΕΠ περισσότερο από τη μείωση καταναλωτικών δαπανών. Το μείγμα προσαρμογής που επέλεξε η Ελλάδα, με τη συνεχή περικοπή του προϋπολογισμού δημοσίων επενδύσεων και το μπαράζ νέων φόρων, ήταν συνταγή για τη μέγιστη δυνατή μείωση του ΑΕΠ.
Οσο για τα μέτρα ανάσχεσης της ύφεσης, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η ανάπτυξη δεν θα έρθει με περισσότερα δανεικά, αλλά με ιδιωτικές επενδύσεις που θα δημιουργήσουν νέο πλούτο και θέσεις εργασίας. Αναπτυξιακή πολιτική αποτελούν οι μεταρρυθμίσεις, που θέτουν τις βάσεις για μία οικονομία προσανατολισμένη προς τις επενδύσεις και τις εξαγωγές αντί για το χρεοκοπημένο μοντέλο του κρατισμού και της κατανάλωσης με δανεικά. Μία εύκαμπτη αγορά εργασίας και ένα ρυθμιστικό πλαίσιο φιλικό προς την επιχειρηματικότητα θα διευκόλυναν τη μετακίνηση του εργατικού δυναμικού προς τους εξωστρεφείς κλάδους και επιχειρήσεις. Αυτές οι μεταρρυθμίσεις όμως καθυστέρησαν πολύ για να μη θιγούν συνδικαλιστικά και συντεχνιακά συμφέροντα. Το αποτέλεσμα ήταν να βαθύνει η ύφεση και η προσαρμογή της οικονομίας σε χαμηλότερα επίπεδα δανεισμού να προέλθει από τη μείωση της ζήτησης, όχι από την αύξηση της προσφοράς.
Αν το ΔΝΤ έκανε ένα λάθος, αυτό ήταν ότι υποχώρησε μπροστά στην επιμονή της κυβέρνησης να μειώνει το έλλειμμα με οριζόντιες περικοπές και νέους φόρους αντί να συρρικνώσει το κράτος και να πατάξει τη φοροδιαφυγή. Το ΔΝΤ έθεσε απλώς τους στόχους για το έλλειμμα και επέτρεψε στην κυβέρνηση να επιλέξει τα μέτρα προκειμένου να διατηρήσει την κυριότητα του προγράμματος. Οταν έγινε προφανές ότι η φοροδοτική ικανότητα της οικονομίας είχε εξαντληθεί, το ΔΝΤ ζήτησε από την κυβέρνηση να επικεντρωθεί στις περικοπές δαπανών στο δεύτερο Μνημόνιο που συμφωνήθηκε τον Μάρτιο του 2012. Το Δημόσιο συνεχίζει όμως να ζει παρασιτικά, επιβαρύνοντας υπέρμετρα τον ιδιωτικό τομέα, καθυστερώντας πληρωμές. Χρειάζεται π.χ. η Ελλάδα τέσσερα κρατικά τηλεοπτικά κανάλια; Κάθε μισθός που πληρώνεται χωρίς αντίστοιχη παραγωγή έργου επιβαρύνει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Αντί να περιορίσει το υπερτροφικό Δημόσιο, η κυβέρνηση αναζητεί έσοδα για να το συντηρήσει.
Η ολιγωρία που έχει επιδείξει η κυβέρνηση στην εφαρμογή τόσο του πρώτου όσο και του δεύτερου Μνημονίου είναι υπεύθυνη για την παρατεταμένη αβεβαιότητα, τις απλήρωτες υποχρεώσεις και τη βαθιά ύφεση. Η αβεβαιότητα κορυφώθηκε πέρυσι με τις δύο εκλογικές αναμετρήσεις και τις παρατεταμένες ενδοκυβερνητικές διαπραγματεύσεις για τα μέτρα περικοπής των δαπανών. Τη στιγμή που η χώρα βρισκόταν στα πρόθυρα εξόδου από την Ευρωζώνη, ποιος επρόκειτο να επενδύσει; Η έλλειψη εμπιστοσύνης και η πιστωτική ασφυξία οφείλονται στη δυσπιστία των αγορών ως προς τη δυνατότητα να μπει τάξη στο δημοσιονομικό χάος και να εφαρμοστούν οι διαρθρωτικές αλλαγές που απαιτούνται για να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα. Η Πορτογαλία και η Ιρλανδία, που προσέφυγαν στο ΔΝΤ και στην Ε.Ε. μετά την Ελλάδα, έχουν ήδη καταφέρει να επιστρέψουν στις κεφαλαιαγορές.
Οποιος και να φταίει, το γεγονός παραμένει ότι το Μνημόνιο αναπροσαρμόστηκε ήδη δύο φορές ώστε να λάβει υπόψη τη βαθύτερη από την αναμενόμενη ύφεση. Η πρώτη έγινε τον Μάρτιο του 2012 με το κούρεμα του χρέους και τη δεύτερη δανειακή σύμβαση, και η δεύτερη τον Δεκέμβριο του 2012 όταν συμφωνήθηκε η επιμήκυνση του προγράμματος κατά δύο χρόνια, η επιπλέον χρηματοδότηση, η μείωση του επιτοκίου και η αναβολή της αποπληρωμής των δανείων, η επαναγορά ομολόγων, και η υπόσχεση ότι θα υπάρξει νέα μείωση του χρέους εφόσον η Ελλάδα εφαρμόσει το πρόγραμμα. Με άλλα λόγια, η προσαρμογή του προγράμματος σε υψηλότερο πολλαπλασιαστή έχει ήδη γίνει. Οποιαδήποτε προσπάθεια για νέα αναδιαπραγμάτευση θα ενίσχυε τη δυσπιστία για τη βούληση της Ελλάδας να τηρεί τα συμφωνημένα και θα έσβηνε κάθε ελπίδα να ανακτήσουμε την αξιοπιστία μας ως ισότιμο μέλος της Ευρωζώνης.
Αυτοί που ισχυρίζονται ότι το «λάθος» του ΔΝΤ δικαιολογεί εγκατάλειψη του Μνημονίου είναι οι ίδιοι που αναζητούν ευθύνες για την κρίση σε εξωτερικούς παράγοντες (κερδοσκόποι, τοκογλύφοι, Μέρκελ κ.λπ.), διότι αρνούνται να αποδεχτούν το τέλος της μεταπολιτευτικής ευδαιμονίας. Η σκανδαλολογία χρησιμοποιείται ως άλλοθι για να μην αντιμετωπιστούν τα πραγματικά προβλήματα. Αντί να ερευνηθεί αν η κυβέρνηση έκρυβε το πραγματικό ύψος του ελλείμματος πριν από την κρίση, ερευνάται αν το «φούσκωσε» μετά την κρίση. Αντί να ελεγχθούν οι δικαιούχοι της λίστας Λαγκάρντ ερευνάται ποιος αφαίρεσε τρία ονόματα από τη λίστα. Το νέο άλλοθι είναι ο «πολλαπλασιαστής».
* H κ. Μιράντα Ξαφά είναι σύμβουλος Επενδύσεων E.F. Consulting και μέλος της κεντρικής επιτροπής της ΔΡΑΣΗΣ.

Το στοίχημα της εφαρμογής



Του Μιχαηλ Γ. Ιακωβιδη*
Παρακολουθώντας τις συζητήσεις στην Ελλάδα, θα μπορούσε κανείς να συναγάγει ότι η μεταρρυθμιστική ατζέντα είναι ένα ελληνικό ή εν πάση περιπτώσει νοτιοευρωπαϊκό ζήτημα, που προωθείται από τον απαιτητικό και αλαζόνα ευρωπαϊκό Βορρά. Η πραγματικότητα βέβαια είναι πολύ διαφορετική. Χώρες όπως η Αγγλία μετασχηματίστηκαν πριν από τρεισήμισι δεκαετίες, ύστερα από μεγάλη κρίση. Η Γερμανία έκανε δύσκολες τομές μετά την επανένωσή της με την τέως Λαϊκή Δημοκρατία, στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Την ίδια εποχή, η Σουηδία έφτασε στο χείλος του γκρεμού, επανήλθε, ξανα-απειλήθηκε από την κρίση και σήμερα συνεχίζει ένα ευρύ και επιτυχημένο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων. Τέλος, η Λεττονία, μια χώρα που βρέθηκε σε χειρότερη δίνη από την Ελλάδα το 2009, κατάφερε μέσα σε τρία χρόνια να αντιστρέψει τη βαθύτατη ύφεση που έφτασε ςτο -24% του ΑΕΠ και να γίνει η ταχύτερα αναπτυσσόμενη οικονομία στην Ευρώπη.
Τα μαθήματα είναι σαφή. Πρώτον, οι αλλαγές πρέπει να γίνουν γρήγορα και οι περικοπές είναι καλύτερο να γίνουν νωρίς για να μπορέσει να επανέλθει η εμπιστοσύνη ώστε να γίνουν επενδύσεις. Καθυστερήσεις και προστατευτισμός αποθαρρύνουν τόσο επενδύσεις όσο και κατανάλωση, οδηγώντας μας στον φαύλο κύκλο που αντιμετωπίζει σήμερα η Ελλάδα. Δεύτερον, η κρίση δίνει τη δυνατότητα να αποσειστούν πρακτικές συντεχνιακών προνομίων και να αυξηθεί ουσιαστικά ο ανταγωνισμός, οδηγώντας σε νέες θέσεις εργασίας και μείωση των τιμών. Τρίτον, απαιτούνται διαρθρωτικές αλλαγές στη διοίκηση και συχνά η απόλυση όσων εργαζομένων στο Δημόσιο δεν προσφέρουν αποτελεσματικά, με την ταυτόχρονη διατήρηση του δικτύου κοινωνικής προστασίας (στις περισσότερες περιπτώσεις). Η δυναμική αντιμετώπιση της κρίσης, αλλά και η πολιτική συνεννόηση που οδηγεί σε μεγαλύτερη οικονομική ασφάλεια, επιτρέπει την επανεκκίνηση της οικονομίας, χωρίς τις προηγούμενες στρεβλώσεις, βασισμένη στην υγιή επιχειρηματικότητα. Aντίστοιχα μαθήματα μπορεί να αντλήσει κανείς και από την ανάκαμψη της Βραζιλίας, όσο και από τη συνεχιζόμενη αδυναμία της Αργεντινής να ανορθωθεί, παρά την αύξηση των διεθνών τιμών στα προς εξαγωγή προϊόντα της.
Αν λοιπόν γνωρίζουμε τι πρέπει να γίνει, γιατί δεν προχωρούν τα πράγματα; Ειδικότερα στην Ελλάδα, γιατί όλος αυτός ο καιρός στον οποίο υποτίθεται ότι αλλάζουμε δεν έχει αποδώσει ακόμη; Η απάντηση, δυστυχώς, είναι ότι ελάχιστες πραγματικές αλλαγές έχουν γίνει, παρ’ όλα τα νομοθετήματα. Συχνά μιλάμε για αλλαγές αφήνοντας το βαθύ, συχνά ανίκανο και ενίοτε διεφθαρμένο κράτος ανέπαφο και τους ευνοούμενούς του στη θέση τους. Η εγκληματική αδυναμία να αξιολογήσουμε τα στελέχη του Δημοσίου και να αποτολμήσουμε τον ουσιαστικό εξορθολογισμό του κράτους είναι ενδεικτικά. Οσο για αυτά που έχουμε συμφωνήσει, και συχνά νομοθετήσει, δεν τελεσφορούν, καθώς χάνονται στην εφαρμογή. Δεν φαίνεται να έχουμε ούτε τη θέληση ούτε τις δεξιότητες να κάνουμε τις τομές που χρειάζονται. Τέλος, δεν έχουμε ακόμη καταφέρει να εξηγήσουμε στην κοινωνία με απλά λόγια ποιο είναι το πρόβλημα και πώς αντιμετωπίζεται, χάνοντας έτσι την ενεργό στήριξη της κοινής γνώμης.
Τι μπορούμε να κάνουμε σ’ αυτήν την κρίσιμη καμπή; Πριν από λίγες μέρες, στο Διεθνές Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός, συντόνισα μια συνάντηση με τους ηγέτες των (βορειότερων) χωρών που μπόρεσαν να ανταποκριθούν στις προκλήσεις των καιρών και να αντιμετωπίσουν τα προβλήματά τους, αλλά και με Ευρωπαίους από χώρες που ακόμη χειμάζονται από την κρίση. Το αντικείμενο ήταν «η μεταρρύθμιση της μεταρρυθμιστικής ατζέντας», και το ενδιαφέρον καθώς και η παρουσία των ηγετικών φυσιογνωμιών επιβεβαίωσε τόσο τη σημασία του ζητήματος όσο και το επείγον του χαρακτήρα του. Αυτό που προέκυψε ως συμπέρασμα είναι ότι η εφαρμογή του προγράμματος, η συνέχεια στην παρακολούθησή του και η θέληση να αντιμετωπιστεί ο εγγενής συντηρητισμός στο Δημόσιο (ειδικά από όσους το καπηλεύονται) είναι αναγκαία συστατικά της μεταρρύθμισης. Οπως αναφέρθηκε στη συζήτηση, «εάν ο ιδιωτικός τομέας θεωρεί ότι η διαρκής αλλαγή είναι προϋπόθεση επιτυχίας, για πολιτικούς ή ανώτατους δημόσιους υπαλλήλους η αλλαγή είναι συνταγή για αποτυχία». Για να αντιμετωπιστούν τα αναμενόμενα και εγγενή αυτά προβλήματα, απαιτούνται στοχευμένες ενέργειες αλλά και παρακολούθηση από ανθρώπους με εμπειρία στη διαχείριση αλλαγής, στον εξορθολογισμό δομών και στην εφαρμογή και όχι μόνο στον σχεδιασμό, στον οποίο αρκείται η Task Force της Ε.Ε.
Χρειαζόμαστε λοιπόν ένα όργανο παρακολούθησης και υποστήριξης των αλλαγών όσο και ουσιαστική πολιτική τόλμη, που να αντλεί τις σωστές δεξιότητες. Η πρόταση αυτή έγινε τόσο στην κυβέρνηση όσο και στην Task Force που είναι υπεύθυνη για τις μεταρρυθμίσεις. Δυστυχώς, μέχρι να ξαναφτάσει ο κόμπος της εφαρμογής στο χτένι της εξόδου από την Ε.Ε., φοβούμαι πως δεν θα υπάρξει ανταπόκριση. Η κυβέρνηση δεν φαίνεται διατεθειμένη να δημιουργήσει ένα όργανο του οποίο τον έλεγχο δεν θα έχει και η Task Force δεν φαίνεται διατεθημένη να δεχθεί συμβουλές στον τομέα της υλοποίησης, παρότι αυτός εκφεύγει των δεξιοτήτων της. Κι όμως, το σημερινό πρόβλημα είναι αμιγώς πρόβλημα εφαρμογής. Η επιτυχία ή η ενδεχόμενη κατάρρευση της ύστατης προσπάθειας να σταθεί το κράτος στα πόδια του εξαρτάται απ’ αυτό. Ας ελπίσουμε ότι θα το καταλάβουμε πριν να είναι αργά.
* Κατέχει την Εδρα Επιχειρηματικότητας και Καινοτομίας Sir Donald Gordon στο London Business School και είναι επισκέπτης καθηγητής στο NYU-Stern.

Πολλαπλασιαστές και διαιρέτες



Του Νικου Χριστοδουλακη*
Μετά την κρίση του 2008, τα δημοσιονομικά ελλείμματα αυξήθηκαν σε πολλές χώρες είτε για τη διάσωση των τραπεζών είτε για να αποφύγουν κάπως την ανεργία με κρατικές παρεμβάσεις. Οσες ήταν όμως ήδη με υψηλό χρέος, ξέμειναν γρήγορα από ρευστότητα και βρέθηκαν αντιμέτωπες με το δίλημμα «χρεοκοπία ή συνεχής συρρίκνωση». Πολλοί ακαδημαϊκοί έσπευσαν τότε να τις καθησυχάσουν. Πρώτα οι Ρόγκοφ και Ράινχαρτ το 2009 και μετά διάφορες μελέτες του ΔΝΤ και της ΕΚΤ βρήκαν ότι ενώ σε μια χώρα με χαμηλό χρέος τα ελλείμματα μπορεί να βοηθήσουν την ανάκαμψη, γίνονται επιζήμια αν το χρέος ξεπεράσει το 90% του ΑΕΠ.
Επειδή κατά μαγική σύμπτωση το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ και το συνολικό της Ευρωζώνης βρισκόταν κοντά σε αυτό το όριο, το μήνυμα ήταν ότι οι κυβερνήσεις δεν πρέπει να σκέφτονται περαιτέρω δημοσιονομική επέκταση για να μην πλήξουν την ανάπτυξη! Ετσι, όλη η Ευρώπη εγκλωβίστηκε σε μια μακρά ύφεση που τώρα χτυπά ακόμα και τις εύρωστες χώρες, ενώ μόνο οι ΗΠΑ ξέφυγαν λίγο μετά την εκλογή Ομπάμα, όχι όμως και οριστικά.
Για χώρες όπως η Ελλάδα όπου το χρέος ήταν σημαντικά μεγαλύτερο και η προσαρμογή απολύτως αναγκαία, η συνταγή ήταν ακόμα πιο επιτακτική: αντί το πρόγραμμα λιτότητας να είναι σταδιακό, έπρεπε να γίνει άμεσο και εκτεταμένο, γιατί έτσι με το παραπάνω μοντέλο θα ήταν αυτομάτως και αναπτυξιακό. Σύμφωνα με τον μικρό πολλαπλασιαστή του ΔΝΤ, η όποια ύφεση θα ήταν ελάχιστη, αλλά και αυτή ακόμα θα μπορούσε να ξεπεραστεί με ταχύρρυθμες μεταρρυθμίσεις που θα επιτάχυναν την έλευση του ανταγωνιστικού παραδείσου με πολλή ανάπτυξη και χωρίς χρέος αυτή τη φορά.
Τους ξέφυγε όμως μια μικρή λεπτομέρεια, που έκανε τους περίτεχνους υπολογισμούς να καταρρεύσουν: η ίδια η κρίση, και οι βαθιές αλλαγές που επιφέρει σε οικονομικά μοντέλα και κοινωνικές συμπεριφορές. Ο Κέινς -που συνήθως περιφρονείται από την κυρίαρχη σκέψη του ΔΝΤ- είχε προειδοποιήσει από το 1936 ότι σε συνθήκες μεγάλης μείωσης του εισοδήματος, τα νοικοκυριά ξοδεύουν αναλογικά πιο μεγάλο μερίδιο για να περισώσουν όσο μπορούν το επίπεδο διαβίωσής τους. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η υπερβολική λιτότητα οδηγεί σε θεαματικά μεγαλύτερη βύθιση την οικονομία από ό,τι θα συνέβαινε σε ήρεμη περίοδο.
Τα προγράμματα σχεδιάστηκαν όμως αγνοώντας την προειδοποίηση του Κέινς και έτσι οι εκτιμήσεις για την ύφεση έπεσαν έξω κατά δύο φορές γενικά και σχεδόν τέσσερις για την Ελλάδα. Οι λόγοι που ξέφυγε μια τόσο σοβαρή αστοχία είναι πάντως διαφορετικοί για κάθε πλευρά που αναμείχθηκε στο ελληνικό πρόγραμμα. Το μεν ΔΝΤ γιατί εφαρμόζει τυποποιημένες συνταγές για όλες τις χώρες χωρίς κανόνες έγκαιρης διόρθωσης, η δε Ευρωζώνη γιατί αδιαφόρησε και δεν θέλησε να δράσει ως ενιαίος οικονομικός χώρος απέναντι στο πρόβλημα μερικών μελών της. Ακολούθως, η ελληνική κυβέρνηση χωρίς προετοιμασία και εμπειρία δέχθηκε ανυποψίαστη το σχέδιο του ΔΝΤ, ενώ οι ξένοι σύμβουλοι εκείνης της περιόδου εκτιμούσαν ότι η Ελλάδα θα εγκατέλειπε το ευρώ και το πρόγραμμα θα περνούσε σε δεύτερη μοίρα.
Ετσι η Ευρώπη διαιρέθηκε σε «ενάρετες» και «άσωτες» χώρες, η τιμωρία των οποίων θα φρονημάτιζε τις υπόλοιπες, ενώ η Ελλάδα διχάστηκε ανάμεσα σε όσους πίστεψαν άκριτα το σχέδιο προσαρμογής και σε αυτούς που οχυρώθηκαν στην παταγώδη αποτυχία του για να υπερασπίσουν τα προνόμιά τους. Είναι βέβαιο ότι το επόμενο διάστημα θα διορθωθούν πολλά ακαδημαϊκά λάθη, καθόλου σίγουρο όμως ότι θα υπάρξει κάποια επανόρθωση στην ελληνική οικονομία που διανύει τον τέταρτο χρόνο βαθιάς συρρίκνωσης και ανεργίας.
Για να συμβεί αυτό, χρειάζεται νέα διαπραγμάτευση του Μνημονίου με λιγότερους φόρους και περικοπές, πιο ελαστικό ορίζοντα εφαρμογής και μια γενναία ευρωπαϊκή πρωτοβουλία ανάπτυξης ως διόρθωση του μοιραίου πολλαπλασιαστή. Εννοείται φυσικά πως τα κλιμάκια που το σχεδίασαν και το υλοποίησαν θα έχουν την ευαισθησία να παραιτηθούν, και στον ελεύθερο χρόνο τους να ξαναδιαβάσουν τον Κέινς.
* Ο κ. Νίκος Χριστοδουλάκης είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο και πρώην υπουργός.

Οι μύθοι της κρίσης και οι «ακόλαστες δαπάνες»



Του Δημητρη Β. Παπαδημητριου*
Γιατί κατέληξε σε μια τόσο μεγάλη αποτυχία το κυριότερο πειραματικό εργαστήριο μείωσης δημοσίου ελλείμματος στον κόσμο; Οι Ευρωπαίοι ηγέτες προσδοκούν το αποτέλεσμα της δραστικής βελτίωσης του λόγου χρέος προς ΑΕΠ στην Ελλάδα, μετά την επιβολή μέτρων άκρας λιτότητας. Αλλά το τρέχον πείραμα δεν πετυχαίνει για έναν σημαντικό λόγο: τα προγράμματα λιτότητας πηγάζουν από μύθους σχετικώς με το τι προκάλεσε την κρίση εξαρχής.
Η δημοφιλής άποψη, που θέλει τις υπερβολικές δημόσιες δαπάνες να αποτελούν τον λόγο δημιουργίας του προβλήματος των δημοσίων ελλειμμάτων στην Ελλάδα, είναι απλώς λανθασμένη. Τα στοιχεία δεν στηρίζουν το θέμα που έχει δημιουργηθεί περί «ακόλαστων δαπανών».
Οι δημόσιες δαπάνες στην Ελλάδα αντιστοιχούσαν το 1990 στο 45% του ΑΕΠ της χώρας, ήτοι πολύ πριν ξεσπάσει η κρίση. Το ποσοστό αυτό διατηρήθηκε σταθερό έως και το 2006 και είναι αναλογικά σημαντικά κατώτερο των αντίστοιχων δαπανών στη Γαλλία, στην Ιταλία, ακόμη δε και στη Γερμανία. Σήμερα η Ελλάδα χαρακτηρίζεται το «κακό παιδί» με τον ανέκαθεν διογκωμένο δημόσιο τομέα. Και όμως, τα δεδομένα της δεν διέφεραν από εκείνα των γειτόνων της, ενώ τα ποσοστά της –των δημοσίων δαπανών αναλογικά προς το ΑΕΠ της– δεν την απέκλεισαν πριν από το ξέσπασμα της κρίσης το 2008, από το να συμβαδίζει με ή και να υπερβεί τους αναπτυξιακούς ρυθμούς πλουσίων χωρών της Ευρωζώνης. Δεν είχαν εντοπιστεί ραγδαίες αυξήσεις των δημοσίων δαπανών στη χώρα έως την ύφεση που ξεκίνησε το 2008. Το χρονοδιάγραμμα επιβεβαιώνει την πεποίθηση πως το κλειδί στην κατάρρευση της οικονομίας δεν ήταν οι από μακρόν υπερβολές των ελληνικών κυβερνήσεων.
Η εικόνα, σε ό,τι αφορά στο δημόσιο χρέος της, ήταν επίσης σταθερή. Επί χρόνια, το ετήσιο δημόσιο έλλειμμα της Ελλάδας κυμαινόταν από το 3% έως και το 5%, με το δημόσιο χρέος της να ανέρχεται περίπου στο 120% του ΑΕΠ, χωρίς να δημιουργείται αναστάτωση στις αγορές. Το έτος 2000, όταν η Ελλάδα εντάχθηκε στο ευρώ, το δημόσιο έλλειμμά της κυμαινόταν στο 3,8% του ΑΕΠ της, επίπεδα στα οποία διατηρήθηκε τα πρώτα χρόνια μετά την κυκλοφορία του ενιαίου νομίσματος. Ο δημόσιος δανεισμός δεν είχε εκτοξευθεί στα ύψη πριν ξεσπάσει η κρίση χρέους το 2009, γεγονός που καταδεικνύει επίσης ότι η προϊστορία της –σε ό,τι αφορά το δημόσιο χρέος της– δεν ήταν ο κύριος λόγος για την πιστωτική κρίση με την οποία βρέθηκε αντιμέτωπη.
Αλλά ήταν τα δεδομένα και οι τάσεις, που περισσότερο από τον δημόσιο δανεισμό και τις κρατικές δαπάνες, δημιουργούσαν ανησυχία. Ανάμεσά τους, η μείωση των δημοσίων εσόδων, ένα πρόβλημα που έμελλε να λάβει ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις. Πριν ακόμη ενταχθεί στο ευρώ, η Ελλάδα υπολειπόταν σημαντικά άλλων ευρωπαϊκών οικονομιών στο μέτωπο είσπραξης των φόρων.
Οπως αναφέρεται σε έκθεση του Ινστιτούτου Levy, το 2005 τα φορολογικά έσοδα –ειδικότερα αυτά από τη φορολογία εισοδήματος και περιουσιακών στοιχείων– ανέρχονταν μόλις στο 8,6% του ΑΕΠ, παραμένοντας σε σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα από εκείνα, άλλων ευρωπαϊκών κρατών. Η αξιοσημείωτη αύξηση των δημοσίων εσόδων οφειλόταν κυρίως στην αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών –συμπεριλαμβανομένων των συνταξιοδοτικών–, οι οποίες έφτασαν έως και στο 13,5% από 9,8% προηγουμένως, πριν σταθεροποιηθούν έκτοτε σε ελαφρώς χαμηλότερα επίπεδα. Η φοροδιαφυγή ήταν ευρύτατα διαδεδομένη, ενώ ανθούσε η παραοικονομία. Οσο μειώνονταν τα έσοδα, το δημόσιο έλλειμμα αυξανόταν.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’90 εμφανίστηκε ακόμη ένας κίνδυνος. Οι επενδύσεις επικεντρώθηκαν στον κλάδο της οικοδομής, ενώ οι μηχανές παραγωγής και τα μέσα μεταφοράς –πιο σημαντικά για την παραγωγική ικανότητα της χώρας– αποτέλεσαν δευτερεύουσα προτεραιότητα. Η αύξηση των επενδύσεων συγκριτικά με τις αποταμιεύσεις στην Ελλάδα και οι ισχυροί, πραγματικοί αναπτυξιακοί ρυθμοί της οικονομίας της άρχισαν να εξαρτώνται από τη ζήτηση του ιδιωτικού τομέα, η οποία στηριζόταν στον δανεισμό. Στο μεταξύ, η κατανάλωση των νοικοκυριών χρηματοδοτείτο από τη μείωση των οικογενειακών περιουσιών, τόσο όσο και από τον δανεισμό. Ο ιδιωτικός τομέας κατέστη σύντομα καθαρός οφειλέτης. Σας θυμίζει κάτι;
Αυτά ασφαλώς δεν ήταν τα μόνα θέματα που προκάλεσαν την κρίση στην Ελλάδα. Ας κατονομάσουμε μερικά ακόμη δεδομένα που συνέτειναν σε αυτήν: η συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ επέφερε επιπτώσεις στο ισοζύγιο εμπορικών συναλλαγών. Οι τιμές των εξαγώγιμων προϊόντων άρχισαν να αυξάνονται πολύ ταχύτερα στην Ελλάδα απ’ ό,τι στις υπόλοιπες χώρες–μέλη της Ευρωζώνης, με τις ελληνικές επιχειρήσεις να αδυνατούν ή να μην είναι πρόθυμες να «καλύψουν» την ανατίμηση του ευρώ, που θα μπορούσαν να επιτύχουν μειώνοντας τα περιθώρια κέρδους τους. Παράλληλα άρχισε να μειώνεται το ισοζύγιο εισροής κεφαλαίων – κυρίως από τη μείωση εμβασμάτων από το εξωτερικό. Κατόπιν άρχισαν να μειώνονται οι αποδόσεις των ακινήτων, ειδικότερα το εισόδημα που απέφεραν στους ιδιοκτήτες τους.
Σε ό,τι αφορά το μέλλον, το σημαντικότερο είναι ότι –σε αντίθεση με άλλες χώρες σε κρίση– τόσο ο ιδιωτικός τομέας στην Ελλάδα όσο και ο δημόσιος είναι καθαροί δανειστές από το εξωτερικό. Αυτός ο συνδυασμός σημαίνει ότι η Ελλάδα πρέπει να διαθέσει πραγματικά περιουσιακά στοιχεία –και όχι μόνον χρηματοοικονομικά– για να μειώσει το συνολικό χρέος της.
Κανένα από αυτά τα προβλήματα δεν μπορεί να αναμένεται να βρει λύση υπό καθεστώς λιτότητας. Αν και είναι πιθανός ο ισολογισμός των δημοσίων οικονομικών –εξαιρουμένων των τόκων του δημοσίου χρέους– μέσα στο 2013 ή στο 2014, αποτελεί φαντασίωση η πιθανότητα επίτευξης των άλλων στόχων που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, καθώς οι επιπτώσεις της προσπάθειας μείωσης του δημοσίου ελλείμματος αποδεικνύονται «τοξικές». Η φτώχεια και η ανεργία στην Ελλάδα έχουν αυξηθεί σε επίπεδα που μόνο καταστροφικά μπορεί να χαρακτηριστούν. Υπαρκτή, δε, είναι ακόμη η απειλή περαιτέρω απωλειών θέσεων εργασίας, με αποτέλεσμα την κατάρρευση της χώρας. Την τελευταία τετραετία, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ μειώνεται κατά τουλάχιστον 5% ετησίως. Βάσει αυτών αλλά και πολλών άλλων στοιχείων, οι περικοπές δαπανών πυροδότησαν μια βαθύτατη ύφεση με καταστροφικές οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις.
Πρέπει να ανακτηθούν οι ρυθμοί αύξησης του ελληνικού ΑΕΠ πριν επιλυθούν τα δημοσιονομικά προβλήματα της Ελλάδας και όχι το αντίστροφο. Το γεγονός δεν υποβαθμίζει με κανέναν τρόπο την απειλή που αντιπροσωπεύει για τη χώρα το χρέος της και την ανάγκη να επαναχρηματοδοτηθεί με χαμηλότερο κόστος. Ακόμη και με το τρέχον επιτόκιο, που κυμαίνεται κάτω από τα επίπεδα του 10%, τα τοκοχρεολύσια μπορεί να εκτοξευθούν ταχύτατα στα ύψη. Και παρά το σύνολο των προαναφερθέντων προβλημάτων, η ανάπτυξη παραμένει το ζητούμενο.
Μέσα στο 2012 είδαμε τελικώς να γίνονται μικρές υποχωρήσεις σε ό,τι αφορά την πολιτική λιτότητας που καλείται να εφαρμόσει η ελληνική κυβέρνηση. Ας ελπίσουμε ότι το 2013 θα μας επιτρέψει ένα μεγάλο βήμα πίσω από τους πολυσυζητημένους –αλλά ασφαλώς μόνο κατά φαντασία– «θρύλους» περί κατάρρευσης της Ελλάδας.
* Ο κ. Δ. Β. Παπαδημητρίου είναι πρόεδρος του Levy Economics Institute και καθηγητής Οικονομικών στο Bard College της Νέας Υόρκης.