Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2009

Αρχαίο... λάδωμα αθάνατο

Από τον 19ο αιώνα στα σκάνδαλα του Μεσοπολέμου
«Οποιος κριτής διαφθαρεί ή με δώρα ή με υποσχέσεις και αποφασίσει άδικα εις εγκληματικάς διαδικασίας, να χάνει τα πολιτικά του δικαιώματα διά παντός και να πληρώνει εις το Ταμείον διπλάσια των όσα έλαβε.
Οποιος κριτής διαφθαρεί ή με δώρα ή με υποσχέσεις και αποφασίσει άδικα εις μη εγκληματικάς διαδικασίας, να χάνει τα πολιτικά του δικαιώματα από ένα έως τρεις χρόνους και να πληρώνει τα διπλά απ' όσα έλαβε, ποτέ όμως ολιγώτερα των εκατό γροσίων.
Οποιος διά φιλίαν ή δι' έχθραν ή δι' οποιανδήποτε άλλην σχέσιν κρίνει άδικα, να εκπίπτει του υπουργήματός του και να μην εμβαίνει εις Δημόσιον Υπούργημα από εξ μήνας έως δύο χρόνους.
Οποιος των υπουργών φωραθεί ότι έλαβε δώρα και παρέβη τα χρέη του, να εκπίπτει του υπουργήματός του και να πληρώνει διπλά των όσων έλαβε, ποτέ όμως ολιγώτερα των εκατό γροσίων.
Οποιος των υπαλλήλων υπουργών φωραθεί ότι έλαβε δώρα, και παρέβη τα χρέη του, να εκπίπτει του υπουργήματός του» (από το Κεφάλαιο Ζ «Περί δωροδοκίας των Δημοσίων Υπουργών», Κώδιξ των Νόμων, φυλλάδιο Α' εκ της εν Υδρα τυπογραφίας, 1824).

Το φαινόμενο της διαφθοράς είναι μια πανάρχαια υπόθεση. Οπως αναφέρει ο Γερμανός ιστορικός Χέρμαν Μπένγκτσον, οι εξελίξεις στην Ελλάδα κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. βρίσκονταν υπό την άμεση επιρροή της περσικής πολιτικής, η οποία «χρησιμοποιώντας απλόχερα τον αυτοκρατορικό χρυσό» κατόρθωσε να υποδαυλίσει με πολλή επιδεξιότητα την απέχθεια των Ελλήνων για την αυταρχική διοίκηση της κυρίαρχης Σπάρτης. Ως απεσταλμένος του σατράπη Φαρνάβαζου έφτασε στην Ελλάδα ο Ρόδιος Τιμοκράτης που πρόσφερε «άφθονα περσικά χρήματα» στις Θήβες, στην Κόρινθο, στο Αργος και έτσι δεν χρειαζόταν πια παρά μια ασήμαντη αφορμή για να ξεσηκωθούν οι Ελληνες κατά της καταπιεστικής ηγεμονίας των Λακεδαιμονίων. (1)
Αλλωστε σε τι διαφέρουν οι Ελληνες που συνωστίζονταν έναντι χρήματος στις περσικές αυλές από εκείνους που σήμερα, επί χρήμασι, παίζουν το παιχνίδι των Τούρκων, μεταφέροντας παράνομα λαθραίους Ασιάτες μετανάστες στην Ελλάδα;
Στην αρχαία ελληνική μυθολογία αναφέρεται ότι ο Διόνυσος ικανοποίησε την επιθυμία του βασιλιά της Φρυγίας Μίδα ό,τι ακουμπά να γίνεται χρυσός. Τελικά όμως αυτό το «χάρισμα» του Μίδα, αντί να τον οδηγήσει στην ευτυχία, έγινε πηγή δυστυχίας.
Για τους αρχαίους Ελληνες ήταν φανερό ότι η αναζήτηση με κάθε τρόπο του χρυσού, του χρήματος, οδηγούσε στη διαφθορά, που ήταν συνυφασμένη με τη δυστυχία και όχι την ευτυχία.
Και ο ρωμαϊκός ιμπεριαλισμός που αντικατέστησε τους Ελληνες στον τότε γνωστό κόσμο είχε τα ίδια χαρακτηριστικά με τον σημερινό ιμπεριαλισμό: την αναζήτηση του πλούτου και της δύναμης. Ο Ρωμαίος ρήτορας και πολιτικός Μάρκος Τούλιος Κικέρων τόνιζε προς τους συμπατριώτες του: «Οι λέξεις δεν μπορούν να εκφράσουν το πόσο μισητοί είμαστε στα ξένα έθνη και αιτία είναι η άγρια και ακόλαστη συμπεριφορά των ατόμων που στείλαμε να τα κυβερνήσουν τα τελευταία χρόνια.
Γιατί, σ' αυτές τις χώρες, ποιος ναός, νομίζετε, δεν συλήθηκε από τους αξιωματούχους μας, ποια τελετή δεν παραβιάστηκε, σε ποιο σπίτι δεν σπάσανε τις πόρτες; Ο λόγος; Πάνε γυρεύοντας για αιτίες πολέμου, ενάντια σε πλούσιες και ανθηρές πόλεις, για να ικανοποιήσουν τις αρπακτικές επιθυμίες τους». (2)
Από τη δημιουργία του νεο-ελληνικού κράτους ο όρος «διαφθορά» χρησιμοποιείται ευρύτατα από πολιτικούς και ιστορικούς αλλά και από απλούς πολίτες.
Ενας από τους πρωτοπόρους μελετητές του ελληνικού προβλήματος της διαφθοράς, ο καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης Κλεομένης Κουτσούκης θεωρεί ότι, γενικά, τη διαφθορά της ελληνικής κοινωνίας θα μπορούσε να την αποδώσει κάποιος σε τρεις κυρίως λόγους. Πρώτον στην πολιτισμική κληρονομιά της κοινωνίας του ρουσφετιού. Δεύτερον, η νεο-ελληνική κοινωνία ήταν ανοργάνωτη με συγκεχυμένα τα όρια δημόσιου/ιδιωτικού, όπου εύκολα περνούσε κανείς από το ένα στο άλλο (κλεπτοκρατία). Και τέλος, ότι ήταν μια νόθα αστική κοινωνία. Ο μέσος Ελληνας τους ξενόφερτους θεσμούς προσπάθησε να τους αποσείσει από πάνω του με το ρουσφέτι και τη συναλλαγή, βρίσκοντας ενδοτικούς κομματάρχες πολιτικούς.(3)

Την εικόνα της νεο-ελληνικής κοινωνίας απέδωσε παραστατικά ο υπουργός και βουλευτής του Χαρίλαου Τρικούπη, Δ. Βουλπιώτης, που απαντώντας στη Βουλή σε σχετικό ερώτημα τόνισε: «Ενα ξέρω να πω, εγώ κλέφτω, εσύ κλέφτεις, κλέφτουμε όλοι».
Στην αρχαία ελληνική μυθολογία αναφέρεται ότι ο Διόνυσος ικανοποίησε την επιθυμία του βασιλιά της Φρυγίας Μίδα ό,τι ακουμπά να γίνεται χρυσός. Τελικά όμως αυτό το «χάρισμα» του Μίδα, αντί να τον οδηγήσει στην ευτυχία, έγινε πηγή δυστυχίας Στην αρχαία ελληνική μυθολογία αναφέρεται ότι ο Διόνυσος ικανοποίησε την επιθυμία του βασιλιά της Φρυγίας Μίδα ό,τι ακουμπά να γίνεται χρυσός. Τελικά όμως αυτό το «χάρισμα» του Μίδα, αντί να τον οδηγήσει στην ευτυχία, έγινε πηγή δυστυχίας Αλλά και η ελληνική Επανάσταση του '21 δεν ξεκίνησε στηριζόμενη σ' έναν πολύ υγιή περίγυρο. Δίπλα στους ιδεολόγους και τους οραματιστές υπήρχαν και οι ιδιοτελείς που κάλυπταν τους σκοτεινούς σκοπούς τους πίσω από μεγαλόστομες φράσεις.
Οπως γράφει ο Ανώνυμος ο Ελληνας στην «Ελληνική Νομαρχία», στα χρόνια της Τουρκοκρατίας «εφάνησαν εις την Ελλάδα τρεις κυριότητες, η τυραννία, το ιερατείον και η ευγένεια, αι οποίαι διά ένδεκα αιώνας κατέφθειραν την Ελλάδα».
«Ποίος δεν βλέπει -συνεχίζει ο Ανώνυμος- τον αφανισμόν οπού εις την Ελλάδα προξενεί την σήμερον το ιερατείον; Εκατό χιλιάδες μαυροφορεμένοι ζώσιν αργά και τρέφονται από τους ιδρώτας των ταλαιπώρων και πτωχών Ελλήνων... η σημερινή αθλία και φοβερά κατάστασις του ελληνικού ιερατείου είναι η πρώτη αιτία, όπου αργοπορεί την ελευθερίαν της Ελλάδος».(4)
Σύμφωνα με τον καθηγητή κ. Κουτσούκη, οι πρώτοι που «νομιμοποιούνται» και συχνά καταπιάνονται με το φαινόμενο της διαφθοράς και στους οποίους «οφείλουμε πολλά εμείς οι πολιτικοί επιστήμονες» είναι οι δημοσιογράφοι που λόγω της αποστολής των «παρακολουθούν και ελέγχουν τη δημόσια ζωή». Και υπάρχουν πολλά παραδείγματα, όπως το σκάνδαλο Κοσκωτά, αλλά και πρόσφατες ατασθαλίες για την αποκάλυψη των οποίων «ο Τύπος έπαιξε πρωταρχικό ρόλο».
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η διαφθορά δεν έχει αγγίξει και τον χώρο του Τύπου καθώς νοσεί το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας.
Στις 18 Μαρτίου 1845 η εφημερίδα της εποχής «Ο Πρωινός Κήρυξ» θα γράψει μεταξύ άλλων: «Απηύδησε πλέον και ο ανεξάρτητος Τύπος και ο πολυπαθής Λαός διαμαρτυρόμενος με τον πασιφανέστερον τρόπον κατά της διαφθοράς και του εμπαιγμού των νόμων και του Συντάγματος».
Αποτιμώντας ο Χαρίλαος Τρικούπης την πολιτεία της βασιλείας του Οθωνα με άρθρο του στην εφημερίδα «Καιροί» της 9ης Ιουλίου 1874 έγραψε ότι «τας εκ των επαναστάσεων ζημίας αναπληροί ο χρόνος, αλλ' η διαφθορά των ηθών ανατρέπει εκ βάθρων τας κοινωνίας. Ουδέν δε ολεθριώτερον εις τα ήθη του λαού του παρά των κυβερνώντων παρεχομένου εις αυτόν παραδείγματος της των νόμων περιφρονήσεως... Ο από του 1844 και έως του 1862 βίος της Ελλάδος απαντά εις την ερώτησιν ταύτην εγκολάπτων εις την έκπτωτον δυναστείαν το ανεξίτηλον στίγμα της διαφθοράς του ελληνικού λαού».
Και ο γνωστός συνταγματολόγος καθηγητής Νικόλαος Σαρίπολος, με αφορμή τις νόθες εκλογές του 1879, θα διατυπώσει το ερώτημα: «Απέναντι τηλικαύτης διαφθοράς, ήτις κατέλαβεν απάσας τας τάξεις της ελληνικής κοινωνίας, πρέπει άραγε τέλειον ν' απελπισθεί ο χρηστός και φιλόπατρις πολίτης;».
Στα τέλη του 19ου αιώνα ο Χ. Τρικούπης πρσπάθησε να πατάξει τις παρανομίες στα δημόσια ταμεία και συνέδεσε το όνομά του με τα «Βελεντζιακά» που αφορούσαν τη δράση του ταμία Θηβών Θ. Βελέντζα, ο οποίος ανήκε στο πολιτικό στρατόπεδο του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου. Ο Βελέντζας σε διάστημα μιας δεκαετίας περίπου είχε υπεξαιρέσει 800.000 δραχμές, ποσό πολύ μεγάλο για εκείνη την εποχή.

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, που κλήθηκε από τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο, το 1909, ν' αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας, τόνισε σε μεγάλη λαϊκή συγκέντρωση στο Σύνταγμα την τάση προηγούμενων κυβερνήσεων να εστιάζουν τη δραστηριότητά τους «ουχί εις προαγωγήν των δημοσίων συμφερόντων αλλά εις ικανοποίησιν ως επί τα πολλά αθεμίτων αξιώσεων δι' ων διενεργείται η συναλλαγή μεταξύ εκλογέων και βουλευτών».
Αλλά και η εκσυγχρονιστική πολιτική του Βενιζέλου στιγματίστηκε ιδιαίτερα από κάποια σκάνδαλα διαφθοράς, κατά την περίοδο 1928-1932.
Και φυσικά η αντιπολίτευση δεν έχασε την ευκαιρία να ρίξει το σύνθημα «κάτω οι κλέπται».
Το 1930 ανακαλύφθηκε από τον Τύπο ότι οι φαρμακευτικές εταιρείες που παρασκεύαζαν το κινίνο, υπό τον έλεγχο του Γενικού Χημείου του Κράτους, κρατούσαν για λογαριασμό τους μεγάλο μέρος της πρώτης ύλης που τους έδινε το κράτος και με μειωμένη δόση ή καθόλου κινίνη παρασκεύαζαν και διακινούσαν στην αγορά νοθευμένα δισκία κινίνου.

Αρχικά ο Βενιζέλος αμφισβήτησε τις καταγγελίες των εφημερίδων αλλά τελικά πείστηκε για τη βασιμότητα των γραφομένων και διέταξε ανακρίσεις.
Στη διάρκεια των ανακρίσεων για το σκάνδαλο του κινίνου αποκαλύφθηκε ότι η αρμόδια υπηρεσία του υπουργείου Εσωτερικών είχε κάνει λογιστικό λάθος, με συνέπεια να επιβαρυνθεί η τιμή του ψωμιού κατά 50 λεπτά η οκά. Το σκανδαλώδες ήταν ότι ο τότε γενικός διευθυντής του Γενικού Χημείου του Κράτους, στον οποίο ο Ελ. Βενιζέλος είχε αναθέσει τη σχετική έρευνα για την τιμή του ψωμιού, κατηγορήθηκε ότι ήταν μπλεγμένος στο σκάνδαλο του κινίνου.
Κατά ειρωνεία της τύχης την ίδια μέρα που ο Βενιζέλος του έπλεκε το εγκώμιο, στις 12 Νοεμβρίου 1930, λέγοντας γι' αυτόν στους δημοσιογράφους «να του έχετε εμπιστοσύνη, διότι πρόκειται περί υπαλλήλου παραδειγματικής εντιμότητος», ο συγκεκριμένος γενικός διευθυντής του Χημείου του Κράτους κλήθηκε να ανακριθεί θεωρούμενος ως εμπλεκόμενος στο σκάνδαλο του κινίνου. Λίγες μέρες αργότερα προφυλακίστηκε και παραπέμφθηκε σε δίκη ως ηθικός αυτουργός υπεξαιρέσεως κινίνης, αξίας 14 εκατομμυρίων δραχμών στο μεσοδιάστημα από το 1924 ώς το 1930.
Τελικά όμως το δικαστήριο τον αθώωσε.
Ενα άλλο σκάνδαλο που απασχόλησε την κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου ήταν «η υπόθεση Καραπαναγιώτη». Ο τότε υπουργός Συγκοινωνιών Καραπαναγιώτης είχε αναθέσει τα έργα οδοποιίας στο νησί της Λέσβου, αξίας 70 εκατομμυρίων δραχμών περίπου, σε κατασκευαστική εταιρεία όπου μέτοχοι ήταν ο γαμπρός του και ο αδερφός του.
Ο Βενιζέλος, αν και δεν θεώρησε τον Καραπαναγιώτη νομικά υπεύθυνο, διατύπωσε δημόσια μια γνώμη που μοιάζει και σήμερα επίκαιρη.
«Δεν νομίζω -είπε ο Ελ. Βενιζέλος- ότι ένας υπουργός είναι ορθόν να χρησιμοποιήσει την ανήκουσαν εις αυτόν δημοσίαν εξουσίαν διά να επιτυγχάνει την εις στενωτάτους αυτού συγγενείς παραχώρησιν της εκτελέσεως δημοσίων έργων, των οποίων η ανωτάτη επίβλεψις ανήκει εις αυτόν τον αρμόδιον υπουργόν. Θεωρώ, εφ' όσον ταύτα είναι ακριβή, ως ασυμβίβαστα προς την πολιτικήν ευθιξίαν την οποίαν η Κοινή Γνώμη αξιοί από τους πολιτικούς άνδρας».
Ο Καραπαναγιώτης εξήγησε στον Βενιζέλο ότι ο επ' αδερφή γαμπρός του πράγματι συμμετείχε στην εταιρεία μόνο για 27 μέρες, αφού ο υπουργός τού ζήτησε να παραιτηθεί. Αλλά ο Βενιζέλος επέμεινε να παραιτηθεί ο Καραπαναγιώτης από τη θέση του υπουργού.(5)

Η δικτατορία της 4ης Αυγούστου επέβαλε τους «ημετέρους» στον δημόσιο τομέα και εφάρμοσε συστηματικά το σκάνδαλο της βίας και της τρομοκράτησης των πολιτικών της αντιπάλων που φθείρει και διαφθείρει την ανθρώπινη κοινωνία. Η περίοδος της ξενικής κατοχής θεωρήθηκε η χρυσή εποχή για τους «οικονομικούς συνεργάτες» των κατακτητών.
Από το 1945 άρχισε βαθμιαία «ο χρυσός αιώνας» για τους «εθνικόφρονες» που κράτησε έως το 1974.
Οι «κατσαπλιάδες», οι «συνοδοιπόροι», οι «δημοκράτες» τέθηκαν στο περιθώριο της κρατικής εξουσίας.
Από το 1974 και κυρίως από το 1981 και μετά όλοι μπήκαν στο παιχνίδι, οι πολιτικές διακρίσεις ουσιαστικά καταργήθηκαν, πολλά καλυτέρεψαν στον τομέα των δημοκρατικών ελευθεριών, αλλά η οικονομική δίψα των ανθρώπων για την αναζήτηση «χρυσών ευκαιριών» δεν μειώθηκε.
Πολλά σκάνδαλα, μεγάλα ή μικρά (δωροδοκίες, «φακελάκια»), ήρθαν και πάλι στην επιφάνεια και μας απασχολούν μέχρι σήμερα, είναι μέρος της καθημερινής μας ζωής.

(1) Χ. Μπένγκτσον, Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδος (Μέλισσα), σελ. 228
(2) Λ. Σταυριανός, Η υπόσχεση του επερχόμενου Μεσαίωνα (Κάλβος), σελ. 23
(3) Κλ. Σ. Κουτσούκης, Παθολογία της Πολιτικής, Οψεις της διαφθοράς στο νεοελληνικό κράτος (Παπαζήσης), σσ. 16-17
(4) Ανωνύμου του Ελληνος, Ελληνική Νομαρχία, σσ. 42, 51, 105-109, 180-187, 190-195 (Πίζα Ιταλίας, 1806)
(5) Γρηγ. Δαφνής, Η Ελλάς μεταξύ δύο Πολέμων, τόμος Β' (Ικαρος) σσ. 35-39

«Ο εναγκαλισμός των συνδικαλιστών με την κρατική εξουσία»

Η διαφθορά είναι ένα μικρόβιο που διεισδύει και στα πιο υγιή μέλη μιας κοινωνίας. Κατόρθωσε να διεισδύσει σε πολιτικά κόμματα, θρησκευτικά συστήματα και κοινωνικά καθεστώτα που επαγγέλλονταν την ισότητα, την κοινωνική δικαιοσύνη και την αδελφοσύνη των λαών.
Και φυσικά από αυτό τον νόμο, της εξουσίας που φθείρει και διαφθείρει, δεν ξέφυγαν και οι συνδικαλιστικοί εκπρόσωποι των εργαζομένων. Και η μόνη μερική ασφαλιστική δικλίδα φαίνεται να είναι ο διαρκής, καθημερινός έλεγχος των εργαζομένων και του λαού για τα όσα συμβαίνουν στα παρασκήνια της εξουσίας.
Ο Γιώργος Παυλόπουλος, συνδικαλιστής, εκπρόσωπος του Διοικητικού Συμβουλίου του συλλόγου προσωπικού της Alpha Bank, επιχειρεί να προσεγγίσει το πρόβλημα λέγοντας: «Η καταγραμμένη το τελευταίο διάστημα κρίση εκπροσώπησης δεν περιορίζεται μόνο στην αυξανόμενη δυσπιστία απέναντι στα κόμματα ή σε φαινόμενα απαξίωσης του πολιτικού προσωπικού. Περιλαμβάνει και τον συνδικαλιστικό χώρο. Τα φαινόμενα διαφθοράς είναι ένας από τους παράγοντες που συντελούν στη διαμόρφωση της ανωτέρω τάσης.
Προσπάθεια ερμηνείας του φαινομένου μέσα από μια γενικόλογη αναφορά σε "έκπτωση αξιών" που μεταφέρεται γραμμικά σε κάθε χώρο, άρα και στον συνδικαλιστικό, είναι αρκετά επιφανειακή. Η εξήγηση στο πλαίσιο της ηθικής είναι ανεπαρκής γιατί η διαφθορά δεν σχετίζεται μόνο με την "ανηθικότητα" αλλά προϋποθέτει και τη δυνατότητα κατάχρησης εξουσίας. Στο πλαίσιο αυτό δεν μπορεί να εξηγηθεί η αύξηση της διαφθοράς στον συνδικαλισμό, όταν το βάρος και η δύναμη (άρα και η δυνατότητα κατάχρησης εξουσίας) του συνδικαλιστικού κινήματος έχει μειωθεί δραματικά τα τελευταία χρόνια. Επίσης, ερμηνεία δεν μπορούν να δώσουν νεοφιλελεύθερες και συντηρητικές προσεγγίσεις που συσχέτιζαν άμεσα τη διαφθορά με το μέγεθος του κράτους ή τις στρεβλώσεις στην αγορά, όπου, κατά τη γνώμη τους, η συνδικαλιστική παρέμβαση διαδραμάτιζε καθοριστικό ρόλο.
Οι λόγοι της ηθικής απαξίωσης και της αύξησης των φαινομένων διαφθοράς στο επίπεδο των συνδικαλιστικών ηγεσιών πρέπει να αναζητηθούν αλλού. Κατ' αρχήν οι αλλεπάλληλες ήττες του εργατικού κινήματος τα τελευταία χρόνια, καθώς και η αποστοίχηση της πλειοψηφίας των εργαζομένων από μορφές συλλογικής εκπροσώπησης, είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός στρώματος συνδικαλιστών το οποίο σταδιακά αυτονομείται από τα προβλήματα και τις αγωνίες του απλού εργαζόμενου. Αυτή η συνδικαλιστική γραφειοκρατία καταλήγει να αναπαράγει τα ιδιοτελή συμφέροντά της, αναφερόμενη μόνο κατ' όνομα στους εργαζόμενους.
Δεύτερον, η σταδιακή μετάλλαξη της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας στην κατεύθυνση της συνδιαχειριστικής λογικής με την εργοδοσία δημιούργησε τις προϋποθέσεις αναπαραγωγής φαινομένων διαφθοράς. Τη θέση της μαχητικής συλλογικής διεκδίκησης καταλαμβάνει σταδιακά η εξυπηρέτηση ατομικών αιτημάτων εργαζομένων, συχνά με αναξιοκρατικά κριτήρια ή με αδιαφανείς διαδικασίες.
Είναι γνωστό ότι ο στενός εναγκαλισμός και έλεγχος του συνδικαλιστικού κινήματος από τους κομματικούς μηχανισμούς, κυρίως των λεγόμενων κομμάτων εξουσίας, αυξάνει την τάση διαπλοκής και διαφθοράς. Το παράδοξο είναι γιατί τα φαινόμενα διαφθοράς αυξάνονται τη στιγμή που το κατεξοχήν πεδίο παρέμβασης του κομματισμού, δηλαδή ο δημόσιος χώρος και το κράτος, συρρικνώνεται. Η εξήγηση πρέπει να αναζητηθεί στο γεγονός ότι συνήθως το Δημόσιο δεν δρα ανταγωνιστικά με το ιδιωτικό κεφάλαιο, όπως ισχυρίζονται οι νεοφιλελεύθεροι, αλλά συμπληρωματικά. Μάλιστα, στις περιπτώσεις έμμεσης ιδιωτικοποίησης, όταν δηλαδή λειτουργίες μιας επιχείρησης ή ενός τομέα του Δημοσίου αναλαμβάνονται από ιδιωτικές εταιρείες, ο βασικός παράγων κερδοφορίας είναι η μείωση του κόστους εργασίας, το γνωστό σύγχρονο δουλεμπόριο. Αυτές οι πολιτικές διευκολύνονται από την ώσμωση των συνδικαλιστικών εκπροσώπων με διαπλεκόμενα συμφέροντα.
Τέλος, η δημιουργία από τις επιχειρήσεις ανοιχτά εργοδοτικών σωματείων αναπαράγει φαινόμενα διαφθοράς, με τη συγκάλυψη εργοδοτικών αυθαιρεσιών, με τη δημιουργία μηχανισμού ο οποίος συσπειρώνει τους πλέον καιροσκόπους και με την προώθηση της αντίληψης ότι η συνταύτιση με τα συμφέροντα του εργοδότη είναι το σημαντικότερο προσόν ανέλιξης.
Μέσα σε αυτό το γκρίζο περιβάλλον υπάρχουν και σημάδια αισιοδοξίας. Δεκάδες παρατάξεις, με αναφορά συνήθως την Αριστερά ή τον μαχητικό ακηδεμόνευτο συνδικαλισμό, αντιστέκονται και προσπαθούν να χαράξουν καθημερινά μια διαφορετική πορεία. Την αφωνία και τη συναίνεση μεγάλων ομοσπονδιών ή συνομοσπονδιών έρχονται να σπάσουν απόπειρες συντονισμού από τα κάτω, όπως ο πρόσφατος συντονισμός 93 πρωτοβάθμιων σωματείων για την Κούνεβα. Πολλές και οι απόπειρες δημιουργίας σωματείων στη συνδικαλιστική έρημο του ιδιωτικού τομέα. Είναι ελπιδοφόρα μηνύματα για την ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος, ιδιαίτερα σήμερα που η οικονομική κρίση κάνει αυτή την ανάγκη πιο επιτακτική».
«Από τις νεοελληνικές μαγκιές στην Κόζα Νόστρα»
Νεόπλουτοι πολιτικοί, επιχειρηματίες και αδιευκρινίστων δραστηριοτήτων άλλοι επαγγελματίες και ανεπάγγελτοι, διψασμένοι για εξουσία και βαθύτατα κομπλεξαρισμένοι από την αιφνίδια και εύκολη ευπορία τους, κυκλοφορούν με τις ευλογίες του ελληνικού κράτους με σειρήνες στα αυτοκίνητά τους, φάρους, ασφάλειες και άλλα καταγέλαστα πομπώδη συναφή.

Π. Τατούλης Αυτό είναι για την κουλτούρα μας δυστυχές. Δυστυχέστερο είναι ωστόσο το γεγονός ότι έχουν ανακαλύψει μιμητές στα πρόσωπα και άλλων Ελλήνων πολιτών που παρανόμως εγκαθιστούν τέτοια συστήματα στα αυτοκίνητά τους προκειμένου να μεταπωλήσουν κι εκείνοι με τη σειρά τους λίγη από τη μαγκιά που η δήθεν ελίτ του τόπου τους πουλάει καθημερινά στους δρόμους της χώρας.
Θα μου πείτε, αυτό να ήταν το πρόβλημά μας... Η διαπίστωση αυτή είναι πέρα για πέρα αληθινή. Το παραπάνω ωστόσο παράδειγμα είναι ένα μικρό δείγμα της υποκουλτούρας που διαφεντεύει το νεοελληνικό κράτος και την ιδιοσυγκρασία του νεοέλληνα. Η τήρηση του νόμου εξαρτάται σε μέγιστο βαθμό από τα κιλά μαγκιάς που ο καθένας κουβαλά πάνω του.
Στην Ελλάδα η μικρή διαφθορά λειτούργησε ως προπομπός της μεγάλης διαφθοράς που σύντομα θα ακολουθούσε. Η ψευτο-αστική τάξη που ανέδειξε η λαϊκιστική σοσιαλδημοκρατία του Ανδρέα Παπανδρέου ανέθρεψε ταυτόχρονα μια ολόκληρη γενιά πολιτών με τη διδαχή της μίζας και της ρεμούλας, μέσα από μια άτυπη, πλην όμως διάχυτη νομιμοποίηση της αρπαχτής και του μαύρου χρήματος. Την ίδια στιγμή, ο ίδιος αυτός πολιτικός άνδρωνε ένα κόμμα άκρως σταλινικών δομών, που άπλωνε τα πλοκάμια του στο υπερτροφικό ελληνικό κράτος, κληροδοτώντας στις επόμενες γενιές δυσβάσταχτα χρέη, κομματισμό και άκρατο κορπορατισμό. Μια κοινωνία χωρίς κοινωνική συνείδηση και συνοχή, υποτελή στην ατομική ιδιοτέλεια. Πολιτικοί χωρίς συνείδηση καθήκοντος και μέριμνας δημοσίου συμφέροντος, υπόδουλοι στο κυνήγι της προσωπικής τους ευπορίας. Αυτή ήταν η παρακαταθήκη του πολιτικού ανδρός.

Κακέκτυπο μιμητή του θα ανακάλυπτε σήμερα ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ στο πρόσωπο του σημερινού προέδρου της Νέας Δημοκρατίας. Από τον Ανδρέα Παπανδρέου στον κ. Κώστα Καραμανλή, βήμα βήμα, η μικρή διαφθορά έφερε τη μεγάλη και η διαπλοκή σήμερα εκτυλίσσεται στη γνωστή πλέον τριγωνική σχέση: οι πολιτικοί διαπλέκονται με τους επιχειρηματίες και από κοινού επιβάλλουν τη διαιώνιση της ύπαρξής τους μέσα από δομές οργανωμένου εγκλήματος, συμπαριστατούντων των καλοπληρωμένων από τον κρατικό κορβανά μεγαλοεκδοτών, μεγαλοκαναλαρχών και μεγαλο-δημοσιογραφίσκων.
Σε πολιτικό επίπεδο, τα κόμματα παραμένουν τσιφλίκια του ενός ή του άλλου ηγεμονίσκου. Οι τελευταίοι επιλέγουν στην αυλή τους τους πλέον επιρρεπείς στην ανομία και τους πλέον ασύδοτους για πλούτη, προκειμένου εύκολα να τους κρατούν υποτελείς τους και χειραγωγίσιμους συνεργούς στις προσωπικές τους παρανομίες. Ας μη γελιόμαστε. Αν πάρουμε αποστάσεις από τον έμφυτο νεοελληνικό ραγιαδισμό μας και έναν άσκοπο, ματαιόδοξο συναισθηματισμό μας, που θέλει τους εκάστοτε ηγέτες μας αδιάφθορους με διεφθαρμένους συνεργάτες, τότε η αλήθεια ξεδιπλώνεται με ευκολία εμπρός μας. Οι διεφθαρμένοι ηγέτες ηγούνται διεφθαρμένων κομμάτων. «Το ψάρι βρωμάει απ' το κεφάλι», λέει ο θυμόσοφος λαός. Και συμπληρώνω εδώ: όποιο βαρύγδουπο όνομα κι αν φέρει το ψάρι...
Την εικόνα της προχωρημένης σηψαιμίας της νεο-ελλάδας συμπληρώνει η συνένοχη κοινωνία των νεοελλήνων ψιθυριστών που βολεύονται να παρακολουθούν ανενόχλητα τη μεγάλη διαφθορά, προκειμένου να μη διαταραχθεί καθόλου η προοπτική της δικής τους προσωπικής διαφθοράς. Από τα «μαύρα» του υδραυλικού, του καθηγητή ή του γιατρού έως τους στημένους διαγωνισμούς του Δημοσίου για τους εργολάβους και τους επιχειρηματίες, η νεοελληνική κοινωνία σιωπά μπροστά στην κατρακύλα του πολιτικού συστήματος, από φόβο ότι αν τελικώς το σύστημα αλλάξει, τότε μαζί με τον πολιτικό οχετό θα συμπαρασυρθεί και ένα μεγάλο μέρος κοινωνικών αποβλήτων. Την ίδια στιγμή, η πνευματική ελίτ, απόλυτα παραδομένη κι αυτή στον νεοελληνικό υλισμό, αδυνατεί να κρατήσει το πηδάλιο μιας κάποιας εξόδου από την ολιστική μας κρίση, προτιμώντας να κρατήσει τα κεκτημένα μπροστά στον κίνδυνο να απολέσει κομμάτι τους. Και επανέρχομαι. Οι διεφθαρμένοι ηγέτες ηγούνται διεφθαρμένων κομμάτων -αντανακλαστικού καθρέπτη της διεφθαρμένης κοινωνίας που επιλέγει αυτού του είδους τη θλιβερή εκπροσώπηση.
Δεν θα μπω στη συζήτηση να αναλύσω προτάσεις που έχω καταθέσει εδώ και καιρό για την αντιμετώπιση του ζητήματος της διαφθοράς, που έχω θέσει εξαρχής στην κορυφή της προσωπικής πολιτικής μου ατζέντας και βρίσκονται συγκεντρωμένες στις πολιτικές μου παρεμβάσεις στο Διαδίκτυο. Οι λύσεις είναι γνωστές και δοκιμασμένες σε αναπτυγμένα, αλλά ακόμη και σε τριτοκοσμικά κράτη. Αλλωστε, χορτάσαμε τις αποπροσανατολιστικές συζητήσεις από διαφόρους προπαγανδιστές της πολιτικής και της ενημέρωσης. Τα παραδείγματα πολλά. Αντί να βάλουμε στη φυλακή τους πολιτικούς που παρανόμησαν, ανοίξαμε δήθεν τον διάλογο για την αλλαγή του νόμου περί ευθύνης υπουργών. Αντί να ανοίξουμε τα μαύρα βιβλία των κομμάτων, προτιμήσαμε να παραστήσουμε τους κατάπληκτους για το ένα εκατομμύριο του κ. Τσουκάτου.
Το νεοελληνικό κράτος αντιμετωπίζει αυτή τη στιγμή περισσότερο από ποτέ ένα μεγάλο πρόβλημα. Εναποθέτει την επίλυση των μεγάλων προβλημάτων της χώρας στα χέρια εκείνων που αποτελούν τη βασική πηγή του προβλήματος. Και εκεί τους βρίσκουμε όλους: Διεφθαρμένους ηγέτες. Διαπλεκόμενους επιχειρηματίες. Εξαγορασμένα Μίντια. Ψευτόμαγκες πολίτες. Κάπως έτσι από το κράτος του μάγκα καπάτσου πολίτη που εξαπατά το κράτος φθάσαμε σήμερα να κυβερνά το κράτος το παρακράτος της μαφίας. Και αυτή η ολιστική κρίση είναι η παρακαταθήκη του σημερινού πρωθυπουργού.
«Η ιδιοτελής ελληνική κοινωνία»

Ο πολιτικός επιστήμονας Κλεομένης Κουτσούκης εισάγει τον όρο της «ιδιοτελούς κοινωνίας» γράφοντας:
«Ενώ η "κοινωνία των πολιτών" περιλαμβάνει τις ενώσεις ή τα άτομα που με τη θέλησή τους δραστηριοποιούνται για την ικανοποίηση συλλογικών αναγκών, δηλαδή υπηρετούν το συλλογικό συμφέρον της κοινωνίας, η "ιδιοτελής κοινωνία" περικλείει άτομα ή ενώσεις ατόμων, τα οποία δρουν μόνο για λογαριασμό τους, δηλαδή προκειμένου να ικανοποιήσουν προσωπικές τους ανάγκες και προσωπικά τους συμφέροντα, θέτοντας σε δεύτερη μοίρα ή αδιαφορώντας εντελώς για την κοινωνία και το συλλογικό συμφέρον. Για την επικράτηση της κοινωνίας των πολιτών παρουσιάζονται δύο κύρια εμπόδια: το πρώτο είναι το αδιάφορο ή απαθές μέρος της κοινωνίας και το δεύτερο είναι το ιδιοτελές μέρος της κοινωνίας.
Η "ιδιοτελής κοινωνία" δημιουργεί ένα κοινωνικό, οικονομικό και πολιτισμικό πλαίσιο, το οποίο κυρίως διευκολύνει τις πρακτικές διαφθοράς.
Συνήθως οι αξίες μιας ιδιοτελούς κοινωνίας βρίσκουν εύφορο έδαφος να καλλιεργηθούν, όταν το κράτος ή η κοινωνία αφήνουν ανοικτές θύρες, δηλαδή δεν έχουν ξεκαθαρίσει τις δικές τους σταθερές, αναλλοίωτες αξίες ή δεν παρεμβαίνουν για να καταστήσουν ξεκάθαρα αισθητό το ότι οι μερικότερες αξίες μιας ιδιοτελούς κοινωνίας δεν μπορούν και δεν πρέπει να βρουν εφαρμογή, δηλαδή να υπερτερήσουν των συλλογικών.
Με σκοπό το κέρδος
Οταν λ.χ. μερικοί έμποροι αποφασίσουν να κυκλοφορήσουν στην αγορά κάποιο ανθυγιεινό προϊόν με σκοπό το κέρδος, μια ιδιοτελής κοινωνία βρίσκεται υπό διαμόρφωση, δεδομένου ότι για μια τέτοια δράση ένα ολόκληρο δίκτυο ατόμων ή επιχειρήσεων ενεργοποιείται για την πραγμάτωση του σκοπού αυτού σε βάρος της ευρύτερης κοινωνίας.
Η ιδιοτελής κοινωνία χρησιμοποιεί όλες τις κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές διαδικασίες για τα δικά της αποκλειστικά συμφέροντα και όχι για τα γενικότερα της κοινωνίας. Ετσι, η ιδιοτελής κοινωνία φαίνεται ότι για το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας αποτελεί μια ανισορροπία όχι μόνο μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών συμφερόντων, μεταξύ ατομικών και κοινωνικών και μεταξύ δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, αλλά και μεταξύ παράδοσης και νεωτερικότητας.
Οι λόγοι για τους οποίους μια τέτοια ανισορροπία συμβαίνει, ποικίλλουν, όπως είναι ο ραγδαίος εκσυγχρονισμός, η έλλειψη κοινωνικής δικαιοσύνης και η ύπαρξη ανεπίλυτων κοινωνικών προβλημάτων, η πολιτική αστάθεια, το επίπεδο πολιτικής ανάπτυξης και κουλτούρας κ.ά.
Τα αισθήματα κοινωνικής απογοήτευσης αρχίζουν να γίνονται αντιληπτά από τη στιγμή που λαϊκά στοιχεία, φιλόδοξα για να κατακτήσουν νέα βιοτικά επίπεδα και να ανεβάσουν την κοινωνική τους θέση, δοκιμάζουν απογοήτευση, γιατί το κράτος με τις ατέλειές του ή η κοινωνία γενικότερα με την ανελαστικότητα των δομών και των διαδικασιών της, αποθαρρύνει την κοινωνική κινητικότητα και μειώνει τις ευκαιρίες, παρεμβάλλοντας έτσι εμπόδια στην πραγμάτωση των φιλοδοξιών τους. Τότε είναι που το άτομο αντιδρά στρέφοντας πλέον το ενδιαφέρον του σε άνομες συμμαχίες ή εντάξεις, ώστε να αντιπαρέλθει τις δυκολίες που συναντά και να επιτύχει τους στόχους του.
Η διαφθορά μπορεί να θεωρηθεί ένας μηχανισμός που χρησιμοποιείται από στοιχεία που δεν είναι σε τόσο μεγάλο βαθμό κοινωνικά προσανατολισμένα, όπως είναι τα μέλη μιας ιδιοτελούς κοινωνίας, τα οποία μετέρχονται αυτήν προκειμένου να ευτελίσουν ή να υποσκελίσουν κοινωνικές αξίες ή να αποκτήσουν προσωπικά οφέλη. Οντας λοιπόν η διαφθορά, με αυτή την έννοια, ένα αντικοινωνικό φαινόμενο, διαβρώνει τα θεμέλια της κοινωνίας, η οποία βασίζεται πάνω στην υπεροχή και την προτεραιότητα των κοινωνικών αξιών. Διαφθορά σε μια κοινωνία σημαίνει -στην πράξη- κατάπτωση των συλλογικών αξιών της συγκεκριμένης κοινωνίας. Σήμερα στην Ελλάδα πολλοί βλέπουν μια οικονομική κρίση, αφήνοντας έξω τις πολιτικές, κοινωνικές και ακόμη περισσότερο τις ηθικές πτυχές αυτής της κρίσης. Το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια η ελληνική κοινωνία βιώνει ασυνήθη κρούσματα διαφθοράς και πολιτικών σκανδάλων, καθιστά απαραίτητο τον εντοπισμό και την εξέταση περισσότερο σταθερών προτύπων συμπεριφοράς, που σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με τη διαφθορά.

Ειδικότερα τα σκάνδαλα διαφθοράς που συμβαίνουν στον δημόσιο τομέα, με πρωταγωνιστές ανώτερους κρατικούς αξιωματούχους, ενισχύουν την αμοιβαία δυσπιστία μεταξύ κράτους και πολίτη, κάτι που συνοδεύει τις σχέσεις των δύο από τη σύσταση ακόμη του ελληνικού κράτους. Αυτή η δυσπιστία, που συχνά φτάνει τα όρια του κυνισμού, οδηγεί πολλές φορές στη δυσφήμιση πολλών πρωτοβουλιών, αγαθής προαίρεσης εκ μέρους του κράτους, για την προώθηση θεσμικών ή διοικητικών μεταρρυθμίσεων. Τέτοιου είδους καταστάσεις αποτελούν αντικείμενο εκμετάλλευσης από την πλευρά μιας ιδιοτελούς κοινωνίας, γιατί έτσι διαιωνίζει τις αιτιάσεις της για την εξαπάτηση, τη διαρπαγή και τον ευτελισμό των δημόσιων πραγμάτων και συλλογικών συμφερόντων, εξ' αφορμής ενός δήθεν ανάξιου και αναποτελεσματικού κράτους.
Η εμφάνιση της "ιδιοτελούς κοινωνίας" μπορεί να θεωρηθεί ένα στάδιο της πολιτισμικής αλλαγής που η Ελλάδα έχει υποστεί εξαιτίας του έντονου εκσυγχρονισμού και του γενικότερου κοινωνικοοικονομικού μετασχηματισμού της.
Καταναλωτική κουλτούρα
Μέσα απ' αυτόν τον μετασχηματισμό έκανε την εμφάνισή της μια βιομηχανική καταναλωτική κουλτούρα, η οποία έγινε αισθητή κυρίως μέσα από τη διάχυσή της από τα ανώτερα στα μεσαία και χαμηλότερα στρώματα. Η μαζική, πλέον, αυτή κουλτούρα συνεχίζει να βομβαρδίζει το νέο πεδίο που κατέκτησε με καινούργιες αξίες και σύμβολα. Αυτά σηματοδοτούν την αφετηρία για νέους τρόπους ζωής και νέα καταναλωτικά και πολιτισμικά πρότυπα. Οι σωρευμένες αυτές αλλαγές σηματοδοτούν και την εμφάνιση της ιδιοτελούς κοινωνίας σήμερα στην Ελλάδα.
Ας αναφερθούμε σε μερικά παραδείγματα: Στην "κοινωνία των αυθαιρέτων". Στην κοινωνία της παραοικονομίας που βέβαια δεν αποτελεί ξεχωριστό, μόνο για την Ελλάδα, φαινόμενο. Είναι ένα αρκετά διαδεδομένο σε παγκόσμια κλίμακα φαινόμενο, όπως άλλωστε και η διαφθορά. Ωστόσο το μέγεθός της, το οποίο κυμαίνεται μεταξύ 25% - 35% (κατ' άλλους περισσότερο) για μια μικρή κοινωνία όπως η ελληνική, είναι μάλλον εντυπωσιακό και γι' αυτό οι συνέπειές της μπορούν να θεωρηθούν περισσότερο καταστροφικές.
Τα "επαγγελματικά επιμελητήρια" επίσης τείνουν να δημιουργούν τις δικές τους ιδιοτελείς κοινωνίες, οι οποίες συχνά θέτουν τα δικά τους συμφέροντα υπεράνω του γενικού συμφέροντος.
Η ιδιοτελής κοινωνία βέβαια είναι φαινόμενο κάθε κοινωνίας. Διαφέρει μόνο ως προς την έκταση, τη δομή της και τους χώρους δράσης, ανάλογα με τις ιδιομορφίες μιας κοινωνίας. Ο τύπος αυτός της κοινωνίας προκαλεί, αναμφίβολα, μια ανισορροπία. Αν και συνήθως βλέπουμε την ανισορροπία, δεν καταφεύγουμε με την ίδια ευκολία και ετοιμότητα στην ανίχνευση και τον εντοπισμό των αιτίων που την προκαλούν, ώστε να καταπολεμήσουμε τόσο τις δυσμενείς συνέπειες όσο και τη ρίζα του κακού».
(Κλεομένης Κουτσούκης, «Παθολογία της πολιτικής. Οψεις της διαφθοράς στο νεοελληνικό κράτος»)

Το «κρυφό» Γκουαντάναμο


Η περίπτωση του Λιβανέζου επιχειρηματία, που ως ύποπτος δωροδοκίας εστάλη σε στρατιωτική φυλακή χωρίς διευκρινίσεις, δεν είναι μοναδική για το Μπαγκράμ. Σύμφωνα με τον Αμερικανό ειδικό σε θέματα στρατιωτικού δικαίου και καθηγητή στο Γέιλ, Γιουτζίν Φιντέλ, «πρόκειται για το λησμονημένο, δεύτερο Γκουαντάναμο, το οποίο έχει ανάγκη ακόμη και η κυβέρνηση Ομπάμα».

Τόπος βασανιστηρίων

Το Μπαγκράμ, η μεγαλύτερη αμερικανική στρατιωτική φυλακή εκτός ΗΠΑ, ήταν εξ αρχής χειρότερο απ' ό,τι το Γκουαντάναμο, διατείνεται η Νεοϋορκέζα νομικός Τίνα Φόστερ, «ένας τόπος βασανιστηρίων».

Ιδρύθηκε το 2002 στις εγκαταστάσεις της παλιάς ρωσικής αεροπορικής βάσης και βρίσκεται ΒΑ της Καμπούλ. Σήμερα διαθέτει μεγάλα κελιά με θέση για 25-30 κρατουμένους στο καθένα, ενώ συνολικά μπορεί να «φιλοξενήσει» έως και 1.000 τροφίμους. Για την επέκτασή της, μάλιστα, εγκρίθηκε πρόγραμμα 60 εκατ. δολαρίων.

Αντίθετα με το Γκουαντάναμο, το Μπαγκράμ βρίσκεται στο... πεδίο της μάχης. Ωστόσο, όλοι οι κρατούμενοί του δεν συνελήφθησαν στο Αφγανιστάν. Πολλοί ύποπτοι για τρομοκρατική δράση προέρχονται από αναπτυσσόμενες χώρες, αλλά όλοι θεωρούνται «μαχητές του εχθρού» και όχι αιχμάλωτοι πολέμου, που θα υπόκεινταν στις διατάξεις της Συνθήκης της Γενεύης. «Οι συνθήκες κράτησης κάνουν το Γκουαντάναμο να φαίνεται συμπαθητικό ξενοδοχείο» είναι η μαρτυρία του στρατιωτικού εισαγγελέα Στιούαρντ Κάουτς, που επισκέφθηκε και τις δύο φυλακές.

Εξ αρχής η συγκεκριμένη φυλακή ιδρύθηκε ως τόπος «μετανοίας». Πρώην τρόφιμοι κατήγγειλαν στέρηση ύπνου και ποικίλες κακοποιήσεις, ενώ γνωστές είναι τουλάχιστον δύο περιπτώσεις θανάτου κρατουμένων λόγω βασανιστηρίων. Οι κακοποιήσεις κρατουμένων στο Αμπού Γράιμπ του Ιράκ είχαν ως πρότυπο το Μπαγκράμ, διαπίστωσε στρατιωτική έρευνα.

Απαγόρευση στα ΜΜΕ

Μέχρι σήμερα ελάχιστες φωτογραφίες του Μπαγκράμ έχουν δει το φως της δημοσιότητας και σε δημοσιογράφους δεν επετράπη ποτέ η είσοδος. Αγνωστος είναι ο πραγματικός αριθμός των κρατουμένων. Σήμερα, υπολογίζονται σε 600, σχεδόν τριπλάσιοι απ' ό,τι στο Γκουαντάναμο. Πολύ πρόσφατη -και μη δημοσιευμένη- έκθεση του Πενταγώνου αφήνει να εννοηθεί πως οι 400 θα μπορούσαν ν' απελευθερωθούν αμέσως λόγω έλλειψης στοιχείων ενοχής. Μέχρι τώρα οι κρατούμενοι δεν είχαν καμία νομική κάλυψη και συχνά παραμένουν εκεί για χρόνια χωρίς να γνωρίζουν τον λόγο και χωρίς φυσικά να υπάρχει κανένα επιβαρυντικό στοιχείο εναντίον τους.

Η νέα -ανεπίσημη- γραμμή της κυβέρνησης Ομπάμα προβλέπει κάποιες αλλαγές. Ενας Αμερικανός στρατιωτικός θ' αναλάβει κάθε κρατούμενο, όχι ως συνήγορος, αλλά ως προσωπικός σύμβουλος και μεταξύ άλλων θα συλλέγει στοιχεία για την υπόθεσή του, που μετά θα τα υποβάλλει σε ειδική επιτροπή που θα κρίνει την «ενοχή» του. Το μέτρο αυτό έχει στηλιτευθεί από τον νομικό κόσμο των ΗΠΑ.

Η Τίνα Φόστερ, ως μέλος του Κέντρου Υπεράσπισης Συνταγματικών Δικαιωμάτων Ν. Υόρκης από το 2005, ασχολείται αποκλειστικώς με υποθέσεις του Μπαγκράμ. Η Αμερικανίδα δικηγόρος ενώ δηλώνει απογοητευμένη από το είδωλό της, τον Ομπάμα, ωστόσο θα συνεχίσει ν' αγωνίζεται, παρ' όλο που ο κύριος μάρτυράς της για το Μπαγκράμ εκτελέστηκε -πιθανότατα από τους Ταλιμπάν- λίγο μετά την αποφυλάκισή του. Ο δημοσιογράφος της καναδικής τηλεόρασης στο Αφγανιστάν, Τζότζο Γιαζαμί, ήταν μόλις 22 ετών.
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ ΟΛΓΑ ΚΟΛΙΑΤΣΟΥ koliatsu@enet.gr 26/9/2009

Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2009

Πάμπλο Νερούντα, o αιώνια ερωτευμένος ποιητής

Στις 23 Σεπτεμβρίου 1973 πέθανε ο Χιλιανός ποιητής Πάμπλο Νερούντα, «ο σπουδαιότερος ποιητής του 20ου αιώνα» σύμφωνα με τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Τα έργα του είναι τα πιο πολυδιαβασμένα έργα ισπανόφωνου ποιητή. Ο ποιητής, διπλωμάτης, κομουνιστής, κάτοχος του Νόμπελ Λογοτεχνίας και αιώνια ερωτευμένος Πάμπλο Νερούντα κηδεύτηκε με συνοδεία χιλιάδων πολιτών, που αγνόησαν την απαγόρευση του καθεστώτος Πινοσέτ.

Ο Πάμπλο Νερούντα, του οποίου το πραγματικό όνομα ήταν Ρικάρντο Νεφταλί Ελιέθερ Ρέγιες Μποσοάλτο, γεννήθηκε στις 12 Ιουλίου του 1904, στην πόλη Παράλ της Χιλής. Λίγο μετά τη γέννησή του, πεθαίνει η μητέρα του Ρόσα και ο πατέρας του Χοσέ, εργάτης των σιδηροδρόμων, μετακομίζει στην πόλη Τεμούκο όπου ξαναπαντρεύεται. Το όνομα «Πάμπλο Νερούντα», προς τιμήν του Τσέχου ποιητή Γιαν Νερούντα, αποτελεί το φιλολογικό ψευδώνυμο του από την ηλικία των 20, όνομα το οποίο αργότερα νομιμοποιεί.

Από τα δέκα του γράφει ποιήματα και στα δεκαπέντε δημοσιεύει μάλιστα στίχους στο τοπικό περιοδικό «La Mañana». Το 1919 αποσπά το τρίτο βραβείο για το ποίημά του «Nocturno ideal». Το 1921 ξεκινάει σπουδές παιδαγωγικής και γαλλικών στο Πανεπιστήμιο της Χιλής, στην πρωτεύουσα Σαντιάγο. Κερδίζει το πρώτο βραβείο για το ποίημά του «La canción de fiesta» που αργότερα δημοσιεύεται.

Το 1923 δημοσιεύει το «Crepusculario», έργο που αναγνωρίζεται από λογοτέχνες όπως τον Αλόνε, τον Ραούλ Σίλβα Κάστρο και Πέδρο Πράδο. Τον επόμενο χρόνο δημοσιεύεται το έργο του «Veinte poemas de amor y una canción desesperada», έργο που χαρακτηρίζεται από τα καλύτερά του. Το νέο φαινόμενο της λατινοαμερικανικής ποίησης γίνεται αμέσως εφανές στους λογοτεχνικούς κύκλους. Μεταξύ 20 και 25 ετών, ο ποιητής ολοκληρώνει έξι ακόμα έργα που αποκαλύπτουν τις υπαρξιακές του ανησυχίες αλλά και την ιδιαίτερη παραγωγικότητά του.

Το 1927, σε ηλικία 23 ετών ξεκινάει η διπλωματική του καριέρα. Ως διπλωματικός σύμβουλος ταξιδεύει στη Βιρμανία, το Μπουένος Άιρες, τη Βαρκελώνη, την Κευλάνη, τη Μαδρίτη, την Ιάβα. Στην Ιάβα γνώρισε και παντρεύτηκε την Ολλανδέζα Μαρύκα Αντονιέτα Χάγκενααρ Βόγκελζανγκ, με την οποία χώρισε μετά από έξι χρόνια, κατά τη θητεία του στην Ισπανία. Εκεί, γνωρίζει την μετέπειτα σύζυγό του Αργεντίνα, Δέλια ντελ Καρρίλ.

Οι εμπειρίες του από τα ταξίδια του, τα απολυταρχικά καθεστώτα τα οποία βλέπει και τα μαρτύρια του λαού που στενάζει σε ολόκληρο τον κόσμο, σε συνδυασμό με την δολοφονία του φίλου του και επίσης ποιητή, Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, Νέο παράθυρο του προκαλούν βαθιά αγανάκτηση και στις αρχές της δεκαετίας του 1940 μπαίνει στο κομουνιστικό κόμμα. Το 1945, ο Πάμπλο Νερούντα λαμβάνει το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας. Τα έργα του γίνονται ολοένα και πιο πολιτικά, με αποκορύφωμα το «Canto General».

Με την απαγόρευση του κομουνισμού στη Χιλή, ο Νερούντα πλέον καταζητείται για σύλληψη. Για μήνες κρύβεται στην ίδια του τη χώρα, ώσπου καταφέρνει να διαφύγει στην Αργεντινή και από εκεί στην Ευρώπη, όπου έζησε εξόριστος από το 1948 ως το 1952. Στην εξορία γνώρισε την Ματίλντε Ουρούτιε, τη Χιλιανή τραγουδίστρια που θα αποτελέσει τη «μούσα» του έως το τέλος της ζωής του.

To 1953 ο Νερούντα παραλαμβάνει το βραβείο Στάλιν. Είναι ακόμα πιστός στο κόμμα, αλλά σύντομα, μετά τις αποκαλύψεις για τα εγκλήματα του καθεστώτος του Στάλιν από τον Χρούστσεφ, η πίστη του δέχεται ισχυρό πλήγμα που αποτυπώνεται στη συλλογή του «Εxtravagario» του 1958.

Εγκαθίσταται μόνιμα στην Isla Negra αλλά συνεχίζει τα ταξίδια σε ολόκληρο τον κόσμο. Με την εκλογή του Σαλβαδόρ Αλιέντε ως πρόεδρο της Χιλής, ο Νερούντα διορίζεται πρέσβης στο Παρίσι (1970-1972). Το 1971, ένα χρόνο μετά την τιμητική διάκριση του Έλληνα ποιητή Γιώργου Σεφέρη Νέο παράθυρο, η Σουηδική Ακαδημία απονέμει το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας στον Χιλιανό Πάμπλο Νερούντα, που ήδη πάσχει από καρκίνο. Τάσσεται υπέρ του Αλιέντε και στηρίζει την προεκλογική του εκστρατεία. Ωστόσο, στις 23 Σεπτεμβρίου 1973, λίγες μέρες μετά τη δολοφονία του Αλιέντε και των συνεργατών του, ο Νερούντα ξεψυχά στο νοσοκομείο.

Το καθεστώς του Αγκούστο Πινοσέτ απαγορεύει να γίνει η κηδεία του ποιητή δημόσιο γεγονός. Ωστόσο, δεκάδες χιλιάδες κόσμου συρρέουν στην πρωτεύουσα της χώρας για να συνοδεύσουν τον αγαπημένο ποιητή στην τελευταία του κατοικία και, αναπόφευκτα, η κηδεία του Νερούντα γίνεται η πρώτη δημόσια διαμαρτυρία ενάντια στη στρατιωτική δικτατορία της Χιλής. Τα έργα του παρέμειναν απαγορευμένα στη Χιλή μέχρι και το 1990.

Ο ίδιος είπε για το έργο του και την ποίηση: «Έχω για τη ζωή μιαν αντίληψη δραματική και ρομαντική. Ο,τι δεν αγγίζει βαθιά την ευαισθησία μου δεν με ενδιαφέρει. Όσον αφορά την ποίηση, στην πραγματικότητα καταλαβαίνω πολύ λίγα πράγματα. Γι' αυτό συνεχίζω με τις αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας. Ίσως απ' αυτά τα φυτά, τη μοναξιά, τη σκληρή ζωή, βγαίνουν οι μυστικές, αληθινά βαθιές "Ποιητικές Πραμάτειες" που κανείς δεν μπορεί να διαβάσει, γιατί κανείς δεν τις έγραψε. Η ποίηση διδάσκεται βήμα βήμα ανάμεσα στα πράγματα και στις υπάρξεις, χωρίς να τα χωρίσουμε, αλλά ενώνοντάς τα με την ανιδιοτελή απλωσιά της αγάπης».

TVXS.GR 23/09/2009

Εξευτελισμός στην Χάγη

του Γκιντεόν Λέβι*

Υπάρχει ένα όνομα σε κάθε σφαίρα και υπάρχει κάποιος υπεύθυνος για κάθε έγκλημα. Ο μανδύας με τον οποίο τυλίχτηκε το Ισραήλ από τότε που έγινε η επιχείρηση Καυτό Μολύβι έπεσε μια για πάντα και τώρα τα δύσκολα ερωτήματα πρέπει να απαντηθούν. Έχει καταντήσει περιττό να ρωτάμε το αν συντελέστηκαν εγκλήματα πολέμου στην Γάζα, γιατί έγκυρες και ξεκάθαρες απαντήσεις έχουν ήδη δοθεί.
Τότε είναι η επόμενη ερώτηση που πρέπει να απαντηθεί: Ποιος φταίει; Αν έγιναν εγκλήματα πολέμου στην Γάζα, σημαίνει ότι υπάρχουν πολλοί εγκληματίες πολέμου ανάμεσα μας. Πρέπει να λογοδοτήσουν και να τιμωρηθούν. Είναι το σκληρό συμπέρασμα που βγαίνει από την λεπτομερή έκθεση των Ηνωμένων Εθνών.
Σχεδόν επί ένα χρόνο, το Ισραήλ προσπαθεί να αντιτάξει ότι το αίμα που χύθηκε στην Γάζα δεν ήταν παρά νερό. Η μία έκθεση ακολούθησε την άλλη, με τρομακτικά παρόμοια αποτελέσματα: πολιορκία, λευκός φώσφορος, τραυματισμός αθώων πολιτών, καταστροφή υποδομών-εγκλήματα πολέμου σε κάθε από τη μια εκθέσεις. Τώρα, μετά την δημοσιοποίηση της πιο σημαντικής και πιο καταδικαστικής έκθεσης από όλες, που την συνέταξε επιτροπή με επικεφαλής τον Δικαστή Richard Goldstone, οι προσπάθειες του Ισραήλ να τις υποβαθμίσει μοιάζουν γελοίες και οι λεονταρισμοί των εκπροσώπων ακούγονται αξιολύπητοι.
Μέχρι στιγμής είχαν εστιαστεί στους κομιστές, όχι στο μήνυμα: ο ερευνητής της Human Rights Watch μαζεύει ναζιστικά αναμνηστικά, η οργάνωση Breaking the Silence είναι επιχείρηση και η Διεθνής Αμνηστία αντισημίτες. Όλα φθηνή προπαγάνδα. Αυτή τη φορά όμως ο κομιστής αποδεικνύει την προπαγάνδα. Κανείς δεν μπορεί σοβαρά να υποστηρίξει ότι ο Goldstone, ένας δραστήριος και συνετός σιωνιστής, με βαθιούς δεσμούς με το Ισραήλ είναι αντισημίτης. Θα ήταν γελοίο.
Αν και υπάρχουν μερικοί προπαγανδιστές που πράγματι προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν το όπλο του αντισημιτισμού εναντίον του, παρόλο που γνώριζαν ότι πρόκειται για φάρσα. Κάποιος θα έπρεπε να ακούσει την σπαρακτική συνέντευξη της κόρης του Goldstone Nikole στον Razi Barkai στο ραδιοφωνικό σταθμό του στρατού, για να καταλάβει πως στην πραγματικότητα αγαπά το Ισραήλ και είναι πραγματικός του φίλος.
Μίλησε στα εβραϊκά, για το άγχος που πέρασε ο πατέρας της και της πεποίθησης της ότι αν δεν ήταν αυτός εκεί, η έκθεση θα ήταν πολύ χειρότερη. Αυτό που θέλει σε τελική ανάλυση, είπε, είναι ένα Ισραήλ πιο δίκαιο.
Ούτε μπορεί κανείς να αμφισβητήσει την νομική του εμπειρία, ως κορυφαίος διεθνής δικαστής με τεράστιο κύρος. Ο άνθρωπος που αποκάλεσε την αλήθεια για την Ρουάντα και την Γιουγκοσλαβία έκανε το ίδιο πράγμα με την Γάζα. Ο πρώην εισαγγελέας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης είναι όχι μόνο μία νομική προσωπικότητα, αλλά και μία προσωπικότητα ηθικού κύρους. Ως εκ τούτου τα παράπονα για τον δικαστή δεν ρίχνουν νερό. Αντιθέτως, είναι καιρός να κοιτάξουμε προσεκτικότερα αυτούς που κατηγορούνται. Αυτούς που είναι κατεξοχήν υπεύθυνοι, τον Εχούντ Όλμερτ, τον Εχούντ Μπαράκ και τον Γκάμπι Ασκενάζι. Μέχρι τώρα, απίστευτο, κανείς τους δεν έχει πληρώσει κανένα τίμημα για τις πράξεις του.
Η επιχείρηση Καυτό Μολύβι ήταν μία χωρίς όρια επίθεση σε έναν πολιορκημένο, χωρίς καμιά προστασία αστικό πληθυσμό, ο οποίος σχεδόν ούτε καν αντιστάθηκε στην διάρκεια της επιχείρησης. Θα έπρεπε να είχε προκαλέσει οργή αμέσως στο Ισραήλ. Ήταν η Σάμπρα και Σατίλα, που αυτή την φορά την είχαμε κάνει εμείς. Είχαν γίνει τεράστιες διαδηλώσεις σε αυτήν εδώ την χώρα μετά ην Σάμπρα και Σατίλα, ενώ με το Καυτό Μολύβι, μόνο κάποιες γενναίες δράσεις.
Θα ήταν αρκετό να κοιτάξουμε απλά την τεράστια ανισότητα σε απώλειες-100 Παλαιστίνιοι σκοτώθηκαν για κάθε ένα Ισραηλινό-για να ξεσηκωθεί ολόκληρη η ισραηλινή κοινωνία. Δεν υπήρχε λόγος να περιμένουμε τον Goldstone για να καταλάβουμε ότι κάτι τρομακτικό συνέβαινε μεταξύ του Παλαιστίνιου Δαβίδ και του Ισραηλινού Γολιάθ. Αλλά οι Ισραηλινοί προτίμησαν να κοιτάζουν αλλού ή να στέκονται με τα παιδιά τους στους λόφους γύρω από την Γάζα και να πανηγυρίζουν για την σφαγή που επιτελούσαν οι βόμβες.
Με την ανοχή των μέσων ενημέρωσης και εγκληματικά μεροληπτικών σχολιαστών και ειδικών-που όλοι φρόντιζαν να μην υπάρχει πληροφόρηση-και ύστερα με την πλύση εγκεφάλου και τον εφησυχασμό της κοινής γνώμης. Το Ισραήλ συμπεριφέρθηκε σαν τίποτα να μην είχε συμβεί. Ο Goldstone έβαλε ένα τέλος σε αυτό, για το οποίο θα πρέπει να τον ευγνωμονούμε. Αφού έκανε την δουλειά του, τα απαραίτητα πρακτικά βήματα πρέπει να γίνουν.
Θα ήταν καλύτερο για το Ισραήλ να βρει το κουράγιο να αλλάξει ρώτα όσο υπάρχει καιρός, να ερευνήσει την υπόθεση εξονυχιστικά και όχι όπως γίνεται με τις έρευνες παρωδία του Ισραηλινού στρατού, χωρίς να περιμένει τον Goldstone.
Ο Όλμερτ και η Τσίπι Λίβνι πρέπει να πληρώσουν για την σκανδαλώδη απόφαση να μην συνεργαστούν με τον Goldstone. Τώρα που η έκθεση βρίσκεται καθ’ οδόν για το Διεθνές Δικαστήριο και τα εντάλματα σύλληψης σύντομα θα εκδοθούν, αυτό που απομένει είναι να συγκροτηθεί αμέσως κρατική επιτροπή έρευνας για να αποτραπεί ο εξευτελισμός στην Χάγη.
Ίσως την επόμενη φορά που θα κάνουμε ένα άλλο μάταιο και μίζερο πόλεμο, να λάβουμε υπόψη όχι μόνο τον αριθμό των απωλειών που μπορούμε να αντέξουμε αλλά και το τεράστιο πολιτικό κόστος που τέτοιου είδους πόλεμοι προκαλούν.
Με αφορμή την Εβραϊκή Πρωτοχρονιά, το Ισραήλ, άξια, εξελίσσεται σε απεχθές κράτος παρία. Δεν πρέπει να το ξεχνάμε ούτε στιγμή.

peacnik blog στις 20/09/2009

Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2009

Ακήρυχτος πόλεμος στις φαβέλες

«Ο Ραφαέλ στα άδυτα της αστυνομίας του Ρίο»
Μια έρευνα του RAPHAEL GOMIDE*
Προκειμένου να κατανοήσει τα αίτια της βίας που χαρακτηρίζει τη στρατιωτική αστυνομία στο κρατίδιο του Ρίο Ντε Ζανέιρο, όπως και το βαθμό επιρροής που ασκεί ο τρόπος εκπαίδευσης και η κυρίαρχη ιδεολογία, ο βραζιλιάνος δημοσιογράφος Ραφαέλ Γκόμιντε πέρασε το διαγωνισμό για το Σώμα και, το 2008, έγινε δεκτός ως νεοσύλλεκτος.
Προκειμένου να κατανοήσει τα αίτια της βίας που χαρακτηρίζει τη στρατιωτική αστυνομία στο κρατίδιο του Ρίο Ντε Ζανέιρο, όπως και το βαθμό επιρροής που ασκεί ο τρόπος εκπαίδευσης και η κυρίαρχη ιδεολογία, ο βραζιλιάνος δημοσιογράφος Ραφαέλ Γκόμιντε πέρασε το διαγωνισμό για το Σώμα και, το 2008, έγινε δεκτός ως νεοσύλλεκτος.
Μοιράστηκε έτσι, από μέσα, χωρίς προστατευτικά φίλτρα, την καθημερινότητα των ανθρώπων που, για 300 ευρώ τον μήνα, έρχονται αντιμέτωποι με το θάνατο, αλλά και πάρα πολύ συχνά τον προκαλούν οι ίδιοι.

Από σήμερα το πρωί είμαι και επίσημα μέλος της Στρατιωτικής Αστυνομίας (Σ.Α.) ύστερα από επτά μήνες επιλογής και σκληρής εκπαίδευσης. Ο ιδρώτας τρέχει ποτάμι στο πρόσωπό μου. Στάζει στο άσπρο μου πουκάμισο και στο τζιν μου, φτάνοντας μέχρι τα πόδια μου. Η θερμοκρασία είναι 33 βαθμοί Κελσίου στις 10.45 π.μ., κάτω από τον πολύ καυτό ήλιο του Ρίο.

Βρίσκομαι εδώ πάνω από τρεις ώρες, μαζί με άλλους τύπους -μερικοί, ανάμεσά τους, κοντεύουν τα 30 και είναι κουρεμένοι με την ψιλή. Το να μένεις όρθιος στη στρατιωτική στάση «προσοχή» ή «ανάπαυση» είναι το πρώτο από μια σειρά τεστ για τους 455 νεοσύλλεκτους. Θα συνεχίσουμε έτσι, στη σειρά, ώς τις 14.30. Εφτά ώρες κάτω από το λιοπύρι, χωρίς φαγητό. Μόνο μερικά σύντομα διαλείμματα για να πιούμε λίγο νερό.

Ηδη στις 8.15 ένας υποψήφιος με το πρόσωπο κατάχλομο ψέλλισε ότι δεν νιώθει καλά. Παραπάτησε. Η ακινησία, επειδή εμποδίζει την κυκλοφορία του αίματος, μπορεί να προκαλέσει σκοτοδίνη: «Να κινείστε μόνο άμα είναι να μην πέσετε!» επαναλαμβάνει ο διοικητής του δεύτερου λόχου. Το κόλπο είναι να κουνάς μόνο τα δάχτυλα των ποδιών...

Ενας άντρας λιποθυμά από την εξάντληση. Ενας άλλος κόντεψε να πέσει δύο φορές. Στις 10.30 με κυριεύουν ίλιγγος και ναυτία. Σηκώνω το χέρι και βγαίνω από τη σειρά, υποβασταζόμενος από έναν αστυνομικό. Ρίχνω λίγο νερό στο πρόσωπο. Λίγα λεπτά αργότερα επιστρέφω στη θέση μου. Κάποια στιγμή, καμιά εκατοστή από εμάς νιώθουν αδιαθεσία.

Πολλοί από όλους εμάς μένουν μακριά και, για να πάρουν μία ή και δύο συγκοινωνίες, έχουν σηκωθεί από νωρίς. «Δεν σας άρεσε;», ουρλιάζει ένας εκπαιδευτής στο τέλος της άσκησης. «Νιώθετε αδυναμία; Ζητήστε αμέσως να φύγετε! Κανείς δεν είναι υποχρεωμένος να μείνει. Για όσους από εσάς προέρχονται από τις ένοπλες δυνάμεις: εδώ δεν βάζουμε καρπούζια για στόχο, όχι, τέρμα τα αστεία! Εδώ η μάχη γίνεται με αληθινές σφαίρες!».

Το Ρίο, με τις παραλίες, τη χαρά της ζωής και την μπόσα νόβα είναι επίσης η έδρα του αστυνομικού σώματος που σκοτώνει, αλλά και σκοτώνεται περισσότερο στη Βραζιλία, ίσως και σε ολόκληρο τον κόσμο.

Οι δυνάμεις ασφαλείας ήταν υπεύθυνες για τον θάνατο 1.330 ανθρώπων μέσα στο 2007, δηλαδή σχεδόν τεσσάρων πολιτών την ημέρα(1). Το ίδιο διάστημα δολοφονήθηκαν 151 αστυνομικοί, δηλαδή ένας ανά δυόμισι ημέρες. Εδώ και 25 χρόνια, στις φαβέλες όπου κυριαρχούν οι λαθρέμποροι ναρκωτικών εξοπλισμένοι με αυτόματα όπλα, μικροί στρατοί κακοποιών απαντούν με βιαιότητα στις επιχειρήσεις για διατήρηση της τάξης(2).

Οι πρώτες εξετάσεις

Στο βραζιλιάνικο σύστημα η ένστολη στρατιωτική αστυνομία συνιστά την πιο ορατή όψη της δημόσιας ασφάλειας. Στο Ρίο αριθμεί 38.000 μέλη, αλλά, σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις χρειάζεται άλλους 12.000. Οσο για την πολιτική αστυνομία με τα 12.000 μέλη της, ασχολείται με τις δικαστικές έρευνες.

Πέρασα τις πρώτες εξετάσεις καθισμένος σε μια πολυθρόνα στο Μαρακανά, ένα από τα πιο ξακουστά ποδοσφαιρικά γήπεδα στον κόσμο, συντροφιά με τους 25.000 υποψήφιους οι οποίοι έπρεπε να διαθέτουν απολυτήριο Γυμνασίου.

Από εκείνη τη στιγμή, ακούγοντας έναν νεαρό που είχε κάνει βοηθός στη στρατιωτική αστυνομία σε ένα πρόγραμμα για τους εφέδρους του στρατού, πήρα μια γεύση από την ατμόσφαιρα που θα κυριαρχούσε στο μάθημα: «Οταν πιάνουμε έναν κακοποιό στην τουριστική περιοχή, του ρίχνουμε ένα γερό ξύλο! Πιο εύκολο είναι να βαράς, παρά να κάνεις συλλήψεις. Μην το κάνετε μπροστά σε όλο τον κόσμο... Πρέπει να τον πάτε σε μια γωνιά. Σύλληψη ίσον πολλή δουλειά. Μια μέρα έμεινα στο τμήμα από τη μία το μεσημέρι μέχρι τις 10 το βράδυ! Χάνεις και τη μέρα σου και το φαγητό σου».

Δίπλα του, ένας άλλος έλεγε τι σημαίνει δουλειά τις μέρες που έχει αγώνα στο Μαρακανά: «Καμιά φορά το πλήθος σε εξαντλεί, αλλά το παιχνίδι αξίζει την ταλαιπωρία. Μπορείς να κερδίσεις πέντε ρεάλ (1,80 ευρώ) από τους μεταπωλητές, αν τους αφήσεις να πηδήξουν την ουρά».

Ημουν ένας από τους 1.100 υποψήφιους που πέρασαν τις «θεωρητικές» εξετάσεις -μόλις λίγοι περισσότεροι από τις μισές διαθέσιμες θέσεις που είναι 2000. Ακολούθησαν επτά μήνες επιλογής (ιατρικές, ψυχολογικές και σωματικές εξετάσεις, υποβολή πιστοποιητικών που αποδεικνύουν λευκό ποινικό μητρώο ή απουσία χρεών, καθώς και πιστοποιητικά καλής συμπεριφοράς) και ειδικής εκπαίδευσης.

Σε κάθε φάση μάς υποδείκνυαν την ώρα άφιξης. Οχι, όμως, και την ώρα αναχώρησης. Οι υποψήφιοι παραπονούνταν ότι έχαναν μία μέρα δουλειάς ή ότι έφταναν καθυστερημένοι και ότι κουβαλιόντουσαν μόνο και μόνο για να μάθουν τα αποτελέσματα: «Θα μπορούσαν να τα βάλουν στο Ιντερνετ!».

Κατά τις περιόδους εκπαίδευσης αναχωρούσα από το σπίτι στις 6 το πρωί, ξυρισμένος και με τα μαλλιά κοντοκουρεμένα. Λήξη της συνεδρίας στις επτά το απόγευμα, με το σώμα στα όρια της εξάντλησης.

Ολο αυτό το διάστημα κατάλαβα ότι το Σώμα προσπαθεί να καταστείλει τη διαφθορά στις τάξεις του. Αλλά, από την άλλη μεριά, την ανέχεται και ενίοτε ενθαρρύνει τη δολοφονική βία στους δρόμους.

«Ανταλλάσσετε πυροβολισμούς με ένα ρεμάλι στη φαβέλα... Ο τύπος παραδίδεται. Θα τον συλλάβετε;» «Εγώ θα τον σκοτώσω!» φωνάζει κοντά μου ένας νεοσύλλεκτος. Ενας άλλος τον επιδοκιμάζει:

«Και βέβαια θα τον σκοτώσω! Ο τύπος πυροβόλησε συνάδελφο. Εριξε, τον περικυκλώνουν, παραδίδεται: "Εχασα". Εχασες...; Θα σε χώσω ζωντανό εγώ! Θα πεθάνεις!».

Ο δημοσιογράφος Ραφαέλ Γκόμιντε στη σχολή της Στρατιωτικής Αστυνομίας. Ο δημοσιογράφος Ραφαέλ Γκόμιντε στη σχολή της Στρατιωτικής Αστυνομίας. Προσπαθώ να του δώσω να καταλάβει ότι αυτό είναι παράνομο, ότι ο ρόλος της αστυνομίας είναι να συλλαμβάνει τους κακοποιούς...

«Ενα ζώο στο κλουβί»

«Αν δεν τον σκοτώσεις, είναι σαν να ταΐζεις ένα ζώο στο κλουβί! Θα σου επιτεθεί. Δεν την ξέρεις τη βραζιλιάνικη Δικαιοσύνη; Ο τύπος περνάει δύο χρόνια στη φυλακή κι ύστερα τον αφήνουν πάλι ελεύθερο. Αν σε πετύχει πουθενά θα σε σκοτώσει. Μπορεί να είναι παράνομο, αλλά έτσι έχουν τα πράγματα». Ο προηγούμενος συνάδελφος με χτυπά ελαφρά στον ώμο. «Αν μπαίνεις στην αστυνομία με τέτοιες ιδέες, όπως να "συλλάβεις" τους κακοποιούς, άρχισε να κάνεις την προσευχή σου! Τα ανθρώπινα δικαιώματα ισχύουν όταν έχεις να κάνεις με ανθρώπους!».

Αρκετοί νεοσύλλεκτοι έχουν γονείς ή φίλους στο επάγγελμα. Η βία και ο φόβος του θανάτου μοιάζουν να ποτίζουν τη ζωή και την αντίληψή τους για τον κόσμο. Στις συμπλοκές που έγιναν στο Ρίο το 2007, υπολογίστηκαν, κατά μέσο όρο, 41,6 σκοτωμένοι πολίτες για κάθε νεκρό αστυνομικό. Σύμφωνα με τους εκπαιδευτές, πρόκειται για τη «φυσική» πραγματικότητα των συγκρούσεων. Ενας από αυτούς κάνει το μάθημά του: «Το όπλο μπορούμε να το χρησιμοποιούμε μόνο σε περίπτωση νόμιμης άμυνας. Δεν μπορούμε να πυροβολούμε πισώπλατα. Είναι παράλογο; Είναι. Δεν γίνεται διαφορετικά όμως. Η χρήση της βίας πρέπει να γίνεται με μέτρο. Αν κάνεις κάποιο λάθος και σε ανακαλύψουν, θα τιμωρηθείς».

Ενας μαθητής, παρ' όλα αυτά, ρωτά αν εκτυλίσσονται στ' αλήθεια οι σκηνές με τις δολοφονίες που βλέπουμε στην ταινία «Επίλεκτη ομάδα»(3). Το σχόλιο του εκπαιδευτή δεν είναι ακριβώς στο ίδιο πνεύμα όπως πριν: «Το σινεμά είναι σινεμά. Αλλά... εσείς θα μάθετε στον δρόμο. Αν χτυπήσεις κάποιον πισώπλατα, παίρνεις το όπλο σου, το βάζεις στο χέρι του τύπου, πατάς τη σκανδάλη και επικαλείσαι νόμιμη άμυνα. Μπόρεσα και το έκανα κάποτε, γιε μου, πάνω στην έξαψη. Μόνο που αυτά γίνονται στο δρόμο. Εδώ δεν είναι το μέρος που θα τα μάθεις αυτά. Το πυροβόλο όπλο είναι για νόμιμη άμυνα ή για να υπερασπίζεσαι τρίτους».

Ενας υποψήφιος ενθουσιασμένος, και με τη γλώσσα του να πηγαίνει σαν πολυβόλο, αφηγείται πολεμικές σκηνές από το κανάλι Discovery. «Αδερφέ μου! Ανταλλαγή πυροβολισμών στο Ιράκ... Τα παλικάρια πίσω από το τανκς πυροβολούσαν σαν τρελά. Από πάνω τους πετούσε το Black Hawk, μπαμ-μπαμ-μπαμ-μπαμ-μπαμ, φοβερός σαματάς, σκέτη παραζάλη... Γαμώτο! Μου σηκώθηκε η τρίχα! Ο τύπος, με ένα πενηντάρι να ρίχνει τις βολές του, με εκείνα τα μεγάλα μαύρα γυαλιά και τα μάτια γουρλωμένα... Μακάρι να ήμουν στη θέση του!». Τον έχει πιάσει τέτοιο ντελίριο που οι συνάδελφοί του δεν βγάζουν άχνα. Βλέποντάς το αυτό, ξαναρχίζει: «Τα σιχαίνομαι τα ρεμάλια! Τα σιχαινόμουν από πριν και τώρα τα σιχαίνομαι ακόμα περισσότερο! Θέλω να πάω στα ΒΟΡΕ» (βλ. σημείωση 3).

Ο κίνδυνος αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής των Καριόκας (των κατοίκων του Ρίο) προτού καν ακολουθήσουν την καριέρα του αστυνομικού. Ενας υποψήφιος βγάζει το πουκάμισό του. Μια τεράστια ουλή τού χαρακώνει το θώρακα και το στομάχι μέχρι κάτω από τον αφαλό. Με ένα σατανικό χαμόγελο διηγείται πώς, παρέα με έναν φίλο του, μέλος της στρατιωτικής αστυνομίας κόντεψε να σκοτωθεί όταν ληστές τον παρέσυραν σε μια φαβέλα: τρεις μήνες στο νοσοκομείο.

Ολοι οι νεοσύλλεκτοι ακούν την ιστορία με το στόμα ανοιχτό. «Και δεν κράτησες τη σφαίρα;», ρωτάει κάποιος. «Για να την κάνω τι; Κράτησα την ουλή. Τα σημάδια έμειναν, όπως και το μίσος στην καρδιά μου. Αν πιάσω κανέναν τους δεν θα μείνω με σταυρωμένα τα χέρια».

Μας επισκέπτεται μια ομάδα ρεπόρτερ στο στρατώνα, την πρώτη μέρα των εξετάσεων επιλογής. Ο διοικητής δεν πιέζει καθόλου τους υποψήφιους να συνεργαστούν. Το αντίθετο. «Ενδιαφέρεται κανείς να απαντήσει σε μια συνέντευξη; Προσέξτε καλά! Εδώ κανείς δεν είναι υποχρεωμένος να φωτογραφηθεί. Αυτό σημαίνει ρίσκο!». Στις τάξεις επικρατεί σιωπή. Υστερα από μερικά δευτερόλεπτα που μοιάζουν να μην έχουν τέλος, προχωρά ο πρώτος εθελοντής. Τον ακολουθούν άλλοι δύο από τους 300 παρόντες.

Ο φόβος για τα αντίποινα των κακοποιών ωθεί την πλειονότητα να μην εκτίθεται. Ο μόνος που ποζάρει μπροστά στον φακό δίνει την εξής δικαιολογία: «Αν πρέπει κάποιοι να κρατάνε χαμηλό προφίλ, αυτοί είναι οι ληστές, όχι η αστυνομία! Τα σκουλήκια πρέπει να ξέρουν ποιος θα τους κόψει το λαιμό και θα τους τινάξει τα μυαλά στον αέρα».

Ενας συνάδελφός του λέει σαρκαστικά: «Ακόμα δεν ξέρει αν θα γίνει αστυνομικός και τον βλέπω κιόλας πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες: "Δολοφονήθηκε υποψήφιος που πίστεψε πως ήταν αστυνόμος"!».

Το Ρίο βιώνει έναν ιδιόρρυθμο πόλεμο ανάμεσα στις δυνάμεις της τάξης και τους κακοποιούς. Οι πυροβολισμοί σκορπίζουν μίσος και αίμα και στα δύο στρατόπεδα. Ο εγκληματίας, ξέροντας πια ότι το να σηκώσει τα χέρια ψηλά συχνά ισοδυναμεί με θάνατο, δεν παραδίδεται. Ερχεται αντιμέτωπος με τον «μπάτσο» όταν αυτός εισβάλλει στον χώρο του. Ολο και περισσότεροι πυροβολισμοί, όλο και περισσότερες εξοστρακισμένες σφαίρες, όλο και περισσότεροι τραυματίες, ακόμα και αθώοι, που οι αστυνομικοί τούς πέρασαν για εγκληματίες. Οταν βρίσκεται σε άγνωστο και εχθρικό πεδίο, ο εκπρόσωπος της τάξης δεν φέρεται πάντα σαν κύριος. Οταν ο συσχετισμός των δυνάμεων ανατρέπεται, η στολή μετατρέπεται σε στόχο και ο εγκληματίας παίρνει την εκδίκησή του σκοτώνοντας τον αστυνομικό.

Την πρώτη εβδομάδα, έξω από τον στρατώνα, με φωνάζει ένας τύπος. «Θα σου πω ένα μυστικό: Μη βγαίνεις έξω με τζιν, άσπρο πουκάμισο και το κεφάλι ξυρισμένο! Βάλε άλλο πουκάμισο. Δυο τρεις δικοί μας είναι κιόλας νεκροί. Στην ομάδα μου, το 2005, είχαμε έναν νεκρό. Μέσα στο λεωφορείο με αυτή την περιβολή και ξυρισμένο κεφάλι είναι σαν να φοράς στολή. Ολοι ξεχωρίζουν τον αστυνομικό».

Ζούμε καθημερινά μια παράνοια. Κάποιοι συνάδελφοι που κάνουν περιπολία βλέπουν σε κάθε μοτοσικλετιστή που μεταφέρει συνεπιβάτη στο πίσω κάθισμα, έναν υποψήφιο εχθρό. «Πιο γρήγορα! Μη σέρνεσαι!».

Η ανησυχία είναι κατανοητή. Οι πιθανότητες να δολοφονηθεί ένα μέλος της στρατιωτικής αστυνομίας του Ρίο είναι έντεκα φορές περισσότερες σε σχέση με το σύνολο του πληθυσμού της Βραζιλίας. Αν ανήκει στο αντρικό φύλο, οι πιθανότητες είναι έξι φορές περισσότερες. Ανάμεσα στους 151 αστυνομικούς που δολοφονήθηκαν το 2007, μόνο οι 32 βρίσκονταν σε υπηρεσία. Οι 119 (το 79%) πέθαναν κατά τη διάρκεια του ρεπό τους.

Μας μοιράζουν στολές μέσα σε γενικό ενθουσιασμό. Ενας αξιωματικός προειδοποιεί: «Βλέπω έναν σωρό ρέιντζερ(4)! Γιατί να τα πάρετε μαζί σας; Ρισκάρετε χωρίς λόγο! Είμαι ριζικά αντίθετος, είναι επικίνδυνο. Γιατί να τα φοράτε στο λεωφορείο; Είστε όλοι από το Ρίο, δεν χρειάζονται πολλές εξηγήσεις, σωστά;». Ενας λοχαγός σχολιάζει: «Θα νιώθετε αυτό το φόβο όλη σας τη ζωή...». Παρά τις προειδοποιήσεις, οι περισσότεροι τα παίρνουν, τα φορούν για να βγάλουν φωτογραφίες με αυτά κι ύστερα να τις δείχνουν στην οικογένεια ή στη φιλενάδα τους.

Η

στολή είναι στόχος

Πολλά μέλη της στρατιωτικής αστυνομίας δολοφονήθηκαν επειδή προδόθηκαν από τα ρούχα τους, το όπλο ή την ταυτότητα του αστυνομικού. Οι εκπαιδευτές μάς μαθαίνουν πώς να κρύβουμε τη στολή. Στο αυτοκίνητο τη βάζουμε στο πορτμπαγκάζ, ανάποδα ή μέσα στο σάκο ή κάτω από το πίσω κάθισμα. Στο λεωφορείο... «Την ταυτότητα του αστυνομικού πρέπει να την κρύβετε. Αν προκύψει κανένα μπέρδεμα, πετάξτε τα όλα από το παράθυρο -τον σάκο, τα ρούχα, τα στοιχεία ταυτότητας... Μια φορά με απείλησαν με όπλο, αλλά, δόξα τω Θεώ, είχα ξεχάσει το δικό μου».

Ενας άλλος εκπαιδευτής πάντως προτείνει να αγοράσουμε αυτοκίνητο: «Μην κυκλοφορείτε με τα πόδια και μην παίρνετε το λεωφορείο, ο κίνδυνος είναι πολύ μεγάλος. Αν πρέπει να το πάρετε σώνει και καλά, κάντε την προσευχή σας, επικαλεστείτε τη λευκή μαγεία και να παρακαλάτε τον Θεό να σας φυλάει».

Κι ενώ ήμασταν έτοιμοι να εισαχθούμε στη στρατιωτική αστυνομία ένας λοχαγός μάς δίνει την εξής προειδοποίηση, χωρίς να τον πολυαπασχολεί το γράμμα του νόμου. «Πρέπει να επιλέγετε σωστά τα μέρη που συχνάζετε. Κοντεύετε πια να γίνετε αστυνομικοί και τα ρεμάλια κυκλοφορούν παντού. Αν μπορείτε να τα ξεφορτωθείτε πριν γίνετε μέλη της στρατιωτικής αστυνομίας., οπότε το καθήκον σας θα είναι να τους συλλαμβάνετε, μη διστάσετε».

Ανάμεσά μας βρίσκονται πολλοί πρώην στρατιωτικοί. Ενας πρώην πυροβολητής, νυν φοιτητής της Νομικής, μας κάνει την ακόλουθη σύσταση: «Μη μείνετε σε αυτό το κάτεργο! Εγώ θέλω να φύγω όσο γίνεται πιο γρήγορα. Δεν σκοπεύω να κολλήσω για καιρό». Πράγματι, μια μερίδα νεοσύλλεκτων δεν έχει σκοπό να κάνει καριέρα, ψάχνει μόνο για προσωρινή δουλειά.

Πολλοί έχουν κάνει ανώτερες σπουδές ή είναι φοιτητές. Η στρατιωτική αστυνομία με την υψηλή επικινδυνότητα και τους χαμηλούς μισθούς αποτελεί κυρίως έναν ενδιάμεσο σταθμό για διαγωνισμούς που θα οδηγήσουν σε λιγότερο επικίνδυνες και καλύτερα αμειβόμενες θέσεις.

Με την αύξηση της εγκληματικότητας το Σώμα έχει υιοθετήσει πιο επιθετικές συμπεριφορές για τη σύλληψη των εγκληματιών. «Αν δεν μειώσεις το περιθώριο του κινδύνου, δεν μπορείς να γυρίσεις σπίτι σου», συμπεραίνει ένας υποψήφιος. «Το κρατίδιο του Ρίο είναι το πιο επικίνδυνο στον κόσμο, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα γι' αυτό. Είναι το μόνο που βρίσκεται σε "εμπόλεμη κατάσταση". Αν δεν είσαι καλά προετοιμασμένος, θα πας στον άλλο κόσμο». Το συμπέρασμα:

«Πρέπει πάντα να είσαι με το δάχτυλο στην σκανδάλη. Ακούγεται βάρβαρο; Ισως. Αλλά ποιος ρισκάρει το τομάρι του με το να στρογγυλοκάθεται δώδεκα ώρες στο αυτοκίνητο; Η Αστυνομία! Δεν χάνουμε τους τρόπους μας, μόνο που εδώ δεν είναι το Μίνας Ζεράις(5), εδώ είναι Ρίο».

Ενας μαθητής ρωτά αν πρέπει να πυροβολήσει κάποιον που θέλει να το σκάσει από έφοδο της αστυνομίας.

«Και βέβαια όχι! Υπάρχουν άνθρωποι που τρομοκρατούνται. Η στρατιωτική αστυνομία θα έπρεπε να έχει σουγιάδες για να σκάει τα λάστιχα, όμως δεν έχει. Δεν μπορείς να πυροβολήσεις... Μετά θα έχεις τρεχάματα. Αν ρίξεις, πώς θα το εξηγήσεις μετά στο δικαστή;» Ενας νεαρός χαχανίζει καθόλου διακριτικά. «Θα σκοτώσεις με το υπηρεσιακό σου όπλο;».

Ο ίδιος θα έχει ένα παραπανίσιο πιστόλι ή ρεβόλβερ. Δεν είδε, δεν άκουσε...

Οι αντικρουόμενες απόψεις -οι επίσημες και νόμιμες από τη μια μεριά και οι ανεπίσημες και παράνομες από την άλλη- αφήνουν συχνά το νέο μέλος της στρατιωτικής αστυνομίας έρμαιο της αμφιβολίας. Η εκπαίδευσή του περιλαμβάνει δώδεκα ώρες «ηθικής και ανθρωπίνων δικαιωμάτων», οι οποίες αποτελούν το 1% από τις 1.160 ώρες εκπαίδευσης.

Αδέσποτες σφαίρες

«Είναι λίγες», παραδέχεται ένας καθηγητής που φαίνεται πως έχει ταλέντο στους ευφημισμούς... «Πάνω στη φωτιά της δράσης, θα λείπει η τεχνική της δουλειάς του αστυνομικού και θα κυριαρχήσει η νευρικότητα. Οπότε, θα επιβληθεί ο «νόμος του δρόμου». Κι ύστερα, όταν ο κυβερνήτης του Ρίο, Σέρζιο Καμπράλ, δικαιολογεί τη «σύγκρουση»(6), αυτό που καταλαβαίνουν οι στρατιώτες είναι ότι μπορούν να σκοτώνουν κι ότι δεν υπάρχει κανένα ενδιαφέρον σε πολιτικό επίπεδο να δουν να μειώνεται ο αριθμός των δολοφονιών -που σπάνια γίνονται αντικείμενο έρευνας- πολιτών, κακοποιών και μη.

Τα λάθη είναι συχνά. Το 2008 ένα παιδί τριών χρόνων βρισκόταν στο παιδικό του καθισματάκι, μέσα στο αυτοκίνητο της μητέρας του, μαζί με έναν επιβάτη, όταν δολοφονήθηκαν από αστυνομικούς που τους είχαν περάσει για κακοποιούς.

Ο Λουίζ Κόστα, ένας οδηγός αυτοκινήτου 36 χρόνων είχε την ίδια τύχη. Τα δύο γεγονότα, τα οποία κατέγραψαν οι κάμερες επίβλεψης ενός κτιρίου, καθώς κι ένα τηλεοπτικό συνεργείο, είχαν σημαντικό αντίκτυπο στα ΜΜΕ.

Η φύση της επέμβασης, πάντως, εξαρτάται από τις γειτονιές της πόλης. Εκπαιδευόμενοι και εκπαιδευτές αναγνωρίζουν ότι η αστυνομία συμπεριφέρεται διαφορετικά στις πλούσιες συνοικίες της πόλης απ' ό,τι στα προάστια. «Είναι άλλη πραγματικότητα. Η αστυνομία στη νότια ζώνη λέει "καλημέρα σας κύριε", ενώ στα προάστια: "Δώσ' τα μου αμέσως (τα ναρκωτικά), γιατί έτσι και τα βρω, κάηκες! Βγες από το αμάξι! Εξω! Εξω!"», αστειεύεται ένας συνάδελφος.

Κατά την εκπαίδευση βραζιλιάνων πρακτόρων από τη Special Weapons and Tactics (SWAT) του Τέξας (από τις πιο διάσημες ειδικές ομάδες καταδρομών στον κόσμο) ένα μέλος της αμερικανικής ομάδας δήλωσε, προς μεγάλη μου έκπληξη, ότι μέσα σε 13 χρόνια επιχειρήσεων διάσωσης δεν έριξε ποτέ ούτε μία βολή.

«Η τεχνική και η ταχύτητα υποκαθιστούν τη βία», εξηγεί. Οι εκπαιδευόμενοι καταλαβαίνουν ότι δεν επιτρέπεται να ρίξουν παρά μόνο σε κατάσταση νόμιμης άμυνας και ότι πρέπει να κάνουν εύλογη χρήση βίας. Επίσης, ότι πρέπει να μάθουν να χειρίζονται με σύνεση το όπλο τους.

Στη Βραζιλία, αντιθέτως, το χάσμα μεταξύ θεωρίας και πράξης ξεκινά από την εκπαίδευση. Οι μαθητευόμενοι αστυνομικοί ρίχνουν μόλις 40 βολές με πιστόλι, 40 με ρεβόλβερ και άλλες 40 με τουφέκι.

«Αηδιάζω όταν βλέπω τον αστυνομικό με χρυσή αλυσίδα, καινούριο αμάξι, την πιο όμορφη ξανθιά στο δρόμο και το κλοπ στη μέση»(7), λέει έξαλλος ένας εκπαιδευτής: «Πυροβολεί 19 φορές κι ο άλλος συνεχίζει να τρέχει! Οταν είναι να κάνει σύλληψη, αστοχεί εννιά στις δέκα φορές».

Ο καθηγητής έχει επίσης τη δική του ερμηνεία για τις 234 περιπτώσεις (οι 16 θανατηφόρες) με εξοστρακισμένες σφαίρες στο Ρίο, την περίοδο Ιανουαρίου - Σεπτεμβρίου 2007: «Η σφαίρα από το τουφέκι τρυπά τον τοίχο και χτυπά εκεί που δεν πρέπει!» Κατά τη γνώμη του, το ρεβόλβερ δεν είναι κατάλληλο: έχει μόνο έξι σφαίρες και είναι δύσκολο να το ξαναγεμίσεις όταν γίνονται ανταλλαγές πυροβολισμών. «Καμία σχέση με αυτή την ιστορία που λέει: "αν δεν τα καταφέρω στις έξι βολές, πάει να πει ότι δεν γίνεται τίποτα"».

«Αν δεν τα καταφέρω στις έξι, θα τα καταφέρω στις 34, στις 68... θα ρίχνω ώσπου να μου τελειώσουν οι σφαίρες», δηλώνει με εκδικητικό ύφος, καθώς βγάζει τρεις γεμιστήρες από τις τσέπες του και άλλους δύο που είχε στερεώσει χαμηλά στα πόδια του.

Για τον καθηγητή, είναι αδιανόητο ένα μέλος της Σ.Α. να μην είναι οπλισμένο. «Φτάσαμε στη σημερινή κατάσταση εξαιτίας της γενικότερης αδιαφορίας. Αν οπλοφορούσαν όλοι οι καθώς πρέπει άνθρωποι, το Ρίο δεν θα ήταν σε αυτό το χάλι. Η χώρα δεν έχει την κουλτούρα των όπλων. Είδα ένα ρεπορτάζ για μια οικογένεια στη Νέα Ορλεάνη, στις ΗΠΑ: ο άντρας, η γυναίκα, ο δωδεκάχρονος γιος τους ήταν όλοι με το τουφέκι στο χέρι. Θέλει κανείς να εισβάλει στο σπίτι μου; Εκεί, δεν υπάρχει περίπτωση!».

Μια μέρα, οι νεοσύλλεκτοι βγαίνουν από το στρατώνα. Μια νεαρή γυναίκα φωνάζει μέσα από το αυτοκίνητό της: «Είστε σκουλήκια! Σκουλήκια!» Οι σχέσεις της στρατιωτικής αστυνομίας με την κοινωνία είναι τεταμένες. Στους κόλπους της επικρατεί μια λανθάνουσα αντιπάθεια για τους αστυνομικούς. Αυτοί, από την πλευρά τους, εκτιμούν ότι δεν λαμβάνουν την αναγνώριση που τους αξίζει εκ μέρους εκείνων για τους οποίους ρισκάρουν το τομάρι τους.

«Ο κόσμος δεν είναι σωστά ενημερωμένος», λέει με παράπονο ένας λοχαγός. «Εκτός από τις οικογένειές μας, κανένας άλλος δεν μας υπερασπίζεται». Κριτική;

Ενας υποψήφιος κάνει τη δική του παρατήρηση: «Οταν συλλαμβάνουν έναν πλέι-μπόι, το πρώτο πράγμα που κάνει είναι να ρωτήσει "πόσο κοστίζει ο καφές". Δίνει 10 ρεάλ (για λάδωμα) και όταν την κάνει, βρίζει την αστυνομία: "Ξεδιάντροποι! Διεφθαρμένοι!"».

«Λες πως είσαι αστυνομικός κι όλοι σε κοιτάζουν από πάνω ώς κάτω, πιστεύουν πως είσαι κάθαρμα», λέει με θυμό ένας επαγγελματίας αστυνομικός. «Φτάνεις με καινούριο αμάξι που θα το πληρώνεις με χίλιες δόσεις κι ακούς κιόλας τις φωνές "Κλέφτη"!»

Ενας υποψήφιος που βρίσκεται ακόμα στο στάδιο της επιλογής, μου εκμυστηρεύεται ότι λογαριάζει να ενταχθεί στο τάγμα του αδερφού του, ενός αξιωματικού. Τον ρωτάω μήπως η περιοχή, δύο μεγάλες φαβέλες γεμάτες λαθρεμπόρους ναρκωτικών, είναι επικίνδυνη. «Ηρεμία! Ολα "κανονίζονται" (με λαδώματα). Ο αδερφός μου κερδίζει 2.000 ρεάλ (735 ευρώ) το μήνα εκεί κάτω».

Λαθρεμπόριο; «Εμπορικά οχήματα». Ο συνομιλητής μου θα κοπεί στις εξετάσεις. Ωστόσο, περιπτώσεις σαν αυτές ενοχλούν το Σώμα, που προσπαθεί να προειδοποιήσει τους μαθητευόμενους σε σχέση με τη διαφθορά.

Οι μαθητευόμενοι δεν συγκινούνται απαραίτητα -στο πεδίο της δράσης η κατάσταση θα είναι διαφορετική. «Ο βετεράνος λοχίας σού δίνει ρευστό. Τότε εσύ λες: "Όχι, λοχία, όχι, δεν θέλω". Και ο τύπος: "Σταμάτα! Ασε τις βλακείες, μην κάνεις ιστορίες στρατιώτη, πάρ' τα αμέσως, μη με πρήζεις!"»

Εν ολίγοις, οι συμβουλές δεν ακολουθούνται πάντα κατά γράμμα. «Θέλω να με διορίσουν στην κυκλοφορία», λέει γελώντας ένας μαθητευόμενος. «Εχει χοντρά λεφτά». Αλλοι αφηγούνται ιστορίες για τα «πουρμπουάρ» των αστυνομικών, μια φιάλη μεταλλικό νερό από 'δώ, ένα γεύμα στα Μακντόναλντς από 'κεί. Ολοι βάζουν τα γέλια. Κάποιος παρατηρεί ότι η αστυνομία φημίζεται για διαφθορά -«Είναι άδικο»!

Η αρνητική εικόνα ανησυχεί τους υπεύθυνους του θεσμού, που προσπαθούν να αλλάξουν την ελεεινή του φήμη. «Θα κρύψεις το πρόσωπό σου σε μια αστυνομική επιχείρηση; Θα βάλεις τις φωνές στον τύπο; Θα τον ξαπλώσεις στο χώμα; Θα του βάλεις την κάννη στον κρόταφο; Είναι απαραίτητο; Οχι! Αλλά, όπως και να 'χει, θα τον σημαδέψεις». Σίγουρα δυσάρεστη κατάσταση για τον εγκαλούμενο. Ομως, το πιο σημαντικό παραμένει η ασφάλεια των δυνάμεων της τάξης. Η πίκρα ενισχύει την αλληλεγγύη στο Σώμα. Ο «κωδικός 800», που χρησιμοποιείται για την παροχή βοήθειας προς τον αστυνομικό, έχει προτεραιότητα.

Πρώτα ο συνάδελφος

Μια γριούλα έχει δεχτεί επίθεση... Τι λέει το «800»; Ξέχνα τη γριά και τρέχα να βοηθήσεις πρώτα το συνάδελφο! Η ουσία είναι ότι κανείς δεν σ' αγαπάει, εκτός από τον σκύλο σου. Η πόλη σε μισεί. Το γκαρσόνι σού σερβίρει τον καφέ, η γυναίκα σου σου δίνει το κολατσιό, αλλά όλοι σε μισούν, σε εξυπηρετούν μόνο και μόνο επειδή φοράς τη στολή...

Να 'μαστε λοιπόν στο τέλος των επτά μηνών επιλογής και εκπαίδευσης. Είμαι εδώ κι ένα μήνα Σώμα όταν υποβάλλω... την παραίτησή μου. Δύο λοχίες προσπαθούν να με πείσουν να παραμείνω.

«Ωστε θέλεις να φύγεις; Είσαι σίγουρος;» με ρωτά μια λοχίας σε προειδοποιητικό τόνο. Μόλις της επιβεβαιώνω την πρόθεσή μου, διατάζει έναν άλλο μαθητευόμενο που βρίσκεται στην αίθουσα να επιστρέψει αργότερα. «Επίτρεψέ μου να τακτοποιήσω την κατάσταση του "μακαρίτη" που είναι εδώ... ».

Στρέφεται προς το μέρος μου: «Το ξέρεις ότι τώρα είσαι μακαρίτης, σωστά;». Μου δείχνει ένα μαύρο πίνακα. Κάτω από τον τίτλο «νεκροταφείο» είναι το σχέδιο μιας νεκροκεφαλής και οι αριθμοί τεσσάρων που έχουν παραιτηθεί, δίπλα από ισάριθμους σταυρούς. Εγώ είμαι ο πέμπτος.

Ελλείψει υπολογιστών -και όταν υπάρχουν, δεν είναι συνδεδεμένοι- συντάσσω με το χέρι την επιστολή της παραίτησής μου. Στο δωμάτιο όπου βρίσκομαι, οι τοίχοι και το ταβάνι έχουν ξεφτίσει από την υγρασία, οι σοβάδες πέφτουν, ιστοί αράχνης κρέμονται εδώ κι εκεί. Το μάτι μου πέφτει σε μια κατσαρίδα πάνω σε μια στοίβα χαρτιά, και τρεις σπασμένες καρέκλες με σχισμένη ταπετσαρία. Οι τουαλέτες στο κτίριο είναι βρόμικες. Κάποιες δεν έχουν νερό. Αναδύεται μια τρομακτική δυσοσμία. Ακούω την εξοργισμένη φωνή μιας λοχαγού: «Πώς μπορούν και ζουν άνθρωποι σε αυτή τη βρόμα; Μου κάνει εντύπωση που η συνταγματάρχης έμεινε τόσον καιρό σε αυτό το βόθρο».

Μου ξανάρχονται στο νου μερικές εικόνες. Από τις οχτώ ντουζιέρες του θαλάμου με κρύο νερό, οι τρεις είναι εκτός λειτουργίας. Μέσα στις αποπνιχτικές αίθουσες το μόνο που έβρισκε κανείς ήταν ανεμιστήρες, όχι ερ-κοντίσιον. Οι νεοσύλλεκτοι είχαν το δικό τους ρολό με χαρτί τουαλέτας. «Τους κοστίζει ακριβά να αγοράσουν λίγο χαρτί υγείας ή ναφθαλίνη;» ούρλιαζε ένας εκπαιδευτής που ένιωθε από μακριά τη μυρωδιά των ούρων που έβγαινε από την τουαλέτα. Ο κάθε μαθητευόμενος είχε δώσει από ένα ρεάλ για να αγοράσει προϊόντα καθαρισμού.

Επιστρέφοντας στην παρέα, αποχαιρετώ τους λοχίες. «Καλή τύχη, φίλε μου, ο Θεός να σε φυλάει!» μου λένε. «Μην πεις τίποτα κακό για την αστυνομία, μίλα μόνο για τα καλά πράγματα και ξέχνα τα άσχημα». Στέκομαι προσοχή. «Ασ' το, δεν είσαι πια στρατιωτικός!».

Είμαι «μακαρίτης», και μου έχουν κάνει την κηδεία. Νιώθω ελεύθερος. Από τις 2.000 διαθέσιμες θέσεις στην αρχή της επιλογής δεν έχουν απομείνει πια παρά μόνο 454 μαθητευόμενοι στην ομάδα στρατιωτικής εκπαίδευσης.

(1) Συγκριτικά, το 2006, οι αστυνομικοί των ΗΠΑ ήταν υπεύθυνοι για 375 θανάτους.

(2) Από το 1995 οι ανθρωποκτονίες στο κρατίδιο του Ρίο έχουν ξεπεράσει τις 6.000 τον χρόνο.

(3) «Tropa de elite», μια βραζιλιάνικη ταινία των Jose Padilla και James d'Arcy (2007), η οποία δείχνει τον πόλεμο που φέρνει αντιμέτωπους την Batalhao de Operacoes Policiais Especiais (Τάγμα Ειδικών Αστυνομικών Επιχειρήσεων, ΒΟΡΕ), την επίλεκτη ομάδα επέμβασης της Στρατιωτικής Αστυνομίας του Ρίο Ντε Ζανέιρο και τους λαθρεμπόρους ναρκωτικών. Η ταινία προκάλεσε εντονότατες αντιδράσεις.

(4) Αρβύλες.

(5) (Σ.τ.Μ.) Κρατίδιο της Νοτιοανατολικής Βραζιλίας, το δεύτερο πιο πυκνοκατοικημένο από τα 26 κρατίδια της χώρας και συγχρόνως ανάμεσα σε εκείνα που παρουσιάζουν σχετικά χαμηλό δείκτη εγκληματικότητας.

(6) «Ο Σέρζιο Καμπράλ, κυβερνήτης του κρατιδίου του Ρίο Ντε Ζανέιρο, αποτελεί σήμερα μία από τις πιο επικίνδυνες πολιτικές μορφές. Δικαιολογεί μονίμως την αστυνομική βία στις φτωχές περιοχές της πόλης. Την πιο πρόσφατη παρέμβασή του (...) την έκανε για να δηλώσει πως όσοι κάτοικοι στις φαβέλες διαμαρτύρονται για τη δράση της αστυνομίας, είναι πληρωμένοι από τους λαθρεμπόρους. Αυτό επαναφέρει το επιχείρημα ότι είναι δικαιολογημένη η πολιτική του κρατιδίου που υποθάλπει την αστυνομική βαρβαρότητα». Mario Augusto Jakobskind, «Sergio Cabral e a criminalizacao dos pobres», Brasil de Fato, Σάο Πάολο, 25 Οκτωβρίου 2007.

(7) Ημιαυτόματο πιστόλι διαμετρήματος 9 χιλιοστών. Ανάλογα με το γεμιστήρα μπορεί να ρίξει από 13 ώς 33 βολές.
*Δημοσιογράφος της εφημερίδας «Folha de Sao Paolo». Για την έρευνα αυτή τιμήθηκε με το βραβείο Natali, το οποίο θεσπίστηκε το 1992 από την Ευρωπαϊκή Ενωση με σκοπό την προώθηση της ποιοτικής δημοσιογραφίας.

Η γλώσσα της εξουσίας + η εξουσία της γλώσσας

ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ: ΛΕΕΙ ΣΤΟΝ ΚΑΘΕΝΑΝ Ο,ΤΙ ΘΕΛΕΙ Ν' ΑΚΟΥΣΕΙ
Κατηγορούμε συχνά τους πολιτικούς ότι χρησιμοποιούν γλώσσα «ξύλινη», μια έννοια μάλλον ασαφή, που σημαίνει συνήθως γλώσσα άκαμπτη, δυσνόητη και απομακρυσμένη από την πραγματικότητα.
Αν και σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό η κατηγορία αυτή ενδέχεται να ευσταθεί, ο πολιτικός λόγος, και μάλιστα σε προεκλογικές περιόδους, χρησιμοποιεί άλλους, πιο ενδια- φέροντες μηχανισμούς για να πετύχει το στόχο του. Με τη βοήθεια της Μάρως Κακριδή - Φερράρι, επίκουρης καθηγήτριας Γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, αναζητήσαμε μερικούς από τους μηχανισμούς του πολιτικού λόγου σε προεκλογικές ομιλίες του Κ. Καραμανλή και του Γ. Παπανδρέου, λίγες ημέρες μετά την προκήρυξη των εκλογών.

Δεν είναι, βέβαια, μόνον ο πολιτικός λόγος που οργανώνεται με συγκεκριμένο τρόπο, προκειμένου να πετύχει έναν συγκεκριμένο σκοπό. Ολοι οι ομιλητές, κάθε φορά, κάνουν συγκεκριμένες επιλογές λεξιλογίου και γραμματικής. Αυτές οι επιλογές υποβάλλουν μια συγκεκριμένη οπτική της πραγματικότητας και αποκλείουν άλλες, οι οποίες θα προέκυπταν αν οι επιλογές των ομιλητών ήταν διαφορετικές. Αλλο είναι να πεις: «Απωθήθηκαν ταραχοποιά στοιχεία» και άλλο «Η αστυνομία χτύπησε διαδηλωτές». Οι δύο φράσεις νοηματοδοτούν τελείως διαφορετικά το ίδιο περιστατικό.

«Οταν επαναλαμβάνονται συγκεκριμένες επιλογές λεξιλογίου και γραμματικής, τότε όχι απλώς υποβάλλουν, αλλά ουσιαστικά επιβάλλουν εμμέσως την οπτική τού ομιλητή» λέει η Μάρω Κακριδή - Φερράρι. «Αυτή είναι η περίπτωση του πολιτικού λόγου, ενός κειμενικού είδους που αποκτά την οργάνωση και τις συμβάσεις του από την κοινωνική πρακτική της πολιτικής δραστηριότητας στις διάφορες εκφάνσεις της (συνέντευξη, κοινοβουλευτική ομιλία, προεκλογική ομιλία κ.ά.) και από τα υποκείμενα που εμπλέκονται σ' αυτήν: τους πολιτικούς και το ακροατήριό τους, ως πιθανούς ψηφοφόρους».

Στην προσπάθειά του να κερδίσει την ψήφο μας, ο πολιτικός δεν χρησιμοποιεί μόνο το λόγο. Ο λόγος συμβάλλει σε άλλες σημειωτικές πρακτικές, από το ντύσιμο ώς τις χειρονομίες που χρησιμοποιεί ο πολιτικός, στο πλαίσιο πάντα της δεδομένης πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας. Ο κόμπος της γραβάτας που έλυσε ο Κ. Καραμανλής στο τέλος της ομιλίας του προς τα μέλη της ΟΝΝΕΔ, στο Αιγάλεω, είναι ένα παράδειγμα.

Αλλο παράδειγμα είναι ο τρόπος που συνηθίζει να χτυπά τα χέρια του στο βάθρο ή ο τρόπος που κινείται στην εξέδρα, πηγαινοερχόμενος από τη μία άκρη στην άλλη, με το χέρι σηκωμένο να δείχνει κάπου μέσα στο ακροατήριο τη στιγμή που ένα χαμόγελο συνενοχής σχηματίζεται στο πρόσωπό του, μια κινησιολογία η οποία έχει αντιγραφεί από τις προεκλογικές εμφανίσεις της Χίλαρι Κλίντον. Αν κρίνουμε από τις διαφορές στον σωματότυπο των δύο πολιτικών, η επιλογή της συγκεκριμένης κινησιολογίας είναι μάλλον ατυχής για τον πρωθυπουργό, στοχεύει όμως στη δημιουργία συνοχής με το ακροατήριο.

Αν και η παράθεση επιχειρημάτων δίνει την εντύπωση ότι ο πολιτικός λόγος απευθύνεται στη λογική μας, στην πραγματικότητα απευθύνεται στο θυμικό μας με διπλό στόχο: από τη μια, να επιφέρει την ταύτιση του ακροατηρίου με τον ομιλητή· από την άλλη, να εμποδίσει την ορθολογική ανάλυση του λόγου, η οποία θα μπορούσε να θέσει υπό αμφισβήτηση τη μοναδική αλήθεια που ο πολιτικός λόγος διατείνεται ότι πρεσβεύει.

Για να επιτευχθεί η συναισθηματική φόρτιση του ακροατηρίου, επιστρατεύεται μια ολόκληρη σειρά λεξικών και γραμματικών επιλογών. Δεν είναι όλες τους ιδιαίτερα επιτυχημένες, πρέπει να ομολογήσουμε - έχουν, όμως, το σκοπό τους. Μεταφορές: «η καρδιά της Ελλάδας», «νοικοκύρεμα του τόπου», «η πρώτη γραμμή της μάχης», «ο ήλιος θα φωτίσει όλη την Ελλάδα», εικόνες οικείες, συναισθηματικά φορτισμένες, που μεταφέρουν, πέρα απ' αυτό που δηλώνουν, μιαν αύρα που απευθύνεται στο θυμικό. Παραλληλισμοί, δηλαδή η επανάληψη της δομής μιας φράσης με διαφοροποίηση ενός από τα δύο μέρη της: «Το ΠΑΣΟΚ αντιτάχθηκε -και αντιτάσσεται- σε όλες τις διαρθρωτικές αλλαγές. Αντιτάχθηκε -και αντιτάσσεται- στις πολιτικές για την εξυγίανση της Οικονομίας», ένα ρητορικό σχήμα με μεγάλη αποτελεσματικότητα, αν κρίνουμε από τη συχνότητα επανάληψής του. Ρυθμός: «Μαζί, σε κάθε μπόρα, για να φέρουμε τον ήλιο ξανά στη χώρα», μια προσπάθεια του Γ. Παπανδρέου να παρασύρει σε έξαρση το ακροατήριό του και μαζί μια υπόσχεση (θα τολμήσουμε να πούμε) ότι στη νέα κυβέρνηση δεν θα βρεθεί υπουργός να χαρακτηρίσει τους ποιητές λαπάδες. Παρηχήσεις: «...ποια ποιότητα θα έχει η παιδεία μας, η παιδεία των παιδιών μας», όπου με την παρήχηση του πι ο Γ. Παπανδρέου απλώνει αδιόρατα νήματα σαγήνης προς το ακροατήριό του και, γιατί όχι, κατακτά επιτέλους τα λυρικά εκφραστικά του μέσα.

Είναι φανερή η προσπάθεια και των δύο ομιλητών να δείξουν στο ακροατήριο ότι αποτελούν ένα μ' αυτό, σάρκα από τη σάρκα του - αποκρύπτοντας, βέβαια, την τεράστια απόσταση που τους χωρίζει λόγω της κοινωνικής τους θέσης ή έστω λόγω της διαφοράς τους στην κατοχή εξουσίας.

Την προσπάθεια αυτήν εξυπηρετούν οι τύποι της καθομιλουμένης που χρησιμοποιούν. Γ. Παπανδρέου: «να σηκώσουμε τα μανίκια», «κορβανάς», «λαμογιά», «μαγκιά», «κονέ». Κ. Καραμανλής: «κατεβατό», «χαλασμένη κασέτα», «νοικοκύρεμα».

Μάλιστα, ο Γ. Παπανδρέου κοιτάζει «απόψε, σήμερα, στα μάτια» τους ακροατές του στην Αλεξανδρούπολη, παρά την απόσταση που μεσολαβεί (όχι μόνο την κοινωνική, αλλά και τη γεωγραφική) και, σε μιαν αποστροφή του για την Ελλάδα που είναι «φάρος πολιτισμού», θα θυμηθεί και θα θυμίσει: «στο φάρο της Αλεξανδρούπολης, όπου κι εγώ φαντάρος έκανα τις βόλτες μου», αποφεύγοντας να πει ότι αυτός, όμως, στις άδειές του είχε το ελεύθερο να πηγαίνει στο Καστρί. Το ίδιο και ο Κ. Καραμανλής από τη Θεσσαλονίκη θα θυμίσει στους Μακεδόνες: «παρακολουθήσατε από κοντά όλα τα βήματα της πολιτικής μου πορείας» - αν και μπορούμε να υποθέσουμε με ασφάλεια ότι η παρακολούθηση δεν πρέπει να ήταν δα και τόσο στενή, αφού τους χώριζαν τουλάχιστον οι τοίχοι του πολιτικού του γραφείου, μέσα στους οποίους έγιναν και κρίθηκαν πολλά από τα βήματα της πολιτικής του πορείας.

Ενα άλλο παράδειγμα έντεχνης αποσιώπησης εναλλακτικών οπτικών της πραγματικότητας είναι το απόσπασμα της ομιλίας του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ που αναφέρεται στη δημόσια ασφάλεια: «Σχεδιάζουμε ρυθμίσεις απέναντι σε εκδηλώσεις που παραλύουν τα κέντρα των πόλεων».

Ποιες είναι, όμως, αυτές οι εκδηλώσεις που παραλύουν τα κέντρα των πόλεων; Είναι ο στολισμός του χριστουγεννιάτικου δέντρου στο Σύνταγμα ή οι εκδηλώσεις διαμαρτυρίας - προϊόν του αδιεξόδου της Παιδείας και της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής της κυβέρνησης; Ο πρωθυπουργός δεν το διευκρινίζει, και θα έχει τους λόγους του.

Ο βασικός λόγος που ο Κ. Καραμανλής, όπως και ο Γ. Παπανδρέου, αποφεύγει να διευκρινίσει ασαφείς όρους είναι ότι, προκειμένου να προσελκύσει όσο το δυνατόν περισσότερους ψηφοφόρους, απευθύνεται σε όσο το δυνατόν ευρύτερο ακροατήριο και επιχειρεί να εξασφαλίσει τη συναίνεση όλων. Για να τα καταφέρει, χρειάζεται να αμβλύνει τις αντιθέσεις και να αποσιωπήσει τις εναλλακτικές οπτικές, ώστε η επιθυμητή για τον ομιλητή οπτική να παρουσιαστεί ως η μόνη δυνατή, άρα αυτονόητη και φυσική.

Από την άλλη πλευρά, ο ομιλητής πρέπει να συσπειρώσει τον πυρήνα των δικών του οπαδών και να παρουσιάσει έναν ισχυρό τόνο διαφοροποίησης από τον αντίπαλο, ώστε ο ίδιος να έχει λόγο ύπαρξης ως εναλλακτική πρόταση.

Τη στιγμή, λοιπόν, που ο πολιτικός λόγος αποσιωπά τις κοινωνικές αντιθέσεις, δημιουργεί και τονίζει άλλες αντιθέσεις, γενικές και ασαφείς, οι οποίες συνήθως αναφέρονται σε προσωπικά χαρακτηριστικά των πολιτικών αντιπάλων ή σε νεφελώδη στοιχεία της πολιτικής τους ιδεολογίας και πρακτικής.

«Για την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, η κρίση είναι ευκαιρία δημαγωγίας. Για μας είναι εθνική υπόθεση» είπε ο Κ. Καραμανλής στη ΔΕΘ.

«Απέναντι σε μια εξουσία σήμερα εξαρτημένη από μικρά και μεγάλα συμφέροντα, δεσμεύομαι για μια ηγεσία που δεν χρωστάει σε κανέναν. Μόνο στον ίδιο το λαό» είπε ο Γ. Παπανδρέου.
..και η εξουσία της γλώσσας

Μας λένε κάποιοι, που δίνουν την εντύπωση ότι βρίσκονται σε κατάσταση μόνιμης ανησυχίας για την επιβίωση του ελληνικού έθνους, ότι η ελληνική γλώσσα κινδυνεύει να χαθεί.

Και σπεύδουν να μας δώσουν παραδείγματα λαθών που ψάρεψαν στο δημόσιο λόγο, οικτίροντας τους αμαθείς που λένε «ανταπεξέρχομαι» αντί για το σωστό «αντεπεξέρχομαι», «απανέκαθεν» αντί «ανέκαθεν», «όλους όσους» αντί «όλους όσοι».

Η γλωσσολογία τούς διαψεύδει. Η γλώσσα μας όχι μόνο δεν φαίνεται να χάνεται, αλλά συνεχίζει ακμαία την πορεία της στο χρόνο. Οπως κάθε γλώσσα, έτσι και η ελληνική εμπλουτίζεται, προσαρμόζεται και εξελίσσεται. Μας λέει, επίσης, η γλωσσολογία ότι το σωστό και το λάθος στη γλώσσα δεν είναι απόλυτες έννοιες και ότι η υπόδειξη του σωστού δεν είναι πάντα όσο αθώα φαίνεται. Συχνά η υπόδειξη του σωστού και ο στιγματισμός του λάθους λειτουργούν εξουσιαστικά, προάγοντας κοινωνικές ανισότητες.

«Η "σωστή" χρήση της γλώσσας» γράφει στο βιβλίο της «Γλώσσα και ιδεολογία» η Αννα Φραγκουδάκη, καθηγήτρια Κοινωνιολογίας της Εκπαίδευσης στο Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών του Πανεπιστημίου Αθηνών, «αποτελεί, κατά την κοινωνιογλωσσολογία, τυπικό σύστημα, προϊόν καθαρά κοινωνικής επεξεργασίας, που ορίζει ποιες επιλογές πρέπει να κάνει ο ομιλητής για να προσαρμόζεται στο αισθητικό ή κοινωνικό και μορφωτικό γλωσσικό ιδεώδες των κοινωνικών ομάδων που διαθέτουν κύρος και εξουσία».

Αυτό συμβαίνει διότι η γλώσσα δεν είναι ουδέτερη και αθώα. Κάθε γλωσσική ανταλλαγή, λέει ο ανθρωπολόγος Πιέρ Μπουρντιέ στο βιβλίο του «Γλώσσα και συμβολική εξουσία», εκτός από σχέση επικοινωνίας, «είναι επίσης μια οικονομική ανταλλαγή [...], η οποία είναι ικανή να προσπορίσει ένα ορισμένο κέρδος, υλικό ή συμβολικό». Ως χρήστες της γλώσσας, διαθέτουμε κατά τον Μπουρντιέ ένα γλωσσικό κεφάλαιο, μια ικανότητα να ελισσόμαστε μέσα στη γλώσσα. Οσο μεγαλύτερο είναι το γλωσσικό μας κεφάλαιο τόσο περισσότερο διακρινόμαστε από τους άλλους και άλλο τόσο περισσότερο καταφέρνουμε να ελιχθούμε στον κοινωνικό καταμερισμό.

«Δεν υπάρχουν για τη γλωσσολογία τυχαία ή ανόητα λάθη» λέει η Μάρω Κακριδή - Φερράρι. «Τα λάθη γίνονται σε σημεία του συστήματος που είτε είναι αδιαφανή είτε αποτελούν εξαιρέσεις στους γλωσσικούς κανόνες. Οταν κάποιος λέει: "Τα αποτελέσματα επεξεργάστηκαν από ειδικούς", το λέει επειδή παρασύρεται από την ενεργητική διάθεση του ρήματος επεξεργάζομαι, που όμως είναι αποθετικό και δεν έχει ενεργητική φωνή. Πιθανότατα αυτό το λάθος κάποια στιγμή να ενταχθεί στην πρότυπη γλώσσα και να μη θυμόμαστε ότι κάποτε ήταν λάθος. Οπως δεν θυμόμαστε σήμερα ότι κάποτε το "δείχνω" ήταν λάθος και το σωστό ήταν το "δεικνύω", και ότι ακόμη παλιότερα το σωστό ήταν το "δείκνυμι"».

Αλλο λάθος, για το οποίο έχει γίνει μεγάλος θόρυβος, είναι το «απανέκαθεν». Εξηγεί ο μεταφραστής Γιάννης Η. Χάρης, που αρθρογραφεί χρόνια για τη γλώσσα: «Το αρχαϊκό επίθημα "-θεν" δεν είναι διαφανές. Δεν μπορεί να το αναγνωρίσει κάποιος, να καταλάβει μόνος του ότι σημαίνει "από", παρά μόνο αν το έχει διδαχτεί ειδικά. Οταν θέλει, λοιπόν, να χρησιμοποιήσει το "ανέκαθεν" ως επίρρημα, βάζει μπροστά την πρόθεση "από", την οποία δεν αναγνωρίζει στο "-θεν" - όπως λέει "από μακριά", "από κοντά" ή "από παλιά", που έχει, μάλιστα, παραπλήσια σημασία με το ανέκαθεν».

Για όσους διαμαρτυρηθούν, ο Γιάννης Η. Χάρης επισημαίνει ότι αυτό το λάθος βρίσκεται μεταξύ άλλων στον Ομηρο («απ' ουρανόθεν», καθώς και «εξ ουρανόθεν»), στους Ευαγγελιστές («από μακρόθεν») και στον Ελύτη, έστω κι αν ο ποιητής το χρησιμοποίησε για λόγους προσωδίας («πάλι βγήκα εκεί / που το κολύμπι μ' έβγαζε απ' ανέκαθεν» («Τα ελεγεία της οξώπετρας»). Μάλιστα, ο Εμμανουήλ Κριαράς το έβαλε στο λεξικό του ως λαϊκό τύπο.

Πρέπει, λοιπόν, να σταματήσουμε να διορθώνουμε; «Αν δεν διορθώσουμε κάποιον», λέει η Μάρω Κακριδή - Φερράρι, «τον αφήνουμε εκτεθειμένο στην κριτική και στο στιγματισμό, μια που το σχολείο και η κοινωνία έχουν συγκεκριμένη αντίληψη για το "λάθος". Η διόρθωση είναι μια κοινωνική πράξη, όχι γλωσσολογική. Στοχεύει στο να μάθει κάποιος, για δικό του κέρδος, αυτό που είναι γενικότερα αποδεκτό σε μια συγκεκριμένη στιγμή».

«Διορθώνουμε και περιμένουμε να δούμε, γιατί απλούστατα δεν ξέρουμε τι, αν και πότε θα επικρατήσει» λέει ο Γιάννης Η. Χάρης. «Το θέμα είναι η ιδεολογία που διέπει τη διόρθωση, αν η διόρθωση έχει αυστηρά ρυθμιστικό χαρακτήρα, που αποκλείει δηλαδή, που απορρίπτει προγραμματικά την εξέλιξη της γλώσσας. Γε- νικότερα, ο ίδιος ο λόγος για τη γλώσσα μπορεί να θεωρηθεί εξουσιαστικός· ακόμη και η κουβέντα που κάνουμε εδώ».

Με εξουσιαστικό τρόπο λειτουργεί ως προς το ύφος η χρήση λόγιας και, κυρίως, αρχαΐζουσας γλώσσας, διότι εμφανίζει τον ομιλητή ως κάτοχο μιας ανώτερης, υποτίθεται, μορφής γλώσσας. Λέμε πολύ συχνά πια «λαμβάνω» αντί για «παίρνω» και όλο και συχνότερα «ουδείς» αντί για «κανένας». Στην τηλεόραση, στις πλημμύρες τα νερά δεν ξεχειλίζουν, αλλά «τα ύδατα υπερχειλίζουν»· ο ασθενής δεν μεταφέρεται στο νοσοκομείο, αλλά «διακομίζεται» και η νύφη δεν μπαίνει στην εκκλησία, αλλά «εισέρχεται του ναού» (που είναι και γραμματικό λάθος, διότι το εισέρχομαι δεν συντάσσεται με γενική, όπως το εξέρχομαι· λάθη τέτοιου είδους αφθονούν σ' αυτές τις περιπτώσεις βεβιασμένης χρήσης αρχαΐζουσας γλώσσας, ακριβώς διότι εκεί παραβιάζεται το γλωσσικό αίσθημα).

«Ο μορφωμένος ομιλητής της επίσημης παραλλαγής» γράφει η Αννα Φραγκουδάκη (αναφερόμενη στη μελέτη του Μιχαήλ Σετάτου για την παρεμβολή στοιχείων της καθαρεύουσας στην καθημερινή ομιλία) «που χρησιμοποιεί καθαρευουσιανισμούς, όπως "εκ προοιμίου", "δεδομένου του θέματος", "εις άγραν", "ουδενός εξαιρουμένου", "τας παρούσας συνθήκας", στοχεύει αλλά και πετυχαίνει την κοινωνική διάκριση, τη μετάδοση του έμμεσου μηνύματος της κοινωνικής του ανωτερότητας που αποδεικνύουν η γνώση και χρήση των καθαρευουσιανισμών». Αντίθετα, προσθέτει, ο λαϊκός ομιλητής χρησιμοποιεί την καθαρεύουσα με διάθεση ειρωνείας, όταν λέει «η συμβία μου» και «στας διαταγάς σας».

Ο Γιάννης Η. Χάρης αποδίδει την τάση προς ένα ύφος λόγιο και αρχαϊκό στην ανασφάλεια που νιώθουμε για τη γλώσσα. «Γιατί πριν από 15 χρόνια καταργήσαμε το "Σαπφώς" και κρατήσαμε αποκλειστικά το "Σαπφούς"; Και, μάλιστα, επιβάλαμε την αρχαϊκή κατάληξη ακόμα και σε λαϊκά ονόματα: της Γωγούς, της Ζωζούς; Διότι κάποιος μας το υπέδειξε και επειδή νιώθουμε ανασφάλεια για τη γλώσσα μας, λόγω της συστηματικής απαξίωσής της. Καταφεύγουμε, λοιπόν, στον λόγιο τύπο όπου νιώθουμε ασφαλείς, γιατί αυτόν, ακόμα και λανθασμένο, δεν τον διορθώνει κανείς. Βέβαια, ακόμα και αυτά όλα ενδέχεται να επικρατήσουν, ακόμα κι όταν πρόκειται για αναντίλεκτα λάθη. Δεν θα πάθει τίποτα η γλώσσα. Εχει, όμως, σημασία να αναδεικνύεται ο κοινωνικός λόγος μιας τέτοιας αλλαγής».

Από τον αυστηρό έλεγχο για λάθη δεν έχουν ξεφύγει και κάποιοι πολιτικοί. Ο τρόπος ομιλίας του Κ. Σημίτη και του Γ. Παπανδρέου έχει γίνει αφορμή για ανέκδοτα, με τη βοήθεια σατιρικών τηλεοπτικών εκπομπών. «Είναι η εύκολη λύση» λέει ο Γιάννης Η. Χάρης. «Οπου δεν μας παίρνει να ασχοληθούμε σοβαρά με το λόγο κάποιου πολιτικού, κάνουμε κριτική της γλώσσας του σε επίπεδο γλωσσικών λαθών. Και, μάλιστα, κρίνουμε όχι τη γλώσσα του, αλλά την άρθρωσή του και τα σαρδάμ που κάνει, κάτι που είναι ουσιαστικά ρατσιστικό. Το δύσκολο είναι να κάνεις υφολογική ανάλυση και να δείξεις αν και γιατί ο λόγος ενός πολιτικού είναι, για παράδειγμα, τεχνοκρατικός ή παραπλανητικός. Η πολιτική εξουσία ασκείται και μέσω της γλώσσας και η ανάλυση του λόγου των πολιτικών θα είχε να μας αποκαλύψει πολλά. Ετσι, όμως, που γίνεται η κριτική, το μόνο που αποκαλύπτει είναι οι εξουσιαστικές τάσεις του κριτή».

«Με την ταινία μου λυτρώθηκα»

Τέσσερις 20χρονοι ισραηλινοί στρατιώτες προχωρούν μέσα σ' ένα μοναχικό τανκ σε μια ήδη βομβαρδισμένη πόλη στον Λίβανο. Είναι η πρώτη μέρα του πολέμου του 1982 κι οι στρατιώτες έχουν σταλεί για να «καθαρίσουν» την πόλη, από παλαιστίνιους αγωνιστές. Βέβαια, θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε πόλεμος και το τανκ να διεισδύει σε οποιαδήποτε χώρα.
Ομως ο ισραηλινός σκηνοθέτης Σάμουελ Μάοζ, στην αντιπολεμική ταινία του «Λίβανος», που κέρδισε το Χρυσό Λιοντάρι στο φετινό Φεστιβάλ της Βενετίας, επέλεξε τον πρώτο πόλεμο του Λιβάνου του 1982 γιατί η ιστορία στηρίζεται στις προσωπικές του εμπειρίες, όπως ακριβώς στηριζόταν και ο Αρι Φόλμαν στην ταινία του «Βαλς με τον Μπασίρ», που εκτυλισσόταν στον ίδιο ακριβώς πόλεμο.

Ο γεννημένος στο Τελ Αβίβ 48χρονος Σάμουελ Μάοζ περίμενε να περάσουν 26 ολόκληρα χρόνια για να αφηγηθεί την εφιαλτική αυτή, όπως την περιγράφει ο ίδιος, εμπειρία του σε ταινία. Εμπειρία που τον έκανε να προσθέσει τη φωνή του στους φιλελεύθερους συμπατριώτες του που αντιδρούν στα καταστροφικά αποτελέσματα της πολιτικής της κυβέρνησής τους.

«Η πρώτη φορά που σκότωσα»

«Επρεπε να περάσει ένα μεγάλο διάστημα για να μπορέσω να την ξεπεράσω, να τη δω αντικειμενικά», ανέφερε ο σκηνοθέτης, μιλώντας για την ταινία του στη Βενετία. «Ακριβώς στις 6 Ιουνίου το πρωί, την πρώτη δηλαδή μέρα του πολέμου, πρώτη φορά στη ζωή μου σκότωσα έναν άνθρωπο. Ηταν κάτι το τραυματικό για μένα. Δεν το έκανα από επιλογή, ακολούθησα τις διαταγές των ανωτέρων μου. Ηταν ένα είδος ενστικτώδους άμυνας, η ανάγκη επιβίωσης που, συχνά, σε σπρώχνει να κάνεις απαράδεκτα πράματα, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για ζήτημα ζωής ή θανάτου. Μη ξεχνάτε ότι ήμουνα μόλις 20 χρόνων. Αυτό όμως με στοίχειωνε από τότε, άλλαξε ολόκληρη τη ζωή μου. Δεν μπορούσα να το ξαναζήσω, έστω κι αν ήταν σε ταινία. Με απασχολούσε όλα αυτά τα χρόνια μέχρι που να μπορέσω να γράψω το σενάριο. Οταν τελικά το έκανα ήταν κάτι που ξεπήδησε άμεσα, δεν είχε καμιά διανοητική προετοιμασία. Αντλησα από τη μνήμη μου, η οποία είχε αρχίσει να θολώνει. Εκείνο που με απασχολούσε ήταν να καταγράψω συναισθηματικά την εμπειρία, αυτό που με βασάνιζε, αυτό που με έκαιγε, που αισθανόμουν».

Ο Μάοζ ήταν τότε 20 χρόνων, όταν έκανε τη θητεία του. «Είχα μπει στα Τεθωρακισμένα», εξηγεί, «το προλεταριακό κομμάτι του ισραηλινού στρατού. Εκπαιδεύτηκα στα τανκς, ήμουν πυροβολητής. Εκείνο που κάναμε ήταν να πυροβολούμε σε βαρέλια γεμάτα πετρέλαιο που η έκρηξή της έμοιαζε με τεράστια βεγγαλικά. Για μας δεν ήταν κάτι το αληθινό. Ηταν κάτι που το διασκεδάζαμε, σαν να παίζαμε σε λούνα παρκ. Δεν αντιλαμβανόμαστε την πραγματική σημασία του πολέμου».

Η φριχτή εμπειρία μέσα στο τανκ, όταν αναγκάστηκε να σκοτώσει έναν άλλο άνθρωπο, τον τσάκισε πραγματικά. «Θέλησα να μιλήσω γι' αυτά τα φοβερά, ψυχικά τραύματα, να αφηγηθώ την ιστορία μιας σφαγιασμένης ψυχής. Ηταν κάτι το δύσκολο γιατί το γεγονός αυτό δεν είχε να κάνει με την πλοκή αλλά με τα αισθήματα και χρειάστηκε ν' ανατρέψω πολλά που γνώριζα μέχρι τότε για τον κινηματογράφο, για την αισθητική του, για την αφηγηματική αξία του. Για μένα όλα αυτά ήταν μια καινούρια εμπειρία».

Για να δώσει την εφιαλτική ατμόσφαιρα των κλεισμένων στο τανκ τεσσάρων νεαρών στρατιωτών, ο Μάοζ, όπως αναφέρει, «δεν τους ζήτησα απλώς να παίξουν το ρόλο του κάθιδρου, ασφυκτικά κλεισμένου στο πνιγηρό, καυτό αυτό κοντέινερ, που είναι το τανκ και που έμοιαζε σαν ένα τεράστιο έντομο από κάποια ταινία τρόμου, αλλά τους κλείδωσα για ένα διάστημα μέσα στο τανκ για να μπορέσουν να αποδώσουν όσο πιο αληθινά την αποπνιχτική ατμόσφαιρα. Τους άφησα να καούν κυριολεκτικά κλεισμένοι εκεί μέσα, στη ζέστη, ώσπου να εξαντληθούν. Επρεπε να τους μεταφέρω αυτή την εμπειρία όσο πιο κοντά τους, στην ίδια την ψυχή τους, για να μπορέσουν να την καταλάβουν. Δεν θελήσαμε να κάνουμε απλώς μια ρεαλιστική πολεμική περιπέτεια στο στιλ εκείνων του Χόλιγουντ».

Τελευταία μαρτυρία

Η κατάσταση όμως αυτή δεν περιορίστηκε στους ηθοποιούς. Στις σκηνές της μάχης, τόσο ο ίδιος ο σκηνοθέτης όσο και το υπόλοιπο συνεργείο, πέρασαν όλες τις μέρες των γυρισμάτων - οκτώ συνολικά - σ' ένα ζεστό κύμα φωτιάς και αίματος. «Ηθελα κυριολεκτικά να μυρίζονται το αίμα και τον καπνό της μάχης, όπως ήθελα να αισθναθεί και ο θεατής που θα έβλεπε την ταινία», προσθέτει, «γιατί μόνο έτσι μπορεί να καταλάβει τι θα πει κόλαση».

Στη διάρκεια των γυρισμάτων των πολεμικών σκηνών, με τις εκρήξεις, τις ανατινάξεις, το αίμα, έγινε κάτι απροσδόκητο: «Ολα πήγαιναν στην εντέλεια. Υπήρχε ενθουσιασμός και ζωντάνια», αφηγείται ο σκηνοθέτης.

«Η μόνη παραφωνία ήταν ένας ελαφρύς πόνος στο αριστερό μου πόδι. Στο τέλος της δεύτερης μέρας, όμως, το πόδι μου πρήστηκε. Την τρίτη μέρα δεν μπορούσα σχεδόν να περπατήσω, δεν ήξερα τι μου συνέβαινε. Ο γιατρός που με εξέτασε μου είπε ότι είχα μια πολύ επικίνδυνη λοίμωξη. Πήρα δυνατά αντιβιοτικά και κοιμήθηκα. Ξύπνησα ύστερα από δώδεκα ώρες και κοίταξα, κάπως φοβισμένα, το πόδι μου. Είδα πως το πρήξιμο είχε περάσει αλλά αιμορραγούσε ελαφρά. Δίπλα του υπήρχαν πέντε μικρά θραύσματα από οβίδα, τελευταία μαρτυρία του πολέμου του Λιβάνου που το σώμα μου αποφάσισε, ύστερα από 24 χρόνια, να αποβάλει».

Ενα άδειο κέλυφος

Η εμπειρία του πολέμου ήταν για τον Μάοζ μια αληθινή κατάδυση στην κόλαση. Η επιστροφή του στο σπίτι του, μετά τον πόλεμο, μπορεί να έκανε τη μητέρα του χαρούμενη που ο γιος της γλίτωσε από το θάνατο, αλλά, όπως παραδέχτηκε ο ίδιος, «η μητέρα μου δεν αντιλήφθηκε ότι δεν γύρισα σώος και αβλαβής στο σπίτι. Στην πραγματικότητα, δεν γύρισα καθόλου στο σπίτι. Δεν καταλάβαινε πως ο γιος της είχε πεθάνει στον Λίβανο και αυτό που αγκάλιαζε τώρα δεν ήταν παρά ένα άδειο κέλυφος».

Μόνο όταν άρχισε να γράφει το σενάριο κατάφερε να ξυπνήσει από το μεγάλο λήθαργο που ζούσε εδώ και 20 περίπου χρόνια. «Επιτέλους, όταν τέλειωσα το γύρισμα, αισθάνθηκα να κυλά νέο αίμα στις φλέβες μου. Λυπόμουν για το χρόνο που έχασα. Αλλά δεν το σκεφτόμουν πια. Αφιερώθηκα στο σχέδιο της ταινίας, ένα σχέδιο που με επανέφερε στη φυσιολογική μου κατάσταση. Μπορώ να πω πως αυτό που κέρδισα με την ταινία μου αυτή ήταν ο εαυτός μου». *
Ν.Φ.ΜΙΚΕΛΙΔΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 20/9/2009