Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2009

«Με την ταινία μου λυτρώθηκα»

Τέσσερις 20χρονοι ισραηλινοί στρατιώτες προχωρούν μέσα σ' ένα μοναχικό τανκ σε μια ήδη βομβαρδισμένη πόλη στον Λίβανο. Είναι η πρώτη μέρα του πολέμου του 1982 κι οι στρατιώτες έχουν σταλεί για να «καθαρίσουν» την πόλη, από παλαιστίνιους αγωνιστές. Βέβαια, θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε πόλεμος και το τανκ να διεισδύει σε οποιαδήποτε χώρα.
Ομως ο ισραηλινός σκηνοθέτης Σάμουελ Μάοζ, στην αντιπολεμική ταινία του «Λίβανος», που κέρδισε το Χρυσό Λιοντάρι στο φετινό Φεστιβάλ της Βενετίας, επέλεξε τον πρώτο πόλεμο του Λιβάνου του 1982 γιατί η ιστορία στηρίζεται στις προσωπικές του εμπειρίες, όπως ακριβώς στηριζόταν και ο Αρι Φόλμαν στην ταινία του «Βαλς με τον Μπασίρ», που εκτυλισσόταν στον ίδιο ακριβώς πόλεμο.

Ο γεννημένος στο Τελ Αβίβ 48χρονος Σάμουελ Μάοζ περίμενε να περάσουν 26 ολόκληρα χρόνια για να αφηγηθεί την εφιαλτική αυτή, όπως την περιγράφει ο ίδιος, εμπειρία του σε ταινία. Εμπειρία που τον έκανε να προσθέσει τη φωνή του στους φιλελεύθερους συμπατριώτες του που αντιδρούν στα καταστροφικά αποτελέσματα της πολιτικής της κυβέρνησής τους.

«Η πρώτη φορά που σκότωσα»

«Επρεπε να περάσει ένα μεγάλο διάστημα για να μπορέσω να την ξεπεράσω, να τη δω αντικειμενικά», ανέφερε ο σκηνοθέτης, μιλώντας για την ταινία του στη Βενετία. «Ακριβώς στις 6 Ιουνίου το πρωί, την πρώτη δηλαδή μέρα του πολέμου, πρώτη φορά στη ζωή μου σκότωσα έναν άνθρωπο. Ηταν κάτι το τραυματικό για μένα. Δεν το έκανα από επιλογή, ακολούθησα τις διαταγές των ανωτέρων μου. Ηταν ένα είδος ενστικτώδους άμυνας, η ανάγκη επιβίωσης που, συχνά, σε σπρώχνει να κάνεις απαράδεκτα πράματα, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για ζήτημα ζωής ή θανάτου. Μη ξεχνάτε ότι ήμουνα μόλις 20 χρόνων. Αυτό όμως με στοίχειωνε από τότε, άλλαξε ολόκληρη τη ζωή μου. Δεν μπορούσα να το ξαναζήσω, έστω κι αν ήταν σε ταινία. Με απασχολούσε όλα αυτά τα χρόνια μέχρι που να μπορέσω να γράψω το σενάριο. Οταν τελικά το έκανα ήταν κάτι που ξεπήδησε άμεσα, δεν είχε καμιά διανοητική προετοιμασία. Αντλησα από τη μνήμη μου, η οποία είχε αρχίσει να θολώνει. Εκείνο που με απασχολούσε ήταν να καταγράψω συναισθηματικά την εμπειρία, αυτό που με βασάνιζε, αυτό που με έκαιγε, που αισθανόμουν».

Ο Μάοζ ήταν τότε 20 χρόνων, όταν έκανε τη θητεία του. «Είχα μπει στα Τεθωρακισμένα», εξηγεί, «το προλεταριακό κομμάτι του ισραηλινού στρατού. Εκπαιδεύτηκα στα τανκς, ήμουν πυροβολητής. Εκείνο που κάναμε ήταν να πυροβολούμε σε βαρέλια γεμάτα πετρέλαιο που η έκρηξή της έμοιαζε με τεράστια βεγγαλικά. Για μας δεν ήταν κάτι το αληθινό. Ηταν κάτι που το διασκεδάζαμε, σαν να παίζαμε σε λούνα παρκ. Δεν αντιλαμβανόμαστε την πραγματική σημασία του πολέμου».

Η φριχτή εμπειρία μέσα στο τανκ, όταν αναγκάστηκε να σκοτώσει έναν άλλο άνθρωπο, τον τσάκισε πραγματικά. «Θέλησα να μιλήσω γι' αυτά τα φοβερά, ψυχικά τραύματα, να αφηγηθώ την ιστορία μιας σφαγιασμένης ψυχής. Ηταν κάτι το δύσκολο γιατί το γεγονός αυτό δεν είχε να κάνει με την πλοκή αλλά με τα αισθήματα και χρειάστηκε ν' ανατρέψω πολλά που γνώριζα μέχρι τότε για τον κινηματογράφο, για την αισθητική του, για την αφηγηματική αξία του. Για μένα όλα αυτά ήταν μια καινούρια εμπειρία».

Για να δώσει την εφιαλτική ατμόσφαιρα των κλεισμένων στο τανκ τεσσάρων νεαρών στρατιωτών, ο Μάοζ, όπως αναφέρει, «δεν τους ζήτησα απλώς να παίξουν το ρόλο του κάθιδρου, ασφυκτικά κλεισμένου στο πνιγηρό, καυτό αυτό κοντέινερ, που είναι το τανκ και που έμοιαζε σαν ένα τεράστιο έντομο από κάποια ταινία τρόμου, αλλά τους κλείδωσα για ένα διάστημα μέσα στο τανκ για να μπορέσουν να αποδώσουν όσο πιο αληθινά την αποπνιχτική ατμόσφαιρα. Τους άφησα να καούν κυριολεκτικά κλεισμένοι εκεί μέσα, στη ζέστη, ώσπου να εξαντληθούν. Επρεπε να τους μεταφέρω αυτή την εμπειρία όσο πιο κοντά τους, στην ίδια την ψυχή τους, για να μπορέσουν να την καταλάβουν. Δεν θελήσαμε να κάνουμε απλώς μια ρεαλιστική πολεμική περιπέτεια στο στιλ εκείνων του Χόλιγουντ».

Τελευταία μαρτυρία

Η κατάσταση όμως αυτή δεν περιορίστηκε στους ηθοποιούς. Στις σκηνές της μάχης, τόσο ο ίδιος ο σκηνοθέτης όσο και το υπόλοιπο συνεργείο, πέρασαν όλες τις μέρες των γυρισμάτων - οκτώ συνολικά - σ' ένα ζεστό κύμα φωτιάς και αίματος. «Ηθελα κυριολεκτικά να μυρίζονται το αίμα και τον καπνό της μάχης, όπως ήθελα να αισθναθεί και ο θεατής που θα έβλεπε την ταινία», προσθέτει, «γιατί μόνο έτσι μπορεί να καταλάβει τι θα πει κόλαση».

Στη διάρκεια των γυρισμάτων των πολεμικών σκηνών, με τις εκρήξεις, τις ανατινάξεις, το αίμα, έγινε κάτι απροσδόκητο: «Ολα πήγαιναν στην εντέλεια. Υπήρχε ενθουσιασμός και ζωντάνια», αφηγείται ο σκηνοθέτης.

«Η μόνη παραφωνία ήταν ένας ελαφρύς πόνος στο αριστερό μου πόδι. Στο τέλος της δεύτερης μέρας, όμως, το πόδι μου πρήστηκε. Την τρίτη μέρα δεν μπορούσα σχεδόν να περπατήσω, δεν ήξερα τι μου συνέβαινε. Ο γιατρός που με εξέτασε μου είπε ότι είχα μια πολύ επικίνδυνη λοίμωξη. Πήρα δυνατά αντιβιοτικά και κοιμήθηκα. Ξύπνησα ύστερα από δώδεκα ώρες και κοίταξα, κάπως φοβισμένα, το πόδι μου. Είδα πως το πρήξιμο είχε περάσει αλλά αιμορραγούσε ελαφρά. Δίπλα του υπήρχαν πέντε μικρά θραύσματα από οβίδα, τελευταία μαρτυρία του πολέμου του Λιβάνου που το σώμα μου αποφάσισε, ύστερα από 24 χρόνια, να αποβάλει».

Ενα άδειο κέλυφος

Η εμπειρία του πολέμου ήταν για τον Μάοζ μια αληθινή κατάδυση στην κόλαση. Η επιστροφή του στο σπίτι του, μετά τον πόλεμο, μπορεί να έκανε τη μητέρα του χαρούμενη που ο γιος της γλίτωσε από το θάνατο, αλλά, όπως παραδέχτηκε ο ίδιος, «η μητέρα μου δεν αντιλήφθηκε ότι δεν γύρισα σώος και αβλαβής στο σπίτι. Στην πραγματικότητα, δεν γύρισα καθόλου στο σπίτι. Δεν καταλάβαινε πως ο γιος της είχε πεθάνει στον Λίβανο και αυτό που αγκάλιαζε τώρα δεν ήταν παρά ένα άδειο κέλυφος».

Μόνο όταν άρχισε να γράφει το σενάριο κατάφερε να ξυπνήσει από το μεγάλο λήθαργο που ζούσε εδώ και 20 περίπου χρόνια. «Επιτέλους, όταν τέλειωσα το γύρισμα, αισθάνθηκα να κυλά νέο αίμα στις φλέβες μου. Λυπόμουν για το χρόνο που έχασα. Αλλά δεν το σκεφτόμουν πια. Αφιερώθηκα στο σχέδιο της ταινίας, ένα σχέδιο που με επανέφερε στη φυσιολογική μου κατάσταση. Μπορώ να πω πως αυτό που κέρδισα με την ταινία μου αυτή ήταν ο εαυτός μου». *
Ν.Φ.ΜΙΚΕΛΙΔΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 20/9/2009

Δεν υπάρχουν σχόλια: