Κυριακή 9 Μαΐου 2010

Πώς φτάσαμε ώς εδώ;




ΔΗΜΟΣΙΟ ΧΡΕΟΣ Η «ΜΑΥΡΗ ΤΡΥΠΑ» ΚΑΙ Ο «ΓΑΛΑΖΟΠΡΑΣΙΝΟΣ» ΣΤΡΟΥΘΟΚΑΜΗΛΙΣΜΟΣ
ΚΕΙΜΕΝΟ ΧΡΗΣΤΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ (chrisgr@enet.gr) | ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΒΩΒΟΣ
Το δημόσιο χρέος είναι σαν το λάστιχο. Οσο πιο πολύ το τραβάς τόσο πιο πολύ τεντώνει. Και κάποια στιγμή, δεν αντέχει, σπάει. Αυτό έκαναν οι ελληνικές κυβερνήσεις. Ολες. Αλλες λιγότερο, άλλες περισσότερο, και γι' αυτό σήμερα φθάνει τα 273,407 δισ. ευρώ και δύσκολα κάποιος μας δανείζει. Είναι δηλαδή μεγαλύτερο από το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) της χώρας, καθώς ανέρχεται στο 115,1% της αξίας όλων των προϊόντων και υπηρεσιών που παρήγαγε η χώρα το 2009, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat (Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία). Και θα μεγαλώνει τα επόμενα χρόνια τόσο ως απόλυτο νούμερο (μόνο οι τόκοι το αυξάνουν 6% ετησίως) όσο και ως ποσοστό επί του ΑΕΠ (δεδομένης της ύφεσης, που σημαίνει πτώση της οικονομικής δραστηριότητας).
«Φούσκωσε», καθώς οι κυβερνήσεις εισέπρατταν λιγότερα και ξόδευαν περισσότερα από αυτά που προέβλεπαν όταν συνέτασσαν τους προϋπολογισμούς του κράτους. Οι κυβερνήσεις έκαναν και κάτι άλλο. Κρατούσαν «διπλά βιβλία», αναθεωρώντας εκ των υστέρων μία και δύο φορές το έλλειμμα και κατ' επέκταση το συνολικό χρέος. Με αυτό τον τρόπο διόγκωναν τη «μαύρη τρύπα», που αντιστοιχούσε στη θητεία της προηγούμενης κυβέρνησης και την «έκλειναν», μερικώς, στη διάρκεια της δικής τους. Η σύγκριση ευνοούσε πάντα την επόμενη κυβέρνηση, γιατί γινόταν με βάση την αναθεώρηση, δηλαδή ξεκινούσε από υψηλή βάση. Κάθε φορά που άλλαζε η κυβέρνηση, γινόταν το ίδιο. Και η χώρα έμπαινε σε φαύλο κύκλο. Η διόγκωση αποδείχθηκε ότι δεν γινόταν εικονικά. Οι απερχόμενες κυβερνήσεις πράγματι έκρυβαν έλλειμμα.

Με αυτό τον τρόπο, οι πολιτικοί ξεγελούσαν τους ψηφοφόρους και τη Eurostat, που συχνά αδιαφορούσε για τις περίεργες αλλαγές και τα ελληνικά τρικ. Ομως το χρέος ανέβαινε. Επιπλέον, είχαν ανακαλύψει τρόπους μεταφοράς του στο απώτερο μέλλον (ίσως να ασπάζονταν το «ποιος ζει, ποιος πεθαίνει»), μέσω σύναψης συμφωνιών swaps (συμφωνία ανταλλαγής νομισμάτων, επιτοκίων κ.λπ.) με επενδυτικές τράπεζες. Και, τέλος, βρήκαν τρόπους να μεγαλώνουν το ΑΕΠ της χώρας, για να δείχνουν ότι το έλλειμμα ως ποσοστό είναι μικρότερο.

Θυμόμαστε πως ο πρώην υπουργός Οικονομικών Γ. Αλογοσκούφης το 2004, εκτός από την περίφημη απογραφή, έκανε κι ένα λογιστικό τρικ. Σύμφωνα με την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία, ζητήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να γίνει μέτρηση του ΑΕΠ με έναν νέο κανονισμό. Στην αναθεώρηση, που οδήγησε σε αύξηση του ΑΕΠ κατά περίπου 25% από το 2000, συνυπολογίστηκαν έρευνες για τη μαύρη οικονομία στο εμπόριο, τις μεταφορές, τα ξενοδοχεία, τις κατασκευές, τα στοιχεία μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων ακόμα και στην πορνεία. Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση αύξησε την αξία των παραγόμενων αγαθών και υπηρεσιών της χώρας (ΑΕΠ), προσθέτοντας αξία (εισόδημα), το οποίο όμως δεν μπορούσε να «εντοπίσει» και να φορολογήσει. Και ταυτόχρονα διόγκωνε τις δανειακές υποχρεώσεις, οι οποίες ήταν πραγματικές και απαιτητές από τους πιστωτές.

Το υπουργείο Οικονομικών το 1998 εξέδωσε μια μελέτη, την οποία συνέταξε ο υπηρεσιακός γενικός διευθυντής Γιάννης Σιδηρόπουλος. Η μελέτη, που σήμερα αποτελεί ντοκουμέντο, παρουσιάζει την πορεία της ελληνικής οικονομίας την περίοδο 1960-1997 μέσα από την εξέλιξη βασικών μακροοικονομικών δεικτών. Οι δείκτες αυτοί δεν έχουν καμία σχέση με τους αναθεωρημένους, όπως τους καταγράφει σήμερα η Eurostat. Είναι μάλλον πιο κοντά στην τότε πραγματικότητα.

Πριν βέβαια αναφερθούμε στη χρονική περίοδο μετά το 1960, πρέπει να σημειωθεί ότι από το 1932 μέχρι το 1945 δεν είχαμε εξωτερικό δανεισμό, ενώ είχε παγώσει η εξυπηρέτηση των παλαιών δανείων λόγω της παγκόσμιας κρίσης και του πολέμου.

Στη συνέχεια, η περίοδος μετά το 1946 ήταν από τις δυσκολότερες, λόγω του πολέμου που προηγήθηκε, της Κατοχής και του Εμφυλίου. Η Ελλάδα συνήψε δάνεια 406 εκατ. δολ. για επενδύσεις σε έργα υποδομής. Την περίοδο μέχρι το 1967 διακανονίστηκε το 97% του εξωτερικού προπολεμικού δημόσιου χρέους. Γι' αυτό, αλλά και λόγω της απομόνωσης της χώρας, ο δανεισμός σημείωσε μικρή αύξηση την περίοδο της δικτατορίας. Το 1974, το δημόσιο χρέος ήταν 115 δισ. δρχ. ή περίπου 23% του ΑΕΠ.

Γενικότερα, από το 1961 μέχρι και το 1972, η φτωχή τότε Ελλάδα είχε προϋπολογισμούς πλεονασματικούς. Το πλεόνασμα των ετών αυτών κυμαινόταν από 0,1% μέχρι 1,2% ετησίως. Εξαίρεση αποτέλεσε το 1968, έτος κατά το οποίο εμφανίστηκε έλλειμμα 0,2% επί του ΑΕΠ.

Από το 1973 και μετά, ο «Τιτανικός», όπως αποκάλεσε την Ελλάδα ο σημερινός υπουργός Οικονομικών Γ. Παπακωνσταντίνου, άρχισε να δέχεται τα πρώτα νερά στα ύφαλά του. Τα ελλείμματα ήταν μικρά και δεν ενέπνεαν καμία ανησυχία. Το 1973 το ταμείο ήταν μείον μόνο 0,2%, το 1974 η «τρύπα» έφθασε το 1,4% και το 1975 μεγάλωσε στο 3% του ΑΕΠ. Αυτό ήταν και το υψηλότερο ποσοστό που είχε εμφανιστεί τα προηγούμενα 15 χρόνια. Το 1976 υποχωρεί στο 1,7% και τα επόμενα χρόνια κυμαίνεται από 2,4% μέχρι 2,9%. Στο τέλος του 1980, το έλλειμμα ήταν 2,6%. Την ίδια χρονιά το συνολικό δημόσιο χρέος αποτελεί το 34,5% του ΑΕΠ.

Ακολουθούν οι εκλογές του 1981, όταν η Νέα Δημοκρατία, με πρόεδρο τον Γεώργιο Ράλλη, χάνει. Κερδίζει πρώτη φορά το ΠΑΣΟΚ, του Ανδρέα Παπανδρέου. Ο ερχομός των σοσιαλιστών φέρνει αλλαγές στην οικονομική και όχι μόνο πολιτική.

Το έλλειμμα εκτινάσσεται

Η χρονιά (1981) κλείνει με έλλειμμα 9,1%. Η απότομη άνοδος οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις δαπάνες των εκλογών. Αλλά ήταν να μη γίνει η αρχή. Ενα χρόνο αργότερα το έλλειμμα, ναι μεν υποχωρεί, αλλά παραμένει υψηλό, ήτοι 6,8% του ΑΕΠ. Τα επόμενα χρόνια αυξάνεται σε 7,6% το 1983 σε 8,4% το 1984 και σε 11,7% το 1985.

Το 1985 ο Κώστας Σημίτης ανέλαβε το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, όπου παρέμεινε μέχρι τον Νοέμβριο του 1987 εφαρμόζοντας το πρώτο πρόγραμμα σταθεροποίησης, με αποτέλεσμα τον περιορισμό του ελλείμματος σε μονοψήφιο ποσοστό 9,5% το 1986 και 9,2% το 1987. Την ίδια περίοδο υπουργός Οικονομικών ήταν ο Δημήτρης Τσοβόλας με αναπληρωτή τον Νίκο Αθανασόπουλο και υφυπουργό τον Δημήτρη Γεωργακόπουλο (συμμετέχει σήμερα στην κυβέρνηση του Γιώργου Α. Παπανδρέου ως γενικός γραμματέας του υπουργείου Οικονομικών).

Η χώρα μετά το 1987 εισήλθε σε περιπέτειες με αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις. Ο Κ. Σημίτης παραιτήθηκε τον Νοέμβριο του 1987 όταν διαφώνησε με τη χαλάρωση των μέτρων . Το έλλειμμα ξαναρχίζει να ανεβαίνει σε 11,5% το 1988 και εκτινάσσεται σε διψήφια νούμερα: 14,4% το 1989 και 16,1% το 1990. Τον Ιούνιο του 1988 υπουργός Εθνικής Οικονομίας αναλαμβάνει ο Παναγιώτης Ρουμελιώτης, ο οποίος είναι ο εκπρόσωπος της χώρας μας στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (διορίστηκε από τη σημερινή κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου), ενώ υπουργός Οικονομικών παραμένει ο Δημήτρης Τσοβόλας. Τον Μάρτιο του 1989 γίνεται ανασχηματισμός, αλλά το Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών κρατούν τα ίδια πρόσωπα.

Τον Ιούλιο του 1989 -αμέσως μετά το σκάνδαλο Κοσκωτά που αποκάλυψε ο τύπος το 1988- έγιναν εκλογές και σχηματίστηκε κυβέρνηση από τη Νέα Δημοκρατία και τον Συνασπισμό, με πρωθυπουργό τον Τζαννή Τζαννετάκη. Υπουργός Εθνικής Οικονομίας ανέλαβε ο Γιώργος Σουφλιάς με αναπληρωτή τον Σωτήρη Χατζηγάκη. Υπουργός Οικονομικών ήταν ο σημερινός πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας Αντώνης Σαμαράς.

Λίγους μήνες μετά, τον Νοέμβριο του 1989, σχηματίστηκε οικουμενική κυβέρνηση με πρόεδρο τον Ξενοφώντα Ζολώτα, υπουργό Εθνικής Οικονομίας τον Γιώργο Γεννηματά και Οικονομικών τον Γιώργο Σουφλιά.

Τον Μάρτιο του 1990 ανέλαβε υπηρεσιακή κυβέρνηση για να οδηγήσει τη χώρα στις εκλογές του Απριλίου του ίδιου έτους. Στις εκλογές κέρδισε η Νέα Δημοκρατία με πρόεδρο τον Κων. Μητσοτάκη, ο οποίος τοποθέτησε τον Γιώργο Σουφλιά στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, με υφυπουργό τον Αριστείδη Τσιπλάκο. Στο υπουργείο Οικονομικών τοποθετήθηκε ο Γιάννης Παλαιοκρασσάς με υφυπουργό τον Αριστοτέλη Παυλίδη. Η χρονιά (1990) κλείνει με τεράστιο έλλειμμα 16,1%.

Η Νέα Δημοκρατία προώθησε διαρθρωτικές αλλαγές με σκοπό τη μείωση του δημόσιου τομέα, προκαλώντας αντιδράσεις της αντιπολίτευσης και συνδικαλιστικών φορέων. Το έλλειμμα υποχώρησε σε 11,5% το 1991 και 12,8% το 1993. Η χώρα εισέρχεται σε ύφεση - μείωση παραγόμενης αξίας προϊόντων και υπηρεσιών - λόγω των μεγάλων έμμεσων φόρων που επιβάλλει η κυβέρνηση με υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών τον Στέφανο Μάνο (1992-1993) και επηρεασμένη από τη φθίνουσα πορεία της παγκόσμιας οικονομίας. Ετσι, λόγω μείωσης του ΑΕΠ, η χώρα μας έκλεισε το 1993 με μεγαλύτερο έλλειμμα, ήτοι 13,8%. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχασε τις εκλογές ή «ανετράπη από τα οικονομικά συμφέροντα», όπως ισχυρίστηκε ο τότε πρωθυπουργός.

Κερδίζει και πάλι το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου. Υπουργός Εθνικής Οικονομίας ανέλαβε ο Γιάννος Παπαντωνίου και Οικονομικών ο Αλέκος Παπαδόπουλος. Το έλλειμμα μειώνεται σε 10% το 1994 για να υποχωρήσει περαιτέρω στο 7,3% το 1996 και 4% το 1997. Από τον Ιανουάριο του 1996 πρωθυπουργός της χώρας έχει γίνει ο Κ. Σημίτης, ο οποίος έλαβε εντολή σχηματισμού Κυβέρνησης από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας με υπόδειξη της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΠΑΣΟΚ. μετά την παραίτηση του Ανδρέα Παπανδρέου στις 18 Ιανουαρίου 1996. Υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών ήταν ο Γιάννος Παπαντωνίου, με υφυπουργούς τους Γιώργο Δρυ, Νίκο Χριστοδουλάκη, Χρήστο Πάχτα και Αλέκο Μπαλτά.

Η προσπάθεια «νοικοκυρέματος» του κράτους συνεχίστηκε. Τα ελλείμματα υποχωρούν στα χαρτιά, αλλά όχι και τόσο στην πραγματικότητα, όπου οι λογιστικές αλχημείες ξεκινούν. Σύμφωνα με τον κρατικό προϋπολογισμό του έτους 2000 (συντάχθηκε στο τέλος του 1999), προβλεπόταν ότι το έλλειμμα για το έτος 1998 θα κλείσει στο 2,5% επί του ΑΕΠ. Επίσης στον ίδιο προϋπολογισμό προβλεπόταν έλλειμμα 1,2% για το 2000. Η χώρα τιθασεύει το έλλειμμα στα χαρτιά και με υποτίμηση 14% της δραχμής το 1998 μπαίνει στον προθάλαμο της ΟΝΕ.

Ομως, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, αποδείχθηκε εκ των υστέρων ότι το έλλειμμα του ελληνικού Δημοσίου ήταν 3,7% το 2000. Δηλαδή, η χώρα δεν θα έπρεπε να είναι μέσα στην ΟΝΕ, αφού ουδέποτε είχε έλλειμμα κάτω από το 3% του ΑΕΠ που προέβλεπε η Συνθήκη της Ε.Ε.

Το έλλειμμα άρχισε και πάλι να ξεφεύγει το 2004, χρονιά εκλογών. Οι εκλογές έβγαλαν νικητή τον Κώστα Καραμανλή και τη Νέα Δημοκρατία. Υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών έγινε ο Γιώργος Αλογοσκούφης, με υφυπουργούς τους Πέτρο Δούκα, Χρήστο Φώλια και Αδάμ Ρεγκούζα.

Ξεκινά η περίφημη απογραφή. Το έλλειμμα του 2004, όπως το είχε προϋπολογίσει ο υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών, Νίκος Χριστοδουλάκης -στον προϋπολογισμό του 2003- προβλεπόταν στο 1,2%. Αναλαμβάνοντας ο νέος υπουργός Γ. Αλογοσκούφης έκανε απογραφή και το προσδιόρισε σε 2,95%. Ομως επενέβη η Eurostat ύστερα από χρόνια και αποδείχθηκε ότι το έλλειμμα ήταν 7,5%. Ο πρώην υπουργός είχε κρύψει δαπάνες, οι οποίες ξέφυγαν εντελώς λόγω των Ολυμπιακών Αγώνων.

Το 2007 ξεσπά η πιστωτική κρίση στις ΗΠΑ, που έμελλε να επεκταθεί σε όλο τον κόσμο και να αναδείξει έπειτα από δύο χρόνια τα πήλινα πόδια της ελληνικής οικονομίας, η οποία αρχικά δεν επηρέασε γιατί τόσο οι τράπεζες όσο και οι πολίτες δεν είχαν επενδύσει σε χρηματοοικονομικά προϊόντα που απαξιώθηκαν, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, όπως ήταν το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο και ορισμένα αμοιβαία κεφάλαια τραπεζών όπως της Εθνικής Τράπεζας και της Alpha Bank.

Αντίθετα, αυτή η πιστωτική κρίση ωφέλησε τις ελληνικές και άλλες τράπεζες, οι οποίες είχαν ελληνικά ομόλογα τα οποία απέφεραν υψηλές αποδόσεις (για την αντιμετώπιση της κρίσης στις τράπεζες η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έδινε τη δυνατότητα στα πιστωτικά ιδρύματα να αντλούν ρευστότητα με επιτόκιο 1%, την οποία χρησιμοποιούσαν για να αγοράζουν ελληνικά ομόλογα που έδιναν αποδόσεις 5%-7%.)

Ομως, με αφορμή την πιστωτική κρίση, η παγκόσμια οικονομία άρχισε να προσαρμόζεται σε χαμηλότερα επίπεδα δανεισμού. Οσοι είχαν δανείσει άρχιζαν να ζητούν τα λεφτά τους πίσω, γιατί πίστευαν ότι δεν θα τα πάρουν. Αυτοί που είχαν δανειστεί αντιμετώπιζαν προβλήματα αποπληρωμής των υποχρεώσεών τους, γιατί η οικονομική δραστηριότητα προσαρμοζόταν σε χαμηλότερα επίπεδα. Ετσι, προσγειώθηκαν απότομα ολόκληρες οικονομίες που είχαν στηθεί ή υπερ-αναπυχθεί με δανεικά, όπως ήταν η Ισλανδία, το Ντουμπάι και η Ιρλανδία.

Ακολούθησε η Ελλάδα. Η κυβέρνηση Καραμανλή δεν έλαβε καμία πρόνοια για το έλλειμμα, το οποίο μεγάλωνε. Το αντιλήφθηκε μόνο λίγο πριν από τις εκλογές, όταν έλαβε κάποια μέτρα. Το χειρότερο ήταν ότι έκρυβε την πραγματικότητα κάτω από το χαλί. Ακόμη και το έλλειμμα του 2006 - που ο Αλογοσκούφης έλεγε ότι το είχε ρίξει στο 2,9% - αποδείχθηκε ότι ήταν 3,6% σύμφωνα με τα στοιχεία που έστειλε η σημερινή κυβέρνηση στις Βρυξέλλες τον Μάρτιο του 2010. Το 2008 το έλλειμμα ανεβαίνει στο 7,7%.

Στη συνέχεια ανακαλύφθηκε ότι το ύψος του ελλείμματος για το 2009 όδευε σε επίπεδα ανώτερα του 12% (αναθεωρήθηκε προσφάτως σε 13,6%). Τότε άρχισαν τα δεινά για τη χώρα. Η νέα κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου δεν μπόρεσε να κατανοήσει τη σοβαρότητα της κατάστασης. Προσπάθησε, περισσότερο μέσω της διπλωματικής οδού, να εξασφαλίσει συμπάθεια, αλλά καθυστέρησε αδικαιολόγητα στη λήψη μέτρων. Ετσι, οι ιδιωτικές διεθνείς εταιρείες αξιολόγησης του χρέους (κρίνουν εάν μία εταιρεία ή ένα κράτος έχει τη δυνατότητα να αποπληρώσει τα δάνεια και βαθμολογούν αναλόγως) υποβάθμισαν άμεσα την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας και στη συνέχεια των τραπεζών, οι οποίες τόσα χρόνια χρηματοδοτούσαν το δημόσιο χρέος (αγόραζαν ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου). Η υποβάθμιση οδήγησε σε ρευστοποιήσεις ελληνικών ομολόγων προκαλώντας άνοδο των αποδόσεων. Έτσι, ανέβηκαν και τα επιτόκια που η χώρα είναι υποχρεωμένη να πληρώνει προκειμένου να πάρει νέα δάνεια. Τα παραπάνω δημιούργησαν την κρίση του ελληνικού χρέους, που μας οδήγησε στο ΔΝΤ.

Το χρέος

Το άνοιγμα της «ψαλίδας» ανάμεσα στα έξοδα και τα έσοδα κάθε χρόνο διόγκωσε τις συνολικές μας υποχρεώσεις προς τους τρίτους, καθώς το έλλειμμα της μιας χρονιάς συν τα «μαύρα» (δαπάνες που δεν αποτυπώνονται πουθενά) γίνεται χρέος την επομένη. Το 1975 το χρέος της χώρας αναλογούσε στο 24,7% του ΑΕΠ. Το 1980 ήταν στο 28,6%. Ομως, μία δεκαετία αργότερα, το 1990, τριπλασιάστηκε στο 80,7% του ΑΕΠ. Δεν πέρασαν τρία χρόνια και το χρέος ξεπερνάει το 100% πρώτη φορά. Το 1993 το χρέος ανέρχεται στο 111,6% του ΑΕΠ!

Τα στοιχεία αυτά προέρχονται από την ίδια μελέτη που μνημονεύσαμε παραπάνω. Αν ανατρέξουμε στα σημερινά στατιστικά στοιχεία της Ευρωπαϊκής Ενωσης, που αποτελούν τη βασική πλέον πηγή πληροφόρησης μαζί με τις αναθεωρήσεις, θα διαπιστώσουμε με έκπληξη ότι το έλλειμμα δεν ξεπέρασε ποτέ το 100% το 1993.

Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, το χρέος υπερέβη το ΑΕΠ το έτος 1997 (101,8%). Ενα από τα πιο εντυπωσιακά στοιχεία είναι πως το χρέος αφού συνεχίζει την ανοδική του πορεία μέχρι 102,9% πέφτει εντυπωσιακά στο 95,6% το 2007! Για να διογκωθεί και πάλι λόγω των ετήσιων ελλειμμάτων και να φθάσει σε επίπεδα ρεκόρ, τα οποία μας οδήγησαν στη σημερινή κατάσταση: να μην μας εμπιστεύεται κανείς για να μας δανείσει.

Ιστορία ενός προαναγγελθέντος θανάτου

Tου Στεφανου Kασιματη / kassimatis@kathimerini.gr

Πείτε το ηττοπάθεια ή όπως αλλιώς προτιμάτε, αλλά «η βάσιμη ελπίδα να γλιτώσουμε την πτώχευση», την οποία διαπιστώνει ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης στην υπερψήφιση της συμφωνίας με τον μηχανισμό στήριξης, στην πραγματικότητα δεν υπάρχει. (Ο επίτιμος μάλλον το ισχυρίζεται από οικογενειακή υποχρέωση – για να ενισχύσει εμμέσως την απόφαση της Ντόρας...) Ελπίδα να ξεφύγουμε από τη μοίρα της υπερχρεωμένης οικονομίας μας δεν υπάρχει, γιατί η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης δεν έχει τη διάθεση να ακούσει. Επιμένει να ζει τον ηδονιστικό μύθο της, βέβαιη ότι πάντα θα υπάρχει ένας μαγικός τρόπος (η μαγκιά του Ελληνα, βλέπετε...) ώστε να δουλεύεις λιγότερο και να ζεις πλουσιότερα.

Το πρόβλημα ήταν γνωστό και είχε περιγραφεί λεπτομερώς από τον Απόστολο Λάζαρη τον Μάιο του 1988, στην έκθεση που είχε συντάξει για την κατάσταση της οικονομίας, με αποδέκτη τον Ανδρέα Παπανδρέου: «Σ’ αυτή τη δύσκολη κατάσταση φτάσαμε λόγω των ανεξέλεγκτων αυξήσεων των δημοσίων δαπανών κατά τα προηγούμενα χρόνια. Και το πρόβλημα τώρα είναι ότι δεν μπορούμε πια εύκολα να ελέγξουμε την κατάσταση, γιατί μπήκε ήδη σε λειτουργία ο αυτόματος πιλότος του δημοσίου χρέους και άλλων ανελαστικών κονδυλίων, που επηρεάζουν αυτόνομα τη διαμόρφωση του προϋπολογισμού, ανεξάρτητα, δηλαδή, από την κυβερνητική βούληση».

Μέσω του δανεισμού, οι κυβερνήσεις του Παπανδρέου δεκαπλασίασαν τις δημόσιες δαπάνες μέσα στα πρώτα επτά χρόνια διακυβέρνησης της χώρας από το ΠΑΣΟΚ, χτίζοντας έτσι το κομματικό κράτος. Οκτώ χρόνια μετά την προειδοποίηση του Απ. Λάζαρη, το κράτος είχε πλέον αυτονομηθεί και καθοδηγούσε τις κυβερνήσεις. Τότε, το 1996, με συνέντευξή του σε τούτη την εφημερίδα, ο Στέφανος Μάνος προειδοποιούσε: «Το κράτος ξοδεύει χωρίς κανέναν έλεγχο. Δεν διορθώνεται αυτή η κατάσταση με μικρά βήματα. Την κατάσταση έχει αποδώσει πλήρως ο κ. Σημίτης, με αυτά που λέει για “το κλίμα του ωχαδελφισμού, την κοινωνία της αρπαχτής και των κολλητών”, αλλά δεν είναι σε θέση να προσφέρει τη λύση. Ο χαρακτήρας και το μέγεθος του κράτους είναι αυτά που μας έκαναν να γίνουμε έτσι. Βολεμένοι, συμβιβασμένοι, φοβούμενοι κάθε αλλαγή. Κανείς δεν θέλει να τα βάλει μαζί του γιατί όλοι έχουν δημιουργήσει σχέσεις εξάρτησης. Το κράτος είναι βαθύτατα διεφθαρμένο σε όλες του τις βαθμίδες, εκτός ελέγχου. Επηρέασε ακόμη και τον επιχειρηματικό κόσμο, που είναι από τη φύση του καινοτόμος».

Το 2008, είκοσι χρόνια μετά τον Απ. Λάζαρη, στην ομιλία του για τον προϋπολογισμό του 2009, ο Αλέκος Παπαδόπουλος φώναζε σε ώτα μη ακουόντων: «Πρέπει να ομολογήσουμε ενώπιον του ελληνικού λαού ότι ένας ιδιότυπος παραπλανητικός λαϊκισμός διατρέχει το σύνολο της πολιτικής ζωής της χώρας μας. Είναι εκείνος ο οποίος δημιούργησε την πεποίθηση ότι η άσκηση πολιτικής δεν είναι η παραγωγή πλούτου, αλλά η άσκηση πολιτικής γίνεται με δανεικά [...] Η σημερινή κρίση συναντά μια χώρα χωρίς παραγωγική βάση, με αποξηραμένες παραγωγικές δυνατότητες, αφού στο ΑΕΠ μας το 70% είναι κατανάλωση, με μια εκτεταμένη μαύρη οικονομία πάνω από 45%. Αυτό συνδυάζεται με τη θεσμική καταρράκωση της χώρας. Συνδυάζεται, επίσης, με το υψηλότερο στον κόσμο –και πρέπει να το πούμε στον ελληνικό λαό– έλλειμμα στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών, αλλά και με το δημόσιο χρέος. Αυτό το δημοσιονομικό κατάντημα, που είναι το χειρότερο στην Ευρώπη, δείχνει πολύ χαρακτηριστικά ότι το επόμενο διάστημα, στην κρίση που έρχεται τους επόμενους μήνες, το οικονομικό κραχ θα συναντηθεί με το κοινωνικό κραχ». Επομένως, το πρόβλημα ήταν εξαρχής γνωστό σε όσους είχαν το θάρρος να το κοιτάξουν, αλλά ήσαν λίγοι και οι πολλοί τους θεωρούσαν γραφικούς, νεοφιλελεύθερους ή, απλώς, ενοχλητικούς...

Θα υπήρχε ελπίδα αν ο πολιτικός κόσμος αποφάσιζε να κάνει τη δουλειά του, δηλαδή να οδηγήσει την κοινωνία, αντί να σύρεται πίσω από τους ψηφοφόρους και να τους τροφοδοτεί με φρούδες ελπίδες. Αν οι πολιτικοί –όσοι τουλάχιστον έχουν αίσθηση της ευθύνης τους– εξηγούσαν ευθέως την κατάσταση και δεν την παρουσίαζαν συγκεκαλυμμένη με στομφώδεις κορώνες και λυρικές αρλούμπες. Πώς να το τολμήσουν, όμως, όταν αυτό θα τους υποχρέωνε αυτομάτως να δώσουν και εξηγήσεις για την πορεία ώς εδώ και τη στάση τους στο παρελθόν; Ετσι, σήμερα, της προσπάθειας για την εφαρμογή του προγράμματος διάσωσης ηγείται ένας πολιτικός, ο οποίος μόλις πριν από επτά μήνες επανελάμβανε ενσυνειδήτως το ψέμα ότι «λεφτά υπάρχουν», προκειμένου να κερδίσει τις εκλογές. Είναι επόμενο, λοιπόν, ο Γιώργος Παπανδρέου να καταβάλλει την προσπάθεια και, συγχρόνως, να την υπονομεύει, αφού με κάθε τρόπο φροντίζει να μεταδίδει πόσο αβάστακτη του είναι η αντιμετώπιση της δυσάρεστης πραγματικότητας. Κρύβεται πίσω από την παραδοσιακή πασοκική ρητορική του ηρωικού αγώνα των Ελλήνων εναντίον της ξένης κηδεμονίας, αντί να εξηγήσει απερίφραστα πόσο τυχεροί είμαστε επειδή –λόγω του κινδύνου για το ευρώ και μόνον– προστρέχουν οι ξένοι στη σωτηρία μας.

Ως εναλλακτική επιλογή προβάλλει ο Αντώνης Σαμαράς, ο οποίος καταψήφισε τη συμφωνία χρηματοδότησης από τον μηχανισμό στήριξης, «όχι γιατί αρνούμαστε τη χρηματοδοτική στήριξη, που το ΠΑΣΟΚ κατέστησε απαραίτητη πλέον, αλλά διότι διαφωνούμε με την πολιτική που μας οδήγησε ώς εδώ»! Με απλά λόγια, μας λέει ότι δεν αρνείται την πραγματικότητα, αλλά την πορεία που μας οδήγησε στην πραγματικότητα. Και λοιπόν; Είτε διαφωνεί κανείς με την πορεία είτε όχι, η πραγματικότητα παραμένει η ίδια. Δυσκολεύομαι να καταλάβω –μολονότι πολύ θα το ήθελα– σε τι διαφέρει αυτή η ενσυνείδητη άρνηση της πραγματικότητας από την ανάλογη στάση της Αριστεράς, η οποία, ούτως ή άλλως, κινείται μονίμως στη σφαίρα του φανταστικού.

Ολα αυτά, όμως, εκπέμπουν προς τα έξω την εικόνα ότι το οικονομικό πρόβλημα της Ελλάδος είναι συνυφασμένο και αξεδιάλυτο από το πολιτικό και το πολιτισμικό. Δεν πρόκειται, λοιπόν, να χάσουν ούτε τον χρόνο ούτε τα κεφάλαιά τους προκειμένου να διασώσουν μια χώρα που δεν θέλει η ίδια να σωθεί. Η πρωτοφανής επιχείρηση για τη διάσωσή μας είναι ό,τι για τον εθισμένο στην ηρωίνη η εισαγωγή του στην κλινική αποτοξίνωσης. Αν όμως ο ίδιος δεν έχει τη δύναμη να ακολουθήσει τη θεραπεία, είναι βέβαιο ότι θα ξανακυλήσει στα ίδια. Αν ο πολιτικός κόσμος ανεδείκνυε την αποφασιστικότητά του να εφαρμόσει το σχέδιο διάσωσης, αδιαφορώντας για τις απώλειες στις τάξεις του, είναι βέβαιο ότι οι ελεγκτές θα αντιμετώπιζαν με επιείκεια τις επιδόσεις μας. Θα κάνουν, όμως, το ίδιο όταν βλέπουν την πολιτική τάξη απρόθυμη να αποκαλύψει στους Ελληνες ότι το «Greek dream» τελείωσε για όλους μας; Η πολιτική ηγεσία του τόπου, ανησυχώντας κυρίως για το δικό της αύριο, επιχειρεί να πείσει τον ασθενή να ακολουθήσει μια οδυνηρή θεραπεία, ενώ την ίδια στιγμή κάνει ό,τι μπορεί ώστε ο ασθενής να μην καταλάβει τη φύση της ασθένειάς του. Τέτοιους πολιτικούς είχε και η Αργεντινή και είδατε πού κατάντησε μια χώρα η οποία, πριν από περίπου έναν αιώνα, ήταν η τρίτη πλουσιότερη στον κόσμο...

Ποιον κοροϊδεύουν;

Ως υστερόγραφο στα παραπάνω, μία είδηση από το μέτωπο της περιστολής του δημόσιου τομέα. Ως γνωστόν, ανακοινώθηκε, με τις δέουσες τυμπανοκρουσίες, ότι ο «Οργανισμός Προβολής Ελληνικού Πολιτισμού Α.Ε.» πρόκειται να κλείσει. Ωστόσο, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (αριθμός φύλλου 152, 30 Απριλίου 2010) δημοσιεύεται απόφαση, υπογεγραμμένη από τον υπουργό Πολιτισμού Παύλο Γερουλάνο, με την οποία οι θέσεις των δεκαπέντε παραιτηθέντων στελεχών της προηγούμενης διοίκησης του υπό κατάργηση οργανισμού καλύπτονται με τον διορισμό άλλων δεκαπέντε ατόμων, για τον υπόλοιπο χρόνο της θητείας των παραιτηθέντων, ο οποίος λήγει στις 18 Ιουνίου 2014! Κατόπιν τούτου, πιστεύετε σοβαρά ότι υπάρχει ελπίδα διάσωσης;