Πολύς λόγος γίνεται μετά τις ευρωεκλογές για τη σπουδή που επιδεικνύει η κυβέρνηση να υιοθετήσει την ατζέντα «νόμου και τάξης» που θεωρείται ότι συνέβαλε στην εκλογική ανάδειξη του ΛΑΟΣ και κυρίως τα μέτρα κατά των μεταναστών και των προσφύγων.
Η αξιωματική αντιπολίτευση μοιάζει κι αυτή παγιδευμένη στην ίδια απάνθρωπη λογική, περιορίζοντας τις διαφωνίες της στην αποτελεσματικότητα της ΕΛ.ΑΣ. και των συνοριο φυλάκων.
Οι «λύσεις» που προτείνονται από τα επιτελεία των δύο μεγάλων κομμάτων κυμαίνονται μεταξύ Σαρκοζί και Μπερλουσκόνι: επιχειρήσεις σκούπα, στρατόπεδα συγκέντρωσης, καταστολή και κυρίως «επαναπροώθηση». Η μαγική αυτή λέξη κρύβει πίσω της χειρότερα ρατσιστικά στερεότυπα από τον άθλιο όρο «λαθρομετανάστευση». Γιατί διαγράφει μεμιάς τους λόγους που υποχρέωσαν τους μετανάστες και τους πρόσφυγες να υποστούν αυτή την ανείπωτη προσωπική περιπέτεια, να ρισκάρουν την ίδια τους τη ζωή για να φτάσουν σε κάποια γη επαγγελίας σαν την Ευρώπη.
Ομως όλος αυτός ο μετεκλογικός πυρετός για τους μετανάστες (που ενισχύεται -με τι άλλο;- με νέες δημοσκοπήσεις) δεν οφείλεται, όπως επιμένει η επίσημη ρατσιστική προπαγάνδα καναλιών και κομμάτων, στα γκέτο του κέντρου της Αθήνας και στον ξεσηκωμό των κατοίκων. Πίσω από την κήρυξη ιερού πολέμου κατά των μεταναστών βρίσκονται τα ίδια μεγάλα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα που μέχρι σήμερα καλόβλεπαν την παρουσία τους. Ηταν οι ίδιοι που στηρίχτηκαν στους μετανάστες για να χτίσουν τη σύγχρονη Επτάπυλη Θήβα που λέει κι ο Μπρεχτ, δηλαδή τα όποια «μεγάλα έργα» με ορίζοντα την Ολυμπιάδα. Αλλά τώρα με την κρίση διαβλέπουν την πληθώρα του εργατικού δυναμικού και δεν χρειάζονται ξένους ούτε για να καλύψουν τα κενά στις μαύρες και επικίνδυνες εργασίες ούτε για να συμπιέσουν το μεροκάματο των Ελλήνων εργαζομένων. Ανοίγουν λοιπόν την πόρτα της βίαιης εξόδου, ενοχοποιώντας μάλιστα τις πιο φιλήσυχες ομάδες των μεταναστών, με κύριο «επιχείρημα» το χρώμα, τη θρησκεία και την ανέχειά τους. Θυμίζουμε σ' όλους αυτούς που προσποιούνται τους σωτήρες του έθνους ότι δεν έχουν περάσει πολλές δεκαετίες από τότε που κάποιες άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις «επαναπροωθούσαν» τους Ελληνες μετανάστες στη χώρα μας. Το χειμώνα του 1966-67 η τότε γερμανική κυβέρνηση ξαπόστελνε μέσα σε λίγες μέρες 300.000 μετανάστες στις πατρίδες τους του ευρωπαϊκού Νότου. Ανάμεσά τους υπήρχαν πολλές χιλιάδες Ελληνες. Ηταν και τότε μέρες οικονομικής κρίσης και η γερμανική κυβέρνηση έκρινε ασύμφορη την παρουσία τόσων ξένων (βλ. Γιώργου Ματζουράνη, «Ελληνες εργάτες στη Γερμανία», εκδ. Gutenberg, Αθήνα 1974). Η γερμανική κυβέρνηση είχε βέβαια φροντίσει στον μεταναστευτικό νόμο να περιλάβει σειρά περιπτώσεων που η παρουσία μεταναστών «προσκρούει στα συμφέροντα του κράτους ή της ολότητας».
Μια απ' αυτές τις περιπτώσεις ήταν και «η κατάσταση της οικονομίας ή της αγοράς εργασίας»!
Ομως το χειρότερο είναι το περιεχόμενο της ελληνογερμανικής συμφωνίας για τη μετανάστευση που συντάχτηκε το 1960 και προβλέπει ότι «η ελληνική κυβέρνηση θα δέχεται ανά πάσαν στιγμήν άνευ διατυπώσεων επιστρέφοντας Ελληνας εργάτας μετά των οικογενειών των, οίτινες εισήλθον εις το έδαφος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας» (άρθρο 18).
Η τότε δημοκρατική κοινή γνώμη είχε θεωρήσει αποικιοκρατική τη ρύθμιση και είχε καταγγείλει ως απάνθρωπες τις «επαναπροωθήσεις». Τώρα;
«Ποιος έχτισε τη Θήβα την εφτάπυλη;
Στα βιβλία δε βρίσκεις παρά των βασιλιάδων τα ονόματα. Οι βασιλιάδες κουβαλήσαν τ' αγκωνάρια;»
Μπέρτολντ Μπρεχτ
(«Ερωτήσεις ενός εργάτη που διαβάζει», 1935,
μτφ. Μάριου Πλωρίτη, Θεμέλιο 2000)
ΙΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 11/7/2009
Σάββατο 11 Ιουλίου 2009
Οι Γερμανοί ξανάρχονται
Μετά τους μετανάστες, ήρθε η σειρά του κυβερνοχώρου να υποστεί τις συνέπειες της άτυπης συγκυβέρνησης ΝΔ-ΛΑΟΣ. Με δυο ταυτόχρονες σχεδόν κινήσεις, ο απερχόμενος εισαγγελέας Αρείου Πάγου Γ. Σανιδάς κι ο ιδιωτικοποιημένος ΟΤΕ έσπευσαν τις τελευταίες μέρες να ικανοποιήσουν το πάγιο αίτημα των υπηρεσιών ασφαλείας και του κόμματος Καρατζαφέρη για την ουσιαστική περιστολή της ελεύθερης διακίνησης των ιδεών στο Διαδίκτυο.
Η γνωμοδότηση Σανιδά (29.6.09) έθεσε την επικοινωνία μέσω Διαδικτύου εκτός της συνταγματικής προστασίας του απορρήτου της αλληλογραφίας. Σύμφωνα με αυτήν, όχι μόνο οι δικαστικές και εισαγγελικές αρχές, αλλά και κάθε «προανακριτική αρχή» (ο αστυνόμος π.χ. υπηρεσίας) δικαιούται να απαιτεί τα πλήρη στοιχεία των ανταλλασσόμενων e-mails, οι δε εταιρείες παροχής των συνδέσεων «υποχρεούνται να τα παραδίδουν χωρίς να είναι αναγκαίο να προηγηθεί άδεια κάποιας Αρχής και ιδία της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών».
Είναι προφανές ότι η εν λόγω γνωμοδότηση παραβιάζει χοντροκομμένα τόσο την ισχύουσα νομοθεσία περί απορρήτου των επικοινωνιών, όσο και το άρθρο 19 του Συντάγματος που ορίζει ρητά ότι το απόρρητο αυτό δεν δεσμεύει «την δικαστική αρχή» (και μόνο αυτή) «για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων» - κι όχι, βέβαια, για απλά πλημμελήματα όπως η συκοφαντική δυσφήμηση ή η απλή εξύβριση, την επιτυχή δίωξη των οποίων ο συνταγματικός νομοθέτης ιεραρχεί -πολύ ορθά- χαμηλότερα από την ελευθερία των πολιτών να επικοινωνούν μεταξύ τους χωρίς να υπόκεινται στον έλεγχο των διωκτικών αρχών.
Με αυτή τη διαυγή συνταγματική επιταγή διαφωνούν φυσικά τα λαγωνικά της ΕΛ.ΑΣ. και, όπως αποδείχθηκε, και ο απερχόμενος εισαγγελέας του Αρείου Πάγου (οι γνωμοδοτήσεις του οποίου, ευτυχώς, δεν είναι καθόλου δεσμευτικές για τα δικαστήρια). Στο καθαρά πολιτικό επίπεδο, την προώθηση αυτής της ανατροπής των συνταγματικών εγγυήσεων τη διεκπεραίωσε ωστόσο η κοινοβουλευτική ακροδεξιά του ΛΑ.ΟΣ.
Με επίκαιρη ερώτησή του προς τον υπουργό Δικαιοσύνης Νικόλαο-Γεώργιο Δένδια, ο υιός Πλεύρης ζητούσε στις 10 Μαρτίου 2009 να πληροφορηθεί αν η κυβέρνηση «προτίθεται να προστατεύσει τους πολίτες από συκοφαντικά δημοσιεύματα και άλλες αξιόποινες συμπεριφορές πλημμεληματικού χαρακτήρα που τελούνται στο διαδίκτυο, και ειδικώς αν προτίθεται να επιτρέψει την άρση του απορρήτου όταν πρόκειται όχι μόνο για κακουργήματα αλλά και για απλά πλημμελήματα».
Στην αγόρευσή του (13.3), ο Πλεύρης ξεκαθάρισε πως η παρέμβασή του γίνεται σε συνεννόηση με τον επικεφαλής της αρμόδιας υπηρεσίας της ΕΛ.ΑΣ.: «Από συζητήσεις που έχω κάνει με τον κ. Σφακιανάκη στο ηλεκτρονικό έγκλημα -που αντικειμενικά είναι μια από τις καλύτερες υπηρεσίες που λειτουργούν- αυτό που μου έχει μεταφερθεί είναι ότι το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι αυτή τη στιγμή η δυνατότητα άρσης υπάρχει μόνο στις περιπτώσεις που έχουμε να κάνουμε με κακούργημα». Οσο για τις υπόγειες διυπηρεσιακές ζυμώσεις που προηγήθηκαν, αποκαλυπτική ήταν η αναφορά του υπουργού, κατά την απάντησή του, σε «ένα τεράστιο εισηγητικό σημείωμα» που ο βουλευτής του ΛΑΟΣ θεωρούνταν σίγουρο πως γνωρίζει, αλλά η ακριβής προέλευση του οποίου κρίθηκε σωστό να μη γνωστοποιηθεί στον «κυρίαρχο» ελληνικό λαό.
Οσο για το υπέρτατο αγαθό που χρήζει προστασίας, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό που να δικαιολογείται και το ψιλοτσαλάκωμα του Συντάγματος, ο υιός Πλεύρης υπήρξε κάτι παραπάνω από αφοπλιστικός: «Τυχαίνει να είναι κυρίως τα πολιτικά πρόσωπα που γίνονται έρμαιο και βορά σ' αυτούς τους διαδικτυακούς τόπους χωρίς να μπορούν να προστατευθούν. [...] Δεν είναι δυνατόν αυτήν τη στιγμή και εσείς και οι υπουργοί που είναι δίπλα σας και σχεδόν όλοι όσοι είμαστε εδώ, όταν μπαίνουμε σε αναφορές στο διαδίκτυο, να βρίσκουμε ύβρεις εναντίον μας και πράγματα τα οποία είναι ανυπόστατα. Στο Facebook ακόμα γίνονται ολόκληρες σελίδες, χωρίς να έχουμε δώσει καμία άδεια. Πιστεύω ότι αυτό είναι ένα μέτρο που μπορεί να περιορίσει το πρόβλημα και θα ήθελα να το εκτιμήσετε».
Ο δε υπουργός έκρινε σκόπιμο, κλείνοντας, «να ευχαριστήσει τον κύριο συνάδελφο για το ύφος της απαντήσεως και την κατανόηση του μεγέθους του προβλήματος».
Κατά διαβολική σύμπτωση, η έκβαση και του δεύτερου σκέλους της ίδιας «επίκαιρης ερώτησης» κρίνεται τούτες τις μέρες. Πρόκειται για τη λειτουργία του γνωστού δικτυακού τόπου αντιπληροφόρησης Athens Indymedia, που από τον περασμένο Δεκέμβριο έχει στοχοποιηθεί εξαιτίας της συμβολής του στην αποκάλυψη των επίσημων ψεμάτων που πρόθυμα αναπαρήγαν τα ραδιοτηλεοπτικά ΜΜΕ σε ζητήματα δημόσιας τάξης (τεκμηρίωση των πραγματικών συνθηκών της δολοφονίας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, ξεσκέπασμα του παραποιημένου ντοκουμέντου που πρόβαλε το MEGA, καταγραφή της οπλοχρησίας από αστυνομικούς στη διάρκεια διαδηλώσεων, συνεργασία αστυνομικών - νεοναζί κ.λπ.).
Από τη στιγμή που η εγχώρια ακροδεξιά ανακάλυψε (ή της υπέδειξαν) ότι το Indymedia χρησιμοποιεί το σέρβερ του ΕΜΠ, ξεκίνησε μια καμπάνια εντός κι εκτός Κοινοβουλίου για το κλείσιμό του. Πειθαρχώντας στις εντολές του Κυριάκου Βελόπουλου, ο υφυπουργός Παιδείας Σπύρος Ταλιαδούρος απαίτησε έτσι γραπτά από το Ίδρυμα (26.1.09) να λάβει όλα τα μέτρα «ώστε να εντοπισθεί ο διαμετακομιστής και να σταματήσει η εκπομπή των συγκεκριμένων sites, η οποία προσβάλλει το δημοκρατικό μας πολίτευμα» (!).
Καθώς όμως το Πολυτεχνείο «ολιγώρησε», έχοντας προφανώς διαφορετική άποψη από τους εγχώριους ακροδεξιούς για το δημοκρατικό μας πολίτευμα και την ελευθερία του λόγου, την υπόθεση ανέλαβε η «ιδιωτική πρωτοβουλία».
Στις 30 Ιουνίου, η ΟΤΕ Α.Ε. έστειλε εξώδικο στο Εθνικό Δίκτυο Έρευνας και Τεχνολογίας (ΕΔΕΤ), μέσω του οποίου παρέχονται οι διαδικτυακές δυνδέσεις των ΑΕΙ, απαιτώντας το κλείσιμο του ενοχλητικού σάιτ.
Εντυπωσιακή είναι η διακηρυγμένη σύμπλευση του οργανισμού με την κοινοβουλευτική ακροδεξιά. Μοναδική πηγή του εξωδίκου αποτελεί η ερώτηση που κατέθεσε στη Βουλή στις 18.6.09 ο βουλευτής του ΛΑΟΣ Ηλίας Πολατίδης. Ακόμη χειρότερα, το κλείσιμο του Indymedia δικαιολογείται από τον ΟΤΕ αποκλειστικά και μόνο βάσει των ισχυρισμών του Πολατίδη: επί λέξει, «επειδή, σύμφωνα με τα καταγγελλόμενα του εν λόγω βουλευτή, υφίσταται σαφής παραβίαση των όρων της συμβάσεως» μεταξύ ΟΤΕ και ΑΔΕΤ-ΕΜΠ! Πάλι καλά που η επιχειρηματολογία της πάλαι ποτέ δημόσιας επιχείρησης δεν περιέλαβε, διά της μεθόδου του copy paste, και τις κοινοβουλευτικές εξάρσεις του εν λόγω δημοσίου ανδρός (9.4.09) κατά των «αναρχοάπλυτων»...
Στην απάντησή του προς τον ΟΤΕ, το ΕΔΕΤ φρόντισε -ευτυχώς- να υπενθυμίσει στην εταιρεία ότι η μεταξύ τους σύμβαση δεν της «έχει παραχωρήσει το δικαίωμα να ελέγχει το περιεχόμενο» των πληροφοριών και ιδεών που διακινούνται μέσω των πανεπιστημιακών δικτύων. Ο μοναδικός περιορισμός που επιβάλλουν οι εν λόγω συμβάσεις, διευκρινίζεται, αφορά «την μη εμπορική χρήση των υποδομών του δικτύου κορμού ΕΔΕΤ, από τους 100 περίπου δημόσιους εκπαιδευτικούς/ερευνητικούς φορείς της χώρας» και όχι «θέματα ελευθερίας της έκφρασης μέσω διαδικτύου».
Για άγνωστους λόγους, ωστόσο, ο ΟΤΕ δείχνει να επιμένει: με δεύτερο εξώδικό του, στις 7 Ιουλίου, δίνει στον ΕΔΕΤ πέντε μέρες διορία για το κλείσιμο του Indymedia, απειλώντας ότι σε αντίθετη περίπτωση θα κόψει όλες τις διαδικτυακές παροχές των πανεπιστημίων της χώρας!
Πρόκειται, χωρίς αμφιβολία, για την πανηγυρική επιβεβαίωση όσων είχαν διαβλέψει έγκαιρα τις επικίνδυνες επιπτώσεις του ξεπουλήματος μιας τόσο στρατηγικής σημασίας δημόσιας επιχείρησης στο ξένο κεφάλαιο: μια γερμανική εταιρεία αναλαμβάνει να υπαγορεύσει διά της βίας στα ελληνικά ΑΕΙ τα επιθυμητά γι' αυτήν όρια της ελευθερίας του λόγου. Επευφημούμενη μάλιστα απ' τους εγχώριους «εθνικιστές», που διαπιστώνουν ότι -όπως κι επί Κατοχής- τα γερμανικά όπλα είναι ο καλύτερος σύμμαχός τους στη μάχη ενάντια στον «εσωτερικό εχθρό».
«Από τη στιγμή που ο ΟΤΕ έχει καλώς ή κακώς απαγκιστρωθεί από το ελληνικό υπερκράτος, δεν είναι πια όμηρος των εκάστοτε κυβερνήσεων», πανηγυρίζει από τις στήλες του χουντικού «Ελεύθερου Κόσμου» (5.7.09) ο Παναγιώτης Δούμας, στέλεχος του ΛΑΟΣ γνωστό για τις άοκνες προσπάθειές του υπέρ της απαγόρευσης των διαδηλώσεων στο κέντρο της Αθήνας.
«Κατά διαβολική σύμπτωση, οι ενέργειες αυτές συμπίπτουν χρονικά με το γεγονός ότι προ ημερών οι πρώτοι Γερμανοί της Deutsche Telecom έλαβαν τις θέσεις τους στο Δ.Σ. της ΟΤΕ ΑΕ».
Τουλάχιστον, τα «Sieg Heil!» είναι πια εκτός εποχής... *
ΙΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 11/7/2009
Η γνωμοδότηση Σανιδά (29.6.09) έθεσε την επικοινωνία μέσω Διαδικτύου εκτός της συνταγματικής προστασίας του απορρήτου της αλληλογραφίας. Σύμφωνα με αυτήν, όχι μόνο οι δικαστικές και εισαγγελικές αρχές, αλλά και κάθε «προανακριτική αρχή» (ο αστυνόμος π.χ. υπηρεσίας) δικαιούται να απαιτεί τα πλήρη στοιχεία των ανταλλασσόμενων e-mails, οι δε εταιρείες παροχής των συνδέσεων «υποχρεούνται να τα παραδίδουν χωρίς να είναι αναγκαίο να προηγηθεί άδεια κάποιας Αρχής και ιδία της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών».
Είναι προφανές ότι η εν λόγω γνωμοδότηση παραβιάζει χοντροκομμένα τόσο την ισχύουσα νομοθεσία περί απορρήτου των επικοινωνιών, όσο και το άρθρο 19 του Συντάγματος που ορίζει ρητά ότι το απόρρητο αυτό δεν δεσμεύει «την δικαστική αρχή» (και μόνο αυτή) «για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων» - κι όχι, βέβαια, για απλά πλημμελήματα όπως η συκοφαντική δυσφήμηση ή η απλή εξύβριση, την επιτυχή δίωξη των οποίων ο συνταγματικός νομοθέτης ιεραρχεί -πολύ ορθά- χαμηλότερα από την ελευθερία των πολιτών να επικοινωνούν μεταξύ τους χωρίς να υπόκεινται στον έλεγχο των διωκτικών αρχών.
Με αυτή τη διαυγή συνταγματική επιταγή διαφωνούν φυσικά τα λαγωνικά της ΕΛ.ΑΣ. και, όπως αποδείχθηκε, και ο απερχόμενος εισαγγελέας του Αρείου Πάγου (οι γνωμοδοτήσεις του οποίου, ευτυχώς, δεν είναι καθόλου δεσμευτικές για τα δικαστήρια). Στο καθαρά πολιτικό επίπεδο, την προώθηση αυτής της ανατροπής των συνταγματικών εγγυήσεων τη διεκπεραίωσε ωστόσο η κοινοβουλευτική ακροδεξιά του ΛΑ.ΟΣ.
Με επίκαιρη ερώτησή του προς τον υπουργό Δικαιοσύνης Νικόλαο-Γεώργιο Δένδια, ο υιός Πλεύρης ζητούσε στις 10 Μαρτίου 2009 να πληροφορηθεί αν η κυβέρνηση «προτίθεται να προστατεύσει τους πολίτες από συκοφαντικά δημοσιεύματα και άλλες αξιόποινες συμπεριφορές πλημμεληματικού χαρακτήρα που τελούνται στο διαδίκτυο, και ειδικώς αν προτίθεται να επιτρέψει την άρση του απορρήτου όταν πρόκειται όχι μόνο για κακουργήματα αλλά και για απλά πλημμελήματα».
Στην αγόρευσή του (13.3), ο Πλεύρης ξεκαθάρισε πως η παρέμβασή του γίνεται σε συνεννόηση με τον επικεφαλής της αρμόδιας υπηρεσίας της ΕΛ.ΑΣ.: «Από συζητήσεις που έχω κάνει με τον κ. Σφακιανάκη στο ηλεκτρονικό έγκλημα -που αντικειμενικά είναι μια από τις καλύτερες υπηρεσίες που λειτουργούν- αυτό που μου έχει μεταφερθεί είναι ότι το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι αυτή τη στιγμή η δυνατότητα άρσης υπάρχει μόνο στις περιπτώσεις που έχουμε να κάνουμε με κακούργημα». Οσο για τις υπόγειες διυπηρεσιακές ζυμώσεις που προηγήθηκαν, αποκαλυπτική ήταν η αναφορά του υπουργού, κατά την απάντησή του, σε «ένα τεράστιο εισηγητικό σημείωμα» που ο βουλευτής του ΛΑΟΣ θεωρούνταν σίγουρο πως γνωρίζει, αλλά η ακριβής προέλευση του οποίου κρίθηκε σωστό να μη γνωστοποιηθεί στον «κυρίαρχο» ελληνικό λαό.
Οσο για το υπέρτατο αγαθό που χρήζει προστασίας, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό που να δικαιολογείται και το ψιλοτσαλάκωμα του Συντάγματος, ο υιός Πλεύρης υπήρξε κάτι παραπάνω από αφοπλιστικός: «Τυχαίνει να είναι κυρίως τα πολιτικά πρόσωπα που γίνονται έρμαιο και βορά σ' αυτούς τους διαδικτυακούς τόπους χωρίς να μπορούν να προστατευθούν. [...] Δεν είναι δυνατόν αυτήν τη στιγμή και εσείς και οι υπουργοί που είναι δίπλα σας και σχεδόν όλοι όσοι είμαστε εδώ, όταν μπαίνουμε σε αναφορές στο διαδίκτυο, να βρίσκουμε ύβρεις εναντίον μας και πράγματα τα οποία είναι ανυπόστατα. Στο Facebook ακόμα γίνονται ολόκληρες σελίδες, χωρίς να έχουμε δώσει καμία άδεια. Πιστεύω ότι αυτό είναι ένα μέτρο που μπορεί να περιορίσει το πρόβλημα και θα ήθελα να το εκτιμήσετε».
Ο δε υπουργός έκρινε σκόπιμο, κλείνοντας, «να ευχαριστήσει τον κύριο συνάδελφο για το ύφος της απαντήσεως και την κατανόηση του μεγέθους του προβλήματος».
Κατά διαβολική σύμπτωση, η έκβαση και του δεύτερου σκέλους της ίδιας «επίκαιρης ερώτησης» κρίνεται τούτες τις μέρες. Πρόκειται για τη λειτουργία του γνωστού δικτυακού τόπου αντιπληροφόρησης Athens Indymedia, που από τον περασμένο Δεκέμβριο έχει στοχοποιηθεί εξαιτίας της συμβολής του στην αποκάλυψη των επίσημων ψεμάτων που πρόθυμα αναπαρήγαν τα ραδιοτηλεοπτικά ΜΜΕ σε ζητήματα δημόσιας τάξης (τεκμηρίωση των πραγματικών συνθηκών της δολοφονίας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, ξεσκέπασμα του παραποιημένου ντοκουμέντου που πρόβαλε το MEGA, καταγραφή της οπλοχρησίας από αστυνομικούς στη διάρκεια διαδηλώσεων, συνεργασία αστυνομικών - νεοναζί κ.λπ.).
Από τη στιγμή που η εγχώρια ακροδεξιά ανακάλυψε (ή της υπέδειξαν) ότι το Indymedia χρησιμοποιεί το σέρβερ του ΕΜΠ, ξεκίνησε μια καμπάνια εντός κι εκτός Κοινοβουλίου για το κλείσιμό του. Πειθαρχώντας στις εντολές του Κυριάκου Βελόπουλου, ο υφυπουργός Παιδείας Σπύρος Ταλιαδούρος απαίτησε έτσι γραπτά από το Ίδρυμα (26.1.09) να λάβει όλα τα μέτρα «ώστε να εντοπισθεί ο διαμετακομιστής και να σταματήσει η εκπομπή των συγκεκριμένων sites, η οποία προσβάλλει το δημοκρατικό μας πολίτευμα» (!).
Καθώς όμως το Πολυτεχνείο «ολιγώρησε», έχοντας προφανώς διαφορετική άποψη από τους εγχώριους ακροδεξιούς για το δημοκρατικό μας πολίτευμα και την ελευθερία του λόγου, την υπόθεση ανέλαβε η «ιδιωτική πρωτοβουλία».
Στις 30 Ιουνίου, η ΟΤΕ Α.Ε. έστειλε εξώδικο στο Εθνικό Δίκτυο Έρευνας και Τεχνολογίας (ΕΔΕΤ), μέσω του οποίου παρέχονται οι διαδικτυακές δυνδέσεις των ΑΕΙ, απαιτώντας το κλείσιμο του ενοχλητικού σάιτ.
Εντυπωσιακή είναι η διακηρυγμένη σύμπλευση του οργανισμού με την κοινοβουλευτική ακροδεξιά. Μοναδική πηγή του εξωδίκου αποτελεί η ερώτηση που κατέθεσε στη Βουλή στις 18.6.09 ο βουλευτής του ΛΑΟΣ Ηλίας Πολατίδης. Ακόμη χειρότερα, το κλείσιμο του Indymedia δικαιολογείται από τον ΟΤΕ αποκλειστικά και μόνο βάσει των ισχυρισμών του Πολατίδη: επί λέξει, «επειδή, σύμφωνα με τα καταγγελλόμενα του εν λόγω βουλευτή, υφίσταται σαφής παραβίαση των όρων της συμβάσεως» μεταξύ ΟΤΕ και ΑΔΕΤ-ΕΜΠ! Πάλι καλά που η επιχειρηματολογία της πάλαι ποτέ δημόσιας επιχείρησης δεν περιέλαβε, διά της μεθόδου του copy paste, και τις κοινοβουλευτικές εξάρσεις του εν λόγω δημοσίου ανδρός (9.4.09) κατά των «αναρχοάπλυτων»...
Στην απάντησή του προς τον ΟΤΕ, το ΕΔΕΤ φρόντισε -ευτυχώς- να υπενθυμίσει στην εταιρεία ότι η μεταξύ τους σύμβαση δεν της «έχει παραχωρήσει το δικαίωμα να ελέγχει το περιεχόμενο» των πληροφοριών και ιδεών που διακινούνται μέσω των πανεπιστημιακών δικτύων. Ο μοναδικός περιορισμός που επιβάλλουν οι εν λόγω συμβάσεις, διευκρινίζεται, αφορά «την μη εμπορική χρήση των υποδομών του δικτύου κορμού ΕΔΕΤ, από τους 100 περίπου δημόσιους εκπαιδευτικούς/ερευνητικούς φορείς της χώρας» και όχι «θέματα ελευθερίας της έκφρασης μέσω διαδικτύου».
Για άγνωστους λόγους, ωστόσο, ο ΟΤΕ δείχνει να επιμένει: με δεύτερο εξώδικό του, στις 7 Ιουλίου, δίνει στον ΕΔΕΤ πέντε μέρες διορία για το κλείσιμο του Indymedia, απειλώντας ότι σε αντίθετη περίπτωση θα κόψει όλες τις διαδικτυακές παροχές των πανεπιστημίων της χώρας!
Πρόκειται, χωρίς αμφιβολία, για την πανηγυρική επιβεβαίωση όσων είχαν διαβλέψει έγκαιρα τις επικίνδυνες επιπτώσεις του ξεπουλήματος μιας τόσο στρατηγικής σημασίας δημόσιας επιχείρησης στο ξένο κεφάλαιο: μια γερμανική εταιρεία αναλαμβάνει να υπαγορεύσει διά της βίας στα ελληνικά ΑΕΙ τα επιθυμητά γι' αυτήν όρια της ελευθερίας του λόγου. Επευφημούμενη μάλιστα απ' τους εγχώριους «εθνικιστές», που διαπιστώνουν ότι -όπως κι επί Κατοχής- τα γερμανικά όπλα είναι ο καλύτερος σύμμαχός τους στη μάχη ενάντια στον «εσωτερικό εχθρό».
«Από τη στιγμή που ο ΟΤΕ έχει καλώς ή κακώς απαγκιστρωθεί από το ελληνικό υπερκράτος, δεν είναι πια όμηρος των εκάστοτε κυβερνήσεων», πανηγυρίζει από τις στήλες του χουντικού «Ελεύθερου Κόσμου» (5.7.09) ο Παναγιώτης Δούμας, στέλεχος του ΛΑΟΣ γνωστό για τις άοκνες προσπάθειές του υπέρ της απαγόρευσης των διαδηλώσεων στο κέντρο της Αθήνας.
«Κατά διαβολική σύμπτωση, οι ενέργειες αυτές συμπίπτουν χρονικά με το γεγονός ότι προ ημερών οι πρώτοι Γερμανοί της Deutsche Telecom έλαβαν τις θέσεις τους στο Δ.Σ. της ΟΤΕ ΑΕ».
Τουλάχιστον, τα «Sieg Heil!» είναι πια εκτός εποχής... *
ΙΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 11/7/2009
Κυριακή 5 Ιουλίου 2009
Η αναμέτρηση των δύο Ιράν
Η αποφασιστική στήριξη του επίσημου νικητή, Μαχμούντ Αχμαντινετζάντ, από ένα υπολογίσιμο τμήμα της ιρανικής κοινωνίας και -κυρίως- από τους θεσμικούς εγγυητές της Ισλαμικής Δημοκρατίας φαίνεται πως καθόρισε, τελικά, το συσχετισμό δυνάμεων εις βάρος του δημοκρατικού κινήματος.
Η μελέτη των καταγγελιών για νοθεία των εκλογικών αποτελεσμάτων δεν αφήνει, βέβαια, και πολλές αμφιβολίες για τη δυνατότητα (και την πιθανότητα) να πραγματοποιήθηκε όντως μια τέτοια επιχείρηση παραχάραξης της λαϊκής θέλησης από τη σκληροπυρηνική πτέρυγα του καθεστώτος που εκπροσωπεί ο Αχμαντινετζάντ: παρεμπόδιση του ελέγχου της καταμέτρησης από εκπροσώπους της αντιπολίτευσης, περίεργη ομογενοποίηση των συσχετισμών σε όλη τη χώρα (με σβήσιμο των παραδοσιακών περιφερειακών ιδιαιτεροτήτων και διαφοροποιήσεων), εκτύπωση ενός μεγάλου αριθμού «αγνοούμενων» ψηφοδελτίων, μπλοκάρισμα των SMS την ημέρα των εκλογών (με αποτέλεσμα τον αποσυντονισμό των εκλογικών αντιπροσώπων της αντιπολίτευσης), υπερβολικά γρήγορη ανακοίνωση των αποτελεσμάτων κ.ο.κ.
"ΙΟΣ" ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
ΠΙΑ 5/6/2009
Στην ίδια κατεύθυνση λειτουργεί και η (παραδοσιακή) δυνατότητα των Ιρανών να ψηφίζουν σε όποιο τμήμα θέλουν κάθε φορά, λεπτομέρεια που «νομιμοποιεί» την υπέρβαση του αριθμού των εγγεγραμμένων από τους ψηφίσαντες σε κάποιες περιοχές, επιτρέπει όμως ταυτόχρονα και το παραγέμισμα κάθε βολικής κάλπης με τα επιπλέον επιθυμητά ψηφοδέλτια.
Πέρα απ' τη νοθεία
Από την άλλη, ωστόσο, οι συγκεκριμένες αποδείξεις για νοθεία μεγάλης έκτασης είναι ακόμη μάλλον πενιχρές: ούτε η αναντιστοιχία ανάμεσα στα γκάλοπ και τα τελικά αποτελέσματα, ούτε αυτή ανάμεσα στα αποτελέσματα των ψηφοφοριών της διασποράς κι εκείνων του εσωτερικού συνιστούν συντριπτικά αποδεικτικά στοιχεία για τη νόθευση των αποτελεσμάτων.
Οσο για την επικράτηση του Αχμαντινετζάντ σε ιστορικά προπύργια της αντιπολίτευσης, όπως το ιρανικό Ανατολικό Αζερμπαϊτζάν, μπορεί κι αυτή να εξηγηθεί με βάση είτε την ταξική πόλωση στο μικροεπίπεδο (James Petras, «The Stolen Elections Hoax») είτε την πρόσφατη ικανοποίηση από το καθεστώς κάποιων στρατηγικών αιτημάτων της αζέρικης μειονότητας, με το άνοιγμα τοπικού πανεπιστημίου στην αζέρικη γλώσσα (Robert Fisk, «The Independent» 14/6/09).
Η μαζική μεταστροφή των χωριών υπέρ του Αχμεντινετζάντ μεταξύ 2005 και 2009 θα μπορούσε, φυσικά, ν' αποτελεί προϊόν βίας και νοθείας, αφού οι μικρές κοινότητες είναι συνήθως περισσότερο ευάλωτες σε τέτοιου είδους πιέσεις, μπορεί όμως και ν' αντανακλά νεόδμητες κοινωνικές συμμαχίες - να είναι π.χ. αποτέλεσμα της πρόσφατης κοινωνικής ασφάλισης 3 εκατομμυρίων γυναικών που δουλεύουν «φασόν» στην ταπητουργία. Παραμένει, άλλωστε, άκρως αμφίβολο αν ακόμη και οι πιο ελεύθερες εκλογές θα μπορούσαν ν' ανατρέψουν εκ βάθρων τον άνισο συσχετισμό μεταξύ των δύο βασικών υποψηφίων. Σύμφωνα με τα επίσημα αποτελέσματα, ο Αχμαντινετζάντ πήρε το 63 % των ψήφων, έναντι μόλις 34% του μεταρρυθμιστή υποψηφίου Μιρ Χοσεΐν Μουσαβί.
Η πραγματικότητα αυτή δεν αναιρεί, ωστόσο, ούτε τη σημασία ούτε την αυθεντικότητα του μαζικού κινήματος διαμαρτυρίας που ξέσπασε μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων.
Εκατομμύρια άνθρωποι κατέβηκαν στο πεζοδρόμιο, πρώτη φορά μετά την παγίωση της Ισλαμικής Επανάστασης το 1980-81, και δεκάδες χιλιάδες συγκρούστηκαν επί μέρες με τις δυνάμεις καταστολής. Το πάθος κι η αποφασιστικότητά τους απέναντι σε σφαίρες και ροπαλοφόρους, αυτό το μείγμα απόγνωσης και μεθυστικής ελευθερίας που αναδύουν τα αμοντάριστα πλάνα που μας έρχονται μέσω You Tube από τα προσωρινά «απελευθερωμένα» οικοδομικά τετράγωνα των διαδηλώσεων, δεν αφήνουν την παραμικρή αμφιβολία για το γεγονός ότι μεγάλο τμήμα της ιρανικής κοινωνίας θεωρεί αφόρητη τη συνέχιση της ζωής κάτω από τη φασίζουσα, αστυνομοκρατούμενη και νεοπουριτανική εκδοχή της Ισλαμικής Δημοκρατίας που οικοδομείται από το 2004-2005 και εξής.
Το ένα εκατομμύριο των (επίσημων) δημόσιων «σωφρονισμών» όσων νέων και γυναικών κρίθηκαν ύποπτοι «αντιισλαμικής» συμπεριφοράς από την παρααστυνομία των Basiji, μέσα σ' ένα μόνο τετράμηνο του 2007, εξηγεί άλλωστε πολύ περισσότερα για τον «Ιούνη» της Τεχεράνης από κάθε τεχνική συζήτηση για τη φερεγγυότητα των αποτελεσμάτων. Εξ ου και η μυριόστομη κραυγή «κάτω ο δικτάτορας», που ακουγόταν στις συγκεντρώσεις του Μουσαβί πολύ πριν από το κλείσιμο της κάλπης.
Παρά την προσπάθεια μερίδας των δυτικών ΜΜΕ να εμφανιστεί η όλη σύγκρουση ως αναμέτρηση «φιλοδυτικών» και «ισλαμιστών», η εικόνα που προκύπτει τόσο από τα πλάνα των διαδηλώσεων όσο κι από τις σοβαρότερες αναλύσεις είναι αυτή της αντιπαράθεσης ανάμεσα σε δύο προγραμματικές εκδοχές (δημοκρατική και αυταρχική) της Ισλαμικής Επανάστασης.
Η επιλογή του «μουσουλμανικού» πράσινου χρώματος από τους επιτελείς του Μουσαβί θα μπορούσε, βέβαια, να θεωρηθεί απλή προσαρμογή στην επιβεβλημένη θρησκευτική ορθότητα που διέπει κάθε εκλογική διαδικασία στο Ιράν (όπου οι «ανεπαρκώς ισλαμιστές» υποψήφιοι αποκλείονται προληπτικά από τις εκλογές).
Ομως, οι ισλαμικές αναφορές διατηρήθηκαν ακόμη και στις οριακές εκείνες στιγμές, όπου κάθε νομιμοφροσύνη απέναντι στην πολιτική ηγεσία έχει εκλείψει: οι επιθέσεις π.χ. ενάντια στους μισητούς Basiji (οκτώ απ' τους οποίους σκοτώθηκαν -σύμφωνα με τον επίσημο απολογισμό- από τους διαδηλωτές) γίνονταν με την κραυγή «ο Αλλάχ είναι μεγάλος»!
Δεν μπορούμε, ως εκ τούτου, παρά να συμφωνήσουμε με τον Σλαβόι Ζίζεκ («Ε», 27.6.09), ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια «απόπειρα ανθρώπινης χειραφέτησης που δεν χωράει στο πλαίσιο μιας διαμάχης ανάμεσα σε φιλοδυτικούς φιλελεύθερους και αντιδυτικούς φονταμενταλιστές» αλλά διεκδικεί «την αναγέννηση του λαϊκού οράματος πάνω στο οποίο στηρίχθηκε η χομεϊνική επανάσταση» του 1979.
Η αρχή και το τέλος της επανάστασης
Παρά την εκ των υστέρων γελοιογράφησή της, η ίδια η ιρανική επανάσταση του 1979-1981 υπήρξε ένα από τα πιο μεγαλειώδη εγχειρήματα του είδους και μπορεί άνετα να συγκριθεί με το γαλλικό 1789 ή το ρωσικό 1917.
*Οπως η γαλλική και η ρώσικη επανάσταση υπήρξαν πάνω απ' όλα μια πελώρια κίνηση μαζών: στα τέλη του 1978, οι διαδηλώσεις ενάντια στο Σάχη ξεπερνούσαν συχνά το ένα εκατομμύριο, ενώ η υποδοχή του Χομεϊνί στην Τεχεράνη από τρία εκατομμύρια λαού (1.2.1979) έχει καταγραφεί σαν η μαζικότερη αντικαθεστωτική εκδήλωση της ανθρώπινης Ιστορίας.
Παρά το θεοκρατικό χαρακτήρα της κυρίαρχης συνιστώσας του, το επαναστατικό κίνημα υιοθέτησε κατεξοχήν νεωτερικές μορφές πάλης: διαδηλώσεις στα αστικά κέντρα και -κυρίως- μια πολύμηνη γενική απεργία (Οκτώβριος 1978 - Φεβρουάριος 1979) που αποστράγγισε τους παραγωγικούς πόρους του παλιού καθεστώτος και γονάτισε τα ισχυρά ερείσματά του.
*Η τελική κατάληψη της πολιτικής εξουσίας έγινε με μια τετραήμερη ένοπλη εξέγερση (10-13.2.1979), που είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνο την καταστροφή των πραιτοριανών της μοναρχίας, αλλά και το πέρασμα ενός τμήματος των κρατικών οπλοστασίων στα χέρια των επαναστατημένων μαζών.
Ενοπλες οργανώσεις όπως οι Γκεβαρικοί «Φενταγίν του Λαού» ή οι αριστεροί ισλαμιστές «Μοτζαχεντίν του Λαού» μετέτρεψαν σε γραφεία τους τα μέχρι τότε κτίρια της Ασφάλειας και του Βασιλικού Ιδρύματος, αντίστοιχα, ενώ οι πανεπιστημιακοί χώροι μεταβλήθηκαν σε κέντρα ζύμωσης και προπαγάνδας επαναστατικών ιδεών.
*Η κινητοποίηση συνεχίστηκε τα αμέσως επόμενα χρόνια, με αφορμή είτε την κατάληψη της αμερικανικής πρεσβείας (4.11.1979), την πολύμηνη ομηρία του προσωπικού της και τη δημοσιοποίηση των αρχείων της, είτε την αντιπαράθεση διαφορετικών πολιτικοϊδεολογικών, εθνικών και κοινωνικών προγραμματικών στρατηγικών.
Οπως το 1789 και το 1917, η ανατροπή του παλιού καθεστώτος υπήρξε κι εδώ αποτέλεσμα της συνδυασμένης δράσης ενός συνασπισμού πολιτικών και κοινωνικών υποκειμένων με αρκετά διαφορετικές ιδεολογικές αναφορές, διεκδικήσεις και χαρακτηριστικά: φιλελεύθεροι δημοκράτες, ορθόδοξοι κομμουνιστές, επαναστάτες μαρξιστές κάθε απόχρωσης και ισλαμιστές κάθε λογής - μετριοπαθείς συντηρητικοί, σοσιαλίζοντες ριζοσπάστες κι ακροδεξιοί φονταμενταλιστές, με όλους τους ενδιάμεσους συνδυασμούς.
Η μάχη των τάσεων
*Μετά την ανατροπή της μοναρχίας, κινήματα κι οργανώσεις αναμετρήθηκαν δυναμικά επί δυόμισι χρόνια για τα χαρακτηριστικά που θα έπαιρνε η υπό οικοδόμηση μετεπαναστατική κοινωνία, για ζητήματα που κυμαίνονταν από την έκταση της κρατικοποίησης βασικών κλάδων της παραγωγής και της αναδιανομής της γης μέχρι τις ακριβείς συνταγματικές ισορροπίες μεταξύ κληρικαλισμού και λαϊκής κυριαρχίας ή το βαθμό αυτοδιοίκησης των εθνικών μειονοτήτων.
*Ηγεμονική δύναμη αναδείχθηκε τελικά η συμμαχία του σιίτικου κλήρου με τη μικρομεσαία αστική τάξη (το «παζάρι»), που αποτελούσε όχι μόνο φορέα των παραδοσιακών αξιών (ενάντια στο «διεφθαρμένο δυτικό τρόπο ζωής» και τον «άθεο μαρξισμό») αλλά και το βασικό χρηματοδότη τόσο του κλήρου όσο και της αντιμοναρχικής κινητοποίησης του 1978-79.
Ο λόγος γι' αυτή την πρωτόγνωρη -για τα δεδομένα της εποχής- εξέλιξη ήταν πολύ απλός: κάτω από τη δρακόντεια καταστολή κάθε αντιπολιτευόμενης φωνής από την πανταχού παρούσα μυστική αστυνομία του Σάχη, ο μόνος χώρος στον οποίο μπορούσε να γίνει μια στοιχειώδης ζύμωση και οργάνωση των δυνάμεων της πολιτικής και κοινωνικής αντιπολίτευσης ήταν το «άσυλο» των τζαμιών.
*Μετά την ανατροπή της μοναρχίας, η ηγεμονία αυτή αποκρυσταλλώθηκε θεσμικά με την υπερψήφιση ενός Συντάγματος που έθετε όλη την πολιτική και κοινωνική ζωή κάτω από την επιτήρηση και το δικαίωμα αρνησικυρίας του ανώτερου κλήρου. Στις εκλογές του 1980, απαγορεύθηκε έτσι ακόμη και η υποψηφιότητα του ηγέτη των Μοτζαχεντίν, Μασούντ Ρατζαβί, που -αν και ισλαμιστής- δεν θεωρήθηκε επαρκώς θεοσεβούμενος!
*Η τελική έκβαση της αναμέτρησης κρίθηκε κι εδώ όχι μόνο από τους εσωτερικούς ταξικούς συσχετισμούς, αλλά κι από την ανάγκη αποτελεσματικής αντίστασης στην ξένη επέμβαση που επιχείρησε να πνίξει την επανάσταση στο λίκνο της - αρχικά με τη μορφή οικονομικών και στρατιωτικών πιέσεων των ΗΠΑ, στη συνέχεια με την εισβολή του Ιράκ (12.9.1980) και τον συνακόλουθο οκταετή πόλεμο με τις στρατιές του Σαντάμ που υποστηριζόταν ανοιχτά από όλες τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής (ΗΠΑ, Δυτ. Ευρώπη, ΕΣΣΔ, Κίνα).
Φιλελεύθεροι και μετριοπαθείς ισλαμιστές βρέθηκαν εκτεθειμένοι από τη δημοσιοποίηση των αρχείων της κατειλημμένης αμερικανικής πρεσβείας και την αποκάλυψη είτε διαμεσολαβητικών επαφών τους πριν από τη νίκη της επανάστασης είτε ακόμη και μόνο της (έστω και άκαρπης) απόπειρας της CIA να τους προσεγγίσει.
*Ο πόλεμος, πάλι, οδήγησε στη στρατιωτικοποίηση των ερεισμάτων του καθεστώτος, ανατρέποντας κάθε ισορροπία με τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης: η «Φρουρά της Επανάστασης» (Πασνταράν), η οποία συγκροτήθηκε το Μάιο του 1979 ως ένοπλο σώμα λίγων χιλιάδων ισλαμιστών, μετατράπηκε το 1980-82 σε παράλληλο στράτευμα με 200.000 μόνιμους κι 1.000.000 εφέδρους, όσους ακριβώς και ο τακτικός στρατός. Κυρίως, όμως, προσέφερε στην αυταρχική επιβολή του κλήρου μια πρόσθετη, «εθνική» νομιμοποίηση: στο εξής, η καταστολή των αντιφρονούντων γινόταν στο όνομα της προστασίας όχι μόνο της επανάστασης αλλά και της πατρίδας.
*Οπως στη Γαλλία και την ΕΣΣΔ, η επανάσταση καταβρόχθισε, τέλος, κι εδώ τα περισσότερα παιδιά της, μέσα από μια αιματηρή διαδικασία ριζοσπαστικοποίησης και ταυτόχρονης εκκαθάρισης όσων ριζοσπαστικών στοιχείων έρχονταν -έστω και μακροπρόθεσμα- σε αντίθεση με το θεοκρατικό καθεστώς.
Ο κύκλος του αίματος
Τον Αύγουστο του 1979, η καταστολή του κουρδικού εθνικού κινήματος συνδυάστηκε με ένα πρώτο κύμα απαγόρευσης προοδευτικών εφημερίδων και καταστροφής των γραφείων των αριστερών οργανώσεων από ισλαμικές ομάδες. Ακολούθησε τον Απρίλιο του 1980 η κήρυξη μιας ισλαμικής «πολιτιστικής επανάστασης», με πολύνεκρη εισβολή των ίδιων παρακρατικών ομάδων στο πανεπιστήμιο της Τεχεράνης, τριετές κλείσιμο κι εκκαθάριση όλων των σχολών από τους «ανεπαρκώς θρησκευόμενους» φοιτητές κι εκπαιδευτικούς.
*Ο τρίτος κι αιματηρότερος γύρος σημειώθηκε τον Ιούνιο του 1981, με την καθαίρεση από το ιερατείο του μετριοπαθούς προέδρου Αμπολχασάν Μπανί Σαντρ (που είχε εκλεγεί ενάμιση χρόνο νωρίτερα με ένα συντριπτικό 75 % των ψήφων) και το ξέσπασμα ενός εμφυλίου ανάμεσα στο καθεστώς και τις οργανώσεις της μαρξιστικής και ισλαμικής αριστεράς (Φενταγίν, Παϊκάρ και -κυρίως- Μοτζαχεντίν).
Μέσα σε λίγους μήνες, το αντάρτικο των Μοτζαχεντίν θα αποκεφαλίσει εν μέρει το καθεστώς, εξοντώνοντας με βομβιστικές επιθέσεις μια σειρά από επιφανή στελέχη και κάπου 2.000 μέλη του επίσημου Κόμματος Ισλαμικής Δημοκρατίας και των μηχανισμών ασφαλείας, για να πνιγεί τελικά σ' ένα λουτρό αίματος με 12.500 τουλάχιστον εκτελέσεις, δεκάδες χιλιάδες συλλήψεις και μεσαιωνικά βασανιστήρια.
*Το κλείσιμο του κύκλου ήρθε την άνοιξη του 1983, με την αναπάντεχη εξάρθρωση του ορθόδοξου φιλοσοβιετικού Κ.Κ. (Τουντέχ), που ώς τότε είχε στηρίξει τυφλά το καθεστώς στο όνομα του αντιιμπεριαλισμού, φτάνοντας στο σημείο να υποκαταστήσει τα τσιτάτα των Μαρξ, Ενγκελς και Λένιν μ' εκείνα του αγιατολάχ Χομεϊνί. Με έκδηλα στο πρόσωπό του τα σημάδια των βασανιστηρίων, ο γενικός γραμματέας του κόμματος, Νουρεντίν Κιανουρί, «ομολόγησε» από τηλεοράσεως -πριν εκτελεστεί- τον «κατασκοπευτικό ρόλο» του στην υπηρεσία της Μόσχας.
*Το υστερόγραφο αυτής της εξολόθρευσης γράφτηκε στα τέλη του 1988, μετά το τέλος του ιρανοϊρακινού πολέμου, με θύματα ξανά τους Μοτζαχεντίν που στο μεταξύ είχαν διαπράξει το θανάσιμο λάθος να συμμαχήσουν με τον «εχθρό του εχθρού» τους - τον Σαντάμ Χουσέιν. Περίπου 2.000 πολιτικοί κρατούμενοι οδηγήθηκαν στο ικρίωμα, ενώ τα εναπομείναντα τμήματα του «προδοτικού» αντάρτικου εξολοθρεύτηκαν.
Η ανάδειξη των ισλαμιστών σε απόλυτους κυρίαρχους του πολιτικού χάρτη της χώρας μετά το 1981-82 δεν σήμανε, ωστόσο, και το τέλος των δημόσιων αντιπαραθέσεων για τις στρατηγικές επιλογές του καθεστώτος, τόσο στο χώρο της οικονομίας όσο και σε αυτόν των ελευθεριών (ακριβέστερα: της έκτασης της στέρησής τους).
*Σε όλη τη δεκαετία του '80, λ.χ., δύο ηγετικά στελέχη θα διασταυρώσουν ακόμη και δημόσια τα ξίφη τους για το ζήτημα της οικονομικής στρατηγικής: ο «κρατικιστής» πρωθυπουργός Μιρ Μουσαβί, ως υπέρμαχος της ανάπτυξης του δημόσιου τομέα και της αναδιανομής του εισοδήματος προς όφελος των λαϊκών τάξεων, και ο «συντηρητικός» πρόεδρος Αλί Χαμενεΐ, ως προασπιστής της ελευθερίας των ιδιωτικών κεφαλαίων. Πρόκειται για το ίδιο ακριβώς ντουέτο που, από τις θέσεις του υποψήφιου προέδρου και του ανώτατου θρησκευτικού ηγέτη αντίστοιχα, ηγήθηκε και της φετινής αναμέτρησης στους δρόμους της Τεχεράνης.
*Χάρη στις τότε προτεραιότητες του «πολεμικού ισλαμισμού», οι επιλογές του Μουσαβί επικράτησαν τότε προσωρινά, για να αναιρεθούν μέσα στη δεκαετία του '90 από την «πραγματιστική» υπόκλιση των προέδρων Ραφσαντζανί και Χαταμί στις επιταγές της αγοράς. Ωσπου, το 2005, ο Χαμενεΐ «επανερμήνευσε» το Σύνταγμα του 1979 στη βάση του Ισλάμ, έτσι ώστε να επιτραπεί η ιδιωτικοποίηση του 80% των δημόσιων επιχειρήσεων παρά τη ρητή συνταγματική απαγόρευση.
Κεντρική αντίφαση του όλου συστήματος, επί τρεις συνεχόμενες δεκαετίες, αποτελεί ο συνδυασμός μιας στοιχειώδους (αλλά υπαρκτής, σε σύγκριση ιδίως με τα τριγύρω απολυταρχικά καθεστώτα) πολιτικής ζωής, με πραγματικές εκλογές των οργάνων της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας, και του θεσμοποιημένου ασφυκτικού ελέγχου αυτών των διαδικασιών από το σιιτικό ιερατείο, που σε κρίσιμες καμπές αναδεικνύεται σε καθοριστικό ρυθμιστή των πολιτικών συσχετισμών.
*Η νίκη των σκληροπυρηνικών ισλαμιστών στις βουλευτικές εκλογές του 2004 οφειλόταν, έτσι, όχι σε κάποια αλλαγή μέσα στην κοινωνία, αλλά στον προληπτικό αποκλεισμό 1.000 περίπου «μεταρρυθμιστών» υποψηφίων από τους (συνταγματικά αρμόδιους γι' αυτό το φιλτράρισμα) ανώτερους κληρικούς του «Συμβουλίου των Φρουρών».
Εξίσου καθοριστική αντίφαση, σ' ένα άλλο επίπεδο, συνιστά η συνάρθρωση μιας επίσημης ιδεολογίας που ευαγγελίζεται την επιστροφή στον 7ο αιώνα με την ταυτόχρονη δρομολόγηση μιας διαδικασίας εκσυγχρονισμού, που υπονομεύει μακροπρόθεσμα την πρώτη: Μεταξύ 1988 και 2000, π.χ., ο αριθμός των φοιτητών και φοιτητριών επταπλασιάστηκε από 200.000 σε 1.400.000, με αποτέλεσμα τη σταδιακή, αλλά σταθερή υπονόμευση της αυθεντίας του ιερατείου στα μάτια της νέας γενιάς.
*Η άνοδος στην προεδρία του «λαϊκιστή» Αχμαντινετζάντ, το 2005, σημαδεύει τη συμμαχία των πιο αδηφάγων στρωμάτων της νέας ηγετικής τάξης με μια μερίδα των λαϊκών στρωμάτων.
Η αντίφαση που διαρκεί
Μια οικονομική πολιτική ξεπουλήματος των δημόσιων επιχειρήσεων στον ιδιωτικό τομέα και ταυτόχρονης επέκτασης του κράτους προνοίας χάρη στα αυξημένα έσοδα από το πετρέλαιο, αντιφατική κι εύθραυστη, επενδύεται ιδεολογικά με ένα τρομολάγνο επικοινωνιακό μπαράζ για την «κατάρρευση της δημόσιας τάξης», την «ηθική κατρακύλα της νεολαίας των πόλεων» και την ανάγκη επιστροφής στην άτεγκτη «επαναστατική ηθική» του 1979.
Είναι αυτό το τελευταίο εγχείρημα, η εξαπόλυση μιας γενικευμένης «επιχείρησης αρετής» με την ανάθεση εκτεταμένων εξωθεσμικών αστυνομικών και -κυρίως- «σωφρονιστικών» καθηκόντων στο παραστυνομικό σώμα των Basiji, που οδήγησε στην πρωτοφανή πολιτική πόλωση των φετινών εκλογών. Εκλογών οι οποίες, ανεξάρτητα από τη φερεγγυότητα των επίσημων αποτελεσμάτων τους, κατέγραψαν κυρίως την ύπαρξη -και τη μέχρις εσχάτων αναμέτρηση- δύο διαφορετικών κοινωνιών που αντλούν τις αναφορές και τις εμπνεύσεις τους απ' την ίδια «στιγμή» της πρόσφατης Ιστορίας.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ
Behrang
«Ιράν. Ο αδύνατος κρίκος» (Αθήνα 1979, εκδ. «Σίσυφος»).
Η σοβαρότερη δουλειά που υπάρχει στα ελληνικά για την ιρανική επανάσταση του 1979 και τους πρώτους μετεπαναστατικούς μήνες, συνταγμένη από ομάδα ιρανών πολιτικών προσφύγων και γάλλων συμπαραστατών τους. Εργο έντονα σημαδεμένο, πάντως, από τη διάχυτη αισιοδοξία των ημερών και την υπερεκτίμηση των «αντικειμενικά προοδευτικών» χαρακτηριστικών του σιιτικού κλήρου.
Αγιατολλάχ Χομεϊνί
«Το πιστεύω μου» (Αθήνα 1979, εκδ. «Κάκτος»).
Γελοιογραφική αναπαραγωγή τσιτάτων (;) του ιρανού ηγέτη «από τον διεθνή Τύπο», χωρίς περαιτέρω διευκρινήσεις αλλά με οφθαλμοφανή ρατσιστική χροιά.
Fred Halliday
«Iran. Dictatorship and Development» (Λονδίνο 1979, εκδ. «Penguin»).
Εξαιρετική ανατομία του προεπαναστατικού Ιράν από τον γνωστό βρετανό διεθνολόγο. Περιλαμβάνει συνοπτική σκιαγράφηση των κατακτήσεων, ισορροπιών και διλημμάτων της πρώτης μετεπαναστατικής περιόδου.
Saul Bakhash
«The reign of the Ayatollahs» (Λονδίνο 1985, εκδ. «Unwin»).
Συνεκτική καταγραφή της σταδιακής οικοδόμησης του καθεστώτος της ισλαμικής δημοκρατίας, από έναν πανεπιστημιακό που δεν κρύβει την προτίμησή του για τους μετριοπαθείς κυβερνήτες της πρώτης περιόδου.
Assef Bayat
«Workers' control after the revolution» (MERIP Reports, 113 [3-4.1983], σ.19-23).
Το ιστορικό των εργατικών συμβουλίων του 1978-1981, μέσα από το παράδειγμα συγκεκριμένων εργοστασίων της Τεχεράνης.
Middle East Report
Η σύγχρονη μετεξέλιξη της αριστερής επιθεώρησης MERIP Reports παραμένει μέχρι σήμερα μια από τις καλύτερες πηγές πληροφόρησης για τα τεκταινόμενα στο Ιράν και τη Μέση Ανατολή γενικότερα. Τμήμα της πιο πρόσφατης αρθρογραφίας είναι προσβάσιμο ηλεκτρονικά στον δικτυακό τόπο του ερευνητικού κέντρου (http://www.merip.org/).
Σοβιέτ στον Οίκο του Ισλάμ
Ενα από τα εντυπωσιακότερα χαρακτηριστικά της πρώτης περιόδου της Ιρανικής Επανάστασης, μεταξύ 1978 και 1981, υπήρξε η συγκρότηση «εργατικών συμβουλίων» (shura) στους χώρους δουλειάς, στα μεγάλα εργοστάσια της Τεχεράνης και των άλλων βιομηχανικών κέντρων.
Προϊόντα της ίδιας της δυναμικής της πολύμηνης γενικής απεργίας που ανέτρεψε τον σάχη, κι όχι κάποιας θεωρητικής επεξεργασίας των (ως επί το πλείστον μαοϊκών ή γκεβαριστικών) οργανώσεων της τότε ιρανικής αριστεράς, τα συμβούλια αυτά θύμιζαν τις εργοστασιακές επιτροπές του ρωσικού 1917. Η αντιμετώπισή τους δε από το νέο καθεστώς αποτύπωσε τα όρια, το ταξικό περιεχόμενο και τους στρατηγικούς προσανατολισμούς της νεοσύστατης -τότε- ισλαμικής δημοκρατίας.
Σε γενικές γραμμές μπορούμε να διακρίνουμε τρεις χρονικές περιόδους όσον αφορά τη δράση των εργατικών συμβουλίων στο Ιράν:
*Η πρώτη φάση ξεκινάει με την ανατροπή του σάχη, τον Φεβρουάριο του 1979, και τερματίζεται με το πρώτο κύμα καταστολής της αριστεράς, τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς. Είναι η εποχή των μεγάλων ελπίδων, των ριζοσπαστικών πειραματισμών και του γενικευμένου αιτήματος για εκδημοκρατισμό σε κάθε πτυχή της δημόσιας ζωής.
Σε πολλά εργοστάσια, τα συμβούλια σχηματίζονται για να καλύψουν το κενό που προκλήθηκε από την εσπευσμένη φυγή των ιδιοκτητών στο εξωτερικό και την ανάγκη να συνεχιστεί η παραγωγή. Αλλού, η συγκρότησή τους επιβλήθηκε από το αίτημα για απομάκρυνση των χαφιέδων του «συνδικαλιστικού» της ασφάλειας (Σαβάκ) και διασφάλισης της βιωσιμότητας των επιχειρήσεων απέναντι στο οικονομικό σαμποτάζ και την ιδιοποίηση των αποθεματικών τους από τα εναπομείναντα αφεντικά. Στην πρώτη περίπτωση, τα συμβούλια ανέλαβαν de facto τη διαχείριση, ενώ στη δεύτερη διεκδίκησαν κάποιες μορφές εργατικού ελέγχου πάνω στην παραγωγή και αποφασιστικό λόγο στις προσλήψεις ή απολύσεις. Μέλη τους εκλέγονταν κατά κανόνα είτε μεσαία τεχνικά στελέχη, είτε ειδικευμένοι εργάτες. Τόσο η έκταση των αρμοδιοτήτων των συμβουλίων όσο και ο βαθμός επιτυχίας του εγχειρήματος ποίκιλλε φυσικά από εργοστάσιο σε εργοστάσιο.
Η πρώτη μετεπαναστατική κυβέρνηση (του «μετριοπαθούς» Μεχντί Μπαζαργκάν) κράτησε στάση απόλυτα εχθρική: μετά την ανατροπή της δυναστείας των Παχλεβί, διακήρυσσαν τα στελέχη της, τα εργατικά συμβούλια δεν είχαν πια κανέναν λόγο ύπαρξης. Σε υπεράσπιση του νέου θεσμού έσπευσαν, ωστόσο, όχι μόνο οι οργανώσεις της αριστεράς (που, με εξαίρεση τους ορθόδοξους κομμουνιστές του «Τουντέχ», έβλεπαν σε αυτόν το πρόπλασμα της επερχόμενης κοινωνικής επανάστασης), αλλά ακόμη και στελέχη της ισλαμικής δεξιάς. Ο δε Χομεϊνί απέφυγε διακριτικά να πάρει οποιαδήποτε δημόσια θέση για το ζήτημα.
*Η καταστολή της αριστεράς τον Αύγουστο του 1979 και η πτώση του Μπαζαργκάν τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς σηματοδοτούν το πέρασμα στη δεύτερη φάση, με τον διορισμό διοικήσεων στις «αδέσποτες» και λοιπές κρατικοποιημένες επιχειρήσεις, τη διάλυση των εκλεγμένων συμβουλίων και την αντικατάστασή τους από «ισλαμικά συμβούλια».
Τα καινούρια αυτά σώματα αποτελούνταν από εκπροσώπους των εργαζομένων, της διοίκησης και του υπουργείου Εργασίας, σε συμβουλευτικό ρόλο. Η ανάκτηση του ελέγχου ολοκληρώθηκε με τη σύσταση «Ισλαμικών Ενώσεων», την εγκατάσταση ιεροκηρύκων στα εργοστάσια, και την επιβολή αναγκαστικής προσευχής στους εργάτες. Καθήκον τους; Ο έλεγχος της πολιτικής και συνδικαλιστικής δραστηριότητας εκεί.
*Η τρίτη τομή ήρθε το καλοκαίρι του 1981, με την αιματηρή εξολόθρευση της μαρξιστικής και ισλαμικής αριστεράς, την περικοπή των ονομαστικών μισθών, τη στρατιωτικοποίηση της βιομηχανίας και την επιβολή πλήρους κυριαρχίας της νέας διευθυντικής τάξης. Μετά τα εκλεγμένα εργατικά συμβούλια, ήρθε η σειρά (και) των «ισλαμικών» να τεθούν εκτός νόμου. «Το ισλάμ δεν αναγνωρίζει κανένα σύστημα συμβουλίων», εξήγησε με αφοπλιστική σαφήνεια ο νέος υπουργός Εργασίας, Ταβακουλί. «Η διακυβέρνηση ανήκει στον Θεό, τους προφήτες και τους ιμάμηδες». Δεδομένου δε ότι ούτε ο Αλλάχ ούτε οι προφήτες εκδήλωσαν ποτέ κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το μάνατζμεντ, εξυπακούεται πως αυτό ασκείται αποκλειστικά από τους επί γης εκπροσώπους τους. Και τον επιχειρηματικό περίγυρό τους.
Εκτύπωση σελίδαςΑποστολή με Email
Η μελέτη των καταγγελιών για νοθεία των εκλογικών αποτελεσμάτων δεν αφήνει, βέβαια, και πολλές αμφιβολίες για τη δυνατότητα (και την πιθανότητα) να πραγματοποιήθηκε όντως μια τέτοια επιχείρηση παραχάραξης της λαϊκής θέλησης από τη σκληροπυρηνική πτέρυγα του καθεστώτος που εκπροσωπεί ο Αχμαντινετζάντ: παρεμπόδιση του ελέγχου της καταμέτρησης από εκπροσώπους της αντιπολίτευσης, περίεργη ομογενοποίηση των συσχετισμών σε όλη τη χώρα (με σβήσιμο των παραδοσιακών περιφερειακών ιδιαιτεροτήτων και διαφοροποιήσεων), εκτύπωση ενός μεγάλου αριθμού «αγνοούμενων» ψηφοδελτίων, μπλοκάρισμα των SMS την ημέρα των εκλογών (με αποτέλεσμα τον αποσυντονισμό των εκλογικών αντιπροσώπων της αντιπολίτευσης), υπερβολικά γρήγορη ανακοίνωση των αποτελεσμάτων κ.ο.κ.
"ΙΟΣ" ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
ΠΙΑ 5/6/2009
Στην ίδια κατεύθυνση λειτουργεί και η (παραδοσιακή) δυνατότητα των Ιρανών να ψηφίζουν σε όποιο τμήμα θέλουν κάθε φορά, λεπτομέρεια που «νομιμοποιεί» την υπέρβαση του αριθμού των εγγεγραμμένων από τους ψηφίσαντες σε κάποιες περιοχές, επιτρέπει όμως ταυτόχρονα και το παραγέμισμα κάθε βολικής κάλπης με τα επιπλέον επιθυμητά ψηφοδέλτια.
Πέρα απ' τη νοθεία
Από την άλλη, ωστόσο, οι συγκεκριμένες αποδείξεις για νοθεία μεγάλης έκτασης είναι ακόμη μάλλον πενιχρές: ούτε η αναντιστοιχία ανάμεσα στα γκάλοπ και τα τελικά αποτελέσματα, ούτε αυτή ανάμεσα στα αποτελέσματα των ψηφοφοριών της διασποράς κι εκείνων του εσωτερικού συνιστούν συντριπτικά αποδεικτικά στοιχεία για τη νόθευση των αποτελεσμάτων.
Οσο για την επικράτηση του Αχμαντινετζάντ σε ιστορικά προπύργια της αντιπολίτευσης, όπως το ιρανικό Ανατολικό Αζερμπαϊτζάν, μπορεί κι αυτή να εξηγηθεί με βάση είτε την ταξική πόλωση στο μικροεπίπεδο (James Petras, «The Stolen Elections Hoax») είτε την πρόσφατη ικανοποίηση από το καθεστώς κάποιων στρατηγικών αιτημάτων της αζέρικης μειονότητας, με το άνοιγμα τοπικού πανεπιστημίου στην αζέρικη γλώσσα (Robert Fisk, «The Independent» 14/6/09).
Η μαζική μεταστροφή των χωριών υπέρ του Αχμεντινετζάντ μεταξύ 2005 και 2009 θα μπορούσε, φυσικά, ν' αποτελεί προϊόν βίας και νοθείας, αφού οι μικρές κοινότητες είναι συνήθως περισσότερο ευάλωτες σε τέτοιου είδους πιέσεις, μπορεί όμως και ν' αντανακλά νεόδμητες κοινωνικές συμμαχίες - να είναι π.χ. αποτέλεσμα της πρόσφατης κοινωνικής ασφάλισης 3 εκατομμυρίων γυναικών που δουλεύουν «φασόν» στην ταπητουργία. Παραμένει, άλλωστε, άκρως αμφίβολο αν ακόμη και οι πιο ελεύθερες εκλογές θα μπορούσαν ν' ανατρέψουν εκ βάθρων τον άνισο συσχετισμό μεταξύ των δύο βασικών υποψηφίων. Σύμφωνα με τα επίσημα αποτελέσματα, ο Αχμαντινετζάντ πήρε το 63 % των ψήφων, έναντι μόλις 34% του μεταρρυθμιστή υποψηφίου Μιρ Χοσεΐν Μουσαβί.
Η πραγματικότητα αυτή δεν αναιρεί, ωστόσο, ούτε τη σημασία ούτε την αυθεντικότητα του μαζικού κινήματος διαμαρτυρίας που ξέσπασε μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων.
Εκατομμύρια άνθρωποι κατέβηκαν στο πεζοδρόμιο, πρώτη φορά μετά την παγίωση της Ισλαμικής Επανάστασης το 1980-81, και δεκάδες χιλιάδες συγκρούστηκαν επί μέρες με τις δυνάμεις καταστολής. Το πάθος κι η αποφασιστικότητά τους απέναντι σε σφαίρες και ροπαλοφόρους, αυτό το μείγμα απόγνωσης και μεθυστικής ελευθερίας που αναδύουν τα αμοντάριστα πλάνα που μας έρχονται μέσω You Tube από τα προσωρινά «απελευθερωμένα» οικοδομικά τετράγωνα των διαδηλώσεων, δεν αφήνουν την παραμικρή αμφιβολία για το γεγονός ότι μεγάλο τμήμα της ιρανικής κοινωνίας θεωρεί αφόρητη τη συνέχιση της ζωής κάτω από τη φασίζουσα, αστυνομοκρατούμενη και νεοπουριτανική εκδοχή της Ισλαμικής Δημοκρατίας που οικοδομείται από το 2004-2005 και εξής.
Το ένα εκατομμύριο των (επίσημων) δημόσιων «σωφρονισμών» όσων νέων και γυναικών κρίθηκαν ύποπτοι «αντιισλαμικής» συμπεριφοράς από την παρααστυνομία των Basiji, μέσα σ' ένα μόνο τετράμηνο του 2007, εξηγεί άλλωστε πολύ περισσότερα για τον «Ιούνη» της Τεχεράνης από κάθε τεχνική συζήτηση για τη φερεγγυότητα των αποτελεσμάτων. Εξ ου και η μυριόστομη κραυγή «κάτω ο δικτάτορας», που ακουγόταν στις συγκεντρώσεις του Μουσαβί πολύ πριν από το κλείσιμο της κάλπης.
Παρά την προσπάθεια μερίδας των δυτικών ΜΜΕ να εμφανιστεί η όλη σύγκρουση ως αναμέτρηση «φιλοδυτικών» και «ισλαμιστών», η εικόνα που προκύπτει τόσο από τα πλάνα των διαδηλώσεων όσο κι από τις σοβαρότερες αναλύσεις είναι αυτή της αντιπαράθεσης ανάμεσα σε δύο προγραμματικές εκδοχές (δημοκρατική και αυταρχική) της Ισλαμικής Επανάστασης.
Η επιλογή του «μουσουλμανικού» πράσινου χρώματος από τους επιτελείς του Μουσαβί θα μπορούσε, βέβαια, να θεωρηθεί απλή προσαρμογή στην επιβεβλημένη θρησκευτική ορθότητα που διέπει κάθε εκλογική διαδικασία στο Ιράν (όπου οι «ανεπαρκώς ισλαμιστές» υποψήφιοι αποκλείονται προληπτικά από τις εκλογές).
Ομως, οι ισλαμικές αναφορές διατηρήθηκαν ακόμη και στις οριακές εκείνες στιγμές, όπου κάθε νομιμοφροσύνη απέναντι στην πολιτική ηγεσία έχει εκλείψει: οι επιθέσεις π.χ. ενάντια στους μισητούς Basiji (οκτώ απ' τους οποίους σκοτώθηκαν -σύμφωνα με τον επίσημο απολογισμό- από τους διαδηλωτές) γίνονταν με την κραυγή «ο Αλλάχ είναι μεγάλος»!
Δεν μπορούμε, ως εκ τούτου, παρά να συμφωνήσουμε με τον Σλαβόι Ζίζεκ («Ε», 27.6.09), ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια «απόπειρα ανθρώπινης χειραφέτησης που δεν χωράει στο πλαίσιο μιας διαμάχης ανάμεσα σε φιλοδυτικούς φιλελεύθερους και αντιδυτικούς φονταμενταλιστές» αλλά διεκδικεί «την αναγέννηση του λαϊκού οράματος πάνω στο οποίο στηρίχθηκε η χομεϊνική επανάσταση» του 1979.
Η αρχή και το τέλος της επανάστασης
Παρά την εκ των υστέρων γελοιογράφησή της, η ίδια η ιρανική επανάσταση του 1979-1981 υπήρξε ένα από τα πιο μεγαλειώδη εγχειρήματα του είδους και μπορεί άνετα να συγκριθεί με το γαλλικό 1789 ή το ρωσικό 1917.
*Οπως η γαλλική και η ρώσικη επανάσταση υπήρξαν πάνω απ' όλα μια πελώρια κίνηση μαζών: στα τέλη του 1978, οι διαδηλώσεις ενάντια στο Σάχη ξεπερνούσαν συχνά το ένα εκατομμύριο, ενώ η υποδοχή του Χομεϊνί στην Τεχεράνη από τρία εκατομμύρια λαού (1.2.1979) έχει καταγραφεί σαν η μαζικότερη αντικαθεστωτική εκδήλωση της ανθρώπινης Ιστορίας.
Παρά το θεοκρατικό χαρακτήρα της κυρίαρχης συνιστώσας του, το επαναστατικό κίνημα υιοθέτησε κατεξοχήν νεωτερικές μορφές πάλης: διαδηλώσεις στα αστικά κέντρα και -κυρίως- μια πολύμηνη γενική απεργία (Οκτώβριος 1978 - Φεβρουάριος 1979) που αποστράγγισε τους παραγωγικούς πόρους του παλιού καθεστώτος και γονάτισε τα ισχυρά ερείσματά του.
*Η τελική κατάληψη της πολιτικής εξουσίας έγινε με μια τετραήμερη ένοπλη εξέγερση (10-13.2.1979), που είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνο την καταστροφή των πραιτοριανών της μοναρχίας, αλλά και το πέρασμα ενός τμήματος των κρατικών οπλοστασίων στα χέρια των επαναστατημένων μαζών.
Ενοπλες οργανώσεις όπως οι Γκεβαρικοί «Φενταγίν του Λαού» ή οι αριστεροί ισλαμιστές «Μοτζαχεντίν του Λαού» μετέτρεψαν σε γραφεία τους τα μέχρι τότε κτίρια της Ασφάλειας και του Βασιλικού Ιδρύματος, αντίστοιχα, ενώ οι πανεπιστημιακοί χώροι μεταβλήθηκαν σε κέντρα ζύμωσης και προπαγάνδας επαναστατικών ιδεών.
*Η κινητοποίηση συνεχίστηκε τα αμέσως επόμενα χρόνια, με αφορμή είτε την κατάληψη της αμερικανικής πρεσβείας (4.11.1979), την πολύμηνη ομηρία του προσωπικού της και τη δημοσιοποίηση των αρχείων της, είτε την αντιπαράθεση διαφορετικών πολιτικοϊδεολογικών, εθνικών και κοινωνικών προγραμματικών στρατηγικών.
Οπως το 1789 και το 1917, η ανατροπή του παλιού καθεστώτος υπήρξε κι εδώ αποτέλεσμα της συνδυασμένης δράσης ενός συνασπισμού πολιτικών και κοινωνικών υποκειμένων με αρκετά διαφορετικές ιδεολογικές αναφορές, διεκδικήσεις και χαρακτηριστικά: φιλελεύθεροι δημοκράτες, ορθόδοξοι κομμουνιστές, επαναστάτες μαρξιστές κάθε απόχρωσης και ισλαμιστές κάθε λογής - μετριοπαθείς συντηρητικοί, σοσιαλίζοντες ριζοσπάστες κι ακροδεξιοί φονταμενταλιστές, με όλους τους ενδιάμεσους συνδυασμούς.
Η μάχη των τάσεων
*Μετά την ανατροπή της μοναρχίας, κινήματα κι οργανώσεις αναμετρήθηκαν δυναμικά επί δυόμισι χρόνια για τα χαρακτηριστικά που θα έπαιρνε η υπό οικοδόμηση μετεπαναστατική κοινωνία, για ζητήματα που κυμαίνονταν από την έκταση της κρατικοποίησης βασικών κλάδων της παραγωγής και της αναδιανομής της γης μέχρι τις ακριβείς συνταγματικές ισορροπίες μεταξύ κληρικαλισμού και λαϊκής κυριαρχίας ή το βαθμό αυτοδιοίκησης των εθνικών μειονοτήτων.
*Ηγεμονική δύναμη αναδείχθηκε τελικά η συμμαχία του σιίτικου κλήρου με τη μικρομεσαία αστική τάξη (το «παζάρι»), που αποτελούσε όχι μόνο φορέα των παραδοσιακών αξιών (ενάντια στο «διεφθαρμένο δυτικό τρόπο ζωής» και τον «άθεο μαρξισμό») αλλά και το βασικό χρηματοδότη τόσο του κλήρου όσο και της αντιμοναρχικής κινητοποίησης του 1978-79.
Ο λόγος γι' αυτή την πρωτόγνωρη -για τα δεδομένα της εποχής- εξέλιξη ήταν πολύ απλός: κάτω από τη δρακόντεια καταστολή κάθε αντιπολιτευόμενης φωνής από την πανταχού παρούσα μυστική αστυνομία του Σάχη, ο μόνος χώρος στον οποίο μπορούσε να γίνει μια στοιχειώδης ζύμωση και οργάνωση των δυνάμεων της πολιτικής και κοινωνικής αντιπολίτευσης ήταν το «άσυλο» των τζαμιών.
*Μετά την ανατροπή της μοναρχίας, η ηγεμονία αυτή αποκρυσταλλώθηκε θεσμικά με την υπερψήφιση ενός Συντάγματος που έθετε όλη την πολιτική και κοινωνική ζωή κάτω από την επιτήρηση και το δικαίωμα αρνησικυρίας του ανώτερου κλήρου. Στις εκλογές του 1980, απαγορεύθηκε έτσι ακόμη και η υποψηφιότητα του ηγέτη των Μοτζαχεντίν, Μασούντ Ρατζαβί, που -αν και ισλαμιστής- δεν θεωρήθηκε επαρκώς θεοσεβούμενος!
*Η τελική έκβαση της αναμέτρησης κρίθηκε κι εδώ όχι μόνο από τους εσωτερικούς ταξικούς συσχετισμούς, αλλά κι από την ανάγκη αποτελεσματικής αντίστασης στην ξένη επέμβαση που επιχείρησε να πνίξει την επανάσταση στο λίκνο της - αρχικά με τη μορφή οικονομικών και στρατιωτικών πιέσεων των ΗΠΑ, στη συνέχεια με την εισβολή του Ιράκ (12.9.1980) και τον συνακόλουθο οκταετή πόλεμο με τις στρατιές του Σαντάμ που υποστηριζόταν ανοιχτά από όλες τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής (ΗΠΑ, Δυτ. Ευρώπη, ΕΣΣΔ, Κίνα).
Φιλελεύθεροι και μετριοπαθείς ισλαμιστές βρέθηκαν εκτεθειμένοι από τη δημοσιοποίηση των αρχείων της κατειλημμένης αμερικανικής πρεσβείας και την αποκάλυψη είτε διαμεσολαβητικών επαφών τους πριν από τη νίκη της επανάστασης είτε ακόμη και μόνο της (έστω και άκαρπης) απόπειρας της CIA να τους προσεγγίσει.
*Ο πόλεμος, πάλι, οδήγησε στη στρατιωτικοποίηση των ερεισμάτων του καθεστώτος, ανατρέποντας κάθε ισορροπία με τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης: η «Φρουρά της Επανάστασης» (Πασνταράν), η οποία συγκροτήθηκε το Μάιο του 1979 ως ένοπλο σώμα λίγων χιλιάδων ισλαμιστών, μετατράπηκε το 1980-82 σε παράλληλο στράτευμα με 200.000 μόνιμους κι 1.000.000 εφέδρους, όσους ακριβώς και ο τακτικός στρατός. Κυρίως, όμως, προσέφερε στην αυταρχική επιβολή του κλήρου μια πρόσθετη, «εθνική» νομιμοποίηση: στο εξής, η καταστολή των αντιφρονούντων γινόταν στο όνομα της προστασίας όχι μόνο της επανάστασης αλλά και της πατρίδας.
*Οπως στη Γαλλία και την ΕΣΣΔ, η επανάσταση καταβρόχθισε, τέλος, κι εδώ τα περισσότερα παιδιά της, μέσα από μια αιματηρή διαδικασία ριζοσπαστικοποίησης και ταυτόχρονης εκκαθάρισης όσων ριζοσπαστικών στοιχείων έρχονταν -έστω και μακροπρόθεσμα- σε αντίθεση με το θεοκρατικό καθεστώς.
Ο κύκλος του αίματος
Τον Αύγουστο του 1979, η καταστολή του κουρδικού εθνικού κινήματος συνδυάστηκε με ένα πρώτο κύμα απαγόρευσης προοδευτικών εφημερίδων και καταστροφής των γραφείων των αριστερών οργανώσεων από ισλαμικές ομάδες. Ακολούθησε τον Απρίλιο του 1980 η κήρυξη μιας ισλαμικής «πολιτιστικής επανάστασης», με πολύνεκρη εισβολή των ίδιων παρακρατικών ομάδων στο πανεπιστήμιο της Τεχεράνης, τριετές κλείσιμο κι εκκαθάριση όλων των σχολών από τους «ανεπαρκώς θρησκευόμενους» φοιτητές κι εκπαιδευτικούς.
*Ο τρίτος κι αιματηρότερος γύρος σημειώθηκε τον Ιούνιο του 1981, με την καθαίρεση από το ιερατείο του μετριοπαθούς προέδρου Αμπολχασάν Μπανί Σαντρ (που είχε εκλεγεί ενάμιση χρόνο νωρίτερα με ένα συντριπτικό 75 % των ψήφων) και το ξέσπασμα ενός εμφυλίου ανάμεσα στο καθεστώς και τις οργανώσεις της μαρξιστικής και ισλαμικής αριστεράς (Φενταγίν, Παϊκάρ και -κυρίως- Μοτζαχεντίν).
Μέσα σε λίγους μήνες, το αντάρτικο των Μοτζαχεντίν θα αποκεφαλίσει εν μέρει το καθεστώς, εξοντώνοντας με βομβιστικές επιθέσεις μια σειρά από επιφανή στελέχη και κάπου 2.000 μέλη του επίσημου Κόμματος Ισλαμικής Δημοκρατίας και των μηχανισμών ασφαλείας, για να πνιγεί τελικά σ' ένα λουτρό αίματος με 12.500 τουλάχιστον εκτελέσεις, δεκάδες χιλιάδες συλλήψεις και μεσαιωνικά βασανιστήρια.
*Το κλείσιμο του κύκλου ήρθε την άνοιξη του 1983, με την αναπάντεχη εξάρθρωση του ορθόδοξου φιλοσοβιετικού Κ.Κ. (Τουντέχ), που ώς τότε είχε στηρίξει τυφλά το καθεστώς στο όνομα του αντιιμπεριαλισμού, φτάνοντας στο σημείο να υποκαταστήσει τα τσιτάτα των Μαρξ, Ενγκελς και Λένιν μ' εκείνα του αγιατολάχ Χομεϊνί. Με έκδηλα στο πρόσωπό του τα σημάδια των βασανιστηρίων, ο γενικός γραμματέας του κόμματος, Νουρεντίν Κιανουρί, «ομολόγησε» από τηλεοράσεως -πριν εκτελεστεί- τον «κατασκοπευτικό ρόλο» του στην υπηρεσία της Μόσχας.
*Το υστερόγραφο αυτής της εξολόθρευσης γράφτηκε στα τέλη του 1988, μετά το τέλος του ιρανοϊρακινού πολέμου, με θύματα ξανά τους Μοτζαχεντίν που στο μεταξύ είχαν διαπράξει το θανάσιμο λάθος να συμμαχήσουν με τον «εχθρό του εχθρού» τους - τον Σαντάμ Χουσέιν. Περίπου 2.000 πολιτικοί κρατούμενοι οδηγήθηκαν στο ικρίωμα, ενώ τα εναπομείναντα τμήματα του «προδοτικού» αντάρτικου εξολοθρεύτηκαν.
Η ανάδειξη των ισλαμιστών σε απόλυτους κυρίαρχους του πολιτικού χάρτη της χώρας μετά το 1981-82 δεν σήμανε, ωστόσο, και το τέλος των δημόσιων αντιπαραθέσεων για τις στρατηγικές επιλογές του καθεστώτος, τόσο στο χώρο της οικονομίας όσο και σε αυτόν των ελευθεριών (ακριβέστερα: της έκτασης της στέρησής τους).
*Σε όλη τη δεκαετία του '80, λ.χ., δύο ηγετικά στελέχη θα διασταυρώσουν ακόμη και δημόσια τα ξίφη τους για το ζήτημα της οικονομικής στρατηγικής: ο «κρατικιστής» πρωθυπουργός Μιρ Μουσαβί, ως υπέρμαχος της ανάπτυξης του δημόσιου τομέα και της αναδιανομής του εισοδήματος προς όφελος των λαϊκών τάξεων, και ο «συντηρητικός» πρόεδρος Αλί Χαμενεΐ, ως προασπιστής της ελευθερίας των ιδιωτικών κεφαλαίων. Πρόκειται για το ίδιο ακριβώς ντουέτο που, από τις θέσεις του υποψήφιου προέδρου και του ανώτατου θρησκευτικού ηγέτη αντίστοιχα, ηγήθηκε και της φετινής αναμέτρησης στους δρόμους της Τεχεράνης.
*Χάρη στις τότε προτεραιότητες του «πολεμικού ισλαμισμού», οι επιλογές του Μουσαβί επικράτησαν τότε προσωρινά, για να αναιρεθούν μέσα στη δεκαετία του '90 από την «πραγματιστική» υπόκλιση των προέδρων Ραφσαντζανί και Χαταμί στις επιταγές της αγοράς. Ωσπου, το 2005, ο Χαμενεΐ «επανερμήνευσε» το Σύνταγμα του 1979 στη βάση του Ισλάμ, έτσι ώστε να επιτραπεί η ιδιωτικοποίηση του 80% των δημόσιων επιχειρήσεων παρά τη ρητή συνταγματική απαγόρευση.
Κεντρική αντίφαση του όλου συστήματος, επί τρεις συνεχόμενες δεκαετίες, αποτελεί ο συνδυασμός μιας στοιχειώδους (αλλά υπαρκτής, σε σύγκριση ιδίως με τα τριγύρω απολυταρχικά καθεστώτα) πολιτικής ζωής, με πραγματικές εκλογές των οργάνων της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας, και του θεσμοποιημένου ασφυκτικού ελέγχου αυτών των διαδικασιών από το σιιτικό ιερατείο, που σε κρίσιμες καμπές αναδεικνύεται σε καθοριστικό ρυθμιστή των πολιτικών συσχετισμών.
*Η νίκη των σκληροπυρηνικών ισλαμιστών στις βουλευτικές εκλογές του 2004 οφειλόταν, έτσι, όχι σε κάποια αλλαγή μέσα στην κοινωνία, αλλά στον προληπτικό αποκλεισμό 1.000 περίπου «μεταρρυθμιστών» υποψηφίων από τους (συνταγματικά αρμόδιους γι' αυτό το φιλτράρισμα) ανώτερους κληρικούς του «Συμβουλίου των Φρουρών».
Εξίσου καθοριστική αντίφαση, σ' ένα άλλο επίπεδο, συνιστά η συνάρθρωση μιας επίσημης ιδεολογίας που ευαγγελίζεται την επιστροφή στον 7ο αιώνα με την ταυτόχρονη δρομολόγηση μιας διαδικασίας εκσυγχρονισμού, που υπονομεύει μακροπρόθεσμα την πρώτη: Μεταξύ 1988 και 2000, π.χ., ο αριθμός των φοιτητών και φοιτητριών επταπλασιάστηκε από 200.000 σε 1.400.000, με αποτέλεσμα τη σταδιακή, αλλά σταθερή υπονόμευση της αυθεντίας του ιερατείου στα μάτια της νέας γενιάς.
*Η άνοδος στην προεδρία του «λαϊκιστή» Αχμαντινετζάντ, το 2005, σημαδεύει τη συμμαχία των πιο αδηφάγων στρωμάτων της νέας ηγετικής τάξης με μια μερίδα των λαϊκών στρωμάτων.
Η αντίφαση που διαρκεί
Μια οικονομική πολιτική ξεπουλήματος των δημόσιων επιχειρήσεων στον ιδιωτικό τομέα και ταυτόχρονης επέκτασης του κράτους προνοίας χάρη στα αυξημένα έσοδα από το πετρέλαιο, αντιφατική κι εύθραυστη, επενδύεται ιδεολογικά με ένα τρομολάγνο επικοινωνιακό μπαράζ για την «κατάρρευση της δημόσιας τάξης», την «ηθική κατρακύλα της νεολαίας των πόλεων» και την ανάγκη επιστροφής στην άτεγκτη «επαναστατική ηθική» του 1979.
Είναι αυτό το τελευταίο εγχείρημα, η εξαπόλυση μιας γενικευμένης «επιχείρησης αρετής» με την ανάθεση εκτεταμένων εξωθεσμικών αστυνομικών και -κυρίως- «σωφρονιστικών» καθηκόντων στο παραστυνομικό σώμα των Basiji, που οδήγησε στην πρωτοφανή πολιτική πόλωση των φετινών εκλογών. Εκλογών οι οποίες, ανεξάρτητα από τη φερεγγυότητα των επίσημων αποτελεσμάτων τους, κατέγραψαν κυρίως την ύπαρξη -και τη μέχρις εσχάτων αναμέτρηση- δύο διαφορετικών κοινωνιών που αντλούν τις αναφορές και τις εμπνεύσεις τους απ' την ίδια «στιγμή» της πρόσφατης Ιστορίας.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ
Behrang
«Ιράν. Ο αδύνατος κρίκος» (Αθήνα 1979, εκδ. «Σίσυφος»).
Η σοβαρότερη δουλειά που υπάρχει στα ελληνικά για την ιρανική επανάσταση του 1979 και τους πρώτους μετεπαναστατικούς μήνες, συνταγμένη από ομάδα ιρανών πολιτικών προσφύγων και γάλλων συμπαραστατών τους. Εργο έντονα σημαδεμένο, πάντως, από τη διάχυτη αισιοδοξία των ημερών και την υπερεκτίμηση των «αντικειμενικά προοδευτικών» χαρακτηριστικών του σιιτικού κλήρου.
Αγιατολλάχ Χομεϊνί
«Το πιστεύω μου» (Αθήνα 1979, εκδ. «Κάκτος»).
Γελοιογραφική αναπαραγωγή τσιτάτων (;) του ιρανού ηγέτη «από τον διεθνή Τύπο», χωρίς περαιτέρω διευκρινήσεις αλλά με οφθαλμοφανή ρατσιστική χροιά.
Fred Halliday
«Iran. Dictatorship and Development» (Λονδίνο 1979, εκδ. «Penguin»).
Εξαιρετική ανατομία του προεπαναστατικού Ιράν από τον γνωστό βρετανό διεθνολόγο. Περιλαμβάνει συνοπτική σκιαγράφηση των κατακτήσεων, ισορροπιών και διλημμάτων της πρώτης μετεπαναστατικής περιόδου.
Saul Bakhash
«The reign of the Ayatollahs» (Λονδίνο 1985, εκδ. «Unwin»).
Συνεκτική καταγραφή της σταδιακής οικοδόμησης του καθεστώτος της ισλαμικής δημοκρατίας, από έναν πανεπιστημιακό που δεν κρύβει την προτίμησή του για τους μετριοπαθείς κυβερνήτες της πρώτης περιόδου.
Assef Bayat
«Workers' control after the revolution» (MERIP Reports, 113 [3-4.1983], σ.19-23).
Το ιστορικό των εργατικών συμβουλίων του 1978-1981, μέσα από το παράδειγμα συγκεκριμένων εργοστασίων της Τεχεράνης.
Middle East Report
Η σύγχρονη μετεξέλιξη της αριστερής επιθεώρησης MERIP Reports παραμένει μέχρι σήμερα μια από τις καλύτερες πηγές πληροφόρησης για τα τεκταινόμενα στο Ιράν και τη Μέση Ανατολή γενικότερα. Τμήμα της πιο πρόσφατης αρθρογραφίας είναι προσβάσιμο ηλεκτρονικά στον δικτυακό τόπο του ερευνητικού κέντρου (http://www.merip.org/).
Σοβιέτ στον Οίκο του Ισλάμ
Ενα από τα εντυπωσιακότερα χαρακτηριστικά της πρώτης περιόδου της Ιρανικής Επανάστασης, μεταξύ 1978 και 1981, υπήρξε η συγκρότηση «εργατικών συμβουλίων» (shura) στους χώρους δουλειάς, στα μεγάλα εργοστάσια της Τεχεράνης και των άλλων βιομηχανικών κέντρων.
Προϊόντα της ίδιας της δυναμικής της πολύμηνης γενικής απεργίας που ανέτρεψε τον σάχη, κι όχι κάποιας θεωρητικής επεξεργασίας των (ως επί το πλείστον μαοϊκών ή γκεβαριστικών) οργανώσεων της τότε ιρανικής αριστεράς, τα συμβούλια αυτά θύμιζαν τις εργοστασιακές επιτροπές του ρωσικού 1917. Η αντιμετώπισή τους δε από το νέο καθεστώς αποτύπωσε τα όρια, το ταξικό περιεχόμενο και τους στρατηγικούς προσανατολισμούς της νεοσύστατης -τότε- ισλαμικής δημοκρατίας.
Σε γενικές γραμμές μπορούμε να διακρίνουμε τρεις χρονικές περιόδους όσον αφορά τη δράση των εργατικών συμβουλίων στο Ιράν:
*Η πρώτη φάση ξεκινάει με την ανατροπή του σάχη, τον Φεβρουάριο του 1979, και τερματίζεται με το πρώτο κύμα καταστολής της αριστεράς, τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς. Είναι η εποχή των μεγάλων ελπίδων, των ριζοσπαστικών πειραματισμών και του γενικευμένου αιτήματος για εκδημοκρατισμό σε κάθε πτυχή της δημόσιας ζωής.
Σε πολλά εργοστάσια, τα συμβούλια σχηματίζονται για να καλύψουν το κενό που προκλήθηκε από την εσπευσμένη φυγή των ιδιοκτητών στο εξωτερικό και την ανάγκη να συνεχιστεί η παραγωγή. Αλλού, η συγκρότησή τους επιβλήθηκε από το αίτημα για απομάκρυνση των χαφιέδων του «συνδικαλιστικού» της ασφάλειας (Σαβάκ) και διασφάλισης της βιωσιμότητας των επιχειρήσεων απέναντι στο οικονομικό σαμποτάζ και την ιδιοποίηση των αποθεματικών τους από τα εναπομείναντα αφεντικά. Στην πρώτη περίπτωση, τα συμβούλια ανέλαβαν de facto τη διαχείριση, ενώ στη δεύτερη διεκδίκησαν κάποιες μορφές εργατικού ελέγχου πάνω στην παραγωγή και αποφασιστικό λόγο στις προσλήψεις ή απολύσεις. Μέλη τους εκλέγονταν κατά κανόνα είτε μεσαία τεχνικά στελέχη, είτε ειδικευμένοι εργάτες. Τόσο η έκταση των αρμοδιοτήτων των συμβουλίων όσο και ο βαθμός επιτυχίας του εγχειρήματος ποίκιλλε φυσικά από εργοστάσιο σε εργοστάσιο.
Η πρώτη μετεπαναστατική κυβέρνηση (του «μετριοπαθούς» Μεχντί Μπαζαργκάν) κράτησε στάση απόλυτα εχθρική: μετά την ανατροπή της δυναστείας των Παχλεβί, διακήρυσσαν τα στελέχη της, τα εργατικά συμβούλια δεν είχαν πια κανέναν λόγο ύπαρξης. Σε υπεράσπιση του νέου θεσμού έσπευσαν, ωστόσο, όχι μόνο οι οργανώσεις της αριστεράς (που, με εξαίρεση τους ορθόδοξους κομμουνιστές του «Τουντέχ», έβλεπαν σε αυτόν το πρόπλασμα της επερχόμενης κοινωνικής επανάστασης), αλλά ακόμη και στελέχη της ισλαμικής δεξιάς. Ο δε Χομεϊνί απέφυγε διακριτικά να πάρει οποιαδήποτε δημόσια θέση για το ζήτημα.
*Η καταστολή της αριστεράς τον Αύγουστο του 1979 και η πτώση του Μπαζαργκάν τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς σηματοδοτούν το πέρασμα στη δεύτερη φάση, με τον διορισμό διοικήσεων στις «αδέσποτες» και λοιπές κρατικοποιημένες επιχειρήσεις, τη διάλυση των εκλεγμένων συμβουλίων και την αντικατάστασή τους από «ισλαμικά συμβούλια».
Τα καινούρια αυτά σώματα αποτελούνταν από εκπροσώπους των εργαζομένων, της διοίκησης και του υπουργείου Εργασίας, σε συμβουλευτικό ρόλο. Η ανάκτηση του ελέγχου ολοκληρώθηκε με τη σύσταση «Ισλαμικών Ενώσεων», την εγκατάσταση ιεροκηρύκων στα εργοστάσια, και την επιβολή αναγκαστικής προσευχής στους εργάτες. Καθήκον τους; Ο έλεγχος της πολιτικής και συνδικαλιστικής δραστηριότητας εκεί.
*Η τρίτη τομή ήρθε το καλοκαίρι του 1981, με την αιματηρή εξολόθρευση της μαρξιστικής και ισλαμικής αριστεράς, την περικοπή των ονομαστικών μισθών, τη στρατιωτικοποίηση της βιομηχανίας και την επιβολή πλήρους κυριαρχίας της νέας διευθυντικής τάξης. Μετά τα εκλεγμένα εργατικά συμβούλια, ήρθε η σειρά (και) των «ισλαμικών» να τεθούν εκτός νόμου. «Το ισλάμ δεν αναγνωρίζει κανένα σύστημα συμβουλίων», εξήγησε με αφοπλιστική σαφήνεια ο νέος υπουργός Εργασίας, Ταβακουλί. «Η διακυβέρνηση ανήκει στον Θεό, τους προφήτες και τους ιμάμηδες». Δεδομένου δε ότι ούτε ο Αλλάχ ούτε οι προφήτες εκδήλωσαν ποτέ κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το μάνατζμεντ, εξυπακούεται πως αυτό ασκείται αποκλειστικά από τους επί γης εκπροσώπους τους. Και τον επιχειρηματικό περίγυρό τους.
Εκτύπωση σελίδαςΑποστολή με Email
Πώς γεννιέται η ξενοφοβία
Από τον ΘΑΝΑΣΗ ΓΙΑΛΚΕΤΣΗ
Ζούμε σε μια κοινωνία στην οποία αισθανόμαστε συχνά ότι απειλούμαστε. Η παγκοσμιοποίηση, οι φυσικές καταστροφές, η οικονομική κρίση, οι δυσκολίες της καθημερινής ζωής μάς δημιουργούν την αίσθηση ότι δεν τα καταφέρνουμε πλέον να αντιμετώπισουμε απειλές που είναι συχνά απρόβλεπτες. Αισθανόμαστε ανυπεράσπιστοι και ανίκανοι να δράσουμε, και συνεπώς φοβόμαστε. Είναι ένας ακαθόριστος φόβος τον οποίο μεταφέρουμε κυρίως στους ξένους».
Ο Αλέν Τουρέν μιλάει στον Φάμπιο Γκαμπάρο, ανταποκριτή της ιταλικής «La Repubblica» στο Παρίσι.
Ο γάλλος κοινωνιολόγος εξηγεί το φαινόμενο της ξενοφοβίας ως αντίδραση που αποκαλύπτει τις αντιφάσεις μιας όλο και πιο κατακερματισμένης και ανασφαλούς κοινωνίας: «Μέσα από την ξενοφοβία εκδηλώνεται ο φόβος για όποιον είναι διαφορετικός από μας όχι μόνο στη φυσική του μορφή, αλλά και στην κουλτούρα, τη θρησκεία ή τους τρόπους ζωής.
»Τα χαρακτηριστικά του άλλου, ωστόσο, είναι μόνον ένα πρόσχημα, για να μπορούμε να προβάλλουμε πάνω του τις δικές μας αγωνίες. Απορρίπτοντας τον άλλον για το ένα ή το ένα άλλο χαρακτηριστικό του, η ξενοφοβία θέτει σε κίνηση μια δυναμική η οποία φτάνει ακόμα και να αρνείται την ανθρωπιά του άλλου, χαρακτηρίζοντάς τον μη ανθρώπινο, επειδή είναι διαφορετικός από μας. Η απανθρωποποίηση του άλλου είναι μια από τις χειρότερες συνέπειες της ξενοφοβίας. Για τον ξενόφοβο γίνεται αδύνατο να ζήσει μαζί με τους άλλους, απέναντι στους οποίους λειτουργεί ένα αληθινό ταμπού. Οι άλλοι γίνονται αντιληπτοί ως ακάθαρτοι. Η παρουσία τους απειλεί την καθαρότητα μιας εξιδανικευμένης κοινότητας, η οποία επομένως πρέπει και να προστατευτεί.
»Με αυτόν τον τρόπο γεννιέται ο απόλυτος ξένος, που γίνεται παγκόσμια απειλή απέναντι στην οποία πρέπει να αμυνθούμε. Ωθούμενος ώς τις ακραίες συνέπειές του, ένας τέτοιος συλλογισμός παράγει τον ρατσισμό, δηλαδή την πιο ακραία μορφή της ξενοφοβίας. Φυσικά, όποιος είναι ξενόφοβος κινείται πάντοτε σε ένα γενικό επίπεδο, στιγματίζοντας μιαν ολόκληρη κοινότητα, έστω και αν σε προσωπικό επίπεδο θα έχει έναν άραβα, σενεγαλέζο ή ρουμάνο φίλο, για να τον επιδεικνύει απορρίποντας κάθε κατηγορία για ξενοφοβία εναντίον του ιδίου.
»Η αύξηση της ξενοφοβίας είναι μια ανησυχητική ένδειξη για την κοινωνία μας. Βέβαια, αν εξετάσουμε το ζήτημα σε μιαν ιστορική προοπτική, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι η ιστορία του κόσμου κυριαρχήθηκε συχνά από την απόρριψη των άλλων, των "βαρβάρων", των διαφορετικών.
»Στο παρελθόν υπήρξαν πολύ χειρότερες καταστάσεις από τις σημερινές, όπως, για παράδειγμα, εκείνες που γεννήθηκαν από τη μεταχείριση των δούλων και από την αποικιοκρατία. Σήμερα ωστόσο, έπειτα από μια μακρά περίοδο κατά την οποία η ξενοφοβία φαινόταν βαθμιαία να υποχωρεί, μου φαίνεται ότι επιστρέφει και μας γυρίζει πίσω στη βαρβαρότητα.
»Για να κατανοήσουμε τις αιτίες αυτής της εξέλιξης, πρέπει να πάρουμε υπόψη μας ότι ζούμε σε μια κοινωνία πιο ανοιχτή και πιο κινητική, στην οποία οι επαφές ανάμεσα σε διαφορετικούς πληθυσμούς είναι πιο εύκολες και αυξάνονται διαρκώς. Είναι μια κατάσταση που παράγει αντιφατικές συνέπειες. Πλάι στο άνοιγμα και στη διαθεσιμότητα εκδηλώνεται και η επίταση της ανησυχίας, που τροφοδοτεί την απόρριψη των άλλων. Οταν όμως αντιμετωπίζεται εχθρικά και απορρίπτεται μια ολόκληρη κοινότητα, καταλήγει να αναδιπλώνεται στον εαυτό της και να βυθίζεται στη μνησικακία. Η πτώση στον κοινοτισμό και η ξενοφοβία διαπλέκονται στενά.
»Η ξενοφοβία, βέβαια, γεννιέται και από μια κρίση ταυτότητας, αλλά δεν ενισχύουμε την ταυτότητά μας καταπολεμώντας όποιον είναι διαφορετικός. Αντίθετα, η επίγνωση της ταυτότητάς μας μεγαλώνει μέσα από το διάλογο με τον άλλον που διαφέρει από μας. Σε κάθε περίπτωση, είναι αλήθεια ότι η ξενοφοβία γεννιέται όταν μια ταυτότητα αισθάνεται ότι κινδυνεύει από απειλές που δεν είναι άμεσα αναγνωρίσιμες. Η παγκοσμιοποίηση, εκτός του ότι θέτει υπό αμφισβήτηση την ταυτότητά μας, απειλεί και την ικανότητά μας για δράση. Ολο και πιο συχνά αισθανόμαστε ανήμποροι και ανίσχυροι. Σε ορισμένες καταστάσεις, όπως έχει υπογραμμίσει ο κοινωνιολόγος Αλέν Ερενμπέργκ, βρισκόμαστε μπροστά σε μια αληθινή κατάρρευση του εγώ. Τότε γίνεται εύκολο να φορτώσουμε την ευθύνη γι' αυτή την κατάσταση σε κάποιον άλλον, ο οποίος είναι αναγνωρίσιμος από το ένα ή το άλλο ειδικό του γνώρισμα. Η αόριστη και ασύλληπτη απειλή μπορεί έτσι να εντοπιστεί και επομένως μπορεί να αποκρουστεί πιο εύκολα. Είναι η δυναμική του αποδιοπομπαίου τράγου.
»Σήμερα η αριστερά κατηγορείται συχνά ότι είναι υπερβολικά ενδοτική απέναντι στους μετανάστες. Προσωπικά δεν πιστεύω ότι αυτό είναι αληθινό. Απλώς προσπαθεί να αντισταθεί σε έναν κυρίαρχο λόγο, ο οποίος χρησιμοποιεί το θέμα της ασφάλειας για να δικαιολογήσει μια ξενόφοβη λογική.
»Φυσικά, η ασφάλεια είναι δικαίωμα όλων, το οποίο πρέπει να είναι εγγυημένο, ιδίως στο πιο αδύναμο τμήμα του πληθυσμού. Δεν πρέπει, ωστόσο, να πέφτουμε στη δημαγωγία, καθιστώντας υπεύθυνες για τις δυσκολίες μας ολόκληρες ομάδες ανθρώπων. Σήμερα όλες οι στατιστικές μάς λένε ότι η εγκληματικότητα είναι έργο κυρίως νέων μη μεταναστών. Η εγκληματική απειλή, επομένως, έρχεται από το εσωτερικό της χώρας και όχι από το εξωτερικό. Δεν είναι οι μετανάστες, που ζουν μέσα στην ανασφάλεια, εκείνοι που απειλούν την ασφάλειά μας. Χρειάζεται να συνεχίζουμε να το επαναλαμβάνουμε και να προσπαθούμε να επεξαργαζόμαστε πολιτικές ικανές να συνδυάζουν φιλοξενία των άλλων και δικαίωμα στην ασφάλεια».
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 5/6/2009
Ζούμε σε μια κοινωνία στην οποία αισθανόμαστε συχνά ότι απειλούμαστε. Η παγκοσμιοποίηση, οι φυσικές καταστροφές, η οικονομική κρίση, οι δυσκολίες της καθημερινής ζωής μάς δημιουργούν την αίσθηση ότι δεν τα καταφέρνουμε πλέον να αντιμετώπισουμε απειλές που είναι συχνά απρόβλεπτες. Αισθανόμαστε ανυπεράσπιστοι και ανίκανοι να δράσουμε, και συνεπώς φοβόμαστε. Είναι ένας ακαθόριστος φόβος τον οποίο μεταφέρουμε κυρίως στους ξένους».
Ο Αλέν Τουρέν μιλάει στον Φάμπιο Γκαμπάρο, ανταποκριτή της ιταλικής «La Repubblica» στο Παρίσι.
Ο γάλλος κοινωνιολόγος εξηγεί το φαινόμενο της ξενοφοβίας ως αντίδραση που αποκαλύπτει τις αντιφάσεις μιας όλο και πιο κατακερματισμένης και ανασφαλούς κοινωνίας: «Μέσα από την ξενοφοβία εκδηλώνεται ο φόβος για όποιον είναι διαφορετικός από μας όχι μόνο στη φυσική του μορφή, αλλά και στην κουλτούρα, τη θρησκεία ή τους τρόπους ζωής.
»Τα χαρακτηριστικά του άλλου, ωστόσο, είναι μόνον ένα πρόσχημα, για να μπορούμε να προβάλλουμε πάνω του τις δικές μας αγωνίες. Απορρίπτοντας τον άλλον για το ένα ή το ένα άλλο χαρακτηριστικό του, η ξενοφοβία θέτει σε κίνηση μια δυναμική η οποία φτάνει ακόμα και να αρνείται την ανθρωπιά του άλλου, χαρακτηρίζοντάς τον μη ανθρώπινο, επειδή είναι διαφορετικός από μας. Η απανθρωποποίηση του άλλου είναι μια από τις χειρότερες συνέπειες της ξενοφοβίας. Για τον ξενόφοβο γίνεται αδύνατο να ζήσει μαζί με τους άλλους, απέναντι στους οποίους λειτουργεί ένα αληθινό ταμπού. Οι άλλοι γίνονται αντιληπτοί ως ακάθαρτοι. Η παρουσία τους απειλεί την καθαρότητα μιας εξιδανικευμένης κοινότητας, η οποία επομένως πρέπει και να προστατευτεί.
»Με αυτόν τον τρόπο γεννιέται ο απόλυτος ξένος, που γίνεται παγκόσμια απειλή απέναντι στην οποία πρέπει να αμυνθούμε. Ωθούμενος ώς τις ακραίες συνέπειές του, ένας τέτοιος συλλογισμός παράγει τον ρατσισμό, δηλαδή την πιο ακραία μορφή της ξενοφοβίας. Φυσικά, όποιος είναι ξενόφοβος κινείται πάντοτε σε ένα γενικό επίπεδο, στιγματίζοντας μιαν ολόκληρη κοινότητα, έστω και αν σε προσωπικό επίπεδο θα έχει έναν άραβα, σενεγαλέζο ή ρουμάνο φίλο, για να τον επιδεικνύει απορρίποντας κάθε κατηγορία για ξενοφοβία εναντίον του ιδίου.
»Η αύξηση της ξενοφοβίας είναι μια ανησυχητική ένδειξη για την κοινωνία μας. Βέβαια, αν εξετάσουμε το ζήτημα σε μιαν ιστορική προοπτική, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι η ιστορία του κόσμου κυριαρχήθηκε συχνά από την απόρριψη των άλλων, των "βαρβάρων", των διαφορετικών.
»Στο παρελθόν υπήρξαν πολύ χειρότερες καταστάσεις από τις σημερινές, όπως, για παράδειγμα, εκείνες που γεννήθηκαν από τη μεταχείριση των δούλων και από την αποικιοκρατία. Σήμερα ωστόσο, έπειτα από μια μακρά περίοδο κατά την οποία η ξενοφοβία φαινόταν βαθμιαία να υποχωρεί, μου φαίνεται ότι επιστρέφει και μας γυρίζει πίσω στη βαρβαρότητα.
»Για να κατανοήσουμε τις αιτίες αυτής της εξέλιξης, πρέπει να πάρουμε υπόψη μας ότι ζούμε σε μια κοινωνία πιο ανοιχτή και πιο κινητική, στην οποία οι επαφές ανάμεσα σε διαφορετικούς πληθυσμούς είναι πιο εύκολες και αυξάνονται διαρκώς. Είναι μια κατάσταση που παράγει αντιφατικές συνέπειες. Πλάι στο άνοιγμα και στη διαθεσιμότητα εκδηλώνεται και η επίταση της ανησυχίας, που τροφοδοτεί την απόρριψη των άλλων. Οταν όμως αντιμετωπίζεται εχθρικά και απορρίπτεται μια ολόκληρη κοινότητα, καταλήγει να αναδιπλώνεται στον εαυτό της και να βυθίζεται στη μνησικακία. Η πτώση στον κοινοτισμό και η ξενοφοβία διαπλέκονται στενά.
»Η ξενοφοβία, βέβαια, γεννιέται και από μια κρίση ταυτότητας, αλλά δεν ενισχύουμε την ταυτότητά μας καταπολεμώντας όποιον είναι διαφορετικός. Αντίθετα, η επίγνωση της ταυτότητάς μας μεγαλώνει μέσα από το διάλογο με τον άλλον που διαφέρει από μας. Σε κάθε περίπτωση, είναι αλήθεια ότι η ξενοφοβία γεννιέται όταν μια ταυτότητα αισθάνεται ότι κινδυνεύει από απειλές που δεν είναι άμεσα αναγνωρίσιμες. Η παγκοσμιοποίηση, εκτός του ότι θέτει υπό αμφισβήτηση την ταυτότητά μας, απειλεί και την ικανότητά μας για δράση. Ολο και πιο συχνά αισθανόμαστε ανήμποροι και ανίσχυροι. Σε ορισμένες καταστάσεις, όπως έχει υπογραμμίσει ο κοινωνιολόγος Αλέν Ερενμπέργκ, βρισκόμαστε μπροστά σε μια αληθινή κατάρρευση του εγώ. Τότε γίνεται εύκολο να φορτώσουμε την ευθύνη γι' αυτή την κατάσταση σε κάποιον άλλον, ο οποίος είναι αναγνωρίσιμος από το ένα ή το άλλο ειδικό του γνώρισμα. Η αόριστη και ασύλληπτη απειλή μπορεί έτσι να εντοπιστεί και επομένως μπορεί να αποκρουστεί πιο εύκολα. Είναι η δυναμική του αποδιοπομπαίου τράγου.
»Σήμερα η αριστερά κατηγορείται συχνά ότι είναι υπερβολικά ενδοτική απέναντι στους μετανάστες. Προσωπικά δεν πιστεύω ότι αυτό είναι αληθινό. Απλώς προσπαθεί να αντισταθεί σε έναν κυρίαρχο λόγο, ο οποίος χρησιμοποιεί το θέμα της ασφάλειας για να δικαιολογήσει μια ξενόφοβη λογική.
»Φυσικά, η ασφάλεια είναι δικαίωμα όλων, το οποίο πρέπει να είναι εγγυημένο, ιδίως στο πιο αδύναμο τμήμα του πληθυσμού. Δεν πρέπει, ωστόσο, να πέφτουμε στη δημαγωγία, καθιστώντας υπεύθυνες για τις δυσκολίες μας ολόκληρες ομάδες ανθρώπων. Σήμερα όλες οι στατιστικές μάς λένε ότι η εγκληματικότητα είναι έργο κυρίως νέων μη μεταναστών. Η εγκληματική απειλή, επομένως, έρχεται από το εσωτερικό της χώρας και όχι από το εξωτερικό. Δεν είναι οι μετανάστες, που ζουν μέσα στην ανασφάλεια, εκείνοι που απειλούν την ασφάλειά μας. Χρειάζεται να συνεχίζουμε να το επαναλαμβάνουμε και να προσπαθούμε να επεξαργαζόμαστε πολιτικές ικανές να συνδυάζουν φιλοξενία των άλλων και δικαίωμα στην ασφάλεια».
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 5/6/2009
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)