Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2012

Δημόσιο χωρίς «δήμο»

Του Αριστου Δοξιαδη*
Οποιος έχει ασχοληθεί, γνωρίζει το παράδοξο του κοινωνικού κράτους στην Ελλάδα. Ενώ οι δημόσιες δαπάνες για παιδεία, υγεία και συντάξεις ήταν σχετικά υψηλές, το κοινωνικό τους αποτέλεσμα ήταν απαράδεκτα χαμηλό. Το σύστημα συντάξεων είχε την παγκόσμια πρωτοτυπία να ανακατανέμει το εισόδημα προς τα πάνω. Το δημόσιο σχολείο, με σχεδόν την υψηλότερη αναλογία δασκάλων προς μαθητές στην Ε.Ε., είχε σχεδόν τις χειρότερες επιδόσεις στις διεθνείς εξετάσεις PISA. Στο σύστημα υγείας, οι ανισότητες στην πρόσβαση ήταν τριτοκοσμικού επιπέδου.
Η αιτία είναι ότι δεν υπήρχαν ισχυροί παίκτες να υπερασπιστούν την ποιότητα και την ισότητα των παροχών. Αυτό είναι επίσης παράδοξο. Η μεγάλη πλειονότητα των πολιτικών και των πολιτών, διαχρονικά, ομνύουν στη δημόσια παιδεία και στην κοινωνική ασφάλιση. Οσοι, ελάχιστοι, προτείνουν μικρότερο κοινωνικό κράτος με αυξημένο ρόλο της αγοράς, θεωρούνται από γραφικοί ως ανάλγητοι. Υπήρχαν λοιπόν πολλοί ισχυροί που υπερασπίζονταν το ύψος των κοινωνικών δαπανών και τον αριθμό των απασχολούμενων στις υπηρεσίες. Δεν νοιάζονταν όμως για το αποτέλεσμα.
Ο κύριος λόγος, πιστεύω, βρίσκεται στη συμπεριφορά των ελίτ. Δεν εννοώ τους πολύ πλούσιους, οι οποίοι σε κάθε κοινωνία επιλέγουν ιδιωτικές λύσεις για σχολεία, πανεπιστήμια και γιατρούς. Εννοώ τους πολιτικούς και άλλες ομάδες που διαμορφώνουν τον δημόσιο λόγο, έχουν ιδιαίτερη πρόσβαση στην πολιτική εξουσία και ασκούν οι ίδιοι καθημερινή εξουσία στις ζωές των πολλών: δημοσιογράφοι, δικηγόροι, πανεπιστημιακοί, μηχανικοί, κ.ά., αλλά και η «εργατική αριστοκρατία» που ελέγχει τις συλλογικές διαπραγματεύσεις. Είναι, σε γενικές γραμμές, αυτοί που ο Γκράμσι ονόμαζε οργανικούς διανοούμενους.
Σε χώρες με καλό κοινωνικό κράτος, η πλειονότητα αυτών των ομάδων έχουν ταυτίσει τις προσωπικές τους τύχες με το μεγάλο πλήθος των εργαζομένων και των αδύναμων που ωφελούνται από αυτό. Στέλνουν τα παιδιά τους στο δημόσιο σχολείο, πηγαίνουν στο δημόσιο νοσοκομείο, παίρνουν σύνταξη με τους ίδιους κανόνες όπως όλοι οι άλλοι.
Ενώ εδώ, στη χώρα της υποκρισίας, όλες αυτές οι ομάδες διεκδικούσαν και πετύχαιναν εξαιρέσεις μέσα στο κοινωνικό κράτος, ή επέλεγαν ιδιωτικές λύσεις. Τα ευγενή επαγγέλματα είχαν τα δικά τους ταμεία, προνομιούχα και επιχορηγούμενα με ειδικούς πόρους. Είχαν ιδιαίτερες συμβάσεις με ιατρούς και κλινικές.
Οσο μεγαλύτερος ήταν ο σαματάς για τις χαμηλές συντάξεις «πείνας», τόσο μεγάλωναν οι ψηλότερες, με ρυθμίσεις και επιδόματα που δεν ωφελούσαν τους φτωχούς. Διαχρονικά οι ελίτ διεκδικούσαν υψηλές κοινωνικές δαπάνες, αλλά φρόντιζαν να παίρνουν από αυτές τη μερίδα του λέοντος.
Στην παιδεία, οι αντικαπιταλιστές πολιτικοί στέλνουν τα παιδιά τους στα καλά ιδιωτικά σχολεία, και οι περισσότεροι δημοσιογράφοι τους δικαιολογούν - ενώ στη Βρετανία έγινε σάλος όταν μια πρώην υπουργός Παιδείας των Εργατικών έστειλε τον δυσλεκτικό γιο της σε ειδικό ιδιωτικό σχολείο. Οι πανεπιστημιακοί που με πάθος αγωνίζονται για να μην αλλάξει το άθλιο ελληνικό πανεπιστήμιο φοίτησαν οι ίδιοι στο LSE, στέλνουν το παιδί τους στην Οξφόρδη, και κανένας δεν εξεγείρεται γι’ αυτήν την αντίφαση.
Η συμπεριφορά των «οργανικών διανοουμένων» έχει επίπτωση στις επιλογές που κάνουν οι υπόλοιποι πολίτες όταν μπορούν. Το παιδί θα πάει στο φροντιστήριο για τα αγγλικά και ίσως θα ετοιμαστεί με ιδιαίτερα για τις πανελλαδικές. Τον γιατρό θέλει να τον διαλέξει ο ίδιος ο ασθενής, και δεν θα δεχθεί κανόνες που κατανέμουν αυτόματα τις περιπτώσεις. Είναι λογικές αυτές οι επιλογές όταν τα δημόσια σχολεία και ιατρεία είναι τόσο ανεπαρκή. Δεν παύουν όμως να δηλώνουν μια απάθεια για τα κοινά, μια μοιρολατρική σχεδόν αντίληψη ότι δεν μπορεί κανείς να τα βελτιώσει με συλλογική δράση. Ετσι αντί να διεκδικούν καλύτερες μεθόδους διδασκαλίας και κυρώσεις για τους ανεπαρκείς δασκάλους, οι γονείς σιωπούν, πληρώνουν φροντιστήρια, και μερικοί ξεσπάνε στην τρόικα.
Καταλήξαμε να έχουμε ένα μεγάλο Δημόσιο, χωρίς όμως τον αντίστοιχο «δήμο» όπου να συζητιούνται προβλήματα και απαντήσεις και να παίρνονται αποφάσεις γενικής εφαρμογής. Αντί για δήμο έχουμε ιδιωτικές και συντεχνιακές λύσεις. Ακόμα και στο ΙΚΑ, που είναι γενικός και όχι συντεχνιακός φορέας, δεν έχει νόημα η συζήτηση για το γενικό όριο ηλικίας, αφού μόνο το 15% των συνταξιούχων βγαίνει με αυτό το όριο - τόσες πολλές είναι οι εξαιρέσεις.
Εγραφα σε προηγούμενο κείμενο ότι πρέπει να αναζητήσουμε τη σιωπηρή συναίνεση στη βάση της κοινωνίας για να σκεφτούμε πώς θα πορευτούμε. Η συναίνεση για το κοινωνικό κράτος ώς τώρα ήταν περίπου η εξής: να είναι μεγάλο, αλλά χωρίς γενικούς και αυστηρούς κανόνες, ώστε να μπορούν μερικοί να ωφεληθούν από εξαιρέσεις, αν βρουν τρόπο νομότυπο ή και παράνομο. Το κράτος των εξαιρέσεων έφτασε στο αδιέξοδο. Πώς μπορεί να αναμορφωθεί, απηχώντας όμως μια ευρεία συναίνεση;
Ενα μέρος της απάντησης το δίνει η τρόικα: ενοποιήστε φορείς και ταμεία, για να υπάρχουν γενικοί κανόνες και στοιχειώδης προγραμματισμός, που είναι προαπαιτούμενα του δημοκρατικού ελέγχου. Προσθέτω εγώ: και για να έχουν οι ελίτ συμφέρον να τα βελτιώσουν για όλους.
Την υπόλοιπη απάντηση πρέπει να τη δώσουν οι οργανικοί διανοούμενοι. Είτε μερικοί από τους παλαιότερους, αν έχουν καταλάβει τι έγινε, είτε ένας νέος τύπος που γεννιέται τώρα στις ομάδες ακτιβιστών και στα κοινωνικά δίκτυα. Σε ποια κατεύθυνση, και με ποιες προϋποθέσεις, μένει για επόμενο άρθρο.
*Ο κ. Αρίστος Δοξιάδης είναι οικονομολόγος και στέλεχος εταιρείας venture capital.

Μια πόλη παλίμψηστο

Την ιστορία της Θεσσαλονίκης μπορεί κάποιος να τη δει με τον παλαιό σχολικό τρόπο ως ολοκλήρωση της εθνικής επικράτειας από δύο χαρισματικούς ηγέτες, τον Βενιζέλο και τον Κωνσταντίνο, μπορεί όμως και να τη δει στο πλαίσιο των αλλαγών που αναδιοργάνωσαν τη μισή Ευρώπη, διαλύοντας τρεις αυτοκρατορίες, δημιουργώντας πολλά νέα κράτη, ακόμη περισσότερες μειονότητες και μερικά εκατομμύρια προσφύγων, ανάμεσά τους και οι δικοί μας του 1922. Στον στρόβιλο αυτό, που συνεχίστηκε με τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, πολλές πόλεις άλλαξαν επικυρίαρχους, όνομα και πληθυσμό. Μια από αυτές είναι η Θεσσαλονίκη.
Υπήρξε μια τυπική ανατολίτικη και κοσμοπολίτικη, πολυεθνική και πολυθρησκευτική πόλη στις αρχές του αιώνα, που κυριολεκτικά μεταστοιχειώθηκε. Στον 20ό αιώνα η πόλη έμοιαζε με παλίμψηστο. Καθώς σβηνόταν το παλιό κείμενο, γραφόταν πάνω ένα καινούργιο. Χάνοντας μία-μία τις μεγάλες και μικρές κοινότητές της δεν έχανε μόνο ανθρώπους. Εχανε τρόπους ζωής, γειτονιές, στέκια, γλώσσες, έντυπα, κουλτούρες. Και πάνω στα παλιά ίχνη έρχονταν νέοι άνθρωποι, νέες κοινότητες και έγραφαν τον δικό τους πολιτισμό, και άφηναν τα δικά τους ίχνη. Στους δύο πολέμους χάθηκε ο εβραϊκός πληθυσμός της πόλης και την εγκατέλειψαν ο μουσουλμανικός και ο σλαβικός πληθυσμός της. Σβήστηκε η παρουσία τους στον χώρο, η γλώσσα τους, ο πολιτισμός τους. Ηλθαν άλλοι, οι πρόσφυγες της Μικρασίας, της Θράκης και του Πόντου, και έκαναν τις δικές τους γειτονιές. Στα μεταπολεμικά χρόνια ήρθαν οι εσωτερικοί πρόσφυγες από τα χωριά που δοκιμάστηκαν από τον Εμφύλιο. Και εκεί που η πόλη από πολυεθνική έγινε μονοεθνική, έφτασαν μετά το 1989 καινούργιοι πρόσφυγες, και την έκαναν ξανά πολυεθνική, φέρνοντας μαζί τον τρόπο της ζωής τους, τη γλώσσα τους και τις συνήθειές τους. Πάνω στο σώμα της πόλης γράφηκαν νέα ονόματα, ακούστηκαν νέοι ήχοι, μύρισαν καινούργια φαγητά.
Οι μεταστοιχειώσεις αυτές της πόλης συντελέστηκαν σε όλα τα πεδία. Στο παραγωγικό, στο πολιτικό και στο πολιτισμικό. Καθώς άλλαξε η κοινωνική σύνθεση του πληθυσμού, άλλαξε εν τέλει και η πολιτική φυσιογνωμία της πόλης.
Η Θεσσαλονίκη ήταν μια πόλη που τη χαρακτήριζε η πόλωση, την οποία την ενίσχυαν και ο πολυεθνικός της χαρακτήρας αλλά και το γεγονός ότι βρισκόταν κοντά στα σύνορα, σε περιοχές μήλον της Εριδος ανάμεσα σε γειτονικά κράτη, σε περιοχές πεδία του Εμφυλίου Πολέμου, στη γραμμή του Ψυχρού Πολέμου που δίχαζε την Ευρώπη και τον κόσμο. Η Θεσσαλονίκη επομένως είχε ισχυρή Αριστερά και μια ισχυρή Δεξιά, με ακραίες προεκτάσεις.
Η Αριστερά είχε τις ρίζες της στους εβραίους Σοσιαλιστές της Φεντερασιόν, στους καπνεργάτες, στους πρόσφυγες. Τρεφόταν από μια εργατική κουλτούρα που στη Θεσσαλονίκη είχε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, καθώς και από το Πανεπιστήμιο με τις προοδευτικές για την εποχή παραδόσεις και το φοιτητικό του κίνημα. Είχε τα συνδικάτα της, τις «κόκκινες» συνοικίες της, τους δημάρχους της, τους ποιητές και τη λογοτεχνία της, τα σύμβολά της, τα ανθρώπινα και οικογενειακά δίκτυα αλληλεγγύης. Υπήρχε μια διανοούμενη Θεσσαλονίκη η οποία επειδή ήταν μακριά από τα αθηναϊκά κέντρα εξουσίας ήταν πιο ανεξάρτητη, πιο κριτική, λιγότερο βιαστική, επικοινωνούσε χωρίς ενδιαμέσους με τα μεγάλα διεθνή ρεύματα. Ο κόσμος αυτός συγκροτούσε έναν πολιτισμό. Εναν πολιτισμό καθημερινό, που οριζόταν στον χώρο από διαδρομές και στέκια (καφενεία, ταβέρνες, βιβλιοπωλεία), και στον χρόνο από τις τακτικές εβδομαδιαίες συναντήσεις της παρέας και τις πολιτικές ή λογοτεχνικές εκδηλώσεις.
Η Δεξιά είχε τις καταβολές της στις εθνοτικές συγκρούσεις που κληροδότησαν οι Βαλκανικοί πόλεμοι, αλλά και στις φασίζουσες οργανώσεις του Μεσοπολέμου. Στη μεταπολεμική περίοδο επιβίωσαν πολιτικά ή παραπολιτικά μορφώματα που δημιουργήθηκαν στην Κατοχή, σε συνεργασία με τις κατοχικές αρχές, τα οποία έλαβαν μέρος στη νομή των εβραϊκών περιουσιών (άλλο ένα απαραβίαστο κεφάλαιο στην ιστορία των μεταπολεμικών οικονομικών ελίτ της πόλης). Αυτά τα μορφώματα επιβίωσαν παρασιτώντας στις επίσημες δομές της πολιτικής ζωής στα μετεμφυλιακά χρόνια δημιουργώντας μαζί με αυτές ένα εκρηκτικό μείγμα διακυβέρνησης το οποίο σε δύο δεκαετίες συσσώρευσε πέντε πολιτικές δολοφονίες (Γιάννης Ζεύγος, Τζορτζ Πολκ, Γρηγόρης Λαμπράκης, Γιάννης Χαλκίδης, Γιώργος Τσαρουχάς). Πέντε δολοφονίες, από τους οποίους δύο βουλευτές, σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα, δημιουργούν στίγμα για την πόλη. Αυτή ήταν η Θεσσαλονίκη των πολιτικών δολοφονιών.
Η πόλη υπέστη επίσης και τις συνέπειες των αλλαγών στα Βαλκάνια, τόσο με την υπόθεση του ονόματος της Μακεδονίας όσο και με την καινούργια μετανάστευση από τις πρώην ανατολικές χώρες. Μετά το 1990 η ονοματολογία απορρόφησε τόσο πολύ τη δυναμική της πόλης ώστε η ιδιαίτερη προσωπικότητά της διαλύθηκε σε έναν νέο εθνικισμό. Πρόκειται για ένα μείγμα αναφορών σε στρατιωτικά κατορθώματα του παρελθόντος και στην Εκκλησία, το οποίο συγκροτεί τη δομή και την αισθητική της τυπικά βαλκανικής παραλλαγής εθνικισμού: αυτού του τύπου τον εθνικισμό μπορεί να τον συναντήσει κάποιος σε όλες τις γειτονικές βαλκανικές χώρες. Μια ιδεολογία που έγινε το εξαγνιστήριο λουτρό για να ξαναμπούν στη δημόσια σφαίρα άνθρωποι και ιδέες εξοβελισμένες από την εποχή της δικτατορίας. Το παλαιό πολύπαθο πρόσωπο της πόλης χάνεται κάτω από μια νέα ρητορεία. Η συζήτηση για τις ταυτότητες επισκίασε τις πολλαπλές ταυτότητες της πόλης. Κυρίως επισκίασε τη συζήτηση για το μέλλον. Παρ' όλα αυτά η πόλη σκιρτά. Η κρίση δημιουργεί δίκτυα αλληλεγγύης, κοινότητες προβληματισμού. Γίνονται πρωτοποριακά πράγματα στην τέχνη και στα μουσεία, και αυτά αντισταθμίζουν ως έναν βαθμό την επίσημη ομοιομορφία. Αυτοί είναι οι πυρήνες μιας «άλλης» Θεσσαλονίκης, δημιουργικής, στοιχεία ενός δυνητικά νέου προσώπου της πόλης.

Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Το βαρύ τίμημα του φασισμού

Ο εορτασμός ιστορικών επετείων συνδέεται ευθέως και με σαφήνεια με ένα καθήκον μνήμης, την ανάγκη υπενθύμισης στην κοινωνία, και κυρίως στις νεότερες γενιές, ενός κοινού παρελθόντος, με διδακτικούς στόχους. «Να μην ξεχάσουμε» είναι η προτροπή που διατυπώνεται σταθερά σε κάθε επέτειο, όπως τον περασμένο μήνα για τα ενενήντα χρόνια της Μικρασιατικής Καταστροφής, με την υπενθύμιση ότι η μνήμη αποτελεί συστατικό της ταυτότητας και επομένως της επιβίωσης μιας ομάδας ή ενός έθνους.
Αραγε όμως εφαρμόζεται αυτό στην περίπτωση της εθνικής επετείου της 28ης Οκτωβρίου; Τι θυμόμαστε και, κυρίως, τι υπενθυμίζουμε με τον εορτασμό της επετείου; Τι διδάσκεται στο σχολείο; Ποια είναι η επικαιρότητα του ιστορικού μαθήματος για τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, την Κατοχή και την Αντίσταση στην Ελλάδα σήμερα;
Η πρώτη διαπίστωση που σχετικά εύκολα θα έκανε ένας εξωτερικός παρατηρητής είναι ότι η επέτειος αυτή έχει περιοριστεί στον εορτασμό του «ΟΧΙ» απέναντι στην ιταλική επίθεση, ως μιας πράξης εθνικής αξιοπρέπειας που προσιδιάζει στον χαρακτήρα των Ελλήνων ανά τους αιώνες, αποκομμένη από τα ιστορικά της συμφραζόμενα. Πρόκειται για την επέτειο ενός ιστορικού γεγονότος που έχει χάσει την ιστορικότητά του. Για λόγους που έχουν αναλυθεί αλλού, η Ελλάδα επέλεξε, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, να εορτάζει την έναρξη του πολέμου και όχι τη λήξη του. Η αυτολογοκρισία που επιβλήθηκε στην επίσημη Ιστορία με τη λήξη του Εμφυλίου, σε συνδυασμό με μια παράδοση σιωπών και λευκών σελίδων που χαρακτηρίζει εν γένει την εθνική Ιστορία, οδήγησε σε μια στρογγυλεμένη ερμηνεία της 28ης Οκτωβρίου. Οχι μόνο γιατί η Ομοσπονδιακή Γερμανία ήταν σύμμαχος στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, αλλά και γιατί οι ιδεολογικοί συγγενείς και οι συνεργάτες των κατακτητών απολάμβαναν ασυλία.
Το γεγονός ότι η περίοδος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου για την Ελλάδα δεν διδασκόταν (και κατά κανόνα δεν διδάσκεται ούτε σήμερα) και ότι η επέτειος της 28ης Οκτωβρίου αποϊδεολογικοποιήθηκε για να προβάλλει μόνο την εθνική και όχι την πολιτική σύγκρουση εξηγεί γιατί σήμερα η ιδεολογία του φασισμού και του ναζισμού με την οποία συγκρούστηκε η Ελλάδα του 1940 έχει απήχηση στην Ελλάδα του 2012 μέσω της Χρυσής Αυγής. Εμφανίζεται έτσι το οξύμωρο σχήμα να προβάλλεται ως «πατριωτική» η ιδεολογία που χαρακτήριζε τους γερμανούς κατακτητές και στην οποία στηρίχθηκε η αιματηρή βία της Κατοχής. Η κατάκτηση της Ελλάδας, οι εκτελέσεις και οι δολοφονίες αμάχων, η λεηλασία της παραγωγής και οι εκτοπισμοί, ήταν αποτέλεσμα μιας ιδεολογίας φυλετικής ανωτερότητας και καθαρότητας. Η πρωτοφανής άνοδος αυτής της ιδεολογίας στη σημερινή Ελλάδα καθιστά το καθήκον μνήμης επιβεβλημένο στη φετινή επέτειο.
Η Κατοχή υπήρξε ιδιαίτερα σκληρή για τον ελληνικό λαό: μέτρα καταστολής, αντίποινα, μαζικές εκτελέσεις, φυσική καταστροφή, πληθωρισμός, μαύρη αγορά, λεηλασία των οικονομικών πόρων της χώρας, κατάρρευση της εθνικής οικονομίας και φοβερός λιμός. Τον χειμώνα 1941-1942 υπολογίζεται ότι μόνο στην Αθήνα πέθαιναν κάθε μέρα 300 άνθρωποι. Ολέθρια υπήρξε η Κατοχή και για την τύχη των εβραίων της Ελλάδας. Μόνο το 17% των εβραίων που ζούσαν στην Ελλάδα πριν από τον πόλεμο επιβίωσε από τη ναζιστική κατοχή. Τον Οκτώβριο του 1944 ο γερμανικός στρατός θα εγκαταλείψει την Αθήνα, αφήνοντας πίσω του μια χώρα κατεστραμμένη και στα πρόθυρα εμφύλιας σύγκρουσης.
Παρά την ήττα του Χίτλερ και των συμμάχων του, ιδεολογίες που συνδέονται μαζί τους, όπως ο φασισμός, ο ρατσισμός και αντισημιτισμός, δεν πέθαναν το 1945, με το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Εξακολουθούν να επιβιώνουν και να αναβιώνουν σε διαφορετικά σημεία της ευρωπαϊκής ηπείρου, ιδιαίτερα μάλιστα σε μια συγκυρία σαν τη σημερινή, που πολλές χώρες δοκιμάζονται από την οικονομική κρίση. Η Ελλάδα, περισσότερο από όλες. Ωστόσο οι ιδεολογικοί απόγονοι του ναζισμού άλλοτε προβάλλουν και άλλοτε αποκρύπτουν τους δεσμούς τους με το Γ' Ράιχ και την πολιτική του.
Σε κάποιες περιπτώσεις λοιπόν, για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας, αποσυνδέονται τα συστατικά στοιχεία της ναζιστικής ιδεολογίας - σοβινισμός, φυλετισμός, βία, αντικοινοβουλευτισμός, αυταρχισμός, μιλιταρισμός, ολοκληρωτισμός - από το όνομά της, ώστε να μη συνδεθούν οι ιδεολογικοί της απόγονοι με την ιστορική τους μήτρα. Αυτή είναι και η τακτική της Χρυσής Αυγής. Επιχειρεί την ιδεολογική της νομιμοποίηση μέσω της επίκλησης της ελληνικής αρχαιότητας, αποσιωπώντας την πραγματική της προέλευση. Ο λόγος είναι προφανής: η Ελλάδα πολέμησε εναντίον της φασιστικής Ιταλίας, αντιστάθηκε εναντίον της ναζιστικής κατοχής και πλήρωσε βαρύ τίμημα σε υλικές απώλειες και ανθρώπινα θύματα. Δεν είναι πολιτικά επωφελές να παραδεχθεί κάποιος ότι συντάσσεται ιδεολογικά με τους κατακτητές της χώρας του, ιδιαιτέρως μάλιστα όταν προβάλλει «πατριωτικό» προφίλ.
Για τους λόγους αυτούς, το μάθημα Ιστορίας που προσφέρει η 28η Οκτωβρίου είναι κρίσιμο. Δάσκαλοι και καθηγητές έχουν σήμερα την ευκαιρία να εξηγήσουν στα παιδιά για ποια ιδανικά και εναντίον ποιας ιδεολογίας οι παππούδες τους έδωσαν τη ζωή τους, να τους δείξουν το αποτρόπαιο πρόσωπο του ναζισμού στα Καλάβρυτα και στο Δίστομο, καθώς και στα στρατόπεδα θανάτου του Αουσβιτς και της Τρεμπλίνκα, και να κάνουν τους μαθητές τους να αντιληφθούν ότι η χώρα τους υπήρξε ένα από τα τραγικά θύματα αυτής της ιδεολογίας που σήμερα αυτοπροβάλλεται ως «αντισυστημική» και ριζοσπαστική.

Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι καθηγήτρια Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Ευκαιρία για αναστοχασμό

Η ενσωμάτωση της Θεσσαλονίκης στο ελληνικό κράτος κατέχει μια εμβληματική θέση στη νεότερη ιστορία της χώρας. Μια σημαντική οθωμανική πόλη, αξιοζήλευτα τοποθετημένη ανάμεσα σε χερσαίους και θαλάσσιους δρόμους, κατοικημένη από μια πολυεπίπεδη και δραστήρια κοινωνία, προσέδωσε με την ενσωμάτωσή της ισχυρούς συμβολισμούς στην εθνική επέκταση των Ελλήνων. Ανήκε σε ζωτικούς για την εποχή χώρους όπως τα οθωμανικά εδάφη, τα Βαλκάνια, η Μακεδονία και ενίσχυσε την εθνική αυτοπεποίθηση για την επίτευξη των στόχων της Μεγάλης Ιδέας.
Σήμερα, έναν αιώνα μετά, μπορούμε να σταθούμε σε δύο ζητήματα άμεσα συσχετισμένα με την ιστορία της Θεσσαλονίκης τα οποία αποκτούν ιδιαίτερη επικαιρότητα. Η θυματοποίηση του έθνους και οι εγκλήσεις κατά των πάσης φύσεως «ισχυρών», «Μεγάλων Δυνάμεων» που επιβουλεύονται τα «εθνικά δίκαια» αποτελούν επαναλαμβανόμενο μοτίβο τμήματος της εθνικής μας ρητορικής. Στις αρχές του 20ού αιώνα ωστόσο το ελληνικό εθνικό κράτος διπλασίασε εδάφη και πληθυσμούς εν μέσω μιας ευρωπαϊκής και διεθνούς συγκυρίας που το έφεραν σε πλεονεκτική θέση απέναντι σε ανταγωνιστικά του εθνικά κράτη στον ευρύτερο χώρο της Βαλκανικής. Υπ' αυτή την έννοια, η ενσωμάτωση μιας πόλης όπως η Θεσσαλονίκη αλλά και περιοχών όπως τα Επτάνησα ή η Θεσσαλία νωρίτερα, καθώς και η Ηπειρος, η Κρήτη κτλ., θα μπορούσε να διαβαστεί ως «ιστορία επιτυχίας» ενός εθνικού προγράμματος στο πλαίσιο των ευρύτερων γεωπολιτικών εξελίξεων. Αυτές οι εξελίξεις δείχνουν επίσης πως η Ελλάδα δεν συγκαταλέγεται μονίμως μεταξύ των θυμάτων των «Μεγάλων Δυνάμεων» και των ισχυρών αυτού του κόσμου και ότι ορισμένες εθνικές στρατηγικές αποδείχθηκαν επιτυχείς, στο πλαίσιο των ευρύτερων πολιτικών συγκυριών αλλά και στο πλαίσιο συνεκτικών χειρισμών. Στην πραγματικότητα, περισσότερο επισφαλής και επίφοβη από τη θέση των Ελλήνων στα μάτια των ξένων αποδείχθηκε λίγο αργότερα η θέση τους στα δικά τους μάτια. Η προσκόλληση σε ένα εθνικό πρόγραμμα με αξιώσεις συγκρότησης μιας αυτοκρατορίας ήταν ένα μάλλον εξαιρετικά μεγαλεπήβολο σχέδιο για τις δυνατότητες της χώρας. Η κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας στο Μικρασιατικό Μέτωπο και η καταστροφή που επακολούθησε μαρτυρούν την αναγκαιότητα της επανεκτίμησης τόσο των δομικών υλικών της ελληνικής εθνικής ιδεολογίας όσο και της συνοχής και των προοπτικών του συγκεκριμένου εθνικού προγράμματος στο πλαίσιο των ευρύτερων γεωπολιτικών συσχετισμών.
Η ανθρωπογεωγραφία της Θεσσαλονίκης, με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, μας καλεί επίσης να ξανασκεφθούμε τις συναρμογές ανάμεσα σε εθνοτικούς, θρησκευτικούς και ταξικούς παράγοντες μέσα σε μια κοινωνία. Η Θεσσαλονίκη, μια κατά μείζονα λόγο «εβραϊκή πόλη», στις αρχές του 20ού αιώνα βίωσε τη διαδικασία της εθνικής ομογενοποίησης και του «εξελληνισμού», όπως και άλλες περιοχές που ενσωματώθηκαν στο ελληνικό κράτος. Το φαινόμενο δεν ήταν ασυνήθιστο κατά την περίοδο που αναφερόμαστε και δεν αποτελούσε ελληνική ιδιαιτερότητα. Η ύπαρξη όμως μιας μεγάλης εβραϊκής κοινότητας με σημαίνουσα θέση στην πόλη προσέδωσε στη διαδικασία αυτή τα χαρακτηριστικά της συνάντησης με έναν «αρχετυπικό Αλλον» που ήταν οι Εβραίοι για την κυρίαρχη και ισχυρή τάση της ελληνορθόδοξης ταυτότητας. Οι διακοινοτικές σχέσεις είναι βέβαια σύνθετες και πολυεπίπεδες. Ωστόσο οι κεντρικές πολιτικές γύρω από τον «εξελληνισμό» αλλά και οι διάχυτες αντιλήψεις για την ελληνική ταυτότητα δεν επέδειξαν δυστυχώς ανοσία ούτε στις διακρίσεις αλλά ούτε και στον αντισημιτισμό. Οι εθνοτικοί/θρησκευτικοί αλλά και οι κοινωνικοί ανταγωνισμοί τροφοδότησαν μια κλιμακούμενη αντισημιτική ρητορική που σημάδεψε την ιστορία τόσο της Θεσσαλονίκης όσο και της Ελλάδας. Οι πολιτικές διακρίσεων που αφορούσαν τόσο τις οικονομικές όσο και τις κοινωνικές και πολιτικές δραστηριότητες έφθασαν ως την «πολιτική γκετοποίηση», τους χωριστούς εκλογικούς καταλόγους, αλλά και το άγριο πογκρόμ κατά των Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Αυτές οι πολιτικές  ενισχύθηκαν κατά τη δεκαετία του 1930 από τη δράση και τον λόγο εθνικιστικών οργανώσεων που αντλούσαν από τον ανερχόμενο εθνικοσοσιαλισμό. Η φυσική εξόντωση και ο αφανισμός  του συνόλου σχεδόν των Εβραίων της Θεσσαλονίκης αλλά και μεγάλου αριθμού των Εβραίων της υπόλοιπης Ελλάδας κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ξεθεμέλιωσε μια παρουσία αιώνων στον ελληνικό χώρο. Αποτέλεσε μία από τις πιο εφιαλτικές και αποκρουστικές πτυχές της σύγχρονης ιστορίας μας.
Οι ιστορικές επέτειοι θα μπορούσαν να αποτελούν ευκαιρία για αναστοχασμό. Τόσο η επέτειος για την ενσωμάτωση της Θεσσαλονίκης όσο και η 28η Οκτωβρίου είναι σημαντικές στιγμές για να αναλογιστούμε το μακρινό αλλά και το πρόσφατο παρελθόν της Ελλάδας στο πλαίσιο μιας συγκυρίας όπου τα σκοτεινά και καταστροφικά πρόσωπα του ακραίου εθνικισμού, του ρατσισμού και της βίας ξεπροβάλλουν μπροστά μας - ή ίσως και μέσα μας.  

Η κυρία Εφη Γαζή είναι επίκουρη καθηγήτρια της Ιστορίας και της Θεωρίας της Ιστοριογραφίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.

"Veritas est adaecuatio rei et intellectus

Κάθε φορά που θα πετύχουμε το στόχο που έχουμε, αμέσως έχει εμφανισθεί στον ορίζοντα καινούργιος. Η ζωή μας είναι μια παραπομπή σε συνεχώς εμφανιζόμενους στόχους, κατά το ακόλουθο σχήμα.
Πρώτο επίπεδο. Να τελειώσω το Λύκειο• να πετύχω στις πανελλήνιες• να λάβω το πτυχίο• να βρω δουλειά• να παντρευτώ• να γεννήσω ένα ή δύο παιδιά• να χτίσω σπίτι• ν’ αγοράσω αυτοκίνητο• να κάνω διακοπές στη Σιθωνία.
Δεύτερο επίπεδο. Να χτίσω και εξοχικό• να βελτιώσω τους τροχούς μου από τη Φάου-Βε στη Μπι-Εμ-Τάμπλιγιου• να κάνω διακοπές στην Καζαμπλάνκα• να γραφτώ και στους μασόνους.
Τρίτο επίπεδο. Ν' αποχτήσω κοινωνική επιφάνεια• να δημοσιογραφήσω στον κίτρινο τύπο• να ιδούν ο κόσμος τη μουσούδα μου και στο τελεβίζιο, να θαγμάξουν• να διασκεδάσω στο καμπαρέ του Παρισιού «Λατινικός Παράδεισος».
Τέταρτο επίπεδο. Εδώ οι γεύσεις είναι ντελικάτες, οι επιδόσεις ανώτερες, και η τεχνολογία προηγμένη. Να διχτυωθώ σε διασυνδέσεις διεθνείς• να γίνω μέλος της Ακαδημίας των αθάνατων κρανίων, της ζωντανής κοκαλίστρας αλλιώς• νά ‘χω οδηγό στη λιμουζίνα μου• νά ‘χω και τη φρουρά μου από γορίλλες και χωροφυλάκους• να δοκιμάσω και τη λεγόμενη «δημιουργική μοιχεία», μέσω ειδικών πολυτελών γραφείων. Τον περίφημο Schöpferischen Ehebruch, που λένε οι γερμανοί.
Μ' ένα λόγο, οι συνεχώς εμφανιζόμενοι νέοι στόχοι κάνουν τη ζωή μας κάπως όμοια με την Ανάβαση των Μυρίων από τις Σάρδεις στα Κούναξα, και από τα Κούναξα στο «θάλαττα θάλαττα» του Ξενοφώντα. Κάθε στόχος στην πορεία μας είναι κι ένας σταθμός. Και η απόσταση ανάμεσα στους σταθμούς μετριέται με παρασάγγες. Τριάντα στάδια ο καθένας. Ήγουν χιλιόμετρα πέντε κόμμα τέσσερα.

Έρχεται, λοιπόν, μια ωραία πρωία στις δυσμές του βίου μας, κι έχουμε θέσει ακόμη ένα σκοπό. Όμως ο σκοπός αυτός βρίσκεται στην αντίπερα όχθη. Γκρεμιζόμαστε απότομα μέσα στον άπατο χάνδακα του θανάτου μας, κι έχουμε καρφωμένα τα μάτια μας αντίκρα. Τι τύφλωση! Πεθαίνουμε, δηλαδή, χωρίς να καταλάβουμε ότι πεθάναμε. Όπως ακριβώς εζήσαμε, χωρίς να υπάρξουμε. (Ζει το ζώο, υπάρχει ο άνθρωπος).
Μ' ερωτάς πώς έζησα χωρίς να υπάρξω; Μα είναι απλό. Γιατί στην προσπάθεια και στον αγώνα μου να πετύχω όλους τους στόχους που συνεχώς έθετα, ήμουν τόσο απορροφημένος από τη φροντίδα τους, ώστε δεν είχα μάτια για τίποτα βαθύτερο. Και αυτό είναι το νόημα των λόγων που είπε ο Κρόνος στη Μέριμνα: «Κι εσύ, Μέριμνα, θα τον κατέχεις και θα τον δυναστεύεις όσο ζει».
Αλλά εδώ ακριβώς είναι το στίγμα και η στιγμή, που εμφανίζεται το σύμπτωμα του υποστασιακού μας καρκίνου. Κοιτάζει ο στοχαστής γιατρός την ακτινογραφία του πνευματικού μας θώρακα, και με μια μελαγχολική ηρεμία ψιθυρίζει σιγά:
- Μωρέ μπράβο σου! Που το ‘κονόμησες ετούτο το παράσημο; Κι είσαι μόλις δεκαοχτώ χρονώ!
Η παραβολή σημαίνει: Απορροφημένοι από τους στόχους και τη μέριμνα να τους πετύχουμε, λησμονούμε πως η ζωή μας είναι και κάτι άλλο. Κάτι περισσότερο από μια κίνηση μπίλιας σε λεία επιφάνεια. Και μη νομίζεις ότι, αν πας στην Επίδαυρο να ιδείς Αισχύλο, ή αν ακούς τα βράδια μουσική δωματίου, κυλάς έξω από αυτή τη λεία επιφάνεια.
Η μέριμνα δε μας αφήνει να σκεφθούμε πάνω σε κάποια ερωτήματα ουσίας και βάσης: Ποιοι είμαστε, από πού ερχόμαστε, για πού τραβάμε; Γιατί πεθαίνουμε; Τι θα γίνουμε όταν πεθάνουμε; Ποιος όρισε τέτοια τη φύση και τη μοίρα της ζωή μας; Και τι λογής είναι αυτός που την όρισε τέτοια; Γιατί υπάρχει το φυσικό κακό και το ηθικό κακό; Το malum physicum και το malum morale, που λένε; Πώς ημπορούμε να βοηθήσουμε αποτελεσματικά τον άνθρωπο με βάση τη γνώση, και όχι με βάση την ψευτιά και το δόλο των παπάδων; Μήπως η ζωή μας γίνεται να γίνει αλλιώτικη; Και τι πρέπει να κάνουμε για να πετύχουμε αυτό το έργο της ανάγκης;
Αυτά τα βαθύτερα προβλήματα τα βλέπουμε όλοι και τα βρίσκουμε απλά. Όπως βλέπουμε συνηθισμένη την κορυφή του Έβερεστ με μάτι τόσο αυτονόητο. Για δοκίμασε όμως, παλικαρά μου, να την ανεβείς!
Και αυτό είναι το κακό. Η δυσκολία τους μας σπρώχνει να τα προσπερνάμε. Ή να τα λύνουμε με μια μονοκοντυλιά. Εννοώ ότι υιοθετούμε αμέσως και αβασάνιστα τις ακαταμέτρητα γελοίες παραστάσεις που φυτεύουν μέσα μας οι θρησκείες. Και ο δόλος τους βέβαια.

Συμπέρασμα. Η αδιάκοπη μέριμνα να πραγματώσουμε τους στόχους που θέτουμε, σκεπάζει τη ζωή μας έτσι, ώστε όλα τα βαθύτερά της να βυθίζουνται στο σκότος. Μπαίνουμε σ' ένα είδος οντολογικής ομίχλης, που κρύβει το τοπίο της ύπαρξης μας. Και να ζεις μες στη λήθη σημαίνει ότι δε ζεις στην αλήθεια.
Τι είναι η αλήθεια; Είναι εκείνο που βλέπεις και ζεις, όταν αναδυθείς από τη λήθη*. Το α- είναι στερητικό. Η αλήθεια είναι το έξω από τη λήθη, που μέσα της μας βυθίζει συνέχεια η μέριμνα να πραγματώσουμε τους στόχους μας.

Ζώντας μέσα στην οντολογική λήθη ζούμε σαν πεθαμένοι. Τούτη τη ζοφερή πραγματικότητα οι ποιητές την ιστόρησαν ανάγλυφα και ζαλιστικά. Θυμηθείτε τον Έλιοτ της Έρημης Χώρας. Κάθεται σ' ένα γιοφύρι του Τάμεση, παρατηρεί όλους αυτούς που τρέχουν στη δουλειά τους με τη φροντίδα της, και βλέπει νεκρούς να περπατάνε. Για την Αθήνα μας, λ.χ., με το ανάλογο μάτι θά ‘βλεπες στην οδό Πανεπιστημίου μέρα νύχτα στρατιές από κυλιόμενα φέρετρα.

"Ανύπαρχτη Πολιτεία,
Μέσα στην καστανή καταχνιά μιας χειμωνιάτικης αυγής,
Χύνουνταν στο Γιοφύρι της Λόντρας ένα πλήθος, τόσοι πολλοί,
Δεν τό ‘χα σκεφτεί πως ο θάνατος είχε ξεκάνει τόσους πολλούς**."»
_____________________________
*Λαβαίνω όχι τον ευκλείδειο ορισμό της αλήθειας, "Veritas est adaecuatio rei et intellectus = αλήθεια είναι η εξίσωση του πράγματος και του διανοήματος", αλλά το σχετικιστικό ορισμό, που τον δούλεψε κυρίως η Φιλοσοφία της Ύπαρξης. Η αλήθεια, δηλαδή, είναι έννοια «δυναμική». Είναι χρεία να τη δημιουργούμε συνεχώς, να την ανεβάζουμε από την αφάνεια (λήθη) στο φως (αλήθεια). Η διαλεκτική σχέση μας μαζί της είναι δραματική και ατελεύτητη.
**Έλιοτ Θ.Σ., Η Έρημη Χώρα στ. 63 (Μετ. Σεφέρη).
_________________________
Δημήτρης Λιαντίνης - "Γκέμμα".