Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2009

Δύο απόπειρες και μια δολοφονία στην Κύπρο του '60

Οι σχέσεις της Κύπρου με τη χούντα στα πρώτα χρόνια της δικτατορίας είναι το θέμα του νέου βιβλίου του Μακάριου Δρουσιώτη «Δύο απόπειρες και μια δολοφονία». Ο τίτλος θα μπορούσε κάλλιστα να παραπέμπει σε αστυνομικό μυθιστόρημα. Ομως, πρόκειται για ένα πραγματικό πολιτικό θρίλερ που πραγματεύεται τις σχέσεις Αθηνών - Λευκωσίας την περίοδο 1967 - 1970.
Κεντρικά γεγονότα της περιόδου είναι η απόπειρα του Αλέκου Παναγούλη να σκοτώσει τον δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο, η απόπειρα του πρώην υπουργού Εσωτερικών της Κύπρου Πολύκαρπου Γιωρκάτζη να δολοφονήσει τον Μακάριο και η δολοφονία του Γιωρκάτζη μία εβδομάδα αργότερα.

Ο συγγραφέας, έχοντας πρόσβαση σε απόρρητα έγγραφα της κυπριακής ΚΥΠ, ξετυλίγει το νήμα μιας απίστευτης στη σύλληψη και στην εκτέλεση συνωμοσίας της ελληνικής χούντας εις βάρος του Μακαρίου, με κίνητρο τις προσωπικές αντιζηλίες και τους ανταγωνισμούς στο εσωτερικό του καθεστώτος της 21ης Απριλίου.

Στο θρίλερ αυτό πρωταγωνιστούν γνωστές προσωπικότητες που άφησαν το στίγμα τους στις εξελίξεις που οδήγησαν στα δραματικά γεγονότα του 1974:

* Ο Μακάριος, που είχε για σωματοφύλακά του τον Αθανάσιο Πουλίτσα, ο οποίος ήταν μυστικός πράκτορας της ελληνικής ΚΥΠ στο περιβάλλον του.

* Ο δαιμόνιος διοικητής των ΛΟΚ, συνταγματάρχης Δημήτριος Παπαποστόλου, ο οποίος ανέλαβε την ευθύνη της προσωπικής ασφάλειας του Μακαρίου και εφάρμοσε μέσα από το προεδρικό μέγαρο ένα δαιμόνιο σχέδιο για τη δολοφονία του.

* Ο Πολύκαρπος Γιωρκάτζης, η πιο σκοτεινή προσωπικότητα της κυπριακής πολιτικής, που έπαιζε πολλούς ρόλους ταυτόχρονα, μέχρι που τον μάζεψαν σκοτωμένο από ένα ερημικό σημείο μακριά από τη Λευκωσία (φωτογραφία εξωφύλλου).

* Ο Αλέκος Παναγούλης, ο ονειροπόλος αντιστασιακός που πήγε στην Κύπρο να βρει συνεργάτες να δολοφονήσει τον Γεώργιο Παπαδόπουλο και τον έμπλεξε ο Γιωρκάτζης σε μια ενδοχουντική συνωμοσία.

* Ο Δημήτριος Ιωαννίδης και ο Κωνσταντίνος Ασλανίδης, που με όχημα τον «εθνικό αγώνα» της Κύπρου αποφάσισαν να βγάλουν από τη μέση τον Μακάριο και να εξουδετερώσουν τον Γεώργιο Παπαδόπουλο.

Το βιβλίο ξεκινά με τα πολεμικά γεγονότα του 1967 στο τουρκοκυπριακό χωριό Κοφίνου, που οδήγησαν στην απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας που στάθμευε στην Κύπρο από το 1964. Το γεγονός αυτό στάθηκε η αφορμή για να χωριστεί η χούντα σε δύο φατρίες και τελικά στο ξεκαθάρισμα των λογαριασμών μεταξύ των συνταγματαρχών, μέσω Κύπρου. Τα γεγονότα που ακολούθησαν ήταν συγκλονιστικά:

- Η ελληνική ΚΥΠ ανέθεσε στον Πολύκαρπο Γιωρκάτζη να εντοπίσει τον Αλέκο Παναγούλη, ο οποίος είχε διαφύγει στην Κύπρο αναζητώντας συνεργάτες να δολοφονήσει τον Γεώργιο Παπαδόπουλο. Ο Γιωρκάτζης τον εντόπισε και πληροφορήθηκε τα σχέδιά του. Παριστάνοντας τον αντιχουντικό και σε συνεργασία με τους Ασλανίδη - Ιωαννίδη βοήθησε τον ανήξερο Παναγούλη στην απόπειρα του τελευταίου να δολοφονήσει τον δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο. Η απόπειρα απέτυχε και ο Γιωρκάτζης υποχρεώθηκε σε παραίτηση. Ο πάλαι ποτέ ισχυρότερος άνθρωπος στην Κύπρο άρχισε να καταφέρεται κατά του Μακαρίου.

- Οι Δημήτριος Παπαποστόλου και Αθανάσιος Πουλίτσας έπεισαν τον Μακάριο ότι κινδύνευε από τον Γιωρκάτζη και ίδρυσαν εκ μέρους του μια παρακρατική οργάνωση, το Εθνικό Μέτωπο, για να τον υπερασπιστεί. Αργότερα την έστρεψαν εναντίον του.

- Μόλις μήνες μετά την παραίτηση του Γιωρκάτζη, λόγω της συνεργασίας του με τον Παναγούλη, συμμάχησε με τους Ιωαννίδη - Ασλανίδη και αποπειράθηκε να δολοφονήσει τον Μακάριο, καταρρίπτοντας το ελικόπτερο του, σε συνεργασία με τους Ελληνες αξιωματικούς που είχαν την ευθύνη για την ασφάλειά του. Σύμφωνα με τα ντοκουμέντα που δημοσιεύονται στο βιβλίο, τη δολοφονία του Μακαρίου θα ακολουθούσε κίνημα στην Ελλάδα κατά του Παπαδόπουλου και προώθηση λύσης διπλής Ενωσης στην Κύπρο.

- Ο Μακάριος βγήκε ζωντανός από το ελικόπτερό του και τα σχέδια ανατράπηκαν. Σε μία εβδομάδα ο Γιωρκάτζης δολοφονήθηκε από τους ίδιους τους συνεργάτες του, που του έκλεισαν το στόμα.

Από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία του βιβλίου είναι η επιχείρηση συγκάλυψης της ενοχής των Πουλίτσα και Παπαποστόλου από τον ίδιο τον Μακάριο, τόσο στην απόπειρα κατά της δικής του ζωής όσο και στη δολοφονία του Γιωρκάτζη.

Στο βιβλίο δημοσιεύονται αποσπάσματα από το υπηρεσιακό ημερολόγιο του αστυνόμου Παναγιώτη Αριστοκλέους, ο οποίος ανέλαβε την ευθύνη των ανακρίσεων για τη δολοφονία του Γιωρκάτζη. Οι συσκέψεις της ανακριτικής ομάδας γίνονταν στο προεδρικό μέγαρο, είτε υπό την προεδρία του ίδιου του Μακαρίου είτε του υπουργού του των Εσωτερικών. Η γραμμή του Μακαρίου ήταν να μην ανακριθούν καν οι εξ Ελλάδος υπεύθυνοι για την προσωπική του ασφάλεια, Αθανάσιος Πουλίτσας και Δημήτριος Παπαποστόλου.

Εναν ολόκληρο μήνα μετά το έγκλημα, ο διοικητής των ΛΟΚ Δ. Παπαποστόλου έδωσε μια εικονική ανάκριση για τις κινήσεις του τις παραμονές και τη μέρα της δολοφονίας του Πολύκαρπου Γιωρκάτζη. Αντίγραφο της κατάθεσης Παπαποστόλου δημοσιεύεται για πρώτη φορά στο βιβλίο και από το περιεχόμενό της προκύπτει ότι ήταν μια σκηνοθετημένη διαδικασία εξασφάλισης άλλοθι:

Η «κατάθεση» λήφθηκε εξ ονόματος του αστυνόμου Παναγιώτη Αριστοκλέους, ο οποίος δεν ήταν καν παρών. Ο Παπαποστόλου έγραψε την κατάθεσή του στο τυποποιημένο έντυπο που χρησιμοποιούσε η κυπριακή αστυνομία, περιέγραψε τα γεγονότα όπως αυτά ταίριαζαν με το σκηνοθετημένο άλλοθί του και την υπέγραψε. Κάτω από την υπογραφή του ακολουθεί, με τον ίδιο γραφικό χαρακτήρα, η εξής σημείωση: «Η κατάθεσις αύτη ελήφθη υπ' εμού εις Αρχηγείον της Αστυνομίας σήμερον 14.4.70 εις την παρουσίαν του κ. Μ. Παντελίδη Β/Αρχηγού Αστυνομίας η ώρα 4.10 μ.μ. του ανεγνώσθη και ως ορθή την υπέγραψε εις την παρουσίαν μας».

Η σημείωση αυτή φέρει την υπογραφή «Π. Αριστοκλέους / Αστυν.». Η υπογραφή του Αριστοκλέους είναι με τον ίδιο ακριβώς γραφικό χαρακτήρα όπως και η χειρόγραφη κατάθεση και η υπογραφή του Παπαποστόλου, ενώ δεν μοιάζει καθόλου με την πραγματική υπογραφή του Αριστοκλέους. Την κατάθεση υπέγραψε και ο Μιχαλάκης Παντελίδης. (Δες το ντοκουμέντο στη φωτογραφία.) Δηλαδή, ο Παπαποστόλου, στην παρουσία του βοηθού αρχηγού Αστυνομίας Μιχαλάκη Παντελίδη, έγραψε την κατάθεση, την υπέγραψε, έγραψε το σημείωμα του ανακριτή και πλαστογράφησε την υπογραφή του!

Ο ανακριτής, σε συνέντευξή του στον συγγραφέα, παραδέχτηκε ότι η όλη διαδικασία ήταν σκηνοθετημένη. Από το γραφείο του Αριστοκλέους πέρασαν όλοι όσοι κατονόμαζαν οι Πουλίτσας και Παπαποστόλου και υποστήριξαν το άλλοθί τους. «Τους έφερναν τον έναν μετά τον άλλο και απάγγελλαν την κατάθεσή τους, όπως τα παιδιά λένε το "Πιστεύω" στο κατηχητικό», παραδέχτηκε ο Αριστοκλέους.

Η απόφαση του Μακαρίου να συγκαλύψει τον φόνο του Γιωρκάτζη, καθώς και την απόπειρα κατά της δικής του ζωής, έγινε γνωστή από τότε. Ομως επικράτησε η άποψη ότι το έκανε επειδή εκβιάστηκε από τη χούντα με πραξικόπημα.

Ο Μακάριος Δρουσιώτης στο βιβλίο αποκλείει αυτή την εκδοχή και αποδίδει στον Μακάριο άλλα κίνητρα. Οι Πουλίτσας και Παπαποστόλου τον είχαν στο χέρι, για γεγονότα όπως η ίδρυση της παρακρατικής οργάνωσης Εθνικό Μέτωπο. Ο Μακάριος δεν θα παραδεχόταν ποτέ ότι παγιδεύτηκε από τους πιο έμπιστούς του ανθρώπους, ούτε θα άφηνε να γίνει μια δίκη που θα αποκαθήλωνε το κύρος του.

Ο Μακάριος ανέχτηκε τόσο τον Πουλίτσα όσο και τον Παπαποστόλου να στέκονται δίπλα του και να παριστάνουν τους φρουρούς του, για τρεις μήνες μετά που αποπειράθηκαν να τον δολοφονήσουν, ανταλλάσσοντας την ανοχή του με τη σιωπή τους, μέχρι να λήξη η θητεία του Παπαποστόλου και να επιστρέψει στην Ελλάδα. Λίγες μέρες αργότερα, ο Αθανάσιος Πουλίτσας πήρε το αεροπλάνο και με εισιτήριο Λευκωσίας - Αθήνας μονής διαδρομής... *

«Εμφύλιος πόλεμος»

«Εμφύλιος για τον Εμφύλιο» ήταν ο ευρηματικός τίτλος μιας δημοσιογραφικής έρευνας (Νέα, 24-25/10/2009, σ. 34) για τη διαμάχη που συνόδεψε την παρουσίαση μιας νέας ταινίας για τον ελληνικό «Εμφύλιο Πόλεμο» (1946-49).
Ας ξεκινήσουμε όμως από τις λέξεις, για να επανέλθουμε στα πράγματα: Η έννοια «εμφύλιος/έμφυλος» (πόλεμος, στάση κ.ά.) μαρτυρείται, πράγματι, στις αρχαίες ελληνικές πηγές ήδη από την ομηρική «Οδύσσεια», αλλά σημαίνει μόνο την -ένοπλη- σύγκρουση μεταξύ ατόμων της ίδιας φυλής ή μεταξύ συγγενών. Ούτε στον Θουκυδίδη ούτε σε κανέναν άλλον ιστορικό ο «Πελοποννησιακός Πόλεμος» (431-404 π.Χ.) δεν αναφέρεται ως «εμφύλιος πόλεμος», αφού ήταν ένας πόλεμος μεταξύ διαφορετικών κρατών, Αθήνας και Σπάρτης, και όχι μια σύγκρουση μεταξύ ομάδων της ίδιας «φυλής» ή του ίδιου «έθνους».

Οι πρώτοι, ιστορικά μαρτυρημένοι, «εμφύλιοι» πόλεμοι ήταν οι συγκρούσεις μεταξύ αντιπάλων πολιτικών ομάδων στην αρχαία Ρώμη (133-30 π.Χ.). Ο σημαντικότερος απ' αυτούς ήταν η σύγκρουση μεταξύ των Αριστοκρατικών (Πομπήιος) και των Λαϊκών (Ιούλιος Καίσαρ), που βρήκε την ιστορική καταγραφή της στα «απομνημονεύματα» του δευτέρου («De bello civile», 48-44 π.Χ.). Η πιστή μετάφραση του τίτλου (civis = πολίτης, συμπολίτης) καταδεικνύει ότι ήταν πραγματικά ένας πόλεμος μεταξύ πολιτών της ίδιας χώρας (civil war / guerre civile / Burgerkrieg) και η καταγραφή του από τον Ιούλιο Καίσαρα προαναγγέλλει το νεότερο δόγμα: «την Ιστορία γράφουν οι νικητές».

Το «κλασικό» παράδειγμα εμφυλίου πολέμου στη νεότερη ευρωπαϊκή ιστορία ήταν η «Παρισινή Κομμούνα» (18 Μαρτ. - 27 Μαΐου 1871)· η ακαριαία καταγραφή του από τον Κ. Marx («The civil war in France», α' έκδ.: Λονδίνο 1871· ελλην. μετάφρ.: «Ο εμφύλιος πόλεμος της Γαλλίας», Αθήνα 1924) αποδεικνύει ανατρεπτικά ότι την Ιστορία μπορούν να τη γράφουν και οι ηττημένοι. Με μιαν ιστορική αναδρομή στις προηγηθείσες αστικές επαναστάσεις (1789, 1830, 1848) ο Marx αποκαλύπτει τον ταξικό χαρακτήρα των πολιτικών και πολεμικών συγκρούσεων του 19ου και 20ού αιώνα:

α) Η «Παρισινή Κομμούνα» ήταν μια επανάσταση των εργατών και σ' αυτήν σχηματίζεται για πρώτη φορά στην ιστορία των εμφυλίων συρράξεων ένα «λαϊκό μέτωπο»: Με τους επαναστατημένους εργάτες είχαν συνασπιστεί οι ουτοπικοί σοσιαλιστές του Blanqui και πολλοί μικρομεσαίοι αστοί και διεθνιστές· από την άλλη πλευρά του μετώπου βρίσκονταν οι μεγάλοι κεφαλαιοκράτες και οι μοναρχικοί υπό την ηγεσία του παλαίμαχου πολιτικού αρριβίστα Θιέρσου (Thiers).

β) Η εργατική επανάσταση εγκαθιδρύει ένα νέο, ομοσπονδιακό και αυτοδιοικούμενο πολιτικό σύστημα, πυρήνας του οποίου είναι η «κοινότητα» (commune): «κομμουνισμός» = «κοινοτισμός».

γ) Ο εμφύλιος πόλεμος αρχίζει με την επίθεση των συνασπισμένων καθεστωτικών κατά της επαναστατικής κυβέρνησης· στην «Παρισινή Κομμούνα» εκδηλώνεται για πρώτη φορά ο ρόλος του «ξένου παράγοντα»: Ο Bismarck, ο νικητής του γαλλογερμανικού πολέμου (1870-71), τάσσεται στο πλευρό των καθεστωτικών, πρώην αντιπάλων και νυν ταξικών συμμάχων του.

δ) Οι μαζικές εκτελέσεις των επαναστατημένων Κομμουνάρων από τους καθεστωτικούς είναι ένα βασικό χαρακτηριστικό των εμφυλίων πολέμων - ο Marx παραπέμπει στο πογκρόμ που εξαπέλυσε ο Σύλλας εναντίον των αντιπάλων του μετά τη νίκη του επί του Μαρίου (82 π.Χ.).

Είναι πολύ θετικό ότι τις απορριπτικές κριτικές των εγκυρότερων κριτικών για την ταινία του Π. Βούλγαρη ενίσχυσαν μερικές οξυδερκείς παρατηρήσεις ιστορικών και δημοσιογράφων, όπως: «Ο σκηνοθέτης κατάφερε να ενταφιάσει στα βουνά της Δυτικής Μακεδονίας και την ιστορία της σκληρότερης πολεμικής αναμέτρησης που γνώρισε η Ελλάδα» (Ε. Βουλτσίδου: Βήμα, 25/10/2009, σ. 42).

Το σύγχρονο ιστορικοπολιτικό πλαίσιο αυτής της διαμάχης είναι προφανώς ο ρεβανσιστικός αναθεωρητισμός της Κατοχής, της Αντίστασης και του Εμφυλίου από τους μισθοφόρους της Νέας Δεξιάς Ν. Μαραντζίδη (Πανεπ. Μακεδονίας) και Στ. Καλύβα (Πανεπ. Yale). Μέσα σ' αυτό το ιστορικό-πολιτικό πλαίσιο, η ταινία του Π. Βούλγαρη επιχειρεί, με το άλλοθι της μυθοπλασίας, την αφιστορίκευση της Ιστορίας και την αποπολιτικοποίηση της πολιτικής. *
Γ.ΒΕΛΟΥΔΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 5/12/2009

Ο θεατής απέναντι σε νωπά τραύματα και ενοχές



Βούλγαρης - Χάνεκε
Της ΗΛΕΚΤΡΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΥ
Εδώ και ένα μήνα, το κινηματογραφικό κοινό δείχνει την προτίμησή του για δύο ταινίες: την ελληνική «Ψυχή Βαθιά» του Παντελή Βούλγαρη και τη γερμανική «Λευκή κορδέλα» του Μίκαελ Χάνεκε.
Φαινομενικά ασύνδετες μεταξύ τους, οι ταινίες τοποθετούν τις δραματικές τους ιστορίες σ' ένα ιστορικό φόντο. Η ελληνική διαδραματίζεται στα βουνά του Γράμμου το 1949 και τελειώνει με τη λήξη του ελληνικού εμφύλιου πολέμου. Η γερμανική εκτυλίσσεται σ' ένα μικρό χωριό της βόρειας Γερμανίας το 1913-14 και τελειώνει με την κήρυξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Βασισμένη σε πραγματικά ιστορικά γεγονότα η «Ψυχή Βαθιά», ταινία μυθοπλασίας με ιστορικό υπόβαθρο η «Λευκή κορδέλα».

Οι δύο ταινίες αναμετρώνται με τελείως διαφορετικό τρόπο με τις διαδρομές του ανθρώπινου δράματος μέσα στην ιστορία. Κι, όμως, το αφηγηματικό κέντρο και στις δύο το «κατοικούν» παιδιά και έφηβοι. Παιδιά που εμπλέκονται στον κόσμο των ενηλίκων σε κρίσιμες ιστορικές στιγμές, που βιώνουν δραματικά το ιστορικό γίγνεσθαι, που μεταφέρουν τη σκληρότητα της κοινωνίας που τους ανέθρεψε, παιδιά που συμμετέχουν στο έγκλημα.

Η γερμανική ταινία σκαλίζει με χειρουργική επιμέλεια τα τραύματα της ιστορίας της, μιλάει για μια κοινωνία όπου το καλό και το κακό ενυπάρχουν σε όλους, όπου όλοι είμαστε ένοχοι και κυρίως τα συνήθως θεωρούμενα «αθώα» παιδιά. Επομένως, είμαστε όλοι υπόλογοι απέναντι στον εαυτό μας και στην κοινωνία και το κάθε άτομο παίρνει στα χέρια του την ατομική και κοινωνική του ευθύνη. Η ελληνική ταινία, στην άλλη άκρη, χαϊδεύει τα σημάδια από τα τραύματα της ελληνικής ιστορίας, υποστηρίζει ότι είμαστε κατ' αρχήν αθώοι -κυρίως τα παιδιά- και υποδεικνύει σαν τους μόνους κατ' ουσίαν ενόχους τους «άλλους», τους «ξένους». Ετσι όμως δεν αντιμετωπίζει το κακό στην εσωτερική ψυχική μας συγκρότηση, στη σχέση μας με την κοινωνία δεν αφήνει χώρο για το αίσθημα της προσωπικής ευθύνης και ο άνθρωπος δεν αισθάνεται ότι συμμετέχει ο ίδιος στη διαμόρφωση της ζωής και του κόσμου γύρω του.

Εάν λοιπόν υποθέσουμε αφενός ότι το σινεμά είναι παιδί της κοινωνίας μέσα στην οποία δημιουργείται και αφετέρου ότι η κινηματογραφική εικόνα του παρελθόντος δεν είναι απλά μια συνεκδοχή της ιστορίας αλλά η υπενθύμιση «από πού προέρχεται το σήμερα», γεννιέται το εξής ερώτημα: Γιατί μία κοινωνία σαν τη γερμανική μπορεί να αφηγείται ιστορίες για τα συλλογικά τραύματα και τις ενοχές της τόσο κοντά στην πραγματικότητα και τόσο ελεύθερα, ενώ η δική μας μοιάζει να μην μπορεί ακόμα να διασχίσει τους δρόμους της αυτογνωσίας που θα τη βοηθήσουν να αναμετρηθεί με τα τραύματα του χθες, να συγκροτήσει την ταυτότητά της σήμερα για να προχωρήσει στο αύριο χωρίς εφιάλτες και χωρίς εκκρεμότητες;

Για να διερευνήσουμε το «τοπίο» συζητήσαμε με τον ψυχίατρο και ψυχαναλυτή Νίκο Τζαβάρα (πρόεδρο της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας και της Ελληνικής Ψυχιατρικής Εταιρείας), τον ιστορικό του 20ού αιώνα Τάσο Σακελλαρόπουλο (ιστορικός στο Μουσείο Μπενάκη) και με δύο ανθρώπους του σινεμά, τον Νίκο Σαββάτη (κριτικό-θεωρητικό του σινεμά) και τον Νίκο Παναγιωτόπουλο (συγγραφέα-σεναριογράφο). Και οι τέσσερις αντιμετωπίζουν τη διαδικασία της μνήμης και του παρελθόντος από διαφορετικές προσεγγίσεις - της Ιστορίας, της ψυχανάλυσης και της κινηματογραφικής αναπαράστασης.

ΝΙΚΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

Δεν θέλουμε το σινεμά να μας θυμίζει τον ζόφο

Το σινεμά εμπνέεται πολύ συχνά από την ιστορία. Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος έχει την άποψη ότι αυτό συμβαίνει επειδή «η ιστορία προσφέρει ένα τρομακτικό υλικό. Ουσιαστικά, ο κινηματογράφος τη ληστεύει προκειμένου να κάνει ωραίες ταινίες. Μπορεί να αντλήσει τη δραματική περίσταση από την ιστορία, ας πούμε την περίοδο του εμφυλίου, και από κει και πέρα να σταθεί στη δραματική ιστορία των ανθρώπων. Δεν περιμένουμε από μία ταινία την ιστορική αλήθεια».

Το σινεμά χτίζει εικόνες και αφηγήσεις. Πηγαινοέρχεται μπρος-πίσω στους δρόμους της μνήμης, που ενώνουν το χθες με το σήμερα. Και ενώ μπορεί να μην ακολουθεί την ενότητα της ιστορικής μνήμης, μπορεί να δημιουργεί «περάσματα» στις συνειδήσεις ώστε μιλώντας για το παρελθόν να μας μιλάει ουσιαστικά για το σήμερα. Οταν, όμως, χρησιμοποιεί την ιστορία αλλά δεν ανιχνεύει το συλλογικό τραύμα στο σκοτεινό ψυχικό του βάθος, τα περάσματα καταργούνται και η σχέση του με τη σημερινή κοινωνία είναι θολή και απροσδιόριστη. Αυτό συμβαίνει, πιστεύει ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, «επειδή ο ελληνικός κινηματογράφος δημιουργείται μέσα σε μια κοινωνία που δεν θέλει να ασχοληθεί σε βάθος με τα τραύματά της. Η λογοτεχνία το έχει κάνει λίγο περισσότερο γιατί έχει μεγαλύτερη ελευθερία. Ο κινηματογράφος δεν μπορεί να ακολουθήσει αυτόν τον δρόμο, είναι αυτοκτονικός. Κοστίζει πολλά! Η λογοτεχνία μπορεί να αψηφά το κοινό της, το σινεμά δεν μπορεί. Και το κοινό αυτό, όλοι μας, είμαστε ένα κοινό που δεν θέλουμε ο κινηματογράφος να μας υπενθυμίζει τον ζόφο».

ΝΙΚΟΣ ΣΑΒΒΑΤΗΣ

Το σινεμά βρίσκεται στον αφρό των πραγμάτων

Μέσα από την κινηματογραφική διήγηση σχηματοποιείται μια αφήγηση για το παρελθόν κι έτσι η κοινωνία λέει στον εαυτό της ιστορίες για τον εαυτό της. Αυτό που είναι πολύ ενδιαφέρον, λέει ο Νίκος Σαββάτης, είναι «όταν βλέπεις την ιστορία να μπαίνει από το πίσω μέρος, χωρίς να είναι αυτό το πρώτο μέλημα του σκηνοθέτη. Σήμερα, που υποτίθεται ότι το είδος της "ιστορικής ταινίας" έχει φτάσει στο όριό του, μπορούμε να βρούμε μια σοβαρή προσέγγιση της ιστορίας εκεί που δεν θα περιμέναμε να υπάρχει. Το σινεμά κάνει μια δουλειά τακτοποίησης, σαν κι αυτή του ασυνείδητου. Σε βοηθάει να δεις και να αντιμετωπίσεις το τραύμα. Ομως για να φτάσει μια κοινωνία στο επίπεδο της κινηματογραφικής αναπαράστασης πρέπει να υπάρξουν πριν διηγήσεις, να προηγηθούν άλλες αφηγήσεις, ιστορικές μαρτυρίες, ψυχικές καταθέσεις. Το σινεμά βρίσκεται στον αφρό των πραγμάτων. Η καθυστέρηση στην αντίδρασή του δεν συμβαίνει επειδή δειλιάζει, αλλά επειδή δεν μπορεί να καταγράψει το τραύμα όταν αυτό είναι νωπό».

Τ. ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΣ

Στην Ελλάδα ανανεώνουμε συνεχώς τα τραύματά μας

«Ψυχή βαθιά»: οι έφηβοι ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα του εμφυλίου «Ψυχή βαθιά»: οι έφηβοι ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα του εμφυλίου Εάν λοιπόν η κινηματογραφική αφήγηση βρίσκεται στον αφρό των ημερών, η ιστορία είναι εκείνη που θα ρίξει τα θεμέλια στα οποία θα ριζώσει η σχέση της κοινωνίας με το παρελθόν. Μέσα από αυτήν την επικοινωνία οι κοινωνίες ερευνούν και εν τέλει προσδιορίζουν την ταυτότητά τους.

Ο ιστορικός Τάσος Σακελλαρόπουλος πιστεύει ότι «ο διάλογος μεταξύ παρόντος και παρελθόντος στη ζωή είναι διαρκής και καλό είναι τη γέφυρα αυτή να την κάνουν οι ιστορικοί, οι άνθρωποι δηλαδή που έχουν επιλέξει ως επάγγελμα ακριβώς την ανασύσταση του παρελθόντος».

Η σχέση όμως της Ελλάδας με το παρελθόν της υπήρξε μέχρι σήμερα κάθε άλλο παρά αρμονική. «Οσο πιο κοντά ήταν τα ιστορικά γεγονότα τόσο μεγαλύτερο το βάρος, τόσο πιο δυσλειτουργική γινόταν η αποτίμησή τους. Διαρκώς υπήρχε μια ερμηνεία του παρελθόντος μέσα από το τρέχον παρόν. Αυτό προέκυπτε από την επιλεκτική επικοινωνία και τον διαρκή διάλογο που είχαν οι πολιτικές δυνάμεις με τμήματα του πληθυσμού και αυτομάτως διαμόρφωνε μια εμπόλεμη κατάσταση μεταξύ του παρόντος και του παρελθόντος».

Μέσα σε αυτό το εμπόλεμο, «όπου πάντοτε πρέπει να είναι άγγελος ο δικός μας και διάολος ο εχθρός», όπως συμπληρώνει ο Τάσος Σακελλαρόπουλος, τα τραύματα δεν κλείνουν. «Γιατί σε αυτή τη διαδικασία μπαίνει και μια άρνηση του πένθους ή μια διαρκής επίκληση του τραύματος, που ανανεώνεται συνέχεια και ως εκ τούτου δεν προκύπτει τελικά η κατανάλωση του πένθους. Εχουμε, δηλαδή, τη συνεχή καλλιέργεια μιας νωπότητας στο τραύμα. Εκτός όμως από το τι θα επιδιώξουν οι ιστορικοί, μένει να δούμε εάν -τώρα που τα πάθη αμβλύνονται και η ιστορία παύει να είναι η περιοχή των συγκρούσεων- μπορεί η ίδια η κοινωνία να συγκρατήσει από την ιστορία της όσα θα τη βοηθήσουν να αντιμετωπίσει τα τραύματα και να επιβεβαιώσει την ενότητά της».

ΝΙΚΟΣ ΤΖΑΒΑΡΑΣ

Συγγνώμη θα πει «ανακαλύπτω ποιότητες του εχθρού μου και σε μένα»

Μέχρι σήμερα η στάση της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στο παρελθόν της είναι στάση άμυνας και φαντασίωσης. Αποφεύγουμε τις συγκρούσεις με τον εαυτό μας, πιστεύουμε ότι είμαστε οι αδικημένοι της ιστορίας και επιλέγουμε για συνοδοιπόρο πιο συχνά τη λήθη από τη μνήμη.

Αυτό, κατά τον ψυχαναλυτή Νίκο Τζαβάρα, συμβαίνει επειδή «λήθη σημαίνει ότι συντηρώ ορισμένες ιδεολογίες του παρελθόντος και τις αφήνω να αλλοιωθούν βαθμηδόν, χωρίς να τις υποβάλλω στο βάσανο ενός αποκαλυπτικού διαλόγου. Απαλύνονται τα πράγματα στην Ελλάδα διά μέσου της λήθης. Είναι ένας μηχανισμός εξαιρετικά αργός, αλλά όχι και ο πιο υπεύθυνος. Βλέπετε, στην κεντρική Ευρώπη μετά τον Διαφωτισμό υπάρχουν οι παραδόσεις μιας ανελέητης κριτικής και αυτοκριτικής. Νομίζω πως η ψυχανάλυση είναι αυτή που εκφράζει το μεγάλο ρεύμα του Διαφωτισμού. Η αυτοκριτική, που προκύπτει μέσω της ψυχανάλυσης, είναι αποκαλυπτική. Χωρίς αυτόν τον αποκαλυπτικό διάλογο, η λήθη μπορεί και συντηρεί τις αυταρχικές όψεις της αυθεντίας. Εάν δεν αρχίσει μια κοινωνία να τα θέτει όλα σε αμφισβήτηση, μπορούν να διατηρήσουν εύκολα τη φυσιογνωμία τους και τα πολιτικά πρόσωπα και οι πολιτικές γραμμές».

Πράξη επαναστατική η μνήμη, αλλά και πράξη γενναία. Οπως υπογραμμίζει ο Νίκος Τζαβάρας, «η μνήμη, συλλογική και ατομική, μας επιτρέπει να καταλάβουμε καλύτερα τη συμπεριφορά μας εντός του παρόντος. Το ανεξέλεγκτο παρόν μπορεί να ελεγχθεί και να κατανοηθεί μέσω της μνήμης, η οποία πρέπει να είναι ιδιότυπη μνήμη παρ' όλα αυτά. Δηλαδή, δεν είναι μόνο το ιστορικό πλαίσιο αλλά και το πώς έχει διαμορφωθεί ο ανθρώπινος ψυχισμός κάτω από συγκεκριμένες ιστορικές στιγμές. Δεν υπάρχει παντοδυναμία της ιστορικής στιγμής στη διαμόρφωση των αδυναμιών του ανθρώπου. Αυτές είναι εγγενείς, στη "Λευκή κορδέλα" εντοπίζονται και στα παιδιά».

Αρα, μήπως μέσω της ανάμνησης μπορούμε να δημιουργήσουμε μια ολική θεώρηση της ζωής και του πολιτισμού; «Δεν είναι εύκολο», απαντά ο Νίκος Τζαβάρας. «Νομίζω ότι η τέχνη διαδραματίζει έναν σημαντικό ρόλο στην περίπτωση αυτή, γιατί μας υποχρεώνει να αντιληφθούμε τους μηχανισμούς συνταύτισής μας με το καλό και το κακό, με την επιθετικότητα και την αγάπη, με τον έρωτα και να αντιμετωπίσουμε το γεγονός ότι υπάρχει μια συγγενής ετοιμότητα στον άνθρωπο να αποδεχτεί το κακό».

Δεν είναι τυχαίο ότι οι «ιστορικές ταινίες» προκαλούν έντονες δημόσιες συζητήσεις. Η άμεση ή έμμεση αναφορά στο ιστορικό παρελθόν βάζει βασανιστικά ερωτήματα. «Υπάρχουν τελικά καλοί και κακοί;», «Είμαστε όλοι ικανοί να διαπράξουμε εγκλήματα;», «Γιατί θέλουμε να απωθήσουμε τα τραύματά μας;».

Και τότε η ελπίδα, που αρχίζει να σχηματίζεται δειλά, είναι ότι όταν η κοινωνία μπορέσει να αντιμετωπίσει το παρελθόν τραυματικό γεγονός, αποδεχτεί την ψυχική συνύπαρξη του καλού με το κακό και συνειδητοποιήσει, όπως λέει ο Νίκος Τζαβάρας, ότι «συγγνώμη θα πει να ανακαλύπτω ποιότητες του εχθρού μου, του "ξένου" και σε μένα», τότε μπορεί να διώξει από πάνω της τον γερασμένο εαυτό της και να ξαναμπεί δυναμικά στο παιχνίδι της ζωής, όπου θα συναντήσει τις ανάγκες που βάζει μπροστά μας επιτακτικά το σήμερα. *