Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2009

Ο θεατής απέναντι σε νωπά τραύματα και ενοχές



Βούλγαρης - Χάνεκε
Της ΗΛΕΚΤΡΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΥ
Εδώ και ένα μήνα, το κινηματογραφικό κοινό δείχνει την προτίμησή του για δύο ταινίες: την ελληνική «Ψυχή Βαθιά» του Παντελή Βούλγαρη και τη γερμανική «Λευκή κορδέλα» του Μίκαελ Χάνεκε.
Φαινομενικά ασύνδετες μεταξύ τους, οι ταινίες τοποθετούν τις δραματικές τους ιστορίες σ' ένα ιστορικό φόντο. Η ελληνική διαδραματίζεται στα βουνά του Γράμμου το 1949 και τελειώνει με τη λήξη του ελληνικού εμφύλιου πολέμου. Η γερμανική εκτυλίσσεται σ' ένα μικρό χωριό της βόρειας Γερμανίας το 1913-14 και τελειώνει με την κήρυξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Βασισμένη σε πραγματικά ιστορικά γεγονότα η «Ψυχή Βαθιά», ταινία μυθοπλασίας με ιστορικό υπόβαθρο η «Λευκή κορδέλα».

Οι δύο ταινίες αναμετρώνται με τελείως διαφορετικό τρόπο με τις διαδρομές του ανθρώπινου δράματος μέσα στην ιστορία. Κι, όμως, το αφηγηματικό κέντρο και στις δύο το «κατοικούν» παιδιά και έφηβοι. Παιδιά που εμπλέκονται στον κόσμο των ενηλίκων σε κρίσιμες ιστορικές στιγμές, που βιώνουν δραματικά το ιστορικό γίγνεσθαι, που μεταφέρουν τη σκληρότητα της κοινωνίας που τους ανέθρεψε, παιδιά που συμμετέχουν στο έγκλημα.

Η γερμανική ταινία σκαλίζει με χειρουργική επιμέλεια τα τραύματα της ιστορίας της, μιλάει για μια κοινωνία όπου το καλό και το κακό ενυπάρχουν σε όλους, όπου όλοι είμαστε ένοχοι και κυρίως τα συνήθως θεωρούμενα «αθώα» παιδιά. Επομένως, είμαστε όλοι υπόλογοι απέναντι στον εαυτό μας και στην κοινωνία και το κάθε άτομο παίρνει στα χέρια του την ατομική και κοινωνική του ευθύνη. Η ελληνική ταινία, στην άλλη άκρη, χαϊδεύει τα σημάδια από τα τραύματα της ελληνικής ιστορίας, υποστηρίζει ότι είμαστε κατ' αρχήν αθώοι -κυρίως τα παιδιά- και υποδεικνύει σαν τους μόνους κατ' ουσίαν ενόχους τους «άλλους», τους «ξένους». Ετσι όμως δεν αντιμετωπίζει το κακό στην εσωτερική ψυχική μας συγκρότηση, στη σχέση μας με την κοινωνία δεν αφήνει χώρο για το αίσθημα της προσωπικής ευθύνης και ο άνθρωπος δεν αισθάνεται ότι συμμετέχει ο ίδιος στη διαμόρφωση της ζωής και του κόσμου γύρω του.

Εάν λοιπόν υποθέσουμε αφενός ότι το σινεμά είναι παιδί της κοινωνίας μέσα στην οποία δημιουργείται και αφετέρου ότι η κινηματογραφική εικόνα του παρελθόντος δεν είναι απλά μια συνεκδοχή της ιστορίας αλλά η υπενθύμιση «από πού προέρχεται το σήμερα», γεννιέται το εξής ερώτημα: Γιατί μία κοινωνία σαν τη γερμανική μπορεί να αφηγείται ιστορίες για τα συλλογικά τραύματα και τις ενοχές της τόσο κοντά στην πραγματικότητα και τόσο ελεύθερα, ενώ η δική μας μοιάζει να μην μπορεί ακόμα να διασχίσει τους δρόμους της αυτογνωσίας που θα τη βοηθήσουν να αναμετρηθεί με τα τραύματα του χθες, να συγκροτήσει την ταυτότητά της σήμερα για να προχωρήσει στο αύριο χωρίς εφιάλτες και χωρίς εκκρεμότητες;

Για να διερευνήσουμε το «τοπίο» συζητήσαμε με τον ψυχίατρο και ψυχαναλυτή Νίκο Τζαβάρα (πρόεδρο της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας και της Ελληνικής Ψυχιατρικής Εταιρείας), τον ιστορικό του 20ού αιώνα Τάσο Σακελλαρόπουλο (ιστορικός στο Μουσείο Μπενάκη) και με δύο ανθρώπους του σινεμά, τον Νίκο Σαββάτη (κριτικό-θεωρητικό του σινεμά) και τον Νίκο Παναγιωτόπουλο (συγγραφέα-σεναριογράφο). Και οι τέσσερις αντιμετωπίζουν τη διαδικασία της μνήμης και του παρελθόντος από διαφορετικές προσεγγίσεις - της Ιστορίας, της ψυχανάλυσης και της κινηματογραφικής αναπαράστασης.

ΝΙΚΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

Δεν θέλουμε το σινεμά να μας θυμίζει τον ζόφο

Το σινεμά εμπνέεται πολύ συχνά από την ιστορία. Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος έχει την άποψη ότι αυτό συμβαίνει επειδή «η ιστορία προσφέρει ένα τρομακτικό υλικό. Ουσιαστικά, ο κινηματογράφος τη ληστεύει προκειμένου να κάνει ωραίες ταινίες. Μπορεί να αντλήσει τη δραματική περίσταση από την ιστορία, ας πούμε την περίοδο του εμφυλίου, και από κει και πέρα να σταθεί στη δραματική ιστορία των ανθρώπων. Δεν περιμένουμε από μία ταινία την ιστορική αλήθεια».

Το σινεμά χτίζει εικόνες και αφηγήσεις. Πηγαινοέρχεται μπρος-πίσω στους δρόμους της μνήμης, που ενώνουν το χθες με το σήμερα. Και ενώ μπορεί να μην ακολουθεί την ενότητα της ιστορικής μνήμης, μπορεί να δημιουργεί «περάσματα» στις συνειδήσεις ώστε μιλώντας για το παρελθόν να μας μιλάει ουσιαστικά για το σήμερα. Οταν, όμως, χρησιμοποιεί την ιστορία αλλά δεν ανιχνεύει το συλλογικό τραύμα στο σκοτεινό ψυχικό του βάθος, τα περάσματα καταργούνται και η σχέση του με τη σημερινή κοινωνία είναι θολή και απροσδιόριστη. Αυτό συμβαίνει, πιστεύει ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, «επειδή ο ελληνικός κινηματογράφος δημιουργείται μέσα σε μια κοινωνία που δεν θέλει να ασχοληθεί σε βάθος με τα τραύματά της. Η λογοτεχνία το έχει κάνει λίγο περισσότερο γιατί έχει μεγαλύτερη ελευθερία. Ο κινηματογράφος δεν μπορεί να ακολουθήσει αυτόν τον δρόμο, είναι αυτοκτονικός. Κοστίζει πολλά! Η λογοτεχνία μπορεί να αψηφά το κοινό της, το σινεμά δεν μπορεί. Και το κοινό αυτό, όλοι μας, είμαστε ένα κοινό που δεν θέλουμε ο κινηματογράφος να μας υπενθυμίζει τον ζόφο».

ΝΙΚΟΣ ΣΑΒΒΑΤΗΣ

Το σινεμά βρίσκεται στον αφρό των πραγμάτων

Μέσα από την κινηματογραφική διήγηση σχηματοποιείται μια αφήγηση για το παρελθόν κι έτσι η κοινωνία λέει στον εαυτό της ιστορίες για τον εαυτό της. Αυτό που είναι πολύ ενδιαφέρον, λέει ο Νίκος Σαββάτης, είναι «όταν βλέπεις την ιστορία να μπαίνει από το πίσω μέρος, χωρίς να είναι αυτό το πρώτο μέλημα του σκηνοθέτη. Σήμερα, που υποτίθεται ότι το είδος της "ιστορικής ταινίας" έχει φτάσει στο όριό του, μπορούμε να βρούμε μια σοβαρή προσέγγιση της ιστορίας εκεί που δεν θα περιμέναμε να υπάρχει. Το σινεμά κάνει μια δουλειά τακτοποίησης, σαν κι αυτή του ασυνείδητου. Σε βοηθάει να δεις και να αντιμετωπίσεις το τραύμα. Ομως για να φτάσει μια κοινωνία στο επίπεδο της κινηματογραφικής αναπαράστασης πρέπει να υπάρξουν πριν διηγήσεις, να προηγηθούν άλλες αφηγήσεις, ιστορικές μαρτυρίες, ψυχικές καταθέσεις. Το σινεμά βρίσκεται στον αφρό των πραγμάτων. Η καθυστέρηση στην αντίδρασή του δεν συμβαίνει επειδή δειλιάζει, αλλά επειδή δεν μπορεί να καταγράψει το τραύμα όταν αυτό είναι νωπό».

Τ. ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΣ

Στην Ελλάδα ανανεώνουμε συνεχώς τα τραύματά μας

«Ψυχή βαθιά»: οι έφηβοι ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα του εμφυλίου «Ψυχή βαθιά»: οι έφηβοι ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα του εμφυλίου Εάν λοιπόν η κινηματογραφική αφήγηση βρίσκεται στον αφρό των ημερών, η ιστορία είναι εκείνη που θα ρίξει τα θεμέλια στα οποία θα ριζώσει η σχέση της κοινωνίας με το παρελθόν. Μέσα από αυτήν την επικοινωνία οι κοινωνίες ερευνούν και εν τέλει προσδιορίζουν την ταυτότητά τους.

Ο ιστορικός Τάσος Σακελλαρόπουλος πιστεύει ότι «ο διάλογος μεταξύ παρόντος και παρελθόντος στη ζωή είναι διαρκής και καλό είναι τη γέφυρα αυτή να την κάνουν οι ιστορικοί, οι άνθρωποι δηλαδή που έχουν επιλέξει ως επάγγελμα ακριβώς την ανασύσταση του παρελθόντος».

Η σχέση όμως της Ελλάδας με το παρελθόν της υπήρξε μέχρι σήμερα κάθε άλλο παρά αρμονική. «Οσο πιο κοντά ήταν τα ιστορικά γεγονότα τόσο μεγαλύτερο το βάρος, τόσο πιο δυσλειτουργική γινόταν η αποτίμησή τους. Διαρκώς υπήρχε μια ερμηνεία του παρελθόντος μέσα από το τρέχον παρόν. Αυτό προέκυπτε από την επιλεκτική επικοινωνία και τον διαρκή διάλογο που είχαν οι πολιτικές δυνάμεις με τμήματα του πληθυσμού και αυτομάτως διαμόρφωνε μια εμπόλεμη κατάσταση μεταξύ του παρόντος και του παρελθόντος».

Μέσα σε αυτό το εμπόλεμο, «όπου πάντοτε πρέπει να είναι άγγελος ο δικός μας και διάολος ο εχθρός», όπως συμπληρώνει ο Τάσος Σακελλαρόπουλος, τα τραύματα δεν κλείνουν. «Γιατί σε αυτή τη διαδικασία μπαίνει και μια άρνηση του πένθους ή μια διαρκής επίκληση του τραύματος, που ανανεώνεται συνέχεια και ως εκ τούτου δεν προκύπτει τελικά η κατανάλωση του πένθους. Εχουμε, δηλαδή, τη συνεχή καλλιέργεια μιας νωπότητας στο τραύμα. Εκτός όμως από το τι θα επιδιώξουν οι ιστορικοί, μένει να δούμε εάν -τώρα που τα πάθη αμβλύνονται και η ιστορία παύει να είναι η περιοχή των συγκρούσεων- μπορεί η ίδια η κοινωνία να συγκρατήσει από την ιστορία της όσα θα τη βοηθήσουν να αντιμετωπίσει τα τραύματα και να επιβεβαιώσει την ενότητά της».

ΝΙΚΟΣ ΤΖΑΒΑΡΑΣ

Συγγνώμη θα πει «ανακαλύπτω ποιότητες του εχθρού μου και σε μένα»

Μέχρι σήμερα η στάση της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στο παρελθόν της είναι στάση άμυνας και φαντασίωσης. Αποφεύγουμε τις συγκρούσεις με τον εαυτό μας, πιστεύουμε ότι είμαστε οι αδικημένοι της ιστορίας και επιλέγουμε για συνοδοιπόρο πιο συχνά τη λήθη από τη μνήμη.

Αυτό, κατά τον ψυχαναλυτή Νίκο Τζαβάρα, συμβαίνει επειδή «λήθη σημαίνει ότι συντηρώ ορισμένες ιδεολογίες του παρελθόντος και τις αφήνω να αλλοιωθούν βαθμηδόν, χωρίς να τις υποβάλλω στο βάσανο ενός αποκαλυπτικού διαλόγου. Απαλύνονται τα πράγματα στην Ελλάδα διά μέσου της λήθης. Είναι ένας μηχανισμός εξαιρετικά αργός, αλλά όχι και ο πιο υπεύθυνος. Βλέπετε, στην κεντρική Ευρώπη μετά τον Διαφωτισμό υπάρχουν οι παραδόσεις μιας ανελέητης κριτικής και αυτοκριτικής. Νομίζω πως η ψυχανάλυση είναι αυτή που εκφράζει το μεγάλο ρεύμα του Διαφωτισμού. Η αυτοκριτική, που προκύπτει μέσω της ψυχανάλυσης, είναι αποκαλυπτική. Χωρίς αυτόν τον αποκαλυπτικό διάλογο, η λήθη μπορεί και συντηρεί τις αυταρχικές όψεις της αυθεντίας. Εάν δεν αρχίσει μια κοινωνία να τα θέτει όλα σε αμφισβήτηση, μπορούν να διατηρήσουν εύκολα τη φυσιογνωμία τους και τα πολιτικά πρόσωπα και οι πολιτικές γραμμές».

Πράξη επαναστατική η μνήμη, αλλά και πράξη γενναία. Οπως υπογραμμίζει ο Νίκος Τζαβάρας, «η μνήμη, συλλογική και ατομική, μας επιτρέπει να καταλάβουμε καλύτερα τη συμπεριφορά μας εντός του παρόντος. Το ανεξέλεγκτο παρόν μπορεί να ελεγχθεί και να κατανοηθεί μέσω της μνήμης, η οποία πρέπει να είναι ιδιότυπη μνήμη παρ' όλα αυτά. Δηλαδή, δεν είναι μόνο το ιστορικό πλαίσιο αλλά και το πώς έχει διαμορφωθεί ο ανθρώπινος ψυχισμός κάτω από συγκεκριμένες ιστορικές στιγμές. Δεν υπάρχει παντοδυναμία της ιστορικής στιγμής στη διαμόρφωση των αδυναμιών του ανθρώπου. Αυτές είναι εγγενείς, στη "Λευκή κορδέλα" εντοπίζονται και στα παιδιά».

Αρα, μήπως μέσω της ανάμνησης μπορούμε να δημιουργήσουμε μια ολική θεώρηση της ζωής και του πολιτισμού; «Δεν είναι εύκολο», απαντά ο Νίκος Τζαβάρας. «Νομίζω ότι η τέχνη διαδραματίζει έναν σημαντικό ρόλο στην περίπτωση αυτή, γιατί μας υποχρεώνει να αντιληφθούμε τους μηχανισμούς συνταύτισής μας με το καλό και το κακό, με την επιθετικότητα και την αγάπη, με τον έρωτα και να αντιμετωπίσουμε το γεγονός ότι υπάρχει μια συγγενής ετοιμότητα στον άνθρωπο να αποδεχτεί το κακό».

Δεν είναι τυχαίο ότι οι «ιστορικές ταινίες» προκαλούν έντονες δημόσιες συζητήσεις. Η άμεση ή έμμεση αναφορά στο ιστορικό παρελθόν βάζει βασανιστικά ερωτήματα. «Υπάρχουν τελικά καλοί και κακοί;», «Είμαστε όλοι ικανοί να διαπράξουμε εγκλήματα;», «Γιατί θέλουμε να απωθήσουμε τα τραύματά μας;».

Και τότε η ελπίδα, που αρχίζει να σχηματίζεται δειλά, είναι ότι όταν η κοινωνία μπορέσει να αντιμετωπίσει το παρελθόν τραυματικό γεγονός, αποδεχτεί την ψυχική συνύπαρξη του καλού με το κακό και συνειδητοποιήσει, όπως λέει ο Νίκος Τζαβάρας, ότι «συγγνώμη θα πει να ανακαλύπτω ποιότητες του εχθρού μου, του "ξένου" και σε μένα», τότε μπορεί να διώξει από πάνω της τον γερασμένο εαυτό της και να ξαναμπεί δυναμικά στο παιχνίδι της ζωής, όπου θα συναντήσει τις ανάγκες που βάζει μπροστά μας επιτακτικά το σήμερα. *

Δεν υπάρχουν σχόλια: