Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2009

Ο γόρδιος δεσμός του χρέους

«Ή θα αφανίσουμε το δημόσιο χρέος και τη διαφθορά ή αυτά θα αφανίσουν τη χώρα».
Με τη δήλωση αυτή η νέα υπουργός Παιδείας Αννα Διαμαντοπούλου επανέλαβε προεκλογικά κάτι που σοφά έχει δηλωθεί επανειλημμένα στο παρελθόν από μεγάλους πολιτικούς όπως ο Ανδρέας Παπανδρέου. Το πρόβλημα είναι πως την τελευταία 30ετία το χρέος σταθερά διογκούται, με τη χώρα να γονατίζει σήμερα.

Στο πρώτο εξάμηνο του 2009 το δημόσιο χρέος (κεντρική κυβέρνηση) της χώρας ανήλθε σε 292 δισ. ευρώ και είναι βέβαιο πως έως το τέλος του έτους θα έχει υπερβεί τα 300 δισ. ή το 122% του ΑΕΠ. Με τον συνυπολογισμό της «άσπρης τρύπας» των ασφαλιστικών ταμείων και των ΟΤΑ (γενική κυβέρνηση) το χρέος φτάνει τα 165 δισ. ή το 108% του ΑΕΠ, με πιθανότερη κατάληξη το 110%. Τα 3/4 του χρέους αυτού αφορούν εξωτερικό χρέος, συνημμένο στο «σκληρό» ευρώ. Αυτό σημαίνει πως σε συνθήκες διεθνούς οικονομικής ύφεσης ή στασιμότητας και αποπληθωρισμού θα είναι εξαιρετικά δύσκολη η συγκράτηση της ανόδου του.

Το 2010 προβλέπεται (με μηδενική ανάπτυξη) να αυξηθεί σε 115% του ΑΕΠ περίπου, δηλαδή 35 εκατοστιαίες μονάδες πάνω από τον προβλεπόμενο μέσο ευρωπαϊκό όρο (90% του ΑΕΠ). Και εάν την τελευταία 10ετία φάνηκε να συγκρατείται στα επίπεδα του 100% περίπου, αυτό οφείλεται περισσότερο στη διπλή λογιστική ανατίμηση του ΑΕΠ (ώστε να συμπεριληφθεί μέρος της παραοικονομίας) παρά στη σταθεροποιητική δράση της οικονομικής ανάπτυξης πάνω στην αύξησή του.

Οπως είναι γνωστό από την οικονομική θεωρία, η αύξηση του λόγου δημοσίου χρέους/ΑΕΠ εξαρτάται από τέσσερις παράγοντες:

α) Το τρέχον επίπεδο του λόγου χρέους/ΑΕΠ.

β) Το ρυθμό αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ.

γ) Το μέσο πραγματικό επιτόκιο με το οποίο εξυπηρετείται το εν λόγω χρέος, και

δ) Την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος ως ποσοστού στο ΑΕΠ (προκύπτει από το συνολικό δημόσιο έλλειμμα αν αφαιρεθούν οι τόκοι).

Στην ελληνική περίπτωση ο λόγος χρέους/ΑΕΠ έχει ανέλθει στο 110%, ενώ το ονομαστικό επιτόκιο με το οποίο εξυπηρετείται το χρέος είναι σταθερό (κατά 80%) και κυμαίνεται γύρω στο 4,5%. Οπότε με πληθωρισμό μηδενικό και έως 1% το πραγματικό επιτόκιο είναι 4%.

Για να μην έχουμε, λοιπόν, νέα διόγκωση του κρατικού χρέους ή πρέπει να πετύχουμε σαν οικονομία ένα πρωτογενές πλεόνασμα όσο οι τόκοι σαν ποσοστό στο ΑΕΠ (4-5%), ή πρέπει να πετύχουμε ένα ρυθμό ανάπτυξης αντίστοιχο, ή ένα συνδυασμό των δύο. Ομως, με την παγκόσμια οικονομία στο χάλι που είναι και την ελληνική υπερχρεωμένη, η ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια δεν μπορεί να υπερβεί σημαντικά το μηδέν.

Συνεπώς, το μεγάλο μέρος της όλης προσπάθειας πρέπει να προέλθει από τη διαμόρφωση πρωτογενών πλεονασμάτων (προϊόν της δημοσιονομικής εξυγίανσης) ή και τη μείωση του ονομαστικού επιτοκίου (αναδιάρθρωση-επιμήκυνση χρέους).

Και οι δύο αυτοί ενδιάμεσοι στόχοι είναι εξαιρετικά δύσκολο να προσεγγισθούν, αφού α) δεν προβλέπεται να αυξηθεί το ΑΕΠ το 2010, β) φέτος πάμε για πρωτογενές έλλειμμα 5-6% του ΑΕΠ και όχι για κάποιο πλεόνασμα (για να έμενε σταθερό το χρέος το 2010 θα χρειαζόταν πρωτογενές πλεόνασμα 5% του ΑΕΠ), ενώ γ) λόγω της ένταξής της στην Ε.Ε. η Ελλάδα δεν μπορεί να αναδιαρθρώσει το χρέος της απευθείας στις ξένες αγορές δεχόμενη ως αντάλλαγμα μια νομισματική υποτίμηση (όπως συνήθως γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις) αλλά πρέπει να ζητήσει την οικονομική αρωγή της Ε.Ε. ή την έκδοση ευρωομολόγου με χαμηλό επιτόκιο.

Αρα, το 2010 δεν πρόκειται να υπάρξει φρένο στη διόγκωση ελλείμματος και χρέους. Απλώς θα αρχίσει η προσπάθεια επιβράδυνσής τους, με σκοπό να αντιστραφεί η πορεία τους τα επόμενα έτη. Το πότε ακριβώς θα γίνει η αντιστροφή και πότε θα πλησιάσουμε πάλι το όριο ελλείμματος του 3% που θέλει η Ε.Ε. είναι κάτι που θα κριθεί στις διαβουλεύσεις με την Κομισιόν.

Εξ ου και η ανάγκη προετοιμασίας ενός σοβαρού προγράμματος σταθεροποίησης και ανάπτυξης.
Του Κ. ΚΑΛΛΩΝΙΑΤΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 18/10/2009

Το στοίχημα των 100 ημερών

Οποιαδήποτε λήψη αποφάσεων τούτη τη δύσκολη ώρα για την ελληνική οικονομία προαπαιτεί την πλήρη γνώση της κατάστασής της.
Η ανάπτυξη των τελευταίων ετών επιτεύχθηκε χωρίς να βελτιωθεί το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας, όπως αυτό καταδεικνύεται από τη θέση της χώρας στη σχετική κατάταξη των διεθνών οργανισμών. Αυτό το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της εγχώριας παραγωγής, σε περιβάλλον ταχείας ανάπτυξης της ζήτησης, ταυτοχρόνως, οδήγησε σε άνοδο τις τιμές τόσο των αγαθών όσο, κυρίως, των υπηρεσιών. Οι ατέλειες και οι «κλειστότητες» των επιμέρους αγορών συνέτειναν στο ίδιο αποτέλεσμα. Σήμερα που η ζήτηση υποχωρεί ο πληθωρισμός περιορίζεται, χωρίς όμως για πολλά αγαθά και υπηρεσίες να έχει υποχωρήσει αναλόγως και η λεγόμενη «ακρίβεια» λόγω των μη ανταγωνιστικών αγορών.

Η ανάπτυξη της ζήτησης κατά την περίοδο 1995-2008 επιτεύχθηκε, ειδικότερα, χωρίς να αξιοποιηθεί το εργασιακό δυναμικό της χώρας, το οποίο συνεχίζει να υποαπασχολείται κατά έναν λανθάνοντα «ορθολογικό» τρόπο, καθώς το θεσμικό πλαίσιο δεν ενθαρρύνει την εγχώρια παραγωγική δραστηριότητα στην Ελλάδα, και άρα και την απασχόληση που συνεπάγεται αυτή η παραγωγική δραστηριότητα. Το αποτέλεσμα το βλέπετε στους δρόμους και στα προαύλια των δημόσιων οργανισμών όπου πηγαινοέρχονται άπραγοι άνεργοι, άεργοι και «εργαζόμενοι» στα προγράμματα stage.

Επιπλέον, όσον αφορά ειδικότερα τις αγορές εργασίας, το σχετικό πλέγμα των φορολογικών και άλλων κινήτρων φαίνεται να μην ευνοεί τη μισθωτή εργασία σε σύγκριση με την αυτοαπασχόληση, αλλά και σε σύγκριση με τη χρήση του -εγκατεστημένου- κεφαλαίου. Αυτή η πραγματικότητα συσχετίζεται σημαντικά με την έντονα προοδευτική φορολογική επιβάρυνση των εισοδημάτων από μισθωτή εργασία, την ίδια ώρα που η αντίστοιχη επιβάρυνση της «εναλλακτικής» αυτοαπασχόλησης, λόγω φοροδιαφυγής και χαμηλών ασφαλιστικών εισφορών, είναι πολύ χαμηλότερη.

Από την άλλη, όμως, η αυτοαπασχόληση έχει μεγαλύτερο κόστος εισόδου, καθώς οι αγορές είναι κλειστές. Το αποτέλεσμα είναι ένας διπλός αποκλεισμός, ιδίως για τους νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας: Η μισθωτή εργασία υπερφορολογείται αλλά και οι αγορές της αυτοαπασχόλησης και των επαγγελμάτων είναι κλειστές. Ολη αυτή η κατάσταση σχετίζεται όμως κρίσιμα (και) με τη χαμηλή ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, και άρα την ανικανότητά της να παράγει, δηλαδή να απασχολήσει το διαθέσιμο εργατικό δυναμικό.

Η αύξηση του ΑΕΠ μέχρι το 2008, παρ' όλο που η παραγωγή και η απασχόληση διατηρήθηκαν σε χαμηλά επίπεδα λόγω της χαμηλής ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, οφείλεται σε πολύ συγκεκριμένους παράγοντες. Δηλαδή, στις θετικές επιπτώσεις που είχε η ένταξη στην ΟΝΕ στη μακροοικονομική σταθεροποίηση, και την παράλληλη δημιουργία της ιδιωτικής πίστης στη χώρα μετά την απομάκρυνση των σχετικών διοικητικών απαγορεύσεων. Οφείλεται στις αυξημένες εισροές από τη ναυτιλία, τον τουρισμό, την κτηματαγορά, αλλά και τα κοινοτικά κονδύλια. Η σχετικώς ταχεία λοιπόν αυτή ανάπτυξη του ΑΕΠ, σε συνδυασμό με τη συγκράτηση της εγχώριας απασχόλησης, οδηγεί σε μια λανθάνουσα ή τεχνητή αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, όπως μετριέται από τη «ζήτηση προς απασχόληση», παρ' όλο που η ανταγωνιστικότητα της εγχώριας παραγωγής παραμένει πολύ χαμηλή.

Την ίδια ώρα, οι υψηλές επενδύσεις συνδυάζονται ιδανικά με μια υποστήριξη από τα κοινοτικά διαρθρωτικά ταμεία και την ευκολότερη χρηματοδότηση από το πιστωτικό σύστημα, μέχρι πρότινος τουλάχιστον. Συμπερασματικά, είχαμε υψηλή ζήτηση και υψηλές τιμές (λόγω και των κλειστών επιμέρους αγορών), υψηλή επένδυση (αλλά μη αποδοτική, κακώς χρησιμοποιούμενη), χαμηλή απασχόληση και όλο αυτό οδήγησε σε έναν συνδυασμό φαινομενικά υψηλής παραγωγικότητας και... χαμηλής ανταγωνιστικότητας.

Ολες οι προαναφερόμενες αδυναμίες έχουν σημαντικές επιπτώσεις και στα δημοσιονομικά μεγέθη της χώρας, τόσο λόγω της συνακόλουθης υστέρησης των εσόδων από φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων και ασφαλιστικών εισφορών όσο και λόγω της συγκέντρωσης ενός υπερβολικά μεγάλου μέρους του συνολικού δανεισμού της χώρας στο Δημόσιο, ο οποίος όμως τελικώς καθορίζει και την πιστοληπτική ικανότητα όλης της οικονομίας και άρα το κόστος δανεισμού.

Σε ό,τι αφορά την αγορά εργασίας, τα στοιχεία δείχνουν ότι η αντιμετώπιση των αδυναμιών της μάλλον απαιτεί μια στρατηγική με τρεις παράλληλους άξονες. Τη μείωση της προοδευτικότητας των επιβαρύνσεων στη μισθωτή εργασία, την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής αλλά και της διακριτής πολιτικής εισφορών που ευνοεί την αυτοαπασχόληση και, κυρίως, το με κάθε μέσο άνοιγμα των κλειστών αγορών με την ενίσχυση της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Αμεσα όλα αυτά, στις 100 πρώτες μέρες.
Του ΘΟΔΩΡΗ ΠΕΛΑΓΙΔΗ Καθηγητής Οικονομικής Ανάλυσης στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 18/10/2009

Το νόημα του 1989

Ποια θα είναι η τύχη του κομμουνιστικού ιδεώδους μετά την ιστορική ήττα που σηματοδοτεί η πτώση του Τοίχους το 1989; Απαντάει ο γάλλος ιστορικός Φρανσουά Φιρέ
Το ακόλουθο κείμενο του γάλλου ιστορικού Φρανσουά Φιρέ (1927-1997) δημοσιεύτηκε το 1994 σε ειδικό αφιέρωμα για τα τριάντα χρόνια από την ίδρυση του περιοδικού «Le Noubel Observateur», του οποίου ο Φιρέ υπήρξε τακτικός συνεργάτης.

Η ιστορία θα πει αναμφίβολα ότι μεταξύ των μεγάλων διανοητικών και πολιτικών υποχρεώσεων, που ανέλαβε το περιοδικό «Le Noubel Observateur» εδώ και τριάντα χρόνια, η κριτική του κομμουνισμού εμφανίζεται στην πρώτη γραμμή. Δεν είναι το μικρότερο παράδοξο, ούτε και η μικρότερη τιμή αυτού του περιοδικού της αριστεράς, το ότι διατήρησε αυτή την πορεία πλεύσης στο εσωτερικό μιας αριστεράς, στην οποία το Κομμουνιστικό Κόμμα απολάμβανε μια τόσο ευρεία απήχηση και διέθετε τόσο σημαντικό κύρος.

Αυτή η ελευθερία πνεύματος θα μας είναι ακόμα περισσότερο αναγκαία σε αυτό το τέλος του αιώνα από όσο μας ήταν στα τελευταία τριάντα χρόνια. Γιατί μολονότι σήμερα για το γρήγορο και πλήρες ναυάγιο του σοβιετικού κομμουνισμού βασιλεύει η σιωπή, που ακολουθεί τις μεγάλες καταρρεύσεις, παραμένει το καθήκον να αποκρυπτογραφηθούν το νόημα και η σημασία αυτής της καταστροφής. Πρέπει να κατανοήσουμε το γιατί έγινε η κατάρρευση και με τόσο παράξενο τρόπο, σχεδόν σαν να προετοιμάστηκε από τον τελευταίο ηγέτη του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ενωσης.

Υπάρχει όμως ένα μυστήριο ακόμα πιο βασανιστικό, επειδή μας παραπέμπει στο μέλλον, και είναι το να μάθουμε τι θα απογίνει το κομμουνιστικό ιδεώδες, τώρα που αυτό στερήθηκε την εδαφική του ενσάρκωση: Θα γίνει το σάβανο μιας νεκρής ελπίδας, το τέλος μιας εποχής, ή θα γίνει το ανανεωμένο εργαλείο ενός νέου μεσσιανισμού, απαλλαγμένου από τη ρωσική υποθήκη;

Αν το κομμουνιστικό ιδεώδες υπήρξε τόσο ισχυρό και τόσο οικουμενικό στον 20ό αιώνα, αν αυτό πέρασε με τόση δύναμη τα σύνορα της Σοβιετικής Ενωσης για να γίνει ο σοβιετικός μύθος ισχυρός παντού, τόσο στη Δύση όσο και στον αναπτυσσόμενο κόσμο, αυτό συνέβη επειδή είναι μια ιδέα για την οικουμενικότητα των ανθρώπων, χριστιανικής και δημοκρατικής προέλευσης, απαλλαγμένη όμως από την ιστορική της σύνδεση με τον καπιταλισμό.

Το κομμουνιστικό ιδεώδες συνδέεται αδιαχώριστα με τη σύγχρονη δημοκρατία. Λειτούργησε ως η άλλη όψη της, ο έλεγχος της συνείδησής της, το μέλλον της, όπως μπορούμε να το δούμε στην ευρωπαϊκή ιστορία μετά τη Γαλλική Επανάσταση. Είναι στο βάθος, παρά τις προσπάθειες του Μαρξ να το μετατρέψει σε αναγκαιότητα, μια πίστη, ένα ηθικό ιδεώδες του μέλλοντος.

Αν θέλουμε να αντιληφθούμε τη δύναμη αυτής της πίστης, αρκεί να δούμε, για παράδειγμα, το πώς το κομμουνιστικό ιδεώδες δεν έπαψε να επιδιορθώνεται από τους θιασώτες του, προκειμένου να επιβιώσει από τις διαψεύσεις της εμπειρίας. Θα είχε ενδιαφέρον να γραφεί η ιστορία της διαδοχής των «ρεβιζιονισμών», που σημαδεύει τη ζωή της μαρξιστικής διανόησης, με μοναδικό σκοπό να διασώσουν το κομμουνιστικό ιδεώδες από τις τραγωδίες που το έχουν εκθέσει. Ομως, το καινούριο στοιχείο της κατάστασης, μετά το 1989 στην Κεντρική Ευρώπη και μετά το 1991 στην πρώην Σοβιετική Ενωση, συνδέεται με το ότι η κατάρρευση του κομμουνισμού, με τους τρόπους με τους οποίους εκδηλώθηκε, κλείνει τον δρόμο σε κάθε ρεβιοζιονισμό.

Ο Ντούμπτσεκ στην εξουσία στην Πράγα θα μπορούσε να ενσαρκώνει έναν άλλο κομμουνισμό, αλλά όχι ο Χάβελ. Ο Γκορμπατσόφ στη Μόσχα διατήρησε επί μακρόν αυτή την αμφισημία, αλλά αυτή δεν υπάρχει πλέον επί Γέλτσιν. Πάνω στα ερείπια των κομμουνιστικών καθεστώτων δεν εμφανίζεται τίποτε άλλο εκτός από το γνωστό ρεπερτόριο της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Αντί να είναι μια εξερεύνηση του μέλλοντος, η σοβιετική εμπειρία δεν είναι πλέον παρά μια παρένθεση στην πορεία προς τα μπρος της φιλελεύθερης δημοκρατίας.

Από αυτό όμως προκύπτει επίσης ότι εμείς ζούμε ήδη σε ένα κλειστό πολιτικό σύμπαν, χωρίς κανέναν άλλο ορίζοντα εκτός από τον κόσμο στον οποίο ζούμε. Κατάσταση εντελώς νέα, αν πάρουμε υπόψη μας ότι, εδώ και δύο αιώνες, η πολιτική στην Ευρώπη δεν έπαψε να τροφοδοτείται με ιδέες και πάθη από τις ριζοσπαστικές κριτικές του καπιταλισμού και της φιλελεύθερης δημοκρατίας στο όνομα μιας πιο οργανωμένης ή πιο αδελφικής κοινωνίας: στα δεξιά ήταν η νοσταλγία των ιεραρχιών, στα αριστερά ήταν η ελπίδα του σοσιαλισμού. Σήμερα και η μια και η άλλη είναι νεκρές. Να 'μαστε, λοιπόν, καταδικασμένοι να ζούμε στον κόσμο στον οποίο ζούμε.

Η σύγχρονη δημοκρατία μπορεί να ζήσει χωρίς επαναστατική ουτοπία, δηλαδή χωρίς την άρνηση του εαυτού της; Από όλα τα καθεστώτα που εμφανίστηκαν στην ιστορία, η δημοκρατία είναι εκείνο που εκδηλώνει την πιο ισχυρή τάση να κατασκευάζει εχθρούς ακόμη και μεταξύ αυτών που ευεργετεί. Αυτή τροφοδοτεί από τη φύση της μια πλειοδοσία που έχει αναλυθεί από τον Τοκβίλ: όσο περισσότερο προοδεύει η ισότητα των ανθρώπων τόσο περισσότερο το συναίσθημα ή η μνησικακία που συνδέονται με την ανισότητα μεγαλώνουν. Με άλλα λόγια, η σύγχρονη δημοκρατία συνδέεται αδιαχώριστα, όχι μόνον με το πάθος για την ισότητα, αλλά και με μια κλίση προς μιαν ουτοπική θεώρηση της ιστορίας.

Στον εικοστό αιώνα το κομμουνιστικό κίνημα ήταν εκείνο που κατηύθυνε αυτές τις συγκινησιακές διαθέσεις. Σήμερα που το τίμημα που πληρώθηκε στην ουτοπία βρίσκεται μπροστά στα μάτια μας, βρισκόμαστε απλώς σε μια προσωρινή περίοδο «μυθολογικής αμπώτιδος», σύμφωνα με την έκφραση του Εντγκάρ Μορέν, και αν ναι, ποιες νέες μυθολογικές επενδύσεις εμφανίζονται στον ορίζοντα; Ή μήπως το τέλος του κομμουνισμού τερματίζει έναν ιστορικό κύκλο που άνοιξε πριν από δύο αιώνες η Γαλλική Επανάσταση και, αν αυτό συμβαίνει, ποια θα είναι τα επίμαχα ζητήματα της δημοκρατικής πολιτικής; *
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 18/10/2009

Μεγάλες προσδοκίες

Ο ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ, Γεώργιος Ανδρέα Παπανδρέου Β', δεν έχει βέβαια τη ρητορική δεινότητα του Α'. Κάθε άλλο. Το τάλαντο αυτό όμως δεν έχει πια τόση σημασία. Τόσο μάλλον που ο νέος πρωθυπουργός έχει, όπως φαίνεται, καλούς λογογράφους.

Ούτε ο σημερινός πρωθυπουργός έχει την πολιτική ιδιοφυΐα του πατέρα του, συνδυασμένη μάλιστα με οικονομολογική γνώση διεθνούς κύρους, αλλά και δημεγερτική ικανότητα. Εχει, όμως, άξιους συνεργάτες. Σχημάτισε μια αξιόλογη κυβέρνηση που δίνει πολλές ελπίδες. Είναι συστηματικός, μεθοδικός, επίμονος. Ηταν πάντα συμπαθής στο κοινό. Με την αίγλη της νίκης, έγινε και λαοφιλής. Είναι μοντέρνος. Με πείρα στις διεθνείς επαφές του, που στην πραγματικότητα αξιώνουν λιγότερα από όσα νομίζουμε. Με οργανωτικές ικανότητες που δεν είχαν φανεί και έχουν, έτσι, εκπλήξει.

ΔΥΟ ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ βοήθησαν αποφασιστικά στην αναβάθμιση της εικόνας του Γιώργου Παπανδρέου. Η πρώτη ήταν η απαξιωτική εντύπωση που ήταν κάποτε διάχυτη γι' αυτόν και τη διέψευσε στην κοινή γνώμη το εσωκομματικό αλλά και το εκλογικό τελικά επίτευγμά του. Η δεύτερη ήταν η παταγώδης αποτυχία της Ν.Δ. στις πρόσφατες εκλογές και η καταρράκωση της εικόνας του Κώστα Καραμανλή. Η εξέλιξη των εντυπώσεων για τον τέως πρωθυπουργό ήταν αντίστροφη προς εκείνη του διαδόχου του. Στον δικομματισμό, με το έντονο αρχηγικό σύνδρομο, όταν απογοητεύει ο ένας, δημιουργεί ελπίδες ο άλλος.

ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ των προγραμματικών δηλώσεων του πρωθυπουργού στην εναρκτήρια ομιλία του την Παρασκευή, κατά τη διαδικασία της (δεδομένης) ψήφου εμπιστοσύνης, ήταν οραματικό, όπως ο ίδιος το χαρακτήρισε. Αν είναι και ρεαλιστικό -όπως πρόσθεσε- μένει να αποδειχθεί. Ηταν βέβαια γενικό. Οι ομιλίες των υπουργών που ακολουθούν την αρχική πρωθυπουργική τοποθέτηση (αλλά και την έκδοση της εφημερίδας τις πρωινές ώρες του Σαββάτου) έχουν σκοπό να εξειδικεύσουν τα διάφορα θέματα. Οι πρωθυπουργικές δηλώσεις της Παρασκευής καθορίζουν πάντως το πνεύμα και την πολιτική της νέας κυβέρνησης.

ΔΥΟ ΑΞΟΝΕΣ του πρωθυπουργικού λόγου είναι χαρακτηριστικοί. Αναπτύσσεται μια ρητορική ελπίδα -όχι όμως ανερμάτιστη- μέσα σ' ένα κλίμα καταστροφής:

* Στην οικονομία, πρώτα. «Κατάσταση έκτακτης ανάγκης», χωρίς όμως έκτακτα μέτρα για την αντιμετώπισή της. «Δημοσιονομικός εκτροχιασμός». «Η κατάσταση της οικονομίας είναι εκρηκτική». Είμαστε αντιμέτωποι με τις Βρυξέλλες που ζητάνε, πέρα από την καθαρότητα και τη διαφάνεια, «μέτρα που να ανταποκρίνονται υπεύθυνα και αποτελεσματικά στην κατάσταση της ύφεσης και της οικονομίας». Ποια, όμως, μπορεί να είναι αυτά, ενόψει των γνωστών απαιτήσεων, οικονομετρικής κυρίως φύσης, της Ε.Ε.; Η πράσινη ανάπτυξη, η αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος, η μείωση της κρατικής σπατάλης, ο εναλλακτικός τουρισμός είναι θετικά και ελπιδοφόρα. Είναι, όμως, δομικά και μακρόπνοα. Εναπόκειται στη διαπραγματευτική ικανότητα της κυβέρνησης να αποδείξει στους «εταίρους που ζητάνε τα αυτονόητα» ότι θα αντιμετωπιστεί έτσι η απελπιστική οικονομική συγκυρία.

* Στο σύστημα διακυβέρνησης, έπειτα, αλλά κυρίως. Ο κ. Παπανδρέου διαπίστωνε, ως βαθύτερο και σημαντικότερο αίτιο της κακοδαιμονίας μας, «μια πολυδιάστατη κρίση διακυβέρνησης, ηθικής, αξιών, θεσμών και εμπιστοσύνης». Εδώ τα προτεινόμενα μέτρα είναι επίσης σε σωστή κατεύθυνση, αλλά αόριστα και συχνά ανεπαρκή. Η

διαφάνεια, το «πόθεν έσχες», η σωστή και πλήρης λειτουργία των ΚΕΠ και του ΑΣΕΠ, αν επιτευχθούν, είναι μόνο προϋποθέσεις. Δεν είναι αποτελεσματικές πρακτικές για να μην είναι μόνο σύνθημα το «Πρώτα ο πολίτης». Η διάσπαση των μεγάλων εκλογικών περιφερειών δεν αρκεί για να επιφέρει «γερό χτύπημα στο μαύρο πολιτικό χρήμα». Ούτε είχαμε -την Παρασκευή τουλάχιστον- το παραμικρό δείγμα για το πώς θα ξεκαθαρίσουν οριστικά οι «σχέσεις της πολιτικής με την επικοινωνιακή εξουσία».

«ΝΑΙ ΜΠΟΡΟΥΜΕ» μας διαβεβαίωσε ο πρωθυπουργός σε στιλ Μπαράκ Ομπάμα («Yes, we can»). Μπορούμε, πάντως, να ελπίζουμε...
Του ΘΑΝΑΣΗ ΤΕΓΟΠΟΥΛΟΥ 18/10/2009