«Ή θα αφανίσουμε το δημόσιο χρέος και τη διαφθορά ή αυτά θα αφανίσουν τη χώρα».
Με τη δήλωση αυτή η νέα υπουργός Παιδείας Αννα Διαμαντοπούλου επανέλαβε προεκλογικά κάτι που σοφά έχει δηλωθεί επανειλημμένα στο παρελθόν από μεγάλους πολιτικούς όπως ο Ανδρέας Παπανδρέου. Το πρόβλημα είναι πως την τελευταία 30ετία το χρέος σταθερά διογκούται, με τη χώρα να γονατίζει σήμερα.
Στο πρώτο εξάμηνο του 2009 το δημόσιο χρέος (κεντρική κυβέρνηση) της χώρας ανήλθε σε 292 δισ. ευρώ και είναι βέβαιο πως έως το τέλος του έτους θα έχει υπερβεί τα 300 δισ. ή το 122% του ΑΕΠ. Με τον συνυπολογισμό της «άσπρης τρύπας» των ασφαλιστικών ταμείων και των ΟΤΑ (γενική κυβέρνηση) το χρέος φτάνει τα 165 δισ. ή το 108% του ΑΕΠ, με πιθανότερη κατάληξη το 110%. Τα 3/4 του χρέους αυτού αφορούν εξωτερικό χρέος, συνημμένο στο «σκληρό» ευρώ. Αυτό σημαίνει πως σε συνθήκες διεθνούς οικονομικής ύφεσης ή στασιμότητας και αποπληθωρισμού θα είναι εξαιρετικά δύσκολη η συγκράτηση της ανόδου του.
Το 2010 προβλέπεται (με μηδενική ανάπτυξη) να αυξηθεί σε 115% του ΑΕΠ περίπου, δηλαδή 35 εκατοστιαίες μονάδες πάνω από τον προβλεπόμενο μέσο ευρωπαϊκό όρο (90% του ΑΕΠ). Και εάν την τελευταία 10ετία φάνηκε να συγκρατείται στα επίπεδα του 100% περίπου, αυτό οφείλεται περισσότερο στη διπλή λογιστική ανατίμηση του ΑΕΠ (ώστε να συμπεριληφθεί μέρος της παραοικονομίας) παρά στη σταθεροποιητική δράση της οικονομικής ανάπτυξης πάνω στην αύξησή του.
Οπως είναι γνωστό από την οικονομική θεωρία, η αύξηση του λόγου δημοσίου χρέους/ΑΕΠ εξαρτάται από τέσσερις παράγοντες:
α) Το τρέχον επίπεδο του λόγου χρέους/ΑΕΠ.
β) Το ρυθμό αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ.
γ) Το μέσο πραγματικό επιτόκιο με το οποίο εξυπηρετείται το εν λόγω χρέος, και
δ) Την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος ως ποσοστού στο ΑΕΠ (προκύπτει από το συνολικό δημόσιο έλλειμμα αν αφαιρεθούν οι τόκοι).
Στην ελληνική περίπτωση ο λόγος χρέους/ΑΕΠ έχει ανέλθει στο 110%, ενώ το ονομαστικό επιτόκιο με το οποίο εξυπηρετείται το χρέος είναι σταθερό (κατά 80%) και κυμαίνεται γύρω στο 4,5%. Οπότε με πληθωρισμό μηδενικό και έως 1% το πραγματικό επιτόκιο είναι 4%.
Για να μην έχουμε, λοιπόν, νέα διόγκωση του κρατικού χρέους ή πρέπει να πετύχουμε σαν οικονομία ένα πρωτογενές πλεόνασμα όσο οι τόκοι σαν ποσοστό στο ΑΕΠ (4-5%), ή πρέπει να πετύχουμε ένα ρυθμό ανάπτυξης αντίστοιχο, ή ένα συνδυασμό των δύο. Ομως, με την παγκόσμια οικονομία στο χάλι που είναι και την ελληνική υπερχρεωμένη, η ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια δεν μπορεί να υπερβεί σημαντικά το μηδέν.
Συνεπώς, το μεγάλο μέρος της όλης προσπάθειας πρέπει να προέλθει από τη διαμόρφωση πρωτογενών πλεονασμάτων (προϊόν της δημοσιονομικής εξυγίανσης) ή και τη μείωση του ονομαστικού επιτοκίου (αναδιάρθρωση-επιμήκυνση χρέους).
Και οι δύο αυτοί ενδιάμεσοι στόχοι είναι εξαιρετικά δύσκολο να προσεγγισθούν, αφού α) δεν προβλέπεται να αυξηθεί το ΑΕΠ το 2010, β) φέτος πάμε για πρωτογενές έλλειμμα 5-6% του ΑΕΠ και όχι για κάποιο πλεόνασμα (για να έμενε σταθερό το χρέος το 2010 θα χρειαζόταν πρωτογενές πλεόνασμα 5% του ΑΕΠ), ενώ γ) λόγω της ένταξής της στην Ε.Ε. η Ελλάδα δεν μπορεί να αναδιαρθρώσει το χρέος της απευθείας στις ξένες αγορές δεχόμενη ως αντάλλαγμα μια νομισματική υποτίμηση (όπως συνήθως γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις) αλλά πρέπει να ζητήσει την οικονομική αρωγή της Ε.Ε. ή την έκδοση ευρωομολόγου με χαμηλό επιτόκιο.
Αρα, το 2010 δεν πρόκειται να υπάρξει φρένο στη διόγκωση ελλείμματος και χρέους. Απλώς θα αρχίσει η προσπάθεια επιβράδυνσής τους, με σκοπό να αντιστραφεί η πορεία τους τα επόμενα έτη. Το πότε ακριβώς θα γίνει η αντιστροφή και πότε θα πλησιάσουμε πάλι το όριο ελλείμματος του 3% που θέλει η Ε.Ε. είναι κάτι που θα κριθεί στις διαβουλεύσεις με την Κομισιόν.
Εξ ου και η ανάγκη προετοιμασίας ενός σοβαρού προγράμματος σταθεροποίησης και ανάπτυξης.
Του Κ. ΚΑΛΛΩΝΙΑΤΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 18/10/2009
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου