Οποιαδήποτε λήψη αποφάσεων τούτη τη δύσκολη ώρα για την ελληνική οικονομία προαπαιτεί την πλήρη γνώση της κατάστασής της.
Η ανάπτυξη των τελευταίων ετών επιτεύχθηκε χωρίς να βελτιωθεί το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας, όπως αυτό καταδεικνύεται από τη θέση της χώρας στη σχετική κατάταξη των διεθνών οργανισμών. Αυτό το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της εγχώριας παραγωγής, σε περιβάλλον ταχείας ανάπτυξης της ζήτησης, ταυτοχρόνως, οδήγησε σε άνοδο τις τιμές τόσο των αγαθών όσο, κυρίως, των υπηρεσιών. Οι ατέλειες και οι «κλειστότητες» των επιμέρους αγορών συνέτειναν στο ίδιο αποτέλεσμα. Σήμερα που η ζήτηση υποχωρεί ο πληθωρισμός περιορίζεται, χωρίς όμως για πολλά αγαθά και υπηρεσίες να έχει υποχωρήσει αναλόγως και η λεγόμενη «ακρίβεια» λόγω των μη ανταγωνιστικών αγορών.
Η ανάπτυξη της ζήτησης κατά την περίοδο 1995-2008 επιτεύχθηκε, ειδικότερα, χωρίς να αξιοποιηθεί το εργασιακό δυναμικό της χώρας, το οποίο συνεχίζει να υποαπασχολείται κατά έναν λανθάνοντα «ορθολογικό» τρόπο, καθώς το θεσμικό πλαίσιο δεν ενθαρρύνει την εγχώρια παραγωγική δραστηριότητα στην Ελλάδα, και άρα και την απασχόληση που συνεπάγεται αυτή η παραγωγική δραστηριότητα. Το αποτέλεσμα το βλέπετε στους δρόμους και στα προαύλια των δημόσιων οργανισμών όπου πηγαινοέρχονται άπραγοι άνεργοι, άεργοι και «εργαζόμενοι» στα προγράμματα stage.
Επιπλέον, όσον αφορά ειδικότερα τις αγορές εργασίας, το σχετικό πλέγμα των φορολογικών και άλλων κινήτρων φαίνεται να μην ευνοεί τη μισθωτή εργασία σε σύγκριση με την αυτοαπασχόληση, αλλά και σε σύγκριση με τη χρήση του -εγκατεστημένου- κεφαλαίου. Αυτή η πραγματικότητα συσχετίζεται σημαντικά με την έντονα προοδευτική φορολογική επιβάρυνση των εισοδημάτων από μισθωτή εργασία, την ίδια ώρα που η αντίστοιχη επιβάρυνση της «εναλλακτικής» αυτοαπασχόλησης, λόγω φοροδιαφυγής και χαμηλών ασφαλιστικών εισφορών, είναι πολύ χαμηλότερη.
Από την άλλη, όμως, η αυτοαπασχόληση έχει μεγαλύτερο κόστος εισόδου, καθώς οι αγορές είναι κλειστές. Το αποτέλεσμα είναι ένας διπλός αποκλεισμός, ιδίως για τους νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας: Η μισθωτή εργασία υπερφορολογείται αλλά και οι αγορές της αυτοαπασχόλησης και των επαγγελμάτων είναι κλειστές. Ολη αυτή η κατάσταση σχετίζεται όμως κρίσιμα (και) με τη χαμηλή ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, και άρα την ανικανότητά της να παράγει, δηλαδή να απασχολήσει το διαθέσιμο εργατικό δυναμικό.
Η αύξηση του ΑΕΠ μέχρι το 2008, παρ' όλο που η παραγωγή και η απασχόληση διατηρήθηκαν σε χαμηλά επίπεδα λόγω της χαμηλής ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, οφείλεται σε πολύ συγκεκριμένους παράγοντες. Δηλαδή, στις θετικές επιπτώσεις που είχε η ένταξη στην ΟΝΕ στη μακροοικονομική σταθεροποίηση, και την παράλληλη δημιουργία της ιδιωτικής πίστης στη χώρα μετά την απομάκρυνση των σχετικών διοικητικών απαγορεύσεων. Οφείλεται στις αυξημένες εισροές από τη ναυτιλία, τον τουρισμό, την κτηματαγορά, αλλά και τα κοινοτικά κονδύλια. Η σχετικώς ταχεία λοιπόν αυτή ανάπτυξη του ΑΕΠ, σε συνδυασμό με τη συγκράτηση της εγχώριας απασχόλησης, οδηγεί σε μια λανθάνουσα ή τεχνητή αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, όπως μετριέται από τη «ζήτηση προς απασχόληση», παρ' όλο που η ανταγωνιστικότητα της εγχώριας παραγωγής παραμένει πολύ χαμηλή.
Την ίδια ώρα, οι υψηλές επενδύσεις συνδυάζονται ιδανικά με μια υποστήριξη από τα κοινοτικά διαρθρωτικά ταμεία και την ευκολότερη χρηματοδότηση από το πιστωτικό σύστημα, μέχρι πρότινος τουλάχιστον. Συμπερασματικά, είχαμε υψηλή ζήτηση και υψηλές τιμές (λόγω και των κλειστών επιμέρους αγορών), υψηλή επένδυση (αλλά μη αποδοτική, κακώς χρησιμοποιούμενη), χαμηλή απασχόληση και όλο αυτό οδήγησε σε έναν συνδυασμό φαινομενικά υψηλής παραγωγικότητας και... χαμηλής ανταγωνιστικότητας.
Ολες οι προαναφερόμενες αδυναμίες έχουν σημαντικές επιπτώσεις και στα δημοσιονομικά μεγέθη της χώρας, τόσο λόγω της συνακόλουθης υστέρησης των εσόδων από φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων και ασφαλιστικών εισφορών όσο και λόγω της συγκέντρωσης ενός υπερβολικά μεγάλου μέρους του συνολικού δανεισμού της χώρας στο Δημόσιο, ο οποίος όμως τελικώς καθορίζει και την πιστοληπτική ικανότητα όλης της οικονομίας και άρα το κόστος δανεισμού.
Σε ό,τι αφορά την αγορά εργασίας, τα στοιχεία δείχνουν ότι η αντιμετώπιση των αδυναμιών της μάλλον απαιτεί μια στρατηγική με τρεις παράλληλους άξονες. Τη μείωση της προοδευτικότητας των επιβαρύνσεων στη μισθωτή εργασία, την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής αλλά και της διακριτής πολιτικής εισφορών που ευνοεί την αυτοαπασχόληση και, κυρίως, το με κάθε μέσο άνοιγμα των κλειστών αγορών με την ενίσχυση της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Αμεσα όλα αυτά, στις 100 πρώτες μέρες.
Του ΘΟΔΩΡΗ ΠΕΛΑΓΙΔΗ Καθηγητής Οικονομικής Ανάλυσης στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 18/10/2009
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου