Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2011

Η επιστροφή της συνετής κοινωνίας

21 Νοεμβρίου, 2011 // Συγγρ: // 4 Σχόλια
Του ΝΙΚΟΥ ΜΑΡΑΝΤΖΙΔΗ*
Ποτέ πριν, τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια, τόσο σημαντικό τμήμα της κοινωνίας δεν συντονίστηκε με τόση ακρίβεια για να αμφισβητήσει τόσο βαθιά μια απόφαση των πολιτικών ελίτ
Πριν από την έλευση της κρίσης, πολλοί είχαν επισημάνει την απομάκρυνση των πολιτών από την πολιτική. Η αποστασιοποίηση αυτή είχε όλα τα αντιπροσωπευτικά χαρακτηριστικά μιας βαθιάς κρίσης εμπιστοσύνης ανάμεσα στους πολίτες και τα κόμματα, το πολιτικό προσωπικό και εντέλει το ίδιο το πολιτικό σύστημα.
Η υψηλή αποχή αρχικά στις ευρωεκλογές του 2009 και στη συνέχεια στις δημοτικές εκλογές του 2010, σχολιάστηκαν έντονα. Οι έρευνες γνώμης επιβεβαίωναν λίγο πολύ αυτό που ακούγαμε δεξιά και αριστερά μιλώντας με φίλους και γνωστούς. Οι πολίτες αισθανόμενοι πως οι πολιτικοί δεν ανταποκρίνονται στο ύψος της ευθύνης τους, πως η διαφθορά έχει κατακυριεύσει τα πάντα, πως το κράτος ήταν ανίκανο να προσφέρει τις υπηρεσίες που το ίδιο υποσχόταν, είχαν αφεθεί στα αισθήματα αηδίας που ένιωθαν. Η αδράνεια και η έλλειψη πραγματικού ενδιαφέροντος είχε κατακλύσει, ιδιαίτερα, τα μεσαία στρώματα που έδειχναν απορροφημένα στις δικές τους επαγγελματικές και οικογενειακές δραστηριότητες.
Κι όμως υπήρχαν σημάδια πως η πολιτική παρέμενε κάτι το γοητευτικό για πολλούς, κάτι που τους έκανε να σηκωθούν από τους καναπέδες τους. Ιδιαίτερα, είχε σχολιαστεί η αυξημένη συμμετοχή των πολιτών στις εσωκομματικές εκλογές των δύο κομμάτων: του ΠΑΣΟΚ το 2007 και της ΝΔ, το 2009. Ανεξαρτήτως της αξίας του αποτελέσματος σε κάθε κόμμα η διαδικασία έμοιαζε να έχει συνεπάρει μεγάλο αριθμό πολιτών που έβλεπαν πως τους δίνονταν η δυνατότητα να διαμορφώσουν ένα κρίσιμο αποτέλεσμα.
Στη συνέχεια σιωπή. Σιωπή, μέχρι να εμφανιστούν οι αγανακτισμένοι. Οι τελευταίοι αιφνιδίασαν τη χώρα, τα κόμματα και τους πολιτικούς. Απόκτησαν κυρίως ισχύ από το μέγεθός τους, και επικοινώνησαν άμεσα με μεγάλα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας χάρη στην «λαϊκίστικη» αναμφίβολα, αμεσότητα της αντίδρασής τους. Οι μούντζες, δεν ήταν μέχρι τότε σε κανένα ρεπερτόριο κομματικής δράσης. Το όλο πανηγυριώτικο κλίμα, άρεσε στα Μέσα Ενημέρωσης, καθώς είχε αυτόν το εξπρεσιονισμό που μετατρέπει το γεγονός σε θέαμα. Ως αποτέλεσμα όλο και περισσότεροι άνθρωποι, αγανακτισμένοι και μη, να περνούν από το σημείο συγκέντρωσης, γεγονός που βοηθούσε στη συντήρηση του κλίματος εξέγερσης.
Οι αγανακτισμένοι, ήταν η πρώτη ευκαιρία πολιτικοποίησης ενός τμήματος των πολιτών που μέχρι τότε πιθανόν να μην είχαν ιδέα ούτε για τα στοιχειώδη της πολιτικής. Οι αγανακτισμένοι αποτέλεσαν το θερμόμετρο που έδειξε τον πυρετό ενός άρρωστου πολιτικού συστήματος και μιας αποσυνθεμένης σχέσης ανάμεσα στους πολίτες και την πολιτική.
Το πρόβλημα όμως με τα θερμόμετρα είναι πάντα το ίδιο. Μετρούν μόνο τη θερμοκρασία του ασθενή, δεν είναι η λύση για τη θεραπεία της ασθένειας. Μερικοί βέβαια παρέβλεψαν αυτό. Πίστεψαν πως με το να μαζεύεται ο κόσμος νυχθημερόν στους δρόμους, θα άλλαζαν τα πράγματα προς το καλύτερο.
Όμως, καθόλου συμπτωματικό, τίποτε τέτοιο δεν συνέβη. Για την ακρίβεια συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Το ασθενές πολιτικό σύστημα, τυφλωμένο από την αρρώστια του, θεώρησε πως ο υπέρτατος λαϊκισμός, η έλλειψη μέτρου και σύνεσης θα μπορούσε να το αναστήσει στα μάτια των πολιτών. Η έλλειψη σύνεσης και μέτρου χαρακτήρισε, δυστυχώς, κάθε τμήμα του κατεστημένου κομματικού συστήματος. Η αριστερή αντιπολίτευση πριμοδότησε κάθε εξαλλοσύνη. Η δεξιά κάθε εξωφρενικό αίτημα και στο τέλος, ο πρωθυπουργός επιχείρησε να τα διαχειριστεί όλα αυτά, εκτοξεύοντας την ανευθυνότητα στα ύψη.
Μέχρι εκείνο το σημείο, οι συνετοί πολίτες, οι άνθρωποι δηλαδή που από τη μια συνθλίβονται από την οικονομική κατάσταση και θλίβονται από την πολιτική παρακμή και από την άλλη κατανοούν πως η λύση δεν μπορούσε να προέλθει από κραυγές και μούντζες, παρακολουθούσαν την κατάσταση σιωπηλά και αμήχανα. Πολλές φορές έπιαναν τους εαυτούς τους να ταυτίζονται συναισθηματικά με τους αγανακτισμένους, όμως κατανοούσαν πως αυτό δεν οδηγούσε πουθενά.
Η δυναμική που εξέπεμψε η λύση Παπαδήμου, ανέδειξε και τη δυναμική αυτής της συνετής κοινωνίας. Η δική της διαμαρτυρία για τις ασχήμιες που προωθούσε από κοινού το πολιτικό σύστημα, λειτούργησε ως πρωτοφανής μοχλός πίεσης. Ποτέ πριν, τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια, τόσο σημαντικό τμήμα της κοινωνίας δεν συντονίστηκε με τόση ακρίβεια για να αμφισβητήσει τόσο βαθιά μια απόφαση των πολιτικών ελίτ.
Για πρώτη φορά μετά από καιρό, ένα σημαντικό τμήμα της κοινωνίας, από αυτό που πληρώνει σε πολλά επίπεδα το κόστος της κρίσης, αποφάσισε να κινητοποιηθεί με τους δικούς του τρόπους ειρηνικά αλλά αποφασιστικά, χωρίς συγκεντρώσεις μεν, αλλά με μεγάλους αριθμούς δε, προκειμένου να υπερασπιστεί την κοινή λογική και το δημόσιο συμφέρον. Ποτέ άλλοτε τα κόμματα εξουσίας δεν έδειξαν τόσο ξεκομμένα από την κοινωνική τους βάση και αυτό δεν οφείλεται μόνο στο χαρακτήρα των επιλογών που προς στιγμήν υιοθέτησαν, αλλά και στην ίδια την εξέγερση της συνετής κοινωνίας.
Αν αυτό σημαίνει, την επιστροφή στην πολιτική αυτού του τμήματος της κοινωνίας ή ήταν απλώς, ένα ξέσπασμα οργής χωρίς μελλοντική συνέχεια, ο χρόνος θα το δείξει. Πάντως υπάρχουν λόγοι να είμαστε αισιόδοξοι.
* Ο Νίκος Μαραντζίδης είναι ιδρυτικό μέλος του Κοινωνικού Συνδέσμου.

Σεισμολόγοι και μηχανικοί: δύο οπτικές της κρίσης

Σεισμολόγοι και μηχανικοί: δύο οπτικές της κρίσης

21 Νοεμβρίου, 2011 // Συγγρ: // 4 Σχόλια
Του ΑΡΙΣΤΟΥ ΔΟΞΙΑΔΗ*
 Οι εθνικές οικονομίες είναι σαν τα κτίρια που χτυπά ο σεισμός. Όσα έχουν θεμελιωθεί και κτιστεί σωστά, μπορεί να πάθουν ζημιές αλλά δεν καταρρέουν. Όσα χτίστηκαν νύχτα και με ψεύτικα δοκάρια θα πέσουν

Πόσο είναι παγκόσμια και πόσο ελληνική τούτη η κρίση που βιώνουμε; Είναι παγκόσμια, γιατί οφείλεται στις φούσκες που δημιούργησε ο χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός, λένε πολλοί. Είναι ειδικότερα ευρωπαϊκή, γιατί οφείλεται στους ελλατωματικόυς θεσμούς της ευρωζώνης, συμπληρώνουν κάποιοι. Είναι όμως και ελληνική, γιατί εμείς είχαμε πολυ πιο θεμελιακά προβλήματα από τις άλλες δυτικές οικονομίες, σημείωνουν μερικοί.
Είναι αλήθεια ότι η παγκόσμια οικονομία έγινε πολύ πιο ασταθής τις τελευταίες δεκαετίες, επειδή αναπτύχθηκε μια αγορά κεφαλαίων σε μεγάλο βαθμό αποκομμένη από την «πραγματική» οικονομική δραστηριότητα που υποτίθεται ότι χρηματοδοτούσε. Αλλά η αστάθεια της κεφαλαιαγοράς δεν έπληξε με τον ίδιο τρόπο και την ίδια ένταση όλες τις χώρες. Η παγκόσμια οικονομία είναι όπως μια ήπειρος που δονείται κατά καιρούς από σεισμούς. Οι εθνικές οικονομίες είναι σαν τα κτίρια που χτυπά ο σεισμός. Όσα έχουν θεμελιωθεί και κτιστεί σωστά, μπορεί να πάθουν ζημιές αλλά δεν καταρρέουν. Όσα χτίστηκαν νύχτα και με ψεύτικα δοκάρια θα πέσουν.
Σκέφτομαι τις διαφορετικές αντιδράσεις των οικονομολόγων στην κρίση, αλλά και των πολιτών γενικά. Στο ένα άκρο είναι οι σεισμολόγοι: αναλύουν διεξοδικά τη δυναμική των διεθνών αγορών, και καταλήγουν ότι χρειάζονται πολύ μεγάλες αλλαγές σε παγκόσμιο επίπεδο, ή έστω σε ευρωπαϊκο, για να πάψει η αστάθεια, ώστε να είναι ασφαλείς οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά από απότομες μεταβολές στην προσφορά κεφαλαίων ή στη ζήτηση προϊόντων. Από την άλλη οι πολιτικοί μηχανικοί: ξέρουν οτι πάντα θα υπάρχει κίνδυνος σεισμού και ασχολούνται με το τοπικό πρόβλημα, δηλαδή με την ποιότητα κατασκευής του κάθε κτιρίου. Και οι οικονομολόγοι που εξηγούν ότι οι οικονομίες που διατηρούν ορισμένες ισορροπίες είναι λιγότερο επιρρεπείς στις κρίσεις, και αναπτύσσονται καλύτερα μακροπρόθεσμα.
Ποιοί είναι πιο χρήσιμοι; Μερικοί σεισμολόγοι είναι χρήσιμοι, για να προειδοποιούν για το μέγεθος των κινδύνων. Και επειδη, σε αντίθεση με τη δομή της γης, η δομή της παγκόσμιας οικονομίας μπορεί να τροποποιηθεί με πολιτικές διαδικασίες, οι σεισμολόγοι-οικονομολόγοι είναι απαραίτητοι για να προτείνουν τις ρυθμίσεις εκείνες που θα ελαχιστοποιήσουν την αστάθεια. Είναι όμως πραγματικά χρήσιμοι μόνο εκεί που λαμβάνονται οι αποφάσεις, δηλαδή στο διακρατικό και διεθνές επίπεδο. Στα καφενεια της επικράτειας, καρεκλάτα, έντυπα ή ηλεκτρονικά, λίγα μπορούν να προσφέρουν, πέρα από μια γενική εικόνα στον πολίτη για αυτά που συμβαίνουν στον κόσμο.
Οι μηχανικοί όμως είναι χρήσιμοι σε κάθε τόπο, γιατί εξηγούν στον πολίτη τι πρέπει να κάνει για να μην καταστρέφεται το βιός του από τους σεισμούς, και τι να απαιτήσει από τους πολιτικούς σε προδιαγραφές δόμησης. Μεχρί οι σεισμολόγοι να βρουν τον τροπο να εξαλείψουν τους σεισμούς, η χώρα χρειάζεται πολυ περισσότερο τους μηχανικούς. Μέχρι να αλλάξει η ευρωπαϊκή και παγκόσμια οικονομική διακυβέρνηση, οι οικονομολόγοι που αρθρογραφούν περι αυτής μπορεί να προσφέρουν ενδιαφέρον θέαμα στα καφενεία, αλλά ελάχιστα βοηθάνε στη ζωή μας. Ενώ αυτοί που προτείνουν μεταρρυθμίσεις σε εθνικό επίπεδο, και εξηγούν πως μπορούν να δημιουργηθούν νέες πιο σταθερές δουλειές μεσοπρόθεσμα, προσφέρουν πραγματική βοήθεια.
Κι όμως, ο δημόσιος διάλογος για την κρίση αναλώνεται πολύ περισσότερο σε σεισμολογία παρά σε μηχανική. Η σεισμολογία αρέσει, γιατι δεν προτρέπει τον θεατή να κάνει κάτι. Του προσφέρει μια προνομιακή θέση σε ταινία καταστροφής, που έχει και ήρωες που ίσως στο τέλος αποτρέψουν το κακό. Η μηχανική όμως είναι πρακτικό εγχειρίδιο. Δεν έχει καμία αξία αν δε σηκωθείς από την πολυθρόνα να εφαρμόσεις τα διδάγματα. Με την μία ξορκίζεις το κακό, με την άλλη το προλαβαίνεις. Χρειζόμαστε να ακούμε περισσότερο τους μηχανικούς.
* Ο Αρίστος Δοξιάδης είναι ιδρυτικό μέλος του Κοινωνικού Συνδέσμου.

Κράτος για φτύσιμο!

22 Νοεμβρίου, 2011 // Συγγρ: // Κανένα Σχόλιο
Του ΧΑΡΙΔΗΜΟΥ Κ. ΤΣΟΥΚΑ*
Το πρόβλημα της χώρας δεν είναι ούτε τα Μνημόνια, ούτε η κρίση του ευρώ, ούτε καν οι διεφθαρμένοι πολιτικοί της. Είναι κάτι πολύ βαθύτερο: η μη κυβερνησιμότητα της χώρας

Πόσο δύσκολο είναι να πάρεις αυτό το κράτος στα σοβαρά! Λεφτά δεν έχει αλλά αφήνει πάνω από μισό εκατομμύριο εκκαθαριστικά ανεξέλεγκτα, ενώ ακόμη δεν έχει εισπράξει τους φόρους ακίνητης περιουσίας για το 2009, το 2010 και το 2011! Ανακοινώνει μέτρα, αλλά τα εφαρμόζει λάθος. Επιβάλλει τέλη, αλλά κάνει εξαιρέσεις την τελευταία στιγμή. Λέει και ξελέει. Η αναξιοπιστία που χαρακτηρίζει τη χώρα στο εξωτερικό έχει ρίζες στη βαθιά αναξιοπιστία που διακρίνει τη συμπεριφορά του ελλαδικού κράτους στο εσωτερικό. Φυσικά, δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά – η χώρα είναι μία!
Η περίπτωση του τέλους ακινήτων είναι χαρακτηριστική. Ας αφήσουμε προς στιγμήν έξω από τη συζήτηση πόσο βλαπτικό είναι ένα τέτοιο τέλος για μια οικονομία που βρίσκεται για τρίτη συνεχή χρονιά σε ύφεση. Ας μη σχολιάσουμε την ανορθόδοξο μέθοδο ένας κοινωφελής ημικρατικός οργανισμός να εισπράττει τέλη ακινήτων για λογαριασμό του κράτους. Έστω κι έτσι, δεν μπορεί να υπάρξει λίγη σοβαρότητα στην υλοποίηση; Άνθρωποι που έχουν εξαιρεθεί από την καταβολή του τέλους καλούνται να το πληρώσουν πρώτα, και να απαιτήσουν την επιστροφή του αργότερα! Η ΔΕΗ έχει κάνει πληθώρα λαθών στον υπολογισμό του τέλους, βασιζόμενη σε στοιχεία που της έχουν δώσει οι δήμοι. Οι εφορίες δεν μπορούν, λένε, να κάνουν τίποτε και παραπέμπουν τους πολίτες στους δήμους, οι οποίοι με τη σειρά τους τους στέλνουν στις εφορίες και τη ΔΕΗ! Και η ΔΕΗ ανακοινώνει ότι, μετά από αίτημα του υπουργείου Οικονομικών, δεν θα διακόπτει την παροχή ηλεκτροδότησης σε όσους δεν πληρώσουν το τέλος ακινήτων!
Γιατί τότε να πληρώσουμε το τέλος ακινήτων, αφού δεν θα υπάρχουν κυρώσεις; Δεν υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να εκφυλισθεί το μέτρο; Κι αν το μέτρο είναι τόσο σημαντικό για την αύξηση των δημόσιων εσόδων, δεν θάπρεπε αξιόπιστα να επιδιωχθεί η είσπραξη του τέλους; Κι όσοι πλήρωσαν το τέλος δεν αδικούνται έναντι αυτών που δεν θα το πληρώσουν, δίχως κυρώσεις;
Βλέπετε τη μεγάλη εικόνα; Ένα κωμικής αναποτελεσματικότητας κράτος που δεν μπορεί να εισπράξει ούτε φόρους και τέλη, ούτε να μαζέψει σκουπίδια, ούτε να επιβάλλει το νόμο για την απαγόρευση του καπνίσματος! Αυτό το κράτος τυραννά τους πολίτες με κάθε τρόπο: τους στέλνει στις ουρές των ταμείων του να σπαταλούν χρόνο για σφάλματα δικά του, ζητά διαρκώς από τους συνεπείς να πληρώνουν για τα σπασμένα των ασυνεπών, αναιρεί τον εαυτό του κάθε φορά που αυξάνεται το πολιτικό κόστος, αδυνατεί να επιβάλλει τη νόμιμη εξουσία του, υποκείμενο στους εκβιασμούς του κάθε Φωτόπουλου, του κάθε Μπαλασόπουλου, του κάθε Κορτσίδη, του κάθε ιδιοτελούς επιχειρηματία.
Είναι ένα κράτος που όχι μόνο συμπεριφέρεται σατραπικά αλλά πάσχει από σύμπλεγμα κατωτερότητας: γνωρίζει την ανικανότητά του, ξέρει ότι του λείπει η πρώτη ύλη της διακυβέρνησης (οι αξιόπιστες πληροφορίες), δεν πιστεύει στην επιβολή της νόμιμης εξουσίας του, και, πανικόβλητο μπροστά στα δύσκολα, ενεργεί σπασμωδικά, δίχως στρατηγική, χωρίς ικανότητα υλοποίησης των αποφάσεών του. Προσποιείται ότι κυβερνά εκδίδοντας φετβάδες, ενώ κλείνει το μάτι σε οποιοδήποτε οργανωμένο συμφέρον ανεβάζει το πολιτικό κόστος. Είναι ένα κράτος για φτύσιμο, σε μια κοινωνία-χυλό που η κύρια μέριμνά της μέχρι τώρα ήταν να βολευτεί με τη μικροαπάτη, το μικροσρουσφετάκι, και τη μικροαυθαιρεσία.
Σε μια κοινωνία ηγεμονικών μικροσυμφερόντων, δεν πρέπει να εκπλήσσει που κυριαρχούν οι «συναλλασσόμενοι» πολιτικάντηδες, οι βλαχοδήμαρχοι, και οι κρατικοδίαιτοι συνδικαληστές. Ούτε πρέπει να εκπλήσσει που το κράτος αδυνατεί να χαράξει μια πολιτική και να εμμείνει σε αυτή. Ένα κράτος που είναι για φτύσιμο, δεν λειτουργεί ως αυθύπαρκτη οντότητα, άγεται και φέρεται από ομάδες πίεσης.
Το πρόβλημα της χώρας δεν είναι ούτε τα Μνημόνια, ούτε η κρίση του ευρώ, ούτε καν οι διεφθαρμένοι πολιτικοί της. Είναι κάτι πολύ βαθύτερο: η μη κυβερνησιμότητα της χώρας. Η αδυναμία της κοινωνίας να συσταθεί ως κοινωνία, ως κάτι δηλαδή πέρα και πάνω από κερματισμένα συμφέροντα και η αδυναμία του κράτους να εκφράσει και να καθοδηγήσει αυτή την κοινωνία. Δεν ξέρω πως η χώρα μπορεί να καταστεί κυβερνήσιμη, ξέρω όμως με σιγουριά πως όσο το κράτος μας είναι για φτύσιμο, τόσο περισσότερο θα απαξιώνεται και τόσο περισσότερο θα ηγεμονεύουν τα οργανωμένα συμφέροντα, επιτείνοντας έτσι τον κερματισμό της κοινωνίας και εντείνοντας την μη κυβερνησιμότητα. Ο κύκλος είναι φαύλος – γι αυτό και η χώρα, σταθερά και βαθμιαία, καταστρέφεται.
* Ο κ.Χαρίδημος Κ. Τσούκας (htsoukas@gmail.com) είναι καθηγητής στα Πανεπιστήμια Κύπρου και Warwick. Είναι ιδρυτικό μέλος του Κοινωνικού Συνδέσμου.

Peter Economides - Rebranding Greece

Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2011

Οι βαθύτεροι παράγοντες αποτυχίας μιας μεταρρύθμισης


Του Στέφανου Μιχιώτη (*)

Η αποτυχία μιας προσπάθειας μεταρρύθμισης δεν οφείλεται ούτε στην αριθμητική υστέρηση της ομάδας των μεταρρυθμιστών ούτε σε τυχόν ελλιπή επικοινωνιακή πολιτική τους. Γιατί, αφενός οι κατανοούντες και συντασσόμενοι με την ανάγκη της ήταν πάντα ελάχιστοι σε σχέση με όσους ακολουθούν την πεπατημένη. Και παρ’ όλα αυτά, η ιστορία είναι γεμάτη από μεγάλες (και συχνά επαναστατικές) μεταρρυθμίσεις. Και αφετέρου, γιατί η σύντομη προβολή ενός οράματος – όσο σαγηνευτικά κι αν γίνει - δεν μπορεί από μόνη της να αλλάξει τις βαθύτερες αντιλήψεις του πληθυσμού στον οποίο απευθύνεται. Αυτό επαληθεύεται κυρίως στις αλλαγές δεύτερης ή τρίτης τάξης, δηλαδή στις περιπτώσεις βαθιών ή εκτεταμένων αλλαγών, όπου αμφισβητούνται ή διακυβεύονται οι αρχές και οι αξίες ενός συστήματος ή ακόμα και οι βαθύτερες πεποιθήσεις και τα σύμβολά του (Tsoukas & Papoulias, 2005). Μάλιστα, σε τέτοιες περιπτώσεις, η επίμονη προπαγάνδα οδηγεί συχνά στο αντίθετο αποτέλεσμα: οι μεταρρυθμιστές στιγματίζονται ως “υπηρέτες ξένων ή κατακτητών”.

Η αποτυχία των μεταρρυθμίσεων σχετίζεται κατά την γνώμη μου με τρία σοβαρά, αλληλένδετα και επαναλαμβανόμενα λάθη των μεταρρυθμιστικών δυνάμεων, που αφορούν την σχέση τους με το ‘πεδίο εφαρμογής’, δηλαδή την επιχείρηση, τον οργανισμό, τον κλάδο ή την κοινωνία. Πρώτον, οι μεταρρυθμιστές ξεκινούν τις περισσότερες φορές από μια βαθύτερη επιθυμία τους να επιβάλλουν στο σύστημα την σωστή (κατ’ αυτούς) λύση και όχι την κατάλληλη. Δεύτερον, δεν εξετάζουν σε βάθος την συλλογική κουλτούρα του συστήματος και δεν λαμβάνουν υπόψη την ισχύ των βαθύτερων πεποιθήσεών του. Και τρίτον, αγνοούν μερικές χρήσιμες λεπτομέρειες που χαρακτηρίζουν την καθημερινότητα του συστήματος. Ας τα δούμε αυτά λίγο πιο αναλυτικά.

Στο μεγαλύτερο μέρος του 20ο αιώνα επικράτησε μια γραμμική - μηχανιστική κοσμοαντίληψη, που θεωρούσε τα ανθρώπινα συστήματα σαν αδρανειακές μάζες, η λειτουργία των οποίων θα μπορούσε να ‘ρυθμιστεί’ (δηλαδή να ελεγχθεί) με καλά σχεδιασμένες διαδικασίες και εντολές. Αυτό οδήγησε στην ιδέα κατάστρωσης περίπλοκων, εργαστηριακά κατασκευασμένων, σεναρίων, μέσω των οποίων οι ειδικοί ήλπιζαν πως θα μπορούσαν να προβλέψουν την εξέλιξη μιας πορείας αλλαγής και να αντιμετωπίσουν τις αποκλίσεις από το αρχικό σχέδιο (Wheatley, 1992, Dimitrov, 2005). Όπως όμως αποδεικνύεται στην πράξη, δεν μπορούμε να σχεδιάσουμε και να δράσουμε σε ένα “κενό πλαίσιο” (empty context), καθώς ο κόσμος μας κάθε άλλο παρά άδειος είναι. Ίσα-ίσα, είναι γεμάτος από διαφορετικές, ισχυρές και ανταγωνιστικές ιδέες, φωνές και στάσεις, που στο σύνολό τους συνθέτουν αυτό που ονομάζουμε κοινωνική πολυπλοκότητα (Kahane, 2010). Και όπως τα στοιχεία αυτά είναι άκρως προσωπικά, έτσι είναι και οι ερμηνείες της πραγματικότητας: πολλές και προσωπικές (Maturana & Varela, 1980, 1987). Το γεγονός αυτό οδηγεί τις διάφορες ομάδες των κοινωνικών εταίρων να επιστρατεύουν τις δικές τους στερεοτυπικές ερμηνείες και να δυσκολεύονται να κατανοήσουν την “άλλη πλευρά”.

Τον γόρδιο δεσμό καλούνται να λύσουν οι ειδικοί. Όπως όμως όλοι οι άνθρωποι, έτσι και αυτοί βλέπουν τα πράγματα μέσα από τα δικά τους μάτια, ερμηνεύουν (ή παραβλέπουν) τα δεδομένα με βάση τις δικές τους αντιλήψεις και συχνά επικρίνουν τις καταστάσεις με βάση τα δικά τους πρότυπα. Κι όλα αυτά, στηριζόμενοι σε μια ψευδαίσθηση ισχύος και ‘αντικειμενικότητας’, που απορρέει από μια παραπλανητική ερμηνεία της ιδιότητας και της θέση τους. Στην συνείδηση των περισσοτέρων, το “είμαι ειδικός” σημαίνει “ξέρω περισσότερα και κρίνω αντικειμενικά”, αντί του (λειτουργικότερου) “μπορώ να βλέπω καθαρότερα και να μαθαίνω ευκολότερα”. Αυτή η ερμηνεία είναι κυρίαρχη και δυστυχώς οδηγεί πολλούς να αποκλείσουν στην πράξη απόψεις, ανάγκες και ιδέες όσων θεωρούν μη-γνώστες, υποδεέστερους ή μέρη του προβλήματος (το οποίο οι ίδιοι προσπαθούν να επιλύσουν).

Με το πρόσχημα αυτό, πολλοί μεταρρυθμιστές πολιτικοί ηγέτες περιορίζουν τους “άλλους” σε μια τυπική και μόνον εμπλοκή στην όλη διαδικασία της μεταρρύθμισης ή σε έναν προσχηματικό “διάλογο” λίγο πριν το στάδιο της εφαρμογής της. Αυτό όμως, λόγω της καχυποψίας και της μη-συνέργειας που παράγει, δημιουργεί και ένα άλλο πρόβλημα, λεπτοφυές αλλά σημαντικότατο. Οι σχεδιαστές της αλλαγής δεν έχουν πλέον πρόσβαση σε μερικές κρίσιμες πληροφορίες, που είτε δεν διατυπώνονται σαφώς σε “ξένους”, είτε υπονοούνται ως ευκόλως εννοούμενες μεταξύ των μελών του συστήματος, είτε ακόμα παραμένουν ανείπωτες. Όπως για παράδειγμα, εκείνες οι μικρές ιστορίες που συνθέτουν την καθημερινότητα των ανθρώπων και δείχνουν το πώς αυτοί αντιλαμβάνονται τα πράγματα ή τις πολύπλοκες και συχνά αντιφατικές σχέσεις που τους συνδέουν. Παρά τις τεχνικές γνώσεις και τις καλές προθέσεις τους, οι σχεδιαστές της αλλαγής αγνοούν αυτές τις λεπτομέρειες. Αγνοούν δηλαδή το ουσιαστικό υπόβαθρο των καταστάσεων που εξετάζουν - αυτό που δημιουργεί την πολύτιμη ισορροπία (που πρέπει να διαφυλαχθεί), αλλά και την απειλητική αστάθεια (που πρέπει να αντιμετωπισθεί).

Γι αυτό και τις περισσότερες φορές, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Όσο λεπτομερειακά κι αν είναι σχεδιασμένος ο “οδικός χάρτης”, θα στηρίζεται πάντα σε ερμηνείες και εκτιμήσεις “ξένες”. Κι έτσι, η διαδρομή θα επιφυλάσσει πάντα εκπλήξεις, ανυπέρβλητες χωρίς την (ήδη απωλεσθείσα) συνέργεια του υποκειμένου στην μεταρρύθμιση. Γιατί μια τέτοια διαδρομή θα είναι πάντοτε αχαρτογράφητη - αλλιώς δεν θα ήταν μεταρρύθμιση, αλλά ένα απλό παζλ προς επίλυση.
Επιπλέον, η κυρίαρχη προσέγγιση της σχεδιασμένης αλλαγής δεν αντιλαμβάνεται ότι οι βαθιές αλλαγές είναι μη γραμμικές. Αυτό σημαίνει ότι δεν χρειάζεται να “τα αλλάξει κανείς όλα” - κάτι που μάλλον ακούγεται σαν αφελής προσδοκία και στόχος ανόητος (άνευ νοήματος), μια που απαιτεί τεράστια ποσά ενέργειας και χρόνου, που ποτέ δεν διατίθενται. Τουναντίον, όπως ισχυρίζεται η αναδυόμενη μη-γραμμική αντίληψη, αρκεί να εντοπισθούν μερικοί κρίσιμοι παράγοντες, που μπορούν να δράσουν σαν καταλύτες, ελκύοντας την συνολική συμπεριφορά του συστήματος προς μια νέα κατεύθυνση. Αλλάζοντας αυτοί, μπορεί να αλλάξει το όλο σύστημα! (Michiotis & Cronin, 2011).
Πλην όμως, οι παράγοντες αυτοί, που σχετίζονται με τα βαθύτερα (αρχετυπικά) χαρακτηριστικά του συστήματος, δεν είναι άμεσα ορατοί στους σχεδιαστές, αλλά ούτε και στους ηγέτες μιας αλλαγής, καθώς αμφότεροι βρίσκονται μέσα στο συλλογικό μοτίβο. Όσο μάλιστα αυτοί δεν ‘βλέπουν’ τα πράγματα και από μια διαφορετική οπτική, τόσο δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν τον δικό τους ρόλο στο πρόβλημα (με όσα κάνουν και με όσα παραλείπουν να κάνουν) και να σχηματίσουν μια μεγαλύτερη, πιο περιεκτική εικόνα του πολύπλοκου προβλήματος. Αδυνατούν έτσι να δουν κατά πόσο η σωστή γι αυτούς λύση θα είναι και κατάλληλη για το σύστημα. Κατά πόσο δηλαδή θα είναι συμβατή με την κουλτούρα (ή τον ψυχισμό, όπως συνηθίζουμε να λέμε) του πληθυσμού, που θα κληθεί να την εφαρμόσει.

Αντ’ αυτού, η συνήθης πρακτική τους είναι η απόπειρα διαχείρισης των συγκρουσιακών και αδιέξοδων στερεοτύπων, μέσω της επιβολής ισχύος. Κάτι που θυμίζει την απόφαση του Ξέρξη να ηρεμήσει την θάλασσα με μαστίγωμα – απλώς εδώ έχουμε και μπόλικη δόση προπαγάνδας. Όμως, αυτή η πρακτική καταλήγει σε επιλογές που περιπλέκουν το αρχικό πρόβλημα ακόμα περισσότερο και μάλιστα δημιουργούν ένα νέο, ακόμα δυσκολότερο (Watzlawik, 1974). Γιατί, όσο "περίτεχνη" κι εντατική κι αν είναι η προπαγάνδα, δεν μπορεί τελικά να αποτρέψει την ενεργοποίηση των αρνητικών αντανακλαστικών του πληθυσμού και των συνειδησιακών και ψυχολογικών αποκριμάτων του, τα οποία κάθε άλλο παρά εύκολο είναι να τα διαχειρισθεί κανείς.

Αλλά πέρα από την ανάγκη διερεύνησης και αξιοποίησης των βαθύτερων αυτών παραγόντων, υπάρχει και μια δεύτερη βασική προϋπόθεση επιτυχίας μιας μεταρρύθμισης. Οι μεταρρυθμιστές (και κατ' επέκταση η ηγεσία που μετασχηματίζει - μετουσιώνει) πρέπει να υπερβούν τους ίδιους τους εαυτούς τους. Πρέπει να πείσουν τους ανθρώπους ότι διαφέρουν από τους προκατόχους τους, ότι θέλουν και μπορούν να διασπάσουν τον φαύλο κύκλο του προβλήματος. Κάτι τέτοιο θα διέκοπτε αναμφισβήτητα το κυρίαρχο μοτίβο απαξίωσης στην συνείδηση του πληθυσμού και θα τους κινητοποιούσε υπέρ της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας, που ίσως να γινόταν τότε επαναστατική. Για να συμβεί αυτό, πρέπει οι μεταρρυθμιστές αφενός να αυτό-περιορίσουν την εξουσία τους και αφετέρου να αλλάξουν πρώτα οι ίδιοι -προτού το ζητήσουν από τους άλλους- αρχίζοντας από την αλλαγή της δικής τους οπτικής και πράξης (Τσούκας, 2009). Ο συνήθης φόβος απώλειας ταυτότητας που εμποδίζει το βήμα αυτό είναι ένας εσωτερικός ‘δράκος’ που πρέπει να αντιμετωπισθεί. Όποιος έχει μπει στην ‘περιπέτεια’ να αμφισβητήσει τις ίδιες τις πεποιθήσεις του, γνωρίζει ότι όχι μόνο δεν τις απεμπολεί, αλλά τις εμπλουτίζει, τις κάνει πιο αποτελεσματικές.

Κάτι τέτοιο όμως είναι εξαιρετικά απαιτητικό και είναι αυτό που διαχωρίζει τον ηγέτη από τους διαχειριστές της εξουσίας. Αποτελεί ένα είδος θυσίας, που για να δώσει αποτελέσματα, πρέπει να είναι αυθεντική. Αλλιώς είναι ψεύτικη, γιαλαντζί. Σαν τα ντολμαδάκια! Και φυσικά όλοι μπορούμε να καταλάβουμε με την πρώτη μπουκιά αν τα ντολμαδάκια είναι γιαλαντζί. Απλώς, για τους ηγέτες (μας) παίρνει λίγο χρόνο παραπάνω...

Παραπομπές

Dimitrov V. (2005), A New Kind of Social Science: Study of self-organization in human dynamics. Lulu Press

Kahane A. (2010), Power and Love: A Theory and Practice of Social Change, Berrett-Koehler Publishers
Maturana, H. & Varela, F. (1984), Autopoiesis and Cognition: the Realization of the Living. D. Reidel Pub. Co. (Dordrecht, Holland and Boston
Maturana, H. & Varela, F. (1987). The tree of knowledge: The biological roots of human understanding. Boston: Shambhala Publications (υπάρχει και ελληνική έκδοση)
Michiotis S. & Cronin B. (2011b), “Challenging the mainstream practice of planned change in cases of higher-order transformation”, International Journal of Decision Sciences, Risk and Management, Vol. 4, No. 1/2.
Tsoukas H. (2005), “Η μεταρρύθμιση ως ψυχοθεραπεία». Στο Θ. Πελαγίδης (επιμ.), Η Εμπλοκή των Μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα, Αθήνα: Παπαζήσης, σ.83-108
Tsoukas H. & Papoulias, D. B. (2005), “Managing Third-order Change: The Case of the Public Power Corporation in Greece”, Long Range Planning, 38, 79-95.
Watzlawick et al. (1974), Change: Principles of Problem Formation and Problem Resolution, W. W. Norton and Co/NY

Wheatley M. (2003), Ηγεσία και Χάος: Η Νέα Επιστημονική Διοίκηση Επιχειρήσεων, Καστανιώτης

(*) Ο κ. Στέφανος Μιχιώτης είναι Επιστημονικός Διευθυντής, TETRAS Consultants
Ερευνητής, University of Greenwich Business School stefanos@tetras-consult.gr

Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2011

Χρυσός και Οικονομική Ελευθερία


Θα σας παρουσιάσω ένα ελάχιστα γνωστό κείμενο του "Sir" Alan Greenspan, που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο βιβλίο "Καπιταλισμός - το άγνωστο ιδεώδες" της αείμνηστης Ayn Rand το 1967, δηλαδή την εποχή που ο Alan ήταν ακόμα ένας "ντεμπυτάντ" στο χώρο της οικονομικής σκέψης και πολύ πρίν αναλάβει καθήκοντα "Αρχι-αλχημιστού" σαν αρχηγός της FED. Πολύ πριν, δηλαδή, ο ίδιος απορροφηθεί από τον Λεβιάθαν του Χρηματοπιστωτικού κατεστημένου. Το κείμενο τιτλοφορείται "Χρυσός και Οικονομική Ελευθερία". 
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι όταν ο Sir Αlan ερωτήθηκε από ένα μέλος του Κογκρέσσου -τον Ron Paul- πως,  ύστερα από τόσα χρόνια μήπως θα ήθελε ο ίδιος να αλλάξει κάτι στο αρχικό κείμενο της μελέτης αυτής, εκείνος απάνησε: "...ούτε ένα κόμμα"!

***
Πηγή: "Capitalism, the Unknown Ideal" by Ayn Rand, 1967 Η εργασία που ακολουθεί είναι μια κατά το δυνατόν πιστή μετάφραση άρθρου του ΑΛΑΝ ΓΚΡΗΝΣΠΑΝ που μαζί με άλλες εργασίες του, περιέχονται στο βιβλίο "ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ, ΤΟ ΑΓΝΩΣΤΟ ΙΔΕΩΔΕΣ" της ΑΪΑΝ  ΡΑΝΤ - έκδοση 1967 (Ευχαριστώ τον C.I.G.A. Πάνο για την ευγενική του προσφορά)
Sir Greenie Χρυσός και Οικονομική Ελευθερία
Του ΑΛΑΝ ΓΚΡΗΝΣΠΑΝ

Μία σχεδόν υστερική αντιπαλότητα προς τον "κανόνα χρυσού" είναι η μπαντιέρα που ενώνει τους απανταχού κρατιστές* όλων των αποχρώσεων. Φαίνεται πως αντιλαμβάνονται, ίσως πιό καθαρά και ξάστερα από πολλούς άλλους συνεπείς υποστηρικτές της ελεύθερης κοινωνίας, ότι ο χρυσός και η οικονομική ελευθερία είναι αδιαχώριστα, ότι ο κανόνας χρυσού είναι ένα εργαλείο της ελεύθερης κοινωνίας και ότι έκαστο επιβάλει και προϋποθέτει την ύπαρξη του άλλου.
Για να καταλάβουμε την αιτία της αντίθεσής τους, είναι απαραίτητο να κατανοήσουμε κατ' αρχάς τον συγκεκριμένο ρόλο του χρυσού σε μια ελεύθερη κοινωνία.
Το χρήμα είναι ο κοινός παρονομαστής όλων των οικονομικών συναλλαγών. Είναι το αγαθό που εξυπηρετεί σαν μέσον συναλλαγών, είναι παγκοσμίως αποδεκτό, από όλους τους συμμετέχοντες σε μια συναλλακτική οικονομία, σαν πληρωμή αγαθών και υπηρεσιών και ως εκ τούτου μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν μέτρο αξίας στην αγορά και σαν αποθήκευση αξίας π.χ. σαν μέσον αποταμίευσης.
Η ύπαρξη τέτοιου είδους είναι προϋπόθεση για μια οικονομία κατανομής εργασίας. Εάν οι άνθρωποι δεν είχαν ένα είδος αντικειμενικής αξίας που να ήταν γενικά αποδεκτό σαν χρήμα, θα έπρεπε να καταφύγουν σε πρωτόγονες ανταλλαγές προϊόντων ή θα ήταν αναγκασμένοι να ζήσουν σε αυτάρκη αγροκτήματα και να στερηθούν των ανεκτίμητων πλεονεκτημάτων της εξειδίκευσης. Εάν οι άνθρωποι δεν είχαν τρόπο αποθήκευσης αξίας, δηλαδή αποταμίευσης, θα ήταν αδύνατον να προβούν σε συναλλαγές ή μακροχρόνιο προγραμματισμό.
Η απόφαση για το ποιό ακριβώς μέσον συναλλαγών θα είναι αποδεκτό από όλους τους συμμετέχοντες σε μια οικονομία δεν είναι αυθαίρετη. Πρώτα απ' όλα το μέσον συναλλαγών πρέπει να είναι ανθεκτικό στο χρόνο. Σε μια πρωτόγονη κοινωνία περιορισμένου πλούτου, το σιτάρι θα μπορούσε να θεωρηθεί αρκετά ανθεκτικό για χρήση σαν μέσο συναλλαγών, εφόσον όλες οι δοσοληψίες θα συνέβαιναν μόνον κατά την διάρκεια και αμέσως μετά τον θερισμό, και δεν θα περίσσευε κάποια ποσότητα άξια λόγου για μακροχρόνια αποθήκευση. Αλλά όπου το ζήτημα "αποθήκευση-αξίας" γίνεται σημαντικό, όπως είναι στις πλούσιες, περισσότερο πολιτισμένες κοινωνίες, το μέσον συναλλαγών πρέπει να είναι ένα ανθεκτικό αγαθό, συνήθως κάποιο μέταλλο. Ένα μέταλλο γενικώς επιλέγεται επειδή είναι ομοιογενές και διαιρετό: κάθε μονάδα είναι ολόϊδια με οποιαδήποτε άλλη και μπορεί να συγχωνευτεί ή να μορφοποιηθεί σε οποιαδήποτε ποσότητα. Τα πολύτιμα κοσμήματα π.χ. δεν είναι ούτε ομοιογενή ούτε διαιρετά.
Ακόμα πιο σημαντικό είναι, το αγαθό που θα επιλεγεί σαν μέσον συναλλαγών πρέπει να είναι πολυτελές. Η ανθρώπινη επιθυμία για πολυτέλειες είναι απεριόριστη και ως εκ τούτου τα πολυτελή αγαθά είναι πάντα σε ζήτηση και θα είναι πάντα αποδεκτά. Το σιτάρι είναι μια πολυτέλεια σε υποσιτιζόμενες κοινωνίες, αλλά όχι σε ευημερούσες κοινωνίες. Τα τσιγάρα, καλώς εχόντων των πραγμάτων, δεν θα εξυπηρετούσαν σαν χρήμα, αλλά αυτή ήταν η χρήση τους στην μεταπολεμική Ευρώπη όπου εθεωρούντο μια πολυτέλεια. Ο όρος πολυτελές αγαθό υποδηλώνει σπανιότητα και υψηλή αξία ανά μονάδα. Έχοντας υψηλή τιμή ανά μονάδα, ένα τέτοιο αγαθό μεταφέρεται εύκολα, για παράδειγμα μια ουγγιά χρυσού (31,1 γραμμάρια) αξίζει όσο μισός τόνος σιδήρου.
Στα πρώϊμα στάδια μιας αναπτυσσόμενης χρηματικής οικονομίας, διάφορα μέσα συναλλαγών θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν, εφόσον μια μεγάλη ποικιλία εμπορευμάτων θα ικανοποιούσε τις παραπάνω συνθήκες. Ωστόσο ένα από τα εμπορεύματα σταδιακά θα εκτοπίσει όλα τα άλλα, όντας ευρύτερα αποδεκτό. Οι προτιμήσεις ως προς τι θα συσσωρευτεί σαν "αποθήκη-αξίας" θα κλίνουν προς το πλέον αποδεκτό εμπόρευμα, και αυτή η τάση με την σειρά της , θα κάνει αυτό το εμπόρευμα ακόμα πιο αποδεκτό. Η τάση είναι προοδευτική μέχρι που αυτό το εμπόρευμα γίνεται το μοναδικό μέσο συναλλαγών. Η χρήση ενός μοναδικού μέσου είναι εξαιρετικά πλεονεκτική για τους ίδιους λόγους που μια χρηματική οικονομία είναι ανώτερη από μια ανταλλακτική οικονομία : βοηθάει στην πραγματοποίηση ανταλλαγών σε απείρως μεγαλύτερη κλίμακα.
Το εάν έχει επιλεγεί σαν μοναδικό μέσον ο χρυσός, το ασήμι, τα όστρακα, τα βοοειδή ή ο καπνός, είναι θέμα ελεύθερης βούλησης, που εξαρτάται από τον βαθμό ανάπτυξης μιας συγκεκριμένης οικονομίας. Στην πράξη, όλα τα ανωτέρω έχουν χρησιμοποιηθεί, σε διάφορες ιστορικές περιόδους, σαν μέσα συναλλαγών. Ακόμη και στον αιώνα που διανύουμε, δύο σημαντικά εμπορεύματα, ο χρυσός και ο άργυρος έχουν χρησιμοποιηθεί σαν διεθνή μέσα συναλλαγών, με τον χρυσό να επικρατεί.
Ο χρυσός, έχοντας καλλιτεχνική και λειτουργική ιδιότητα παράλληλα, και όντας σχετικά σπάνιος, πάντοτε εθεωρείτο αγαθό πολυτελείας. Είναι ανθεκτικός, ομοιογενής, διαιρετός, μεταφέρεται εύκολα, και συνεπώς έχει σημαντικά πλεονεκτήματα έναντι όλων των άλλων μέσων συναλλαγών. Από τις αρχές του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, είναι στην ουσία το μοναδικό μέσον των παγκόσμιων συναλλαγών.
Εάν όλα τα αγαθά και υπηρεσίες έπρεπε να πληρωθούν σε χρυσό, μεγάλου ύψους πληρωμές θα ήταν δύσκολο να γίνουν, και αυτή η δυσκολία θα έτεινε να περιορίσει την έκταση του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας και την εξειδίκευση. Έτσι, μια λογική συνέχεια της δημιουργίας ενός μέσου συναλλαγών, είναι η δημιουργία ενός τραπεζικού συστήματος και εργαλείων πίστης (τραπεζογραμμάτια και καταθέσεις) που λειτουργούν σαν υποκατάστατα του χρυσού αλλά είναι πλήρως μετατρέψιμα σε χρυσό.
Ένα ελεύθερο τραπεζικό σύστημα βασισμένο σε χρυσό είναι ικανό να παρέχει πίστωση και έτσι να δημιουργήσει τραπεζογραμμάτια (νόμισμα) και καταθέσεις, σύμφωνα με τις παραγωγικές απαιτήσεις της οικονομίας. Οι κάτοχοι χρυσού παρακινούνται, μέσω καταβολής τόκου, να καταθέσουν τον χρυσό τους σε μια τράπεζα (έναντι της κατάθεσης έχουν δικαίωμα έκδοσης επιταγών). Εφόσον είναι σπάνια η περίπτωση που όλοι οι καταθέτες θα θελήσουν να κάνουν ανάληψη όλου του χρυσού την ίδια στιγμή, οι τράπεζες μπορούν να διατηρούν σαν αποθεματικό μέρος μόνον των συνολικών καταθέσεων σε χρυσό. Αυτό διευκολύνει τον τραπεζίτη να δανείζει περισσότερα από το ποσόν των καταθέσεων σε χρυσό (που σημαίνει ότι κρατάει απαιτήσεις σε χρυσό παρά χρυσό σαν ασφάλεια των καταθέσεών του). Ωστόσο το ποσόν των δανείων που μπορεί να χορηγήσει δεν είναι αυθαίρετο - πρέπει να το ρυθμίσει σε σχέση με τα αποθεματικά του και την κατάσταση των επενδύσεων του.
Όταν οι τράπεζες δανείζουν χρήματα προκειμένου να χρηματοδοτηθούν παραγωγικές και κερδοφόρες επενδύσεις, τα δάνεια αποπληρώνονται γρήγορα και η τραπεζική πίστωση εξακολουθεί να είναι γενικώς διαθέσιμη. Αλλά όταν οι επιχειρήσεις που χρηματοδοτούνται με τραπεζική πίστωση είναι λιγότερο κερδοφόρες και αργούν την αποπληρωμή, οι τραπεζίτες γρήγορα διαπιστώνουν ότι τα χορηγηθέντα δάνεια είναι υπερβολικά σε σχέση με τα αποθέματά τους σε χρυσό, και αρχίζουν να μειώνουν την χορήγηση νέων δανείων, συνήθως χρεώνοντας υψηλότερα επιτόκια. Αυτό έχει την τάση να περιορίζει την χρηματοδότηση νέων επιχειρηματικών σχεδίων και πιέζει τους έχοντες ήδη δανειστεί να βελτιώσουν πρώτα την κερδοφορία τους προκειμένου να τους δοθούν νέες πιστώσεις για περαιτέρω επέκταση. Έτσι, υπό τον κανόνα χρυσού, ένα ελεύθερο τραπεζικό σύστημα αναδεικνύεται σε προστάτη οικονομικής σταθερότητας και ισόρροπης ανάπτυξης.
Όταν ο χρυσός είναι αποδεκτός σαν μέσον συναλλαγών από τα περισσότερα ή όλα τα έθνη, ένας αδέσμευτος και ελεύθερος διεθνής κανόνας χρυσού προωθεί τον διεθνή καταμερισμό εργασίας και το ευρύτερο διεθνές εμπόριο. Αν και οι μονάδες συναλλαγών (το δολάριο, η Αγγλική λίρα, το φράγκο κ.λ.π.) διαφέρουν από χώρα σε χώρα, όταν όλες καθορίζονται σε όρους χρυσού οι οικονομίες των διαφόρων χωρών λειτουργούν σαν μία - εφόσον δεν υπάρχουν περιορισμοί στο εμπόριο και στην κίνηση κεφαλαίων. Η πίστωση, τα επιτόκια, και οι τιμές τείνουν να ακολουθούν παρόμοια συμπεριφορά σε όλες τις χώρες. Για παράδειγμα, εάν οι τράπεζες σε μία χώρα ακολουθήσουν πολύ χαλαρή πιστωτική πολιτική, τα επιτόκια σε αυτήν την χώρα θα τείνουν να πέσουν, προτρέποντας τους καταθέτες να μετακινήσουν τον χρυσό τους σε τράπεζες άλλων χωρών που δίνουν υψηλότερα επιτόκια. Αυτό άμεσα θα προκαλέσει έλλειψη στα αποθεματικά των τραπεζών της χώρας του "εύκολου χρήματος", προκαλώντας αυστηρότερα πιστωτικά κριτήρια και επάνοδο σε υψηλότερα, πιο ανταγωνιστικά επιτόκια ξανά.
Ένα πλήρως ελεύθερο τραπεζικό σύστημα και απόλυτα συνεπές με τον κανόνα χρυσού δεν έχει ακόμα επιτευχθεί. Αλλά πριν τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, το τραπεζικό σύστημα στις ΗΠΑ (και στον περισσότερο κόσμο) ήταν βασισμένο στον χρυσό, και παρά την κατά καιρούς παρέμβαση των κυβερνήσεων, οι τράπεζες ήταν περισσότερο ελεύθερες παρά ελεγχόμενες. Περιοδικά, σαν αποτέλεσμα της υπερβολικά γρήγορης πιστωτικής επέκτασης, οι τράπεζες δάνειζαν μέχρι το όριο των αποθεμάτων τους σε χρυσό, τα επιτόκια ανέβαιναν πολύ, οι νέες πιστώσεις έπεφταν, και η οικονομία έπεφτε σε έντονη αλλά βραχύβια ύφεση. (Σε σύγκριση με τις υφέσεις του 1920 και 1932, οι προ του πρώτου παγκοσμίου πολέμου πτώσεις της οικονομικής δραστηριότητας ήταν σίγουρα ηπιότερες.) Τα περιορισμένα αποθέματα σε χρυσό ήταν αυτά που σταματούσαν την ανισόρροπη επέκταση της οικονομικής δραστηριότητας, πριν αυτή εξελιχθεί σε πλήρως καταστροφική του τύπου της μετά-τον-πρώτο-παγκόσμιο-πόλεμο περιόδου. Η περίοδοι επαναπροσαρμογής ήταν σύντομες και οι οικονομίες γρήγορα επανακτούσαν ισχυρά θεμέλια για επανέναρξη της ανάπτυξης.
Αλλά αυτή ακριβώς η διαδικασία θεραπείας, λανθασμένα διαγνώστηκε σαν ασθένεια: εάν η έλλειψη τραπεζικών αποθεματικών προκαλούσε πτώση δραστηριότητας - επιχειρηματολόγησαν οι οικονομικοί παρεμβατιστές - γιατί να μην βρεθεί ένας τρόπος εφοδιασμού αυξημένων αποθεματικών στις τράπεζες έτσι που να μην ξαναβρεθούν με έλλειμμα ! Εάν οι τράπεζες μπορούν να συνεχίσουν να δανείζουν χρήματα επ' αόριστον - ελέχθη - δεν θα χρειαζόταν ποτέ να έχουμε κάμψη οικονομικής δραστηριότητας. Και έτσι ιδρύθηκε η Κεντρική Τράπεζα (Federal Reserve System) το 1913. Αποτελείτο από δώδεκα περιφερειακές τράπεζες ιδιοκτησίας ιδιωτών τραπεζιτών κατ' όνομα, αλλά στην ουσία τελούσαν υπό την εγγύηση, έλεγχο, και υποστήριξη της κυβέρνησης. Η χορηγούμενη πίστωση από αυτές τις τράπεζες είναι στην πράξη (αν και όχι νόμιμα) υποστηριζόμενη από την δύναμη επιβολής φόρων της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Τεχνικά, παραμείναμε στον κανόνα χρυσού - οι πολίτες ήταν ακόμα ελεύθεροι να κατέχουν χρυσό, και ο χρυσός εξακολουθούσε να χρησιμεύει σαν αποθεματικό τραπεζών. Αλλά τώρα, παράλληλα με τον χρυσό, η χορηγούμενη πίστωση από την κεντρική τράπεζα (χάρτινα αποθεματικά) μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σαν νόμιμο νόμισμα πληρωμής των καταθετών.
Όταν η οικονομία στην Αμερική γνώρισε μια ήπια κάμψη το 1927, η Κεντρική Τράπεζα δημιούργησε μεγαλύτερα χάρτινα αποθεματικά με την ελπίδα να ματαιώσει την πιθανότητα έλλειψης αποθεματικών στις εμπορικές τράπεζες. Πιο καταστροφική ωστόσο, ήταν η απόπειρα της Κεντρικής Τράπεζας να βοηθήσει την Μεγάλη Βρετανία, η οποία έχανε τον χρυσό της προς όφελος της Αμερικής, επειδή η Κεντρική Τράπεζα της Αγγλίας ηρνείτο να επιτρέψει άνοδο των επιτοκίων την στιγμή που αυτό επέβαλλαν οι δυνάμεις της αγοράς (ήταν πολιτικά μη αποδεκτό). Το σκεπτικό των εμπλεκομένων αρχών είχε ως εξής : εάν η Κεντρική Τράπεζα τροφοδοτούσε με υπερβάλλοντα χάρτινα αποθεματικά τις Αμερικανικές τράπεζες, τα επιτόκια στην Αμερική θα έπεφταν σε επίπεδα παρόμοια με αυτά της Μεγάλης Βρετανίας, και αυτό θα λειτουργούσε σαν φρένο στην απώλεια του Βρετανικού χρυσού και συνεπώς μιας πολιτικά επιζήμιας ανόδου των επιτοκίων.
Η Κεντρική Τράπεζα της Αμερικής (FED) τα κατάφερε: σταμάτησε την απώλεια χρυσού, αλλά στην πορεία αυτής της προσπάθειας σχεδόν κατέστρεψε τις οικονομίες του κόσμου. Η υπερβολική πίστωση με την οποία η FED τροφοδότησε την οικονομία, διαχύθηκε στο Χρηματιστήριο δημιουργώντας μία φανταστική κερδοσκοπική έκρηξη τιμών. Με καθυστέρηση, οι αξιωματούχοι της FED προσπάθησαν να απορροφήσουν την υπερβάλλουσα ρευστότητα και τελικώς κατάφεραν να σταματήσουν την κερδοσκοπική φούσκα. Αλλά ήταν πολύ αργά: το 1929 οι κερδοσκοπικές ανισορροπίες είχαν γίνει τόσο συντριπτικές ώστε οι ενέργειες της FED προκάλεσαν οξύτατη συρρίκνωση και εν συνεχεία κατάρρευση της επιχειρηματικής εμπιστοσύνης. Σαν αποτέλεσμα, η Αμερικανική οικονομία κατέρρευσε. Η Μεγάλη Βρετανία τα πήγε ακόμη χειρότερα, και αντί να εξομαλύνει όλες τις συνέπειες της προηγηθείσας ανόητης πολιτικής, εγκατέλειψε τελείως τον κανόνα χρυσού το 1931, ισοπεδώνοντας όποια υπόλοιπα εμπιστοσύνης είχαν απομείνει και προκαλώντας σειρά τραπεζικών καταρρεύσεων σε παγκόσμια κλίμακα. Οι οικονομίες όλου του κόσμου βυθίστηκαν στην Μεγάλη Ύφεση του 1930.
Με λογική παρόμοια αυτής της προηγούμενης γενεάς, οι κρατιστές υποστήριξαν ότι ο κανόνας χρυσού κυρίως ευθύνετο για την πιστωτική κατάρρευση που οδήγησε στην Μεγάλη Ύφεση. Εάν ο κανόνας χρυσού δεν ίσχυε, έλεγαν, η εγκατάλειψη των πληρωμών σε χρυσό από την Μ. Βρετανία το 1931 δεν θα είχε προκαλέσει την κατάρρευση των τραπεζών σε όλο τον κόσμο. (Η ειρωνεία ήταν ότι από το 1913 βρισκόμασταν όχι σε κανόνα χρυσού αλλά σε αυτό που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν "μικτός κανόνας χρυσού" - ωστόσο το φταίξιμο αποδόθηκε στον χρυσό.)
Αλλά η αντίθεση σε οποιαδήποτε μορφή κανόνα χρυσού - από ένα αυξανόμενο αριθμό υποστηρικτών του 'κράτους ευημερίας' - στην πραγματικότητα είχε σαν αφετηρία μια πολύ πιό ύπουλη σκέψη: την επίγνωση ότι ο κανόνας χρυσού είναι ασύμβατος με τις χρόνιες ελλειμματικές δαπάνες (το έμβλημα του 'κράτους ευημερίας'). Εάν απογυμνωθεί από την ακατάληπτη ακαδημαϊκή φρασεολογία του, το κράτος ευημερίας δεν είναι παρά ένας μηχανισμός μέσω του οποίου οι κυβερνήσεις δημεύουν τον πλούτο των παραγωγικών μελών της κοινωνίας προκειμένου να στηρίξουν μια ευρύτατη γκάμα 'σχεδίων ευημερίας'. Ένα μεγάλο μέρος της δήμευσης πραγματοποιείται μέσω φορολογίας. Αλλά οι κρατιστές της ευημερίας γρήγορα κατάλαβαν ότι εάν θέλουν να διατηρήσουν την πολιτική τους δύναμη, η φορολογία έπρεπε να είναι περιορισμένη και θα έπρεπε να καταφύγουν σε προγράμματα μαζικών δαπανών μέσω ελλειμμάτων, θα έπρεπε δηλαδή να δανειστούν χρήματα εκδίδοντας κρατικά ομόλογα, για να χρηματοδοτήσουν μεγάλης κλίμακας δαπάνες ευημερίας.
Σύμφωνα με τον κανόνα χρυσού, το ποσόν της πίστωσης που μία οικονομία μπορεί να αντέξει προσδιορίζεται από τα απτά περιουσιακά στοιχεία της οικονομίας αυτής, εφόσον κάθε εργαλείο πίστης είναι σε τελευταία ανάλυση μια απαίτηση έναντι απτών περιουσιακών στοιχείων. Ωστόσο, τα κρατικά ομόλογα δεν καλύπτονται με απτό πλούτο, παρά μόνον με την υπόσχεση του κράτους να πληρώσει από μελλοντικά φορολογικά έσοδα, και ως εκ τούτου διατίθενται με δυσκολία στις αγορές. Ένας μεγάλος όγκος νέων κρατικών ομολόγων μπορούν να διατεθούν στο κοινό μόνον με σταδιακά αυξανόμενα επιτόκια. Έτσι, οι κρατικές ελλειμματικές δαπάνες περιορίζονται δραστικά κάτω από τον κανόνα χρυσού.
Η εγκατάλειψη του κανόνα χρυσού κατέστησε δυνατόν για τους κρατιστές ευημερίας να χρησιμοποιήσουν το τραπεζικό σύστημα σαν όχημα ατελείωτης πιστωτικής επέκτασης. Δημιούργησαν χάρτινα αποθεματικά υπό την μορφή κρατικών ομολόγων τα οποία -μέσω ενός πολύπλοκου τρόπου- οι τράπεζες δέχονται εις αντικατάσταση απτών περιουσιακών στοιχείων και τα μεταχειρίζονται σαν να ήταν πραγματικές καταθέσεις, δηλαδή το αντίστοιχο αυτού που παλαιότερα ήταν κατάθεση χρυσού. Ο κάτοχος κρατικού ομολόγου ή τραπεζικής κατάθεσης που δημιουργήθηκε από χάρτινα αποθεματικά πιστεύει ότι έχει βάσιμη απαίτηση πάνω σε πραγματικά περιουσιακά στοιχεία. Αλλά γεγονός είναι ότι σήμερα υπάρχουν περισσότερες εκκρεμείς απαιτήσεις απ' ότι πραγματικά περιουσιακά στοιχεία.
Ο νόμος προσφοράς και ζήτησης δεν μπορεί να παραβιαστεί. Καθώς η προσφορά χρήματος (απαιτήσεων) αυξάνεται σε σχέση με την προσφορά απτών περιουσιακών στοιχείων στην οικονομία, οι τιμές πρέπει τελικά να ανέβουν. Έτσι τα κέρδη που αποταμιεύτηκαν από τα παραγωγικά μέλη της κοινωνίας χάνουν αξία σε σχέση με τα προϊόντα. Όταν τα λογιστικά βιβλία της οικονομίας τελικά ισοσκελισθούν, βρίσκεται ότι η απώλεια αξίας αντιπροσωπεύει τα αγαθά που η κυβέρνηση αγόρασε για παροχή ευημερίας ή άλλους σκοπούς με χρηματικά έσοδα από κρατικά ομόλογα που χρηματοδοτήθηκαν μέσω τραπεζικής πιστωτικής επέκτασης.
Όταν απουσιάζει ο κανόνας χρυσού, δεν υπάρχει τρόπος να προστατευτούν οι αποταμιεύσεις από δήμευση μέσω πληθωρισμού. Δεν υπάρχει ασφαλής αποθήκευση αξίας. Εάν υπήρχε, η κυβέρνηση θα έπρεπε να κηρύξει παράνομη την κατοχή της, όπως έκανε στην περίπτωση του χρυσού**. Εάν όλοι αποφάσιζαν, για παράδειγμα, να μετατρέψουν όλες τις τραπεζικές καταθέσεις σε ασήμι ή χαλκό ή οποιοδήποτε άλλο αγαθό, και ως εκ τούτου απέφευγαν να δεχτούν επιταγές σαν πληρωμή των προϊόντων, οι τραπεζικές καταθέσεις θα έχαναν την αγοραστική τους δύναμη και η κρατικά-δημιουργημένη τραπεζική πίστη θα ήταν άχρηστη σαν απαίτηση επί αγαθών. Η οικονομική πολιτική του κράτους ευημερίας έχει σαν απαίτηση να μην υπάρχει τρόπος για τους κατόχους πλούτου να προστατέψουν τον εαυτό τους.
Αυτό είναι το άθλιο μυστικό για τις ύβρεις κατά του χρυσού από τους κρατιστές της ευημερίας. Οι ελλειμματικές δαπάνες είναι απλούστατα ένας μηχανισμός για την κρυφή δήμευση του πλούτου. Ο χρυσός στέκεται εμπόδιο σ' αυτήν την δόλια διαδικασία. Είναι ο προστάτης των δικαιωμάτων της ιδιοκτησίας. Εάν κάποιος τα κατανοήσει αυτά, δεν θα έχει καμία δυσκολία να καταλάβει την αντίθεση των κρατιστών προς τον κανόνα χρυσού.
--------------------------------
* (Σ.τ.Μ.) : κρατιστές- μεταφορά στην ελληνική του αγγλικού όρου statists.
** (Σ.τ.Μ.)2: το 1933, μετά το Μεγάλο Κραχ, η κυβέρνηση Ρούσβελτ κήρυξε παράνομη την κατοχή χρυσού (!) και υποχρέωσε τους κατόχους να το ανταλλάξουν σε "μετατρέψιμα" χαρτονομίσματα. Η κατοχή χρυσού έγινε ξανά νόμιμη στα τέλη της δεκαετίας 1970.
***