Του Μιχαηλ Γ. Ιακωβιδη*
Παρακολουθώντας τις συζητήσεις στην Ελλάδα, θα μπορούσε κανείς να συναγάγει ότι η μεταρρυθμιστική ατζέντα είναι ένα ελληνικό ή εν πάση περιπτώσει νοτιοευρωπαϊκό ζήτημα, που προωθείται από τον απαιτητικό και αλαζόνα ευρωπαϊκό Βορρά. Η πραγματικότητα βέβαια είναι πολύ διαφορετική. Χώρες όπως η Αγγλία μετασχηματίστηκαν πριν από τρεισήμισι δεκαετίες, ύστερα από μεγάλη κρίση. Η Γερμανία έκανε δύσκολες τομές μετά την επανένωσή της με την τέως Λαϊκή Δημοκρατία, στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Την ίδια εποχή, η Σουηδία έφτασε στο χείλος του γκρεμού, επανήλθε, ξανα-απειλήθηκε από την κρίση και σήμερα συνεχίζει ένα ευρύ και επιτυχημένο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων. Τέλος, η Λεττονία, μια χώρα που βρέθηκε σε χειρότερη δίνη από την Ελλάδα το 2009, κατάφερε μέσα σε τρία χρόνια να αντιστρέψει τη βαθύτατη ύφεση που έφτασε ςτο -24% του ΑΕΠ και να γίνει η ταχύτερα αναπτυσσόμενη οικονομία στην Ευρώπη.
Τα μαθήματα είναι σαφή. Πρώτον, οι αλλαγές πρέπει να γίνουν γρήγορα και οι περικοπές είναι καλύτερο να γίνουν νωρίς για να μπορέσει να επανέλθει η εμπιστοσύνη ώστε να γίνουν επενδύσεις. Καθυστερήσεις και προστατευτισμός αποθαρρύνουν τόσο επενδύσεις όσο και κατανάλωση, οδηγώντας μας στον φαύλο κύκλο που αντιμετωπίζει σήμερα η Ελλάδα. Δεύτερον, η κρίση δίνει τη δυνατότητα να αποσειστούν πρακτικές συντεχνιακών προνομίων και να αυξηθεί ουσιαστικά ο ανταγωνισμός, οδηγώντας σε νέες θέσεις εργασίας και μείωση των τιμών. Τρίτον, απαιτούνται διαρθρωτικές αλλαγές στη διοίκηση και συχνά η απόλυση όσων εργαζομένων στο Δημόσιο δεν προσφέρουν αποτελεσματικά, με την ταυτόχρονη διατήρηση του δικτύου κοινωνικής προστασίας (στις περισσότερες περιπτώσεις). Η δυναμική αντιμετώπιση της κρίσης, αλλά και η πολιτική συνεννόηση που οδηγεί σε μεγαλύτερη οικονομική ασφάλεια, επιτρέπει την επανεκκίνηση της οικονομίας, χωρίς τις προηγούμενες στρεβλώσεις, βασισμένη στην υγιή επιχειρηματικότητα. Aντίστοιχα μαθήματα μπορεί να αντλήσει κανείς και από την ανάκαμψη της Βραζιλίας, όσο και από τη συνεχιζόμενη αδυναμία της Αργεντινής να ανορθωθεί, παρά την αύξηση των διεθνών τιμών στα προς εξαγωγή προϊόντα της.
Αν λοιπόν γνωρίζουμε τι πρέπει να γίνει, γιατί δεν προχωρούν τα πράγματα; Ειδικότερα στην Ελλάδα, γιατί όλος αυτός ο καιρός στον οποίο υποτίθεται ότι αλλάζουμε δεν έχει αποδώσει ακόμη; Η απάντηση, δυστυχώς, είναι ότι ελάχιστες πραγματικές αλλαγές έχουν γίνει, παρ’ όλα τα νομοθετήματα. Συχνά μιλάμε για αλλαγές αφήνοντας το βαθύ, συχνά ανίκανο και ενίοτε διεφθαρμένο κράτος ανέπαφο και τους ευνοούμενούς του στη θέση τους. Η εγκληματική αδυναμία να αξιολογήσουμε τα στελέχη του Δημοσίου και να αποτολμήσουμε τον ουσιαστικό εξορθολογισμό του κράτους είναι ενδεικτικά. Οσο για αυτά που έχουμε συμφωνήσει, και συχνά νομοθετήσει, δεν τελεσφορούν, καθώς χάνονται στην εφαρμογή. Δεν φαίνεται να έχουμε ούτε τη θέληση ούτε τις δεξιότητες να κάνουμε τις τομές που χρειάζονται. Τέλος, δεν έχουμε ακόμη καταφέρει να εξηγήσουμε στην κοινωνία με απλά λόγια ποιο είναι το πρόβλημα και πώς αντιμετωπίζεται, χάνοντας έτσι την ενεργό στήριξη της κοινής γνώμης.
Τι μπορούμε να κάνουμε σ’ αυτήν την κρίσιμη καμπή; Πριν από λίγες μέρες, στο Διεθνές Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός, συντόνισα μια συνάντηση με τους ηγέτες των (βορειότερων) χωρών που μπόρεσαν να ανταποκριθούν στις προκλήσεις των καιρών και να αντιμετωπίσουν τα προβλήματά τους, αλλά και με Ευρωπαίους από χώρες που ακόμη χειμάζονται από την κρίση. Το αντικείμενο ήταν «η μεταρρύθμιση της μεταρρυθμιστικής ατζέντας», και το ενδιαφέρον καθώς και η παρουσία των ηγετικών φυσιογνωμιών επιβεβαίωσε τόσο τη σημασία του ζητήματος όσο και το επείγον του χαρακτήρα του. Αυτό που προέκυψε ως συμπέρασμα είναι ότι η εφαρμογή του προγράμματος, η συνέχεια στην παρακολούθησή του και η θέληση να αντιμετωπιστεί ο εγγενής συντηρητισμός στο Δημόσιο (ειδικά από όσους το καπηλεύονται) είναι αναγκαία συστατικά της μεταρρύθμισης. Οπως αναφέρθηκε στη συζήτηση, «εάν ο ιδιωτικός τομέας θεωρεί ότι η διαρκής αλλαγή είναι προϋπόθεση επιτυχίας, για πολιτικούς ή ανώτατους δημόσιους υπαλλήλους η αλλαγή είναι συνταγή για αποτυχία». Για να αντιμετωπιστούν τα αναμενόμενα και εγγενή αυτά προβλήματα, απαιτούνται στοχευμένες ενέργειες αλλά και παρακολούθηση από ανθρώπους με εμπειρία στη διαχείριση αλλαγής, στον εξορθολογισμό δομών και στην εφαρμογή και όχι μόνο στον σχεδιασμό, στον οποίο αρκείται η Task Force της Ε.Ε.
Χρειαζόμαστε λοιπόν ένα όργανο παρακολούθησης και υποστήριξης των αλλαγών όσο και ουσιαστική πολιτική τόλμη, που να αντλεί τις σωστές δεξιότητες. Η πρόταση αυτή έγινε τόσο στην κυβέρνηση όσο και στην Task Force που είναι υπεύθυνη για τις μεταρρυθμίσεις. Δυστυχώς, μέχρι να ξαναφτάσει ο κόμπος της εφαρμογής στο χτένι της εξόδου από την Ε.Ε., φοβούμαι πως δεν θα υπάρξει ανταπόκριση. Η κυβέρνηση δεν φαίνεται διατεθειμένη να δημιουργήσει ένα όργανο του οποίο τον έλεγχο δεν θα έχει και η Task Force δεν φαίνεται διατεθημένη να δεχθεί συμβουλές στον τομέα της υλοποίησης, παρότι αυτός εκφεύγει των δεξιοτήτων της. Κι όμως, το σημερινό πρόβλημα είναι αμιγώς πρόβλημα εφαρμογής. Η επιτυχία ή η ενδεχόμενη κατάρρευση της ύστατης προσπάθειας να σταθεί το κράτος στα πόδια του εξαρτάται απ’ αυτό. Ας ελπίσουμε ότι θα το καταλάβουμε πριν να είναι αργά.
* Κατέχει την Εδρα Επιχειρηματικότητας και Καινοτομίας Sir Donald Gordon στο London Business School και είναι επισκέπτης καθηγητής στο NYU-Stern.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου