του Θανάση Πολλάτου
Αναδημοσιεύω από το "Μή μαδάς τη μαργαρίτα" ένα σημαντικό κείμενο του Θανάση Πολλάτου.
Έχω πάψει από καιρό να πιστεύω στη μαρξική θεωρία της πάλης των τάξεων· ίσως μάλιστα να μην την πίστεψα ποτέ. Δεν βλέπω γύρω μου εργάτες να αντιμάχονται τα αφεντικά τους, βλέπω μια κοινωνία να καταφάσκει σύσσωμη τη θεαματική και καταναλωτική της αναπαράσταση. Είναι επειδή, έχοντας διαβάσει τον Καστοριάδη και τον Λεφόρ, αναζητώ την τάξη όχι με βάση τα αντικειμενικά της χαρακτηριστικά, τη θέση των υποτιθέμενων μελών της στην παραγωγή, αλλά με βάση το βαθμό που η συνομάδωση αυτή συμμετέχει σε έναν ανταγωνισμό πολιτικό, φαντασιακό, πολιτισμικό της υπάρχουσας κοινωνικής θέσμισης. Η τάξη, έλεγε ο μεγάλος θεωρητικός του εργατικού κινήματος, ο Ε.Π. Τόμσον, δεν είναι ένα πράγμα, αλλά μια σχέση. Οι τάξεις για να είναι τάξεις πρέπει να συμπεριφέρονται σαν τάξεις, να ορίζουν τον εαυτό τους ως τέτοιες μέσα στην πράξη τους, στην διεκδίκησή τους και κυρίως στην τοποθέτησή τους απέναντι στο υπάρχον καθεστώς και στις άλλες τάξεις. Η εργατική τάξη υπήρξε, την περίοδο της ακμής του εργατικού κινήματος, μια πραγματική τάξη που αντιπροσώπευε μια νέα κοινωνική θέσμιση, μια άλλη κουλτούρα που βρισκόταν σε αντιπαράθεση με την κυρίαρχη (;) κουλτούρα της αστικής τάξης. Αυτό ίσχυε εκείνη την εποχή ως γενική αρχή, πράγμα που έκανε τον Μαρξ να προβάλλει αυτό το σχήμα σε ολόκληρη την ιστορία, γενικευτικά και λανθασμένα νομίζω στο βαθμό που αυτό έτεινε να αποτελέσει απόλυτο δόγμα. Και έγινε πράγματι απόλυτο δόγμα, ιδεολογία, ψευδής συνείδηση, ιδεοληπτική αναπαράσταση που υποκαθιστά την πραγματικότητα στα μυαλά των μαρξιστών που πασχίζουν μέχρι σήμερα να κρατηθούν με νύχια και με δόντια από ένα σχήμα που θέλουν να το βαφτίσουν υπεριστορικό ενώ δεν είναι. Συνεπώς, η περίφημη αντίθεση κεφαλαίου και εργασίας που κινεί τη σκέψη πολλών επιγόνων του Μαρξ, ακόμα και των πιο φιλελεύθερων, δεν πρέπει να υποστηρίζεται άκριτα, αλλά να υφίσταται τη βάσανο της αμφισβήτησης για να μπορούμε σε κάθε περίπτωση να ανακαλύπτουμε την αλήθεια της, την πρόσδεσή της στην πραγματικότητα.
Δε θέλω όμως να συνεχίσω αυτή τη σκέψη, η οποία έχει αναμφισβήτητα πολλές πτυχές και μπορεί να εγείρει πολλές αντιρρήσεις. Θέλω να σταθώ κάπου αλλού, για να συνδέσω τη θεωρία της τάξης με τη σημερινή κατάσταση. Ο Καστοριάδης και ο Λεφόρ, λοιπόν, προσπαθώντας να παραμείνουν μαρξιστές και να αποσυνδεθούν από το υπόδειγμα του κομουνιστικού ολοκληρωτισμού, εισηγήθηκαν πριν από 60 περίπου χρόνια μια νέα θεωρία. Για την ακρίβεια επρόκειτο για την αναθεώρηση μιας παλιάς θεωρίας, της θεωρίας του Μαρξ. Είπαν, λοιπόν, πως πρέπει να εγκαταλείψουμε την αυταπάτη πως η ρωσική κοινωνία ήταν μια αταξική κοινωνία ή μια κοινωνία που βαδίζει έστω προς τον σοσιαλισμό. Η ρωσική κοινωνία είναι μια ταξική κοινωνία όπου το ρόλο της κυρίαρχης τάξης δεν τον έχει η βδελυρή μπουρζουαζία, αλλά η γραφειοκρατική τάξη, η τάξη του Κόμματος. Η ταξικότητα της κοινωνίας και η εκμετάλλευση παραμένει, μόνο που την υπεραξία που παράγεται από την δραστηριότητα της κοινωνίας την καρπώνεται η γραφειοκρατική τάξη. Αυτή η ανάλυση μας επιτρέπει να ανοίξουμε λίγο τους ορίζοντές μας και να δούμε την τάξη εκτός του μαρξικού ιστορικιστικού πλαισίου.
Γιατί τα λέω όλα αυτά τώρα. Μου φαίνεται πως στην ελληνική περίπτωση, εμφανίζεται μερικούς αιώνες καθυστερημένο το φάντασμα μιας τάξης. Και δεν μιλάω για μια τάξη επαναστατική, μια τάξη που θέλει να αλλάξει τα πράγματα. Μιλάω για μια τάξη που είναι κυρίαρχη όπως η ρωσική γραφειοκρατία του Κόμματος. Συλλαμβάνω διαισθητικά, όλους όσους ο φίλος μας ο Λεό έχει ονομάσει παραστατικότατα insiders του συστήματος, ως μέλη μιας τάξης ή «τάξης» αν θέλετε. Όλο αυτό το συνονθύλευμα των συνδικαλιστών, των λαϊκιστών πολιτικών, των κομματικών γραφειοκρατιών, των ανθρώπων των μίντια, των ανθρώπων των πανεπιστημίων, των επιχειρηματιών, των αγανακτισμένων, ενοποιείται στα μάτια μου με βάση τη φαντασιακή ένταξή του σε ένα σύστημα και σε μία κουλτούρα. Προσοχή: φαντασιακή ένταξη δεν σημαίνει φανταστική ένταξη, όπως συχνά πιστεύεται. Η φαντασιακή ένταξη είναι απολύτως πραγματική, μόνο που αφορά σε μια κοινότητα νόων, τη συνέχει μια πολιτισμική διάσταση.
Το φαινόμενο αυτής εδώ της τάξης είναι απόλυτα διακομματικό. Αφορά στην υπεράσπιση του παλιού κόσμου, του κόσμου που δημιουργήθηκε από το ’81 και έπειτα, ενώ οι ρίζες του μπορούν να αναζητηθούν σε παλιότερες εποχές. Καθώς το βασικό μέλημα του συνονθυλεύματος αυτού είναι να μην αλλάξει τίποτα στην κοινωνία, το συνονθύλευμα αυτό είναι απολύτως συντηρητικό. Το πραγματικό διακύβευμα για την ελληνική κοινωνία δεν είναι, λοιπόν, ταξικό με την παραδοσιακή έννοια, αλλά ταξικό με την έννοια που προσπαθούμε να περιγράψουμε εδώ. Το σημαίνον δίπολο δεν είναι αριστερά – δεξιά, αλλά εκσυγχρονισμός ή συντήρηση των κοτζαμπασικών δομών του πελατειακού κράτους.
Ας μην μας ξενίζει το γεγονός ότι σχεδόν σύσσωμη η αριστερά εντάσσεται στο στρατόπεδο της υπεράσπισης του πελατειασμού. Οι πολιτισμικές ρίζες της ελληνικής αριστεράς βρίσκονται, όπως φαίνεται, στη γραφειοκρατική τάξη της ΕΣΣΔ και όχι στα αιτήματα του Διαφωτισμού. Όποιος πλησιάσει τους χώρους όπου η αριστερά είναι κυρίαρχη, όπως το πανεπιστήμιο ή η τέχνη, θα διαπιστώσει ότι τα κομματικά διαπιστευτήρια ή η επαναστατικοφροσύνη αποτελούν επαρκές εφόδιο για την επαγγελματική, συνδικαλιστική και κοινωνική ανέλιξη.Δε θέλω όμως να συνεχίσω αυτή τη σκέψη, η οποία έχει αναμφισβήτητα πολλές πτυχές και μπορεί να εγείρει πολλές αντιρρήσεις. Θέλω να σταθώ κάπου αλλού, για να συνδέσω τη θεωρία της τάξης με τη σημερινή κατάσταση. Ο Καστοριάδης και ο Λεφόρ, λοιπόν, προσπαθώντας να παραμείνουν μαρξιστές και να αποσυνδεθούν από το υπόδειγμα του κομουνιστικού ολοκληρωτισμού, εισηγήθηκαν πριν από 60 περίπου χρόνια μια νέα θεωρία. Για την ακρίβεια επρόκειτο για την αναθεώρηση μιας παλιάς θεωρίας, της θεωρίας του Μαρξ. Είπαν, λοιπόν, πως πρέπει να εγκαταλείψουμε την αυταπάτη πως η ρωσική κοινωνία ήταν μια αταξική κοινωνία ή μια κοινωνία που βαδίζει έστω προς τον σοσιαλισμό. Η ρωσική κοινωνία είναι μια ταξική κοινωνία όπου το ρόλο της κυρίαρχης τάξης δεν τον έχει η βδελυρή μπουρζουαζία, αλλά η γραφειοκρατική τάξη, η τάξη του Κόμματος. Η ταξικότητα της κοινωνίας και η εκμετάλλευση παραμένει, μόνο που την υπεραξία που παράγεται από την δραστηριότητα της κοινωνίας την καρπώνεται η γραφειοκρατική τάξη. Αυτή η ανάλυση μας επιτρέπει να ανοίξουμε λίγο τους ορίζοντές μας και να δούμε την τάξη εκτός του μαρξικού ιστορικιστικού πλαισίου.
Γιατί τα λέω όλα αυτά τώρα. Μου φαίνεται πως στην ελληνική περίπτωση, εμφανίζεται μερικούς αιώνες καθυστερημένο το φάντασμα μιας τάξης. Και δεν μιλάω για μια τάξη επαναστατική, μια τάξη που θέλει να αλλάξει τα πράγματα. Μιλάω για μια τάξη που είναι κυρίαρχη όπως η ρωσική γραφειοκρατία του Κόμματος. Συλλαμβάνω διαισθητικά, όλους όσους ο φίλος μας ο Λεό έχει ονομάσει παραστατικότατα insiders του συστήματος, ως μέλη μιας τάξης ή «τάξης» αν θέλετε. Όλο αυτό το συνονθύλευμα των συνδικαλιστών, των λαϊκιστών πολιτικών, των κομματικών γραφειοκρατιών, των ανθρώπων των μίντια, των ανθρώπων των πανεπιστημίων, των επιχειρηματιών, των αγανακτισμένων, ενοποιείται στα μάτια μου με βάση τη φαντασιακή ένταξή του σε ένα σύστημα και σε μία κουλτούρα. Προσοχή: φαντασιακή ένταξη δεν σημαίνει φανταστική ένταξη, όπως συχνά πιστεύεται. Η φαντασιακή ένταξη είναι απολύτως πραγματική, μόνο που αφορά σε μια κοινότητα νόων, τη συνέχει μια πολιτισμική διάσταση.
Το φαινόμενο αυτής εδώ της τάξης είναι απόλυτα διακομματικό. Αφορά στην υπεράσπιση του παλιού κόσμου, του κόσμου που δημιουργήθηκε από το ’81 και έπειτα, ενώ οι ρίζες του μπορούν να αναζητηθούν σε παλιότερες εποχές. Καθώς το βασικό μέλημα του συνονθυλεύματος αυτού είναι να μην αλλάξει τίποτα στην κοινωνία, το συνονθύλευμα αυτό είναι απολύτως συντηρητικό. Το πραγματικό διακύβευμα για την ελληνική κοινωνία δεν είναι, λοιπόν, ταξικό με την παραδοσιακή έννοια, αλλά ταξικό με την έννοια που προσπαθούμε να περιγράψουμε εδώ. Το σημαίνον δίπολο δεν είναι αριστερά – δεξιά, αλλά εκσυγχρονισμός ή συντήρηση των κοτζαμπασικών δομών του πελατειακού κράτους.
Η τάξη που προσπαθούμε να περιγράψουμε χαρακτηρίζεται κατά απόλυτο τρόπο από τους όρους των πελατειακών σχέσεων. Και είναι μάλιστα σκόπιμο να παρατηρήσουμε ότι το χαρακτηριστικό του πελατειασμού αποτελούσε ίδιον και της ρωσικής γραφειοκρατίας. Και εκεί, όπως κι εδώ η κοινωνική ανέλιξη και η οικογενειακή ευημερία ταυτιζόταν με την δυνατότητα πρόσβασης στα ενδότερα του κομματικογραφειοκρατικού συστήματος για την εξασφάλιση κάποιας χάρης. Η ακριβής αντίθεση προς τη δημοκρατική απαίτηση της ισότητας, της ισονομίας και της αξιοκρατίας, δηλαδή. Η κομματογραφειοκρατική τάξη ασκεί την εξουσία της μεσολαβώντας μεταξύ των πολιτών και του κράτους. Τα μέλη της κομματικογραφειοκρατίας παρεμβαίνουν ως εκπρόσωποι των συνδικαλιστικών οργανώσεων, ως εκπρόσωποι των κομματικών νεολαιών που λυμαίνονται τα πανεπιστήμια, ως τοπικοί κομματικοί παράγοντες, ως κομματικοί επιχειρηματίες για να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα των εντολέων τους.
Το κομματικογραφειοκρατικό σύστημα συνιστά τον δίαυλο επικοινωνίας και ανταλλαγής εξυπηρετήσεων μεταξύ επιμέρους πόλων. Ο όρος της συνοχής του είναι τα κόμματα. Αυτός είναι ο ρόλος των κομμάτων στην ελληνική περίπτωση, σε αντίθεση με τον δέοντα ρόλο τους στα φιλελεύθερα δημοκρατικά πολιτεύματα που εξηγεί πολύ σωστά αντιτασσόμενος στον λαϊκισμό ο Γιώργος Σιακαντάρης. Η άνοδος τους λαϊκισμού, η απαξίωση του πολιτικού συστήματος και ο άκριτος καταγγελτισμός με τη λογική της συλλογικής ευθύνης όλων των πολιτικών, που χαρακτήρισαν το κίνημα των αγανακτισμένων αποτελεί μια διαμαρτυρία ενάντια στην αδυναμία της κεφαλής να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις της βάσης του πελατειακοκομματικογραφειοκρατικού συστήματος. Το διαρραγέν κοινωνικό συμβόλαιο της μεταπολίτευσης ήταν ακριβώς αυτό: η σιωπηλή συμφωνία του πελατειασμού.
Το στρατόπεδο των insiders του συστήματος, η κυρίαρχη τάξη αποτελούνταν από το σύνολο όσων συμμετείχαν άμεσα στο πελατειακό σύστημα, αλλά όχι μόνο. Περιελάμβανε όσους διοριζόταν στο δημόσιο, όσους μεσολαβούσαν για να διοριστούν και όσους εν τέλει τους διόριζαν· όσους έπαιρναν παράνομες επιδοτήσεις, όσους μεσολαβούσαν για να τις πάρουν και όσους εν τέλει τις έδιναν. Οι τρεις εμπλεκόμενοι πόλοι αντιστοιχούσαν σε τρία επίπεδα του πελατειακού συστήματος. Ο πρώτος αντιστοιχούσε στη βάση, ο δεύτερος σε μεσαία στελέχη (κομματάρχες, τοπικοί παράγοντες, μητροπολίτες, επικεφαλής κομματικών νεολαιών, συνδικαλιστές, δημοσιογράφοι κ.λπ.) και ο τρίτος σε ανώτερα στελέχη του πελατειακού συστήματος (βουλευτές, υπουργοί, υψηλόβαθμα στελέχη της δημόσιας διοίκησης, δήμαρχοι, γενικοί γραμματείς υπουργείων, διευθυντές δημοσίων οργανισμών κ.λπ.). Η βάση ήταν ιδιαίτερα πολυπληθής, καθώς η πλειοψηφία της κοινωνίας ζητούσε και ζητά ακόμα χάρες από το πελατειακό σύστημα για να διοριστεί από το παράθυρο, για να μετατεθεί ευνοϊκά το παιδί της που υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία, για να πάρει το πτυχίο της, για να επιδοτηθεί, για να κλείσει μια δουλειά με το δημόσιο, για να αποφύγει να πληρώσει φόρους, κλήσεις, πρόστιμα κ.λπ.
Στο εσωτερικό του πελατειακού συστήματος, το οποίο λειτουργεί με τους όρους μιας εγκληματικής οργάνωσης σε επίπεδο κοινωνίας αναπτύχθηκαν αντίστοιχες συμπεριφορές και οργανώσεις που κέρδιζαν το κάτι παραπάνω διά της ανοχής του συστήματος ή διά της διαπλοκής μαζί του: πυρήνες διαφθοράς στη δημόσια διοίκηση, στην αστυνομία, στις υπηρεσίες υγείας, φορο/εισφοροδιαφυγή. Η υπέρβαση των όρων που διέπουν το τοπίο του πελατειασμού αποτελεί, όπως είναι φυσικό και εμφανές, αιτία πολέμου για όλους τους παράγοντες αυτού του συστήματος.
Για να έχουμε μια πλήρη εικόνα της κυρίαρχης τάξης, πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας σχεδόν το σύνολο της κοινωνίας, όσους δηλαδή έμμεσα ή άμεσα έχουν προσποριστεί ιδιοτελή οφέλη από την κατάσταση αυτή. Οι εξαιρέσεις των outsiders είναι πολύ λίγες, αλλά οι διαβαθμίσεις του «μαζί τα φάγαμε» είναι υπαρκτές. Το κεντρικό πρόβλημα παραμένει δυσεπίλυτο: στη γενική κουλτούρα της κοινωνίας ο τρόπος των πελατειακών σχέσεων έχει εμπεδωθεί ως ο μοναδικός τρόπος να χειρίζεται τις υποθέσεις της και ως ο μοναδικός τρόπος να έρχεται σε επαφή με το κράτος.
Καταλήγω σε μία άλλη διαπίστωση του Καστοριάδη, βγαλμένη, επίσης, από άλλο πλαίσιο. Το ερώτημα τελικά σήμερα είναι ποιος και ποια είναι υπέρ αυτού του συστήματος και ποιος και ποια είναι εναντίον του. Είναι σαφές ότι οι διακομματικοί υπερασπιστές του πελατειακού συστήματος, είτε αγνοώντας τη χρεοκοπία του είτε επιθυμώντας να φορτώσουν σε άλλους τις συνέπειές της, συμπεριφέρονται ως τάξη, αρχίζουν να αισθάνονται ως μέλη ενός μετώπου που εργάζεται για την άρση κάθε προσπάθειας μεταρρύθμισης που θα πλήξει την κυρίαρχη θέση της τάξης τους μέσα στην κοινωνία. Η επιλογή του συνθήματος «πίσω στη δραχμή» είναι ψυχαναλυτικά αποκαλυπτική. Η δραχμή συμβολίζει την παραμονή στο παρελθόν του καθ’ ημάς κοτζαμπασισμού, τη φυγή προς τα πίσω. Είναι το κύκνειο άσμα των βαμπίρ του κομματικογραφειοκρατικού συστήματος, η πολεμική ιαχή ενάντια σε ένα μέλλον που μοιάζει να τους κυκλώνει. Το αν η αυριανή θα είναι η μέρα των ζωντανών νεκρών μένει να φανεί.
Η μόνη ελπίδα είναι πως τα περισσότερο δυναμικά και δημιουργικά κομμάτια της κοινωνίας, αυτά δηλαδή που μπορούν να επιφέρουν μια ποιοτική αλλαγή προς την κατεύθυνση του εκσυγχρονισμού και του εξορθολογισμού της κοινωνίας, συνειδητοποιούν το αδιέξοδο και αποδέχονται την αναγκαιότητα των αλλαγών. Και αυτοί είναι, συνήθως, αυτοί που έχουν λίγα να χάσουν, αυτοί που η εμπλοκή τους με την κομματικογραφειοκρατική τάξη που υπερασπίζεται το φαιοκόκκινο μέτωπο της αριστεράς, της ακροδεξιάς και του βαθέος κομματισμού είναι μόνο έμμεση. Το βέβαιο πάντως είναι αυτό που γράφει ο Φώτης Γεωργελές: «Υπάρχουν µόνο 2 πολιτικές παρατάξεις που διαπερνούν οριζόντια τα κόµµατα. Η µια αποφασισµένη να προχωρήσει σε µεταρρυθµίσεις εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης µήπως σωθεί η χώρα και ξαναγίνει κανονική, ικανή να ζήσει τους πολίτες της. Και η άλλη που αποκρούει κάθε αλλαγή, που προσπαθεί να διατηρήσει το κατεστηµένο σύστηµα εξουσίας, που οδηγεί στη δραχµή, τους ολιγάρχες, τους µαυραγορίτες. Όσο οι δυο αυτές παρατάξεις δεν ξεχωρίζουν, η σωτηρία µας επαφίεται µόνο στους ξένους. Αλλά ποτέ κανείς δεν σώνεται αν δεν θέλει να σωθεί».
Το στρατόπεδο των insiders του συστήματος, η κυρίαρχη τάξη αποτελούνταν από το σύνολο όσων συμμετείχαν άμεσα στο πελατειακό σύστημα, αλλά όχι μόνο. Περιελάμβανε όσους διοριζόταν στο δημόσιο, όσους μεσολαβούσαν για να διοριστούν και όσους εν τέλει τους διόριζαν· όσους έπαιρναν παράνομες επιδοτήσεις, όσους μεσολαβούσαν για να τις πάρουν και όσους εν τέλει τις έδιναν. Οι τρεις εμπλεκόμενοι πόλοι αντιστοιχούσαν σε τρία επίπεδα του πελατειακού συστήματος. Ο πρώτος αντιστοιχούσε στη βάση, ο δεύτερος σε μεσαία στελέχη (κομματάρχες, τοπικοί παράγοντες, μητροπολίτες, επικεφαλής κομματικών νεολαιών, συνδικαλιστές, δημοσιογράφοι κ.λπ.) και ο τρίτος σε ανώτερα στελέχη του πελατειακού συστήματος (βουλευτές, υπουργοί, υψηλόβαθμα στελέχη της δημόσιας διοίκησης, δήμαρχοι, γενικοί γραμματείς υπουργείων, διευθυντές δημοσίων οργανισμών κ.λπ.). Η βάση ήταν ιδιαίτερα πολυπληθής, καθώς η πλειοψηφία της κοινωνίας ζητούσε και ζητά ακόμα χάρες από το πελατειακό σύστημα για να διοριστεί από το παράθυρο, για να μετατεθεί ευνοϊκά το παιδί της που υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία, για να πάρει το πτυχίο της, για να επιδοτηθεί, για να κλείσει μια δουλειά με το δημόσιο, για να αποφύγει να πληρώσει φόρους, κλήσεις, πρόστιμα κ.λπ.
Στο εσωτερικό του πελατειακού συστήματος, το οποίο λειτουργεί με τους όρους μιας εγκληματικής οργάνωσης σε επίπεδο κοινωνίας αναπτύχθηκαν αντίστοιχες συμπεριφορές και οργανώσεις που κέρδιζαν το κάτι παραπάνω διά της ανοχής του συστήματος ή διά της διαπλοκής μαζί του: πυρήνες διαφθοράς στη δημόσια διοίκηση, στην αστυνομία, στις υπηρεσίες υγείας, φορο/εισφοροδιαφυγή. Η υπέρβαση των όρων που διέπουν το τοπίο του πελατειασμού αποτελεί, όπως είναι φυσικό και εμφανές, αιτία πολέμου για όλους τους παράγοντες αυτού του συστήματος.
Για να έχουμε μια πλήρη εικόνα της κυρίαρχης τάξης, πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας σχεδόν το σύνολο της κοινωνίας, όσους δηλαδή έμμεσα ή άμεσα έχουν προσποριστεί ιδιοτελή οφέλη από την κατάσταση αυτή. Οι εξαιρέσεις των outsiders είναι πολύ λίγες, αλλά οι διαβαθμίσεις του «μαζί τα φάγαμε» είναι υπαρκτές. Το κεντρικό πρόβλημα παραμένει δυσεπίλυτο: στη γενική κουλτούρα της κοινωνίας ο τρόπος των πελατειακών σχέσεων έχει εμπεδωθεί ως ο μοναδικός τρόπος να χειρίζεται τις υποθέσεις της και ως ο μοναδικός τρόπος να έρχεται σε επαφή με το κράτος.
Καταλήγω σε μία άλλη διαπίστωση του Καστοριάδη, βγαλμένη, επίσης, από άλλο πλαίσιο. Το ερώτημα τελικά σήμερα είναι ποιος και ποια είναι υπέρ αυτού του συστήματος και ποιος και ποια είναι εναντίον του. Είναι σαφές ότι οι διακομματικοί υπερασπιστές του πελατειακού συστήματος, είτε αγνοώντας τη χρεοκοπία του είτε επιθυμώντας να φορτώσουν σε άλλους τις συνέπειές της, συμπεριφέρονται ως τάξη, αρχίζουν να αισθάνονται ως μέλη ενός μετώπου που εργάζεται για την άρση κάθε προσπάθειας μεταρρύθμισης που θα πλήξει την κυρίαρχη θέση της τάξης τους μέσα στην κοινωνία. Η επιλογή του συνθήματος «πίσω στη δραχμή» είναι ψυχαναλυτικά αποκαλυπτική. Η δραχμή συμβολίζει την παραμονή στο παρελθόν του καθ’ ημάς κοτζαμπασισμού, τη φυγή προς τα πίσω. Είναι το κύκνειο άσμα των βαμπίρ του κομματικογραφειοκρατικού συστήματος, η πολεμική ιαχή ενάντια σε ένα μέλλον που μοιάζει να τους κυκλώνει. Το αν η αυριανή θα είναι η μέρα των ζωντανών νεκρών μένει να φανεί.
Η μόνη ελπίδα είναι πως τα περισσότερο δυναμικά και δημιουργικά κομμάτια της κοινωνίας, αυτά δηλαδή που μπορούν να επιφέρουν μια ποιοτική αλλαγή προς την κατεύθυνση του εκσυγχρονισμού και του εξορθολογισμού της κοινωνίας, συνειδητοποιούν το αδιέξοδο και αποδέχονται την αναγκαιότητα των αλλαγών. Και αυτοί είναι, συνήθως, αυτοί που έχουν λίγα να χάσουν, αυτοί που η εμπλοκή τους με την κομματικογραφειοκρατική τάξη που υπερασπίζεται το φαιοκόκκινο μέτωπο της αριστεράς, της ακροδεξιάς και του βαθέος κομματισμού είναι μόνο έμμεση. Το βέβαιο πάντως είναι αυτό που γράφει ο Φώτης Γεωργελές: «Υπάρχουν µόνο 2 πολιτικές παρατάξεις που διαπερνούν οριζόντια τα κόµµατα. Η µια αποφασισµένη να προχωρήσει σε µεταρρυθµίσεις εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης µήπως σωθεί η χώρα και ξαναγίνει κανονική, ικανή να ζήσει τους πολίτες της. Και η άλλη που αποκρούει κάθε αλλαγή, που προσπαθεί να διατηρήσει το κατεστηµένο σύστηµα εξουσίας, που οδηγεί στη δραχµή, τους ολιγάρχες, τους µαυραγορίτες. Όσο οι δυο αυτές παρατάξεις δεν ξεχωρίζουν, η σωτηρία µας επαφίεται µόνο στους ξένους. Αλλά ποτέ κανείς δεν σώνεται αν δεν θέλει να σωθεί».
Το κομματικογραφειοκρατικό σύστημα συνιστά τον δίαυλο επικοινωνίας και ανταλλαγής εξυπηρετήσεων μεταξύ επιμέρους πόλων. Ο όρος της συνοχής του είναι τα κόμματα. Αυτός είναι ο ρόλος των κομμάτων στην ελληνική περίπτωση, σε αντίθεση με τον δέοντα ρόλο τους στα φιλελεύθερα δημοκρατικά πολιτεύματα που εξηγεί πολύ σωστά αντιτασσόμενος στον λαϊκισμό ο Γιώργος Σιακαντάρης. Η άνοδος τους λαϊκισμού, η απαξίωση του πολιτικού συστήματος και ο άκριτος καταγγελτισμός με τη λογική της συλλογικής ευθύνης όλων των πολιτικών, που χαρακτήρισαν το κίνημα των αγανακτισμένων αποτελεί μια διαμαρτυρία ενάντια στην αδυναμία της κεφαλής να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις της βάσης του πελατειακοκομματικογραφειοκρατικού συστήματος. Το διαρραγέν κοινωνικό συμβόλαιο της μεταπολίτευσης ήταν ακριβώς αυτό: η σιωπηλή συμφωνία του πελατειασμού.
Το στρατόπεδο των insiders του συστήματος, η κυρίαρχη τάξη αποτελούνταν από το σύνολο όσων συμμετείχαν άμεσα στο πελατειακό σύστημα, αλλά όχι μόνο. Περιελάμβανε όσους διοριζόταν στο δημόσιο, όσους μεσολαβούσαν για να διοριστούν και όσους εν τέλει τους διόριζαν· όσους έπαιρναν παράνομες επιδοτήσεις, όσους μεσολαβούσαν για να τις πάρουν και όσους εν τέλει τις έδιναν. Οι τρεις εμπλεκόμενοι πόλοι αντιστοιχούσαν σε τρία επίπεδα του πελατειακού συστήματος. Ο πρώτος αντιστοιχούσε στη βάση, ο δεύτερος σε μεσαία στελέχη (κομματάρχες, τοπικοί παράγοντες, μητροπολίτες, επικεφαλής κομματικών νεολαιών, συνδικαλιστές, δημοσιογράφοι κ.λπ.) και ο τρίτος σε ανώτερα στελέχη του πελατειακού συστήματος (βουλευτές, υπουργοί, υψηλόβαθμα στελέχη της δημόσιας διοίκησης, δήμαρχοι, γενικοί γραμματείς υπουργείων, διευθυντές δημοσίων οργανισμών κ.λπ.). Η βάση ήταν ιδιαίτερα πολυπληθής, καθώς η πλειοψηφία της κοινωνίας ζητούσε και ζητά ακόμα χάρες από το πελατειακό σύστημα για να διοριστεί από το παράθυρο, για να μετατεθεί ευνοϊκά το παιδί της που υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία, για να πάρει το πτυχίο της, για να επιδοτηθεί, για να κλείσει μια δουλειά με το δημόσιο, για να αποφύγει να πληρώσει φόρους, κλήσεις, πρόστιμα κ.λπ.
Στο εσωτερικό του πελατειακού συστήματος, το οποίο λειτουργεί με τους όρους μιας εγκληματικής οργάνωσης σε επίπεδο κοινωνίας αναπτύχθηκαν αντίστοιχες συμπεριφορές και οργανώσεις που κέρδιζαν το κάτι παραπάνω διά της ανοχής του συστήματος ή διά της διαπλοκής μαζί του: πυρήνες διαφθοράς στη δημόσια διοίκηση, στην αστυνομία, στις υπηρεσίες υγείας, φορο/εισφοροδιαφυγή. Η υπέρβαση των όρων που διέπουν το τοπίο του πελατειασμού αποτελεί, όπως είναι φυσικό και εμφανές, αιτία πολέμου για όλους τους παράγοντες αυτού του συστήματος.
Για να έχουμε μια πλήρη εικόνα της κυρίαρχης τάξης, πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας σχεδόν το σύνολο της κοινωνίας, όσους δηλαδή έμμεσα ή άμεσα έχουν προσποριστεί ιδιοτελή οφέλη από την κατάσταση αυτή. Οι εξαιρέσεις των outsiders είναι πολύ λίγες, αλλά οι διαβαθμίσεις του «μαζί τα φάγαμε» είναι υπαρκτές. Το κεντρικό πρόβλημα παραμένει δυσεπίλυτο: στη γενική κουλτούρα της κοινωνίας ο τρόπος των πελατειακών σχέσεων έχει εμπεδωθεί ως ο μοναδικός τρόπος να χειρίζεται τις υποθέσεις της και ως ο μοναδικός τρόπος να έρχεται σε επαφή με το κράτος.
Καταλήγω σε μία άλλη διαπίστωση του Καστοριάδη, βγαλμένη, επίσης, από άλλο πλαίσιο. Το ερώτημα τελικά σήμερα είναι ποιος και ποια είναι υπέρ αυτού του συστήματος και ποιος και ποια είναι εναντίον του. Είναι σαφές ότι οι διακομματικοί υπερασπιστές του πελατειακού συστήματος, είτε αγνοώντας τη χρεοκοπία του είτε επιθυμώντας να φορτώσουν σε άλλους τις συνέπειές της, συμπεριφέρονται ως τάξη, αρχίζουν να αισθάνονται ως μέλη ενός μετώπου που εργάζεται για την άρση κάθε προσπάθειας μεταρρύθμισης που θα πλήξει την κυρίαρχη θέση της τάξης τους μέσα στην κοινωνία. Η επιλογή του συνθήματος «πίσω στη δραχμή» είναι ψυχαναλυτικά αποκαλυπτική. Η δραχμή συμβολίζει την παραμονή στο παρελθόν του καθ’ ημάς κοτζαμπασισμού, τη φυγή προς τα πίσω. Είναι το κύκνειο άσμα των βαμπίρ του κομματικογραφειοκρατικού συστήματος, η πολεμική ιαχή ενάντια σε ένα μέλλον που μοιάζει να τους κυκλώνει. Το αν η αυριανή θα είναι η μέρα των ζωντανών νεκρών μένει να φανεί.
Η μόνη ελπίδα είναι πως τα περισσότερο δυναμικά και δημιουργικά κομμάτια της κοινωνίας, αυτά δηλαδή που μπορούν να επιφέρουν μια ποιοτική αλλαγή προς την κατεύθυνση του εκσυγχρονισμού και του εξορθολογισμού της κοινωνίας, συνειδητοποιούν το αδιέξοδο και αποδέχονται την αναγκαιότητα των αλλαγών. Και αυτοί είναι, συνήθως, αυτοί που έχουν λίγα να χάσουν, αυτοί που η εμπλοκή τους με την κομματικογραφειοκρατική τάξη που υπερασπίζεται το φαιοκόκκινο μέτωπο της αριστεράς, της ακροδεξιάς και του βαθέος κομματισμού είναι μόνο έμμεση. Το βέβαιο πάντως είναι αυτό που γράφει ο Φώτης Γεωργελές: «Υπάρχουν µόνο 2 πολιτικές παρατάξεις που διαπερνούν οριζόντια τα κόµµατα. Η µια αποφασισµένη να προχωρήσει σε µεταρρυθµίσεις εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης µήπως σωθεί η χώρα και ξαναγίνει κανονική, ικανή να ζήσει τους πολίτες της. Και η άλλη που αποκρούει κάθε αλλαγή, που προσπαθεί να διατηρήσει το κατεστηµένο σύστηµα εξουσίας, που οδηγεί στη δραχµή, τους ολιγάρχες, τους µαυραγορίτες. Όσο οι δυο αυτές παρατάξεις δεν ξεχωρίζουν, η σωτηρία µας επαφίεται µόνο στους ξένους. Αλλά ποτέ κανείς δεν σώνεται αν δεν θέλει να σωθεί».
Το στρατόπεδο των insiders του συστήματος, η κυρίαρχη τάξη αποτελούνταν από το σύνολο όσων συμμετείχαν άμεσα στο πελατειακό σύστημα, αλλά όχι μόνο. Περιελάμβανε όσους διοριζόταν στο δημόσιο, όσους μεσολαβούσαν για να διοριστούν και όσους εν τέλει τους διόριζαν· όσους έπαιρναν παράνομες επιδοτήσεις, όσους μεσολαβούσαν για να τις πάρουν και όσους εν τέλει τις έδιναν. Οι τρεις εμπλεκόμενοι πόλοι αντιστοιχούσαν σε τρία επίπεδα του πελατειακού συστήματος. Ο πρώτος αντιστοιχούσε στη βάση, ο δεύτερος σε μεσαία στελέχη (κομματάρχες, τοπικοί παράγοντες, μητροπολίτες, επικεφαλής κομματικών νεολαιών, συνδικαλιστές, δημοσιογράφοι κ.λπ.) και ο τρίτος σε ανώτερα στελέχη του πελατειακού συστήματος (βουλευτές, υπουργοί, υψηλόβαθμα στελέχη της δημόσιας διοίκησης, δήμαρχοι, γενικοί γραμματείς υπουργείων, διευθυντές δημοσίων οργανισμών κ.λπ.). Η βάση ήταν ιδιαίτερα πολυπληθής, καθώς η πλειοψηφία της κοινωνίας ζητούσε και ζητά ακόμα χάρες από το πελατειακό σύστημα για να διοριστεί από το παράθυρο, για να μετατεθεί ευνοϊκά το παιδί της που υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία, για να πάρει το πτυχίο της, για να επιδοτηθεί, για να κλείσει μια δουλειά με το δημόσιο, για να αποφύγει να πληρώσει φόρους, κλήσεις, πρόστιμα κ.λπ.
Στο εσωτερικό του πελατειακού συστήματος, το οποίο λειτουργεί με τους όρους μιας εγκληματικής οργάνωσης σε επίπεδο κοινωνίας αναπτύχθηκαν αντίστοιχες συμπεριφορές και οργανώσεις που κέρδιζαν το κάτι παραπάνω διά της ανοχής του συστήματος ή διά της διαπλοκής μαζί του: πυρήνες διαφθοράς στη δημόσια διοίκηση, στην αστυνομία, στις υπηρεσίες υγείας, φορο/εισφοροδιαφυγή. Η υπέρβαση των όρων που διέπουν το τοπίο του πελατειασμού αποτελεί, όπως είναι φυσικό και εμφανές, αιτία πολέμου για όλους τους παράγοντες αυτού του συστήματος.
Για να έχουμε μια πλήρη εικόνα της κυρίαρχης τάξης, πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας σχεδόν το σύνολο της κοινωνίας, όσους δηλαδή έμμεσα ή άμεσα έχουν προσποριστεί ιδιοτελή οφέλη από την κατάσταση αυτή. Οι εξαιρέσεις των outsiders είναι πολύ λίγες, αλλά οι διαβαθμίσεις του «μαζί τα φάγαμε» είναι υπαρκτές. Το κεντρικό πρόβλημα παραμένει δυσεπίλυτο: στη γενική κουλτούρα της κοινωνίας ο τρόπος των πελατειακών σχέσεων έχει εμπεδωθεί ως ο μοναδικός τρόπος να χειρίζεται τις υποθέσεις της και ως ο μοναδικός τρόπος να έρχεται σε επαφή με το κράτος.
Καταλήγω σε μία άλλη διαπίστωση του Καστοριάδη, βγαλμένη, επίσης, από άλλο πλαίσιο. Το ερώτημα τελικά σήμερα είναι ποιος και ποια είναι υπέρ αυτού του συστήματος και ποιος και ποια είναι εναντίον του. Είναι σαφές ότι οι διακομματικοί υπερασπιστές του πελατειακού συστήματος, είτε αγνοώντας τη χρεοκοπία του είτε επιθυμώντας να φορτώσουν σε άλλους τις συνέπειές της, συμπεριφέρονται ως τάξη, αρχίζουν να αισθάνονται ως μέλη ενός μετώπου που εργάζεται για την άρση κάθε προσπάθειας μεταρρύθμισης που θα πλήξει την κυρίαρχη θέση της τάξης τους μέσα στην κοινωνία. Η επιλογή του συνθήματος «πίσω στη δραχμή» είναι ψυχαναλυτικά αποκαλυπτική. Η δραχμή συμβολίζει την παραμονή στο παρελθόν του καθ’ ημάς κοτζαμπασισμού, τη φυγή προς τα πίσω. Είναι το κύκνειο άσμα των βαμπίρ του κομματικογραφειοκρατικού συστήματος, η πολεμική ιαχή ενάντια σε ένα μέλλον που μοιάζει να τους κυκλώνει. Το αν η αυριανή θα είναι η μέρα των ζωντανών νεκρών μένει να φανεί.
Η μόνη ελπίδα είναι πως τα περισσότερο δυναμικά και δημιουργικά κομμάτια της κοινωνίας, αυτά δηλαδή που μπορούν να επιφέρουν μια ποιοτική αλλαγή προς την κατεύθυνση του εκσυγχρονισμού και του εξορθολογισμού της κοινωνίας, συνειδητοποιούν το αδιέξοδο και αποδέχονται την αναγκαιότητα των αλλαγών. Και αυτοί είναι, συνήθως, αυτοί που έχουν λίγα να χάσουν, αυτοί που η εμπλοκή τους με την κομματικογραφειοκρατική τάξη που υπερασπίζεται το φαιοκόκκινο μέτωπο της αριστεράς, της ακροδεξιάς και του βαθέος κομματισμού είναι μόνο έμμεση. Το βέβαιο πάντως είναι αυτό που γράφει ο Φώτης Γεωργελές: «Υπάρχουν µόνο 2 πολιτικές παρατάξεις που διαπερνούν οριζόντια τα κόµµατα. Η µια αποφασισµένη να προχωρήσει σε µεταρρυθµίσεις εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης µήπως σωθεί η χώρα και ξαναγίνει κανονική, ικανή να ζήσει τους πολίτες της. Και η άλλη που αποκρούει κάθε αλλαγή, που προσπαθεί να διατηρήσει το κατεστηµένο σύστηµα εξουσίας, που οδηγεί στη δραχµή, τους ολιγάρχες, τους µαυραγορίτες. Όσο οι δυο αυτές παρατάξεις δεν ξεχωρίζουν, η σωτηρία µας επαφίεται µόνο στους ξένους. Αλλά ποτέ κανείς δεν σώνεται αν δεν θέλει να σωθεί».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου