Παρασκευή 23 Απριλίου 2010
Στα ξεθωριασμένα χνάρια της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας
Επανένωση ή προσάρτηση της άλλης Γερμανίας;
Ενας «ψυχρός πόλεμος» μνήμης μετά την πτώση του Τείχους
Του BERNARD UMBRECHT δημοσιογράφος
Οταν τα φώτα των επετειακών εορτασμών έσβησαν παρέμεινε μόνο η πραγματικότητα, η οποία ίσως και να μην είναι τόσο ιδανική όσο παρουσιάζεται. Ενας «ψυχρός πόλεμος της μνήμης» έχει διαδεχθεί την αντιπαλότητα των δύο μπλοκ. Ουαί τοις ηττημένοις! Από το παρελθόν τους δεν πρέπει να μείνει τίποτα.
Το Μάιο του 2009 ολοκληρώθηκε ένας εθνικός διαγωνισμός, ανοιχτός σε όλους τους καλλιτέχνες και τους αρχιτέκτονες, ο οποίος διενεργήθηκε με απόφαση του γερμανικού Κοινοβουλίου. Το θέμα αφορούσε την κατασκευή ενός εθνικού μνημείου που να συμβολίζει την «ενότητα και την ελευθερία». Η αποτυχία ήταν πλήρης: Από τους πεντακόσιους και πλέον φακέλους που υποβλήθηκαν, κανένας δεν έπεισε. «Η δυσκολία στην εξεύρεση ενός συμβόλου ενότητας αποτελεί το ιστορικό πρόβλημα της Γερμανίας», εκτιμά ο Εντζο Τραβέρσο, τον οποίο συναντήσαμε στο Βερολίνο, όπου πραγματοποιούσε ένα εξάμηνο διδασκαλίας στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο. Ο ιστορικός κάνει λόγο για «μια σπουδαία χώρα με σπουδαίο πολιτισμό και μεγάλη συμβολή στην ιστορία, η οποία όμως δεν έχει θετική μυθολογία και έπρεπε πάντα να αυτοπροσδιορίζεται αρνητικά. Οσες φορές η Γερμανία αυτοπροσδιορίστηκε θετικά, το έκανε σε υπερεθνικό επίπεδο. Στην έννοια του συνταγματικού πατριωτισμού ξαναβρίσκουμε ακριβώς την αναζήτηση μιας μη εθνοπολιτισμικής τοποθέτησης στο θέμα της ταυτότητας»(1).
Ο Τραβέρσο δηλώνει συγκλονισμένος από «την αντίθεση, ιδιαίτερα αισθητή στο Βερολίνο, ανάμεσα στην εμμονή για την ανάκτηση του εβραϊκού παρελθόντος της Γερμανίας και, παράλληλα, στην εξίσου λυσσαλέα επιθυμία να σβηστεί το ανατολικογερμανικό παρελθόν, εκείνο της ΛΔΓ (Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας)».
Και προσθέτει ότι ο διαχωρισμός στη μνήμη της γερμανικής κοινωνίας «εκφράζεται οπτικά σε δύο χώρους στην καρδιά του Βερολίνου: από τη μια μεριά το Μνημείο του Ολοκαυτώματος, πελώριο, επιβλητικό, που δείχνει ότι η Γερμανία δεν θέλει να ξεχάσει τη γενοκτονία. Και από την άλλη το τεράστιο κενό στο σημείο που βρισκόταν άλλοτε το Μέγαρο της Δημοκρατίας της ΛΔΓ».
Από τη μια μεριά αναπληρώνεται ένα κενό μνήμης - η άρνηση του Ολοκαυτώματος. Από την άλλη, δημιουργείται ένα νέο κενό μνήμης, είτε σβήνοντας και γκρεμίζοντας έτσι απλά είτε με αυτό που η Ρεζίν Ρομπέν αποκαλεί «μουσειοποίηση»(2).
Κρυφή συμφωνία
Υπήρξε, άραγε, τα τελευταία είκοσι χρόνια, ένα είδος «ψυχρού πολέμου της μνήμης»; Ή μήπως εντάσσεται σε μια ευρύτερη τάση και σε μια πολύ παλαιότερη παράδοση στη Γερμανία για απάλειψη των προγενέστερων εποχών; Για τη Ρομπέν υπάρχει μια έντονη παράδοση για «damnatio memoriae»(3), αλλά η έκτασή της ποικίλλει ανάλογα με τους χώρους. «Την ίδια στιγμή που η Γερμανία ξεσπά το μένος της στο Μέγαρο της Δημοκρατίας, ανακαινίζει το ναζιστικό στάδιο των Ολυμπιακών Αγώνων για το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου. Κάτι τέτοιο δεν ενοχλεί», διαπιστώνει η συγγραφέας από το Κεμπέκ. «Διατηρεί άθικτες τις λαμπαδηδρομίες του Αλμπερτ Σπέερ(4) -του αρχιτέκτονα του Αδόλφου Χίτλερ- στην πόλη, καθώς και τα περισσότερα κτίρια της ναζιστικής περιόδου που δεν έπαθαν ζημιές από τις βόμβες, ενώ κατεδαφίζει σχεδόν συστηματικά όσα οικοδόμησε η ΛΔΓ, ακόμα και στην Αλεξάντερπλατς. Ο,τι έχει σχέση με τη ΛΔΓ απαγορεύεται ρητά. Θέλουν να αποτελέσει παρένθεση στην ιστορία της Γερμανίας, ένα όνειδος ισάξιο του Τρίτου Ράιχ. Τίποτα δεν πρέπει να μείνει: ύμνος, σημαία, εμβλήματα, ήρωες, ονόματα δρόμων, κτίρια, σχολικά εγχειρίδια, πανεπιστημιακά μαθήματα, τα πάντα πρέπει να εξαφανιστούν».
Δύσκολο. Παρ' όλο που τα κομμάτια που απέμειναν από το Τείχος βάφτηκαν για να μεταμορφωθούν σε μνημείο της πτώσης του, πώς να σβηστεί και ό,τι υπήρχε πίσω του; Στο τέλος θα φτάσει κανείς να αναρωτιέται για ποιον λόγο υψώθηκε το Τείχος και να ξεχάσει ότι ο λαός που ξεσηκώθηκε πριν από 20 χρόνια ονειρευόταν και άλλα πράγματα εκτός από την Κόκα Κόλα και τα σουπερμάρκετ.
Πίσω από το Τείχος... Για 17 εκατομμύρια ανθρώπους κύλησε, εκεί, μια ολόκληρη ζωή. Δεν μπορεί να σβήσει ως διά μαγείας, ιδίως όταν αυτό που τους εμφάνισαν ως εναλλακτική λύση καταρρέει μπροστά στα ίδια τους τα μάτια. Κανένας δεν επιθυμεί επιστροφή στη ΛΔΓ. Ωστόσο, η πλειονότητα εξακολουθεί να κάνει, είκοσι χρόνια αργότερα, έναν θετικό απολογισμό, όπως μαρτυρούν οι έρευνες γύρω από την εμμονή της «Ostalgie»(5). Το 63% των Ανατολικογερμανών φέρεται να εκτιμά ότι οι διαφορές μεταξύ Ανατολής και Δύσης είναι περισσότερο σημαντικές από τα μεταξύ τους κοινά σημεία(6). Τα αποτελέσματα των ομοσπονδιακών εκλογών του περασμένου Σεπτεμβρίου αντικατοπτρίζουν αυτή την αίσθηση. Παρά τις νίκες του στο σύνολο της χώρας, ο συνασπισμός της «Ενωσης Χριστιανοδημοκρατών» και του «Κόμματος Ελεύθερων Δημοκρατών» (CDU - FDP) παραμένει μειοψηφικός στα εδάφη της παλιάς Λαϊκής Δημοκρατίας, εν πολλοίς εξαιτίας της μεγάλης αποχής.
Διαμαρτυρίες αρχίζουν να σημειώνονται και από την πλευρά των αρχιτεκτόνων, για την απώλεια των ορατών σημείων αναφοράς του παρελθόντος στα εδάφη της πρώην Λαϊκής Δημοκρατίας. Ο Φίλιπ Οσβαλντ, διευθυντής του ιδρύματος Bauhaus στο Ντεσάου, ξεσηκώθηκε ενάντια στα σχέδια ανοικοδόμησης -σε μεσαιωνικό στιλ- του κέντρου του Βερολίνου, ανάμεσα στον ποταμό Σπρέε και την Αλεξάντερπλατς. Εκεί υπάρχει ακόμα το περίφημο άγαλμα του Καρλ Μαρξ και του Φρίντριχ Ενγκελς, ένα απομεινάρι που δεν μπορούν να υποφέρουν ορισμένοι στενόμυαλοι.
Η τέχνη των νικητών
Μια έκθεση που παρουσιάστηκε την άνοιξη του 2009, με αφορμή την επέτειο για την κατάρτιση του συντάγματος του 1949 της Ομοσπονδιακής Γερμανίας, στο Martin Gropius Bau, το παλιό μουσείο διακοσμητικών τεχνών, με τον τίτλο «60 χρόνια - 60 έργα», χαρακτηρίστηκε από μερίδα του ειδικού τύπου ως «η τέχνη των νικητών». Οποιο έργο ζωγραφικής ή γλυπτικής προερχόταν από την πρώην ΛΔΓ απομακρύνθηκε με συνοπτικές διαδικασίες. Και το αποκορύφωμα; Στη συλλογή έργων του ζωγράφου Βόλφγκανγκ Ματχόιερ, οι υπεύθυνοι της έκθεσης, κρατώντας μόνο τις μεταγενέστερες του 1989 δημιουργίες, άφηναν να εννοηθεί ότι έγινε «αληθινός» καλλιτέχνης μόνο μετά την πτώση του Τείχους. Τα 60 έργα προβάλλονταν ως απεικόνιση του άρθρου 5, παράγραφος 3 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο «η τέχνη είναι ελεύθερη». Το ηθικό δίδαγμα ελήφθη: σε ένα δικτατορικό καθεστώς, δεν θα μπορούσε να υπάρχει καλλιτεχνική δημιουργία.
Για τον συγγραφέα Κρίστοφ Χάιν, ο οποίος αρνήθηκε δημόσια την πρόσκληση στα εγκαίνια, η έκθεση συμβολίζει την πραγματική κατάσταση της «διαγερμανικής ψευδοένωσης». Κάνουμε λάθος, μας εξηγεί, ως προς το ζήτημα της ένωσης: «Μόνο ο κόσμος στην Ανατολή την ήθελε. Για τους Δυτικούς, η Γερμανία σταματούσε στον Ελβα, που στο δικό τους το μυαλό αποτελούσε τα σύνορα με τη Ρωσία και όχι με κάποιο άλλο κομμάτι της Γερμανίας. Οι Γερμανοί της Δύσης θα προτιμούσαν να οραματίζονται μια επανένωση με την Τοσκάνη ή τις Βαλεαρίδες Νήσους, όχι όμως με τη ΛΔΓ, μια χώρα για την οποία δεν είχαν την παραμικρή ιδέα».
Οταν τον ρωτάμε για τη δυσκολία που συναντούν οι Γερμανοί στην εξεύρεση ενός συμβόλου ενότητας, ο Κρίστοφ Χάιν εξεγείρεται: «Σύμβολα ενότητας έχουμε και με το παραπάνω! Ενα από αυτά αποτελεί και η συγκεκριμένη έκθεση. Η έκθεση για τη φτώχεια στη Γερμανία είναι άλλο ένα, εκπληκτικό! Η άνιση κατανομή των μισθών, των θέσεων εργασίας, των συντάξεων, να πόσα εκπληκτικά σύμβολα έχουμε»!
Θα μπορούσαμε να επεκτείνουμε χωρίς δυσκολία τον κατάλογο και να τον αναπαραστήσουμε με πολύ συγκεκριμένα παραδείγματα -χωρίς να ξεχνάμε την παρουσία της μαφίας, το καλαβρέζικο παρακλάδι της οποίας έχει επεκτείνει τον τομέα της δράσης του προς την Ερφούρτη, τη Λειψία και το Αϊζεναχ(7).
Η καινούργια ταινία του Τόμας Χάιζε, το «Material» («Υλικό»)(8), συγκεντρώνει εικόνες που γυρίστηκαν από τα τέλη της δεκαετίας του '80 στη ΛΔΓ μέχρι τα μέσα του 2008 στην ενιαία Γερμανία. Ο τίτλος του θα μπορούσε να είναι «Ο,τι απέμεινε». «Ο,τι απέμεινε κυριεύει το μυαλό μου. Αυτές οι εικόνες εντάσσονται διαρκώς σε καινούριες σχέσεις. Μένουν σε κίνηση. Το υλικό είναι ημιτελές. Απαρτίζεται από όσα κομμάτια έχω κρατήσει. Τη δική μου εικόνα». Αυτή είναι επίσης μια απόπειρα απολογισμού των τελευταίων 20 χρόνων.
Ως σύνθημα ο Χάιζε αποτύπωσε στην ταινία την ακόλουθη φράση: «Μπορούμε να δώσουμε στην ιστορία ένα επίμηκες σχήμα. Μόνο που αποτελεί στοίβα». Είναι ένας τρόπος για να δείξεις ότι η ιστορία δεν αποτελείται μόνο από ένα πριν κι ένα μετά, αλλά και ότι περιλαμβάνει επίσης ένα εμπρός κι ένα πίσω, πάνω και κάτω, το ορατό και το κρυφό. Το έργο, πλούσιο σε αυθεντικά ντοκουμέντα, δεν έχει τη δομή ενός ντοκιμαντέρ που συνοδεύεται από επεξηγηματικά σχόλια. Ο σκηνοθέτης πλέκει τη μία εικόνα με την άλλη σε ένα αποσπασματικό μοντάζ.
Εναπόκειται στο θεατή να διαβάσει ανάμεσα από τις γραμμές, να ακούσει ανάμεσα από τις λέξεις, να δει ανάμεσα από τις εικόνες, όπως έμαθε να κάνει ένας ολόκληρος κόσμος. Στην πράξη, όλα αυτά τα αποσπάσματα ανακαλούν στιγμές όπου κάποιοι πήραν άμεσα το λόγο, ξεχασμένα στιγμιότυπα, όπως, για παράδειγμα τις συνομιλίες ανάμεσα σε φυλακισμένους και δεσμοφύλακες με αφορμή μια αμνηστία ή ανάμεσα σε στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ανατολικής Γερμανίας και τους ηγέτες τους.
Ο Χάιζε θέλει να αμφισβητήσει «ό,τι σάπιο υπάρχει στην αφήγηση» των γεγονότων. Υπενθυμίζει, για παράδειγμα, πως όταν οι διαδηλωτές, πάνω από τους οποίους πλανιόταν η σκιά της Τιέν Αν Μεν, φώναζαν «Είμαστε ένας λαός», δεν απευθύνονταν στους Δυτικογερμανούς, όπως προσπάθησαν να μας κάνουν να πιστέψουμε στη συνέχεια, αλλά στους αστυνομικούς, που είχαν περικυκλώσει τη διαδήλωση. «Εκείνη ακριβώς την πραγματικότητα θέλουν να σβήσουν κάποιοι, εκείνη τη στιγμή που οι πολίτες κατέβηκαν στην πρώτη γραμμή για να μιλήσουν για λογαριασμό τους. Εκείνη την ανάμνηση κάποιοι δεν τη θέλουν. Γιορτάζουμε την πτώση του Τείχους, όχι όμως και το γεγονός ότι ένας λαός έγινε κυρίαρχος απέναντι σε ένα κενό εξουσίας, ούτε το ότι, κατόπιν αυτού, δεν υπήρξε επανένωση αλλά προσάρτηση, ότι η τάξη αποκαταστάθηκε μέσω της καταστροφής της ουτοπίας. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία δεν μπορούσε να επιτρέψει την ύπαρξη ενός κυρίαρχου λαού σε ένα κομμάτι της Γερμανίας. Δεν θα επιβίωνε από κάτι τέτοιο. Το Τείχος άνοιξε για να μη γίνει η επανάσταση», λέει.
Οι ευθύνες Κολ
Ομως, η απάλειψη δεν περιορίστηκε στην πολιτική, στον πολιτισμό και τα σύμβολα: καταστράφηκε και ολόκληρη η βιομηχανική, τεχνολογική και επιστημονική δομή του συγκεκριμένου τμήματος της Γερμανίας. Ο οικονομολόγος Εντγκαρ Μοστ δεν κρύβει το θυμό του και επιρρίπτει ακόμα και σήμερα ευθύνες στον καγκελάριο Χέλμουτ Κολ, επειδή πήρε συνειδητά αυτή την απόφαση για εκλογικούς λόγους. «Ο ορισμός της ισοτιμίας ενός δυτικογερμανικού μάρκου προς δύο ανατολικογερμανικά πάνω από τα 4.000 μάρκα ήταν μια παράλογη απόφαση από οικονομική άποψη, η οποία κατέστρεψε τα θεμέλια της οικονομίας σε αυτό το κομμάτι της Γερμανίας. Μόλις το έμαθα, νόμισα ότι βρισκόμουν στην εποχή του Γκίντερ Μίταγκ»(9). Οπως και ο Μίταγκ -αλλά ήταν ήδη πολύ αργά- έτσι και ο Κολ ζήτησε το κεφάλι του Μοστ επί πίνακι, επίσης χωρίς επιτυχία.
Ο Μοστ είναι υπερήφανος για την καταγωγή του και για τη βαριά προφορά της Θουριγγίας. Εχει συνηθίσει από παλιά να λέει τα πράγματα με το όνομά τους. Γι' αυτόν και για μερικούς άλλους η ΛΔΓ ήταν ο τόπος όπου τα πράγματα κινούνταν εκτός κανόνων αν ήξερες να παίζεις με τα όρια. Πρόσφατα, δημοσίευσε την αυτοβιογραφία του με τίτλο «Πενήντα χρόνια στην υπηρεσία του κεφαλαίου». «Αλλά, σε δύο διαφορετικούς κόσμους», διευκρινίζει.
Ο Μοστ, πράγματι, διετέλεσε αντιπρόεδρος της Κρατικής Τράπεζας της ΛΔΓ προτού ιδρύσει την πρώτη ιδιωτική ανατολικογερμανική τράπεζα και καταλήξει στα υψηλότερα κλιμάκια της Deutsche Bank στο Βερολίνο. «Την εποχή της Κρατικής Τράπεζας ακολούθησα μια νομισματική και πιστωτική πολιτική με χρήματα που ανήκαν στο κράτος. Στο επίκεντρο των αποφάσεων που έπρεπε να λάβω υπήρχαν τα εξής ερωτήματα, με σειρά προτεραιότητας: σε τι χρησιμεύουν το κράτος και η κοινωνία; Χρησιμεύουν στις επιχειρήσεις ή στην εργασία; Και, τρίτη και τελευταία ερώτηση, σε τι χρησιμεύει η τράπεζα; Με το ιδιωτικό κεφάλαιο επέρχεται πλήρης αντιστροφή των αξιών: η πρώτη κατά σειρά ερώτηση είναι "σε τι χρησιμεύει η τράπεζα;"».
Ευχήθηκε να υπήρχε χρόνος για περισυλλογή το 1990: «Ο,τι είχε δημιουργηθεί στη ΛΔΓ παραμερίστηκε. Τη διοίκηση ανέλαβε η Δύση και το προσωπικό που έστειλε δεν ήταν πραγματικά πρώτης ποιότητας. Στα πανεπιστήμια όλες τις θέσεις τις πήραν οι καθηγητές από τη Δύση(10). Η Ακαδημία των Επιστημών διαλύθηκε. Εξαφανίστηκαν όλες οι επιστημονικές αρμοδιότητες της πρώην ΛΔΓ που μπορούσαν να ανταγωνιστούν στην εντέλεια τη Δύση. Δεν έγινε ποτέ κάποια απόπειρα αξιολόγησης όλων αυτών, ενός απολογισμού». Οι Δυτικοί κατέλαβαν το χώρο. Είναι αρκετά εύκολο να καταλάβουμε γιατί οι κάτοικοι ένιωσαν ότι τους μεταχειρίζονται σαν πολίτες δεύτερης κατηγορίας.
Μολονότι πιστεύει ότι η ΛΔΓ κατέληξε να ζει πιο πάνω από τις δυνατότητές της, ο τραπεζίτης διαψεύδει τη φήμη ότι η χώρα είχε εξαντλήσει τα περιθώρια πληρωμής στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Η Γαλλία, δηλώνει, ήταν έτοιμη να τη δανείσει. Ο Μοστ, ούτε κατά διάνοια νοσταλγώντας, έχει την εντύπωση, την οποία συμμερίζονται πολλοί άλλοι παράγοντες του κόσμου της οικονομίας, ότι βιώνει έναν παραλογισμό που έχει ξαναδεί.
Η αρχή του τέλους
Ολοι τοποθετούν την αρχή του τέλους της ΛΔΓ στο 1972, με την άφιξη του Εριχ Χόνεκερ στην εξουσία. Ο Χόνεκερ κρατικοποίησε όλες τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, καθώς και το λιανικό εμπόριο και βάλθηκε να σφυρηλατήσει μια «ενότητα οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής» αποκομμένη από την πραγματικότητα. Ο άνθρωπος που την υλοποίησε, ο Γκίντερ Μίταγκ, στο όνομα του κόμματος, είχε από τις επιχειρήσεις της Ανατολικής Γερμανίας τις ίδιες ανεύθυνες απαιτήσεις που έχουν οι μέτοχοι από τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις.
Ο Κρίστιαν Βέγκερντ δεν γράφει την αυτοβιογραφία του. Ακούγοντάς τον, όμως, έχεις την αίσθηση ότι θα έπρεπε να το επιχειρήσει. Μηχανολόγος ειδικευμένος στη φυσική των υλικών, αφηγείται τη μεταμόρφωσή του από διευθυντικό στέλεχος μιας σοσιαλιστικής επιχείρησης σε καπιταλιστή «επιχειρηματία», πεδίο άγνωστο για αυτόν. Τον συναντάμε στη Δρέσδη, στην έδρα της επιχείρησής του, της ΙΜΑ Dresde, που ειδικεύεται στην ανάλυση των υλικών.
Οι 160 υπάλληλοί του, ως επί το πλείστον μηχανολόγοι, εργάζονται για πελάτες της αεροναυπηγικής (Airbus), αλλά και για τη βιομηχανία αυτοκινήτων, σιδηροδρόμων, αιολικής ενέργειας, ιατρικής. Το οικονομικό περιβάλλον στη Σαξονία, ωστόσο, δεν είναι το πλέον ευνοϊκό. Αυτή η περιοχή, μία από τις πιο αναπτυγμένες βιομηχανικά στη Γερμανία, υφίσταται σκληρότερο πλήγμα από την κρίση σε σχέση με άλλες, καθώς στηρίζεται κατά βάση στις εξαγωγές.
Αφού έκανε σπουδές στον τομέα της μεταλλουργίας, ο συνομιλητής μας έγινε σύντομα επιστημονικός και τεχνικός διευθυντής και κατόπιν διευθυντής του τμήματος ερευνών σε ένα «Kombinat» (κρατικός όμιλος σοβιετικού τύπου) της βιομηχανίας σιδηρουργίας και μεταλλευμάτων που είχε τεθεί υπό την άμεση επίβλεψη του υπουργείου Οικονομίας.
Στη ΛΔΓ μπορούσες να αρνηθείς το πολύ μία φορά να γίνεις υφυπουργός, όχι όμως και δεύτερη. Ο Βέγκερτ το βίωσε αυτό προσωπικά. Είδε ως τιμωρία τη μετάθεσή του στα τέλη της δεκαετίας του 1980 σε ένα επιστημονικό και τεχνολογικό ινστιτούτο 900 ατόμων με ειδικότητα την έρευνα πάνω στα φαινόμενα διάβρωσης -την επιχείρηση που διευθύνει σήμερα. Υστερα, ήρθε η πτώση του Τείχους. Τι να έκανε; «Διέσχισα ολόκληρη τη Γερμανία: κανένας δεν μας ήθελε. Το διάστημα 1990-91 έγιναν 400 απολύσεις. Η Treuhand(11) είχε αποφασίσει: ιδιωτικοποίηση ή κλείσιμο μέχρι το 1992. Τέσσερις από εμάς αποφασίσαμε να εξαγοράσουμε την επιχείρηση». Και τα κατάφεραν.
Δυτική υπεροψία
Η υπεροψία των Δυτικογερμανών «που πίστευαν ότι δεν ξέραμε να μετράμε, ούτε να τρώμε με μαχαιροπίρουνα», τον σημάδεψε. Γι' αυτόν, η σύντομη περίοδος όπου το ζήτημα των πολιτικών δικαιωμάτων βρισκόταν στο επίκεντρο του διαλόγου, «παραμερίστηκε από έξωθεν αποφάσεις στις οποίες κυριαρχούσε η ιδεολογία του ανταγωνισμού, οι διαγκωνισμοί, λίγο με τη νοοτροπία του κατακτητή, λίγο με καλές προθέσεις, αλλά και με άπειρη φανφάρα και βλακώδη υπεροψία». Η ανάληψη του συνόλου της ανατολικογερμανικής οικονομίας από την Treuhand «δεν ήταν παρά η συνέχεια της συγκεντρωτικής οικονομίας, μόνο που τα μέτωπα είχαν αντιστραφεί».
Το 2001, σε μια διάλεξη της οποίας μας παραδίδει το χειρόγραφο, ο διευθυντής της επιχείρησης έκρινε «απλώς ανήθικο το να βλέπει πώς, λίγο λίγο, τα έσοδα του κεφαλαίου γίνονται πιο σημαντικά από τα έσοδα της εργασίας (....) Οσο ο σοσιαλισμός ανταγωνιζόταν ακόμα αυτό τον κόσμο, υπήρχε φόβος και αυτός αποτελούσε ένα φρένο. Τώρα που ο φόβος έχει χαθεί, τα φρένα κλατάρουν».
Βέβαια, δεν ήταν επιτυχημένες όλες οι παρόμοιες απόπειρες, κάθε άλλο. Ομως, η οπτική γωνία όσων τα κατάφεραν είναι ακόμα πιο ενδιαφέρουσα, γιατί δεν αλλοιώνεται από την πικρία της αποτυχίας. Με τη βοήθεια του γιου του, ο οποίος στο μεταξύ έγινε αντιδήμαρχος της πόλης, ο Ελμαρ Φάμπερ έστησε στη Λειψία τον εκδοτικό οίκο Faber & Faber. Εκανε τις σπουδές του σε μια γόνιμη περίοδο, όταν λαμπρά μυαλά όπως ο Ερνστ Μπλοχ και ο Χανς Μάγερ -για να αναφερθούμε μόνο στους πιο γνωστούς- δίδασκαν στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας, και δεν δέχεται να του αφαιρέσει κανείς αυτή την κληρονομιά. Προηγουμένως, ο Φάμπερ είχε διατελέσει εκδότης στον εγκυρότερο εκδοτικό οίκο της ΛΔΓ, εκείνον του Μπέρτολντ Μπρεχτ και του Τόμας Μαν, τον Aufbau Verlag. Με αυτά τα εύσημα έκανε το πέρασμά του στον ιδιωτικό τομέα.
Ιδιωτικοποίηση ή αφανισμός: αυτή ήταν στην πραγματικότητα η μόνη εναλλακτική λύση που δόθηκε στις κρατικές επιχειρήσεις με την επανένωση. Η διαδικασία τέθηκε υπό τον έλεγχο της Treuhand, στην οποία έπρεπε να εξακολουθήσουν να αποδεικνύουν ότι δεν είναι ελέφαντες, μετά την ολοκλήρωση της μετάβασης.
Ο Φάμπερ δεν γλίτωσε από αυτό. «Με κάλεσαν στην Treuhand. Ελειπε ένα χαρτί από το φάκελό μου. Στη διεύθυνση προσωπικού, μου παρουσίασαν ένα πιστοποιητικό με τίτλο "Δήλωση". Επρεπε να υπογράψω το εξής κείμενο: "Δηλώνω ότι δεν δούλεψα ποτέ για τη Στάζι"(12). Απάντησα ότι δεν θα υπέγραφα, αλλά ότι μπορούσα να προσκομίσω δήλωση. Υπέγραψα το παρακάτω κείμενο: "Δηλώνω ότι δεν υπέγραψα ποτέ και τίποτα προκειμένου να διατηρήσω τη θέση μου, ούτε με το παλιό ούτε με το καινούριο σύστημα". Αυτό έγινε στις 10.30 το πρωί. Στις 13.30 μου έδειξαν την πόρτα».
Στην... πυρά
Ο Φάμπερ έζησε στιγμές οργής σε εκείνη την ταραγμένη περίοδο που ακολούθησε την πτώση του Τείχους: «Δεν ήταν ποιητική εποχή. Τα βιβλία των καλύτερων συγγραφέων της ΛΔΓ, καθώς και οι εκδόσεις των Χάινριχ Μαν, Λέον Φοϊχτβάνγκερ, Αρνολντ Τσβάιχ, Αννας Ζέγκερς, τόνοι βιβλίων, πετάχτηκαν στα σκουπίδια. Επρεπε να κάνουν χώρο στα ράφια για τα βιβλία μαγειρικής, βιβλία συμβουλών παντός τύπου και τους τουριστικούς οδηγούς».
Η δολοφονία του πρώτου διευθυντή της Treuhand, το 1991, σηματοδότησε μια στροφή. Ο Ντέτλεφ Ροβέντερ πίστευε πως ήταν δυνατό να διατηρήσει ένα τμήμα του βιομηχανικού δυναμικού της πρώην ΛΔΓ και κυρίως τον εκδοτικό οίκο Aufbau Verlag. Αρχικά αγοράστηκε από ένα μεγαλομεσίτη, κατόπιν, μετά τη χρεοκοπία του, τον πήρε ένας επιχειρηματίας από το Βερολίνο, ο Ματίας Κοχ.
«Μετά τον τραγικό θάνατο του Ντέτλεφ Ροβέντερ παρακολουθήσαμε το θρίαμβο της βλακείας», συνεχίζει ο Φάμπερ. «Μια μέρα, για παράδειγμα, ο υπεύθυνος προσωπικού της Treuhand, κατόπιν ωρίμου σκέψεως, κατέληξε στο φοβερό συμπέρασμα ότι ο εκδοτικός μας οίκος δεν είχε στο κάτω κάτω δημοσιεύσει τίποτα άλλο εκτός από Μαρξ και Ενγκελς(13). Να με τι είδους ηλιθιότητες και απίστευτη αλαζονεία ήρθαμε αντιμέτωποι».
Ο εκδότης από τη Λειψία πιστεύει ότι δρομολογήθηκε μια διαδικασία «αποϊστορικοποίησης»: «Θέλησαν να μας κάνουν να ξεχάσουμε για ποιους λόγους οραματιζόμασταν μια άλλη Γερμανία». Αυτό θα εξηγούσε γιατί δεν διαφαίνεται καμία αχτίδα φωτός από τις σημερινές συζητήσεις, οι οποίες ξαναγράφουν την ιστορία ξεκινώντας από το τέλος. «Οταν οι κυβερνώντες γίνονται πιο ηλίθιοι από αυτούς τους οποίους κυβερνούν, οδεύουμε στην καταστροφή», καταλήγει με μια αναφορά στον Γκράμσι. «Αυτό ακριβώς συνέβη στη ΛΔΓ. Σήμερα τα πράγματα επαναλαμβάνονται, με τη μόνη διαφορά ότι η αποχαύνωση της πολιτικής τάξης συνοδεύεται από την αντίστοιχη αποχαύνωση του πληθυσμού».
Το Deutsches Hygiene Museum δεν είναι εκ προοιμίου ο τόπος που θα περίμενε κανείς να βρει μια έκθεση για την εργασία, μολονότι προβάλλεται ως Ανθρωπολογικό Μουσείο(14). Η έννοια της εργασίας δεν είναι εύκολο να οριστεί, κυρίως εάν θεωρήσουμε ότι περιλαμβάνει μεν αλλά δεν καλύπτει εξ ολοκλήρου την έννοια της απασχόλησης. Αν ορίσουμε υποθετικά την εργασία ως μια μεταμόρφωση του κόσμου με ανθρώπινα κίνητρα, η έκθεση ανοίγει καινούριες αφετηρίες, αφήνοντας στον επισκέπτη μια ασυνήθιστη ελευθερία να κρίνει ακόμα και τις ίδιες τις προτάσεις που του παρουσιάζονται.
Με τον τίτλο «Arbeit Sinn und Sorge», η έκθεση συσχετίζει την εργασία με τις ιδέες της έννοιας [(λογικής) (Sinn)] και της έγνοιας [(ανησυχίας) (Sorge)], που σημαίνει επίσης «φροντίδα» με τον τρόπο με τον οποίο ο Μπέραρντ Στίγκερ χρησιμοποιεί αυτή τη λέξη στον κατάλογο της έκθεσης(15).
Στη γερμανική λέξη «Sorge» η διάσταση της έγνοιας, του φόβου, της ανησυχίας («ανησυχώ για σένα») παραπέμπει σε μια μάλλον αρνητική έννοια. Είναι όμως παρούσα και μια άλλη διάσταση της φροντίδας, η οποία σχετίζεται με την ιδέα της προσοχής που παρέχεις στον εαυτό σου και στους άλλους. «Για μας ήταν σημαντικό να ξαναδώσουμε στον τίτλο της έκθεσης μια θετική διάσταση», εξηγεί ο Ντάνιελ Τιραντέλις, φιλόσοφος και επιμελητής της έκθεσης. «Το ερώτημα αφορά το αντικείμενο της φροντίδας. Πόσο εύρος μπορούμε να του δώσουμε; Μια αυστηρά ατομική διάσταση ή να προχωρήσουμε πιο πέρα; Σε ποιο βαθμό μπορούμε να αναπτύξουμε συναισθήματα για κάτι που υπερβαίνει την ατομική διάσταση;».
Τι συνέβη με την εργασία μετά την πτώση του Τείχους; Σε επίπεδο στατιστικών, η ανεργία άρχισε να σκαρφαλώνει στα ύψη, παράλληλα με την ανάπτυξη ελαστικών μορφών εργασίας. Ταυτόχρονα, το αίσθημα ικανοποίησης στη δουλειά αυξανόταν στο ανατολικό τμήμα, ενώ, κατά ένα αντιφατικό τρόπο, εντείνονταν τα ψυχολογικά προβλήματα(16).
Αλλαγή αξιών
Για τον κοινωνιολόγο Βόλφγκανγκ Ενγκλερ, πρύτανη της Ανώτερης Θεατρικής Σχολής Ernst Buch του Βερολίνου, «το παράδοξο είναι απλώς φαινομενικό, αν θεωρήσουμε ότι στη Δύση η εργασία προηγείτο του μισθού, ενώ στην Ανατολή ο μισθός προηγείτο της εργασίας». Εκτιμά, επίσης, ότι οι άνθρωποι «αυτό που απέρριψαν από τη ΛΔΓ ήταν ένα σύστημα για το οποίο θεωρούσαν ότι, υπό το πρόσχημα της πλήρους απασχόλησης, περιφρονούσε την επιθυμία τους να πραγματοποιήσουν κάτι σημαντικό».
Μερικές εκατοντάδες μέτρα από το μουσείο, ένα ολοκαίνουριο, ολοδιάφανο κτίριο, εξ ου και το όνομά του «Εργαστήρι γυαλιού», στεγάζει την τελευταία λέξη της επιχείρησης Volkswagen. Ενας καθεδρικός που δοξάζει τον θεό του αυτοκινήτου. Κάθε αγοραστής ενός Phaeton μπορεί να παρακολουθήσει απευθείας τη συναρμολόγηση και την ολοκλήρωση του δικού του αυτοκινήτου. Στο τρέιλερ της παρουσίασης, η Volkswagen δηλώνει τη φιλοδοξία της να αναμετρηθεί με τις μπαρόκ κατασκευές της Δρέσδης και εγκωμιάζει το αυτοκίνητο ανάλογα με ένα έργο του Ρίχαρντ Βάγκνερ!
Το μέρος αυτό εμφανίζεται ως πολιτιστικός χώρος, με εκθέσεις ζωγραφικής, επιδείξεις μόδας. Δίνονται και παραστάσεις όπερας. Και όμως, εκεί δουλεύουν εργάτες. Ακόμα κι όταν τους βλέπεις να κινούνται στην αλυσίδα της αυτοματοποιημένης συναρμολόγησης σαν να σερβίρουν τσάι, ο όρος «εργαστήρι» είναι καταχρηστικός.
Η Porsche, η Opel, η Mercedes και η Volkswagen, το 17% της οποίας αγοράστηκε πρόσφατα από το εμιράτο του Κατάρ, αποτελούν τμήμα των δυτικών, καθαρά γερμανικών, «ουτοπιών», οι οποίες καταρρέουν. «Η παλιά Ομοσπονδιακή Γερμανία συνέδεε ανέκαθεν στενά τη δημοκρατία και την οικονομική πρόοδο με τις μεγάλες επιχειρήσεις. Πιστεύαμε ότι αυτά θα παρέμεναν εσαεί αδιαίρετα», αναλύει ο Ενγκλερ. «Η οικονομική πρόκληση μαρτυρά με τι ερχόμαστε αντιμέτωποι, καθώς η απώλεια των λίγων φάρων συλλογικής συνείδησης θέτει σε δοκιμασία τη δημοκρατία μας».
Θα καταφέρει να αντέξει; Η ανησυχία για το μέλλον της δημοκρατίας κατατρώει πολλούς από τους συνομιλητές μας. Οταν ρωτήθηκε τι είναι αυτό που του λείπει περισσότερο από τη χαμένη πια ΛΔΓ, ο συγγραφέας από τη Δρέσδη, Ινγκο Σούλτσε, δήλωσε: «Η σαφήνεια με την οποία αμφισβητούσαμε το κατεστημένο. Προσδιορίζαμε τους εαυτούς μας μέσα από το ζήτημα της φιλοσοφίας μας για το μέλλον (...). Οταν σήμερα μιλάμε για μέλλον, το κάνουμε μάλλον με το φόβο για επιδείνωση της σημερινής μας κατάστασης. Πρέπει να μάθουμε ξανά ότι μπορούμε να αλλάξουμε τα πράγματα»(17).
(1) Εκφραση που ανέπτυξε ο Γιούργκεν Χάμπερμας. Οπου δεν υπάρχει αντίθετη αναφορά, οι δηλώσεις που αναφέρονται είναι αποσπάσματα των συνομιλιών που είχε ο συγγραφέας.
(2) Η Regine Robin, συγγραφέας του «Berlin chantiers» (Stock, Παρίσι, 2001) ήταν επίσης συνυπεύθυνη της έκθεσης «Berlin. L'effacement des traces» που παρουσιάστηκε πρόσφατα στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, στο Hotel des Invalides στο Παρίσι.
(3) Μετά θάνατον απόφαση που εξέδιδε η ρωμαϊκή Σύγκλητος προκειμένου να σβήσει κάθε δημόσιο ίχνος ενός πολιτικού άνδρα.
(4) Καταδικάστηκε σε 20 χρόνια φυλάκιση από το δικαστήριο της Νυρεμβέργης.
(5) (ΣτΜ): Νεολογισμός-λογοπαίγνιο με τις γερμανικές λέξεις Ost (=Ανατολή) και «Nostalgie» (Νοσταλγία): νοσταλγία για την Ανατολή.
(6) Σύμφωνα με τη Ρενάτε Κόχερ, διευθύντρια του Ινστιτούτου Allensbach, Deutsche - Presse Agentur, 28 Σεπτεμβρίου 2009.
(7) «Η μαφία είναι εδώ», «Die Zeit», Αμβούργο, 13 Αυγούστου 2009.
(8) Η ταινία κέρδισε πρόσφατα το βραβείο καλύτερης ξένης συμμετοχής στο Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Μασσαλίας.
(9) Υπεύθυνος οικονομίας στο Πολιτικό Γραφείο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ανατολικής Γερμανίας.
(10) Σε ορισμένα ινστιτούτα, όπως τονίζει ο Χάιν, οι μόνοι που έχουν απομείνει από τη ΛΔΓ είναι το προσωπικό συντήρησης.
(11) Στην Treuhand Anstalt, δημόσιο ίδρυμα διαχείρισης, ανατέθηκε η επίβλεψη της μετάβασης ιδιοκτησίας μετά τη διάλυση της ΛΔΓ.
(12) Η πολιτική αστυνομία της ΛΔΓ.
(13) Κάτι που αποτελεί, εξάλλου, κραυγαλέο ψέμα. Τα έργα των Μαρξ και Ενγκελς εκδόθηκαν από τον εκδοτικό οίκο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ανατολικής Γερμανίας, τον Dietz Verlag.
(14) Αν θα έπρεπε να κάνουμε μια σύγκριση, θα μπορούσαμε να σκεφτούμε το Palais de la Decouverte στο Παρίσι.
(15) Το κείμενο του καταλόγου της έκθεσης επαναλαμβάνεται στο τελευταίο δοκίμιο του Bernard Stiegler «Pour une nouvelle critique de l'economie politique», Galilee, Παρίσι, 2009.
(16) Πάντως, η φλόγα των Ανατολικογερμανών για τη δουλειά αρχίζει να σβήνει.
(17) «Ingo Schultze: les hommes politiques ne sont plus que des managers», Cicero, Βερολίνο, Μάιος 2009. (ΣτΜ): Στην Ελλάδα έχουν μεταφραστεί τα βιβλία του «Απλές ιστορίες/Ενα μυθιστόρημα από την ανατολικογερμανική επαρχία», «33 στιγμές ευτυχίας», «Καινούργιες ζωές», «Το κινητό», όλα από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου