Κυριακή 3 Οκτωβρίου 2010

Οι περιπέτειες της λαϊκιστικής Κεντροδεξιάς

Πολλοί θυμούνται την πρώτη περίοδο της πρωθυπουργίας του Βίκτορ Ορμπάν (1998 - 2002), επειδή ανέβαλε τη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου για να παρακολουθήσει τον αγώνα της αγαπημένης του ομάδας στην γειτονική Κροατία. Ομως, ο Ούγγρος πρωθυπουργός μάλλον θα μείνει στην ιστορία για την δαιδαλώδη πολιτική του πορεία, η οποία μπορεί να συνοψιστεί στο ρητό του Γκράουτσο Μαρξ: «Αυτές είναι οι αρχές μου. Αν δεν σας αρέσουν, έχω κι άλλες».

Ο γεννημένος το 1963 πολιτικός προέβαλε στο σκηνικό της Ουγγαρίας το 1989. Στην ομιλία του, στην «Πλατεία Ηρώων» με αφορμή την εκταφή του Ιμρε Νάγκι και των άλλων εθνικών ηρώων της ουγγρικής επανάστασης του 1956, ζήτησε ελεύθερες εκλογές και αποχώρηση των σοβιετικών στρατευμάτων. Ηταν ιδρυτικό μέλος του φιλελεύθερου κόμματος Fidesz (ακρωνύμιο των ουγγρικών λέξεων «Συμμαχία Νέων Δημοκρατών») και το 1990 εκλέχθηκε βουλευτής και αρχηγός. Υπό την καθοδήγησή του, το κόμμα έγινε ακραία συντηρητικό και άρχισε να φλερτάρει με την Ακροδεξιά.

Το 1998, έγινε ο δεύτερος πιο νέος πρωθυπουργός της Ουγγαρίας και ακολούθησε νεοσυντηρητική πολιτική: φιλελεύθερη στην οικονομία, χωρίς σεβασμό στους δημοκρατικούς θεσμούς. Μείωσε τούς συντελεστές φορολογίας, τις εισφορές στα ασφαλιστικά ταμεία και τις... συνεδριάσεις της Βουλής σε μία ανά τρεις εβδομάδες. Ο ίδιος ο Ορμπάν έκανε να εμφανιστεί στη Βουλή πάνω από δέκα μήνες. Αντικατέστησε ταχύτατα τους επικεφαλής των ανεξάρτητων αρχών (κεντρική τράπεζα, ραδιοτηλεοπτικό συμβούλιο κ. λπ.) με κομματικούς γκαουλάιτερ και, φυσικά, έδεσε την Ουγγαρία στο άρμα των ΗΠΑ.

Η σφιχτή οικονομική του πολιτική τον πρώτο καιρό απέδωσε καρπούς. Ο πληθωρισμός από 15% έπεσε στο 7,8% το 2001, το δημοσιονομικό έλλειμμα από 3,9% στο 3,4% και το δημόσιο χρέος περιορίστηκε στο 54% του ΑΕΠ. Με το αζημίωτο όμως. Οπως συμβαίνει με όλες τις νεοσυντηρητικές κυβερνήσεις, η υπονόμευση των αρχών ελέγχου και ισορροπιών στη διακυβέρνηση άφησε πολλά περιθώρια για να αναπτυχθεί η διαφθορά. Τον δεύτερο μόλις χρόνο της διακυβέρνησης του Ορμπάν, δύο υπουργοί του παραιτήθηκαν για σκάνδαλο δωροδοκίας από την εταιρεία οπλικών συστημάτων Λόκχιντ - Μάρτιν. Την ίδια χρονιά, ο επικεφαλής της δίωξης οικονομικού εγκλήματος παραιτήθηκε έπειτα από κατηγορίες για περίεργες επιχειρηματικές συναλλαγές. Τα μεγάλα σκάνδαλα δωροδοκιών του 2001 διέλυσαν τον κυβερνητικό συνασπισμό και το 2002 οι Σοσιαλιστές πήραν την εξουσία. Η μετακίνηση του Ορμπάν σε πιο συντηρητικές θέσεις δημιούργησε στην Ουγγαρία αυτό που θα ονομάζαμε «πολιτικό παράδοξο». Οι σοσιαλιστές άρχισαν να εμφανίζονται σε πολλά οικονομικά ζητήματα πιο... φιλελεύθεροι από την Δεξιά.

Οι σοσιαλιστές τα πρώτα χρόνια πήγαιναν καλά. Προχώρησαν σε μεταρρυθμίσεις και επανεκλέχτηκαν με μεγάλη πλειοψηφία το 2006, φέρνοντας τον Ορμπάν σε δύσκολη θέση. Επέζησε της εσωκομματικής αμφισβήτησης και η μεγάλη του ευκαιρία εμφανίστηκε με την διεθνή κρίση του 2008. Το χρέος της Ουγγαρίας που είναι κυρίως στο εξωτερικό δεν μπόρεσε να επαναχρηματοδοτηθεί και η σοσιαλιστική κυβέρνηση του Φέρεκ Γκιουρσκάνι ζήτησε τη βοήθεια της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Οπως και στην περίπτωση της Ελλάδος, η Ε. Ε. προέκρινε ένα μεικτό σχήμα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Εγκρίθηκε ένα δάνειο είκοσι δισεκατομμυρίων ευρώ κι ένα σκληρό πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής που προέβλεπε περιορισμό του ελλείμματος στο 3,8% του ΑΕΠ το 2010.

Αυτή ήταν η μεγάλη πολιτική ευκαιρία του Ορμπάν. Σήκωσε τη σημαία κατά του Μνημονίου ζητώντας άλλη οικονομική πολιτική, ανεξάρτητη από τον «ζουρλομανδύα του ΔΝΤ». Τον Απρίλιο κέρδισε τις βουλευτικές εκλογές με συντριπτική πλειοψηφία (52%), ενώ το κυβερνών σοσιαλιστικό κόμμα από 43,2% έπεσε στο 19,3%. Τρίτο κόμμα ήταν το ακροδεξιό Τζόμπικ με ποσοστό 16,7%.

Η προηγούμενη προεκλογική ρητορική, φυσικά, οδήγησε την κυβέρνηση Ορμπάν σε σύγκρουση με το ΔΝΤ και την Ευρωπαϊκή Ενωση. Βασικό σημείο διαφωνίας ήταν ο στόχος για περιορισμό του ελλείμματος στο 3,8%, όπως προέβλεπε η συμφωνία. Οι δηλώσεις Ορμπάν σκόρπισαν ρίγη συγκίνησης στους καθ’ ημάς αριστερούς. «Ούτε το ΔΝΤ ούτε τα χρηματοπιστωτικά όργανα της Ε. Ε. είναι αφεντικά μας. Δεν είμαστε υποτελείς τους. Πρέπει να δεχθούμε ότι θα διαπραγματευτούμε με τους δανειστές μας και θα διαπραγματευθούμε. Αλλά στόχος των συνομιλιών δεν είναι να υπακούσουμε σε διαταγές...», είπε.

Μετά τη βαθιά συγκίνηση, όμως, ήρθε η σκληρή πραγματικότητα. Οπως ήταν αναμενόμενο, το πρόγραμμα δανειακής στήριξης από το ΔΝΤ και την Ε. Ε. διακόπηκε. Το κόστος δανεισμού από τις αγορές άρχισε να ανηφορίζει και τα ομόλογα τής Ουγγαρίας άρχισαν να μένουν στα αζήτητα.

Επειτα από τρεις μήνες λεκτικών πυροτεχνημάτων, ο Βίκτορ Ορμπάν έκανε ό, τι και ο Ανδρέας Παπανδρέου με τις βάσεις. Συνεχίζει μεν τη ρητορεία κατά του ΔΝΤ, αλλά ταυτόχρονα εφαρμόζει τις πολιτικές του. Ο υπουργός Οικονομικών Γκίοργκι Ματόλσκι δήλωνε στις 17 Σεπτεμβρίου ότι «εφόσον το ΔΝΤ νομίζει πως μπορεί να φορτώσει την ουγγρική κυβέρνηση με μια νέα δέσμη μέτρων λιτότητας, βρισκόμαστε σε λάθος πορεία». Ταυτόχρονα όμως στην ίδια συνέντευξη δήλωνε ότι «δεν φοβάμαι μια υποβάθμιση της ουγγρικής οικονομίας. Η κυβέρνηση μένει προσηλωμένη στην συμφωνία με ΔΝΤ - Ε. Ε. με στόχο τη μείωση του ελλείμματος στο 3,8% φέτος και αυτό σημαίνει ότι το έλλειμμα θα είναι κάτω του 3% το επόμενο έτος». Η Ουγγαρία πήρε την τελευταία δόση του δανείου από τον μηχανισμό στήριξης, ύψους 1,15 δισ. ευρώ τον Σεπτέμβριο, ενώ ο Ματόλσκι ανακοίνωσε ότι για να πετύχει τη μείωση του ελλείμματος η χώρα πρέπει να αντλήσει περί τα 680 εκατ. ευρώ από έναν ειδικό φόρο στις τράπεζες και άλλα τόσα από περικοπές στον δημόσιο τομέα.

Ο βραβευμένος από το American Enterprise Institute, Βίκτορ Ορμπάν, συνεχίζει την ρητορική αντιπολίτευση στον νεοφιλελευθερισμό. «Τελείωσε ο χρόνος των νεοφιλελεύθερων πειραματισμών», είπε σε ομιλία του στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα την περασμένη εβδομάδα. «Η εξουσία των αγορών και της αυτοοργάνωσης υπάρχει μόνο στη θεωρία, ενώ ο ρόλος του κράτους είναι η πραγματικότητα... Το κυβερνών κόμμα Fidesz καλείται να χτίσει μια επιτυχημένη πραγματικότητα στην Ουγγαρία και στην Ευρώπη», προσθέτοντας ότι «αν η πραγματικότητα προσφέρει ελπίδα, τότε οι άνθρωποι θα προτιμήσουν την πραγματικότητα από τις παραπλανητικές ουτοπίες».

Προς το παρόν, βέβαια, η πραγματικότητα που αντιμετωπίζει η Ουγγαρία είναι αυτή των μεγάλων ελλειμμάτων και των αναγκαίων περικοπών. Οταν το κράτος ξοδεύει περισσότερα απ’ όσα εισπράττει, αναγκαστικά πρέπει να δανειστεί. Κι όταν αυτοί που δανείζουν κλείνουν την στρόφιγγα, τότε τα ελλείμματα μηδενίζονται αυτόματα, αλλά εις βάρος ουσιαστικών κοινωνικών παροχών και όχι εις βάρος της σπατάλης.

«Περήφανη» οικονομική πολιτική

Ο Βίκτορ Ορμπάν, θύμα της προεκλογικής του ρητορικής, κατάφερε με το αντιμνημονιακό του σμπάρο δύο πράγματα. Και να χάσει το –κατά τον πρόεδρο της Εθνικής Τράπεζας, Αντράς Σιμόρ– δίχτυ ασφαλείας απέναντι στις αγορές που τού προσέφερε η Ε. Ε. και το ΔΝΤ και να εφαρμόζει τις πολιτικές των τελευταίων. Καλώς ή κακώς αυτές οι πολιτικές δεν υπαγορεύονται (όπως λένε οι λαϊκοί θρύλοι της Προόδου) από τους γραφειοκράτες των οργανισμών αλλά κυρίως από την πραγματικότητα που επικρατεί στις αγορές. Μπορεί κάποιος να την χαρακτηρίσει κακή, ψυχρή, ανάποδη και νεοφιλελεύθερη, αλλά όταν ένα κράτος ξοδεύει περισσότερα απ’ όσα μαζεύει, αναγκαστικά πρέπει να δανειστεί για να καλύψει τη διαφορά. Οι δανειστές, ακόμη και οι πιο μικροί, ελέγχουν δύο πράγματα: την απόδοση της επένδυσής τους και το ρίσκο να μην πάρουν τα λεφτά τους πίσω.

Το ρίσκο αυτό μετρείται πολύ διαφορετικά απ’ ό, τι νομίζουν οι περισσότεροι. Οπως γράφει η Βερονίκ ντε Ρούγκι στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού «Reason», «οι επενδυτές δεν κρίνουν τις πιθανότητες χρεοκοπίας από το ποσοστό του δημόσιου χρέους στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν. Αντιθέτως, οι επαγγελματίες των ομολόγων βαθμολογούν με βάση μια καμπύλη που απεικονίζει τη δημοσιονομική συμπεριφορά μιας χώρας σε σχέση με τις άλλες. Οταν οι επενδυτές χάσουν την εμπιστοσύνη τους για τη δημοσιονομική συμπεριφορά ενός κράτους σε σχέση με τους ανταγωνιστές του, αποσύρονται και η χώρα υποφέρει. Οντας σπάνιο αγαθό το κεφάλαιο, το αποτέλεσμα είναι αυξημένα επιτόκια και μεγαλύτερο κόστος για το χρέος».

Αυτό είναι που δεν κατανοούν οι δεξιοί και αριστεροί αγωνιστές κατά του Μνημονίου. Η Ε. Ε. και το ΔΝΤ λειτουργούν ως εξωοικονομικοί παράγοντες για να μην εφαρμοστούν μέχρις εσχάτων οι νόμοι της αγοράς. Χωρίς τους μηχανισμούς στήριξης, οι χώρες απλώς θα χρεοκοπούσαν. Τότε θα τσεκούρωναν μονομιάς όλες τις κρατικές δαπάνες (υγεία, παιδεία, συντάξεις κ. λπ.) με μεγαλύτερο κοινωνικό κόστος μέχρι να πείσουν τις αγορές ότι αξίζει να τους δανείσουν και πάλι.

Το μεγάλο πρόβλημα του Ορμπάν ήταν ότι υπερήφανη οικονομική πολιτική ασκείται μόνο χωρίς δανεικά. Από την στιγμή που το κεφάλαιο έχει παγκοσμιοποιηθεί και η πολιτική παραμένει εθνική, οι κανόνες χρηματοδότησης δεν αλλάζουν. Μπορεί, δηλαδή, ο Ούγγρος πρωθυπουργός να χτυπάει το σαμάρι του ΔΝΤ, αλλά αυτό είναι μόνο ένα σόου για λαϊκή κατανάλωση. Φροντίζει ταυτόχρονα να ακολουθεί τις επιταγές των αγορών, τις περικοπές των ελλειμμάτων ώστε να μπορεί να δανειστεί. Είπαμε: οι επενδυτές κοιτούν μόνο καμπύλες και όχι ποιος στηρίζει όταν αυτοί δεν δανείζουν. Η ουγγρική περιπέτεια των τελευταίων μηνών δεν είναι παρά ένα θέατρο σκιών χωρίς ουσία.
Π.ΜΑΝΔΡΑΒΕΛΗΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 2/10/2010

Δεν υπάρχουν σχόλια: