Κυριακή 4 Μαρτίου 2012

Κανείς πια δεν μπορεί να γράφει αθώα

Παν. Δρακόπουλος
Από τη "Θυσία" του Αντρέι ΤαρκόφσκυΑρκετά από τα γράμματα στο ε-μαιηλ μου είναι πνιγμένα στα ερωτήματα. Ακόμη και σε συζητήσεις με φίλους δεν ακούς πάντοτε τον ήχο της φιλικής φωνής• μερικές φορές κυριαρχεί ο συριγμός του ίλιγγου, άλλοτε νιώθεις να σε τυλίγει η βαριά οσμή της απόγνωσης. Θα απαντήσω έτσι όπως πρέπει την ώρα τούτη: με την αμεσότητα που μπορεί και να πονέσει.
Πρώτ΄απ΄όλα, όχι δεν είμαι καθόλου αισιόδοξος για το μέλλον της Ελλάδας. Κι αν έδωσα με τα γραφτά μου αυτή την εντύπωση, λυπάμαι. Θα ήμουν αισιόδοξος, ή μάλλον θα έπρεπε να είμαι αισιόδοξος, αν το πρόβλημά μας ήταν οικονομικό. Αν ήταν κάτι που μπορούσε να διορθώσει μια χρηματοδότηση, ή μια ομοβροντία ιδιωτικοποιήσεων. Αλλά ενώπιόν μας δεν πρόκειται αυτό. Αυτό είναι το άμεσα ορατό. Κάτω από αυτό βρίσκεται ένα πολύ μεγάλων διαστάσεων κοινωνικό πρόβλημα: η Ελλάδα έχει κοπεί σε δυό κομμάτια, που το ένα μάχεται ενάντια στο άλλο. Και δεν είναι μια ιδεολογία που χωρίζει. Η Ελλάδα έπαψε πια να είναι μια κοινωνία μέσα στην οποία το ιδιωτικό ανθούσε ή πάσχιζε, κι έγινε μια ιδιωτεία μέσα στην οποία το κοινωνικό παύει να αναπνέει.
Έχουμε να κάνουμε με μια μάζα που την αποτελούν δωροδοκούμενοι μισθολήπτες του δημοσίου, η μαφία των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και των εκατοντάδων κληροδοτημάτων, αμέτρητες κατσαρίδες που προσποιούνται τους συνδικαλιστές, επιχορηγούμενοι και ισοβίως αποζημιωνόμενοι αγρότες, λογιών εφευρετικότατοι αεριτζήδες, ιατροί που σε όλους τους ασθενείς βλέπουν το ίδιο: ευκαιρία για να εισπράξουν μέσω φαρμάκων, εξεταστηρίων, νοσοκομείων αλλ΄ουχί θεραπευτηρίων, δικηγόροι και συμβολαιογράφοι και άλλοι ηγεμόνες του δικαιικού φάσματος, τα πλήθη των ψευδοαναπήρων και πάρα, μα πάρα πολλοί άλλοι. Πόσοι φανταζόμαστε ότι είναι αυτοί; Βεβαίως και ασφαλώς δεν είναι όλοι οι αγρότες, οι γιατροί και οι δικηγόροι αυτού του φυράματος. Αλλά πάλι το ερώτημα τίθεται: Πόσοι είναι αυτοί; Δεν είναι η πλειοψηφία του λαού;
Όλοι αυτοί όμως, που κάποιοι τους υπολογίζουν το 40% του λαού μας, κάποιοι τους δίνουν μεγαλύτερο ποσοστό, είναι η μεγάλη μάζα της αντίδρασης σε κάθε αναδιάρθρωση του κράτους και της κοινωνίας.
Απέναντι σ αυτή τη μάζα, ποιοι βρίσκονται; Κάποιοι επιχειρηματίες που προσπαθούν να διασωθούν ακροβατώντας ανάμεσα στη διαφθορά και την ηλιθιότητα του δημοσίου, οι μισθωτοί, όσοι έχουν καταλάβει ότι δεν υπάρχει προοπτική ανάσας εάν συνεχιστεί η κυριαρχία των επωφελουμένων και των «βυσμάτων», κάποιοι νέοι που θέλουν να ζήσουν ισότιμα με τους Ευρωπαίους, κάποιοι γέροι που καταλαβαίνουν ότι το πάρτυ πρέπει να τελειώσει, κάποιοι εκπαιδευτικοί που θέλουν στ΄ αλήθεια να διδάσκουν, και μερικοί ακόμη. Πόσοι είναι αυτοί;
Σου λένε: οι εκλογές θα μας μετρήσουν. Η απάντησή μου είναι απλή και ξερή: ίσως μας μετρήσουν, ίσως βγούμε και πλειοψηφία, αλλά η μάχη δεν πρόκειται βέβαια να σταματήσει τη νύχτα των εκλογών. Οι δυνάμεις της αντίδρασης δεν θα ψηφίσουν όλες αριστερά, οπότε θα μπορούσες να υπολογίσεις ότι τα δυό μεγάλα κόμματα θα πάρουν ψήφο με εντολή να προχωρήσουν αμέσως μπροστά. Το βέβαιο είναι ότι οι δυνάμεις της αντίδρασης θα στηρίξουν και αυτές τα δυό μεγάλα κόμματα. Βλέπουμε ήδη ότι και στα δυό μεγάλα κόμματα βουλευτές κυρίως τιποτόφρονες ψηφοσυλλέκτες, αστοιχείωτους και ανίκανους για οτιδήποτε ρωμαλέο. Ε, αυτοί οι ίδιοι θα ξαναψηφιστούν, με τούτα ή εκείνα τα ποσοστά. Ελάχιστοι μέσα στα δυό κόμματα εξουσίας έχουν τη δύναμη και το ανάστημα να αναμορφώσουν πράγματι την κοινωνία μας. Αυτούς βέβαια θα πρέπει να τους στηρίξουμε – δεν το συζητώ. Διότι εάν δεν τους στηρίξουμε, θα είμαστε συνυπεύθυνοι του επερχόμενου χάους. Αλλά οφείλουμε να μην έχουμε αυταπάτες: το πολύ που μπορούμε να περιμένουμε από τις εκλογές είναι μια πιο ενισχυμένη δυνατότητα να πιέζουμε προς την ορθή κατεύθυνση. Το πολύ.
Το δεδομένο είναι ένα που δεν θα το αλλάξουν οι εκλογές: η Ελλάδα έχει μπεί σε μια πορεία διάσπασης, καθώς οι δυό ομάδες του λαού βρίσκονται πλέον κυριολεκτικά αντιμέτωπες.
Είναι δυό δυνάμεις, άγνωστο πόσο ισχυρές: η μια έχει την ωμή δύναμη αυτού που θέλει να κρατήσει τα κεκτημένα του, αδιαφορώντας για το τί θα σημάνει αυτό για τους άλλους και για την ίδια του την ευρύτερη οικογένεια ακόμη, αδιαφορώντας για το μέλλον του έθνους που δεν είναι πια έθνος του, αδιαφορώντας για την κοινωνία που δεν είναι πια κοινωνία αλλά απειλή. Πρόκειται για δύναμη μαχόμενη μόνο για τη διατήρηση του αμφισβητούμενου εαυτού, του ιδιωτικού. Η άλλη, είναι μια δύναμη που γενιέται από την πεποίθηση στην αξία της, μια δύναμη που θέλει να περισώσει το μέλλον νιώθοντας ότι δεν μπορεί να το επιτύχει αν δεν συντρίψει τα κεκτημένα και δεν αναθέσει το αύριο στα χέρια δημιουργικών δυνάμεων. Από τη μια το μπρούτο συμφέρον, από την άλλη αντιλήψεις, έννοιες, λογική κρίση.
Δεν είναι ρεαλιστικό να πιστεύουμε ότι οι αντιλήψεις και η λογική κρίση που αποβλέπουν στο πως θα μειώσουν για να σώσουν, είναι ισχυρότερες από τη δύναμη που μάχεται υπέρ ότινος ήδη κατέχει. Πολύ περισσότερο, που η δύναμη του κοινωνικού νιώθει ήδη πως έχει χαμένη τη μάχη.
Και φαίνεται πως είναι πράγματι χαμένη η μάχη. Βλέπουμε πως ακόμη και τώρα, έπειτα από τόσες συζητήσεις και τόσα επιχειρήματα, έπειτα από τόσες διαβεβαιώσεις και υποσχέσεις και αποφάσεις, μόνο οι φόροι αυξάνουν και οι μισθοί μειώνονται, ενώ η αναδόμηση του κράτους δεν έχει προχωρήσει ούτε ένα ελάχιστο βήμα. Βλέπουμε ότι το κράτος ανθίσταται με λυσσασμένο πείσμα, ενώ η μεταρρύθμισή του σκουντουφλάει στα βράχια, κι όταν φύγει απ αυτά βυθίζεται στην άμμο.
Το ακόμη χειρότερο είναι ότι ενώ η δύναμη του συστήματος καλείται να αντέξει όσο και με όποιους τρόπους μπορεί, η δύναμη της κοινωνικής ανάταξης έχει πολύ μικρό χρόνο στη διάθεσή της: λίγο ακόμη και θα είναι πια άχρηστη, η χώρα θα οδηγηθεί έξω από το μέλλον της, στην άβυσσο που την εξωθούν. Οι διαρθρωτικές αλλαγές έπρεπε να είχαν αρχίσει εδώ και χρόνια. Έχουμε ήδη χάσει χρόνο, έχουμε ήδη βυθισθεί μέσα στην αγωνία και την έλλειψη προοπτικής εδώ και καιρό. Σε λίγο θα είναι πια άχρηστο οτιδήποτε γίνει προς τη σωστή μεριά. Αλλά και ένα θετικό να γίνει, θα είναι άχρηστο αν δεν συνοδευτεί αμέσως, μα αμέσως, από το επόμενο. Αλλά ακόμη και οι πιο στέρεοι υπερασπιστές της κοινωνικής αναμόρφωσης, γνωρίζουν ότι οι πιθανότητες να γίνουν έστω με τρία χρόνια καθυστέρηση τα πρώτα βήματα προς το σωστό διαφαίνονται ως πολύ αχνές σκιές στον ορίζοντα.
Έτσι πορεύομαι μέσα από την Επαγωγή, κι από όπου αλλού μου δίνεται δυνατότητα. Νιώθοντας ασταμάτητα την ανημπόρια να μου βαραίνει το στήθος.
Ξέρω∙ δεν πρέπει να τα λέμε αυτά, διότι ενισχύουμε αυτούς που έχουν επενδύσει πολλά δις στην πτώχευση της Ελλάδας. Αλλά δεν θέλω να το σεβαστώ αυτό. Κανείς πια δεν μπορεί να γράφει αθώα. Το κάθε βήμα που θα γίνει, θα γίνει πάντως μέσα στη λάσπη της αγωνίας μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: