Μήπως όμως υπερβάλλουμε; Μήπως διεκτραγωδούμε υπέρμετρα και
αδικαιολόγητα την όλη κατάσταση; Κάθε άλλο. Είναι μία από τις λιγοστές
εκείνες φορές που τα γεγονότα και οι αριθμοί μιλάνε μόνα τους. Ο
απολογισμός του προγράμματος προσαρμογής είναι συντριπτικός. Μπορεί όλες
οι άλλες χώρες του πλανήτη να απέφυγαν το μοιραίο, δηλαδή τη Μεγάλη
Υφεση, όχι όμως και η Ελλάδα. Η ατέρμονη λιτότητα, με τις πρωτοφανείς
περικοπές στις μισθολογικές και κοινωνικές δαπάνες σε μια οικονομία που
στηριζόταν στην εσωτερική αγορά, βύθισε τη χώρα σε τρομακτική ύφεση
(αγγίζει σωρευτικά το 23% του ΑΕΠ) και πρωτοφανή ανεργία (πάνω από 25%,
υπερτριπλάσια από την αρχή της κρίσης). Ολα αυτά έγιναν για να μειωθεί
το χρέος. Αλλά, ω του θαύματος, το χρέος σχεδόν διπλασιάστηκε (από 110%
του ΑΕΠ λίγο πριν από την κρίση σε 190% σήμερα, χωρίς το PSI). Και
έπεται συνέχεια, αφού η κατάσταση είναι εκτός ελέγχου. Ποτέ στα χρονικά
- σε οποιαδήποτε χώρα του κόσμου - οικονομική πολιτική δεν προκάλεσε
τόσο καταστρεπτικά αποτελέσματα σε τόσο λίγο διάστημα. Για να
θεραπεύσουν τον δημοσιονομικό πονόδοντο αποκεφάλισαν την οικονομία και
υπερηφανεύονται για το μακάβριο αυτό μεταρρυθμιστικό επίτευγμα.
Τώρα όμως τέλειωσαν όλα αυτά, μας λένε. Είναι ώρα για ανάπτυξη. Η
επόμενη δόση των 34 δισ. ευρώ θα ενισχύσει τη ρευστότητα των τραπεζών
και θα επιτρέψει στο Δημόσιο να εξοφλήσει τα χρέη του προς τους ιδιώτες.
Ετσι, «θα πέσει χρήμα στην αγορά» και θα αρχίσει η ανάπτυξη. Ευσεβείς
πόθοι και αέρας κοπανιστός. Το παιχνίδι της ανάπτυξης παίζεται στο πεδίο
των δαπανών. Οι δαπάνες κινούν την οικονομία. Και στον τομέα αυτό
έχουμε κυριολεκτικά χάσει την μπάλα. Την πέταξαν στην εξέδρα οι
εξολοθρευτές δαπανών της τρόικας. Αναμφίβολα η ρευστότητα είναι αναγκαία
προϋπόθεση για την ανάπτυξη, αλλά δεν αρκεί από μόνη της. Η ανάπτυξη
προϋποθέτει επαρκή ζήτηση για αγαθά και υπηρεσίες. Προϋποθέτει αυξημένες
δαπάνες από τα νοικοκυριά, τις επιχειρήσεις και το κράτος για αγορά
καταναλωτικών και επενδυτικών αγαθών. Τα νοικοκυριά όμως δεν έχουν
χρήματα να ξοδέψουν. Γι' αυτό και οι επιχειρήσεις κλείνουν ή φυτοζωούν.
Το δε κράτος περικόπτει δραστικά ακόμη και τις δαπάνες δημοσίων
επενδύσεων. Από πού λοιπόν θα προέλθει η ζήτηση για να υπάρξει ανάπτυξη;
Από τις εξαγωγές; Για να γίνουμε εξωστρεφείς απαιτείται πολύς χρόνος
(και όχι μόνο). Από τα ευρωπαϊκά κονδύλια; Το υποτιθέμενο ευρωπαϊκό
Σχέδιο Μάρσαλ απεδείχθη φραστικό πυροτέχνημα. Αντ' αυτού στον υπό
διαμόρφωση κολοβό προϋπολογισμό της ΕΕ εισπράττουμε κονδύλια πολύ
μικρότερα από τα υποσχόμενα.
Καιρός λοιπόν να αλλάξουμε ρότα. Πρέπει επιτέλους να βρούμε το
σθένος να πούμε «όχι». Αναμφίβολα αυτό περικλείει κινδύνους. Ετσι ή
αλλιώς όμως εδώ που φθάσαμε όλες οι επιλογές είναι επώδυνες και
περιέχουν ρίσκο. Αυτό που προέχει είναι να αλλάξουμε την αυτοκτονική
πολιτική για να σπάσει ο φαύλος κύκλος της ύφεσης και της ανεργίας. Αν
οι παλαβοί θαμώνες του Eurogroup (κατά δήλωση Μοσκοβισί) δεν αντιδράσουν
ορθολογικά και σταματήσουν τη χρηματοδότηση, δεν έχουμε άλλη λύση από
το να κηρύξουμε στάση πληρωμών εντός ευρώ. Το πρωτογενές έλλειμμα είναι
αυτή τη στιγμή πολύ χαμηλό και επιτρέπει τη χρηματοδότηση των κρατικών
δαπανών με πολύ μικρότερες θυσίες απ' αυτές που ήδη βιώνουμε. Ο κίνδυνος
βέβαια να αναγκαστούμε να εγκαταλείψουμε την ευρωζώνη είναι υπαρκτός.
Εν τοιαύτη όμως περιπτώσει η ίδια η ευρωζώνη θα τεθεί σε τροχιά
διάλυσης. Ακόμη και αν επιβιώσει συρρικνωμένη στον σκληρό πυρήνα της δεν
θα είναι η Ευρώπη του κοινωνικού κράτους και του υψηλού βιοτικού
επιπέδου στην οποία ενταχθήκαμε. Θα είναι η Ευρώπη του γερμανικού
ορντολιμπεραλισμού, της αέναης λιτότητας και της ανεργίας. Αλλά κανένας
φαντάζομαι δεν επιθυμεί να παραμείνει μέλος ενός κλαμπ που επιδιώκει να
μετατρέψει τη χώρα σε ζώνη χαμηλών μισθών ασιατικού τύπου, πλατφόρμα
εξαγωγών των μεγάλων πολυεθνικών. Κανένας δεν θέλει να γίνει μετανάστης
στον τόπο του. Απλά μαθήματα πολιτικής οικονομίας από έναν ευρωπαϊστή,
που θλίβεται για την κατάντια της Ευρώπης. Από έναν αριστερό κεϊνσιανό,
που θλίβεται για την κατάντια της Σοσιαλδημοκρατίας…
Ο κ. Γιώργος Δουράκης είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου