Πώς ένα κορίτσι καλής οικογενείας, μεγαλωμένο στου Παπάγου με το πιάνο και τα γαλλικά του, πτυχιούχος της Νομικής Αθηνών και μ' ένα διδακτορικό στα σκαριά για το Πανεπιστήμιο Αιγαίου, πιάνει δουλειά σε μπαρ ως κονσοματρίς; Στην περίπτωση της Λιόπης Αμπατζή συνέβη ως εξής:
«Είτε είσαι μπαρόβια, είτε μετανάστρια, είτε νοικοκυρά, η σεξουαλικότητα, οι σχέσεις, και άλλα πολλά, συνδέονται με το περιεχόμενο της θηλυκότητας στην κοινωνία μας» λέει η Λιόπη Αμπατζή.
Τον Νοέμβριο του '96, όταν ξεκινούσε την έρευνά της γύρω από τη γυναικεία πορνεία στη σύγχρονη Ελλάδα, συνοδευόμενη από έναν καλό της φίλο έκανε μια αναγνωριστική επίσκεψη σ' ένα απ' αυτά τα ημιφωτισμένα μπαρ με γυναίκες πίσω απ' το «Χίλτον» που σήμερα δεν λειτουργεί πια. Βολεύτηκαν κι οι δυο στα σκαμπό τους, παρήγγειλαν ποτά, έπιασαν κουβέντα με την κοπέλα που τους τα σέρβιρε, την κέρασαν και κάποια στιγμή -με τη χαρακτηριστική άνεση του αφελούς που αγνοεί το νόημα της ερώτησής του- η Αμπατζή ζήτησε να μάθει: «Εχει δουλειά το μαγαζί;».
Αυτό ήταν! Λίγα δευτερόλεπτα μετά, το αφεντικό τού μπαρ βρισκόταν από πάνω της, και μ' ένα γλυκό αλλά και πονηρό ταυτόχρονα χαμόγελο ρωτούσε με τη σειρά του: «Τι έγινε μικρή; Θες να δουλέψουμε μαζί;». Για το επόμενο τετράμηνο, έξι βράδια τη βδομάδα εκτός Κυριακής, η Αμπατζή χρησιμοποιούσε το σώμα της ως εργαλείο και με τις δύο ιδιότητές της: τόσο ως κοινωνική ανθρωπολόγος που εξερευνά την πολιτισμική πρακτική της κονσομασιόν, όσο και σαν κονσοματρίς, η αξία της οποίας μετριέται από την ποσότητα των κερασμένων ποτών που αποσπά ως θηλυκό από τους άντρες-πελάτες.
Η έρευνά της, βέβαια, συνεχίστηκε κι έξω από τα μπαρ, στα σπίτια γυναικών -ανύπαντρες μητέρες γύρω στα 30 με 35, οι περισσότερες- που την εμπιστεύτηκαν ανοίγοντάς της κι άλλες «πόρτες» επαγγελματιών του χώρου, και με τις οποίες η ίδια εξακολουθεί να διατηρεί φιλικές επαφές. Επί ενάμιση χρόνο, η Λιόπη Αμπατζή εκτελούσε για χάρη τους χρέη μπέιμπι σίτερ, έχοντας έτσι την ευκαιρία να μοιραστεί την καθημερινότητά τους, ν' ακούσει τις ιστορίες τους και να μυηθεί στα μυστικά της «καυλάντας» και της «καψούρας», που, δοσμένα με αμεσότητα και γλαφυρότητα- σπάνιες αρετές για ακαδημαϊκή εργασία- απλώνονται τώρα στο βιβλίο της «Ποτό για παρέα» (εκδ. «Κέδρος»).
Μ' αυτήν την αφορμή την αναζητήσαμε: για την πρόσβαση που μας εξασφάλισε σ' έναν χώρο εμπορευματοποιημένης ερωτικής επικοινωνίας, στον οποίο κανείς κοινωνικός ανθρωπολόγος στην Ελλάδα δεν είχε κάνει επιτόπια έρευνα νωρίτερα. Την εντοπίσαμε στο Ρέθυμνο, όπου ζει κι εργάζεται τώρα, παραδίδοντας μαθήματα περί φύλου και σεξουαλικότητας στο τμήμα Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κρήτης:
- Μπορούσατε ποτέ να φανταστείτε τον εαυτό σας ως πιθανή κονσοματρίς;
«Κάθε άλλο! Ούτε είχα στόχο να δουλέψω σαν τέτοια στη διάρκεια της έρευνάς μου. Γρήγορα ωστόσο συνειδητοποίησα, πως σε αντίθεση με τους οίκους ανοχής που είχα σκεφτεί να μελετήσω αρχικά, τα μπαρ με γυναίκες ήταν πολύ πιο προσπελάσιμα. Κι όταν μου παρουσιάστηκε η ευκαιρία, συμφώνησα χωρίς να το σκεφτώ καν. Ο ιδιοκτήτης του μπαρ αγνοούσε την πραγματική ιδιότητά μου. Κι όλους τους μήνες που δούλεψα εκεί, βασανιζόμουν από ενοχές ότι τον κοροϊδεύω. Του το αποκάλυψα φεύγοντας. Θυμάμαι ακόμα την αντίδρασή του: "Πού θα πας; Ευκαιρία να βρεις τον πελάτη που θα υποστηρίξει τις σπουδές σου!"».
- Δεν δυσκολευτήκατε να μπείτε στον ρόλο;
«Δυσκολεύτηκα. Προσπαθούσα να λειτουργήσω σαν... καλή μαθήτρια, αλλά ταυτόχρονα αγωνιούσα συνεχώς μήπως και με διώξουν. Εμφανιζόμουν σαν φρικιό, με πορτοκαλί τζιν και αρβύλες και μιλούσα πάντα στον πληθυντικό στους πελάτες, γεγονός που δεν ενέπνεε και μεγάλη οικειότητα. Το βασικό μου «προσόν» δεν ήταν η ομορφιά -σ' αυτά τα μέρη, άλλωστε, όλοι οι σωματότυποι χωράνε- αλλά η διάθεσή μου να επικοινωνήσω, να μάθω, να μυηθώ στον κόσμο της κονσομασιόν. Κάθε βράδυ πριν πιάσω δουλειά, παρακολουθούσα τα δελτία ειδήσεων για να έχω θέμα συζήτησης από την επικαιρότητα, ενημερωνόμουν και περί τα ποδοσφαιρικά που ως τότε δεν με απασχολούσαν καθόλου, αλλά υπήρξαν φορές που το θέμα της κουβέντας ήταν "γυναικείο", όπως η μαγειρική. Δεν είχα και τη μεγαλύτερη επιτυχία, ούτε επεδίωξα να με καψουρευτεί κάποιος αλλά, κάνοντας αρκετούς να με κεράσουν, επιβίωσα!».
- Οι δικοί σας άνθρωποι πώς αντέδρασαν; Γίνατε αποδέκτης και κακόβουλων σχολίων;
«Εκείνη την εποχή ήμουν 25 χρόνων κι έμενα ακόμα με τους γονείς μου. Ενημέρωσα και τους δύο. Αναστολές δεν είχε κανείς τους. Ομως η μητέρα μου αγωνιούσε σε τέτοιο σημείο, που δεν έπεφτε για ύπνο μέχρι να σιγουρευτεί ότι επέστρεψα. Κι όμως, όπως διαπίστωσα αμέσως σχεδόν, οι σχέσεις που αναπτύσσονται σ' αυτά τα μπαρ είναι απολύτως οριοθετημένες. Οι γυναίκες δεν απειλούνται εκεί μέσα, δεν νιώθουν ότι κινδυνεύουν. Απ' τη μεριά των φίλων και των συναδέλφων μου, πάλι, δέχτηκα μεγάλη βοήθεια. Υπήρξαν και κάποιοι που αναρωτήθηκαν αν θα τα καταφέρω, αλλά οι περισσότεροι έρχονταν στο μπαρ για να με ενισχύσουν, ως πελάτες δήθεν, φροντίζοντας να μην προδοθούν. Επιπλέον, με αντιμετώπιζαν με τεράστιο θαυμασμό, ο οποίος όμως μέσα μου μετασχηματιζόταν σε αγωνία. Ειδικά την περίοδο που έγραφα τη διατριβή, ένιωθα να λυγίζω από τις προσδοκίες τους...».
Εγκλωβισμένες στο λούκι
- Είδατε κι άλλα στερεότυπα να ανατρέπονται κατά την έρευνά σας; Είναι όντως θύματα οι γυναίκες που κάνουν αυτό το επάγγελμα ή πρόκειται για επιλογή τους;
«Καμιά από τις γυναίκες που συνάντησα δεν είχε δακρύβρεχτη ιστορία να αφηγηθεί, κι ας ένιωθαν όλες τους εγκλωβισμένες στο "λούκι". Αντίθετα, οι περισσότερες είχαν επιχειρήματα που στοιχειοθετούσαν ως οικονομικά συμφέρουσα την επιλογή τους. Η κονσομασιόν δεν είναι παρά μια πολιτισμική δυνατότητα που τους προσφέρει το φύλο τους, και την οποία, καθεμία αξιοποιεί με περισσότερη ή λιγότερη επιτυχία. Είναι μια δουλειά με τα πλεονεκτήματα της άμεσης ανταμοιβής και της ελευθερίας κινήσεων, στα οποία πρέπει να προσθέσουμε κι αυτό: λίγο είναι να ξοδεύει κανείς στα πόδια σου τόσα χρήματα; Ωστόσο, υπάρχουν όρια στο επάγγελμα, και ηλικιακά και ψυχικά. Οι περισσότερες από τις συνομιλήτριές μου έχουν αλλάξει ζωή πλέον. Η είσοδος άλλωστε ξένων γυναικών στο χώρο ήταν αμείλικτη...».
- Πόσο άλλαξε το τοπίο της κονσομασιόν από τότε που το γνωρίσατε από τα μέσα;
«Στα χρόνια που μεσολάβησαν, το ενδιαφέρον μετατοπίστηκε. Από το ποτό για παρέα, περάσαμε στο ποτό με... θέα. Οι κονσοματρίς έδωσαν τη θέση τους στις στριπτιζέζ. Πώς να πιάσεις κουβέντα αν δεν γνωρίζεις ελληνικά; Οσο για τις τιμές, εκτινάχθηκαν. Το μονό ποτό που κόστιζε κάποτε 1.200 δραχμές, σήμερα κοστίζει σχεδόν τα τριπλάσια (10 ευρώ). Κι όσο πιο τσιμπημένες οι τιμές, τόσο μεγαλύτερη κι η αποθάρρυνση για κέρασμα. Ο κύκλος αυτών των μπαρ κλείνει σιγά σιγά, μολονότι υπάρχουν αρκετά ακόμα. Τη φθορά όμως την διέκρινες και στα τέλη του '90. Ολα όσα είχα επισκεφθεί, έμοιαζαν ν' ανήκουν σε άλλη εποχή. Η αισθητική τους παρέπεμπε στο 1980, εξωτερικά έδιναν εικόνα εγκατάλειψης και οι ιδιοκτήτες τους μιλούσαν για κρίση από τότε».
- Η πελατεία αυτών των μπαρ, όπως γράφετε, περιλαμβάνει από εργάτες μέχρι εφοπλιστές, από γεωργούς μέχρι ανώτατους δικαστικούς και διάσημους καλλιτέχνες, από αλβανούς μετανάστες μέχρι ιάπωνες επιχειρηματίες. Είναι πράγματι άντρες που χωλαίνουν σε κάτι κι αναζητούν πληρωμένη συντροφιά ή μήπως κι αυτό ένα κλισέ είναι;
«Ετσι τους αντιμετωπίζουν οι γυναίκες που εργάζονται στα μπαρ, για να μειώσουν κάπως την κυριαρχία τους. Εχουν συνηθίσει να τις ρωτούν "πώς βρέθηκες εσύ εδώ, πώς κατάντησες;". Την ίδια ακριβώς αντίδραση εισέπραξα από έναν γνωστό μου από τα μαθητικά μου χρόνια, που εμφανίστηκε ξαφνικά ένα βράδυ στο μέρος που δούλευα κι απόρησε: "Τόσες σπουδές για το κωλόμπαρο; Τι σου συνέβη;". Αντιμέτωπες με τον οίκτο των ανδρών, οι γυναίκες γαντζώνονται με τη σειρά τους από τα στερεότυπα, και προκειμένου ν' αμυνθούν, τ' αντιστρέφουν προς όφελός τους. Ομως και οι άντρες, δέσμιοι των φορτίων τους είναι. Πάνε εκεί για να δείξουν σε άλλους άντρες ότι είναι ικανοί, ότι διαθέτουν ερωτική επιθυμία κι ότι έχουν χρήματα να ξοδέψουν και για τον εαυτό τους, όχι μόνο για την οικογένεια».
- Υπάρχει δυνατότητα ν' αναπτυχθούν αυθεντικά συναισθήματα σε τέτοιους χώρους;
«Τι εννοείτε; Μιλάτε για εξιδανικευμένους έρωτες τύπου Ρωμαίου και Ιουλιέτας μήπως; Μα και η καψούρα αυθεντικότατο συναίσθημα είναι, όπως και το πάθος, το μίσος, η απελπισία. Δείτε και την ιστορία της Λίνας και του Σάκη, που από πελάτης έγινε σύζυγός της, την οποία προτάσσω στο βιβλίο: όπως πολλά ζευγάρια γύρω μας, αγαπήθηκαν κι έπειτα μισήθηκαν».
- Στο «Ποτό για παρέα» δημοσιεύετε ατόφια τη διατριβή σας ή προχωρήσατε σε κάποιες αλλαγές ώστε να προσεγγίσετε ένα ευρύτερο κοινό;
«Δεν άλλαξα ούτε λέξη. Καθώς όμως η ακαδημαϊκή κοινότητα είναι ήδη ενήμερη για το περιεχόμενο του βιβλίου, ελπίζω να το διαβάσουν κι άλλοι, έξω από αυτήν, όχι βέβαια για να γίνουν... καλύτεροι άνθρωποι αλλά για να εξοικειωθούν με πράγματα που θεωρούν πολύ μακρινά τους, ενώ τους αφορούν. Δεν έχουμε μελετήσει όσο θα έπρεπε τη σεξουαλικότητά μας. Ζούμε σε καρτεσιανές διχοτομίες του τύπου άντρας-γυναίκα, νους-σώμα, φύση-πολιτισμός, ενώ όλα είναι μπερδεμένα μεταξύ τους κι αλληλοεπηρεάζονται. Ούτε οι διαχωρισμοί μεταξύ θυτών και θυμάτων στον τομέα της σεξουαλικής εργασίας βοηθάνε κανέναν. Αυτό που χρειάζεται είναι η μελέτη του πολιτισμού που εγκαθιστά επιθυμίες και παράγει στερεότυπα».
- Τι αντίκτυπο είχε τελικά αυτή η εμπειρία πάνω σας;
Πώς ένα κορίτσι καλής οικογενείας, μεγαλωμένο στου Παπάγου με το πιάνο και τα γαλλικά του, πτυχιούχος της Νομικής Αθηνών και μ' ένα διδακτορικό στα σκαριά για το Πανεπιστήμιο Αιγαίου, πιάνει δουλειά σε μπαρ ως κονσοματρίς; Στην περίπτωση της Λιόπης Αμπατζή συνέβη ως εξής:
«Να μία ερώτηση που θα εκκρεμεί πάντα, όσο κι αν πίστευα, αφελώς, ότι τελειώνοντας τη διατριβή θα είχα ξεμπερδέψει... Κατά βάθος δεν ξέρω ούτε γιατί διάλεξα αυτό το θέμα, ούτε γιατί δούλεψα στο μπαρ. Ξέρω, ωστόσο, πως ό,τι έκανα, το έκανα με γνήσιο ενδιαφέρον και με πάθος, κι ότι οι εμπειρίες που απέκτησα δεν μεταφέρονται στο χαρτί, δεν μπαίνουν σε κουτάκια, δεν αναλύονται αλλά θα είναι πάντα μαζί μου, με όλο το μυστήριο που τις περιβάλλει.
»Στη δύστροπη, όπως αποδείχτηκε, περίοδο συγγραφής, αργά και οδυνηρά συνειδητοποίησα πως όσα συμβαίνουν στον "κόσμο της νύχτας", δεν είναι διαφορετικά απ' όσα γίνονται στο "σπίτι" μας. Κι ότι οι καινούριες μου φίλες είχαν τα ίδια ζητήματα να διαχειριστούν μ' εμένα και τις άλλες γυναίκες γύρω μου. Είτε είσαι πανεπιστημιακός, είτε μπαρόβια, είτε μετανάστρια, είτε νοικοκυρά, το σώμα, η σεξουαλικότητα, τα συναισθήματα, οι σχέσεις με τους άντρες, το χρήμα, η κατανάλωση, η μητρότητα και άλλα πολλά, συνδέονται με το περιεχόμενο της θηλυκότητας στην κοινωνία όπου όλοι ζούμε». *
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 15/2/2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου