Παρασκευή 23 Ιανουαρίου 2009

Η ιστορία 2 λαών χωρίς παρωπίδες

ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑ ΒΟΥΛΕΛΗ
ILAN ΡΑΡΡΕ
Η ιστορία της σύγχρονης Παλαιστίνης
ΜΤΦΡ.: ΜΑΡΙΑ-ΑΡΙΑΔΝΗ ΑΛΑΒΑΝΟΥ
«ΚΕΔΡΟΣ»
Το βιβλίο «Η ιστορία της σύγχρονης Παλαιστίνης» του Ιλάν Πάπε είναι ένα επίτευγμα και μία ανεκτίμητη προσφορά, όχι μόνο στην επιστήμη, αλλά και στην πολιτική, και κυρίως στον πολιτισμό. Ο διάσημος Ισραηλινός ιστορικός κατάφερε να γράψει μια ιστορία της σύγχρονης Παλαιστίνης που δεν αφορά μόνο τους Παλαιστίνιους ή τους Ισραηλινούς, αλλά και τους δύο αυτούς λαούς, που η μοίρα τους συνδέθηκε τόσο στενά εδώ και αιώνες.
Ο Ιλάν Πάπε δεν παρακολουθεί με παράλληλο τρόπο τις εξελίξεις στις δύο πλευρές, αλλά καταγράφει ταυτόχρονα όσα διαδραματίζονται στην ίδια γη, την Παλαιστίνη, και αφορούν συνολικά τους κατοίκους της, Παλαιστίνιους, Αραβες και Εβραίους, αρχικά, Παλαιστίνιους και Ισραηλινούς, αργότερα. Η ιστορία του περιλαμβάνει τους πάντες: μουσουλμάνους και Εβραίους, αλλά και χριστιανούς, ντόπιους και ξένους, Αραβες και Ευρωπαίους.
Ο συγγραφέας, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Χάιφα, όπου δίδασκε την «ιστορία της σύγκρουσης στην Παλαιστίνη», ξεκαθαρίζει τα πράγματα από την αρχή: οι φοιτητές του, Παλαιστίνιοι και Εβραίοι, ζητούσαν μια αφήγηση της ιστορίας της χώρας τους που να μην είναι επανάληψη των γνωστών εκδοχών της μιας ή της άλλης πλευράς της σύγκρουσης, μια ιστορία που θα σεβόταν τον «άλλο», αλλά και θα έβλεπε με αισιοδοξία το μέλλον.
Διευκρινίζει ακόμη ότι η οπτική γωνία του είναι ο ανθρωπισμός και όχι ο εθνικισμός, ο εθνοτισμός ή η θρησκεία. Νιώθει επίσης την ανάγκη να τονίσει ότι οι «ήρωες» του βιβλίου αυτού είναι τα θύματα των κάθε είδους καταστροφών και τα απαριθμεί: γυναίκες, παιδιά, χωρικοί, εργάτες, απλοί κάτοικοι των πόλεων, ειρηνόφιλοι, υποστηρικτές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Τα θύματα για τον συγγραφέα είναι και Παλαιστίνιοι και Εβραίοι. Ο Ιλάν Πάπε πιστεύει ότι πρέπει να ξαναγραφτεί ή μάλλον ουσιαστικά να διασωθεί η ιστορία που διαγράφτηκε ή ξεχάστηκε.
Ο συγγραφέας μάς βάζει ξαφνικά στην καρδιά του ζητήματος, όταν λέει ότι κάποιες ηλιόλουστες μέρες που η όμορφη Χάιφα φαίνεται ολόκληρη από εκεί ψηλά όπου βρίσκεται το Πανεπιστήμιο, ζητεί από τους φοιτητές του να συνδυάσουν αυτό που βλέπουν με την ιστορία. Οι Παλαιστίνιοι και οι Εβραίοι φοιτητές του παρουσιάζουν δύο διαμετρικά αντίθετες απόψεις, οι οποίες αντιπροσωπεύουν τις αλληλοσυγκρουόμενες ιστορικές αφηγήσεις που γίνονται αποδεκτές ως αληθινές.
Ο Πάπε μας λέει ότι οφείλουμε να λάβουμε υπόψη αυτές τις αφηγήσεις, αλλά όχι να τις αποδεχθούμε ως «ιστορικά αληθινές», καθώς χρειάζεται μια εναλλακτική αφήγηση που αναγνωρίζει τις ομοιότητες, επικρίνει τις πλαστογραφήσεις και επεκτείνεται σε τομείς που δεν καλύπτονται από τις δύο αφηγήσεις.
Ο συγγραφέας επιχειρεί να ξεπεράσει δύο εμπόδια: πρώτον, να «ανατρέψει» δύο διακριτές παραλλαγές της ιστορίας της χώρας, δηλαδή τις δύο αντιτιθέμενες εθνικές ιστοριογραφίες του Ισραήλ και της Παλαιστίνης και, δεύτερον, να αμφισβητήσει το κυριαρχικό ιστορικό παράδειγμα που αποδέχονται οι ιστοριογράφοι του εκσυγχρονισμού και με βάση το οποίο εντοπίζουν με ακρίβεια την αφετηρία της ιστορίας του σύγχρονου Ισραήλ και της σύγχρονης Παλαιστίνης. Η αμφισβήτηση αυτού του παραδείγματος μπορεί να βοηθήσει στη δημιουργία εναλλακτικών αφετηριακών σημείων για τη δική του εξιστόρηση.
Η θεωρία του εκσυγχρονισμού, λέει ο Πάπε, προϋποθέτει ότι υπάρχει μια ανιχνεύσιμη στιγμή στην Ιστορία, στην περίπτωση της Παλαιστίνης το 1799 -η εισβολή του Ναπολέοντα στην Παλαιστίνη-, όταν οι κοινωνίες παύουν να είναι παραδοσιακές και να ζουν μέσω του παρελθόντος. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, η Παλαιστίνη άφησε πίσω της το παρελθόν με τη βοήθεια της Δύσης, ενώ οι ντόπιοι Παλαιστίνιοι δεν αποτελούν έγκυρο αντικείμενο μελέτης για τους ιστορικούς, εκτός αν έχουν εκσυγχρονιστεί.
Επειδή, λοιπόν, οι ελίτ της Παλαιστίνης κατάφεραν να εκσυγχρονιστούν, η αφήγηση του εκσυγχρονισμού της χώρας είναι πιο πολύ μια ιστορία αυτών των ελίτ, παρά του λαού.
Η ισραηλινή ιστοριογραφία προσυπογράφει την εκσυγχρονιστική αφήγηση, εφόσον ο σιωνισμός ήταν ευρωπαϊκό φαινόμενο, και από την άποψη του εκσυγχρονισμού η επιρροή του στην Παλαιστίνη εντάσσεται στη διαδικασία του εκδυτικισμού. Αντίστοιχα, η εθνικιστική παλαιστινιακή εκδοχή, η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί εναλλακτική στην ευρωκεντρική άποψη, εντάσσεται και αυτή στην ίδια αφήγηση, αφού η εμφάνιση του εθνικισμού στην Παλαιστίνη είναι αναπόσπαστο τμήμα του εκδυτικισμού.
Ο Πάπε επισημαίνει ότι η εθνική ιστοριογραφική συγγραφή και στις δύο πλευρές προϋποθέτει ότι η ιστορία της χώρας είναι συνώνυμη με την ιστορία του εθνικισμού. Ο εθνικισμός ως έννοια θεωρείται ότι περιλαμβάνει τη ζωή όλων σε μια δεδομένη χώρα. Στην πραγματικότητα όμως είναι η ιστορία των ελαχίστων, όχι των πολλών.
Γι' αυτό επιχειρεί να διατυπώσει μια νέα προσέγγιση χωρίς να αγνοεί τη σημασία της Δύσης, των ελίτ, του εθνικισμού και της σύγκρουσης ή τη σημασία ορισμένων βασικών αλλαγών, που καταγράφονται από τους θεωρητικούς του εκσυγχρονισμού, όπως την εκβιομηχάνιση, την αστικοποίηση, την εκκοσμίκευση κ.τ.λ.
Με τη νέα προσέγγισή του δεν αμφισβητεί όλους αυτούς τους παράγοντες και τις διαδικασίες, απορρίπτει όμως τη λογική με την οποία οι εκσυγχρονιστές κατασκευάζουν τις συνδέσεις μεταξύ τους. Ο Πάπε βλέπει μια κατακερματισμένη διαδικασία μετασχηματισμού, όπου οι τοπικές κοινωνίες κινούνται με εξίσου μεγάλο ζήλο «προς τα πίσω» και «προς τα μπρος», κατά μήκος της διαχωριστικής γραμμής που χάραξε η θεωρία του εκσυγχρονισμού. Η επαφή με τον ισχυρό «άλλο» είναι τόσο αρνητικός όσο και θετικός παράγοντας.
Η προσέγγιση αυτή εισάγει στην ιστορική σκηνή δρώντα υποκείμενα που ήταν τελείως περιθωριοποιημένα από την εκσυγχρονιστική προσέγγιση. Ενα ηγετικό δρων υποκείμενο είναι η κατώτερη κοινωνία, δηλαδή οι ομάδες που συνήθως ζουν έξω από τη σφαίρα της πολιτικής και της εξουσίας.
Ο Ιλάν Πάπε παραχωρεί πολύ περισσότερο χώρο σε αυτό που ονομάζεται «μάζες» στη θεωρία του εκσυγχρονισμού. Δεν τις θεωρεί απλές μάζες ανθρώπων, αλλά ομαδοποιήσεις που έχουν γίνει ύστερα από επιλογή, οι οποίες αλλάζουν κατά βούληση ή αναγκάζονται να το κάνουν. «Πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους είναι στενά δεμένοι με τη γη ή με την ιδιοκτησία τους, όχι γιατί αισθάνονται επιτακτική την εθνική ανάγκη να προστατεύσουν την πατρίδα, την οντότητά της, αλλά για πολύ πιο πεζούς και ταυτόχρονα πιο ανθρώπινους λόγους», γράφει.
Ολοι αυτοί ορίζονται με βάση εθνικά, θρησκευτικά ή ταξικά χαρακτηριστικά, αλλά ο συγγραφέας καλείται να ισορροπήσει ανάμεσα στις διακηρύξεις τους και στο πώς κατανοεί ο ίδιος τα στοιχεία που τους ενώνουν.
Ενας δεύτερος δρων είναι το παρελθόν, με τη μορφή της παράδοσης και της θρησκείας, το οποίο ο Πάπε θέλει να παρουσιάσει ξανά και να δείξει ότι ήταν και εξακολουθεί να είναι ζωτικός παράγοντας της ζωής των ανθρώπων τόσο στο Ισραήλ όσο και στην Παλαιστίνη. Το παρελθόν, λέει, δεν είναι πάντα οπισθοδρομικό, όπως το παρόν δεν είναι πάντα προοδευτικό.
Ο συγγραφέας δεν παρουσιάζει το παρελθόν ειδυλλιακά, ούτε περιγράφει το έθνος όπως σε ένα εθνικιστικό χρονικό, σαν κάτι αιώνιο. Γι' αυτό μας υπενθυμίζει ότι το έθνος είναι ανθρώπινη επινόηση που εμφανίστηκε σχετικά πρόσφατα για να υπηρετήσει συγκεκριμένους σκοπούς και ωφέλησε ορισμένους, αλλά κατέστρεψε άλλους. Πάνω από όλα, ουδέποτε ήταν η ουσία της ζωής.
Οι περισσότερες από τις ιστορίες της Παλαιστίνης και του Ισραήλ είναι ιστορίες σύγκρουσης. Ομως η ζωή στην Παλαιστίνη και στο Ισραήλ δεν καθορίζονται μόνο από τη σύγκρουση. Ο Πάπε αναλύει όλες τις φάσεις της σύγκρουσης, αλλά επειδή θέλει να προσφέρει μια ενιαία ιστορία, αρνείται την άποψη ότι η σύγκρουση αποτελεί την ουσία της ζωής στη γη της Παλαιστίνης.
Ενα τελευταίο μεθοδολογικό στοιχείο θεωρεί απαραίτητο να διευκρινίσει ο Πάπε. Στο βιβλίο του, λέει, ο αναγνώστης θα βρει παραδείγματα που αντιστοιχούν περισσότερο στην εθνική παλαιστινιακή αφήγηση και λιγότερο στην ισραηλινή. Αυτό δεν οφείλεται στο ότι ο συγγραφέας είναι Παλαιστίνιος. «Δεν είμαι», τονίζει και διευκρινίζει ότι το βιβλίο αυτό είναι γραμμένο από κάποιον που υιοθετεί τη συμπάθεια απέναντι στον αποικιοκρατούμενο και όχι στον αποικιοκράτη, που συμπάσχει με τους κατακτημένους και όχι με τους κατακτητές.
Συνεπής στις αρχές του, ξετυλίγει την ιστορία του, δίνοντας έμφαση σε όσα υποσχέθηκε, φωτίζοντας από νέα σκοπιά αρκετά γεγονότα, αλλά κυρίως ανασύροντας πολλά άγνωστα στοιχεία. Ο Πάπε δίνει στον αναγνώστη να καταλάβει πώς ακριβώς ήταν η αγροτική Παλαιστίνη, αλλά και η ζωή στις πόλεις κατά την οθωμανική περίοδο, εξηγεί τον ρόλο τον φυλάρχων, των αστών προυχόντων, των Ευρωπαίων αποικιοκρατών, αλλά και των πρώτων σιωνιστών εποίκων.
Το κεφάλαιο που αφιερώνει στη βρετανική Εντολή αποκαλύπτει την «ανείπωτη ιστορία» της Παλαιστίνης. Εκεί βλέπουμε ότι παρά τις προσπάθειες της σιωνιστικής ηγεσίας να εφαρμόσει πολιτική αποκλειστικής απασχόλησης Εβραίων, ο αριθμός των Παλαιστινίων που απασχολούνταν στην εβραϊκή οικονομία τριπλασιάστηκε.
Εκεί αναλύονται οι διαφορετικές αντιλήψεις της εβραϊκής και της παλαιστινιακής ηγεσίας που οδήγησαν τελικά στην προετοιμασία για την κρίσιμη αναμέτρηση. Ο Πάπε αποδεικνύει με στοιχεία ότι η εβραϊκή κοινότητα ήταν ήδη «κράτος εν κράτει» κατά την περίοδο της βρετανικής Εντολής, πριν αναγνωριστεί επισήμως το 1948.
Ο συγγραφέας, χωρίς να υποτιμά τις μεγάλες συγκρούσεις, όπως την εξέγερση του 1936 ή τον ρόλο της εδραιωμένης πια εβραϊκής ηγεσίας στην Παλαιστίνη, επιμένει στις περιπτώσεις όπου οι άνθρωποι μπροστά στους κινδύνους ή τις καταστροφές, συνυπήρξαν ή συνεργάστηκαν σε μη εθνικά επίπεδα ταξικής ή επαγγελματικής αλληλεγγύης.
Μας θυμίζει ότι το 1920 Παλαιστίνιοι, Εβραίοι και Αραβες από τη Συρία και την Αίγυπτο ίδρυσαν το πρώτο συνδικάτο στην Παλαιστίνη στα συνεργεία των σιδηροδρόμων, των τηλεγραφείων και των ταχυδρομείων, ενώ ο Εβραίος συνδικαλιστής ηγέτης στη Χάιφα επέπληττε τους Εβραίους εργάτες γιατί «η αποστολή τους δεν είναι να συναδελφωθούν με τους Αραβες εργάτες, αλλά να βοηθήσουν στη θωράκιση του σιωνιστικού σχεδίου για τη χώρα».
Ο Πάπε αποδομεί μεθοδικά όλους τους θεμελιακούς λίθους της ισραηλινής ιστοριογραφίας, αλλά κυρίως την κατεστημένη αντίληψη σε Ευρώπη και ΗΠΑ για την πορεία του Μεσανατολικού. Η εκδίωξη, για παράδειγμα, του παλαιστινιακού πληθυσμού τοποθετείται στις πραγματικές διαστάσεις της: ήδη από τη δεκαετία του '30, οι σιωνιστές ηγέτες τη θεωρούν μία από τις πολλές επιλογές για τη λύση του ζητήματος της συνύπαρξης στην ίδια γη.
Ο συγγραφέας αναλύει διεξοδικά τα σχέδια εθνικής εκκαθάρισης, βασιζόμενος σε εβραϊκά κυρίως ντοκουμέντα. Κορυφαίο παράδειγμα το χωριό Ταντούρα, ένα από τα 370 παλαιστινιακά χωριά που ξεκληρίστηκαν, που αποτέλεσε και θέμα της περίφημης διατριβής του Κατζ, για την οποία ο Πάπε σύρθηκε στα δικαστήρια. Εκεί διακόσιοι άνδρες, ηλικίας 18 έως 30 χρόνων, σφαγιάστηκαν εν ψυχρώ από την ταξιαρχία Αλεξαντρόνι (το μοντέλο της επιχείρησης θα αντιγράψουν σε πολλαπλάσιο βαθμό οι Σέρβοι του Κάρατζιτς στη Σρεμπρένιτσα 45 χρόνια αργότερα).
Εξίσου σημαντική ήταν όμως και η επιχείρηση «μνημοκτονίας» που διεξήχθη τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας του Ισραήλ, όταν μετονομάστηκαν χιλιάδες τόποι, βουνά, κοιλάδες, πηγές και δρόμοι για να μη θυμίζουν τίποτε από το παρελθόν τους.
Ο Πάπε βυθίζει το νυστέρι του βαθιά στην ισραηλινή ιστορία, προσφέροντάς μας διαφωτιστικές σελίδες για τη σκληρή ζωή των 160.000 Παλαιστινίων που έμειναν στο κράτος του Ισραήλ (που φτάνουν σήμερα το 1,3 εκατομύριο) και έζησαν κάτω από καθεστώς στρατιωτικού νόμου επί 18 χρόνια, αλλά και για τον θετικό ρόλο της ισραηλινής Αριστεράς και ιδιαίτερα του Κομμουνιστικού Κόμματος, κυρίως όμως για τους Εβραίους που ζούσαν στις αραβικές χώρες και βρέθηκαν στο Ισραήλ, διωγμένοι ή όχι, και υφίστανται μέχρι σήμερα διακρίσεις ως δεύτερης κατηγορίας πολίτες.
Στο κεφάλαιο για την εξέγερση (Ιντιφάντα) ο Πάπε δίνει μια πολιτική και ταυτόχρονα κοινωνιολογική ερμηνεία για τα αίτιά της και αναλύει διεξοδικά τον ρόλο κάθε παράγοντα στη σύγκρουση - γυναίκες, θρησκεία, πολυπολιτισμικότητα. Χαρακτηριστική είναι η επισήμανσή του για τους «ανατολιστές συμβούλους» της ισραηλινής κυβέρνησης, οι οποίοι στις αρχές της δεκαετίας του '80, όταν σημειώνεται η στροφή προς το Ισλάμ, συνέστησαν να ενισχυθεί το πολιτικό Ισλάμ ως αντιπερισπασμός στην εθνική πολιτική της «Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης»!
Από τα πιο ενδιαφέροντα κεφάλαια είναι αυτό που αναφέρεται στη μεγάλη συζήτηση που άρχισε στο Ισραήλ στα τέλη της δεκαετίας του '90 για την επανεκτίμηση της ηγεμονικής ιδεολογίας του εβραϊκού κράτους, του σιωνισμού. Αυτό το κίνημα κριτικής, που εκφράστηκε κυρίως στα πανεπιστήμια, στην τέχνη και στα μέσα ενημέρωσης, ο Πάπε το ονομάζει μετα-σιωνισμό και αναλύει το πολιτικό και το ακαδημαϊκό υπόβαθρό του.
Σε αυτό εντάσσεται και ο ίδιος μαζί με τους άλλους «αναθεωρητές» ή «νέους ιστορικούς» που διακρίνονται για την απόρριψη των βασικών υποθέσεων που αποτελούν το υπόστρωμα της συλλογικής μνήμης των Ισραηλινών για τον πόλεμο του 1948 αλλά και για την υπονόμευση των θεμελιακών μύθων του Ισραήλ.
Στο κεφάλαιο με τον εύγλωττο τίτλο «Η πορεία αυτοκτονίας», ο συγγραφέας διαπιστώνει ότι η διαδικασία του Οσλο είναι άλλο ένα τραγικό κεφάλαιο στην ιστορία της ειρήνευσης και προσπαθεί να ερμηνεύσει τη ροπή προς τον μαρτυρικό θάνατο που υπαγορεύεται από την απελπισία. Εκεί ο Πάπε εκφράζει την απαισιοδοξία του προβλέποντας -και ορθά- ότι ο μετα-σιωνισμός θα αποδειχθεί μια πολύ σύντομη ιστορία και ότι πιθανόν να αντικατασταθεί από μια σκοτεινή περίοδο, στην οποία θα βασιλεύσει ο νεο-σιωνισμός, μια φονταμενταλιστική ασυμβίβαστη εκδοχή του σιωνισμού.
Ενα κεφάλαιο που λείπει και το οποίο θα βοηθούσε στην κατανόηση του ευρύτερου πλαισίου στο οποίο εντάσσεται το Παλαιστινιακό, είναι οι σχέσεις της εβραϊκής διασποράς, και κυρίως της αμερικανικής, με τις επιλογές των ισραηλινών κυβερνήσεων και η εξέλιξη του παλαιστινιακού κινήματος σε συνάρτηση με τις αλλαγές στον αραβικό κόσμο.
Αλλά, ολοκληρώνοντας το βιβλίο του, δεν παραλείπει να αναδείξει ορισμένα παραδείγματα συνεργασίας Εβραίων και Παλαιστινίων, είτε σε συνεταιρισμούς είτε σε μη κυβερνητικές οργανώσεις είτε σε κοινές διαδηλώσεις. 'Η ακόμη, να θυμίσει τις «νησίδες συνύπαρξης» οι οποίες συνυπάρχουν με την αντίσταση, την απελπισία και τη διαμαρτυρία. Αυτές οι νησίδες, που καλύπτουν όλες τις σφαίρες της ζωής, δεν επιτρέπουν στους ανθρώπους απλώς να δραπετεύουν από μια σκληρή, ρατσιστική και καταπιεστική πραγματικότητα, αλλά προσφέρουν επίσης ένα πρότυπο για το μέλλον.
Η ιστορία της σύχρονης Παλαιστίνης του Πάπε είναι αναντικατάστατο εργαλείο για όποιον θέλει να δει τη μεσανατολική σύγκρουση χωρίς τις παρωπίδες της μανιχαϊκής προσέγγισης και με αυτή την έννοια είναι πρόκληση για όσους ασχολούνται με τη σύγχρονη ελληνική Ιστορία, και ιδιαίτερα με τα κεφάλαια των σχέσεων με Τουρκία και Βαλκάνια...
Η ελληνική μετάφραση του βιβλίου είναι σε γενικές γραμμές καλή, με αρκετές όμως αδυναμίες και ακυρολεξίες. Εκείνο που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι σχεδόν όλα τα αραβικά και εβραϊκά ονόματα είναι γραμμένα και κυρίως τονισμένα κατά τρόπο λαθεμένο. Αυτό το ζήτημα αφορά, δυστυχώς, τους περισσότερους Ελληνες εκδότες. Κανείς δεν θα τολμούσε να κυκλοφορήσει μετάφραση, όπου να διαβάζουμε για Σάρκοζι, για Μίτεραν, για Σίρακ ή για Πόμπιντου. Ομως, στο βιβλίο του Πάπε, όλοι σχεδόν οι Αραβες έχουν αποκτήσει τουρκικά ή γαλλικά ονόματα!
Εφόσον αποφασίζεται η έκδοση ενός τόσο σημαντικού βιβλίου, όπως του Πάπε, ήταν τόσο δύσκολο, άραγε, για τη μεταφράστρια ή για τον επιμελητή να ρωτήσουν έναν Παλαιστίνιο ή έναν Ισραηλινό για την ορθή γραφή και προφορά των ονομάτων; Ετσι δεν θα βασάνιζαν τον αναγνώστη με άγνωστες λέξεις, γραμμένες με ακατανόητο τρόπο, όπως a'ayan, δεν θα άλλαζαν το φύλο γυναικών πολιτικών και θα απέκρυπταν την παταγώδη άγνοιά τους για κορυφαίες προσωπικότητες της Μέσης Ανατολής ή για τη μεγαλύτερη τραγουδίστρια του αραβικού κόσμου, την Ουμ Καλσούμ, την οποία μετέτρεψαν σε ...μουσικό είδος.
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 18/01/2008

Δεν υπάρχουν σχόλια: