Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2009

Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΩΝ ΝΕΩΝ


Του ΕΥΓΕΝΙΟΥ ΑΡΑΝΙΤΣΗ

Τ α παιδιά είναι οι αγρότες της πόλης. Τους έχει ανατεθεί να καλλιεργούν τα σκουπίδια, το βασικό προϊόν του αστικού πολιτισμού. Ο Ιούνιος κι ο Σεπτέμβρης παραμένουν αφιερωμένοι στη συγκομιδή. Η Σελήνη στη γέμιση.

Α υτό εξάλλου περιγράφει τη μοίρα όλων μας και ελάχιστα αντιβαίνει προς το συμπέρασμα ότι η κοινωνία, συνολικά, παλιμπαιδίζει. Κατ' ουσίαν: α) τα αγροτικά προϊόντα, που υποβαθμίστηκαν σε σκουπίδια και που οι αγρότες τα σκορπούν επιδεικτικά μπροστά στις κάμερες για να δείξουν ότι η τιμή τους πλησίασε το μηδέν, και β) τα κοινά σκουπίδια που παράγει η κοινωνία καθημερινά, διοχετεύοντάς τα στις χωματερές, διαφέρουν ελάχιστα.

Π ριν από τριάντα μόλις χρόνια, όταν το πλαστικό αποτελούσε ακόμη εξαίρεση, ήταν ακριβώς τα σκουπίδια (όπως και τα λύματα των βόθρων) που χρησίμευαν για να λιπανθούν τα δέντρα και τα λαχανικά τα οποία, με τη σειρά τους, θα ευδοκιμούσαν για να πουληθούν και να φαγωθούν κατόπιν μαγειρικής επεξεργασίας, αφήνοντας πίσω ένα ελάχιστο ίχνος, κουκούτσι ή φλούδι ή ρίζα, και το ίχνος επανεισαγόταν στον κύκλο της οικιακής οικονομίας, με δυο λόγια στον λάκκο με τα σκουπίδια, όπου θα ζυμωνόταν από τη φύση το λίπασμα της επόμενης χρονιάς. Τώρα, τα σκουπίδια δεν λιώνουν, αλλά γίνονται αυτά αντικείμενο χημικής επεξεργασίας, ενώ τα δέντρα καρποφορούν σκουπίδια. Η ευκολία και συχνότητα με την οποία οι χωματερές καταπίνουν τόνους πορτοκαλιών ή ροδακίνων δείχνει ότι οι όροι αντιστράφηκαν κι ότι το απόβλητο είναι πια ο ίδιος ο καρπός: αντί το περιττό να εισάγεται στη ρίζα ενός κύκλου ώστε να πυροδοτήσει την ανανέωση της πολυτιμότητας, πολυτιμότητα και περιττό συγχωνεύονται κατευθείαν.

Ξ έρουμε δηλαδή πως το «κουκούτσι» του πράγματος, εκείνο που δεν τρωγόταν, ήταν κάποτε ιερό, κάτι σαν πεμπτουσία ή σύμβολο της πυκνότητας της ύπαρξης: αν οι θεοί το έδιναν ως ένα μη καταναλώσιμο αντικείμενο, ήταν επειδή το προόριζαν να ταφεί και να καρποφορήσει. Σήμερα, το φρούτο, όπως και η γνώση, παρουσιάζεται, ολόκληρο, σαν ένα συμπαγές φύραμα του καταναλωτικού κύκλου, μια στερεοποιημένη ιδέα της παλαιάς γεωργικής αφθονίας χωρίς γεύση ή αξία ανταλλαγής, μόνον με τα έντονα χρώματα που ευνοούν την άσκηση οπτικής γοητείας και συνάμα επέχουν θέση σήματος κινδύνου για την ανακύκλωση της συσκευασίας, διατροφική και οικολογική. Αν μια φορά κι έναν καιρό η γνώση οργανωνόταν π.χ. γύρω απ' τον άξονα μιας ιστορικής χρονολογίας (αυτό ήταν το σημαντικό, διότι αντιστεκόταν στην απομνημόνευση), τώρα η χρονολογία, ο γυμνός αριθμός, έγινε το βασικό στοιχείο εστίασης, η καθαρή πληροφορία, το φετίχ μας: κρατάμε πλέον αυτό που είναι κατ' εξοχήν για πέταμα.

Ω ς εκ τούτου, τα δέντρα, μεταφορικά μιλώντας, δεν ριζώνουν πουθενά. Και ιδού πώς εξηγείται η απάθεια της πλειονότητας των Αθηναίων όταν τα συνεργεία του δημάρχου επιτίθενται για να τα εξαφανίσουν. Οι Αθηναίοι είναι εκείνοι που πρώτοι εγκατέλειψαν τις καλλιέργειες για να συμβάλουν στον υδροκεφαλισμό της πρωτεύουσας, στρατολογημένοι στην κανιβαλική υπερανάπτυξη μιας πόλης προσφύγων, όπου, στο εξής, θα ζουν με την ενοχή για το ότι άφησαν τα πνεύματα των δέντρων να πεθάνουν από μαρασμό.

Η ίδια ανθρωπολογική μετάλλαξη παράγει συμπτώματα σαν την αδιάφορη ανοχή των δημοτών προς την παλινόρθωση του καμένου τηλεοπτικού δέντρου των Χριστουγέννων, πάνω στο οποίο τα παιδιά κρέμασαν τελικώς «αληθινά» σκουπίδια, γελοιοποιώντας, στη νιοστή, το σύμβολο μιας νεκρής χλωρίδας που έγινε σκουπίδι η ίδια. Εξαντλώντας την αλληγορική σημασία της έννοιας του φυτικού, το δέντρο μετατράπηκε σε έμβλημα της ηθικής και πνευματικής λοβοτομής ενός λαού που καταναλώνει τελετουργικά, απλώς και μόνον διότι αυτό απαιτεί η ημερολογιακή σύμβαση. Κάτι σαν τις εξετάσεις του λυκείου, για τις οποίες κάποιος χέστηκε. Ή σαν τις άοσμες και ρηχές, τις μονοκόμματες, τις μονομερώς απομνημονεύσιμες και δίχως αντίλαλο απαντήσεις που ζητούν οι εξεταστές των Πανελληνίων για να εφαρμόσουν επάνω τους σταθερά και στεγνά προδιαγεγραμμένες τιμολογήσεις, σαν κωφάλαλοι ή τυφλοί. Αυτό που τίθεται στη ριζική υποδοχή του γνωστικού δέντρου είναι το ίδιο το σκουπίδι μιας καρποφορίας που λιπαίνει τον εαυτό της ματαίως.

Εν ολίγοις, σκουπίδι είναι το κάθε τι για το οποίο επιτρέπεται να πούμε πως έχασε το περιεχόμενό του ή, πιο σωστά, το νόημα που μετέφερε μέχρι προ τινος, εφόσον το νόημα ισοδυναμεί με το συναισθηματικό και λογικό περιεχόμενο κάθε πράγματος που γίνεται αντιληπτό. Αυτό δεν αφορά αποκλειστικά τις χρονολογίες στο μάθημα της ιστορίας, ούτε τα ντεσού της «ενημέρωσης» για όσους πεθαίνουν τάχα από επιθυμία να μάθουν αν αυτή τη στιγμή χιονίζει στο Οσλο ή αν το τσιγάρο Silk Cut της κατηγορίας μοβ, περιέχει όντως 7 δέκατα του μιλιγκράμ νικοτίνη. Ο καθένας μας ξέρει, φέρ' ειπείν, πως ο χαρακτηρισμός σκουπίδι αρμόζει στο 90% των όσων μας περιβάλλουν ως κτίσματα ή των όσων τρώμε· τέλος, το 90% των όσων προβάλλει η τηλεόραση, πιθανόν το 95%, αν συμπεριλάβουμε τα δήθεν έγκυρα επιστημονικά ντοκιμαντέρ που δεν μεταφέρουν άλλο μήνυμα απ' το ότι ο Homo sapiens συγγενεύει στενά με τον πίθηκο. Όσο στενότερη η συγγένεια -θα το παρατηρήσατε!- τόσο πιο χαρούμενοι οι επιστήμονες. Οπως η παιδεία και η αγροτική ζωή, η τηλεόραση είναι η χωματερή του ίδιου του προϊόντος της, ακαριαία μετατροπή μιας τρελής καρποφορίας, που δεν μπορεί να χωνευτεί, σε πρώτη ύλη, που δεν μπορεί να καρποφορήσει.

Το ανάλογο ισχύει προφανώς για τις μόδες, την πολιτική, τον αθλητισμό, τη διασκέδαση και τη θρησκευτικότητα.

Δεν είναι άρα συμπτωματικό, εκτός κι αν οφείλεται ίσως σε κάποια σκηνοθετική ειρωνεία της τύχης, το ότι η μαζική διαμαρτυρία της αγροτικής τάξης με την κατάληψη των μεγάλων οδικών αρτηριών ακολούθησε τις ταραχές της εξέγερσης των παιδιών, σαν η άλλη της όψη. Οι αγρότες, όπως και τα παιδιά στο επίπεδο της εκπαίδευσης, αρνούνται να εξακολουθήσουν να επενδύουν σε σκουπίδια. Το αν ο χαρακτηρισμός δικαιολογείται από την κατακόρυφη πτώση της τιμής των οπωροκηπευτικών ή απ' το γεγονός ότι τα τελευταία έχουν γεύση μηδέν, λίγο μετράει, αφού πρόκειται για δύο εκδηλώσεις της ίδιας νομοτελειακής απαξίωσης.

Ετσι, υποχρεωτικά, στο κείμενο που ακολουθεί και προκειμένου να γίνει σαφές το σκεπτικό του, θα μιλήσω για τα κάθε είδους σκουπίδια αυτών των δύο κόσμων ανάμεσα στους οποίους ενηλικιωνόμαστε και γερνάμε: το μυθιστόρημα μιας υπαίθρου που σαπίζει και το αφήγημα μιας παιδείας που δεν καρπίζει· θα μιλήσω επομένως για τα σχολικά βιβλία και τους γεωργικούς συνεταιρισμούς, για τα δεκαπενταμελή και για τους εμπρησμούς στις δασικές εκτάσεις, τέλος για την πολιτική των επιδοτήσεων και για την πυρπόληση των κάδων στα οδοφράγματα, η οποία, κατά τη γνώμη μου, σίγουρα διαφορετική από εκείνη της πλειονότητας των αρθρογράφων και αναλυτών, δεν οφείλεται μόνον σε οργή, σε μίσος, στο πάθος του εντυπωσιασμού ή στην πρόνοια για μιαν αυτοσχέδια χημική άμυνα απέναντι στα δακρυγόνα αλλά, κυρίως, σ' ένα μισοσυνειδητοποιημένο ξέσπασμα αγανάκτησης κατά του εμπορεύματος (αστικού, αγροτικού, εκπαιδευτικού, ψυχαγωγικού κ.λπ.) που κατάντησε ρύπος.

Θα αποδειχτεί, ελπίζω, ότι ο στόχος του παραλληλισμού συνεισφέρει σε κάτι βαθύτερο και πιο ανησυχητικό από μια χιλιοστή επαλήθευση του νόμου δράσης/αντίδρασης. Ναι μεν σπέρνουμε ό,τι θερίζουμε, για να το διατυπώσουμε στη γλώσσα των παροιμιών, αλλά εδώ ισχύει επίσης ότι δεν σπείραμε εξαρχής δηλητήριο -όχι, η τέχνη δεν ήταν πάντοτε σκουπίδι, η πνευματικότητα δεν ήταν ανέκαθεν εμπόρευμα, η γλώσσα δεν ήταν εξαρχής χωρίς σημασιακές αντηχήσεις. Μέχρι προχτές, η μουσική πρόσφερε ερμηνείες της ίδιας της της απόλαυσης, η λογική επέφερε πρακτικές συνέπειες, το σινεμά εξυφαινόταν σαν το όνειρο μιας πόλης τη νύχτα και η σχολική περιπέτεια, παρά τις βλακώδεις επαρχιώτικες και εθνικοπατριωτικές της προκαταλήψεις, έμοιαζε να συνδέεται με κάποιο εμπειρικό αντίκρισμα, εντοπίσιμο μέσα στην καθημερινή ιστορία των κοινοτήτων.

Το σεξ αναφερόταν σ' ένα μυστήριο.

Και οι γεύσεις ήταν γεύσεις. Και, ώρες ώρες, τα αστέρια του καλοκαιριού έσκαγαν σαν ένα πυροτέχνημα σ' έναν απρόσιτο χάρτη οιωνών και ερωτικών ελπίδων, ενώ οι διάσημοι δεν γίνονταν τέτοιοι απλώς επί τη εμφανίσει· ακόμη και τα φαντάσματα, στις εγκαταλελειμμένες αγροικίες, αποκτούσαν τη φήμη τους μετά από επισκέψεις αιώνων. Ξεχώριζες, εύκολα την καλοσύνη απ' την κακία, την ευφυΐα απ' την ανοησία, την αγωνία των διακοπών απ' το άγχος της εργασίας, ξεχώριζες το ιδιωτικό απ' το δημόσιο, το αρσενικό απ' το θηλυκό, τις νέες γυναίκες απ' τις γερασμένες. Ξεχώριζες τη ζωή απ' την επιβίωση, τη μίμηση απ' την απομίμηση, το πρωτότυπο απ' το αντίγραφο, την τεχνολογία απ' την επιστήμη, τη ζωγραφική απ' τη διαφήμιση, τη γνώση απ' την πληροφορία και τη χρήση απ' τη διαχείριση. Ξεχώριζες τη σκέψη απ' την υπολογιστική ικανότητα των μηχανών.

Και ξεχώριζες το χρήσιμο απ' το εύχρηστο. Και ήταν άλλο η γεωργία και άλλο η εκμετάλλευση της γης.

Και πανεύκολα μπορούσες να διακρίνεις την αντίθεση μεταξύ παιδείας και εκπαίδευσης.

Αν η παιδεία ισοδυναμούσε με τη μύηση του ατόμου στην ικανότητα να ανήκει σ' ένα σκεπτόμενο σύνολο και αν η εκπαίδευση αντιστοιχούσε στην επαγγελματική ενασχόληση με τα ζώα του τσίρκου, το πασιφανές γεγονός ότι σήμερα αυτά τα δύο συγκλίνουν, για να μην πούμε ταυτίζονται, εγκαινιάζει τη σκηνή όχι ενός πολέμου, όπως πιστεύουν οι «αγανακτισμένοι πολίτες», αλλά μιας γιγάντιας κοινωνικής και ηθικής χωματερής όπου και οι ίδιοι τρέφονται με αυτό που παράγουν, δηλαδή με απόβλητα. Θυμίζω τη σχέση κατανόησης και χώνεψης όπως καταγράφεται στο αγγλικό ρήμα digest -αφομοιώνω, μαθαίνω σε βάθος. Τώρα χωνεύουμε το ίδιο μας το έντερο. Μήπως η νόσος των τρελών αγελάδων δεν αναπτύχθηκε πάνω στην κατάχρηση της διατροφής των ζώων με τα ίδια τους τα αλευροποιημένα πτώματα; Παρομοίως, αγροτική ζωή και παιδεία εμφανίζονται αντεστραμμένες: η πέψη εκκινεί όχι απ' την εισαγωγή της τροφής αλλά απ' την επαναπαροχέτευση της αφόδευσης.

Αραγε, ολόκληρη η σφαίρα της συσκευασμένης γνώσης των multiple choices, όπου η σκέψη αποσυντίθεται και κρυσταλλοποιείται, δεν είναι ένας χώρος υγειονομικής ταφής; Θα υπερέβαλλε μήπως κανείς υποστηρίζοντας ότι η πληροφορία είναι η γνώση μείον τη σκέψη; Οταν ο Γιώργος Παπανδρέου εμφανίζεται στη Βουλή κραδαίνοντας το προτεινόμενο μαγικό του e-book, τι άλλο κραδαίνει αν όχι το κλειδί ή το κάτοπτρο ενός μέλλοντος όπου οι ψηφοφόροι θα σκέφτονται με όρους εξυπηρέτησης πολυκαταστήματος ετοιμοπαράδοτων γνωστικών ανακλαστικών; Εξαρτημένων ή όχι, δεν χρειάζεται να το διευκρινίσω. Χαράς ευαγγέλια για τη σοσιαλδημοκρατία· είχε από γεννησιμιού της πολλά προτερήματα, αλλά η λατρεία του σκέπτεσθαι ουδέποτε υπήρξε ένα απ' αυτά.

Οντως, η κοινωνική πραγματικότητα δεν ήταν πάντοτε διαβρωμένη από το φαντασιακό των ΜΜΕ· μάλιστα, η δική μου γενιά είχε το κακό προνόμιο, πάντως προνόμιο, της γνωριμίας και με τους δύο κόσμους, τον πριν απ' την «επικοινωνιακή» έκρηξη κι εκείνον που την ακολούθησε -μια καμπή που μπορεί να σκιαγραφηθεί, χοντρικά, σαν ο μεγάλος αλλά ηθικά ανεπαίσθητος κραδασμός της δεκαετίας του '70. Ομολογουμένως, αυτό το πλεονέκτημα, αυτή η δυνατότητα εκτίμησης του μεγέθους της παρακμής επί τη βάσει ενός ιστορικού μέτρου σύγκρισης είναι κάτι που η γενιά των εφήβων, σήμερα, στερείται. Γαλουχημένη από μηδενική αφετηρία με τον αμερικάνικο τρόπο ζωής, μπροστά στις οθόνες, μακριά απ' τους διαρκείς συγκινησιακούς αυτοσχεδιασμούς της γειτονιάς, δίχως Θεό και ηρωικές ψευδαισθήσεις, περιορίζεται σε διαισθαντικές υποψίες εκείνου που οι μεγαλύτεροι αφήνουν να εννοηθεί.

Ετσι, κάτι που ανήκει στο φάσμα των μύχιων στεναγμών της ζωτικής ανάγκης για αλήθεια, την ωθεί να συλλάβει, ας πούμε, το ρίγος της διαφοράς ανάμεσα στο σινεμά και στην τηλεόραση· νιώθει ότι το εμπειρικό ανάγλυφο μιας ταινίας δεν είναι διόλου ανεξάρτητο απ' το πού και πώς η τελευταία προβάλλεται. Αισθάνεται επίσης ότι τα σπορ είχαν κάποτε μιαν αίγλη ανεξάρτητη της ακροαματικότητας, μιαν εσωτερικευμένη ένδοξη διάσταση που σχετιζόταν με την παρθενική αφέλεια της τιμής των όπλων. Ολ' αυτά συνυπάρχουν σαν συνειδησιακά ίχνη του ψυχισμού των παιδιών και γεννούν απορίες μέσα στα κύματα μιας αβεβαιότητας για την οποία οι ενήλικοι τα μέμφονται, κρυμμένοι πίσω από πολυσέλιδα διαφημιστικά φουσκωτών ή 4Χ4 και μεταμφιέζοντας αδέξια τη δική τους απελπισία σε αναίτια κινητικότητα, της οποίας τα ζοφερά ψυχοσωματικά επακόλουθα απωθούν και μετατρέπουν σε νοσήματα του καρδιαγγειακού συστήματος ή σε ξένα σώματα στο συκώτι.

Εντούτοις, η λεγόμενη νέα γενιά είναι ακόμη εξαιρετικά ανθρώπινη για να της κρύψουν ότι την ταΐζουν σκουπίδια -το αντιλαμβάνεται και επαναστατεί. Εξακολουθεί να διατηρεί μιαν αόριστη αίσθηση του ότι η σβέση, μέσα στη νεωτερικότητα, της σημασίας των πραγμάτων ήταν σταδιακή· επιπλέον, καταλαβαίνει ότι αυτή η σβέση επιταχύνεται κι ότι τα περιθώρια συμμετοχής στην αυθεντική εμπειρία ελαχιστοποιούνται. Καταλαβαίνει ότι το μήλο δεν μπορεί να ήταν συμπιεσμένο αλεύρι ήδη από την εποχή της Εύας κι ότι πρέπει να μεσολάβησε μια περίοδος λυκόφωτος, η εξάχνωση εκείνου που τα βιβλία αναγνωρίζουν σαν Ιστορία.
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 15/2/2009

Δεν υπάρχουν σχόλια: