ΘΟΔΩΡΟΣ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ
Του ΝΙΝΟΥ ΦΕΝΕΚ ΜΙΚΕΛΙΔΗ
Η σκόνη του χρόνου», η νέα ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου, δεύτερο μέρος της τριλογίας που άρχισε με «Το λιβάδι που δακρύζει», είναι μια δυνατή, ποιητική ματιά πάνω στη λήθη που κινδυνεύει να μας κάνει να ξεχάσουμε το παρελθόν αλλά και έκκληση για να διαλογιστούμε για το μέλλον. Μέσα από την ιστορία τριών βασικά ανθρώπων - της Ελένης (Ιρέν Ζακόμπ), του Σπύρου (Μισέλ Πικολί) και του Γιάκομπ (Μπρούνο Γκανζ), σε μια περίοδο 50 χρόνων, ο σκηνοθέτης καταγράφει μέσα από τις μνήμες ενός σκηνοθέτη (Γουίλεμ Νταφό) την πορεία των τριών προσώπων του, ξεκινώντας από τη σταλινική περίοδο και τους καταυλισμούς των εξόριστων κομμουνιστών στην Τασκένδη μέχρι την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και το πέρασμα στον 21ο αιώνα.
Ταινία πολυσύνθετη, σημαντική, που συνδυάζει τον εσωτερικό ρεαλισμό με την ποίηση και το λυρισμό με μια δύναμη και ομορφιά στο επίπεδο των καλύτερων ταινιών του σκηνοθέτη. Μετά το φεστιβάλ του Βερολίνου, προβάλλεται τώρα και στις αθηναϊκές αίθουσες.
- Το θέμα του χρόνου υπάρχει και στις άλλες σας ταινίες. Εδώ, όμως, το τονίζετε ιδιαίτερα και όχι μόνο στον τίτλο. Σε κάποια στιγμή, μάλιστα, όταν ο Νταφό μονολογεί, στα αγγλικά, «το χιόνι που πέφτει... πάνω στο χρόνο που έφυγε, πάνω στο χρόνο που φεύγει», μου θύμισε στίχους από τον Τ. Σ. Ελιοτ, «time past and time present...»
«Δεν είναι τυχαίο. Τα "Τέσσερα κουαρτέτα" είναι από το αγαπημένα μου βιβλία. Ακόμη και στο "Βλέμμα του Οδυσσέα" υπάρχουν ατόφιοι στίχοι του Ελιοτ μέσα σε διάλογο. Χρησιμοποιώ στίχους του Ρίλκε, του Ελιοτ, του Σεφέρη, σε διάλογο έτσι που να μη φαίνεται».
- Για σας η ποίηση παίζει σημαντικό ρόλο...
«Τελευταία πήρα ένα γράμμα από νέο που με ρωτάει: "χωράει η ποίηση στο σινεμά;" Και σκεφτόμουν: χωράει; Εγώ νομίζω ναι. Η ποίηση είναι μια υγρασία που την έχουμε ανάγκη γιατί διώχνει τη στεγνή καθημερινότητα. Η ποίηση υπάρχει παντού, όχι μόνο στο σινεμά. Και σου καλυτερεύει τη ζωή».
- Η δομή της ταινίας έχει και κάτι από τον Προυστ...
«Ναι, αυτό το ανακάτεμα που γίνεται ανάμεσα στο παρόν στο παρελθόν. Οι άνθρωποι χωρίζουν το χρόνο σε παρελθόν, παρόν και μέλλον. Για μένα είναι ένας αυθαίρετος διαχωρισμός που υπάρχει στις δυτικές κοινωνίες, αλλά όχι στις ανατολικές, στην Ιαπωνία, την Ινδία... Ο χρόνος γι' αυτούς είναι ενιαίος. Υπάρχουν πολλές εκδοχές, ακόμη και στην αρχαιότητα. Από τον Ηράκλειτο μέχρι τον Παρμενίδη οι ορισμοί της έννοιας του χρόνου είναι διαφορετικοί. Για μένα όλα είναι παρόντα».
- Η σκόνη του χρόνου, όμως, κάνει να τα ξεχνάμε...
«Ναι, είναι η λήθη. Υποτίθεται ότι εκφράζει μια πικρία. Αυτό που ο Μπρούνο Γκανζ πίστευε πως οδηγούσε σ' έναν άλλο κόσμο, κάποια στιγμή κατέρρευσε, σώπασε. Η σιωπή είναι αυτή η σκόνη του χρόνου. Στην πραγματικότητα, τίποτα δεν σωπαίνει».
- Δηλαδή, αυτά που πίστευε η αριστερά κατέρρευσαν και έμεινε η απογοήτευση...
«Ναι, αλλά είναι και το ότι για γενιές ολόκληρες οι αριστεροί έζησαν με μια αναμονή του καινούριου, της αλλαγής. Θυσιάστηκαν εκατομμύρια άνθρωποι. Η ταινία μιλάει για τα τελευταία πενήντα χρόνια μέσα από την ιστορία τριών προσώπων που συναντώνται και ερωτεύονται μ' έναν έρωτα που προκαλεί το χρόνο. Είναι μια ιστορία που αφορά ολόκληρη την Ευρώπη, αλλά και την Αμερική. Η ζωή των περισσότερων από μας είναι μέσα στον 20ό αιώνα: οι έρωτες , τα ταξίδια, τα διαβάσματά μας, όλα όσα πιστέψαμε... Εδώ, μέσα από μια προσωπική ιστορία, κάνουμε ένα μικρό απολογισμό των 50 αυτών χρόνων και του τέλους ενός αιώνα, μαζί και του τέλους, ίσως, μιας ελπίδας».
- Ισως και μιας ιδεολογίας...
«Ναι, μέσα στον 20ό αιώνα υπάρχουν δύο μεγάλα ρεύματα: ο κομμουνισμός και ο φασισμός. Που οδήγησαν σε μια σειρά από συγκρούσεις και το μεν ένα κατέρρευσε δίκαια, ενώ το άλλο κατέρρευσε γιατί δεν μπόρεσε να κρατήσει το ανθρώπινό του πρόσωπο».
- Υπάρχουν τρεις σημαντικοί σταθμοί μέσα στην ταινία: ο θάνατος του Στάλιν, όπου περιμέναμε ν' αρχίσει μια νέα εποχή μετά το 20ό συνέδριο. Η πτώση του Τείχους του Βερολίνου, που άνοιξε νέους δρόμους. Και η αρχή ενός νέου αιώνα όπου περιμέναμε κάτι το καινούριο. Και στις τρεις περιπτώσεις είχαμε μια απογοήτευση.
«Ακριβώς, ο 20ός αιώνας ήταν ο αιώνας των μεγάλων υποσχέσεων και των μεγάλων απογοητεύσεων. Της μεγάλης σκληρότητας και του μεγάλου ονείρου. Αντιφατικά πράματα... Χθες μου ήρθε ένα μήνυμα από το Φεστιβάλ Βερολίνου που μου ζητάνε να γράψω ένα σύντομο κείμενο για το πώς αισθάνθηκα για την πτώση του Τείχους... Και θυμήθηκα ότι τότε βρισκόμουν με τον Βιμ Βέντερς, συζητούσαμε προβλήματα της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου, κάπου στη Γαλλία νομίζω. Θυμάμαι τον Βιμ να κλαίει. Την επόμενη χρονιά από την πτώση, έγινε μια συναυλία στο Βερολίνο από τον Μπέρνσταϊν με την 9η του Μπετόβεν. Διάλεξα τη συναυλία αυτή ν' ακούγεται από το ραδιόφωνο την Πρωτοχρονιά της νέας χιλιετίας. Αλλά για μένα ήταν μια αναφορά σ' εκείνη τη στιγμή της πτώσης του Τείχους».
- Βλέπετε την αριστερά να ξαναβρίσκει τον εαυτό της;
«Δεν ξέρω. Παραμένω πάντα αριστερός σε πλήρη σύγχυση. Ελπίζω σ' ένα καινούριο πρόσωπο της αριστεράς. Που δεν κάνει απλά κριτική, αλλά προτείνει. Ανήκω ακόμη σ' αυτούς που θέλουν να ελπίζουν, αλλά θεωρώ πάντα πως η πόρτα που θ' ανοίξει στο καινούριο δεν έχει ανοίξει ακόμα. Αν νοιαζόμαστε, νοιαζόμαστε γι' αυτούς που έρχονται μετά».
Το παιχνίδι με το χρόνο
- Είναι σαν την πόρτα στον Κάφκα. Χτυπάμε, αλλά δεν ανοίγει... Στο «Θίασο» κυριαρχούσε το θέατρο, η τριλογία των Ατρειδών, ενώ σ' αυτή την ταινία είναι περισσότερο ο κινηματογράφος: από το στούντιο της Τσινετσιτά που βλέπουμε στα πρώτα πλάνα και τον πρωταγωνιστή σκηνοθέτη του κινηματογράφου, μέχρι τις διάφορες αναφορές που συχνά μπορεί να γίνονται ανεπαίσθητα.
«Ναι. Στο "Βλέμμα του Οδυσσέα" υπάρχει η αναζήτηση τριών χαμένων κομματιών ταινίας, που είναι μια αναζήτηση του λεγόμενου πρώτου βλέμματος. Εδώ πρόκειται για την ταυτόχρονη ύπαρξη κινηματογράφου και ζωής. Επίσης, οι ηλικίες χάνονται κι αυτό είναι ένα από τα πιο τολμηρά πράματα που κάνω. Για τον Σπύρο χρησιμοποιώ δύο πρόσωπα, το νεαρό Σπύρο και τον Σπύρο που ερμηνεύει ο Πικολί, γιατί η ηλικιακή διαφορά ήταν μεγάλη αλλά και ήθελα, στην αρχή, να τον κρατήσω κάπως μυστηριώδη, σαν μια εισαγωγή σε είδος φιξιόν, που πάει ν' αγγίξει ένα σινεμά μυστηρίου. Και στο "Θίασο" παίζαμε με χρόνους αλλά με διαφορετικό τρόπο, περνώντας από το παρελθόν στο παρόν. Στο "Θίασο", που τώρα έχει περάσει στην ιστορία του σινεμά, όλα αυτά γίνονταν τότε πρώτη φορά. Τώρα με τη "Σκόνη του χρόνου", πιστεύω ότι γίνεται κάτι παρόμοιο. Μερικούς θα τους μπερδέψει, αλλά πιστεύω πως αυτή είναι η μοναδικότητα της ταινίας».
- Με τους ηθοποιούς πώς τα πήγες;
«Δεν πιστεύω πως υπάρχουν ξένοι ή ντόπιοι ηθοποιοί. Ο παγκόσμιος κινηματογράφος, ιδιαίτερα ο ιταλικός, έχει ταινίες όπου παίζουν πολλοί ξένοι ηθοποιοί. Μ' ενδιαφέρει αυτό που βγάζει ο ηθοποιός, αυτό που φέρνει στην ταινία, άσχετα με την εθνικότητά του».
- Με τον Πικολί, που βρίσκεται σε μια δύσκολη ηλικία, τελευταία ήταν και άρρωστος, πώς έγινε η συνεργασία;
«Ηταν άρρωστος αλλά συνεχίζει, πρόσφατα μάλιστα έπαιξε και στο θέατρο. Είναι λίγο ευάλωτος, κάποια στιγμή είχε πρόβλημα με το κείμενο κι έπαθε πανικό. Κάθισε σε μια καρέκλα, φοβηθήκαμε πως κάτι θα πάθει, αλλά σιγά σιγά συνήλθε και συνεχίσαμε. Αυτά συμβαίνουν. Εκείνο που συχνά δεν καταλαβαίνει ο θεατής είναι ότι σε μια ταινία δεν υπολογίζεται ούτε ο χαρακτήρας του σκηνοθέτη ούτε εκείνος των ηθοποιών. Υπολογίζεται μόνο η ταινία. Υπάρχουν ηθοποιοί με δύσκολο χαρακτήρα, αλλά το προσπερνάς».
- Ο Γκανζ, πάντως, ήταν εκείνος που μπήκε κυριολεκτικά στο χαρακτήρα του Γιάκομπ...
«Μα, όταν έγραφα το σενάριο στο νου μου έβλεπα τον Μπρούνο. Αυτή τη στιγμή είναι ο μεγαλύτερος ηθοποιός στην Ευρώπη».
- Ο Γκανζ λέει κάπου στην ταινία «η ιστορία μάς πέταξε στο περιθώριο». Πώς το εξηγείτε;
«Ολοι αυτοί που πίστευαν ότι ήταν "πολιορκητές του ουρανού", όπως το λέει και μέσα στην ταινία, κάποια στιγμή βρέθηκαν στην άκρη. Η αναφορά η δική μου βγαίνει από ένα πρόσωπο της αριστεράς, με τον οποίο είχα ιδιαίτερη σχέση για μεγάλο διάστημα...»
- Μήπως τον Δεσποτίδη;
«Ναι, τον Μίμη. Την τελευταία φορά που τον είδα, ήταν ακουμπισμένος σ' ένα δέντρο, στη Σταδίου, να προσπαθεί να σταματήσει ένα ταξί, σε κατάσταση διάλυσης. Είχε κλειστά τα μάτια και κουνούσε το χέρι. Αισθάνθηκα μια απέραντη λύπη και γι' αυτόν τον άνθρωπο και για όσους τραυμάτισε θανάσιμα η ιστορία της αριστεράς».
- Το μόνο δυνατό που μένει στην ταινία είναι, δηλαδή, η αγάπη που προσπαθούν οι τρεις αυτοί άνθρωποι να κρατήσουν.
«Ναι, αυτή η αγάπη που μένει».
- Επίσης, δείχνετε δύο είδη νεολαίας. Εκείνη που μοιράζεται την απογοήτευση των μεγάλων και μία άλλη χαμένη, απολιτική.
«Εκτός από εκείνους που ενδιαφέρονται και διαδηλώνουν για την πολιτική, υπάρχουν κι εκείνοι που καταστρέφουν τα πάντα. Αυτή η πλευρά στην ταινία γεννήθηκε στη σκέψη μου μετά από κείνο το μαχαίρωμα ανάμεσα σε δύο ομάδες οπαδών ποδοσφαίρου, που έγινε στην Αθήνα».
- Εχουμε επίσης και τη νεολαία που εξεγέρθηκε μετά τη δολοφονία του νεαρού Αλέξανδρου, εξέγερση που επεκτάθηκε σε όλα τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε.
«Ναι, είναι ένας κόσμος χωρίς ορίζοντα. Κι αυτό δημιουργεί αισθήματα τεράστιας ανασφάλειας στους νέους. Η απογοήτευση αυτή δεν περιορίζεται μόνο στην αριστερά. Είναι κάτι γενικότερο. Μου έκανε εντύπωση το κείμενο που έγραψε ένας γάλλος κριτικός που είδε την ταινία στη Θεσσαλονίκη και που έγραψε πως, ενώ την έβλεπε, έξω διαδήλωναν νεαροί για τη 17η Νοεμβρίου. Κι έμοιαζε σαν η ταινία να παιζόταν στους δρόμους...»
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 16/2/2009
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου