Του Ν. ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΥ
Ωρες - ώρες, παρακολουθώντας την τηλεοπτική ειδησεογραφία για τη βία, έχω την εντύπωση ότι η κουκούλα συμφέρει πολλούς. Οχι μόνον όσους τη φορούν, αλλά και κάποιους αντιμέτωπους. Τους διάφορους κατήγορους, που μπορούν αδιακρίτως να αναφέρονται σε κουκουλοφόρους, γνωστούς-αγνώστους, ανθρώπους χωρίς πρόσωπο, σύγχρονους εξαποδώ.
Χωρίς την κουκούλα οι αγορητές θα είχαν δύσκολο έργο. Το πρόσωπο του βίαιου δράστη θα θύμιζε την οικογένειά του, την τάξη του, ίσως θα διακρίναμε την ελληνική του κατατομή, ίσως ξένη. Κάτω από την κουκούλα μπορεί να βρίσκεται ένας απελπισμένος, ένας φασίστας, ένας προβοκάτορας. Το χάος έχει κι αυτό ιστορία. Η ιστορία έχει τους μπράβους της. Οι μπράβοι έχουν εργοδότες: το αδίστακτο κέρδος, την ανισότητα, την αμάθεια και το οργανωμένο έγκλημα. Πρόκειται για σύγκλιση δυνάμεων. Τα πλήθη όμως των έντιμων ανθρώπων και οι πολιτικοί αμφισβητίες βρίσκονται από την άλλη πλευρά, συνήθως ηττημένοι.
Ας θυμίσουμε αναδρομικά τις εξηγήσεις. Μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001 διαδόθηκαν δύο εκδοχές για την τρομοκρατία και κατ' επέκταση την ακραία βία. Η πρώτη επιχειρηματολογεί υπέρ ενός ξαφνικού, διαβολικού σχεδόν, χαρακτήρα αυτής της βίας: επιστροφή του Σταυρόγκιν, των Δαιμονισμένων του Ντοστογιέφσκι1. Δεν αποτύπωσε η τέχνη την Ιστορία, συνέβη το ακριβώς αντίστροφο. Ρητορικό το ερώτημα: ποια σχέση θα μπορούσε να έχει η Αλ Κάιντα με την ανεργία, τους συντελεστές παραγωγής, τη φτώχεια; Καμία, απάντησαν και μάλιστα με ύφος φιλάνθρωπο· για την τρομοκρατία απενοχοποιούνται οι φτωχοί, ευθύνονται τα τέρατα.
Κατά τη δεύτερη εξήγηση, η βία, όπως πάντα, έχει ιστορικούς και κοινωνικούς όρους. Η έξαρσή της, εν μέρει, αποτελεί θέμα συγκυρίας, εν μέρει εξαρτάται από δομικούς παράγοντες. Χάρη σε αυτούς οι όποιοι μαύροι στρατηγοί βρίσκουν στρατιώτες, κάλυψη και κοινωνική ύλη έτοιμη να εκραγεί.
Η εικόνα της κουκούλας υπηρετεί την πρώτη παραπάνω εκδοχή. Τα κοινωνικά χαρακτηριστικά και οι ταυτότητες δεν διακρίνονται. Ως υπεύθυνη για τα κρούσματα απομένει να προβάλλεται η ανεκτική αστυνομία. «Αν ήταν καλύτερα οργανωμένη και αποφασιστική, όλα θα είχαν λυθεί». Για την πρόσληψη της θέσης αυτής απαιτείται βέβαια τηλεθεατής με κοντή μνήμη. Να μη θυμάται ότι χθες και αλλού το πρόβλημα δεν ήταν η χαλαρότητα, αλλά η κατάχρηση της αστυνομικής βίας, ότι επίσης αστυνομικοί υπήρξαν τραγικά θύματα.
Οι πρόχειρες αναγωγές στο πανεπιστημιακό άσυλο ή στον κομματικό ανταγωνισμό είναι τα πιο συνηθισμένα επιμύθια. «Η κυβέρνηση δεν έχει συνειδητοποιήσει πόσο κόστος θα έχει γι' αυτήν η αδυναμία καταστολής». Τι προτείνει ο αγορητής; Να μην ασχοληθούμε με κοινωνικούς όρους, αλλά να διαθέτουμε μια διμοιρία σε κάθε γειτονιά, έτοιμη να επεμβαίνει σε χρόνο μηδέν (πόσο διήρκεσε, ρωτούσαν, η βία στο Κολωνάκι; Πέντε ή δέκα λεπτά;). Στον αιώνα της επιτάχυνσης ενδιαφέρουν αποκλειστικά οι άμεσες απαντήσεις, ακόμη κι αν μεσοπρόθεσμα αποδεικνύονται μάταιες.
Μια κυβέρνηση μπορεί να είναι χειρότερη από την άλλη, μια Αστυνομία το ίδιο, οι οικονομικοί κολοσσοί πιέζουν εθνικούς και οικιακούς προϋπολογισμούς, οι μαφιόζοι μετέχουν στην κατανομή της βίας και της εκμετάλλευσης με κυριαρχικό μερίδιο. Αναμφίβολο είναι πάντως το ακόλουθο: όσο θα πληθαίνει και θα προσκρούει σε αδιέξοδα η «υποτάξη»2 των απόκληρων, των χωρίς χαρτιά ξένων, των φτωχών, και όσο εν τέλει, οι πλειοψηφίες των μη εχόντων θα τίθενται στο στόχαστρο της καταστολής κι όχι στο επίκεντρο του κράτους πρόνοιας, τόσο η εκρηκτικότητα θα πολλαπλασιάζεται.
Δεν φέρει, βέβαια, μόνη η τηλεόραση το βάρος του αποπροσανατολισμού. Συμβάλλουν πολλά μέσα παραγωγής ιδεολογίας. Επίκαιρο είναι ένα κινηματογραφικό παράδειγμα, που προκύπτει με τη σύγκριση δύο ταινιών: η μία είναι του Κλιντ Ιστγουντ, Million dollar baby (2004). Η άλλη το βραβευμένο με οκτώ Οσκαρ έργο Slumdog millionaire (2009) των Σουαρούπ και Μπόιλ.
Ο Ιστγουντ δραματοποίησε το αμερικανικό περιθώριο. Τη γενιά που ζει σε άθλια τροχόσπιτα και δεν έχει άλλη δυνατότητα ανόδου παρά παίζοντας με τους όρους του συστήματος ή εγκληματώντας. Η φτωχή ηρωίδα, πάντως, για να υπερβεί τα αδιαπέραστα αλλιώς όρια της τάξης της, γίνεται μποξέρ. Πραγματώνει το αμερικανικό όνειρο του μοναχικού καβαλάρη. Ο μεγάλος δραματοποιός, ωστόσο, συντρίβει με μια γροθιά το όνειρο και κατεδαφίζει το μοντέλο. Ο θεατής επιτέλους προβληματίζεται.
Στο Slumdog millionaire (και εδώ στον τίτλο απαραίτητο το εκατομμύριο) το ινδικό γκέτο είναι πιο βρωμερό και τρισάθλιο. Η διαφθορά και το οργανωμένο έγκλημα κυριαρχούν (όπως παντού όπου υπάρχουν γκέτο, φαβέλες, παραγκουπόλεις)3. Το διαφορετικό είναι ότι ο νεαρός Ινδός, παίζοντας με τους κανόνες του (τηλεοπτικού) παιχνιδιού, κερδίζει. Διαχειριζόμενος τις συμπτώσεις δικαιώνεται, επιτυγχάνει το αλλιώς ανέφικτο. Ιδού το μοντέλο της επιτυχίας, της μοναδικής «διεξόδου» από τους κοινωνικούς φραγμούς, του βραβείου Οσκαρ και του ιδεολογικού αποπροσανατολισμού.
Τελικά, είναι ευνόητο: όσο σχηματίζονται γενιές ανθρώπων χωρίς σχολείο, χωρίς ταυτότητα, χωρίς προοπτική εργασίας και γαλήνης, η ασφάλεια θα εξαρτάται μόνο από φιτύλια και συμπτώσεις. Αλίμονο στην κοινωνία που οι νέοι της πιστεύουν πως δεν θα προλάβουν να γεράσουν.
Η επιστολή ενός νεαρού κρατουμένου, δημοσιευμένη στο εξαιρετικό βιβλίο του Ρ. Σαβιάνο «Γόμορρα»4, είναι εδώ χρησιμότερη από οποιονδήποτε επίλογο. Αντιγράφω: «Θέλω να γίνω μπος. Θέλω να έχω σούπερ-μάρκετ, εργοστάσια, γυναίκες. Θέλω τρία αυτοκίνητα, θέλω όταν μπαίνω σ' ένα μαγαζί να με σέβονται, θέλω να έχω καταστήματα σε όλο τον κόσμο. Κι έπειτα θέλω να πεθάνω. Αλλά όπως πεθαίνει ένας αληθινός άντρας, αυτός που διοικεί πραγματικά. Θέλω να πεθάνω δολοφονημένος».
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Α. Glucksmann, Ο Ντοστογιέφσκι στο Μανχάταν (μτφρ. Κ. Παπαγιώργη, 2002/2003) 28 κ.ε.
2. Σχετικές αναλύσεις σε βιβλία των Η. J. Gans, The war against the Poor (1995), Γ. Πανούση, Το έγκλημα του φτωχού και η φτώχεια ως «έγκλημα» (2002), Ζ. Bauman, Consuming Life (2007, ελλην. μτφρ. Γ. Καράμπελα 2008).
3. L. Waquant, Parias urbains (Ghetto Boulienes-Etat, La decouverte 2006).
4. Βλ. μτφρ. Μ. Οικονομίδου (Πατάκης, 2006/2008) 175.
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 18/03/2009
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου