Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2011
Γέννηση της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΔΝΤ
Στο πλαίσιο της νέας μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οικονομικής τάξης διεξήχθη από την 1η έως την 22α Ιουλίου 1944 στο Μπρέτον Γουντς του Νιου Χαμσάιρ στις ΗΠΑ συνδιάσκεψη με αντικείμενο θέματα νομισματικής και χρηματοπιστωτικής διαχείρισης της μεταπολεμικής περιόδου. Συμμετείχαν 44 χώρες που κατέληξαν σ' ένα σύστημα διεθνούς οικονομικής διακυβέρνησης που διήρκεσε περίπου 30 χρόνια. Ζητούμενο της συνδιάσκεψης ήταν να προκύψει συμφωνία που θα οδηγούσε σε συντονισμό της διεθνούς εμπορικής πολιτικής των κρατών-μελών της υπό ίδρυση «κοινότητας» που θα εγγυόταν την αποφυγή των περιπετειών που είχε ζήσει η διεθνής οικονομία μετά την κρίση του 1929. Αυτές εντοπίζονταν σε αρκετά μέτωπα. Στη δεκαετία του 1930 είχαν υπάρξει πολλές μονομερείς υποτιμήσεις νομισμάτων καθώς και απότομες μεταφορές κεφαλαιακών ροών από μια χώρα σε μιαν άλλη πριν αυτές δυσκολευτούν ή εμποδιστούν από κρατικές αρχές. Πολλές χώρες είχαν επιβάλει δασμούς και εμπόδια στο διεθνές εμπόριο, πριονίζοντας το κλαδί της παγκόσμιας οικονομικής ευημερίας. Είχε τέλος προκύψει η ανάγκη ενός δανειστή τελευταίας προσφυγής, μιας τράπεζας που θα έσωζε ως από μηχανής θεός μια χώρα από επικείμενη πτώχευση για το χατίρι της κοινής αντιμετώπισης των κρίσεων και της ενσωμάτωσης όλων των χωρών σε μία διαδικασία συνεννόησης.
Προετοιμασία και αποφάσεις
ΗΠΑ και Βρετανία βρίσκονταν ήδη από το 1942 σε συζητήσεις σχετικά με το μέλλον της παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης. Οι Βρετανοί έβλεπαν την οικονομική τους ισχύ να περιορίζεται και εκτιμούσαν ότι μεταπολεμικά θα είχαν ελλειμματικό ισοζύγιο πληρωμών λόγω χαμηλών αποδόσεων των επενδύσεών τους παγκοσμίως. Είχαν συνεπώς συμφέρον για ένα συντονισμένο επεκτατικό διεθνές οικονομικό σύστημα. Το ίδιο συνέβαινε και με τις ΗΠΑ που έκλειναν υπέρ της ανάληψης του ρόλου της παγκόσμιας υπερδύναμης μεταπολεμικά και δεν ήθελαν να παλινδρομήσει η παγκόσμια οικονομία σε αμυντικές μονομερώς επιβαλλόμενες εμπορικές σχέσεις.
Οι δύο πλευρές προετοίμασαν τη συνδιάσκεψη με προσοχή. Απέφυγαν να τοποθετήσουν στο επίκεντρο δύσκολα θέματα όπως τα πολεμικά χρέη και τις τιμές των πρώτων υλών που εξήγαν οι φτωχότερες χώρες, θέματα που πόλωσαν το διεθνές κλίμα μετά τη Συνθήκη των Βερσαλλιών. Αντίθετα, προωθήθηκε η ιδέα δημιουργίας δύο νέων διεθνών θεσμών, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) και της Παγκόσμιας Τράπεζας για Ανοικοδόμηση και Ανάπτυξη, που στην πορεία του χρόνου μετονομάστηκε σε Παγκόσμια Τράπεζα (Π.Τ.).
Το ΔΝΤ αναλάμβανε τον ρόλο του δανειστή τελευταίας προσφυγής. Ηταν ο φορέας δανειοδότησης σε περίπτωση κρίσης στο ισοζύγιο πληρωμών και έγκρισης σε περίπτωση υποτιμήσεων ανώτερων του 10%. Τα προβλήματα λιγότερο αναπτυγμένων χωρών με σπάνια νομίσματα αντιμετωπίζονταν με ειδικές ρυθμίσεις. Στόχος του ΔΝΤ ήταν η σταθερότητα των διεθνών ισοτιμιών, η μετατρεψιμότητα των νομισμάτων και η διευκόλυνση του διεθνούς εμπορίου.
Η Π.Τ. αναλάμβανε να δανειοδοτεί έργα υποδομών μακράς πνοής και χαμηλής απόδοσης, όπως υδροηλεκτρικά έργα, κατασκευές οδών και λιμανιών, έργα που προωθούσαν την ανάπτυξη, δημιουργώντας ευνοϊκές συνθήκες για την ανάπτυξη της ιδιωτικής επιχειρηματικότητας.
Υπό τη σκέπη των φορέων αυτών τα συμβαλλόμενα κράτη όριζαν την ισοτιμία του νομίσματός τους σε σχέση με το δολάριο το οποίο και μόνο ήταν μετατρέψιμο σε χρυσό. Η ισοτιμία θα παρέμενε σταθερή (η κύμανσή της επιτρεπόταν μόνο σε εύρος 1%), αλλά ήταν δυνατό να μεταβληθεί έπειτα από κοινή συμφωνία που δεν θα αιφνιδίαζε τους εμπορικούς εταίρους.
Η συμφωνία του Μπρέτον Γουντς θεωρείτο ότι θα λειτουργούσε ευνοϊκά για όλα τα μέρη. Οι πλουσιότερες χώρες άμβλυναν τους ανταγωνισμούς τους υποχρεωνόμενες σε αμοιβαίες συνεννοήσεις που αφορούσαν ζητήματα στις διεθνείς οικονομικές τους σχέσεις. Οι φτωχότερες είχαν πρόσβαση σε αναπτυξιακά δάνεια από την Π.Τ. και εγγύηση βοήθειας σε ανισορροπίες των ισοζυγίων πληρωμών τους από το ΔΝΤ. Πολύ αργότερα, μετά το 1970, οι όροι δανειοδότησης του τελευταίου χαρακτηρίστηκαν καταχρηστικοί και εκμεταλλευτικοί από διανοούμενους στις χώρες αυτές.
Ολες οι συμμετέχουσες χώρες συνέβαλαν με μερίδια χρυσού και συναλλάγματος στη δημιουργία του ΔΝΤ, μερίδια που θα μπορούσαν να δανειστούν σε περίπτωση ανάγκης. Ο χρυσός καταβλήθηκε άμεσα, ενώ σε ό,τι αφορά το συνάλλαγμα οι πληρωμές γίνονταν σε «γνωστά» νομίσματα, ευρείας αποδοχής παγκοσμίως. Το 1960 θεσμοθετήθηκε η «Γενική Συμφωνία Δανεισμού» που έδωσε το δικαίωμα στο ΔΝΤ να αποκτά επιπρόσθετα χρηματικά μέσα από την Ομάδα των Δέκα, δηλαδή τις ισχυρότερες οικονομικά χώρες. Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1950 το σύστημα του κανόνα χρυσού-δολαρίου λειτουργούσε ικανοποιητικά, κυοφορούσε ωστόσο μια αστάθεια που δεν ήταν άλλη από τη μακροχρόνια πορεία του δολαρίου ως κεντρικού νομίσματος. Το σύστημα ευνοούσε μια κατάσταση όπου οι ΗΠΑ θα είχαν ελλειμματικό ισοζύγιο πληρωμών προκειμένου οι άλλες χώρες να συσσωρεύουν συνάλλαγμα. Καθώς όμως θα συνέβαινε αυτό, ο κίνδυνος μετατροπής του δολαρίου σε «μαλακό», πιθανά μη μετατρέψιμο, νόμισμα θα αυξανόταν.
Για να αντιμετωπιστεί η πιθανή αυτή εξέλιξη έγινε το 1968 αναθεώρηση του καταστατικού του ΔΝΤ και εισήχθησαν τα «Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα», ένα νέο, τεχνητό, διεθνές αποθεματικό νόμισμα, που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί παράλληλα με το δολάριο για την τακτοποίηση δανείων μεταξύ κρατών-μελών, αν παρίστατο ανάγκη. Αιτούσες χώρες θα μπορούσαν πάλι, σε περίπτωση ανάγκης, να δανειστούν έντοκα από άλλες χώρες-μέλη του συστήματος, χρησιμοποιώντας αυτή τη διευκόλυνση.
Μ.ΨΑΛΙΔΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 11-2-2011
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου