Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2009
Είναι ένα έργο συνθετικό που παρακολουθεί την ιστορία του δαρβινισμού. Στις σελίδες του ο αναγνώστης θα βρει όλες τις ιδέες, τις θεωρίες και τα εμπειρικά ευρήματα που συνόδευσαν τη θεωρία της εξέλιξης από τη μεγάλη έκρηξη της γέννησής της έως σήμερα.
Η θεωρία του Κάρολου Δαρβίνου, του οποίου φέτος εορτάζονται τα διακόσια χρόνια από τη γέννησή του, δεν άλλαξε μόνον τα δεδομένα της βιολογίας. Επηρέασε το σύνολο της ανθρώπινης γνώσης και διείσδυσε σε τομείς όπως η κοινωνιολογία, η ηθική, η αισθητική, η ψυχολογία, η γνωσιολογία, ακόμη και η λογοτεχνική κριτική. Οικοδόμησε μια καινούργια αντίληψη για τον άνθρωπο και είναι ίσως αυτή η δυναμική της που προκάλεσε τόσο βίαιες αντιστάσεις και αντιδράσεις, στην καταγραφή των οποίων ο Κώστας Κριμπάς αφιερώνει ένα σημαντικό τμήμα του έργου του. Επιστημονικά έγκυρο, είναι ένα κείμενο το οποίο επιτρέπει στον κάθε αναγνώστη να γνωριστεί με την ιστορία μιας περιπέτειας που λειτούργησε καταλυτικά στη συνείδηση του πολιτισμού μας.
Στη φιλοσοφία υπήρξε κάποτε μια εποχή του θανάτου του Θεού. Η δική μας, προσθέτει ο Μισέλ Ονφρέ, είναι μάλλον η εποχή της επιστροφής του. Γι' αυτό και σήμερα, κατά το συγγραφέα, παρουσιάζεται επείγουσα η ανάγκη για μια αθεϊα τεκμηριωμένη, στοιχειοθετημένη, αταλάντευτη και μαχητική. Η "Πραγματεία περί αθεολογίας" όχι μόνο σημείωσε τεράστια επιτυχία, πουλώντας μόνο τον πρώτο χρόνο κυκλοφορίας της στη Γαλλία πάνω από 400.000 αντίτυπα, κάτι που την έφερε μακράν στην πρώτη θέση των δοκιμίων, αλλά προκάλεσε και οξύτατη πολεμική στους κύκλους της διανόησης, και όχι μόνο, και έγινε αφορμή για τη δημοσίευση δεκάδων άρθρων καθώς και δύο βιβλίων που αντιτάσσονται λυσσαλέα στις απόψεις του "καλλιτέχνη φιλοσόφου".
Τι είναι η αθεϊα; Είναι ο αιώνας μας ένας άπιστος αιώνας; Πολλοί ισχυρίζονται ότι ο Θεός πέθανε τον 19ο αιώνα. Ωστόσο ο Θεόδωρος ο 'Αθεος ήδη από τον 4ο π.Χ. αιώνα διακήρυσσε ότι δεν υπάρχει. Η αθεϊα είναι συνομήλικη με την ανθρώπινη σκέψη. Από τις απαρχές της ανθρωπότητας, συνιστά μια σημαντικότατη κοσμοθεώρηση, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος είναι ολομόναχος απέναντι στον εαυτό του και τους αμετάλλακτους νόμους της φύσης. Η ιστορία της αθεϊας δεν είναι, συνεπώς, η άρνηση της ιστορίας των θρησκευτικών πίστεων, αλλά η ιστορία όλων των ανθρώπων, σκεπτικιστών, ελευθεροστοχαστών, αγνωστικιστών, υλιστών, που αναζητούν το νόημα της ζωής έξω από κάθε θρησκευτική πίστη.
Ο πιο γνωστός βιολόγος της εποχής μας σε ένα αποκαλυπτικό έργο.
Ένα βιβλίο που ξεχειλίζει από το πάθος του Ρίτσαρντ Ντόκινς για όλα τα
θέματα που τον απασχολούν, για όλα τα θέματα που μας αφορούν και
επηρεάζουν άμεσα τη ζωή μας.
Με πειστικότητα και σφρίγος, τα κείμενα εκφράζουν το θεμελιώδες αξίωμα
του συγγραφέα: «αναζήτησε την αλήθεια»!
«Είμαι πολύ εχθρικός απέναντι σε κάθε οργανωμένη θρησκεία διότι είναι
εξαιρετικά δεσποτική. Έχει δύναμη, ασκεί επιρροή, απαλλάσσεται από τη
φορολογία και επιβάλλεται συστηματικά στους νέους. Και δεν συμφωνώ με
το επιχείρημα ότι είναι αβλαβής. Eίναι πολύ επικίνδυνη - ιδιαίτερα για τους
αδαείς και για τα παιδιά».
«Ο Ντόκινς αναπτύσσει τις θέσεις του για την εξέλιξη, την ηθική, την πολιτική,
την οικολογία, τα δήθεν γονίδια των ομοφυλόφιλων, και εξαπολύει κεραυνούς
κατά του Θεού, του μυστικισμού και της ψευδοεπιστήμης. Το θάρρος του μας
εκπλήσσει, η σοφία του μας διδάσκει, η γλώσσα του μας γοητεύει. Mας αφήνει
άφωνους με την ευθύτητα των επιχειρημάτων του και με τη μοναδική έμπνευσή του».
Sunday Times
Ένα βιβλίο που χαρακτηρίζεται από το ιδιαίτερα καυστικό πνεύμα του Ρίτσαρντ
Ντόκινς. Στις σελίδες του πνέει ο δυνατός άνεμος του ορθολογισμού.
Στο βιβλίο αποδεικνύεται περίτρανα η ανωτερότητα της επιστήμης απέναντι σε
όλες τις απόπειρες ανορθολογικού προσηλυτισμού. Οι άνθρωποι είναι πιστοί στη
θρησκεία για έναν μόνο λόγο: ανατράφηκαν με αυτόν τον τρόπο και δεν έμαθαν
ποτέ κάτι καλύτερο. Όταν τους προσφέρεται η ευκαιρία να μάθουν, και ύστερα να
εκφράσουν την προτίμησή τους, τότε οι επιστήμονες είναι εκείνοι που δικαιώνονται,
ενώ οι τσαρλατάνοι παρακμάζουν.
«Ως επιστήμονας είμαι ένας παθιασμένος δαρβινιστής, ο οποίος πιστεύει ότι η
φυσική επιλογή είναι σίγουρα η μόνη γνωστή δύναμη που καθοδηγεί την εξέλιξη.
Αλλά την ίδια στιγμή, είμαι και ένας παθιασμένος αντι-δαρβινιστής όταν πρόκειται
για την πολιτική και για το πώς θα πρέπει να αντιμετωπίζουμε τις ανθρώπινες
υποθέσεις».
ΒΙΟΛΟΓΙΑ & ΕΞΕΛΙΞΗ
Οι πίθηκοι, πάντως, είναι εκείνοι που έβαλαν κάποτε τον ακαδημαϊκό Κώστα Κριμπά σε μπελάδες. Οργισμένοι εκκλησιαστικοί κύκλοι, όπως λέει ο ίδιος σήμερα, αντέδρασαν στην επιστημονική άποψη ότι ο άνθρωπος και ο πίθηκος έχουν κοινό πρόγονο και το βιβλίο του οργανισμού, που επί σχεδόν είκοσι χρόνια διδάσκονταν τα Ελληνόπουλα, υπέστη λογοκρισία. Η επίμαχη παράγραφος απαλείφθηκε.
Έχει σημασία; Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα (που δημοσιεύθηκε τον Ιούνιο στο περιοδικό Economist) ένας στους τέσσερις Έλληνες εξακολουθεί να απορρίπτει την Θεωρία της Εξέλιξης ως ψευδή, το υψηλότερο ποσοστό στις χώρες της «παλιάς» Ευρωπαϊκής Ένωσης!
Σήμερα, ο κ. Κριμπάς επανέρχεται με ένα νέο βιβλίο για το ευρύ κοινό. Αυτή ήταν και η αφορμή για τη συνέντευξη. Στην εισαγωγή του βιβλίου καταφέρεται με δριμύτητα και (όχι τόσο ακαδημαϊκό) πάθος εναντίον «όσων τοποθετούν τους Eλληνες μαθητές στο σκότος των πρωτογόνων προκαταλήψεων».
- Γιατί λέτε να συμβαίνει αυτό στη χώρα μας;
- Μία σημαντική ιστορικός η οποία πέθανε πρόσφατα, η Ρένα Πατρικίου, έχει περιγράψει με μεγάλη οξύνοια ότι ένα σημαντικό στοιχείο που μας κινητοποιεί είναι ο φόβος για την εθνική μας ταυτότητα. Πώς δημιουργήθηκε η Ελλάδα; Αν πάτε έξω από το Πανεπιστήμιο Αθηνών, θα δείτε τέσσερα αγάλματα. Από τη μία ο Πατριάρχης ο Γρηγόριος ο Ε΄ και από την άλλη μεριά ο Ρήγας. Μα για όνομα του Θεού, ο Πατριάρχης τον είχε αφορίσει τον Ρήγα! Και μπροστά είναι ο Καποδίστριας με τον Κοραή. Μα ο Κοραής θεωρούσε τον Καποδίστρια τύραννο! Πήραμε ως έθνος αλλοπρόσαλλα στοιχεία και τα ενώσαμε για να φτιάξουμε μια ταυτότητα. Λοιπόν, κάποιοι ίσως θεωρούν ότι αν θίξεις ένα από αυτά τα συστατικά απειλούμεθα.
- Θίγεται η Εκκλησία;
- Η Ορθόδοξη Εκκλησία ποτέ δεν εκφράστηκε υπέρ και ποτέ δεν εκφράστηκε εναντίον της Θεωρίας της Εξέλιξης. Οι αντιδράσεις έρχονται από οργανώσεις, κύκλους και κληρικούς.
- Ωστόσο, η Καθολική Εκκλησία έχει τοποθετηθεί επισήμως επί του θέματος.
- Ο προηγούμενος Πάπας, ο Ιωάννης Παύλος Β΄, είχε πει ότι πρόκειται για κάτι παραπάνω από μία θεωρία που όλοι οι βιολόγοι τη δέχονται.
- Πρακτικά, τι σημαίνει για ένα νέο άνθρωπο να μην έχει διδαχθεί τη θεωρία της εξέλιξης σωστά;
- Ένα έθνος, για να επιζήσει, πρέπει να μη ζει σε παρωχημένες εποχές. Δηλαδή, πρέπει να διαμορφωθεί μία καινούργια αντίληψη, η οποία εξαρτάται από την πρόοδο της επιστήμης. Και η επιστήμη πάει πακέτο. Δεν μπορούμε να πούμε ότι εγώ παίρνω τις ασπιρίνες και τα άλλα τα πετάω. Αν θέλουμε να επιζήσουμε, πρέπει να προσαρμοστούμε όπως οι άλλες χώρες της δυτικής Ευρώπης. Και να μεταβάλουμε ενδεχομένως λίγο την ιδέα μας περί ταυτότητας ώστε να είναι προσαρμοσμένη στην πρόοδο αυτή.
Η κομμένη παράγραφος
- Πριν από 30 χρόνια δεν νιώσατε την ανάγκη ως πανεπιστημιακός δάσκαλος να αντιδράσετε για τη λογοκρισία που υπέστη το βιβλίο Βιολογίας του Οργανισμού που εσείς είχατε συγγράψει;
- Εκοψαν μία μικρή φράση. Οτι ο άνθρωπος και ο πίθηκος έχουν κοινό πρόγονο. Είναι πολύ αστείο... Αλλά δεν ήταν αυτό το θέμα. Μέχρι τότε δεν διδασκόταν ποτέ η εξέλιξη. Προτίμησα λοιπόν να διδαχθεί ό, τι ήταν να διδαχθεί και ας γινόταν αυτή η περικοπή, παρά το αντίθετο.
- Γιατί έκοψαν την συγκεκριμένη φράση;
- Γιατί άρχισαν τα τηλεγραφήματα στο υπουργείο ότι είναι ντροπή για τα Ελληνόπουλα να διδάσκονται ότι κατάγονται από ένα κτήνος. Προφανώς, τα... Αγγλόπουλα μπορούσαν να το διδάσκονται. Και ζητούσαν να καεί το βιβλίο.
- Ο συνειρμός με τις πρόσφατες αντιδράσεις γύρω από το βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού είναι αναπόφευκτος. Η κ. Μαρία Ρεπούση υπεραμύνθηκε έντονα της «επίμαχης φράσης» περί συνωστισμού στη Σμύρνη.
- Τη γνωρίζω την ιστορία της κ. Ρεπούση, γιατί μας το έδωσαν στην Ακαδημία να το διαβάσουμε και το συζητούσαμε επί μήνες.
- Οπότε βρεθήκατε από την άλλη πλευρά να κρίνετε εσείς σχολικό εγχειρίδιο. Ποια είναι η άποψή σας;
- Ηταν μία μεγάλη αδεξιότητα εκ μέρους της. Οταν ξέρει κανείς τι έγινε στη Σμύρνη -εγώ δεν προέρχομαι από προσφυγική οικογένεια- αυτό ήταν λίγο προκλητικό. Βέβαια, είναι αναμφισβήτητο ότι η ιστορία, όπως την αφηγείται κανείς, διαμορφώνει την φιλοπατρία και τον ρατσισμό. Εγώ θα επιθυμούσα μία ιστορία η οποία να είναι ειρηνόφιλη. Αλλά εν πάση περιπτώσει δεν πρέπει να είναι αφελής.
Επιστήμη και θρησκεία
- Ενας από τους μεγαλύτερους γενετιστές της εποχής μας και δάσκαλός σας, ο Theodosius Dobzhansky, ήταν θρησκευόμενος. Προσπαθούσε να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα, λέτε;
- Κοιτάξτε. Ο Dobzhansky ήταν Ρώσος και μάλιστα απόγονος της αδερφής του Ντοστογιέφσκι. Ηταν όντως θρησκευόμενος. Στις αρχές του '60 επέμενε φοβερά να πάμε οι δυο μας μία εκδρομή στο Αγιον Ορος. Μείναμε στο ρώσικο μοναστήρι και κοινώνησε. Εγραψε και ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο: «Η βιολογία του υπαρξιακού μας ερωτήματος». Και εκεί υποστηρίζει ότι η θρησκεία είναι απαραίτητη, αλλά πρέπει να προσαρμόζεται με την επιστήμη.
- Η θρησκευτική πίστη βοηθάει στην εξέλιξη της ζωής;
- Σε όλα τα μέρη του κόσμου, όλοι περίπου οι άνθρωποι ακολουθούν μία θρησκεία. Αν ακολουθήσουμε την σκέψη του Δαρβίνου, θα θεωρήσουμε ότι είναι γενετικά γραμμένο. Δεν είναι - αλλά πρέπει να μας βάλει σε σκέψη γιατί συμβαίνει αυτό. Ο άνθρωπος διαφέρει από ορισμένα ζώα γιατί έχει αυτό που λέμε «theory of mind». Ξέρουμε ότι και οι άλλοι άνθρωποι είναι σαν κι εμάς και ότι κι εμείς θα πεθάνουμε και έχουμε ένα άγχος υπαρξιακό. Μια γονεϊκή προστασία μας βοηθάει στο να ησυχάσουμε από αυτό το άγχος. Φαίνεται ότι όσοι πιστεύουν -και επιζούν- βγαίνουν μερικές μέρες νωρίτερα από την εντατική θεραπεία. Οι υποδοχείς τους δέχονται άλλες ενώσεις.
- Αρα η πίστη επιδρά βιολογικά πάνω στο σώμα τους;
- Βέβαια.
- Η γνώση της επιστήμης μπορεί να βοηθήσει στο υπαρξιακό μας άγχος;
- Νομίζω ότι ο άνθρωπος χρειάζεται μία θεωρία περί του κόσμου. Βέβαια, δεν του λύνει όλα τα προβλήματα, αλλά βοηθάει πάρα πολύ. Ξέρετε, το νοητικό μας όργανο, η λογική μας, έχει υποστεί επιλογή για τις συνθήκες στις οποίες ζούμε. Είναι οι συνθήκες του μεσόκοσμου. Δηλαδή, δεν μπορούμε να κατανοήσουμε ούτε πολύ μεγάλα πράγματα ούτε πολύ μικρά... Ούτε το άτομο ούτε όμως και κάτι κοντά στο άπειρο. Αυτά που προδίδουν τον κοινό μας νου βρίσκονται ακριβώς σε αυτές τις άλλες περιοχές, για τις οποίες δεν είναι φτιαγμένο το μυαλό μας.
Το υπαρξιακό ερώτημα
- Γι' αυτό δεν μπορούμε να απαντήσουμε και στο βασικό υπαρξιακό ερώτημα;
- Οχι. Γι' αυτό δεν μπορούμε να απαντήσουμε στα προβλήματα της Φυσικής. Υπάρχουν παράδοξα που η λογική μου δεν τα αντιλαμβάνεται. Οπως το παράδοξο του Russell (σ.σ.: κατά πόσον είναι μέρος του εαυτού του το σύνολο των συνόλων που δεν αποτελούν μέρος του εαυτού τους).
- Η επιστήμη θα δώσει ποτέ απαντήσεις στο υπαρξιακό ερώτημα, πού ήμαστε πριν γεννηθούμε;
- Πουθενά δεν είμαστε. Εσείς, ξέρετε πού είμαστε; Γιατί το παιδεύετε;
- Η τύχη έπαιξε ρόλο στη ζωή σας;
- Ημουν τυχερός στο ότι είχα πολύ καλούς δασκάλους. Ξέρετε, οι οικογένειες ερευνητών είναι κλειστοί κύκλοι. Αλλά γνωρίζεις σημαντικούς ανθρώπους. Οι μαθητές του Dobzhansky είμαστε σαν μία οικογένεια. Τώρα πεθαίνουν και πολλοί...
- Πώς έγινε και άνοιξαν αρχικά αυτοί οι κλειστοί κύκλοι για εσάς;
- Τότε, όλοι οι Ελληνες στη Λωζάννη ήθελαν να γίνουν γιατροί. Ημουν ο μόνος μεταξύ δέκα Ελβετών. Οι οποίοι έγιναν και παραμένουν φίλοι μου.
- Ως πανεπιστημιακός, νομίζετε ότι οι Ελληνες διδάσκοντες δίνουν αντίστοιχες ευκαιρίες στους Ελληνες φοιτητές;
- Δεν ξέρω. Μπορεί μερικοί να δίνουν και άλλοι να μη δίνουν. Αλλά μη νομίζετε ότι και οι φοιτητές επιζητούν τις ευκαιρίες. Ψάχνεις να βρεις ανθρώπους για να τους εμπνεύσεις. Δουλεύεις με το υλικό το οποίο έχεις.
της Κατερνίνας Μπακογιάννη, Καθημερινή, 20/12/2009)
Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2009
Η σύγκρουση επιστήμης και θρησκείας είναι αναπόφευκτη
Αύριο είναι η Ημέρα του Περιβάλλοντος. Το οποίο, επί εκατοντάδες χρόνια, καταστρέφεται συστηματικά και σε μεγάλη έκταση από το ζώο που ακούει στο όνομα άνθρωπος. Ενας από τους πιο αναγνωρισμένους παγκοσμίως επιστήμονες, ο καθηγητής Τζάρεντ Ντάιαμοντ, μιλά στην «Ε» γι' αυτό το τρομακτικό και ταυτόχρονα θαυμαστό ζώο, καθώς και για το τι μπορεί τελικά να το γλιτώσει από τον επικίνδυνο εαυτό του...
Αφορμή για τη συνέντευξη με έναν από τους πιο επιδραστικούς επιστήμονες του πλανήτη αποτέλεσε η κυκλοφορία στα ελληνικά τού βιβλίου του «Ο τρίτος χιμπαντζής», από τις εκδόσεις Κάτοπτρο. Είναι το πρώτο του βιβλίο, το οποίο εκδόθηκε το 1992, και αποτέλεσε τη μήτρα των επόμενων δύο αριστουργημάτων του «Οπλα, μικρόβια και ατσάλι» (για το οποίο τιμήθηκε με το βραβείο Πούλιτζερ) και «Κατάρρευση».
«Το 1859», γράφει ο Ντάιαμοντ στον «Τρίτο χιμπαντζή», «όταν ο Δαρβίνος ισχυρίστηκε ότι έχουμε εξελιχθεί από τους πιθήκους, ήταν μάλλον αναμενόμενο οι πιο πολλοί άνθρωποι να βρουν τη θεωρία του εξωφρενική και να συνεχίσουν να επιμένουν ότι μας δημιούργησε ο Θεός, χωριστά από τα υπόλοιπα είδη. Πολλοί, συμπεριλαμβανομένου του ενός τετάρτου των Αμερικανών αποφοίτων κολεγίου, εμμένουν σήμερα σε αυτή την πεποίθηση...».
Φέτος γιορτάζουμε τα 200 χρόνια από τη γέννηση του Δαρβίνου και τα 150 από την κυκλοφορία του κορυφαίου έργου του «Η καταγωγή των ειδών». Ποια είναι η σημασία της θεωρίας του Δαρβίνου για την επιστήμη;
«Δεν θα αναφερόμουν στην τεράστια ανακάλυψη του Δαρβίνου σαν θεωρία» διευκρινίζει ο Ντάιαμοντ. «Θα ήταν σαν να χαρακτήριζα θεωρία την ανακάλυψη ότι η Γη είναι σφαιρική και όχι επίπεδη». Ο Δαρβίνος θεμελίωσε το γεγονός της βιολογικής εξέλιξης και στα θέματα της φυσικής επιλογής και της σεξουαλικής επιλογής αναγνώρισε σωστά τους βασικούς μηχανισμούς, υπεύθυνους για τη βιολογική εξέλιξη. Αυτές οι ανακαλύψεις του Δαρβίνου αποτέλεσαν την πιο σημαντική πρόοδο στην ιστορία της Βιολογίας».
Ο Δαρβίνος παίδευε πολλά χρόνια στο μυαλό του το αν θα έπρεπε να δημοσιεύσει τη θεωρία του, φοβούμενος σε έναν βαθμό και τις αντιδράσεις που η δημοσίευσή της θα συναντούσε. Αντιμετώπισε ποτέ ο Ντάιαμοντ κάποιο ανάλογο πρόβλημα; «Οχι. Δεν αντιμετώπισα ποτέ αντιδράσεις σε δημοσιεύσεις μου σχετικές με τη δουλειά του Δαρβίνου. Αυτό πιθανότατα συνέβη επειδή όσοι διάκεινται αρνητικά απέναντι στις ιδέες του Δαρβίνου δεν διαβάζουν αυτά που γράφω. Μάλιστα, έχω την αίσθηση ότι δεν διαβάζουν γενικώς...».
Κατά καιρούς οι επιστημονικές θεωρίες έχουν χρησιμοποιηθεί από πολιτικές ιδεολογίες προς όφελός τους. Ετσι, δεν είναι σπάνιο κάποιος δαρβινιστής που αναφέρεται στην εξέλιξη και τα γονίδια να χαρακτηρίζεται π.χ. φασίστας. «Ασφαλώς και η θεωρία του Δαρβίνου όπως και η μοντέρνα κατανόηση των γονιδίων είναι απαραίτητες για την κατανόηση της ανθρώπινης εξέλιξης» διευκρινίζει ο Ντάιαμοντ. «Αλλά αυτό δεν κάνει έναν άνθρωπο φασίστα. Με τον ίδιο τρόπο που κάποιος μπορεί να κάνει λανθασμένη εφαρμογή της Βιολογίας, μπορεί να κάνει και λανθασμένη εφαρμογή της Χημείας (και να παράγει το cyclon Β) ή της φυσικής (και να παράγει ατομικές βόμβες)».
Πέραν της πολιτικής, υπάρχει και το θέμα της διαχρονικής σύγκρουσης θρησκείας - επιστήμης, με τη θεωρία του ευφυούς σχεδιασμού από κάποιο ανώτερο Ον να "ανταγωνίζεται" τη θεωρία της εξέλιξης στα αμερικανικά σχολεία. Ακόμη και ο Δαρβίνος, πρώτα είχε σπουδάσει θεολογία και εν συνεχεία προχώρησε στις επιστημονικές του ανακαλύψεις.
Ποια είναι η άποψη τού Ντάιαμοντ γι' αυτή την πανάρχαια κόντρα; «Η σύγκρουση μεταξύ επιστήμης και θρησκείας είναι μόλις και μετά βίας αναπόφευκτη. Βέβαια, υπάρχουν επιστήμονες που πιστεύουν, όπως και θρησκευόμενοι που χρησιμοποιούν την επιστήμη».
Ωστόσο οι αντιδράσεις παραμένουν. Εάν πεις σε 10 ανθρώπους ότι κατάγονται από τον χιμπαντζή, από τον οποίο διαφέρουμε μόνο στο 2% των γονιδίων, μάλλον δεν θα βρεις πάνω από 2-3 που να το αποδεχτούν με ψυχραιμία. Κατά τον Ντάιαμοντ αδικαιολόγητα: «Εάν σκεφτούμε όσα άσχημα έχουν κάνει οι άνθρωποι, τότε θα έπρεπε να αισθανόμαστε κολακευμένοι και όχι προσβεβλημένοι για την καταγωγή μας από τον χιμπαντζή. Αλλωστε εμφανίζουμε πολλά κοινά γνωρίσματα, με κυριότερα, τη μητρική αγάπη, την πείνα και τη δολοφονικότητα...».
Ενστικτα άλλοτε ευγενή και άλλοτε τρομακτικά. Τα οποία, πώς ακριβώς συνδέονται μεταξύ τους; «Δεν συνδέονται» ξεκαθαρίζει ο Αμερικανός καθηγητής: «Τόσο τα ζώα όσο και οι άνθρωποι κάνουν ένα σωρό πράγματα, κάποια από τα οποία τα θαυμάζουμε και άλλα τα περιφρονούμε. Ανθρωποι έχτισαν τον Παρθενώνα και άνθρωποι εκτέλεσαν μαζικά τους πολίτες των Πλαταιών, όπως περιέγραψε ο μεγάλος σας ιστορικός Θουκυδίδης. Για να μην αναφέρουμε τους, πιο πρόσφατους, θαλάμους αερίων των ναζί».
Για το θέμα της... επίθεσης που έχουμε εξαπολύσει στο περιβάλλον μας, ο Ντάιαμοντ είναι κάθετος: κάπως έτσι φερόμασταν πάντα. Απλώς, αυτό που έχει αλλάξει είναι ο βαθμός της περιβαλλοντικής κακοδιαχείρισης: «Πολλοί άνθρωποι εμμένουν ακόμη στη ρουσοϊκή φαντασίωση ότι η συγκεκριμένη συμπεριφορά μας εμφανίστηκε με τη Βιομηχανική Επανάσταση, προ της οποίας ζούσαμε σε αρμονία με τη Φύση. Αν αυτό ισχύει, τότε δεν έχουμε τίποτε να διδαχθούμε από το παρελθόν παρά μόνο πόσο ενάρετοι ήμασταν και πόσο μοχθηροί έχουμε γίνει...» γράφει ο Ντάιαμοντ στην εισαγωγή του «Τρίτου Χιμπαντζή». Και, στη σχετική ερώτησή μας, προσδιορίζει την πρώτη απόδειξη μαζικής εκμετάλλευσης και καταστροφής του περιβάλλοντος από τον άνθρωπο, κατά την εγκατάστασή του στην Αυστραλία, 46.000 χρόνια πριν: «Οταν όλα τα μεγάλα ζώα της ηπείρου εξαφανίστηκαν αμέσως...».
Βάσει των όσων γνωρίζει, είναι -άραγε- αισιόδοξος ή απαισιόδοξος για το μέλλον; «Θεωρώ τον εαυτό μου έναν προσεκτικό οπτιμιστή. Αυτό σημαίνει ότι αναγνωρίζω πως αντιμετωπίζουμε μεγάλα προβλήματα σήμερα, τα οποία σίγουρα θα μας καταστρέψουν αν δεν προλάβουμε να τα λύσουμε. Από την άλλη, όλα αυτά είναι προβλήματα που οι ίδιοι έχουμε προκαλέσει στους εαυτούς μας, συνεπώς είναι μέσα στη σφαίρα της δύναμής μας να τα σταματήσουμε -αρκεί βεβαίως να κάνουμε τη σχετική επιλογή».*
Συνέντευξη Στον ΓΙΑΝΝΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 4/6/2009
Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2009
Η ενσωμάτωση των μεταναστών περνάει μέσα από την κοινωνία των πολιτών
Συμμετέχοντας στη δημοκρατία μαθαίνουμε να είμαστε πολίτες μιας δημοκρατίας, και αυτό ισχύει για όλους μας, λέει ο Ζαν Τίλι, ο Ολλανδός ειδικός στην ενσωμάτωση των μεταναστών και ένας από τους Ευρωπαίους ερευνητές με τη μεγαλύτερη πείρα σε θέματα κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης των μεταναστευτικών κοινοτήτων.
Στην Ολλανδία ακόμη μαθαίνουμε πώς να διεξάγουμε μια αποδοτική και σοβαρή συζήτηση γύρω από το θέμα της μετανάστευσης και σχετικά με το πώς θέλουμε να είναι η πολυπολιτισμική κοινωνία μας» λέει ο Τίλι, παρατηρώντας ότι πρόκειται για μια πολύ δύσκολη συζήτηση που πολύ συχνά εκτυλίσσεται σε έντονους τόνους.
Καθηγητής στο Ινστιτούτο Μεταναστευτικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Αμστερνταμ, ο 48χρονος Τίλι συντονίζει το Eurislam, ένα διεθνές ερευνητικό πρόγραμμα που χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και αναλύει πώς επηρεάζεται η ένταξη του Ισλάμ στα ευρωπαϊκά κράτη-μέλη από τις εθνικές παραδόσεις που συνδέονται με την ταυτότητα, την ιδιότητα του πολίτη και τις σχέσεις κράτους-Εκκλησίας. «Μελετάμε την ενσωμάτωση των μουσουλμάνων μεταναστών σε έξι χώρες: Βέλγιο, Γαλλία, Ολλανδία, Μεγάλη Βρετανία, Γερμανία και Ελβετία», λέει ο Τίλι που ξαφνιάζεται όταν του λέω πόσο ενδιαφέρον θα είχε η ελληνική περίπτωση, αφού στη χώρα μας δεν έχει γίνει ο χωρισμός κράτους-Εκκλησίας. «Αλήθεια; Δεν έχει γίνει χωρισμός κράτους-Εκκλησίας; Ξέρετε... θα έπρεπε να έχει γίνει» παρατηρεί ο Τίλι και από τον τόνο της φωνής του καταλαβαίνω ότι ο άνθρωπος προσπαθεί από διακριτικότητα να κρύψει το μέγεθος της έκπληξής του -στη συνέχεια της συζήτησης θα επιστρέψει στον καθοριστικό ρόλο που θεωρεί ότι παίζει στη σημερινή συγκυρία η στάση των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων απέναντι στις θρησκείες.
«Δύο είναι τα κεντρικά ερωτήματα που θέτουμε μέσω του Eurislam», εξηγεί. «Το ένα αφορά τον τρόπο με τον οποίο βιώνουν οι μουσουλμάνοι μετανάστες τη θρησκευτική πίστη τους, δηλαδή κατά πόσο ασκούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, και το δεύτερο ερώτημα εξετάζει σε ποιο βαθμό τα κοινωνικά δίκτυα στα οποία συμμετέχουν περιλαμβάνουν και μη μουσουλμάνους». Μια που η συγκριτική μελέτη αφορά και την Ελβετία, το πρόσφατο δημοψήφισμα για την απαγόρευση ανέγερσης νέων μιναρέδων στη χώρα πρέπει να έδωσε στον Τίλι και τους συνεργάτες του πρόσθετα ερεθίσματα για σκέψη - είναι έτσι;
Πώς εξηγείτε το αποτέλεσμα του πρόσφατου ελβετικού δημοψηφίσματος;
«Πολλοί Ευρωπαίοι δεν κατανοούν τον τρόπο με τον οποίο ο κόσμος μας έχει αλλάξει, ενώ η επίδραση της 11/9 είναι ακόμη ζωντανή. Οι άνθρωποι φοβούνται τους μουσουλμάνους που ζουν ανάμεσά τους, δεν κατανοούν τον τρόπο ζωής τους, νομίζουν ότι το Ισλάμ είναι επικίνδυνη θρησκεία. Δεν συμφωνώ, αλλά αυτό είναι εκτός θέματος. Εχω λοιπόν την εντύπωση ότι μέσω του δημοψηφίσματος οι Ελβετοί πολέμησαν την ύπαρξη μια νέας θρησκείας στη χώρα τους. Αυτό που συνέβη αναδεικνύει ένα θέμα πάνω στο οποίο οι δημοκρατίες μας οφείλουν να εργαστούν εντατικά, γιατί οι μουσουλμάνοι θα παραμείνουν στην Ευρώπη, όπου άλλωστε ήδη ζούμε σε πολυπολιτισμικές κοινωνίες. Γι' αυτό πρέπει να βρούμε τρόπους για να ζούμε καλά μαζί σεβόμενοι τη θρησκευτική ελευθερία».
Η ολλανδική κοινωνία υπήρξε παραδοσιακά από τις πιο ανοιχτές και ανεκτικές στην Ευρώπη. Ωστόσο τα τελευταία χρόνια έχει συντελεστεί μια στροφή και πληθαίνουν οι φωνές εναντίον των μεταναστών. Τι άλλαξε;
«Υπάρχει αυτή η εικόνα για την Ολλανδία αλλά, ξέρετε, στην πραγματικότητα η ανεκτικότητα της κοινωνίας μας είχε περισσότερο να κάνει με την άγνοια. Εννοώ ότι συνδεόταν με μια πολύ ολλανδική αντίληψη σύμφωνα με την οποία, αν κάποιος δεν μας ενοχλεί, δεν θα τον ενοχλήσουμε. Αδιαφορούσαμε για τον τρόπο ζωής των διαφορετικών μεταναστευτικών κοινοτήτων, από τη στιγμή που δεν ανακατεύονταν με τον δικό μας τρόπο ζωής. Αυτού του τύπου η ανεκτικότητα προϋποθέτει ότι δεν ανοίγουμε συζήτηση για τους διαφορετικούς τρόπους που επιλέγουμε να ζούμε, για τις διαφορετικές αξίες μας, ότι δεν θέτουμε ερωτήματα ούτε αμφισβητούμε τις επιλογές και τις πρακτικές ο ένας του άλλου».
Ηταν δηλαδή μια μορφή ανεκτικότητας που αναπόφευκτα θα είχε ημερομηνία λήξης;
«Ακριβώς. Το σημείο καμπής ήταν η επίθεση της 11/9, την οποία διαδέχτηκε η δολοφονία του Πιμ Φορτάιν και αργότερα του Τέο Βαν Γκογκ. Αυτά τα τρία γεγονότα υπήρξαν καθοριστικά. Ξαφνικά πολλοί Ολλανδοί αισθάνθηκαν πως ήρθαν αντιμέτωποι με μια διαφορετική, άγνωστη θρησκεία και μόνο τότε συνειδητοποίησαν πόσο είχε αλλάξει η ολλανδική κοινωνία. Αυτό είχε συμβεί ήδη από τη δεκαετία του '60, αλλά δεν το είχαν κατανοήσει, και αίφνης δεν ήξεραν πώς να αντιδράσουν. Οταν βλέπουν τον κόσμο να αλλάζει, οι περισσότεροι άνθρωποι αντιδρούν με τον ίδιο τρόπο - νιώθουν κοινωνικά απομονωμένοι και αναζητούν εύκολες λύσεις. Και μία από τις εύκολες λύσεις είναι να πουν ότι θέλουμε να φύγουν οι μουσουλμάνοι και να επιστρέψουμε στη γνήσια ολλανδική κουλτούρα - ό,τι κι αν αυτό σημαίνει. Στον απόηχο της 11ης του Σεπτέμβρη, ο μηχανισμός τού "δεν σε ενοχλώ όσο δεν με ενοχλείς" δεν μπορούσε πλέον να λειτουργήσει, γιατί ο αντίκτυπος του τρομοκρατικού χτυπήματος ήταν τόσο μεγάλος που δεν υπήρχαν περιθώρια, έπρεπε πια να συζητήσουμε για την πολυπολιτισμική δημοκρατία μας, να μιλήσουμε για τους διαφορετικούς τρόπους ζωής μας. Κάποτε συζητούσαμε σχετικά με το πώς πρέπει να ζούμε, τι σημαίνει να είσαι πολίτης, ποιες είναι οι προϋποθέσεις μιας καλής ζωής, έτσι δεν είναι;».
Η συζήτηση διεξάγεται στη σκιά των δύο δολοφονικών επιθέσεων εναντίον του Πιμ Φορτάιν και του Τέο Βαν Γκογκ;
«Κατά κάποιον τρόπο, ναι. Τη δεκαετία του '80 υπήρχε ήδη ένα μικρό ακροδεξιό, ξενοφοβικό κόμμα, που όμως βρισκόταν στο περιθώριο. Επειτα, στη δεκαετία '90, τα συντηρητικά κόμματα άρχισαν να σχεδιάζουν και να παρουσιάζουν την άποψή τους για το πώς δομείται μια πολυπολιτισμική κοινωνία. Κι έπειτα, στις αρχές του 21ου αιώνα, άρχισαν πια και τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα να έχουν συγκεκριμένες αντιλήψεις και θέσεις γύρω από το τι σημαίνει για μια κοινωνία να είναι πολυπολιτισμική - έτσι, μόλις πριν από την 11/9 ήμασταν έτοιμοι να αρχίσουμε το δημόσιο διάλογο γύρω από τα προβλήματα που βιώναμε. Ηρθε, όμως, το συλλογικό τραύμα του τρομοκρατικού χτυπήματος που το διαδέχτηκαν οι δύο δολοφονικές επιθέσεις κι έτσι ενώ ήμασταν πρόθυμοι να μιλήσουμε για την πολυπολιτισμική δημοκρατία μας, πώς τη θέλουμε, τι πρέπει να κάνουμε κ.λπ., αυτές οι τραυματικές εμπειρίες στάθηκαν εμπόδιο στη διεξαγωγή του διαλόγου στη βάση του ορθού λόγου. Σήμερα υπάρχει πολύς φόβος, που υπερισχύει της λογικής. Αυτός ο φόβος, η κοινωνική απομόνωση και η άγνοια φταίνε για την άνοδο της άκρας δεξιάς. Οι άνθρωποι βρίσκονται σε σύγχυση εμπρός στις αλλαγές που συμβαίνουν γύρω τους και γραπώνονται από τον εθνικισμό, που εκμεταλλεύεται ό,τι είναι οικείο».
Αν οι άνθρωποι στρέφονται στην άκρα δεξιά διότι δεν κατανοούν τον τρόπο με τον οποίο αναπόφευκτα αλλάζει ο κόσμος μας, τι φταίει γι' αυτή την αδυναμία κατανόησης;
«Είναι τεράστιες οι ευθύνες των πολιτικών. Αυτοί είναι που πρώτοι έχουν χρέος να εξηγήσουν στους πολίτες τι συμβαίνει. Ομως το πρόβλημα είναι ότι αυτοί οι ανασφαλείς πολίτες ενεργούν και ως ανασφαλείς ψηφοφόροι. Επίσης, στις μέρες μας οι ψηφοφόροι δεν είναι σταθεροί - δεν ξέρω πώς έχουν τα πράγματα στην Ελλάδα, αλλά στην Ολλανδία είναι πολύ μεγάλο το ποσοστό των αναποφάσιστων ψηφοφόρων. Το αποτέλεσμα είναι να γίνονται πιο ανασφαλείς και οι πολιτικοί, οι οποίοι δεν αισθάνονται καθόλου βέβαιοι για τον αριθμό των εδρών στη Βουλή, οπότε πασχίζουν να είναι αρεστοί σε όλους - έτσι η πλειοψηφία των πολιτών που είναι σε σύγχυση έχει να κάνει με πολιτικούς οι οποίοι μιλούν και ενεργούν σαν να είναι επίσης σε σύγχυση».
Από την πείρα σας, ποιες είναι οι συνθήκες που έχετε παρατηρήσει ότι ευνοούν τη ριζοσπαστικοποίηση, προς οποιαδήποτε κατεύθυνση;
«Ο πιο κρίσιμος παράγοντας είναι η αίσθηση της κοινωνικής απομόνωσης και η ανάγκη για εύκολες απαντήσεις, είτε αυτό είναι η ορθόδοξη ερμηνεία του Κορανίου είτε η βεβαιότητα ότι πρέπει να υπερασπιστούμε κάποια υποτιθέμενη γνήσια ολλανδική κουλτούρα. Κατά τη γνώμη μου, πολλοί από τους πολίτες που ψηφίζουν το Κόμμα της Ελευθερίας του Χερτ Βίλντερς βρίσκονται σε διαδικασία ριζοσπαστικοποίησης και δυσπιστούν απέναντι σε όλους και όλα. Δεν έχουν εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση, στους πολιτικούς, στους γείτονές τους, σε κανέναν».
Εσείς πιστεύετε ότι η ενσωμάτωση των μεταναστών περνάει μέσα από τη συμμετοχή τους στην πολιτική. Γιατί;
«Οταν συμμετέχεις στη δημοκρατία, γίνεσαι δημοκράτης. Φτάνοντας κάποιος σε έναν τόπο όπου επιθυμεί να ζήσει, οφείλει να προσανατολιστεί όσον αφορά το πολιτικό και κομματικό σύστημα, εν προκειμένω οφείλει να γνωρίσει τα πολιτικά πράγματα στην Ολλανδία. Γενικώς, όταν κάποιος συμπεριφέρεται ως πολίτης μιας δημοκρατίας, γίνεται καλύτερος πολίτης. Μέσα από τη συμμετοχή μαθαίνουμε τι σημαίνει κοινό καλό και αναγκαζόμαστε να συνεργαστούμε αντί να ενδιαφερόμαστε αποκλειστικά για το στενό ατομικό συμφέρον. Η πολιτική συμμετοχή μπορεί να είναι η ψήφος, αλλά οπωσδήποτε μπορεί και πρέπει να είναι κάτι περισσότερο - μιλάω για την κοινωνική συμμετοχή στο επίπεδο της γειτονιάς όπου ερχόμαστε σε επαφή με τις ανάγκες και τις προτιμήσεις άλλων ανθρώπων, συζητάμε, κάνουμε συμβιβασμούς. Με άλλα λόγια κοινωνικοποιούμαστε και αυτό μας κάνει καλύτερους πολίτες».
Με ποιους τρόπους μπορεί μια κοινωνία να ενθαρρύνει τη συμμετοχή των μεταναστών στα κοινά, και άρα την ενσωμάτωσή τους;
«Η δική μου εμπειρία και όλες οι σχετικές έρευνες αποδίδουν πολύ σημαντικό ρόλο στις οργανώσεις που σχηματίζονται στη βάση της κοινής εθνοτικής καταγωγής. Οταν οι άνθρωποι οργανώνονται σε αυτή τη λογική, παρατηρείται πολύ θετική επιρροή και στη συμμετοχή τους στην πολιτική γενικότερα. Ξέρω ότι αυτό ακούγεται παράδοξο - όλοι φαντάζονται ότι η συμμετοχή σε τέτοιες οργανώσεις κάνει τους ανθρώπους εσωστρεφείς, τους απομακρύνει από την κοινωνία. Δεν είναι έτσι, όμως, γιατί σε τέτοιες οργανώσεις οι άνθρωποι αναγκάζονται να συζητούν για κοινά προβλήματα και να αναζητούν λύσεις σε συνεργασία με ανθρώπους με τους οποίους δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι συμφωνούν. Επίσης, μια οργάνωση συμμετέχει σε ένα δίκτυο, διαπραγματεύεται με άλλες οργανώσεις κ.λπ. Με αυτό τον τρόπο κοινωνικοποιούνται τα μέλη, καθώς εκπαιδεύονται στη συνεργασία με ανθρώπους με τους οποίους διαφωνούν. Η συζήτηση και η συνεργασία με πρόσωπα με τα οποία διαφωνούμε - αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό χαρακτηριστικό της δημοκρατίας».
Πρακτικά, τι είδους πρωτοβουλίες μπορεί να πάρει ένα κράτος για να ανοίξει και να διατηρήσει ζωντανό και δημοκρατικό το διάλογο μεταξύ διαφορετικών κοινοτήτων;
«Η πείρα μου λέει ότι ο διάλογος ανοίγει ευκολότερα και είναι πιο δημιουργικός στο επίπεδο της γειτονιάς ή της συνοικίας. Ας μιλήσουμε με παραδείγματα - ας πούμε ότι πρόκειται να αλλάξει χρήση κάποιος χώρος ή να αλλάξει μορφή κάποιο σημαντικό κτίριο. Τότε οι τοπικές αρχές καλούν τους κατοίκους σε ανοιχτές συζητήσεις για να τους ενημερώσουν, για να ακούσουν τις απόψεις, τις ανάγκες και τις προτάσεις τους. Ετσι οι άνθρωποι συναντιούνται και συζητούν για θέματα κοινού ενδιαφέροντος που δεν έχουν σχέση με τις διαφορετικές πολιτικές ή θρησκευτικές πεποιθήσεις τους, αλλά στη διαδικασία μιας ανοιχτής συζήτησης δεν μπορεί παρά να προκύψουν κάποτε και ζητήματα που σχετίζονται με την πολιτική ή τη θρησκεία. Οπότε οι άνθρωποι αρχίζουν να γνωρίζουν ο ένας τον άλλον, αρχίζουν να συζητούν και ν' αναζητούν λύσεις που υπερβαίνουν τις διαφορές τους, και ευνοείται η κοινωνική συνοχή. Είναι αληθινά εξαιρετικά σημαντικό να ενισχύεται η κοινωνική συνοχή στο επίπεδο της γειτονιάς. Και είναι χρέος των δημοτικών αρχών να καταβάλλουν κάθε προσπάθεια προκειμένου να ευνοήσουν τη συνάντηση ανάμεσα σε διαφορετικές ομάδες πολιτών, ώστε να συζητήσουν για συγκεκριμένα κάθε φορά θέματα κοινού ενδιαφέροντος».
Τον περασμένο μήνα, η Γερμανίδα υπουργός για θέματα μετανάστευσης ανακοίνωσε ότι η κυβέρνηση εξετάζει το ενδεχόμενο να ζητάει από τους ανθρώπους που επιθυμούν να ζήσουν στη χώρα να υπογράψουν ένα «συμβόλαιο ενσωμάτωσης», με το οποίο θα δεσμεύονται να σέβονται τις αξίες της ελευθερίας του λόγου και της ισότητας των φύλων.
«Οσοι συμπαθούν τους συμβολισμούς δεν μπορούν παρά να συμφωνούν. Ωστόσο οι άνθρωποι μαθαίνουν πώς να είναι δημοκρατικοί πολίτες μέσα στην κοινωνία των πολιτών - αυτό έχει σημασία. Στην Ολλανδία, για παράδειγμα, λέμε συνέχεια ότι ένα σημαντικό σκέλος της ενσωμάτωσης αφορά την εκμάθηση της γλώσσας. Ε, λοιπόν, στο πανεπιστήμιο έχω συναδέλφους από άλλες χώρες οι οποίοι πολύ απλά δεν μαθαίνουν ολλανδικά. Αφού όλοι τούς μιλάμε αγγλικά! Και πολλοί μετανάστες δεν μαθαίνουν ολλανδικά γιατί κανείς δεν τους μιλάει. Αυτές λοιπόν οι διαδικασίες ταύτισης με τη χώρα υποδοχής δεν μπορεί παρά να λάβουν χώρα στην κοινωνία των πολιτών. Η κοινωνία των πολιτών έχει κορυφαία σημασία για την καλή λειτουργία της δημοκρατίας». *
Προϋπόθεση πλουραλισμού, ο χωρισμός κράτους - Εκκλησίας
«Προκειμένου να εγγυάται ένα κράτος τη θρησκευτική ελευθερία, να προάγει τον θρησκευτικό πλουραλισμό και να περιφρουρεί, όπως οφείλει, τον κοσμικό χαρακτήρα του, η πρώτη και αυτονόητη προϋπόθεση είναι ο χωρισμός κράτους - Εκκλησίας. Μια κυβέρνηση δεν μπορεί ποτέ να λέει ότι η τάδε είναι η σωστή θρησκεία. Οφείλει, όμως, να παρουσιάζει την ποικιλία, τις διαβαθμίσεις και τις αποχρώσεις που υπάρχουν μέσα σε κάθε διαφορετική θρησκεία. Για παράδειγμα, οφείλει να καταδεικνύει και τις φονταμενταλιστικές προσεγγίσεις. Αλλά μια κυβέρνηση οφείλει να είναι εξαιρετικά προσεκτική και να μη δηλώνει ποια είναι και ποια δεν είναι η σωστή θρησκεία».
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΟΙΚΟΝΟΜΑΚΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 12/12/2009
Στην Ολλανδία ακόμη μαθαίνουμε πώς να διεξάγουμε μια αποδοτική και σοβαρή συζήτηση γύρω από το θέμα της μετανάστευσης και σχετικά με το πώς θέλουμε να είναι η πολυπολιτισμική κοινωνία μας» λέει ο Τίλι, παρατηρώντας ότι πρόκειται για μια πολύ δύσκολη συζήτηση που πολύ συχνά εκτυλίσσεται σε έντονους τόνους.
Καθηγητής στο Ινστιτούτο Μεταναστευτικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Αμστερνταμ, ο 48χρονος Τίλι συντονίζει το Eurislam, ένα διεθνές ερευνητικό πρόγραμμα που χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και αναλύει πώς επηρεάζεται η ένταξη του Ισλάμ στα ευρωπαϊκά κράτη-μέλη από τις εθνικές παραδόσεις που συνδέονται με την ταυτότητα, την ιδιότητα του πολίτη και τις σχέσεις κράτους-Εκκλησίας. «Μελετάμε την ενσωμάτωση των μουσουλμάνων μεταναστών σε έξι χώρες: Βέλγιο, Γαλλία, Ολλανδία, Μεγάλη Βρετανία, Γερμανία και Ελβετία», λέει ο Τίλι που ξαφνιάζεται όταν του λέω πόσο ενδιαφέρον θα είχε η ελληνική περίπτωση, αφού στη χώρα μας δεν έχει γίνει ο χωρισμός κράτους-Εκκλησίας. «Αλήθεια; Δεν έχει γίνει χωρισμός κράτους-Εκκλησίας; Ξέρετε... θα έπρεπε να έχει γίνει» παρατηρεί ο Τίλι και από τον τόνο της φωνής του καταλαβαίνω ότι ο άνθρωπος προσπαθεί από διακριτικότητα να κρύψει το μέγεθος της έκπληξής του -στη συνέχεια της συζήτησης θα επιστρέψει στον καθοριστικό ρόλο που θεωρεί ότι παίζει στη σημερινή συγκυρία η στάση των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων απέναντι στις θρησκείες.
«Δύο είναι τα κεντρικά ερωτήματα που θέτουμε μέσω του Eurislam», εξηγεί. «Το ένα αφορά τον τρόπο με τον οποίο βιώνουν οι μουσουλμάνοι μετανάστες τη θρησκευτική πίστη τους, δηλαδή κατά πόσο ασκούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, και το δεύτερο ερώτημα εξετάζει σε ποιο βαθμό τα κοινωνικά δίκτυα στα οποία συμμετέχουν περιλαμβάνουν και μη μουσουλμάνους». Μια που η συγκριτική μελέτη αφορά και την Ελβετία, το πρόσφατο δημοψήφισμα για την απαγόρευση ανέγερσης νέων μιναρέδων στη χώρα πρέπει να έδωσε στον Τίλι και τους συνεργάτες του πρόσθετα ερεθίσματα για σκέψη - είναι έτσι;
Πώς εξηγείτε το αποτέλεσμα του πρόσφατου ελβετικού δημοψηφίσματος;
«Πολλοί Ευρωπαίοι δεν κατανοούν τον τρόπο με τον οποίο ο κόσμος μας έχει αλλάξει, ενώ η επίδραση της 11/9 είναι ακόμη ζωντανή. Οι άνθρωποι φοβούνται τους μουσουλμάνους που ζουν ανάμεσά τους, δεν κατανοούν τον τρόπο ζωής τους, νομίζουν ότι το Ισλάμ είναι επικίνδυνη θρησκεία. Δεν συμφωνώ, αλλά αυτό είναι εκτός θέματος. Εχω λοιπόν την εντύπωση ότι μέσω του δημοψηφίσματος οι Ελβετοί πολέμησαν την ύπαρξη μια νέας θρησκείας στη χώρα τους. Αυτό που συνέβη αναδεικνύει ένα θέμα πάνω στο οποίο οι δημοκρατίες μας οφείλουν να εργαστούν εντατικά, γιατί οι μουσουλμάνοι θα παραμείνουν στην Ευρώπη, όπου άλλωστε ήδη ζούμε σε πολυπολιτισμικές κοινωνίες. Γι' αυτό πρέπει να βρούμε τρόπους για να ζούμε καλά μαζί σεβόμενοι τη θρησκευτική ελευθερία».
Η ολλανδική κοινωνία υπήρξε παραδοσιακά από τις πιο ανοιχτές και ανεκτικές στην Ευρώπη. Ωστόσο τα τελευταία χρόνια έχει συντελεστεί μια στροφή και πληθαίνουν οι φωνές εναντίον των μεταναστών. Τι άλλαξε;
«Υπάρχει αυτή η εικόνα για την Ολλανδία αλλά, ξέρετε, στην πραγματικότητα η ανεκτικότητα της κοινωνίας μας είχε περισσότερο να κάνει με την άγνοια. Εννοώ ότι συνδεόταν με μια πολύ ολλανδική αντίληψη σύμφωνα με την οποία, αν κάποιος δεν μας ενοχλεί, δεν θα τον ενοχλήσουμε. Αδιαφορούσαμε για τον τρόπο ζωής των διαφορετικών μεταναστευτικών κοινοτήτων, από τη στιγμή που δεν ανακατεύονταν με τον δικό μας τρόπο ζωής. Αυτού του τύπου η ανεκτικότητα προϋποθέτει ότι δεν ανοίγουμε συζήτηση για τους διαφορετικούς τρόπους που επιλέγουμε να ζούμε, για τις διαφορετικές αξίες μας, ότι δεν θέτουμε ερωτήματα ούτε αμφισβητούμε τις επιλογές και τις πρακτικές ο ένας του άλλου».
Ηταν δηλαδή μια μορφή ανεκτικότητας που αναπόφευκτα θα είχε ημερομηνία λήξης;
«Ακριβώς. Το σημείο καμπής ήταν η επίθεση της 11/9, την οποία διαδέχτηκε η δολοφονία του Πιμ Φορτάιν και αργότερα του Τέο Βαν Γκογκ. Αυτά τα τρία γεγονότα υπήρξαν καθοριστικά. Ξαφνικά πολλοί Ολλανδοί αισθάνθηκαν πως ήρθαν αντιμέτωποι με μια διαφορετική, άγνωστη θρησκεία και μόνο τότε συνειδητοποίησαν πόσο είχε αλλάξει η ολλανδική κοινωνία. Αυτό είχε συμβεί ήδη από τη δεκαετία του '60, αλλά δεν το είχαν κατανοήσει, και αίφνης δεν ήξεραν πώς να αντιδράσουν. Οταν βλέπουν τον κόσμο να αλλάζει, οι περισσότεροι άνθρωποι αντιδρούν με τον ίδιο τρόπο - νιώθουν κοινωνικά απομονωμένοι και αναζητούν εύκολες λύσεις. Και μία από τις εύκολες λύσεις είναι να πουν ότι θέλουμε να φύγουν οι μουσουλμάνοι και να επιστρέψουμε στη γνήσια ολλανδική κουλτούρα - ό,τι κι αν αυτό σημαίνει. Στον απόηχο της 11ης του Σεπτέμβρη, ο μηχανισμός τού "δεν σε ενοχλώ όσο δεν με ενοχλείς" δεν μπορούσε πλέον να λειτουργήσει, γιατί ο αντίκτυπος του τρομοκρατικού χτυπήματος ήταν τόσο μεγάλος που δεν υπήρχαν περιθώρια, έπρεπε πια να συζητήσουμε για την πολυπολιτισμική δημοκρατία μας, να μιλήσουμε για τους διαφορετικούς τρόπους ζωής μας. Κάποτε συζητούσαμε σχετικά με το πώς πρέπει να ζούμε, τι σημαίνει να είσαι πολίτης, ποιες είναι οι προϋποθέσεις μιας καλής ζωής, έτσι δεν είναι;».
Η συζήτηση διεξάγεται στη σκιά των δύο δολοφονικών επιθέσεων εναντίον του Πιμ Φορτάιν και του Τέο Βαν Γκογκ;
«Κατά κάποιον τρόπο, ναι. Τη δεκαετία του '80 υπήρχε ήδη ένα μικρό ακροδεξιό, ξενοφοβικό κόμμα, που όμως βρισκόταν στο περιθώριο. Επειτα, στη δεκαετία '90, τα συντηρητικά κόμματα άρχισαν να σχεδιάζουν και να παρουσιάζουν την άποψή τους για το πώς δομείται μια πολυπολιτισμική κοινωνία. Κι έπειτα, στις αρχές του 21ου αιώνα, άρχισαν πια και τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα να έχουν συγκεκριμένες αντιλήψεις και θέσεις γύρω από το τι σημαίνει για μια κοινωνία να είναι πολυπολιτισμική - έτσι, μόλις πριν από την 11/9 ήμασταν έτοιμοι να αρχίσουμε το δημόσιο διάλογο γύρω από τα προβλήματα που βιώναμε. Ηρθε, όμως, το συλλογικό τραύμα του τρομοκρατικού χτυπήματος που το διαδέχτηκαν οι δύο δολοφονικές επιθέσεις κι έτσι ενώ ήμασταν πρόθυμοι να μιλήσουμε για την πολυπολιτισμική δημοκρατία μας, πώς τη θέλουμε, τι πρέπει να κάνουμε κ.λπ., αυτές οι τραυματικές εμπειρίες στάθηκαν εμπόδιο στη διεξαγωγή του διαλόγου στη βάση του ορθού λόγου. Σήμερα υπάρχει πολύς φόβος, που υπερισχύει της λογικής. Αυτός ο φόβος, η κοινωνική απομόνωση και η άγνοια φταίνε για την άνοδο της άκρας δεξιάς. Οι άνθρωποι βρίσκονται σε σύγχυση εμπρός στις αλλαγές που συμβαίνουν γύρω τους και γραπώνονται από τον εθνικισμό, που εκμεταλλεύεται ό,τι είναι οικείο».
Αν οι άνθρωποι στρέφονται στην άκρα δεξιά διότι δεν κατανοούν τον τρόπο με τον οποίο αναπόφευκτα αλλάζει ο κόσμος μας, τι φταίει γι' αυτή την αδυναμία κατανόησης;
«Είναι τεράστιες οι ευθύνες των πολιτικών. Αυτοί είναι που πρώτοι έχουν χρέος να εξηγήσουν στους πολίτες τι συμβαίνει. Ομως το πρόβλημα είναι ότι αυτοί οι ανασφαλείς πολίτες ενεργούν και ως ανασφαλείς ψηφοφόροι. Επίσης, στις μέρες μας οι ψηφοφόροι δεν είναι σταθεροί - δεν ξέρω πώς έχουν τα πράγματα στην Ελλάδα, αλλά στην Ολλανδία είναι πολύ μεγάλο το ποσοστό των αναποφάσιστων ψηφοφόρων. Το αποτέλεσμα είναι να γίνονται πιο ανασφαλείς και οι πολιτικοί, οι οποίοι δεν αισθάνονται καθόλου βέβαιοι για τον αριθμό των εδρών στη Βουλή, οπότε πασχίζουν να είναι αρεστοί σε όλους - έτσι η πλειοψηφία των πολιτών που είναι σε σύγχυση έχει να κάνει με πολιτικούς οι οποίοι μιλούν και ενεργούν σαν να είναι επίσης σε σύγχυση».
Από την πείρα σας, ποιες είναι οι συνθήκες που έχετε παρατηρήσει ότι ευνοούν τη ριζοσπαστικοποίηση, προς οποιαδήποτε κατεύθυνση;
«Ο πιο κρίσιμος παράγοντας είναι η αίσθηση της κοινωνικής απομόνωσης και η ανάγκη για εύκολες απαντήσεις, είτε αυτό είναι η ορθόδοξη ερμηνεία του Κορανίου είτε η βεβαιότητα ότι πρέπει να υπερασπιστούμε κάποια υποτιθέμενη γνήσια ολλανδική κουλτούρα. Κατά τη γνώμη μου, πολλοί από τους πολίτες που ψηφίζουν το Κόμμα της Ελευθερίας του Χερτ Βίλντερς βρίσκονται σε διαδικασία ριζοσπαστικοποίησης και δυσπιστούν απέναντι σε όλους και όλα. Δεν έχουν εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση, στους πολιτικούς, στους γείτονές τους, σε κανέναν».
Εσείς πιστεύετε ότι η ενσωμάτωση των μεταναστών περνάει μέσα από τη συμμετοχή τους στην πολιτική. Γιατί;
«Οταν συμμετέχεις στη δημοκρατία, γίνεσαι δημοκράτης. Φτάνοντας κάποιος σε έναν τόπο όπου επιθυμεί να ζήσει, οφείλει να προσανατολιστεί όσον αφορά το πολιτικό και κομματικό σύστημα, εν προκειμένω οφείλει να γνωρίσει τα πολιτικά πράγματα στην Ολλανδία. Γενικώς, όταν κάποιος συμπεριφέρεται ως πολίτης μιας δημοκρατίας, γίνεται καλύτερος πολίτης. Μέσα από τη συμμετοχή μαθαίνουμε τι σημαίνει κοινό καλό και αναγκαζόμαστε να συνεργαστούμε αντί να ενδιαφερόμαστε αποκλειστικά για το στενό ατομικό συμφέρον. Η πολιτική συμμετοχή μπορεί να είναι η ψήφος, αλλά οπωσδήποτε μπορεί και πρέπει να είναι κάτι περισσότερο - μιλάω για την κοινωνική συμμετοχή στο επίπεδο της γειτονιάς όπου ερχόμαστε σε επαφή με τις ανάγκες και τις προτιμήσεις άλλων ανθρώπων, συζητάμε, κάνουμε συμβιβασμούς. Με άλλα λόγια κοινωνικοποιούμαστε και αυτό μας κάνει καλύτερους πολίτες».
Με ποιους τρόπους μπορεί μια κοινωνία να ενθαρρύνει τη συμμετοχή των μεταναστών στα κοινά, και άρα την ενσωμάτωσή τους;
«Η δική μου εμπειρία και όλες οι σχετικές έρευνες αποδίδουν πολύ σημαντικό ρόλο στις οργανώσεις που σχηματίζονται στη βάση της κοινής εθνοτικής καταγωγής. Οταν οι άνθρωποι οργανώνονται σε αυτή τη λογική, παρατηρείται πολύ θετική επιρροή και στη συμμετοχή τους στην πολιτική γενικότερα. Ξέρω ότι αυτό ακούγεται παράδοξο - όλοι φαντάζονται ότι η συμμετοχή σε τέτοιες οργανώσεις κάνει τους ανθρώπους εσωστρεφείς, τους απομακρύνει από την κοινωνία. Δεν είναι έτσι, όμως, γιατί σε τέτοιες οργανώσεις οι άνθρωποι αναγκάζονται να συζητούν για κοινά προβλήματα και να αναζητούν λύσεις σε συνεργασία με ανθρώπους με τους οποίους δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι συμφωνούν. Επίσης, μια οργάνωση συμμετέχει σε ένα δίκτυο, διαπραγματεύεται με άλλες οργανώσεις κ.λπ. Με αυτό τον τρόπο κοινωνικοποιούνται τα μέλη, καθώς εκπαιδεύονται στη συνεργασία με ανθρώπους με τους οποίους διαφωνούν. Η συζήτηση και η συνεργασία με πρόσωπα με τα οποία διαφωνούμε - αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό χαρακτηριστικό της δημοκρατίας».
Πρακτικά, τι είδους πρωτοβουλίες μπορεί να πάρει ένα κράτος για να ανοίξει και να διατηρήσει ζωντανό και δημοκρατικό το διάλογο μεταξύ διαφορετικών κοινοτήτων;
«Η πείρα μου λέει ότι ο διάλογος ανοίγει ευκολότερα και είναι πιο δημιουργικός στο επίπεδο της γειτονιάς ή της συνοικίας. Ας μιλήσουμε με παραδείγματα - ας πούμε ότι πρόκειται να αλλάξει χρήση κάποιος χώρος ή να αλλάξει μορφή κάποιο σημαντικό κτίριο. Τότε οι τοπικές αρχές καλούν τους κατοίκους σε ανοιχτές συζητήσεις για να τους ενημερώσουν, για να ακούσουν τις απόψεις, τις ανάγκες και τις προτάσεις τους. Ετσι οι άνθρωποι συναντιούνται και συζητούν για θέματα κοινού ενδιαφέροντος που δεν έχουν σχέση με τις διαφορετικές πολιτικές ή θρησκευτικές πεποιθήσεις τους, αλλά στη διαδικασία μιας ανοιχτής συζήτησης δεν μπορεί παρά να προκύψουν κάποτε και ζητήματα που σχετίζονται με την πολιτική ή τη θρησκεία. Οπότε οι άνθρωποι αρχίζουν να γνωρίζουν ο ένας τον άλλον, αρχίζουν να συζητούν και ν' αναζητούν λύσεις που υπερβαίνουν τις διαφορές τους, και ευνοείται η κοινωνική συνοχή. Είναι αληθινά εξαιρετικά σημαντικό να ενισχύεται η κοινωνική συνοχή στο επίπεδο της γειτονιάς. Και είναι χρέος των δημοτικών αρχών να καταβάλλουν κάθε προσπάθεια προκειμένου να ευνοήσουν τη συνάντηση ανάμεσα σε διαφορετικές ομάδες πολιτών, ώστε να συζητήσουν για συγκεκριμένα κάθε φορά θέματα κοινού ενδιαφέροντος».
Τον περασμένο μήνα, η Γερμανίδα υπουργός για θέματα μετανάστευσης ανακοίνωσε ότι η κυβέρνηση εξετάζει το ενδεχόμενο να ζητάει από τους ανθρώπους που επιθυμούν να ζήσουν στη χώρα να υπογράψουν ένα «συμβόλαιο ενσωμάτωσης», με το οποίο θα δεσμεύονται να σέβονται τις αξίες της ελευθερίας του λόγου και της ισότητας των φύλων.
«Οσοι συμπαθούν τους συμβολισμούς δεν μπορούν παρά να συμφωνούν. Ωστόσο οι άνθρωποι μαθαίνουν πώς να είναι δημοκρατικοί πολίτες μέσα στην κοινωνία των πολιτών - αυτό έχει σημασία. Στην Ολλανδία, για παράδειγμα, λέμε συνέχεια ότι ένα σημαντικό σκέλος της ενσωμάτωσης αφορά την εκμάθηση της γλώσσας. Ε, λοιπόν, στο πανεπιστήμιο έχω συναδέλφους από άλλες χώρες οι οποίοι πολύ απλά δεν μαθαίνουν ολλανδικά. Αφού όλοι τούς μιλάμε αγγλικά! Και πολλοί μετανάστες δεν μαθαίνουν ολλανδικά γιατί κανείς δεν τους μιλάει. Αυτές λοιπόν οι διαδικασίες ταύτισης με τη χώρα υποδοχής δεν μπορεί παρά να λάβουν χώρα στην κοινωνία των πολιτών. Η κοινωνία των πολιτών έχει κορυφαία σημασία για την καλή λειτουργία της δημοκρατίας». *
Προϋπόθεση πλουραλισμού, ο χωρισμός κράτους - Εκκλησίας
«Προκειμένου να εγγυάται ένα κράτος τη θρησκευτική ελευθερία, να προάγει τον θρησκευτικό πλουραλισμό και να περιφρουρεί, όπως οφείλει, τον κοσμικό χαρακτήρα του, η πρώτη και αυτονόητη προϋπόθεση είναι ο χωρισμός κράτους - Εκκλησίας. Μια κυβέρνηση δεν μπορεί ποτέ να λέει ότι η τάδε είναι η σωστή θρησκεία. Οφείλει, όμως, να παρουσιάζει την ποικιλία, τις διαβαθμίσεις και τις αποχρώσεις που υπάρχουν μέσα σε κάθε διαφορετική θρησκεία. Για παράδειγμα, οφείλει να καταδεικνύει και τις φονταμενταλιστικές προσεγγίσεις. Αλλά μια κυβέρνηση οφείλει να είναι εξαιρετικά προσεκτική και να μη δηλώνει ποια είναι και ποια δεν είναι η σωστή θρησκεία».
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΟΙΚΟΝΟΜΑΚΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 12/12/2009
Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2009
Δύο απόπειρες και μια δολοφονία στην Κύπρο του '60
Οι σχέσεις της Κύπρου με τη χούντα στα πρώτα χρόνια της δικτατορίας είναι το θέμα του νέου βιβλίου του Μακάριου Δρουσιώτη «Δύο απόπειρες και μια δολοφονία». Ο τίτλος θα μπορούσε κάλλιστα να παραπέμπει σε αστυνομικό μυθιστόρημα. Ομως, πρόκειται για ένα πραγματικό πολιτικό θρίλερ που πραγματεύεται τις σχέσεις Αθηνών - Λευκωσίας την περίοδο 1967 - 1970.
Κεντρικά γεγονότα της περιόδου είναι η απόπειρα του Αλέκου Παναγούλη να σκοτώσει τον δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο, η απόπειρα του πρώην υπουργού Εσωτερικών της Κύπρου Πολύκαρπου Γιωρκάτζη να δολοφονήσει τον Μακάριο και η δολοφονία του Γιωρκάτζη μία εβδομάδα αργότερα.
Ο συγγραφέας, έχοντας πρόσβαση σε απόρρητα έγγραφα της κυπριακής ΚΥΠ, ξετυλίγει το νήμα μιας απίστευτης στη σύλληψη και στην εκτέλεση συνωμοσίας της ελληνικής χούντας εις βάρος του Μακαρίου, με κίνητρο τις προσωπικές αντιζηλίες και τους ανταγωνισμούς στο εσωτερικό του καθεστώτος της 21ης Απριλίου.
Στο θρίλερ αυτό πρωταγωνιστούν γνωστές προσωπικότητες που άφησαν το στίγμα τους στις εξελίξεις που οδήγησαν στα δραματικά γεγονότα του 1974:
* Ο Μακάριος, που είχε για σωματοφύλακά του τον Αθανάσιο Πουλίτσα, ο οποίος ήταν μυστικός πράκτορας της ελληνικής ΚΥΠ στο περιβάλλον του.
* Ο δαιμόνιος διοικητής των ΛΟΚ, συνταγματάρχης Δημήτριος Παπαποστόλου, ο οποίος ανέλαβε την ευθύνη της προσωπικής ασφάλειας του Μακαρίου και εφάρμοσε μέσα από το προεδρικό μέγαρο ένα δαιμόνιο σχέδιο για τη δολοφονία του.
* Ο Πολύκαρπος Γιωρκάτζης, η πιο σκοτεινή προσωπικότητα της κυπριακής πολιτικής, που έπαιζε πολλούς ρόλους ταυτόχρονα, μέχρι που τον μάζεψαν σκοτωμένο από ένα ερημικό σημείο μακριά από τη Λευκωσία (φωτογραφία εξωφύλλου).
* Ο Αλέκος Παναγούλης, ο ονειροπόλος αντιστασιακός που πήγε στην Κύπρο να βρει συνεργάτες να δολοφονήσει τον Γεώργιο Παπαδόπουλο και τον έμπλεξε ο Γιωρκάτζης σε μια ενδοχουντική συνωμοσία.
* Ο Δημήτριος Ιωαννίδης και ο Κωνσταντίνος Ασλανίδης, που με όχημα τον «εθνικό αγώνα» της Κύπρου αποφάσισαν να βγάλουν από τη μέση τον Μακάριο και να εξουδετερώσουν τον Γεώργιο Παπαδόπουλο.
Το βιβλίο ξεκινά με τα πολεμικά γεγονότα του 1967 στο τουρκοκυπριακό χωριό Κοφίνου, που οδήγησαν στην απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας που στάθμευε στην Κύπρο από το 1964. Το γεγονός αυτό στάθηκε η αφορμή για να χωριστεί η χούντα σε δύο φατρίες και τελικά στο ξεκαθάρισμα των λογαριασμών μεταξύ των συνταγματαρχών, μέσω Κύπρου. Τα γεγονότα που ακολούθησαν ήταν συγκλονιστικά:
- Η ελληνική ΚΥΠ ανέθεσε στον Πολύκαρπο Γιωρκάτζη να εντοπίσει τον Αλέκο Παναγούλη, ο οποίος είχε διαφύγει στην Κύπρο αναζητώντας συνεργάτες να δολοφονήσει τον Γεώργιο Παπαδόπουλο. Ο Γιωρκάτζης τον εντόπισε και πληροφορήθηκε τα σχέδιά του. Παριστάνοντας τον αντιχουντικό και σε συνεργασία με τους Ασλανίδη - Ιωαννίδη βοήθησε τον ανήξερο Παναγούλη στην απόπειρα του τελευταίου να δολοφονήσει τον δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο. Η απόπειρα απέτυχε και ο Γιωρκάτζης υποχρεώθηκε σε παραίτηση. Ο πάλαι ποτέ ισχυρότερος άνθρωπος στην Κύπρο άρχισε να καταφέρεται κατά του Μακαρίου.
- Οι Δημήτριος Παπαποστόλου και Αθανάσιος Πουλίτσας έπεισαν τον Μακάριο ότι κινδύνευε από τον Γιωρκάτζη και ίδρυσαν εκ μέρους του μια παρακρατική οργάνωση, το Εθνικό Μέτωπο, για να τον υπερασπιστεί. Αργότερα την έστρεψαν εναντίον του.
- Μόλις μήνες μετά την παραίτηση του Γιωρκάτζη, λόγω της συνεργασίας του με τον Παναγούλη, συμμάχησε με τους Ιωαννίδη - Ασλανίδη και αποπειράθηκε να δολοφονήσει τον Μακάριο, καταρρίπτοντας το ελικόπτερο του, σε συνεργασία με τους Ελληνες αξιωματικούς που είχαν την ευθύνη για την ασφάλειά του. Σύμφωνα με τα ντοκουμέντα που δημοσιεύονται στο βιβλίο, τη δολοφονία του Μακαρίου θα ακολουθούσε κίνημα στην Ελλάδα κατά του Παπαδόπουλου και προώθηση λύσης διπλής Ενωσης στην Κύπρο.
- Ο Μακάριος βγήκε ζωντανός από το ελικόπτερό του και τα σχέδια ανατράπηκαν. Σε μία εβδομάδα ο Γιωρκάτζης δολοφονήθηκε από τους ίδιους τους συνεργάτες του, που του έκλεισαν το στόμα.
Από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία του βιβλίου είναι η επιχείρηση συγκάλυψης της ενοχής των Πουλίτσα και Παπαποστόλου από τον ίδιο τον Μακάριο, τόσο στην απόπειρα κατά της δικής του ζωής όσο και στη δολοφονία του Γιωρκάτζη.
Στο βιβλίο δημοσιεύονται αποσπάσματα από το υπηρεσιακό ημερολόγιο του αστυνόμου Παναγιώτη Αριστοκλέους, ο οποίος ανέλαβε την ευθύνη των ανακρίσεων για τη δολοφονία του Γιωρκάτζη. Οι συσκέψεις της ανακριτικής ομάδας γίνονταν στο προεδρικό μέγαρο, είτε υπό την προεδρία του ίδιου του Μακαρίου είτε του υπουργού του των Εσωτερικών. Η γραμμή του Μακαρίου ήταν να μην ανακριθούν καν οι εξ Ελλάδος υπεύθυνοι για την προσωπική του ασφάλεια, Αθανάσιος Πουλίτσας και Δημήτριος Παπαποστόλου.
Εναν ολόκληρο μήνα μετά το έγκλημα, ο διοικητής των ΛΟΚ Δ. Παπαποστόλου έδωσε μια εικονική ανάκριση για τις κινήσεις του τις παραμονές και τη μέρα της δολοφονίας του Πολύκαρπου Γιωρκάτζη. Αντίγραφο της κατάθεσης Παπαποστόλου δημοσιεύεται για πρώτη φορά στο βιβλίο και από το περιεχόμενό της προκύπτει ότι ήταν μια σκηνοθετημένη διαδικασία εξασφάλισης άλλοθι:
Η «κατάθεση» λήφθηκε εξ ονόματος του αστυνόμου Παναγιώτη Αριστοκλέους, ο οποίος δεν ήταν καν παρών. Ο Παπαποστόλου έγραψε την κατάθεσή του στο τυποποιημένο έντυπο που χρησιμοποιούσε η κυπριακή αστυνομία, περιέγραψε τα γεγονότα όπως αυτά ταίριαζαν με το σκηνοθετημένο άλλοθί του και την υπέγραψε. Κάτω από την υπογραφή του ακολουθεί, με τον ίδιο γραφικό χαρακτήρα, η εξής σημείωση: «Η κατάθεσις αύτη ελήφθη υπ' εμού εις Αρχηγείον της Αστυνομίας σήμερον 14.4.70 εις την παρουσίαν του κ. Μ. Παντελίδη Β/Αρχηγού Αστυνομίας η ώρα 4.10 μ.μ. του ανεγνώσθη και ως ορθή την υπέγραψε εις την παρουσίαν μας».
Η σημείωση αυτή φέρει την υπογραφή «Π. Αριστοκλέους / Αστυν.». Η υπογραφή του Αριστοκλέους είναι με τον ίδιο ακριβώς γραφικό χαρακτήρα όπως και η χειρόγραφη κατάθεση και η υπογραφή του Παπαποστόλου, ενώ δεν μοιάζει καθόλου με την πραγματική υπογραφή του Αριστοκλέους. Την κατάθεση υπέγραψε και ο Μιχαλάκης Παντελίδης. (Δες το ντοκουμέντο στη φωτογραφία.) Δηλαδή, ο Παπαποστόλου, στην παρουσία του βοηθού αρχηγού Αστυνομίας Μιχαλάκη Παντελίδη, έγραψε την κατάθεση, την υπέγραψε, έγραψε το σημείωμα του ανακριτή και πλαστογράφησε την υπογραφή του!
Ο ανακριτής, σε συνέντευξή του στον συγγραφέα, παραδέχτηκε ότι η όλη διαδικασία ήταν σκηνοθετημένη. Από το γραφείο του Αριστοκλέους πέρασαν όλοι όσοι κατονόμαζαν οι Πουλίτσας και Παπαποστόλου και υποστήριξαν το άλλοθί τους. «Τους έφερναν τον έναν μετά τον άλλο και απάγγελλαν την κατάθεσή τους, όπως τα παιδιά λένε το "Πιστεύω" στο κατηχητικό», παραδέχτηκε ο Αριστοκλέους.
Η απόφαση του Μακαρίου να συγκαλύψει τον φόνο του Γιωρκάτζη, καθώς και την απόπειρα κατά της δικής του ζωής, έγινε γνωστή από τότε. Ομως επικράτησε η άποψη ότι το έκανε επειδή εκβιάστηκε από τη χούντα με πραξικόπημα.
Ο Μακάριος Δρουσιώτης στο βιβλίο αποκλείει αυτή την εκδοχή και αποδίδει στον Μακάριο άλλα κίνητρα. Οι Πουλίτσας και Παπαποστόλου τον είχαν στο χέρι, για γεγονότα όπως η ίδρυση της παρακρατικής οργάνωσης Εθνικό Μέτωπο. Ο Μακάριος δεν θα παραδεχόταν ποτέ ότι παγιδεύτηκε από τους πιο έμπιστούς του ανθρώπους, ούτε θα άφηνε να γίνει μια δίκη που θα αποκαθήλωνε το κύρος του.
Ο Μακάριος ανέχτηκε τόσο τον Πουλίτσα όσο και τον Παπαποστόλου να στέκονται δίπλα του και να παριστάνουν τους φρουρούς του, για τρεις μήνες μετά που αποπειράθηκαν να τον δολοφονήσουν, ανταλλάσσοντας την ανοχή του με τη σιωπή τους, μέχρι να λήξη η θητεία του Παπαποστόλου και να επιστρέψει στην Ελλάδα. Λίγες μέρες αργότερα, ο Αθανάσιος Πουλίτσας πήρε το αεροπλάνο και με εισιτήριο Λευκωσίας - Αθήνας μονής διαδρομής... *
Κεντρικά γεγονότα της περιόδου είναι η απόπειρα του Αλέκου Παναγούλη να σκοτώσει τον δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο, η απόπειρα του πρώην υπουργού Εσωτερικών της Κύπρου Πολύκαρπου Γιωρκάτζη να δολοφονήσει τον Μακάριο και η δολοφονία του Γιωρκάτζη μία εβδομάδα αργότερα.
Ο συγγραφέας, έχοντας πρόσβαση σε απόρρητα έγγραφα της κυπριακής ΚΥΠ, ξετυλίγει το νήμα μιας απίστευτης στη σύλληψη και στην εκτέλεση συνωμοσίας της ελληνικής χούντας εις βάρος του Μακαρίου, με κίνητρο τις προσωπικές αντιζηλίες και τους ανταγωνισμούς στο εσωτερικό του καθεστώτος της 21ης Απριλίου.
Στο θρίλερ αυτό πρωταγωνιστούν γνωστές προσωπικότητες που άφησαν το στίγμα τους στις εξελίξεις που οδήγησαν στα δραματικά γεγονότα του 1974:
* Ο Μακάριος, που είχε για σωματοφύλακά του τον Αθανάσιο Πουλίτσα, ο οποίος ήταν μυστικός πράκτορας της ελληνικής ΚΥΠ στο περιβάλλον του.
* Ο δαιμόνιος διοικητής των ΛΟΚ, συνταγματάρχης Δημήτριος Παπαποστόλου, ο οποίος ανέλαβε την ευθύνη της προσωπικής ασφάλειας του Μακαρίου και εφάρμοσε μέσα από το προεδρικό μέγαρο ένα δαιμόνιο σχέδιο για τη δολοφονία του.
* Ο Πολύκαρπος Γιωρκάτζης, η πιο σκοτεινή προσωπικότητα της κυπριακής πολιτικής, που έπαιζε πολλούς ρόλους ταυτόχρονα, μέχρι που τον μάζεψαν σκοτωμένο από ένα ερημικό σημείο μακριά από τη Λευκωσία (φωτογραφία εξωφύλλου).
* Ο Αλέκος Παναγούλης, ο ονειροπόλος αντιστασιακός που πήγε στην Κύπρο να βρει συνεργάτες να δολοφονήσει τον Γεώργιο Παπαδόπουλο και τον έμπλεξε ο Γιωρκάτζης σε μια ενδοχουντική συνωμοσία.
* Ο Δημήτριος Ιωαννίδης και ο Κωνσταντίνος Ασλανίδης, που με όχημα τον «εθνικό αγώνα» της Κύπρου αποφάσισαν να βγάλουν από τη μέση τον Μακάριο και να εξουδετερώσουν τον Γεώργιο Παπαδόπουλο.
Το βιβλίο ξεκινά με τα πολεμικά γεγονότα του 1967 στο τουρκοκυπριακό χωριό Κοφίνου, που οδήγησαν στην απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας που στάθμευε στην Κύπρο από το 1964. Το γεγονός αυτό στάθηκε η αφορμή για να χωριστεί η χούντα σε δύο φατρίες και τελικά στο ξεκαθάρισμα των λογαριασμών μεταξύ των συνταγματαρχών, μέσω Κύπρου. Τα γεγονότα που ακολούθησαν ήταν συγκλονιστικά:
- Η ελληνική ΚΥΠ ανέθεσε στον Πολύκαρπο Γιωρκάτζη να εντοπίσει τον Αλέκο Παναγούλη, ο οποίος είχε διαφύγει στην Κύπρο αναζητώντας συνεργάτες να δολοφονήσει τον Γεώργιο Παπαδόπουλο. Ο Γιωρκάτζης τον εντόπισε και πληροφορήθηκε τα σχέδιά του. Παριστάνοντας τον αντιχουντικό και σε συνεργασία με τους Ασλανίδη - Ιωαννίδη βοήθησε τον ανήξερο Παναγούλη στην απόπειρα του τελευταίου να δολοφονήσει τον δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο. Η απόπειρα απέτυχε και ο Γιωρκάτζης υποχρεώθηκε σε παραίτηση. Ο πάλαι ποτέ ισχυρότερος άνθρωπος στην Κύπρο άρχισε να καταφέρεται κατά του Μακαρίου.
- Οι Δημήτριος Παπαποστόλου και Αθανάσιος Πουλίτσας έπεισαν τον Μακάριο ότι κινδύνευε από τον Γιωρκάτζη και ίδρυσαν εκ μέρους του μια παρακρατική οργάνωση, το Εθνικό Μέτωπο, για να τον υπερασπιστεί. Αργότερα την έστρεψαν εναντίον του.
- Μόλις μήνες μετά την παραίτηση του Γιωρκάτζη, λόγω της συνεργασίας του με τον Παναγούλη, συμμάχησε με τους Ιωαννίδη - Ασλανίδη και αποπειράθηκε να δολοφονήσει τον Μακάριο, καταρρίπτοντας το ελικόπτερο του, σε συνεργασία με τους Ελληνες αξιωματικούς που είχαν την ευθύνη για την ασφάλειά του. Σύμφωνα με τα ντοκουμέντα που δημοσιεύονται στο βιβλίο, τη δολοφονία του Μακαρίου θα ακολουθούσε κίνημα στην Ελλάδα κατά του Παπαδόπουλου και προώθηση λύσης διπλής Ενωσης στην Κύπρο.
- Ο Μακάριος βγήκε ζωντανός από το ελικόπτερό του και τα σχέδια ανατράπηκαν. Σε μία εβδομάδα ο Γιωρκάτζης δολοφονήθηκε από τους ίδιους τους συνεργάτες του, που του έκλεισαν το στόμα.
Από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία του βιβλίου είναι η επιχείρηση συγκάλυψης της ενοχής των Πουλίτσα και Παπαποστόλου από τον ίδιο τον Μακάριο, τόσο στην απόπειρα κατά της δικής του ζωής όσο και στη δολοφονία του Γιωρκάτζη.
Στο βιβλίο δημοσιεύονται αποσπάσματα από το υπηρεσιακό ημερολόγιο του αστυνόμου Παναγιώτη Αριστοκλέους, ο οποίος ανέλαβε την ευθύνη των ανακρίσεων για τη δολοφονία του Γιωρκάτζη. Οι συσκέψεις της ανακριτικής ομάδας γίνονταν στο προεδρικό μέγαρο, είτε υπό την προεδρία του ίδιου του Μακαρίου είτε του υπουργού του των Εσωτερικών. Η γραμμή του Μακαρίου ήταν να μην ανακριθούν καν οι εξ Ελλάδος υπεύθυνοι για την προσωπική του ασφάλεια, Αθανάσιος Πουλίτσας και Δημήτριος Παπαποστόλου.
Εναν ολόκληρο μήνα μετά το έγκλημα, ο διοικητής των ΛΟΚ Δ. Παπαποστόλου έδωσε μια εικονική ανάκριση για τις κινήσεις του τις παραμονές και τη μέρα της δολοφονίας του Πολύκαρπου Γιωρκάτζη. Αντίγραφο της κατάθεσης Παπαποστόλου δημοσιεύεται για πρώτη φορά στο βιβλίο και από το περιεχόμενό της προκύπτει ότι ήταν μια σκηνοθετημένη διαδικασία εξασφάλισης άλλοθι:
Η «κατάθεση» λήφθηκε εξ ονόματος του αστυνόμου Παναγιώτη Αριστοκλέους, ο οποίος δεν ήταν καν παρών. Ο Παπαποστόλου έγραψε την κατάθεσή του στο τυποποιημένο έντυπο που χρησιμοποιούσε η κυπριακή αστυνομία, περιέγραψε τα γεγονότα όπως αυτά ταίριαζαν με το σκηνοθετημένο άλλοθί του και την υπέγραψε. Κάτω από την υπογραφή του ακολουθεί, με τον ίδιο γραφικό χαρακτήρα, η εξής σημείωση: «Η κατάθεσις αύτη ελήφθη υπ' εμού εις Αρχηγείον της Αστυνομίας σήμερον 14.4.70 εις την παρουσίαν του κ. Μ. Παντελίδη Β/Αρχηγού Αστυνομίας η ώρα 4.10 μ.μ. του ανεγνώσθη και ως ορθή την υπέγραψε εις την παρουσίαν μας».
Η σημείωση αυτή φέρει την υπογραφή «Π. Αριστοκλέους / Αστυν.». Η υπογραφή του Αριστοκλέους είναι με τον ίδιο ακριβώς γραφικό χαρακτήρα όπως και η χειρόγραφη κατάθεση και η υπογραφή του Παπαποστόλου, ενώ δεν μοιάζει καθόλου με την πραγματική υπογραφή του Αριστοκλέους. Την κατάθεση υπέγραψε και ο Μιχαλάκης Παντελίδης. (Δες το ντοκουμέντο στη φωτογραφία.) Δηλαδή, ο Παπαποστόλου, στην παρουσία του βοηθού αρχηγού Αστυνομίας Μιχαλάκη Παντελίδη, έγραψε την κατάθεση, την υπέγραψε, έγραψε το σημείωμα του ανακριτή και πλαστογράφησε την υπογραφή του!
Ο ανακριτής, σε συνέντευξή του στον συγγραφέα, παραδέχτηκε ότι η όλη διαδικασία ήταν σκηνοθετημένη. Από το γραφείο του Αριστοκλέους πέρασαν όλοι όσοι κατονόμαζαν οι Πουλίτσας και Παπαποστόλου και υποστήριξαν το άλλοθί τους. «Τους έφερναν τον έναν μετά τον άλλο και απάγγελλαν την κατάθεσή τους, όπως τα παιδιά λένε το "Πιστεύω" στο κατηχητικό», παραδέχτηκε ο Αριστοκλέους.
Η απόφαση του Μακαρίου να συγκαλύψει τον φόνο του Γιωρκάτζη, καθώς και την απόπειρα κατά της δικής του ζωής, έγινε γνωστή από τότε. Ομως επικράτησε η άποψη ότι το έκανε επειδή εκβιάστηκε από τη χούντα με πραξικόπημα.
Ο Μακάριος Δρουσιώτης στο βιβλίο αποκλείει αυτή την εκδοχή και αποδίδει στον Μακάριο άλλα κίνητρα. Οι Πουλίτσας και Παπαποστόλου τον είχαν στο χέρι, για γεγονότα όπως η ίδρυση της παρακρατικής οργάνωσης Εθνικό Μέτωπο. Ο Μακάριος δεν θα παραδεχόταν ποτέ ότι παγιδεύτηκε από τους πιο έμπιστούς του ανθρώπους, ούτε θα άφηνε να γίνει μια δίκη που θα αποκαθήλωνε το κύρος του.
Ο Μακάριος ανέχτηκε τόσο τον Πουλίτσα όσο και τον Παπαποστόλου να στέκονται δίπλα του και να παριστάνουν τους φρουρούς του, για τρεις μήνες μετά που αποπειράθηκαν να τον δολοφονήσουν, ανταλλάσσοντας την ανοχή του με τη σιωπή τους, μέχρι να λήξη η θητεία του Παπαποστόλου και να επιστρέψει στην Ελλάδα. Λίγες μέρες αργότερα, ο Αθανάσιος Πουλίτσας πήρε το αεροπλάνο και με εισιτήριο Λευκωσίας - Αθήνας μονής διαδρομής... *
«Εμφύλιος πόλεμος»
«Εμφύλιος για τον Εμφύλιο» ήταν ο ευρηματικός τίτλος μιας δημοσιογραφικής έρευνας (Νέα, 24-25/10/2009, σ. 34) για τη διαμάχη που συνόδεψε την παρουσίαση μιας νέας ταινίας για τον ελληνικό «Εμφύλιο Πόλεμο» (1946-49).
Ας ξεκινήσουμε όμως από τις λέξεις, για να επανέλθουμε στα πράγματα: Η έννοια «εμφύλιος/έμφυλος» (πόλεμος, στάση κ.ά.) μαρτυρείται, πράγματι, στις αρχαίες ελληνικές πηγές ήδη από την ομηρική «Οδύσσεια», αλλά σημαίνει μόνο την -ένοπλη- σύγκρουση μεταξύ ατόμων της ίδιας φυλής ή μεταξύ συγγενών. Ούτε στον Θουκυδίδη ούτε σε κανέναν άλλον ιστορικό ο «Πελοποννησιακός Πόλεμος» (431-404 π.Χ.) δεν αναφέρεται ως «εμφύλιος πόλεμος», αφού ήταν ένας πόλεμος μεταξύ διαφορετικών κρατών, Αθήνας και Σπάρτης, και όχι μια σύγκρουση μεταξύ ομάδων της ίδιας «φυλής» ή του ίδιου «έθνους».
Οι πρώτοι, ιστορικά μαρτυρημένοι, «εμφύλιοι» πόλεμοι ήταν οι συγκρούσεις μεταξύ αντιπάλων πολιτικών ομάδων στην αρχαία Ρώμη (133-30 π.Χ.). Ο σημαντικότερος απ' αυτούς ήταν η σύγκρουση μεταξύ των Αριστοκρατικών (Πομπήιος) και των Λαϊκών (Ιούλιος Καίσαρ), που βρήκε την ιστορική καταγραφή της στα «απομνημονεύματα» του δευτέρου («De bello civile», 48-44 π.Χ.). Η πιστή μετάφραση του τίτλου (civis = πολίτης, συμπολίτης) καταδεικνύει ότι ήταν πραγματικά ένας πόλεμος μεταξύ πολιτών της ίδιας χώρας (civil war / guerre civile / Burgerkrieg) και η καταγραφή του από τον Ιούλιο Καίσαρα προαναγγέλλει το νεότερο δόγμα: «την Ιστορία γράφουν οι νικητές».
Το «κλασικό» παράδειγμα εμφυλίου πολέμου στη νεότερη ευρωπαϊκή ιστορία ήταν η «Παρισινή Κομμούνα» (18 Μαρτ. - 27 Μαΐου 1871)· η ακαριαία καταγραφή του από τον Κ. Marx («The civil war in France», α' έκδ.: Λονδίνο 1871· ελλην. μετάφρ.: «Ο εμφύλιος πόλεμος της Γαλλίας», Αθήνα 1924) αποδεικνύει ανατρεπτικά ότι την Ιστορία μπορούν να τη γράφουν και οι ηττημένοι. Με μιαν ιστορική αναδρομή στις προηγηθείσες αστικές επαναστάσεις (1789, 1830, 1848) ο Marx αποκαλύπτει τον ταξικό χαρακτήρα των πολιτικών και πολεμικών συγκρούσεων του 19ου και 20ού αιώνα:
α) Η «Παρισινή Κομμούνα» ήταν μια επανάσταση των εργατών και σ' αυτήν σχηματίζεται για πρώτη φορά στην ιστορία των εμφυλίων συρράξεων ένα «λαϊκό μέτωπο»: Με τους επαναστατημένους εργάτες είχαν συνασπιστεί οι ουτοπικοί σοσιαλιστές του Blanqui και πολλοί μικρομεσαίοι αστοί και διεθνιστές· από την άλλη πλευρά του μετώπου βρίσκονταν οι μεγάλοι κεφαλαιοκράτες και οι μοναρχικοί υπό την ηγεσία του παλαίμαχου πολιτικού αρριβίστα Θιέρσου (Thiers).
β) Η εργατική επανάσταση εγκαθιδρύει ένα νέο, ομοσπονδιακό και αυτοδιοικούμενο πολιτικό σύστημα, πυρήνας του οποίου είναι η «κοινότητα» (commune): «κομμουνισμός» = «κοινοτισμός».
γ) Ο εμφύλιος πόλεμος αρχίζει με την επίθεση των συνασπισμένων καθεστωτικών κατά της επαναστατικής κυβέρνησης· στην «Παρισινή Κομμούνα» εκδηλώνεται για πρώτη φορά ο ρόλος του «ξένου παράγοντα»: Ο Bismarck, ο νικητής του γαλλογερμανικού πολέμου (1870-71), τάσσεται στο πλευρό των καθεστωτικών, πρώην αντιπάλων και νυν ταξικών συμμάχων του.
δ) Οι μαζικές εκτελέσεις των επαναστατημένων Κομμουνάρων από τους καθεστωτικούς είναι ένα βασικό χαρακτηριστικό των εμφυλίων πολέμων - ο Marx παραπέμπει στο πογκρόμ που εξαπέλυσε ο Σύλλας εναντίον των αντιπάλων του μετά τη νίκη του επί του Μαρίου (82 π.Χ.).
Είναι πολύ θετικό ότι τις απορριπτικές κριτικές των εγκυρότερων κριτικών για την ταινία του Π. Βούλγαρη ενίσχυσαν μερικές οξυδερκείς παρατηρήσεις ιστορικών και δημοσιογράφων, όπως: «Ο σκηνοθέτης κατάφερε να ενταφιάσει στα βουνά της Δυτικής Μακεδονίας και την ιστορία της σκληρότερης πολεμικής αναμέτρησης που γνώρισε η Ελλάδα» (Ε. Βουλτσίδου: Βήμα, 25/10/2009, σ. 42).
Το σύγχρονο ιστορικοπολιτικό πλαίσιο αυτής της διαμάχης είναι προφανώς ο ρεβανσιστικός αναθεωρητισμός της Κατοχής, της Αντίστασης και του Εμφυλίου από τους μισθοφόρους της Νέας Δεξιάς Ν. Μαραντζίδη (Πανεπ. Μακεδονίας) και Στ. Καλύβα (Πανεπ. Yale). Μέσα σ' αυτό το ιστορικό-πολιτικό πλαίσιο, η ταινία του Π. Βούλγαρη επιχειρεί, με το άλλοθι της μυθοπλασίας, την αφιστορίκευση της Ιστορίας και την αποπολιτικοποίηση της πολιτικής. *
Γ.ΒΕΛΟΥΔΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 5/12/2009
Ας ξεκινήσουμε όμως από τις λέξεις, για να επανέλθουμε στα πράγματα: Η έννοια «εμφύλιος/έμφυλος» (πόλεμος, στάση κ.ά.) μαρτυρείται, πράγματι, στις αρχαίες ελληνικές πηγές ήδη από την ομηρική «Οδύσσεια», αλλά σημαίνει μόνο την -ένοπλη- σύγκρουση μεταξύ ατόμων της ίδιας φυλής ή μεταξύ συγγενών. Ούτε στον Θουκυδίδη ούτε σε κανέναν άλλον ιστορικό ο «Πελοποννησιακός Πόλεμος» (431-404 π.Χ.) δεν αναφέρεται ως «εμφύλιος πόλεμος», αφού ήταν ένας πόλεμος μεταξύ διαφορετικών κρατών, Αθήνας και Σπάρτης, και όχι μια σύγκρουση μεταξύ ομάδων της ίδιας «φυλής» ή του ίδιου «έθνους».
Οι πρώτοι, ιστορικά μαρτυρημένοι, «εμφύλιοι» πόλεμοι ήταν οι συγκρούσεις μεταξύ αντιπάλων πολιτικών ομάδων στην αρχαία Ρώμη (133-30 π.Χ.). Ο σημαντικότερος απ' αυτούς ήταν η σύγκρουση μεταξύ των Αριστοκρατικών (Πομπήιος) και των Λαϊκών (Ιούλιος Καίσαρ), που βρήκε την ιστορική καταγραφή της στα «απομνημονεύματα» του δευτέρου («De bello civile», 48-44 π.Χ.). Η πιστή μετάφραση του τίτλου (civis = πολίτης, συμπολίτης) καταδεικνύει ότι ήταν πραγματικά ένας πόλεμος μεταξύ πολιτών της ίδιας χώρας (civil war / guerre civile / Burgerkrieg) και η καταγραφή του από τον Ιούλιο Καίσαρα προαναγγέλλει το νεότερο δόγμα: «την Ιστορία γράφουν οι νικητές».
Το «κλασικό» παράδειγμα εμφυλίου πολέμου στη νεότερη ευρωπαϊκή ιστορία ήταν η «Παρισινή Κομμούνα» (18 Μαρτ. - 27 Μαΐου 1871)· η ακαριαία καταγραφή του από τον Κ. Marx («The civil war in France», α' έκδ.: Λονδίνο 1871· ελλην. μετάφρ.: «Ο εμφύλιος πόλεμος της Γαλλίας», Αθήνα 1924) αποδεικνύει ανατρεπτικά ότι την Ιστορία μπορούν να τη γράφουν και οι ηττημένοι. Με μιαν ιστορική αναδρομή στις προηγηθείσες αστικές επαναστάσεις (1789, 1830, 1848) ο Marx αποκαλύπτει τον ταξικό χαρακτήρα των πολιτικών και πολεμικών συγκρούσεων του 19ου και 20ού αιώνα:
α) Η «Παρισινή Κομμούνα» ήταν μια επανάσταση των εργατών και σ' αυτήν σχηματίζεται για πρώτη φορά στην ιστορία των εμφυλίων συρράξεων ένα «λαϊκό μέτωπο»: Με τους επαναστατημένους εργάτες είχαν συνασπιστεί οι ουτοπικοί σοσιαλιστές του Blanqui και πολλοί μικρομεσαίοι αστοί και διεθνιστές· από την άλλη πλευρά του μετώπου βρίσκονταν οι μεγάλοι κεφαλαιοκράτες και οι μοναρχικοί υπό την ηγεσία του παλαίμαχου πολιτικού αρριβίστα Θιέρσου (Thiers).
β) Η εργατική επανάσταση εγκαθιδρύει ένα νέο, ομοσπονδιακό και αυτοδιοικούμενο πολιτικό σύστημα, πυρήνας του οποίου είναι η «κοινότητα» (commune): «κομμουνισμός» = «κοινοτισμός».
γ) Ο εμφύλιος πόλεμος αρχίζει με την επίθεση των συνασπισμένων καθεστωτικών κατά της επαναστατικής κυβέρνησης· στην «Παρισινή Κομμούνα» εκδηλώνεται για πρώτη φορά ο ρόλος του «ξένου παράγοντα»: Ο Bismarck, ο νικητής του γαλλογερμανικού πολέμου (1870-71), τάσσεται στο πλευρό των καθεστωτικών, πρώην αντιπάλων και νυν ταξικών συμμάχων του.
δ) Οι μαζικές εκτελέσεις των επαναστατημένων Κομμουνάρων από τους καθεστωτικούς είναι ένα βασικό χαρακτηριστικό των εμφυλίων πολέμων - ο Marx παραπέμπει στο πογκρόμ που εξαπέλυσε ο Σύλλας εναντίον των αντιπάλων του μετά τη νίκη του επί του Μαρίου (82 π.Χ.).
Είναι πολύ θετικό ότι τις απορριπτικές κριτικές των εγκυρότερων κριτικών για την ταινία του Π. Βούλγαρη ενίσχυσαν μερικές οξυδερκείς παρατηρήσεις ιστορικών και δημοσιογράφων, όπως: «Ο σκηνοθέτης κατάφερε να ενταφιάσει στα βουνά της Δυτικής Μακεδονίας και την ιστορία της σκληρότερης πολεμικής αναμέτρησης που γνώρισε η Ελλάδα» (Ε. Βουλτσίδου: Βήμα, 25/10/2009, σ. 42).
Το σύγχρονο ιστορικοπολιτικό πλαίσιο αυτής της διαμάχης είναι προφανώς ο ρεβανσιστικός αναθεωρητισμός της Κατοχής, της Αντίστασης και του Εμφυλίου από τους μισθοφόρους της Νέας Δεξιάς Ν. Μαραντζίδη (Πανεπ. Μακεδονίας) και Στ. Καλύβα (Πανεπ. Yale). Μέσα σ' αυτό το ιστορικό-πολιτικό πλαίσιο, η ταινία του Π. Βούλγαρη επιχειρεί, με το άλλοθι της μυθοπλασίας, την αφιστορίκευση της Ιστορίας και την αποπολιτικοποίηση της πολιτικής. *
Γ.ΒΕΛΟΥΔΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 5/12/2009
Ο θεατής απέναντι σε νωπά τραύματα και ενοχές
Βούλγαρης - Χάνεκε
Της ΗΛΕΚΤΡΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΥ
Εδώ και ένα μήνα, το κινηματογραφικό κοινό δείχνει την προτίμησή του για δύο ταινίες: την ελληνική «Ψυχή Βαθιά» του Παντελή Βούλγαρη και τη γερμανική «Λευκή κορδέλα» του Μίκαελ Χάνεκε.
Φαινομενικά ασύνδετες μεταξύ τους, οι ταινίες τοποθετούν τις δραματικές τους ιστορίες σ' ένα ιστορικό φόντο. Η ελληνική διαδραματίζεται στα βουνά του Γράμμου το 1949 και τελειώνει με τη λήξη του ελληνικού εμφύλιου πολέμου. Η γερμανική εκτυλίσσεται σ' ένα μικρό χωριό της βόρειας Γερμανίας το 1913-14 και τελειώνει με την κήρυξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Βασισμένη σε πραγματικά ιστορικά γεγονότα η «Ψυχή Βαθιά», ταινία μυθοπλασίας με ιστορικό υπόβαθρο η «Λευκή κορδέλα».
Οι δύο ταινίες αναμετρώνται με τελείως διαφορετικό τρόπο με τις διαδρομές του ανθρώπινου δράματος μέσα στην ιστορία. Κι, όμως, το αφηγηματικό κέντρο και στις δύο το «κατοικούν» παιδιά και έφηβοι. Παιδιά που εμπλέκονται στον κόσμο των ενηλίκων σε κρίσιμες ιστορικές στιγμές, που βιώνουν δραματικά το ιστορικό γίγνεσθαι, που μεταφέρουν τη σκληρότητα της κοινωνίας που τους ανέθρεψε, παιδιά που συμμετέχουν στο έγκλημα.
Η γερμανική ταινία σκαλίζει με χειρουργική επιμέλεια τα τραύματα της ιστορίας της, μιλάει για μια κοινωνία όπου το καλό και το κακό ενυπάρχουν σε όλους, όπου όλοι είμαστε ένοχοι και κυρίως τα συνήθως θεωρούμενα «αθώα» παιδιά. Επομένως, είμαστε όλοι υπόλογοι απέναντι στον εαυτό μας και στην κοινωνία και το κάθε άτομο παίρνει στα χέρια του την ατομική και κοινωνική του ευθύνη. Η ελληνική ταινία, στην άλλη άκρη, χαϊδεύει τα σημάδια από τα τραύματα της ελληνικής ιστορίας, υποστηρίζει ότι είμαστε κατ' αρχήν αθώοι -κυρίως τα παιδιά- και υποδεικνύει σαν τους μόνους κατ' ουσίαν ενόχους τους «άλλους», τους «ξένους». Ετσι όμως δεν αντιμετωπίζει το κακό στην εσωτερική ψυχική μας συγκρότηση, στη σχέση μας με την κοινωνία δεν αφήνει χώρο για το αίσθημα της προσωπικής ευθύνης και ο άνθρωπος δεν αισθάνεται ότι συμμετέχει ο ίδιος στη διαμόρφωση της ζωής και του κόσμου γύρω του.
Εάν λοιπόν υποθέσουμε αφενός ότι το σινεμά είναι παιδί της κοινωνίας μέσα στην οποία δημιουργείται και αφετέρου ότι η κινηματογραφική εικόνα του παρελθόντος δεν είναι απλά μια συνεκδοχή της ιστορίας αλλά η υπενθύμιση «από πού προέρχεται το σήμερα», γεννιέται το εξής ερώτημα: Γιατί μία κοινωνία σαν τη γερμανική μπορεί να αφηγείται ιστορίες για τα συλλογικά τραύματα και τις ενοχές της τόσο κοντά στην πραγματικότητα και τόσο ελεύθερα, ενώ η δική μας μοιάζει να μην μπορεί ακόμα να διασχίσει τους δρόμους της αυτογνωσίας που θα τη βοηθήσουν να αναμετρηθεί με τα τραύματα του χθες, να συγκροτήσει την ταυτότητά της σήμερα για να προχωρήσει στο αύριο χωρίς εφιάλτες και χωρίς εκκρεμότητες;
Για να διερευνήσουμε το «τοπίο» συζητήσαμε με τον ψυχίατρο και ψυχαναλυτή Νίκο Τζαβάρα (πρόεδρο της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας και της Ελληνικής Ψυχιατρικής Εταιρείας), τον ιστορικό του 20ού αιώνα Τάσο Σακελλαρόπουλο (ιστορικός στο Μουσείο Μπενάκη) και με δύο ανθρώπους του σινεμά, τον Νίκο Σαββάτη (κριτικό-θεωρητικό του σινεμά) και τον Νίκο Παναγιωτόπουλο (συγγραφέα-σεναριογράφο). Και οι τέσσερις αντιμετωπίζουν τη διαδικασία της μνήμης και του παρελθόντος από διαφορετικές προσεγγίσεις - της Ιστορίας, της ψυχανάλυσης και της κινηματογραφικής αναπαράστασης.
ΝΙΚΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Δεν θέλουμε το σινεμά να μας θυμίζει τον ζόφο
Το σινεμά εμπνέεται πολύ συχνά από την ιστορία. Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος έχει την άποψη ότι αυτό συμβαίνει επειδή «η ιστορία προσφέρει ένα τρομακτικό υλικό. Ουσιαστικά, ο κινηματογράφος τη ληστεύει προκειμένου να κάνει ωραίες ταινίες. Μπορεί να αντλήσει τη δραματική περίσταση από την ιστορία, ας πούμε την περίοδο του εμφυλίου, και από κει και πέρα να σταθεί στη δραματική ιστορία των ανθρώπων. Δεν περιμένουμε από μία ταινία την ιστορική αλήθεια».
Το σινεμά χτίζει εικόνες και αφηγήσεις. Πηγαινοέρχεται μπρος-πίσω στους δρόμους της μνήμης, που ενώνουν το χθες με το σήμερα. Και ενώ μπορεί να μην ακολουθεί την ενότητα της ιστορικής μνήμης, μπορεί να δημιουργεί «περάσματα» στις συνειδήσεις ώστε μιλώντας για το παρελθόν να μας μιλάει ουσιαστικά για το σήμερα. Οταν, όμως, χρησιμοποιεί την ιστορία αλλά δεν ανιχνεύει το συλλογικό τραύμα στο σκοτεινό ψυχικό του βάθος, τα περάσματα καταργούνται και η σχέση του με τη σημερινή κοινωνία είναι θολή και απροσδιόριστη. Αυτό συμβαίνει, πιστεύει ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, «επειδή ο ελληνικός κινηματογράφος δημιουργείται μέσα σε μια κοινωνία που δεν θέλει να ασχοληθεί σε βάθος με τα τραύματά της. Η λογοτεχνία το έχει κάνει λίγο περισσότερο γιατί έχει μεγαλύτερη ελευθερία. Ο κινηματογράφος δεν μπορεί να ακολουθήσει αυτόν τον δρόμο, είναι αυτοκτονικός. Κοστίζει πολλά! Η λογοτεχνία μπορεί να αψηφά το κοινό της, το σινεμά δεν μπορεί. Και το κοινό αυτό, όλοι μας, είμαστε ένα κοινό που δεν θέλουμε ο κινηματογράφος να μας υπενθυμίζει τον ζόφο».
ΝΙΚΟΣ ΣΑΒΒΑΤΗΣ
Το σινεμά βρίσκεται στον αφρό των πραγμάτων
Μέσα από την κινηματογραφική διήγηση σχηματοποιείται μια αφήγηση για το παρελθόν κι έτσι η κοινωνία λέει στον εαυτό της ιστορίες για τον εαυτό της. Αυτό που είναι πολύ ενδιαφέρον, λέει ο Νίκος Σαββάτης, είναι «όταν βλέπεις την ιστορία να μπαίνει από το πίσω μέρος, χωρίς να είναι αυτό το πρώτο μέλημα του σκηνοθέτη. Σήμερα, που υποτίθεται ότι το είδος της "ιστορικής ταινίας" έχει φτάσει στο όριό του, μπορούμε να βρούμε μια σοβαρή προσέγγιση της ιστορίας εκεί που δεν θα περιμέναμε να υπάρχει. Το σινεμά κάνει μια δουλειά τακτοποίησης, σαν κι αυτή του ασυνείδητου. Σε βοηθάει να δεις και να αντιμετωπίσεις το τραύμα. Ομως για να φτάσει μια κοινωνία στο επίπεδο της κινηματογραφικής αναπαράστασης πρέπει να υπάρξουν πριν διηγήσεις, να προηγηθούν άλλες αφηγήσεις, ιστορικές μαρτυρίες, ψυχικές καταθέσεις. Το σινεμά βρίσκεται στον αφρό των πραγμάτων. Η καθυστέρηση στην αντίδρασή του δεν συμβαίνει επειδή δειλιάζει, αλλά επειδή δεν μπορεί να καταγράψει το τραύμα όταν αυτό είναι νωπό».
Τ. ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΣ
Στην Ελλάδα ανανεώνουμε συνεχώς τα τραύματά μας
«Ψυχή βαθιά»: οι έφηβοι ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα του εμφυλίου «Ψυχή βαθιά»: οι έφηβοι ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα του εμφυλίου Εάν λοιπόν η κινηματογραφική αφήγηση βρίσκεται στον αφρό των ημερών, η ιστορία είναι εκείνη που θα ρίξει τα θεμέλια στα οποία θα ριζώσει η σχέση της κοινωνίας με το παρελθόν. Μέσα από αυτήν την επικοινωνία οι κοινωνίες ερευνούν και εν τέλει προσδιορίζουν την ταυτότητά τους.
Ο ιστορικός Τάσος Σακελλαρόπουλος πιστεύει ότι «ο διάλογος μεταξύ παρόντος και παρελθόντος στη ζωή είναι διαρκής και καλό είναι τη γέφυρα αυτή να την κάνουν οι ιστορικοί, οι άνθρωποι δηλαδή που έχουν επιλέξει ως επάγγελμα ακριβώς την ανασύσταση του παρελθόντος».
Η σχέση όμως της Ελλάδας με το παρελθόν της υπήρξε μέχρι σήμερα κάθε άλλο παρά αρμονική. «Οσο πιο κοντά ήταν τα ιστορικά γεγονότα τόσο μεγαλύτερο το βάρος, τόσο πιο δυσλειτουργική γινόταν η αποτίμησή τους. Διαρκώς υπήρχε μια ερμηνεία του παρελθόντος μέσα από το τρέχον παρόν. Αυτό προέκυπτε από την επιλεκτική επικοινωνία και τον διαρκή διάλογο που είχαν οι πολιτικές δυνάμεις με τμήματα του πληθυσμού και αυτομάτως διαμόρφωνε μια εμπόλεμη κατάσταση μεταξύ του παρόντος και του παρελθόντος».
Μέσα σε αυτό το εμπόλεμο, «όπου πάντοτε πρέπει να είναι άγγελος ο δικός μας και διάολος ο εχθρός», όπως συμπληρώνει ο Τάσος Σακελλαρόπουλος, τα τραύματα δεν κλείνουν. «Γιατί σε αυτή τη διαδικασία μπαίνει και μια άρνηση του πένθους ή μια διαρκής επίκληση του τραύματος, που ανανεώνεται συνέχεια και ως εκ τούτου δεν προκύπτει τελικά η κατανάλωση του πένθους. Εχουμε, δηλαδή, τη συνεχή καλλιέργεια μιας νωπότητας στο τραύμα. Εκτός όμως από το τι θα επιδιώξουν οι ιστορικοί, μένει να δούμε εάν -τώρα που τα πάθη αμβλύνονται και η ιστορία παύει να είναι η περιοχή των συγκρούσεων- μπορεί η ίδια η κοινωνία να συγκρατήσει από την ιστορία της όσα θα τη βοηθήσουν να αντιμετωπίσει τα τραύματα και να επιβεβαιώσει την ενότητά της».
ΝΙΚΟΣ ΤΖΑΒΑΡΑΣ
Συγγνώμη θα πει «ανακαλύπτω ποιότητες του εχθρού μου και σε μένα»
Μέχρι σήμερα η στάση της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στο παρελθόν της είναι στάση άμυνας και φαντασίωσης. Αποφεύγουμε τις συγκρούσεις με τον εαυτό μας, πιστεύουμε ότι είμαστε οι αδικημένοι της ιστορίας και επιλέγουμε για συνοδοιπόρο πιο συχνά τη λήθη από τη μνήμη.
Αυτό, κατά τον ψυχαναλυτή Νίκο Τζαβάρα, συμβαίνει επειδή «λήθη σημαίνει ότι συντηρώ ορισμένες ιδεολογίες του παρελθόντος και τις αφήνω να αλλοιωθούν βαθμηδόν, χωρίς να τις υποβάλλω στο βάσανο ενός αποκαλυπτικού διαλόγου. Απαλύνονται τα πράγματα στην Ελλάδα διά μέσου της λήθης. Είναι ένας μηχανισμός εξαιρετικά αργός, αλλά όχι και ο πιο υπεύθυνος. Βλέπετε, στην κεντρική Ευρώπη μετά τον Διαφωτισμό υπάρχουν οι παραδόσεις μιας ανελέητης κριτικής και αυτοκριτικής. Νομίζω πως η ψυχανάλυση είναι αυτή που εκφράζει το μεγάλο ρεύμα του Διαφωτισμού. Η αυτοκριτική, που προκύπτει μέσω της ψυχανάλυσης, είναι αποκαλυπτική. Χωρίς αυτόν τον αποκαλυπτικό διάλογο, η λήθη μπορεί και συντηρεί τις αυταρχικές όψεις της αυθεντίας. Εάν δεν αρχίσει μια κοινωνία να τα θέτει όλα σε αμφισβήτηση, μπορούν να διατηρήσουν εύκολα τη φυσιογνωμία τους και τα πολιτικά πρόσωπα και οι πολιτικές γραμμές».
Πράξη επαναστατική η μνήμη, αλλά και πράξη γενναία. Οπως υπογραμμίζει ο Νίκος Τζαβάρας, «η μνήμη, συλλογική και ατομική, μας επιτρέπει να καταλάβουμε καλύτερα τη συμπεριφορά μας εντός του παρόντος. Το ανεξέλεγκτο παρόν μπορεί να ελεγχθεί και να κατανοηθεί μέσω της μνήμης, η οποία πρέπει να είναι ιδιότυπη μνήμη παρ' όλα αυτά. Δηλαδή, δεν είναι μόνο το ιστορικό πλαίσιο αλλά και το πώς έχει διαμορφωθεί ο ανθρώπινος ψυχισμός κάτω από συγκεκριμένες ιστορικές στιγμές. Δεν υπάρχει παντοδυναμία της ιστορικής στιγμής στη διαμόρφωση των αδυναμιών του ανθρώπου. Αυτές είναι εγγενείς, στη "Λευκή κορδέλα" εντοπίζονται και στα παιδιά».
Αρα, μήπως μέσω της ανάμνησης μπορούμε να δημιουργήσουμε μια ολική θεώρηση της ζωής και του πολιτισμού; «Δεν είναι εύκολο», απαντά ο Νίκος Τζαβάρας. «Νομίζω ότι η τέχνη διαδραματίζει έναν σημαντικό ρόλο στην περίπτωση αυτή, γιατί μας υποχρεώνει να αντιληφθούμε τους μηχανισμούς συνταύτισής μας με το καλό και το κακό, με την επιθετικότητα και την αγάπη, με τον έρωτα και να αντιμετωπίσουμε το γεγονός ότι υπάρχει μια συγγενής ετοιμότητα στον άνθρωπο να αποδεχτεί το κακό».
Δεν είναι τυχαίο ότι οι «ιστορικές ταινίες» προκαλούν έντονες δημόσιες συζητήσεις. Η άμεση ή έμμεση αναφορά στο ιστορικό παρελθόν βάζει βασανιστικά ερωτήματα. «Υπάρχουν τελικά καλοί και κακοί;», «Είμαστε όλοι ικανοί να διαπράξουμε εγκλήματα;», «Γιατί θέλουμε να απωθήσουμε τα τραύματά μας;».
Και τότε η ελπίδα, που αρχίζει να σχηματίζεται δειλά, είναι ότι όταν η κοινωνία μπορέσει να αντιμετωπίσει το παρελθόν τραυματικό γεγονός, αποδεχτεί την ψυχική συνύπαρξη του καλού με το κακό και συνειδητοποιήσει, όπως λέει ο Νίκος Τζαβάρας, ότι «συγγνώμη θα πει να ανακαλύπτω ποιότητες του εχθρού μου, του "ξένου" και σε μένα», τότε μπορεί να διώξει από πάνω της τον γερασμένο εαυτό της και να ξαναμπεί δυναμικά στο παιχνίδι της ζωής, όπου θα συναντήσει τις ανάγκες που βάζει μπροστά μας επιτακτικά το σήμερα. *
Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2009
Η μετανάστευση και η αριστερά
άρθρο του ιταλού δημοσιογράφου και συγγραφέα Μάρκο ντ' Εραμο που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Micromega».
Για την αριστερά η μετανάστευση φαίνεται να μην αποτελεί πρόβλημα. Την θεωρεί μιαν αναπόφευκτη διαδικασία που θα βρει από μόνη της τη λύση της. Και σκέφτεται ότι όποιος αναρωτιέται για τη μετανάστευση και τις επιπτώσεις της είναι γι' αυτό το λόγο ρατσιστής.
Το θέμα όμως είναι αρκετά πιο αμφίσημο απ' όσο φαίνεται από πρώτη άποψη. Και αυτό το γνώριζαν πολύ καλά οι θεμελιωτές του εργατικού κινήματος. Αυτοί γνώριζαν πολύ καλά ότι είναι τα αφεντικά, οι καπιταλιστές, εκείνοι που πιέζουν υπέρ της ανεξέλεγκτης μετανάστευσης. Για τους καπιταλιστές οι μετανάστες αποτελούν τον τέλειο «εφεδρικό βιομηχανικό στρατό», το ιδεώδες εργαλείο για να περιορίζουν τις διεκδικήσεις των εργαζομένων και να μειώνουν τους μισθούς τους.
Το 1891, η κόρη του Καρλ Μαρξ Ελεονώρα έγραφε στον αμερικανό συνδικαλιστή Σάμουελ Κόμπερς: «Το πιο άμεσο ζήτημα είναι να εμποδίσουμε την εισαγωγή παράνομης εργασίας από τη μια χώρα στην άλλη, δηλαδή εργαζόμενοι οι οποίοι δεν γνωρίζουν τις συνθήκες της ταξικής πάλης σε μιαν ορισμένη χώρα να εισαχθούν από τους καπιταλιστές σε αυτή τη χώρα, για να μειώσουν τους μισθούς ή να επιμηκύνουν τους χρόνους εργασίας ή και για τα δύο».
Η ολική απορρύθμιση της μετανάστευσης αντιπροσωπεύει μιαν αληθινή πανάκεια για το μεγάλο κεφάλαιο. Από οικονομική και κοινωνική άποψη συμπιέζει μισθούς και διεκδικήσεις και αποδυναμώνει το μέτωπο των εργαζομένων.
Ενώ από πολιτική άποψη παροξύνει τον εσωτερικό ανταγωνισμό μεταξύ των λαϊκών στρωμάτων (τους περίφημους «πολέμους στους κόλπους του λαού») για πολύτιμους πόρους, όπως κατοικίες, σχολεία για τα παιδιά, κρεβάτια στα νοσοκομεία, στρέφοντας την κοινωνική δυσαρέσκεια προς τη δεξιά και μετατρέποντας σε υστερία την αγωνία για ασφάλεια.
Μπροστά σε αυτή την κατάσταση, η αντίδραση της αριστεράς είναι εκείνη που ο Καρλ Μαρξ μισούσε περισσότερο, δηλαδή είναι η αντίδραση των «ευγενικών ψυχών», για τις οποίες είναι βλάσφημο και το να θέτει κανείς το ζήτημα.
Ιδού όμως το παράδοξο, μια απορία που η ίδια η αριστερά κρύβει ντροπαλά κάτω από το χαλί της: εμείς είμαστε ενάντια στο laissez-faire σε όλα τα πεδία, παλεύουμε ενάντια στην απορρύθμιση σε κάθε τομέα της κοινωνικής ζωής, αλλά σε ένα σημείο τρέφουμε μιαν απόλυτη και φανατική πίστη στο laissez-faire και αυτό είναι η μετανάστευση. Νομίζουμε ότι γι' αυτό το θέμα το μοναδικό πράγμα που πρέπει να κάνουμε είναι να μην κάνουμε τίποτα.
Ετσι παρακολουθούμε μια διπλή ανωμαλία: η δεξιά είναι υπέρ της ελεύθερης κυκλοφορίας των πάντων, πλην των ανθρώπινων υπάρξεων. Η αριστερά είναι υπέρ του προγραμματισμού των πάντων, αλλά όχι της ανθρώπινης γεωγραφίας μας. Εμείς θεωρούμε ότι η πολιτική μπορεί να κυβερνάει όλα τα πεδία της κοινωνίας, από την εκπαίδευση ώς την υγεία, αλλά θεωρούμε προσβλητικό να κυβερνάει τη μετανάστευση.
Αντιλαμβάνομαι ότι το να διεισδύσουμε σε αυτή την περιοχή είναι αρκετά ριψοκίνδυνο, εξαιτίας της πιθανής διολίσθησης στην ξενοφοβία, εξαιτίας του «ανθρωπολογικού προστατευτισμού» στον οποίο κινδυνεύουμε να οδηγηθούμε. Αλλά το να μην αντιμετωπίζουμε αυτό το ζήτημα είναι αρκετά πιο επικίνδυνο, σχεδόν αυτοκτονικό. Η μεταναστατευτική αναρχία καταλήγει πράγματι στη χειρότερη δυνατή κατάσταση, εκείνη στην οποία διαιωνίζεται ο φαύλος κύκλος παρανομία/καταπίεση και στην οποία το κράτος που φιλοξενεί μετανάστες δεν κάνει τίποτα για να προετοιμάσει κατοικίες, υποδομές, υπηρεσίες, σχολεία, νοσοκομεία, για να καταστήσει δηλαδή δυνατή την ενσωμάτωση (όχι την αφομοίωση, που είναι διαφορετικό πράγμα) των μεταναστών.
Σε αυτή την κατάσταση, το εκλογικό σώμα έχει μπροστά του δυο παρατάξεις: η μια που δίνει στο πρόβλημα μια βάρβαρη και επιπλέον υποκριτική απάντηση, δεδομένου ότι καμία κοινωνία, όσο πλούσια και αν είναι, δεν μπορεί να κάνει χωρίς μετανάστες· η άλλη παράταξη, η οποία αντίθετα αρνείται την ίδια την ύπαρξη του προβλήματος ταλαντευόμενη πάντοτε ανάμεσα σε δύο άκρα.
Το ένα, διαδεδομένο κυρίως στη λεγόμενη «ριζοσπαστική» αριστερά, είναι το χωρίς διάκριση χαρωπό άνοιγμα, που παρουσιάζεται ως «φιλοξενία» (ακριβώς όπως ο ριγκανισμός έβλεπε το κλείσιμο των ψυχιατρείων ως απλό πέταγμα των ψυχικά ασθενών στο δρόμο). Το άλλο, που κυριαρχεί στη «μετριοπαθή» αριστερά, είναι ένας αδύναμος μιμητισμός, ο οποίος ακολουθεί από κοντά την ξενόφοβη δεξιά, αλλά το κάνει πιο φιλεύσπλαχνα: «παρακαλώ, όχι με τόσο βάρβαρο τρόπο, με λιγότερη σκληρότητα, αν έχετε την καλοσύνη».
Κανείς όμως δεν προτείνει μια πολιτική για τη μετανάστευση. Δηλαδή ένα όραμα του μέλλοντος (τι τύπο κοινωνίας θέλουμε), ένα σύνολο μέτρων, αποφάσεων, νόμων, συμπεριφορών, εκστρατειών για τον προσανατολισμό και την αποδέσμευση της κοινής γνώμης από τη ρατσιστική επιρροή, για να κάνουμε έτσι ώστε οι μετανάστες να μην θεωρούνται μόνο ως κακότυχοι ταλαίπωροι που πρέπει να τους εκμεταλλευόμαστε -δηλαδή «εφεδρικός βιομηχανικός στρατός», που διατηρεί το προλεταριάτο «μέσα στα όρια που ταιριάζουν απόλυτα με τη λαχτάρα για εκμετάλλευση και τη μανία για κυριαρχία του κεφαλαίου» (Μαρξ)- ούτε ως διαφορετικοί από μας, που πρέπει μόνο να ανεχόμαστε και να υπομένουμε, αλλά ως μια επένδυση για το μέλλον.
Και, όπως κάθε επένδυση, ως κάτι που πρέπει να προγραμματίσουμε, να αξιολογήσουμε, να σχεδιάσουμε. Με την ιδέα ότι δεν μπορούμε να προσκαλούμε σε γεύμα ανοίγοντας απλώς την πόρτα του σπιτιού μας. Αλλά δεν μπορούμε ούτε και να προσφέρουμε ένα καλό φαγητό, αν δεν έχουμε τουλάχιστον μια ιδέα για τον αριθμό των συνδαιτυμόνων (...).*
επιμέλεια: Θ. ΓΙΑΛΚΕΤΣΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 29/11/2009
Για την αριστερά η μετανάστευση φαίνεται να μην αποτελεί πρόβλημα. Την θεωρεί μιαν αναπόφευκτη διαδικασία που θα βρει από μόνη της τη λύση της. Και σκέφτεται ότι όποιος αναρωτιέται για τη μετανάστευση και τις επιπτώσεις της είναι γι' αυτό το λόγο ρατσιστής.
Το θέμα όμως είναι αρκετά πιο αμφίσημο απ' όσο φαίνεται από πρώτη άποψη. Και αυτό το γνώριζαν πολύ καλά οι θεμελιωτές του εργατικού κινήματος. Αυτοί γνώριζαν πολύ καλά ότι είναι τα αφεντικά, οι καπιταλιστές, εκείνοι που πιέζουν υπέρ της ανεξέλεγκτης μετανάστευσης. Για τους καπιταλιστές οι μετανάστες αποτελούν τον τέλειο «εφεδρικό βιομηχανικό στρατό», το ιδεώδες εργαλείο για να περιορίζουν τις διεκδικήσεις των εργαζομένων και να μειώνουν τους μισθούς τους.
Το 1891, η κόρη του Καρλ Μαρξ Ελεονώρα έγραφε στον αμερικανό συνδικαλιστή Σάμουελ Κόμπερς: «Το πιο άμεσο ζήτημα είναι να εμποδίσουμε την εισαγωγή παράνομης εργασίας από τη μια χώρα στην άλλη, δηλαδή εργαζόμενοι οι οποίοι δεν γνωρίζουν τις συνθήκες της ταξικής πάλης σε μιαν ορισμένη χώρα να εισαχθούν από τους καπιταλιστές σε αυτή τη χώρα, για να μειώσουν τους μισθούς ή να επιμηκύνουν τους χρόνους εργασίας ή και για τα δύο».
Η ολική απορρύθμιση της μετανάστευσης αντιπροσωπεύει μιαν αληθινή πανάκεια για το μεγάλο κεφάλαιο. Από οικονομική και κοινωνική άποψη συμπιέζει μισθούς και διεκδικήσεις και αποδυναμώνει το μέτωπο των εργαζομένων.
Ενώ από πολιτική άποψη παροξύνει τον εσωτερικό ανταγωνισμό μεταξύ των λαϊκών στρωμάτων (τους περίφημους «πολέμους στους κόλπους του λαού») για πολύτιμους πόρους, όπως κατοικίες, σχολεία για τα παιδιά, κρεβάτια στα νοσοκομεία, στρέφοντας την κοινωνική δυσαρέσκεια προς τη δεξιά και μετατρέποντας σε υστερία την αγωνία για ασφάλεια.
Μπροστά σε αυτή την κατάσταση, η αντίδραση της αριστεράς είναι εκείνη που ο Καρλ Μαρξ μισούσε περισσότερο, δηλαδή είναι η αντίδραση των «ευγενικών ψυχών», για τις οποίες είναι βλάσφημο και το να θέτει κανείς το ζήτημα.
Ιδού όμως το παράδοξο, μια απορία που η ίδια η αριστερά κρύβει ντροπαλά κάτω από το χαλί της: εμείς είμαστε ενάντια στο laissez-faire σε όλα τα πεδία, παλεύουμε ενάντια στην απορρύθμιση σε κάθε τομέα της κοινωνικής ζωής, αλλά σε ένα σημείο τρέφουμε μιαν απόλυτη και φανατική πίστη στο laissez-faire και αυτό είναι η μετανάστευση. Νομίζουμε ότι γι' αυτό το θέμα το μοναδικό πράγμα που πρέπει να κάνουμε είναι να μην κάνουμε τίποτα.
Ετσι παρακολουθούμε μια διπλή ανωμαλία: η δεξιά είναι υπέρ της ελεύθερης κυκλοφορίας των πάντων, πλην των ανθρώπινων υπάρξεων. Η αριστερά είναι υπέρ του προγραμματισμού των πάντων, αλλά όχι της ανθρώπινης γεωγραφίας μας. Εμείς θεωρούμε ότι η πολιτική μπορεί να κυβερνάει όλα τα πεδία της κοινωνίας, από την εκπαίδευση ώς την υγεία, αλλά θεωρούμε προσβλητικό να κυβερνάει τη μετανάστευση.
Αντιλαμβάνομαι ότι το να διεισδύσουμε σε αυτή την περιοχή είναι αρκετά ριψοκίνδυνο, εξαιτίας της πιθανής διολίσθησης στην ξενοφοβία, εξαιτίας του «ανθρωπολογικού προστατευτισμού» στον οποίο κινδυνεύουμε να οδηγηθούμε. Αλλά το να μην αντιμετωπίζουμε αυτό το ζήτημα είναι αρκετά πιο επικίνδυνο, σχεδόν αυτοκτονικό. Η μεταναστατευτική αναρχία καταλήγει πράγματι στη χειρότερη δυνατή κατάσταση, εκείνη στην οποία διαιωνίζεται ο φαύλος κύκλος παρανομία/καταπίεση και στην οποία το κράτος που φιλοξενεί μετανάστες δεν κάνει τίποτα για να προετοιμάσει κατοικίες, υποδομές, υπηρεσίες, σχολεία, νοσοκομεία, για να καταστήσει δηλαδή δυνατή την ενσωμάτωση (όχι την αφομοίωση, που είναι διαφορετικό πράγμα) των μεταναστών.
Σε αυτή την κατάσταση, το εκλογικό σώμα έχει μπροστά του δυο παρατάξεις: η μια που δίνει στο πρόβλημα μια βάρβαρη και επιπλέον υποκριτική απάντηση, δεδομένου ότι καμία κοινωνία, όσο πλούσια και αν είναι, δεν μπορεί να κάνει χωρίς μετανάστες· η άλλη παράταξη, η οποία αντίθετα αρνείται την ίδια την ύπαρξη του προβλήματος ταλαντευόμενη πάντοτε ανάμεσα σε δύο άκρα.
Το ένα, διαδεδομένο κυρίως στη λεγόμενη «ριζοσπαστική» αριστερά, είναι το χωρίς διάκριση χαρωπό άνοιγμα, που παρουσιάζεται ως «φιλοξενία» (ακριβώς όπως ο ριγκανισμός έβλεπε το κλείσιμο των ψυχιατρείων ως απλό πέταγμα των ψυχικά ασθενών στο δρόμο). Το άλλο, που κυριαρχεί στη «μετριοπαθή» αριστερά, είναι ένας αδύναμος μιμητισμός, ο οποίος ακολουθεί από κοντά την ξενόφοβη δεξιά, αλλά το κάνει πιο φιλεύσπλαχνα: «παρακαλώ, όχι με τόσο βάρβαρο τρόπο, με λιγότερη σκληρότητα, αν έχετε την καλοσύνη».
Κανείς όμως δεν προτείνει μια πολιτική για τη μετανάστευση. Δηλαδή ένα όραμα του μέλλοντος (τι τύπο κοινωνίας θέλουμε), ένα σύνολο μέτρων, αποφάσεων, νόμων, συμπεριφορών, εκστρατειών για τον προσανατολισμό και την αποδέσμευση της κοινής γνώμης από τη ρατσιστική επιρροή, για να κάνουμε έτσι ώστε οι μετανάστες να μην θεωρούνται μόνο ως κακότυχοι ταλαίπωροι που πρέπει να τους εκμεταλλευόμαστε -δηλαδή «εφεδρικός βιομηχανικός στρατός», που διατηρεί το προλεταριάτο «μέσα στα όρια που ταιριάζουν απόλυτα με τη λαχτάρα για εκμετάλλευση και τη μανία για κυριαρχία του κεφαλαίου» (Μαρξ)- ούτε ως διαφορετικοί από μας, που πρέπει μόνο να ανεχόμαστε και να υπομένουμε, αλλά ως μια επένδυση για το μέλλον.
Και, όπως κάθε επένδυση, ως κάτι που πρέπει να προγραμματίσουμε, να αξιολογήσουμε, να σχεδιάσουμε. Με την ιδέα ότι δεν μπορούμε να προσκαλούμε σε γεύμα ανοίγοντας απλώς την πόρτα του σπιτιού μας. Αλλά δεν μπορούμε ούτε και να προσφέρουμε ένα καλό φαγητό, αν δεν έχουμε τουλάχιστον μια ιδέα για τον αριθμό των συνδαιτυμόνων (...).*
επιμέλεια: Θ. ΓΙΑΛΚΕΤΣΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 29/11/2009
Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2009
«Οι τράπεζες υπεύθυνες για την κρίση»
Πριν από λίγες ημέρες ο Ulrich Beck, διάσημος Γερμανός καθηγητής Κοινωνολογίας στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, βρέθηκε στην Αθήνα. Προσκεκλημένος της Εταιρείας Κοινωνιολογικών Ερευνών, ο «πατέρας» των θεωριών της «κοινωνίας της διακινδύνευσης» και του «κοσμοπολιτισμού» ως αναγκαίου επιστημονικο-κοινωνικού γεγονότος που σέβεται τις εθνικές και άλλες διαφορές, ανέπτυξε τις απόψεις του για τις νέες μορφές οργάνωσης του σύγχρονου κόσμου.
Η«Ε» μίλησε μαζί του και με τη συνδρομή του γενικού γραμματέα της ΕΚΕ καθηγητή Σωτ. Χτούρτη, επιχειρεί να αποκωδικοποιήσει τις θέσεις του:
* Το παγκοσμιοποιημένο κεφάλαιο κυριάρχησε απόλυτα πάνω στην παλιά διάρθρωση της εργασίας. Τα εθνικά συνδικάτα για να αντιδράσουν πρέπει να αναδιοργανωθούν σε διεθνική βάση.
* Η οικονομική κρίση δημιουργήθηκε από τον καπιταλισμό, από τις μαζικές χρεοκοπίες του συστήματος και προκαλεί θεμελιώδεις αλλαγές. «Βρισκόμαστε στη μέση μιας επανάστασης χωρίς όμως επαναστατικό υποκείμενο. Μιας επανάστασης δομικής που γίνεται από τα κάτω καθώς το υπέδαφος των θεσμών της νεωτερικότητας αποσαθρώνεται».
* Υπεύθυνες της κρίσης είναι οι τράπεζες. Οι οικονομολόγοι νόμιζαν ότι μπορούν να ελέγξουν την κατάσταση. Η μεγαλύτερη επιστημονική γνώση δημιουργεί όμως διαρκώς νέες αβεβαιότητες, τις οποίες πρέπει να αναγνωρίσουμε.
* Το νέο κοινωνικό μοντέλο πρέπει να περιλαμβάνει ένα βασικό εισόδημα για όλους, ως θεμελιώδες κοινωνικό δικαίωμα.
* Πρέπει να εφεύρουμε μια κοινωνική Ευρώπη και ένα νέο τρόπο επιβολής φόρων σε διεθνικό επίπεδο.
* Εάν οι παράνομοι μετανάστες πάψουν να εργάζονται, η κοινωνία θα καταρρεύσει.
* Η ενότητα δεν απαιτεί την ομοιομορφία. Εάν οι εθνικές ταυτότητες διαλυθούν, η Ευρώπη θα χάσει την ψυχή της.
* Η κήρυξη «πολέμου» στην τρομοκρατία δεν μπορεί να λύσει ένα μη στρατιωτικό πρόβλημα.
«Βρισκόμαστε στη μέση μιας επανάστασης χωρίς όμως επαναστατικό υποκείμενο»
Μιλάτε για κοσμοπολιτισμό και κοσμοπολιτοποίηση. Πού διαφέρουν αυτές οι έννοιες;
«Ο κοσμοπολιτισμός είναι μια φιλοσοφική ιδέα που στηρίζεται στην ελληνική φιλοσοφία και θεωρεί ότι ο καθένας είναι μέρος δύο κόσμων. Ο ένας είναι ο Κόσμος της Φύσης και των Κοινών Δικαιωμάτων, ενώ ο άλλος είναι η Πόλις, που σημαίνει διαφορετικές πόλεις, διαφορετικές θρησκείες, διαφορετικές ταυτότητες. Είμαστε και τα δυο ταυτόχρονα. Είμαστε ίσοι και διαφορετικοί. Αυτό είναι το φιλοσοφικό υπόστρωμα πάνω στο οποίο αναπτύχθηκε η ευρωπαϊκή σκέψη του Καντ, του Χάμπερμας και άλλων. Είναι μια σπουδαία παράδοση αλλά πολύ ιδεαλιστική, δεν συνδέεται ευθέως με τον πραγματικό κόσμο.
Στην αρχή του 21ου αιώνα συνέβη κάτι πολύ ενδιαφέρον. Το αποκαλούμε παγκοσμιοποίηση. Οι κοινωνικοί επιστήμονες μιλούν για διασυνδεσιμότητα (interconnectivity). Είμαστε όλοι συνδεδεμένοι με διάφορους τρόπους, μέσω του Ιντερνέτ, μέσω των αγορών, μέσω του ανταγωνισμού, μέσω των παγκόσμιων κινδύνων όπως η κλιματική αλλαγή, πέρα από σύνορα, με ένα πολύ εντατικό και εκτεταμένο τρόπο, όπως δεν ήμασταν ποτέ στο παρελθόν. Εάν δούμε όμως όλες τα συνέπειες αυτής της διασυνδεσιμότητας, θα διαπιστώσουμε ότι ο ένας τρόπος συγκρούεται με τον άλλο.
Στο εθνικό επίπεδο αποκλείουμε τους άλλους και τα άλλα έθνη, δεν χρειάζεται να νοιαζόμαστε γι' αυτά. Αλλά, ξαφνικά, είναι σημαντικό, για παράδειγμα, το πώς οι μάνατζερ τραπεζών στην Αμερική παίρνουν αποφάσεις, γιατί αυτές επηρεάζουν όλον τον κόσμο, ή ακόμα το πώς οι Κινέζοι συμπεριφέρονται σε σχέση με την κλιματική αλλαγή».
Τι σημαίνει αυτή η εξέλιξη;
«Οι αποφάσεις που παίρνουν οι άλλοι αποτελούν πλέον μέρος τη δικής μας ζωής, είτε το θέλουμε είτε όχι, και είναι μάλιστα μια δομική διαδικασία που δεν έχει σχέση με την ατομική μας δράση και τη συνειδητοποίηση των πράξεών μας. Συμβαίνει ξαφνικά και είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα κατάσταση που ξετυλίγεται από κάτω. Εχει στοιχεία του κοσμοπολιτισμού, αλλά μόνο στοιχεία. Ενα στοιχείο είναι ότι δεν μπορούν να αποκλεισθούν πια οι Αλλοι, όπως νομίζαμε παλιά σε εθνικό επίπεδο. Αυτή η διαδικασία κοσμοπολιτοποίησης έχει σοβαρές συνέπειες που επηρεάζουν το κράτος, την οικονομία, το δίκαιο, τη μετανάστευση και βέβαια συνολικά τους κινδύνους που αντιμετωπίζουμε.
Οι πολίτες δεν γίνονται κοσμοπολίτες λόγω της κοσμοπολιτοποίησης, το αντίθετο. Οι πολίτες επιζητούν να επιβεβαιώσουν την εθνική και θρησκευτική τους ταυτότητα γιατί τη θεωρούν πιο σημαντική. Λόγω της σύγκρουσης με τους Αλλους φτιάχνουμε νέα σύνορα, νέους κόσμους, νέες ταυτότητες.
Επομένως η κοσμοπολιτοποίηση είναι κοινωνικο-επιστημονικό γεγονός που αλλάζει πολλά πράγματα, αλλά δεν σημαίνει ότι ο κόσμος γίνεται «κοσμοπολίτικος» με συνειδητό τρόπο, όπως οι φιλόσοφοι ελπίζουν, αλλά είναι κάτι που συμβαίνει ξαφνικά λόγω αυτής της παγκόσμιας διασυνδεσιμότητας».
Πώς διαμορφώνεται, σήμερα, η κοινωνία της διακινδύνευσης;
«Εξετάζοντας την ιστορία της εκβιομηχάνισης βλέπουμε να αντικαθίστανται οι κίνδυνοι που προέρχονται από έξω, για παράδειγμα από τη φύση, τους θεούς κ.λπ., με κινδύνους που δημιουργούνται από εμάς τους ίδιους. Εκτοτε η θεωρία του κινδύνου έχει γίνει εσωτερική και είναι πλέον θέμα προσωπικών αποφάσεων ή θεσμικών επιλογών. Ο κίνδυνος δεν προέρχεται από τους θεούς και τη φύση αλλά είναι μέρος της προόδου, αποτελεί τη σκιά της προόδου. Τα πάντα είναι δυνατόν να συμβούν γιατί γινόμαστε συνεχώς πιο ισχυροί και τελικά χάνουμε τον έλεγχο».
Είμαστε δηλαδή τελείως αδύναμοι;
«Αυτό ακριβώς λέει η θεωρία της διακινδύνευσης. Προσπαθούμε να ελέγξουμε τις συνέπειες τού εκμοντερνισμού χρησιμοποιώντας πολλούς θεσμικούς τρόπους, όπως αναλύσεις κινδύνων, ασφάλειες και άλλους μηχανισμούς πρόβλεψης. Είμαστε προετοιμασμένοι για ατυχήματα, τα οποία αισθανόμαστε ικανοί να χειριστούμε. Ωστόσο, ενώ γινόμαστε τόσο ισχυροί στην παραγωγή μοντέρνων ιδεών και νέας τεχνολογίας, δεν μπορούμε να προβλέψουμε τι θα συμβεί. Περισσότερη επιστημονική γνώση, περισσότερος έλεγχος των πραγμάτων δημιουργούν νέες μορφές αβεβαιότητας. Για παράδειγμα, η τωρινή οικονομική κρίση. Οι οικονομολόγοι ήταν τόσο σίγουροι ότι ήξεραν τα πάντα και ότι όλα ήταν υπό έλεγχο, ωστόσο αυτή η κατασκευασμένη βεβαιότητα έγινε η αιτία της καταστροφής, επειδή κανείς δεν μιλούσε για όλα αυτά. Οι τράπεζες είναι οι κυρίως υπεύθυνες, αλλά οι οικονομολόγοι έλεγαν ότι μπορούμε να ελέγξουμε την κατάσταση. Πρέπει ωστόσο να παραδεχτούμε ότι δεν ξέρουμε τι ακριβώς κάνουμε και πρέπει να αναγνωρίσουμε την αβεβαιότητά μας, να γίνουμε πιο προσεκτικοί σε όλα τα επίπεδα».
Ποιοι είναι σήμερα οι μεγάλοι βασικοί κίνδυνοι;
«Υπάρχουν διαφορετικές συλλογιστικές για τους παγκόσμιους κινδύνους. Οι κλιματικές αλλαγές είναι μια συλλογιστική που συνδέεται με το περιβάλλον και ο καθένας μας αποτελεί μέρος αυτού του κινδύνου, γιατί είναι μέρος της φύσης. Πρόκειται για συλλογική μετάφραση αυτού του κινδύνου.
Η οικονομική κρίση είναι διαφορετική. Δημιουργήθηκε από τον καπιταλισμό, από μαζικές χρεοκοπίες του συστήματος, αλλά οι κίνδυνοι και οι καταστροφές αυτές μπορούν να εξατομικευτούν. Μπορεί να χρεοκοπήσεις ως άτομο ή ως επιχείρηση και αυτό να αποδοθεί σε έθνη.
Αυτά τα δύο είδη κινδύνων αποτελούν μέρος άγνωστων παρενεργειών και δεν είναι εσκεμμένες καταστροφές. Αντίθετα, οι τρομοκράτες επιδιώκουν ηθελημένες καταστροφές. Χρησιμοποιούν το "ευάλωτο" της σύγχρονης κοινωνίας για να δημιουργήσουν την εικόνα του κινδύνου. Ωστόσο, σε αυτό δεν έχουμε καλές απαντήσεις. Το ότι μας ψάχνουν στα αεροδρόμια, για παράδειγμα, απλά μάς κάνει να αισθανόμαστε καλύτερα, λίγο πιο ασφαλείς. Μια νέα τρομοκρατική επίθεση όμως δεν θα εμποδιστεί από αυτή την αντιμετώπιση».
Παίρνουμε όμως μέτρα που στρατιωτικοποιούν τη κοινωνία και θίγουν ανθρώπινα δικαιώματα.
«Υπάρχει επίσης εδώ μια αντίφαση όσον αφορά τα ατομικά δικαιώματα. Η απειλή της τρομοκρατίας χρησιμοποιείται από τις συντηρητικές κυβερνήσεις για αναδιοργάνωση του στρατού. Οταν έγινε η επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου, σοκαρίστηκα από τη λέξη "πόλεμος" που χρησιμοποίησε ο Μπους. Γιατί ο όρος αυτός έχει μεταφορική σημασία στην αμερικανική πολιτική. Μπορεί, για παράδειγμα, να μιλήσει κανείς για τον "πόλεμο" κατά της φτώχειας. Αλλά όταν τον χρησιμοποίησε ο Μπους είχα την αίσθηση ότι το εννοούσε. Αυτό ωστόσο αναμιγνύει διαφορετικούς αιώνες. Στον πόλεμο υπάρχει ένας εχθρός που μπορείς να αναγνωρίσεις, στρέφεσαι κατά συγκεκριμένου κράτους και στρατού που ξέρεις τι όπλα έχει και του οποίου οι στρατιώτες δεν θέλουν να πεθάνουν. Εδώ έχουμε τελείως διαφορετική κατάσταση. Οι "στρατιώτες" αυτοί, αντίθετα, θέλουν να σκοτωθούν. Δεν μπορείς να τους απειλήσεις, δεν ξέρεις πού ακριβώς βρίσκονται και δεν φοράνε στολές. Είναι μεγάλο λάθος να το ονομάζεις αυτό πόλεμο, που σημαίνει πόλεμο κατά συγκεκριμένου κράτους και στρατού. Η τρομοκρατία είναι ένα διεθνικό δίκτυο και εσύ θέλεις να το νικήσεις στο Αφγανιστάν. Αλλά δεν το έχεις νικήσει σε κανένα κράτος, γιατί η τρομοκρατία δεν είναι στρατιωτικό ζήτημα. Είναι περισσότερο θέμα μυστικών υπηρεσιών, αστυνομικής δράσης και συνεργασίας μεταξύ των κρατών».
Λέτε ότι το κεφάλαιο κρατά για τον εαυτό του το δικαίωμα να καθορίζει τους κανόνες. Είναι πλέον απόλυτα κυρίαρχο;
«Η διάκριση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας (ιδίως με την έννοια των εργατικών σωματείων) έχει αλλάξει. Το κεφάλαιο έχει νέους χώρους για δράση. Διεθνείς οργανισμοί, εξαγωγή εργατικών θέσεων, μη καταβολή φόρων στη χώρα παραγωγής. Το νέο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον δίνει στο κεφάλαιο πολλές δυνατότητες.
Η εργασία και τα συνδικάτα, από την άλλη, περιορίζουν τον εαυτό τους. Προσδιορίζονται από τα σύνορά τους και είναι εθνικά οργανωμένα. Στο Ινστιτούτο μου στο Μόναχο αναζητούμε τις επιπτώσεις από την εξέλιξη αυτή, δηλαδή τους χαμένους και τους κερδισμένους της παγκοσμιοποίησης. Είναι ενδιαφέρον ότι ο ανταγωνισμός προσδιορίζεται πρωταρχικά όχι από τη δράση των εργατών, αλλά από τους διαφορετικούς τύπους παραγωγής. Από τη μια έχουμε τους τύπους παραγωγής και οικονομίας που αυτοπροσδιορίζονται ως συνοριακά πεπερασμένες, ενώ, από την άλλη, όσοι επιδιώκουν να βγάλουν κέρδος οργανώνουν τη δράση τους σε διεθνή κλίμακα. Παρατηρούμε επίσης ότι όσο περισσότερη δύναμη έχουν τα εργατικά συνδικάτα, τόσο λιγότερο ευέλικτα και ανοικτά είναι στη διεθνική οργάνωση της παραγωγής. Αυτό συμβαίνει με τα γερμανικά συνδικάτα, που είναι αρκετά ισχυρά. Νομίζω όμως ότι μπορεί να υπάρξει πλήρης αλλαγή του πλαισίου αναφοράς και του τρόπου σκέψης των εργατών και των συνδικάτων τους. Αρκεί να "μεταφράσουμε", να προσδιορίσουμε δηλαδή την εργασία, όχι μόνο σε εθνικό αλλά σε διεθνές επίπεδο, πράγμα ασφαλώς δύσκολο».
Πρακτικά, μιλάτε για υπερ-εθνική οργάνωση των εργαζομένων;
«Το να οργανώσεις διεθνική εργατική αλληλεγγύη, να ενδιαφέρεσαι και να οργανώνεις διεθνώς τους Ευρωπαίους εργάτες, λαμβάνοντας υπόψη τούς διαφορετικούς εθνικούς ανταγωνισμούς, θα ήταν νομίζω ένα σημαντικό θέμα για το εργατικό κίνημα. Ενας πιθανός διεθνικός συνδυασμός καταναλωτή και εργαζόμενου θα μπορούσε να είναι πολύ ισχυρή αντίδραση απέναντι στο παγκοσμιοποιημένο κεφάλαιο».
Η εργασία, όπως την ξέραμε ώς τώρα, ηττήθηκε λοιπόν κατά κράτος από το διεθνοποιημένο κεφάλαιο;
«Αυτή είναι η προοπτική, και τα εργατικά σωματεία και οι εργάτες πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι η ευελιξία και η απο-επαγγελματοποίηση της εργασίας είναι ήδη μια παράγωγη συνέπεια της δικής τους χαμένης δύναμης. Αυτό θα συνεχίζεται διαρκώς και αν δεν βρεθεί τρόπος να αναδιοργανωθεί η εργασία σε διεθνικό επίπεδο, τα πράγματα θα γίνουν ακόμη πιο δύσκολα».
Τι εννοείτε;
«Για παράδειγμα, μαζί με άλλους, σκεφτόμαστε ένα κοινωνικό μοντέλο το οποίο θα οδηγεί σε ένα βασικό εισόδημα για τον καθένα, κάτι το οποίο θα αποτελεί θεμελιώδες κοινωνικό δικαίωμα. Ασφαλώς, σε κάποια έκταση, το έχουμε ήδη σήμερα με τη μορφή της κοινωνικής ασφάλισης. Θα έχουμε λοιπόν ένα βασικό εισόδημα για τον καθένα και οι πολίτες θα γίνουν περισσότερο ευέλικτοι στο τι θέλουν να κάνουν και τι όχι. Στην πράξη, θα μπορούσε να είναι ένα νέο είδος ελευθερίας. Ελευθερία να επιλέξεις ένα νέο τρόπο ζωής, να είσαι για παράδειγμα πατέρας ή μητέρα για κάποιο διάστημα και να ζεις με το βασικό εισόδημα και εάν θέλεις μετά, να κάνεις κάτι άλλο για να διατηρήσεις ή να αλλάξεις ένα συγκεκριμένο lifestyle.
Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που λένε ότι κάτι τέτοιο είναι καλή ιδέα. Εχουμε πολλές θετικές δυνατότητες στην εργασία. Ισως είναι η ώρα να ξανασκεφτούμε το μοντέλο της απασχόλησης και όχι μόνο να αρκούμαστε στην ιδέα ότι όλοι πρέπει να επιβιώνουν αποκλειστικά μέσα στην αγορά εργασίας, η οποία έτσι κι αλλιώς είναι ένας μηχανισμός που παράγει πολύ στρες στην κοινωνία».
Η οικονομική κρίση είναι προάγγελος της κατάρρευσης του σημερινού οικονομικού συστήματος;
«Είναι μια κρίση που προκαλεί θεμελιώδεις αλλαγές. Πρακτικά, οι αλλαγές αυτές ήδη συμβαίνουν. Από κοινωνιολογική σκοπιά θα έλεγα ότι ζούμε σε μια εποχή που την αποκαλώ "ανακλαστικό μοντερνισμό". Αυτό σημαίνει ότι η ριζοσπαστικοποίηση της νεωτερικότητας παράγει συνέπειες που υπονομεύουν τους ίδιους τους θεσμούς της νεωτερικότητας. Αυτό συμβαίνει στο κράτος πρόνοιας, στις σημερινές συνθήκες της παγκοσμιοποίησης. Είναι δύσκολο να αντιληφθούμε πλέον την κοινωνική ασφάλιση, όπως ήταν πριν, σε εθνικό επίπεδο. Ισως πρέπει να εφεύρουμε μια κοινωνική Ευρώπη, και θα πρέπει να εφεύρουμε ένα νέο τρόπο επιβολής φόρων σε διεθνικό επίπεδο. Δεν είναι όμως καθόλου εύκολη η συνεργασία των εθνικών κρατών σε αυτά τα ζητήματα.
Την ίδια στιγμή, οι συνέπειες των κλιματικών αλλαγών έχουν τεράστια επιρροή στον τρόπο οργάνωσης της οικονομίας, στο πώς πρέπει να αναφερόμαστε στους άλλους, π.χ. στις αναπτυσσόμενες χώρες, καθώς και στον τρόπο ζωής μας, δημιουργώντας μεγάλες ανισότητες.
Πρακτικά, βρισκόμαστε στη μέση μιας επανάστασης, χωρίς όμως επαναστατικό υποκείμενο. Η επανάσταση απλά συμβαίνει, ως δομικό φαινόμενο, επειδή το υπέδαφος (background) των θεσμών αποσαθρώνεται, εξαιτίας των συνεπειών του εκμοντερνισμού. Μέχρι τώρα νομίζαμε ότι η επανάσταση οφείλεται σε κάποιο κίνημα ή κόμμα, αλλά τώρα οι συνθήκες ζωής παράγουν ένα είδος επαναστατικών αλλαγών».
Στην Ελλάδα η μετανάστευση μας κάνει να φοβόμαστε τη διαφορά, τον ανόμοιο «Αλλο». Απειλούνται τελικά τα έθνη, όπως τα γνωρίζαμε ως τώρα;
«Πρώτα απ' όλα, εμείς οι Γερμανοί δεν έχουμε καθόλου σύνορα. Σύνορα έχετε εσείς οι Ελληνες, οι Ιταλοί, οι Ισπανοί. Το θέμα των συνόρων και της μετανάστευσης συνδέεται με την έλλειψη εργατικών χεριών και δημιουργεί ανισορροπίες στο εσωτερικό της Ευρώπης. Είναι απόλυτα κατανοητό ότι οι παρενέργειες της παράνομης μετανάστευσης, η σύγκρουση με τον "Αλλο", αναστατώνει τους ανθρώπους.
Θα σας πω ένα παράδειγμα που συνέβη στο Παρίσι. Ξαφνικά μια ομάδα 200 παράνομων μεταναστών, κατέλαβαν μια αποθήκη στο κέντρο. Δεν κρύβονταν πια, έκαναν διαδηλώσεις και διεκδικούσαν νομιμοποίηση. Ο Σαρκοζί αντιτίθεται στην παράνομη μετανάστευση, ωστόσο δεν έστειλε την αστυνομία, κι αυτό γιατί στη Γαλλία υπάρχει παράδοση κοινωνικών αγώνων και ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία συνδέεται με την εθνική τους ταυτότητα. Υπάρχει όμως εδώ ένα παράδοξο. Η παρανομία έγινε ορατή στο κράτος, το οποίο όμως δεν επιτέθηκε. Αυτό δεν θα συνέβαινε στη Γερμανία, ακόμη περισσότερο στην Ιταλία».
Ποια είναι η θέση των μεταναστών στα ευρωπαϊκά κράτη σήμερα;
«Η γαλλική υπόθεση είναι ενδιαφέρουσα γιατί το θέμα της παράνομης μετανάστευσης απασχόλησε και τα πανίσχυρα εργατικά σωματεία. Είναι γεγονός ότι εάν οι παράνομοι μετανάστες σταματήσουν να εργάζονται στο εξής, η κοινωνία θα καταρρεύσει. Επειδή δεν συνειδητοποιούμε πόσο λειτουργικοί είναι οι μετανάστες. Ακριβώς λόγω της παρανομίας τους δεν κοστίζουν πολύ αλλά κάνουν όλες τις δουλειές που είναι αναγκαίες για τη λειτουργία της οικογένειας και της γραφειοκρατίας.
Ας μην ξεχνάμε, για παράδειγμα, ότι και ο συμβιβασμός μας για την ισότητα ανδρών και γυναικών χρειάζεται παράνομους μετανάστες, εάν θέλουμε μια οικογένεια όπου και ο άνδρας και η γυναίκα κάνουν ταυτόχρονα καριέρα. Εάν υπάρχει ένα τεστ, μια δοκιμασία, για τη σχέση του κοσμοπολιτισμού με το έθνος και την Ευρώπη, αυτό το τεστ είναι οι μετανάστες».
Κινδυνεύει η εθνική ταυτότητα των Ευρωπαίων;
«Υπάρχει μια παρανόηση. Εγώ μιλώ για τη διαφορά μεταξύ ενότητας και ομοιομορφίας. Η ενότητα δεν χρειάζεται ομοιομορφία. Ευρώπη σημαίνει αναγνώριση των διαφορών κι αυτό κάνει την Ευρώπη ν' ανθεί, κάνει τους ανθρώπους να αισθάνονται ασφαλείς με την ταυτότητά τους. Εάν αυτές οι ταυτότητες διαλυθούν, η Ευρώπη θα χάσει την ψυχή της, κι αυτό πρέπει να αναγνωριστεί σε κάποια έκταση. Υπάρχουν πολλές μορφές ενσωμάτωσης στην Ευρώπη. Υπάρχει το ευρώ, οι χώρες που δεν είναι στη ζώνη του ευρώ, στη ζώνη του Σένγκεν υπάρχει διαφορετική αντιμετώπιση στα ζητήματα ασφάλειας. Πρόκειται για συντονισμό των διαφορών και όχι ομοιότητα. Αυτό αποτελεί πράγματι την ιδέα της κοσμοπολιτοποίησης».
Υπάρχει κάποιο αισιόδοξο μήνυμα;
«Είναι πολύ εύκολο να είσαι πεσιμιστής. Αρκεί να διαβάσεις τις εφημερίδες. Είναι δύσκολο για τους διανοούμενους να δώσουν κάποιο αισιόδοξο μήνυμα. Η δική μου ιδέα για τον κοσμοπολιτισμό, ο ορισμός της πολιτικής και της ταυτότητας, έχει στοιχεία αισιόδοξης οπτικής. Νομίζω ότι υπάρχει τόσο πολύ σύγχυση και αβεβαιότητα, ώστε η υποχρέωση των διανοουμένων και των κοινωνικών επιστημόνων είναι να προσπαθήσουν να φτιάξουμε μερικά σημεία και να ανοίξει συζήτηση γι' αυτά. Δεν αποφασίζουμε εμείς για το πού πηγαίνει ο κόσμος. Απλώς δίνουμε κάποιες ιδέες. Αυτή η αναδιατύπωση του κοσμοπολιτισμού στην παγκόσμια εποχή, θα μπορούσε να είναι μια σπουδαία συνεισφορά». *
ΧΡ.ΖΕΡΒΑΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΟΙΑ 21/11/2009
Ζητούμενο σήμερα είναι η ισότητα, όχι η ελευθερία
Ο Αλέν Μπαντιού βρέθηκε στην Αθήνα για το διεθνές συνέδριο «Ο Αλέν Μπαντιού και οι όροι της φιλοσοφίας». Τον συναντήσαμε στη Βιβλιοθήκη του Γαλλικού Ινστιτούτου της Αθήνας.
Προτείνετε μία εκ νέου ανάγνωση του Πλάτωνα. Πόσο επίκαιρη είναι η σκέψη του για τις σύγχρονες δημοκρατίες;
«Στην πλατωνική φιλοσοφία η πολιτική δεν μπορεί να είναι απλώς μία διαχείριση των οικονομικών και των διπλωματικών υποθέσεων. Ο Πλάτων θεωρεί ότι η μοίρα και το πεπρωμένο του συνόλου άπτεται της σκέψης και της φιλοσοφίας. Οι δημοκρατικές μας κυβερνήσεις ασχολούνται κατά κύριο λόγο με την οικονομική ευδοκίμηση και ευμάρεια. Αλλά αυτό δεν προσδίδει νόημα στον συλλογικό βίο».
Εχει γραφεί κατά κόρον ότι το πλατωνικό πολιτικό κοσμοείδωλο είναι κλειστό, αριστοκρατικό, αυταρχικό. Τι έχετε να αντιτάξετε;
«Πρέπει να εφεύρουμε έναν παγκοσμιοποιημένο Πλάτωνα. Η πολιτική πρέπει να έχει σχέση με τη γνώση κι όχι μόνο με τη γνώμη. Σήμερα, μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει μια δικτατορία της κοινής γνώμης, κάτι που ο Πλάτων είχε αντιληφθεί. Σε αντίθεση, όμως, με τον αρχαίο φιλόσοφο, πρέπει να διατηρήσουμε την ιδέα της δημοκρατίας και να τη μεταλλάξουμε βαθιά».
Γιατί πιστεύετε ότι έχει συρρικνωθεί η μορφή του διανοούμενου που εναντιώνεται;
«Μεγάλος αριθμός διανοουμένων, ήδη από τα τέλη του 1980, εγκατέλειψε την ιδέα μιας βαθιάς πολιτικής αλλαγής. Σωστά άσκησαν κριτική εναντίον των τρομοκρατικών και γραφειοκρατικών κρατών. Θεώρησαν, όμως, καλό να εγκαταλείψουν και το αίτημα της χειραφέτησης. Η φιλοσοφία δεν έχει λόγο ύπαρξης, εάν δεν ασκήσει κριτική στις επικρατούσες γνώμες και απόψεις».
Εκτιμάτε ότι οι διανοούμενοι έχουν γίνει «αναλώσιμα προϊόντα» από τα μίντια;
«Μια πλευρά της ήττας των διανοουμένων είναι ότι έπαιξαν το παιχνίδι των μίντια, υποτασσόμενοι στον πειρασμό της εξουσίας. Τουλάχιστον ο φιλόσοφος πρέπει να αντισταθεί και να παραμείνει ελεύθερος από οποιαδήποτε εξουσία».
Ακόμη και να βγει στους δρόμους;
«Ναι, αν είναι απαραίτητο».
Αν ξεκίναγε μια επανάσταση, ίσως θα σας βλέπαμε στις τάξεις της;
«Σίγουρα. Αλλά δεν νομίζω ότι θα γίνει άμεσα (γελάει). Σήμερα η ιδέα της επανάστασης είναι σκοτεινή και ασαφής. Γι' αυτό η σύλληψη της έννοιας "επανάσταση" πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο σκέψης, όπου θα επανατίθεται η σχέση της με τη βία. Η μόνη θεμιτή βία, που μπορεί να ασκηθεί, είναι για να αμυνθεί κανείς».
Τι έχετε να σχολιάσετε για τις «βελούδινες» επαναστάσεις στην Τσεχία ή στην Ουκρανία;
«Οδήγησαν τις κοινωνίες αυτές στον σύγχρονο καπιταλισμό».
Δεν απέκτησαν, όμως, περισσότερες ελευθερίες;
«Πήραν την άγουσα του σύγχρονου καπιταλισμού και αυτός δεν οδηγεί σε ελευθερίες. Το πιο σημαντικό πολιτικό πρόβλημα των σύγχρονων κοινωνιών, όμως, δεν είναι το θέμα της ελευθερίας, αλλά το θέμα της ισότητας».
Εκτιμάτε ότι οι πλούσιες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης έχουν τις φτωχές ως δορυφόρους, με ό,τι σημαίνει αυτό;
«Υπάρχει όντως μία ομάδα μεγάλων δυνάμεων, στο εσωτερικό των οποίων υπάρχουν ολιγαρχίες πολιτικές και μιντιακές, οι οποίες ασκούν την εξουσία».
Οι οικονομικά ισχυρές χώρες προσπαθούν να κρύψουν τα προβλήματά τους «κάτω από το χαλί» εντός της επικράτειάς τους ή να τα εξαγάγουν μέσω πολέμων στο εξωτερικό;
«Τα σοσιαλιστικά κράτη του εικοστού αιώνα οργάνωσαν πολύ μεγάλη βία στο εσωτερικό τους, ενώ οι δυτικές δημοκρατίες την εξήγαγαν στο εξωτερικό. Εχουμε μια τάση να ασκούμε κριτική στην εσωτερική βία, ξεχνώντας την εξωτερική».
Ο Νικολά Σαρκοζί προχωράει σε μια αναβίωση του θατσερισμού με σαρκοζιστικά στοιχεία;
«Ασκεί μια πολιτική αντίστοιχη μ' αυτή της Θάτσερ και του Μπερλουσκόνι. Εχουμε μια κατάσταση αστυνόμευσης, που είναι θεμελιωμένη στην καταστολή των ξένων εργατών».
Φοβάστε την επανάκαμψη του φασισμού στην Ευρώπη ως εφιάλτη;
«Ο φασισμός βρισκόταν σε διαλεκτική σχέση με τον κομμουνισμό. Αρα, δεν φαντάζομαι να υπάρξει μια επιστροφή του φασισμού».
Το κίνημα του ισλαμισμού πόσο επαναστατικό και πόσο τρομοκρατικό είναι;
«Το ισλαμικό κίνημα δεν μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε επαναστατικό, γιατί η επανάσταση αποσκοπεί στην παγκόσμια χειραφέτηση. Μ' αυτή την έννοια, δεν μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε επαναστατικό. Η τρομοκρατική πράξη, η οποία βασικά ενοχοποιεί τον μουσουλμανικό κόσμο, είναι δείγμα ότι δεν υπάρχει παγκόσμια διάσταση σ' αυτό το κίνημα».
Πριν από λίγες μέρες γιορτάζαμε τα είκοσι χρόνια από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Ωστόσο, τα τείχη δεν έπεσαν ακόμη στο Ισραήλ ή στην Κύπρο. Το σχόλιό σας;
«Τείχος χωρίζει και τις ΗΠΑ από το Μεξικό. Μπορούμε να πούμε ότι το Τείχος του Βερολίνου δεν ήταν το τελευταίο».
Β.ΚΑΛΑΜΑΡΑΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 23/11/2009
Οι πολιτισμοί των μεταναστών και εμείς
Οκορυφαίος Αμερικανός σκηνοθέτης του κινηματογράφου Φράνσις Φορντ Κόπολα, 70 ετών σήμερα, βρέθηκε πριν από ένα μήνα στην Αθήνα, προσκεκλημένος του 22ου Πανοράματος Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου.
Σε συνέντευξή του στη Μαρία Κατσουνάκη, που δημοσιεύθηκε στην «Καθημερινή» στις 8.11.2009, σε ερώτηση για τη μετανάστευση, που είναι από τα μεγάλα προβλήματα της εποχής μας, απάντησε:
- Η απίστευτη επιτυχία της Αμερικής οφείλεται στο γεγονός ότι δεν υπάρχουν Αμερικανοί. Είμαστε όλοι μετανάστες: Ιταλο-αμερικανοί, Αφρο-αμερικανοί, Ελληνο-αμερικανοί. Η Αμερική κατάφερε με επιτυχία να αντιμετωπίσει το μεγαλύτερο πρόβλημα των ημερών, από το οποίο υποφέρουν η Ευρώπη και η Ελλάδα: Πώς διαχειριζόμαστε την εισροή των μεταναστών, αφομοιώνοντάς τους ώστε να βελτιώσουμε τον πολιτισμό μας. Η Αμερική το έχει κατορθώσει. Στο Σαν Φρανσίσκο, όπου ζω, μιλιούνται 140 γλώσσες. Αντλούμε δύναμη απ' όλους αυτούς τους διαφορετικούς πολιτισμούς.
(Βεβαίως, όταν μιλάει για Αμερική, αναφέρεται στις Ηνωμένες Πολιτείες.)
Είναι εντυπωσιακή η δήλωση του επιτυχημένου δημιουργού. Δεν είναι ανέφελη η ζωή ή η επιβίωση των μεταναστών στη χώρα του. Είναι γνωστές οι αντιδράσεις που αντιμετωπίζουν και δεν είναι ρόδινα τα πράγματα. Ωστόσο περιγράφει μια κατάσταση που δείχνει τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να συγκροτείται μια κοινωνία και πώς ακριβώς μπορούν να αφομοιώνονται στην κοινωνία οι «ξένοι», οι ξενόφερτοι, οι μετανάστες. Λίγες ημέρες αργότερα στην Αθήνα ήταν η κυβερνήτης του Καναδά, η 47χρονη Κρεολή Μικαέλ Ζαν, η οποία έφυγε με την οικογένειά της παιδί το 1968 από την Αϊτή, λόγω του δικτατορικού καθεστώτος. Εξηγεί ίσως πιο αναλυτικά, απαντώντας σε ερώτηση της Λένας Παγώνη («Ε», 11.11.2009), αν είχε πρόβλημα με το χρώμα της.
- Μα, ο Καναδάς είναι πολυφυλετική κοινωνία. Και δεν υπάρχει ένα στιλ, ένας συγκεκριμένος τύπος Καναδού. Μ' αυτή την έννοια, όχι, δεν υπήρχε ιδιαίτερο πρόβλημα. Ομως, γενικότερα όλοι γνωρίζουμε πως είναι δύσκολη η αποδοχή, η εξοικείωση με τη διαφορετικότητα. Στις δύο χώρες της Βόρειας Αμερικής, του «Νέου Κόσμου», είναι όλοι μετανάστες. Ετσι συγκροτήθηκε η κοινωνία τους. Δεν έχει σταματήσει όμως η μετανάστευση και έχει σημασία, πέρα από την «αποδοχή» και την «εξοικείωση» πώς αντιμετωπίζουν τόσο η κοινωνία, ο λαός σήμερα, όσο και η Πολιτεία το πρόβλημα της μετανάστευσης.
Στη χώρα μας το πρόβλημα αυτό έχει πάρει εκρηκτική διάσταση.
Εμείς, στην Ελλάδα, θεωρούμε πως δεν είμαστε μετανάστες, πως ως έθνος διατηρούμε την καταγωγή, αναφερόμαστε στην αρχαία Ελλάδα, κάνουμε τη διαδρομή της Ιστορίας στα δυόμισι και τρεις χιλιάδες χρόνια. Καλώς ώς εδώ και υπάρχει η σχετική αναφορά του Νίκου Σβορώνου για το έθνος.
Τα τελευταία 20 χρόνια, όμως, με τα συνεχή κύματα των μεταναστών, αναπτύχθηκαν φαινόμενα και φοβίας προς τους ξένους και ρατσιστικά. Πόσο μπορούμε να πούμε ότι ανταποκρινόμαστε σ' αυτό που λέει ο Κόπολα σχετικά με την αφομοίωση των μεταναστών, ώστε να βελτιώσουμε τον πολιτισμό μας;
Τα εγκλήματα και τις παραβάσεις του νόμου τα έκαναν -ποιος το ξεχνάει;- «Αλβανοί» ή «Ρουμάνοι» ή «Ρωσοπόντιοι», χωρίς κανείς απ' αυτούς να έχει όνομα (!), όπως μας βομβάρδιζαν από τις τηλεοράσεις οι κοινωνικοί εισαγγελείς. Είχαμε ξεχάσει ότι παραβατικότητα υπάρχει και από Ελληνες γηγενείς. Και, βεβαίως, Ελληνες -ακραιφνείς (!)- ήταν αυτοί που φώναζαν το σύνθημα «δεν θα γίνεις Ελληνας ποτέ, Αλβανέ».
Ημετανάστευση μεγάλωσε με απελπισμένους ανθρώπους από το Πακιστάν, την Ινδία, το Μπανγκλαντές, από χώρες της Αφρικής, από Κούρδους, από χώρες της άλλοτε Σοβιετικής Ενωσης, από χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Καλλιεργήθηκε, συντελούντων και των Σωμάτων Ασφαλείας αλλά και των «νοικοκυραίων», που εκμεταλλεύονταν τους ξένους και δεν τους πλήρωναν για την εργασία τους, το κλίμα ρατσισμού, θεωρώντας τους ανθρώπους αυτούς δεύτερης κατηγορίας. Ισως να πρυτάνευε η λογική (ή έπαρση) ότι είμαστε «ανάδελφον Εθνος», όπως διακήρυξε ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας μας, Χρ. Σαρτζετάκης.
Ηρθαν μετά τα φαινόμενα με την περιοχή του Αγίου Παντελεήμονα στην Αθήνα, με τους Πακιστανούς κ.λπ. Κι όμως, αναλογίζεται κανείς ποιοι δουλεύουν π.χ. σε έργα οδοποιίας στην περιφέρεια, ποιοι κάνουν αγροτικές δουλειές, ποιοι και ποιες απασχολούνται στην καθαριότητα; Και καθόμαστε εμείς στις καρέκλες, όπως στην κινηματογραφική ταινία «Ακαδημία Πλάτωνος», βλέποντας τους ξένους και σχολιάζουμε αν και πόσο δουλεύουν.
Ξεχνούμε ή παραβλέπουμε τις επιστημονικές έρευνες που λένε ότι οι μετανάστες συμβάλλουν και εδώ και γενικότερα στην Ευρωπαϊκή Ενωση στην αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος και στην ανάπτυξη. Μετανάστες νόμιμοι (ελάχιστοι) και παράνομοι (όπως λέγονται).
Υπάρχει η συνέχεια του έθνους. Αλλά η Ελλάδα δεν είναι απομονωμένη. Το αντίθετο, είναι ανοιχτή και σ' όλη τη διαδρομή της Ιστορίας της δεχόταν μετανάστες, από τα αρχαία χρόνια ακόμα και μετά, που ενσωματώνονταν, «εξοικειώνονταν».
Κι όμως, βγήκε κραυγή μεγάλη και θεωρήθηκε βεβήλωση του συμβόλου όταν ο μαθητής Αλβανός Οδυσσέας Τσενάι ως αριστούχος παρέλασε σημαιοφόρος. Το αποτέλεσμα ήταν απλό. Τον πήρε Πανεπιστήμιο των ΗΠΑ χωρίς καν να δώσει εδώ εξετάσεις. (Τι είπε ο Κόπολα;) Ξεχνούμε ακόμα πως έγινε η αστυφυλία με την εσωτερική μετανάστευση, πως μιλούσαν αρβανίτικα τουλάχιστον στην περιοχή της Αττικής.
Στις 4 Νοεμβρίου, ο πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου είχε αναφέρει στην Αθήνα στο Παγκόσμιο Φόρουμ του ΟΗΕ για τη Μετανάστευση και την Ανάπτυξη ότι θα χορηγείται η ελληνική ιθαγένεια «κυρίως στη λεγόμενη δεύτερη γενιά, με τη γέννηση του νέου ανθρώπου στην επικράτειά μας». Πριν από λίγες μέρες, η αρμόδια υφυπουργός Θεοδώρα Τζάκρη «διόρθωσε» τον πρωθυπουργό και δήλωσε ότι η ιθαγένεια θα χορηγείται «στα παιδιά (μόνο) των νόμιμων μεταναστών». Διγλωσσία; Ασυνεννοησία; Διάσταση λόγων και πράξης; Ποιοι είναι νόμιμοι; Πώς γίνονται νόμιμοι; Τι σημαίνει νομιμότητα; Τι γίνεται με τα ένσημα; Ποιος είναι υπεύθυνος γι' αυτά; Στη χώρα μας, οι έρευνες έδειξαν ότι έχουν γεννηθεί συνολικά περί τα 170.000 παιδιά ξένων μεταναστών (Μαρία Δεληθανάση, «Καθημερινή», 22.11.09). Αυτά! Ο Κόπολα μίλησε για Ιταλο-αμερικανούς, Αφρο-αμερικανούς, Ελληνο-αμερικανούς. Δηλαδή είναι Αμερικανοί με πρόελευση από την Ιταλία, την Αφρική, την Ελλάδα. Πότε θα μιλήσουμε εδώ για Πακιστανο-έλληνες, Αλβανο-έλληνες, Αφρο-έλληνες, Κουρδο-έλληνες;
Του ΝΙΚΟΥ ΚΙΑΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 26/11/2009
Σε συνέντευξή του στη Μαρία Κατσουνάκη, που δημοσιεύθηκε στην «Καθημερινή» στις 8.11.2009, σε ερώτηση για τη μετανάστευση, που είναι από τα μεγάλα προβλήματα της εποχής μας, απάντησε:
- Η απίστευτη επιτυχία της Αμερικής οφείλεται στο γεγονός ότι δεν υπάρχουν Αμερικανοί. Είμαστε όλοι μετανάστες: Ιταλο-αμερικανοί, Αφρο-αμερικανοί, Ελληνο-αμερικανοί. Η Αμερική κατάφερε με επιτυχία να αντιμετωπίσει το μεγαλύτερο πρόβλημα των ημερών, από το οποίο υποφέρουν η Ευρώπη και η Ελλάδα: Πώς διαχειριζόμαστε την εισροή των μεταναστών, αφομοιώνοντάς τους ώστε να βελτιώσουμε τον πολιτισμό μας. Η Αμερική το έχει κατορθώσει. Στο Σαν Φρανσίσκο, όπου ζω, μιλιούνται 140 γλώσσες. Αντλούμε δύναμη απ' όλους αυτούς τους διαφορετικούς πολιτισμούς.
(Βεβαίως, όταν μιλάει για Αμερική, αναφέρεται στις Ηνωμένες Πολιτείες.)
Είναι εντυπωσιακή η δήλωση του επιτυχημένου δημιουργού. Δεν είναι ανέφελη η ζωή ή η επιβίωση των μεταναστών στη χώρα του. Είναι γνωστές οι αντιδράσεις που αντιμετωπίζουν και δεν είναι ρόδινα τα πράγματα. Ωστόσο περιγράφει μια κατάσταση που δείχνει τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να συγκροτείται μια κοινωνία και πώς ακριβώς μπορούν να αφομοιώνονται στην κοινωνία οι «ξένοι», οι ξενόφερτοι, οι μετανάστες. Λίγες ημέρες αργότερα στην Αθήνα ήταν η κυβερνήτης του Καναδά, η 47χρονη Κρεολή Μικαέλ Ζαν, η οποία έφυγε με την οικογένειά της παιδί το 1968 από την Αϊτή, λόγω του δικτατορικού καθεστώτος. Εξηγεί ίσως πιο αναλυτικά, απαντώντας σε ερώτηση της Λένας Παγώνη («Ε», 11.11.2009), αν είχε πρόβλημα με το χρώμα της.
- Μα, ο Καναδάς είναι πολυφυλετική κοινωνία. Και δεν υπάρχει ένα στιλ, ένας συγκεκριμένος τύπος Καναδού. Μ' αυτή την έννοια, όχι, δεν υπήρχε ιδιαίτερο πρόβλημα. Ομως, γενικότερα όλοι γνωρίζουμε πως είναι δύσκολη η αποδοχή, η εξοικείωση με τη διαφορετικότητα. Στις δύο χώρες της Βόρειας Αμερικής, του «Νέου Κόσμου», είναι όλοι μετανάστες. Ετσι συγκροτήθηκε η κοινωνία τους. Δεν έχει σταματήσει όμως η μετανάστευση και έχει σημασία, πέρα από την «αποδοχή» και την «εξοικείωση» πώς αντιμετωπίζουν τόσο η κοινωνία, ο λαός σήμερα, όσο και η Πολιτεία το πρόβλημα της μετανάστευσης.
Στη χώρα μας το πρόβλημα αυτό έχει πάρει εκρηκτική διάσταση.
Εμείς, στην Ελλάδα, θεωρούμε πως δεν είμαστε μετανάστες, πως ως έθνος διατηρούμε την καταγωγή, αναφερόμαστε στην αρχαία Ελλάδα, κάνουμε τη διαδρομή της Ιστορίας στα δυόμισι και τρεις χιλιάδες χρόνια. Καλώς ώς εδώ και υπάρχει η σχετική αναφορά του Νίκου Σβορώνου για το έθνος.
Τα τελευταία 20 χρόνια, όμως, με τα συνεχή κύματα των μεταναστών, αναπτύχθηκαν φαινόμενα και φοβίας προς τους ξένους και ρατσιστικά. Πόσο μπορούμε να πούμε ότι ανταποκρινόμαστε σ' αυτό που λέει ο Κόπολα σχετικά με την αφομοίωση των μεταναστών, ώστε να βελτιώσουμε τον πολιτισμό μας;
Τα εγκλήματα και τις παραβάσεις του νόμου τα έκαναν -ποιος το ξεχνάει;- «Αλβανοί» ή «Ρουμάνοι» ή «Ρωσοπόντιοι», χωρίς κανείς απ' αυτούς να έχει όνομα (!), όπως μας βομβάρδιζαν από τις τηλεοράσεις οι κοινωνικοί εισαγγελείς. Είχαμε ξεχάσει ότι παραβατικότητα υπάρχει και από Ελληνες γηγενείς. Και, βεβαίως, Ελληνες -ακραιφνείς (!)- ήταν αυτοί που φώναζαν το σύνθημα «δεν θα γίνεις Ελληνας ποτέ, Αλβανέ».
Ημετανάστευση μεγάλωσε με απελπισμένους ανθρώπους από το Πακιστάν, την Ινδία, το Μπανγκλαντές, από χώρες της Αφρικής, από Κούρδους, από χώρες της άλλοτε Σοβιετικής Ενωσης, από χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Καλλιεργήθηκε, συντελούντων και των Σωμάτων Ασφαλείας αλλά και των «νοικοκυραίων», που εκμεταλλεύονταν τους ξένους και δεν τους πλήρωναν για την εργασία τους, το κλίμα ρατσισμού, θεωρώντας τους ανθρώπους αυτούς δεύτερης κατηγορίας. Ισως να πρυτάνευε η λογική (ή έπαρση) ότι είμαστε «ανάδελφον Εθνος», όπως διακήρυξε ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας μας, Χρ. Σαρτζετάκης.
Ηρθαν μετά τα φαινόμενα με την περιοχή του Αγίου Παντελεήμονα στην Αθήνα, με τους Πακιστανούς κ.λπ. Κι όμως, αναλογίζεται κανείς ποιοι δουλεύουν π.χ. σε έργα οδοποιίας στην περιφέρεια, ποιοι κάνουν αγροτικές δουλειές, ποιοι και ποιες απασχολούνται στην καθαριότητα; Και καθόμαστε εμείς στις καρέκλες, όπως στην κινηματογραφική ταινία «Ακαδημία Πλάτωνος», βλέποντας τους ξένους και σχολιάζουμε αν και πόσο δουλεύουν.
Ξεχνούμε ή παραβλέπουμε τις επιστημονικές έρευνες που λένε ότι οι μετανάστες συμβάλλουν και εδώ και γενικότερα στην Ευρωπαϊκή Ενωση στην αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος και στην ανάπτυξη. Μετανάστες νόμιμοι (ελάχιστοι) και παράνομοι (όπως λέγονται).
Υπάρχει η συνέχεια του έθνους. Αλλά η Ελλάδα δεν είναι απομονωμένη. Το αντίθετο, είναι ανοιχτή και σ' όλη τη διαδρομή της Ιστορίας της δεχόταν μετανάστες, από τα αρχαία χρόνια ακόμα και μετά, που ενσωματώνονταν, «εξοικειώνονταν».
Κι όμως, βγήκε κραυγή μεγάλη και θεωρήθηκε βεβήλωση του συμβόλου όταν ο μαθητής Αλβανός Οδυσσέας Τσενάι ως αριστούχος παρέλασε σημαιοφόρος. Το αποτέλεσμα ήταν απλό. Τον πήρε Πανεπιστήμιο των ΗΠΑ χωρίς καν να δώσει εδώ εξετάσεις. (Τι είπε ο Κόπολα;) Ξεχνούμε ακόμα πως έγινε η αστυφυλία με την εσωτερική μετανάστευση, πως μιλούσαν αρβανίτικα τουλάχιστον στην περιοχή της Αττικής.
Στις 4 Νοεμβρίου, ο πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου είχε αναφέρει στην Αθήνα στο Παγκόσμιο Φόρουμ του ΟΗΕ για τη Μετανάστευση και την Ανάπτυξη ότι θα χορηγείται η ελληνική ιθαγένεια «κυρίως στη λεγόμενη δεύτερη γενιά, με τη γέννηση του νέου ανθρώπου στην επικράτειά μας». Πριν από λίγες μέρες, η αρμόδια υφυπουργός Θεοδώρα Τζάκρη «διόρθωσε» τον πρωθυπουργό και δήλωσε ότι η ιθαγένεια θα χορηγείται «στα παιδιά (μόνο) των νόμιμων μεταναστών». Διγλωσσία; Ασυνεννοησία; Διάσταση λόγων και πράξης; Ποιοι είναι νόμιμοι; Πώς γίνονται νόμιμοι; Τι σημαίνει νομιμότητα; Τι γίνεται με τα ένσημα; Ποιος είναι υπεύθυνος γι' αυτά; Στη χώρα μας, οι έρευνες έδειξαν ότι έχουν γεννηθεί συνολικά περί τα 170.000 παιδιά ξένων μεταναστών (Μαρία Δεληθανάση, «Καθημερινή», 22.11.09). Αυτά! Ο Κόπολα μίλησε για Ιταλο-αμερικανούς, Αφρο-αμερικανούς, Ελληνο-αμερικανούς. Δηλαδή είναι Αμερικανοί με πρόελευση από την Ιταλία, την Αφρική, την Ελλάδα. Πότε θα μιλήσουμε εδώ για Πακιστανο-έλληνες, Αλβανο-έλληνες, Αφρο-έλληνες, Κουρδο-έλληνες;
Του ΝΙΚΟΥ ΚΙΑΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 26/11/2009
Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2009
Τι ζητούν οι Βούλγαροι;
Δεν είναι μόνο η «εποχή Σαμαρά» που παγίδευσε την Ελλάδα στο τέλμα του «Σκοπιανού». Η «εποχή Ντόρας» αφήνει επίσης μια ανάλογη κληρονομιά, με το χάιδεμα των αφτιών του βουλγαρικού εθνικισμού...
Παρακολουθώντας την εξέλιξη της ελληνικής πολιτικής στο Μακεδονικό, διαπιστώνουμε ότι τον τελευταίο καιρό διαμορφώνεται μια περίεργη τάση στους κόλπους των υποστηρικτών της «σκληρής» γραμμής - σε πολιτικούς και, κυρίως, εθνικόφρονες διαμορφωτές της κοινής γνώμης στην Ελλάδα.
Ο λόγος για την (άτυπη προς το παρόν) ελληνοβουλγαρική σύμπραξη ενάντια στον «κοινό εχθρό» -την ΠΓΔΜ- που «επιβουλεύεται» την ιστορική κληρονομιά Ελλήνων και Βουλγάρων στον μακεδονικό χώρο.
Σύμπραξη που, από ελληνικής πλευράς, ισοδυναμεί σε αρκετά μεγάλο βαθμό με την υιοθέτηση και προβολή των πάγιων επιχειρημάτων του βουλγαρικού εθνικισμού σχετικά με τον «εθνικό χαρακτήρα» και τη νεότερη ιστορία των Σλαβομακεδόνων.
*Ενα πρώτο δείγμα αυτής της προσέγγισης μας ήρθε τον περασμένο Απρίλιο μέσω e-mail: ο ανώνυμος εθνικιστής astron@astron.gr, που πλημμυρίζει τακτικά το ηλεκτρονικό μας γραμματοκιβώτιο με ποικίλα «πατριωτικά» spam, μας γνωστοποίησε με ενθουσιασμό τη «Μεγαλύτερη Συλλογή Πηγών Παγκοσμίως, για την Βουλγαρική καταγωγή των Σκοπιανών!!!».
Η τελευταία αποτελείται από 98 λινκ και διακινείται από κάποιο «History of Macedonia Newsletter», υπερατλαντικής προφανώς προέλευσης. Μεγάλο μέρος των «λημμάτων» έχει οφθαλμοφανώς αντληθεί από εθνικιστικά βουλγαρικά σάιτ κι ο προσεκτικός αναγνώστης θα διαπιστώσει ότι «τεκμηριώνουν» τη βουλγαροσύνη όχι μόνο των «Σκοπιανών», αλλά και όλου συλλήβδην του σλαβόφωνου μακεδονικού πληθυσμού - με πρώτους και καλύτερους, φυσικά, τους γηγενείς Φλωρινιώτες κι Εδεσσαίους.
«Αυθεντικοί» και «τρίτοι»
Η «λεπτομέρεια» αυτή δεν φαίνεται, ωστόσο, να ενοχλεί καθόλου τον αποστολέα του e-mail, ο οποίος ξεσπαθώνει: «Εξαίρετος προσπάθεια! Ενημερωθείτε και αποστομώστε τους επιβουλείς και τους εθνοαποδομητές!»
Οι αυτόκλητοι μακεδονομάχοι του κυβερνοχώρου δεν φημίζονται, βέβαια, συνήθως ούτε για το βάθος της σκέψης τους ούτε για την ευρύτητα της ιστορικής τους παιδείας. Θεωρήσαμε, ως εκ τούτου, τη διακίνηση της επίμαχης «λίστας» ως άνευ νοήματος. Ωσπου αρχίσαμε να πέφτουμε και πάνω σε άλλα, σοβαρότερα δείγματα αυτής της ελληνοβουλγαρικής συμπόρευσης.
*Το πιο εντυπωσιακό ήταν η δήλωση του Ανδρέα Λοβέρδου, πολιτικού εκπροσώπου τότε του ΠΑΣΟΚ για θέματα εξωτερικής πολιτικής, κατά την παρέμβασή του στην ημερίδα των φετινών «Πρεσπείων» για τη δεκαετία του '40 (22.8.09), αμέσως μετά την ενημέρωση που είχε για την πορεία του «Σκοπιανού» από την Ντόρα Μπακογιάννη: «Εχω την αίσθηση», δήλωσε με νόημα, «ότι και η Βουλγαρία δεν έχει πει ακόμα την τελευταία της λέξη».
Κάπως διπλωματικότερα έθεσε ο ίδιος το θέμα στην προεκλογική του συνέντευξη προς την ηλεκτρονική εφημερίδα «Newstime» (1.9.09): «Δεν πρέπει να ξεχνιέται ότι δεν είναι μόνο η Ελλάδα που ενοχλείται από τον εθνικισμό των Σκοπίων. Ο εκφερόμενος από τη FYROM πολιτικός λόγος συναντά αντιρρήσεις και αλλού και ιδιαίτερα στη Βουλγαρία, που έχει ενοχληθεί από την έξαρση του εθνικισμού».
*Σε θεσμικό επίπεδο, δείγμα αυτής της σύγκλισης ήταν η κοινή έκδοση, τον Μάρτιο του 2009, του βιβλίου Το Μακεδονικό και η Βουλγαρία από την Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών και τα Βουλγαρικά Κρατικά Αρχεία.
Συλλογή 21 βουλγαρικών κομματικών ντοκουμέντων του 1950-1967 για το ζήτημα, το βιβλίο παρουσιάστηκε επίσημα στις 29 Απριλίου στο Πολεμικό Μουσείο της Αθήνας από την ΥΠΕΞ Ντόρα Μπακογιάννη και τον πρόεδρο της Εταιρείας, Νικόλαο Μέρτζο.
Προλογίζοντας το βιβλίο, ο Μέρτζος κάνει σαφώς λόγο για ελληνοβουλγαρική συνδιαχείριση του ιστορικού παρελθόντος της Μακεδονίας, απέναντι σε «τρίτους» και «σφετεριστές»: «Οι δύο χώρες και οι δύο Λαοί», διαβάζουμε, «ανταγωνίσθηκαν μεταξύ τους επί ένα τουλάχιστον αιώνα ως αδιαμφισβήτητοι πρωταγωνιστές, η ιστορία του ενός Λαού στάζει το αίμα του άλλου Λαού, διασταυρούμενος ο λόγος τους συνθέτει αυθεντία έναντι κάθε τρίτου». Συνεπώς, «όταν οι αυθεντικοί πρωταγωνιστές ομιλούν, οι τρίτοι οφείλουν τουλάχιστον να ακούν - αν όχι και να σιωπούν» (σελ. 11).
*Ακόμη σαφέστερος, όσον αφορά τους όρους αυτής της «συνιδιοκτησίας» του παρελθόντος, ήταν ο ίδιος στην παρουσίαση του βιβλίου:
«Ελλείψει "μακεδονικού έθνους", είχε αρχίσει τότε ακριβώς η κατασκευή του. Και, για να κατασκευασθεί, οι καταναγκαστικά υποψήφιοι Μακεδόνες υπήκοοι της Γιουγκοσλαβίας ήταν ανάγκη να αποκοπούν από τις ιστορικές ρίζες τους, προ πάντων να απογαλακτισθούν από την μητέρα τους Βουλγαρία ή αντίστοιχα από την μητέρα τους Ελλάδα».
«Η κοινή μας ελληνο-βουλγαρική έκδοση [...] φανερώνει ότι όσοι Βούλγαροι και Ελληνες ειδικοί επιστήμονες κατέχουμε πράγματι την Ιστορία για την Μακεδονία, επειδή είμαστε οι πρωταγωνιστές της, μπορεί να μη συμφωνούμε πάντοτε και παντού, αλλά οπωσδήποτε δεν έχουμε να κρύψουμε ούτε να φοβηθούμε τίποτε».
Ο άνθρωπός μας στη Σόφια;
Η υποδοχή της έκδοσης από τα βουλγαρικά ΜΜΕ υπήρξε ως επί το πλείστον θετική, με τονισμό των θετικών εντυπώσεων «ελλήνων πανεπιστημιακών» από την πολιτική του Τοντόρ Ζίβκοφ στο Μακεδονικό.
*Δεν έλλειψαν κι εκείνοι που τη θεώρησαν ένα ακόμη τέχνασμα «των Δαναών» σε βάρος των βουλγαρικών εθνικών συμφερόντων: «Η Ελλάδα χτυπά ελαφρά στην πλάτη τους βούλγαρους πολιτικούς και ιστορικούς και με ύπουλο χαμόγελο τους λέει: "Ο πληθυσμός στα Σκόπια είναι βουλγαρικός"», αποφάνθηκε π.χ. η επιθεώρηση «Balgarija - Makedonija» (3.2009).
«Η Ελλάδα θα εκδώσει άραγε συλλογή με ντοκουμέντα που περιγράφουν τη μακρά και τραγική διαδικασία αφεθνισμού του βουλγαρικού πληθυσμού από ελληνικής πλευράς; Γιατί δεν είναι λογικό ο πληθυσμός στη Μακεδονία του Βαρδάρη να είναι βουλγαρικός και στη Μακεδονία του Αιγαίου να μην είναι».
*Το καθοριστικό βήμα για τη φαντασιακή διαμόρφωση του «ελληνοβουλγαρικού άξονα» αποτέλεσαν, ωστόσο, η εκλογική νίκη της βουλγαρικής ακροδεξιάς τον περασμένο Ιούλιο και ο σχηματισμός της κυβέρνησης του Μπόικο Μπορίσοφ στη Σόφια.
Ο διορισμός ιδίως του ιστορικού Μπόζινταρ Ντιμιτρόφ ως υπουργού άνευ χαρτοφυλακίου, υπεύθυνου για «τους Βουλγάρους του εξωτερικού», προκάλεσε ρίγη ενθουσιασμού στους ημέτερους «μακεδονομάχους».
*Συγγραφέας του βιβλίου «Τα 10 ψέματα του μακεδονισμού» (2006), ο Ντιμιτρόφ θεωρήθηκε από εθνικά ευαίσθητους αρθρογράφους κι εφημερίδες τού καθ' ημάς «πατριωτικού χώρου» ένας ανεπάντεχος σύμμαχος.
*«Κόκκινο πανί έγινε για τα Σκόπια ο νέος υπουργός», μας πληροφορούσε π.χ. στις 9.8.09 το «Εθνος» διά χειρός Χρήστου Τελλίδη. «Συγγραφέας του βιβλίου στο οποίο φιλοξενούνται άρθρα Βουλγάρων, Σέρβων και άλλων επιστημόνων καθώς και ντοκουμέντα από διάφορες βαλκανικές χώρες, που αμφισβητούν τη λεγόμενη "μακεδονική" ταυτότητα και αρνούνται την ύπαρξη "μακεδονικού έθνους" ως διαφορετικού από το βουλγαρικό, είναι ο σημερινός υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου», που «χαρακτηρίζεται από τους Σκοπιανούς ως ο μέγας πολέμιος του "μακεδονισμού" της χώρας τους».
*Ακολούθησε ολοσέλιδη συνέντευξη του Ντιμιτρόφ στο «Πρώτο Θέμα» (23.8), με την οποία ο βούλγαρος υπουργός «στέλνει αυστηρό μήνυμα στα Σκόπια: Προκειμένου να εξασφαλίσουν την υποστήριξη της χώρας του για την είσοδό τους στην Ευρωπαϊκή Ενωση και το ΝΑΤΟ, πρέπει να πάψουν να σφετερίζονται και να πλαστογραφούν την Ιστορία». Οπως μας πληροφορεί, άλλωστε, ο τίτλος του δημοσιεύματος, «ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν Ελληνας και οι Σκοπιανοί Βούλγαροι!».
*«Η νέα βουλγαρική κυβέρνηση», συνοψίζει στο «Παρόν» (13.9) ο απόστρατος στρατηγός Δημήτριος Δήμου, «αποφάσισε να μη μιμηθεί την Ελλάδα στην πολιτική των σαλιαρισμάτων με τους Σκοπιανούς και έβαλε μαχαίρι άμα τη εκλογή της στο μακεδονικό παραμύθι των Σκοπιανών. Ο Μπορίσοφ έβαλε υπουργό της βουλγαρικής διασποράς τον Μπόζινταρ Δημητρόφ [και] ξεκαθάρισε ότι τα Σκόπια στην πορεία τους για το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ενωση θα βρουν μπροστά τους τη Βουλγαρία. Ο,τι δεν έκανε η Ελλάδα είκοσι χρόνια το έκανε η Βουλγαρία στο άψε σβήσε. Στην Αθήνα ακόμα χασμουριούνται».
Το διά ταύτα: «Να συντονίσουμε τις ενέργειές μας για τα "μακεδονικά ψέματα" των Σκοπιανών με τους Βουλγάρους. Πρέπει Ελλάδα, Βουλγαρία και Αλβανία να κλείσουν την πόρτα του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε. στους Σκοπιανούς. Είναι απαραίτητο να αντιληφθούν οι Αμερικανοί ότι έχουν να κάνουν με ένα ευρύ βαλκανικό μέτωπο και όχι με την Ελλάδα μόνη της. Οφείλουμε να μιμηθούμε τον κ. Δημητρόφ».
Μεγαλέξανδρος αλά βουλγαρικά
*Ποιος είναι όμως και τι λέει ακριβώς αυτός ο τελευταίος; Η περίπτωσή του μας ήταν γνωστή εδώ και χρόνια, κυρίως από τα ειρωνικά σχόλια των επιστημόνων συντοπιτών του, που περιέγραφαν την καριέρα του σαν το χαρακτηριστικότερο σύμπτωμα της επιστημονικής και ιδεολογικής κρίσης της «μετασοσιαλιστικής» περιόδου. Στις παραμονές των τελευταίων εκλογών, η επίσημη αποκάλυψη της έμμισθης συνεργασίας του με τις υπηρεσίες ασφαλείας της «σοσιαλιστικής» περιόδου ήρθε απλώς να συμπληρώσει το προφίλ.
*Εν έτει 1973, ο 28χρονος Μπόζινταρ στρατολογήθηκε από τη βουλγαρική ΕΥΠ ως επένδυση της υπηρεσίας στο χώρο των ιστορικών: «Με τη βοήθειά μας θα μπορέσει ν' αναδειχθεί σ' έναν από τους πιο ελπιδοφόρους επιστημονικούς μας συνεργάτες», σημειώνει χαρακτηριστικά στο φάκελό του ο αξιωματικός που τον «χειριζόταν».
*Η υπηρεσία πλήρωσε για τις μεταπτυχιακές σπουδές του (γαλλικά, λατινικά, αρχαία ελληνικά) και, στη συνέχεια, τον έστειλε για αρχειακή έρευνα στο εξωτερικό. Δεν φαίνεται ωστόσο να διακρίθηκε σαν καταδότης: οι μόνες εκθέσεις του που βρέθηκαν αφορούσαν ξένους επιστήμονες και ήταν «αποκλειστικά και μόνο θετικές» (εφ. «Kapital», 7.8.09).
*Στο «επιστημονικό» επίπεδο, αντίθετα, η επένδυση έπιασε τόπο. Την τελευταία ιδίως δεκαετία, ο Ντιμιτρόφ διέπρεψε σ' ένα γνώριμο και στα καθ' ημάς τομέα: ως πρωταγωνιστής της εκλαϊκευτικής τηλεοπτικής εκπομπής «Βουλγαρική μνήμη», που συνδυάζει τη διασπορά μιας άκρως εθνικιστικής (και κατά κανόνα ατεκμηρίωτης) εκδοχής του παρελθόντος, με την καταγγελία της απόκρυψής του από «εθνικά ύποπτους» επιστήμονες και «μειοδότες» πολιτικούς. Δείγματα αυτών των εκπομπών, αναρτημένα από ακροδεξιούς φαν, μπορεί κανείς ν' απολαύσει στο διαδικτυακό You Tube.
*Στο ίδιο ακριβώς μήκος κύματος κινήθηκε και η παράλληλη εκδοτική δραστηριότητα του δημοφιλούς ιστορικού: μικρά βιβλιαράκια (συνήθως 1-2 το χρόνο) των 80-100 σελίδων, με πλούσια ιλουστρασιόν εικονογράφηση κι ανύπαρκτη βιβλιογραφία, χωρίς παραπομπές σε πηγές αλλά με μπόλικες ασαφείς επικλήσεις κάθε είδους «αυθεντιών». Μπεστ σέλερ στους δημοφιλείς πάγκους της πλατείας Ρακόφσκι και στα συνοικιακά χαρτοβιβλιοπωλεία. Κι όχι βέβαια συλλογές «ντοκουμέντων» ή επιστημονικών άρθρων, όπως κάποιοι παραπληροφόρησαν τον καλό συνάδελφο του «Εθνους»...
*Αυτά όσον αφορά τη μεθοδολογία. Γιατί επί της ουσίας, που μας αφορά, τα πράγματα είναι ακόμα πιο χοντρά: αυτό που ο Μπόζινταρ Ντιμιτρόφ υποστηρίζει, πέρα από τη (δεδομένη για την επίσημη ιστοριογραφία της χώρας του) βουλγαρική καταγωγή των Σλαβομακεδόνων, είναι η στενή συγγένεια των (αρχαίων) Μακεδόνων με τους (σημερινούς) Βούλγαρους!
*Το βιβλίο του Οι Βούλγαροι και ο Αλέξανδρος ο Μακεδών κυκλοφόρησε το 2001 από τις εκδόσεις Τάνγκρα - εκδοτικό οίκο με διακηρυγμένο σκοπό «τη διάδοση επιστημονικών γνώσεων, μύθων, θρύλων και υποθέσεων που συνδέονται με την ιστορία της βουλγαρικής εθνότητας».
Με μικροαλλαγές, ξανακυκλοφόρησε το 2007 από άλλο οίκο, με τον τίτλο Μακεδονία, ιερή βουλγαρική γη. Ποιοι είναι οι απόγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου και της Ρωξάνης;
*Κεντρική ιδέα του: Ο πρώτος βουλγαρικός πολιτισμός εμφανίζεται τον 4ο αι. π.Χ. στη Βακτριανή, με την επιγαμία Βουλγάρων και Μακεδόνων, οι απόγονοι των οποίων «επαναπατρίζονται» (ως Βούλγαροι) στα Βαλκάνια τον 6ο μ.Χ. Δεν λείπουν και στερεοτυπικές συγκρίσεις των «κοινών ιδιοτήτων» των δυο λαών: «πολεμική μαστοριά», «ιδιάζουσα γενναιότητα», «αυστηρή τήρηση των νόμων», προπαντός όμως «σεβασμός στο βασιλικό θεσμό και το βασιλικό γένος» (σ.σ. 56-7). Το βιβλίο, βλέπετε, πρωτοκυκλοφόρησε όταν πρωθυπουργός ήταν ο πρώην τσάρος, που διόρισε τον Μπόζινταρ ως διευθυντή του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου της χώρας. Οσο για σοβαρότητα, αποκαλυπτικό είναι το μπέρδεμα από το συγγραφέα των Μακεδόνων με τους ομηρικούς... Μυρμιδόνες (σ. 62)!
*Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και τα υπόλοιπα έργα του ινδάλματος των ελληνικών ΜΜΕ: Βούλγαροι: οι πρώτοι Ευρωπαίοι (2002), Οι 7 αρχαίοι πολιτισμοί της Βουλγαρίας (2005). Για πιο σύγχρονα γούστα υπάρχουν και Οι πόλεμοι της Βουλγαρίας για την εθνική ενοποίηση (2006).
Μεγάλες Μακεδονίες
Ο εκβουλγαρισμός του Βουκεφάλα δεν είναι όμως το μόνο σημείο όπου ο υπουργός «παγκόσμιου Βουλγαρισμού» έρχεται σε κόντρα με τις δικές μας εθνικές «κόκκινες γραμμές».
Το διαπιστώνουμε από μια αποστροφή της συνέντευξής του προς το «Πρώτο Θέμα» που (όλως παραδόξως;) πέρασε εντελώς ασχολίαστη.
«Τελευταία υπάρχουν αναφορές για μετακίνηση βουλγαρικών στρατευμάτων στα σύνορα με την ΠΓΔΜ. Ποιο θα είναι το επόμενο βήμα της εξωτερικής πολιτικής της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας σε απάντηση των σκοπιανών προκλήσεων;» ρωτάει ο δημοσιογράφος (Μανόλης Γαλάνης), για να εισπράξει κάτι παραπάνω από απλή διάψευση: «Δεν αναπτύξαμε στρατεύματα στα σύνορά μας με τη γειτονική χώρα. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να το κάνουμε. Ωστόσο, θα υπερασπιστούμε, όπως μέχρι σήμερα, τα δικαιώματα κάθε Βούλγαρου, όχι μόνο στην ΠΓΔΜ, όπως αυτά καθορίζονται από την Ευρωπαϊκή Ενωση».
*Περνάμε, έτσι, από τις ψευδοεπιστημονικές ρητορείες για το απώτατο παρελθόν στο καθαρά πολιτικό ζήτημα των σλαβόφωνων Μακεδόνων της Ελλάδας, της ταυτότητας και των δικαιωμάτων τους. Για τη βουλγαρική ιστοριογραφία πρόκειται φυσικά για «Βουλγάρους» ή έστω «Βουλγαρομακεδόνες».
Μετά την αποκατάσταση της ελευθερίας του λόγου (1990), μια ογκώδης βιβλιοπαραγωγή περί Μακεδονικού αναπαράγει απλώς (διά των ανατυπώσεων ή του copy paste) την αντίστοιχη μεσοπολεμική εθνικιστική φιλολογία.
Μόνη ενδιαφέρουσα καινοτομία συνιστά η αθρόα επιλεκτική δημοσίευση αρχειακού υλικού, ενώ οι αποστασιοποιημένες επιστημονικές προσεγγίσεις σπανίζουν. Οπως και στα καθ' ημάς με το «Ποντιακό», οι σοβαροί βούλγαροι ιστορικοί αποφεύγουν συνήθως να θίξουν ένα θέμα που στη συλλογική συνείδηση ταυτίζεται με «χαμένες πατρίδες» και «διωγμούς» (αν όχι «γενοκτονίες») ομοεθνών από «αιμοσταγείς» γείτονες.
*Κορυφαία στιγμή σ' αυτό τον εκδοτικό οργασμό, και ταυτόχρονα μείζον πολιτικό διάβημα, αποτελεί η πρόσφατη επανέκδοση του Αλμπουμ - Αλμανάκ Μακεδονία, με πρωτοβουλία του εθνικιστικού ΒΜΡΟ. Πρόκειται για μια ογκώδη καταγραφή της ιστορικής βουλγαρικής παρουσίας στη μείζονα Μακεδονία (κοινότητες, ήρωες κ.λπ.), προϊόν της συλλογικής δουλειάς τής (ξεριζωμένης απ' τον τόπο της) βουλγαρομακεδονικής διανόησης του Μεσοπολέμου, που πρωτοδημοσιεύθηκε το 1931 ως επιστημονική συμπύκνωση του τότε βουλγαρικού αλυτρωτισμού.
Από μόνη της, η απλή επανέκδοση ενός ιστορικού ντοκουμέντου είναι φυσικά καλοδεχούμενη. Στη συγκεκριμένη, όμως, περίπτωση, το Αλμανάκ συνοδεύεται από δυο προσθήκες:
*Ενα φωτογραφικό «συμπλήρωμα» για την «πανηγυρική υποδοχή» των βουλγαρικών στρατευμάτων στη γιουγκοσλαβική κι ελληνική Μακεδονία το 1941. Κατά κύριο λόγο αφορά τη νυν ΠΓΔΜ, υπάρχουν όμως και φωτογραφίες από την Ελλάδα - όπως αυτή με τους μαθητές του βουλγαρικού σχολείου της Θεσσαλονίκης, που πανηγυρίζουν για τα δώρα από τη μητέρα πατρίδα (σ. 935).
*Εναν πρόλογο του προέδρου του ΒΜΡΟ, Κρασιμίρ Καρακατσάνοφ, όπου διευκρινίζεται το πολιτικό διακύβευμα του διαβήματος: «Το Αλμανάκ», διαβάζουμε, δεν είναι μόνο μια «αδιάψευστη μαρτυρία για τη βουλγαρική κουλτούρα, ιστορία και οντότητα της Μακεδονίας» αλλά «και μια παρακαταθήκη προς τις μελλοντικές βουλγαρικές γενιές που έχουν πάρει τον στρωμένο με αγκάθια δρόμο του μακεδονικού γολγοθά». Μπορεί να βρισκόμαστε στον 21ο αιώνα, όπου «τα έθνη έχουν πια καινούριες ιδέες και οράματα για το μέλλον, όμως για τη Βουλγαρία η Μακεδονία κι ο βουλγαρισμός σε αυτήν θα συνεχίσουν να είναι τμήμα του μεγάλου παμβουλγαρικού ιδεώδους».
*Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και ο Ντίμιταρ Γκότσεφ, πρόεδρος του Μακεδονικού Επιστημονικού Ινστιτούτου, κατά την επίσημη παρουσίαση του βιβλίου στο κτίριο του βουλγαρικού Κοινοβουλίου (14.5.08): «Το Αλμανάκ απευθύνεται στον υπόλοιπο κόσμο, για να δει τι είναι η Μακεδονία και ότι τα πάντα είναι βουλγαρικά. Η πολιτιστική-ιστορική κληρονομιά είναι βουλγαρική, το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα είναι βουλγαρικό, τα σχολεία είναι βουλγαρικά, οι εκκλησίες είναι βουλγαρικές, η ίδια η φύση, η ορολογία, τα τοπωνύμια είναι βουλγαρικά».
*Στις 15.7.2008 ήρθε η σειρά της Ευρώπης να ενημερωθεί, με «την πρώτη πολιτιστική - ιστορική συζήτηση που οργανώθηκε από τη βουλγαρική αντιπροσωπεία στα πλαίσια του Ευρωκοινοβουλίου». Η πανηγυρική παρουσίαση του Αλμανάκ στο ευρωπαϊκό κοινό οργανώθηκε από την ευρωβουλευτή Μπιλιάνα Ράεβα, με συμμετοχή του πρύτανη του Πανεπιστημίου της Σόφιας Ιβάν Ιλτσεφ.
Η εκδήλωση δεν αποτέλεσε, πάντως, είδηση για τα ελληνικά ΜΜΕ, που τις ίδιες ακριβώς μέρες είχαν ξεσαλώσει για την «πρόκληση» της παγκόσμιας συνάντησης των σλαβομακεδόνων πολιτικών προσφύγων του Εμφυλίου στα Σκόπια και για το «ύποπτο» πανηγύρι της Μελίτης.
Οι 500.000 «αλύτρωτοι»
Πρωτεργάτης της επανέκδοσης του Αλμανάκ ήταν ο συντονιστής του ΒΜΡΟ στην περιοχή της Βάρνας, Κονσταντίν Κονσταντίνοφ. Απόφοιτος Βαλκανολογίας του Πανεπιστημίου του Βέλικο Τίρνοβο (το κατεξοχήν «εθνικιστικό φυτώριο» της χώρας), εκτός από βιβλία παράγει και ντοκιμαντέρ με θέμα -τι άλλο;- τους «αλύτρωτους Βουλγάρους» των γύρω χωρών.
Το κυριότερο δημιούργημά του αφορά φυσικά την ελληνική Μακεδονία, γυρίστηκε το 2005 και τιτλοφορείται Ενα έθνος είμαστε. Σύμφωνα με την ιστοσελίδα του της νεολαίας του κόμματος, «η ταινία αποκαλύπτει την ξεχασμένη μειονότητα των 500.000 Βουλγάρων που ζουν στη σημερινή Βόρεια Ελλάδα».
Μικρή αλλά εύγλωττη λεπτομέρεια: το φιλμ είναι αφιερωμένο στο γλωσσολόγο Μπλαγκόι Σκλίφοφ, πολιτικό πρόσφυγα στη Βουλγαρία από τον Πολυκέρασο Καστοριάς, που στις 24.9.2003 σκοτώθηκε σε τροχαίο έξω από τις Σέρρες. Βουλγαρικές εφημερίδες της εποχής έκαναν λόγο για «πολιτική δολοφονία».
Οταν προ τετραετίας ακούσαμε πρώτη φορά γι' αυτό το συμβάν από κάποιον βούλγαρο ιστορικό, στάθηκε αδύνατον να τον πείσουμε ότι στη σημερινή Ελλάδα δεν σκοτώνεται κανείς επειδή μελετά τις τοπικές σλαβομακεδονικές διαλέκτους. Ο συνομιλητής μας είχε κι αυτός τα δικά του στερεότυπα, επικυρωμένα από -τι άλλο;- την Ιστορία: «Κάπως έτσι δεν γίνονται σ' εσάς οι πολιτικές δολοφονίες; Αν θυμηθούμε τον Σαράφη ή τον Λαμπράκη».
Το φάντασμα του βέτο
Ο βουλγαρικός εθνικισμός (και) στο «Μακεδονικό» είναι, λοιπόν, γεγονός! Εκπορεύεται δε από τους ίδιους «αντισκοπιανούς» κύκλους που μετέχουν στη σημερινή κυβέρνηση της Σόφιας και παρουσιάζονται από τους «δικούς μας» εθνικιστές ως ανέλπιστοι σύμμαχοι στον αγώνα για την υπεράσπιση των «ιστορικών μας δικαίων».
Τι σημαίνει, όμως, αυτό στην πράξη; Μια ανακλαστική αντίδραση, με βάση τη συνήθη πρακτική, θα ήταν να προσθέσουμε απλά έναν ακόμη «εθνικό εχθρό» στη λίστα όσων επιβουλεύονται τα εθνικά μας δίκαια. Στοιχειώδης ρεαλισμός αρκεί, αντίθετα, για να διαχωρίσει κανείς τα πραγματικά προβλήματα από τις (πιθανότατα ενοχλητικές αλλά επί της ουσίας ανώδυνες) φαντασιώσεις των όποιων γειτονικών εθνικιστικών κύκλων, και να τοποθετήσει τις τελευταίες στις πραγματικές τους διαστάσεις.
Στην περίπτωση της Βουλγαρίας, ισότιμης πλέον εταίρου μας στην Ε.Ε., οι εθνικόφρονές μας (με πρώτο και καλύτερο τον χουντικό πρόεδρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών) δεν έχουν, όπως είδαμε, κανένα πρόβλημα να επιδείξουν το δέοντα ρεαλισμό, ξεκαθαρίζοντας ότι άλλο πράγμα οι διαφωνίες των εθνικών ιστοριογραφιών για το παρελθόν κι άλλο οι πολιτικές επιλογές των κυβερνήσεων για το παρόν και το μέλλον.
Αν, όμως, αυτό ισχύει για τη Βουλγαρία, με την οποία μας χώρισαν ποταμοί αίματος, για ποιο λόγο δεν θα μπορούσε να ισχύει και για μια -επίσης «ευρωπαϊκή»- ΠΓΔΜ; Γιατί οι χάρτες π.χ. της «μεγάλης Μακεδονίας» έχουν άλλο ειδικό βάρος όταν προέρχονται από τα Σκόπια κι εντελώς διαφορετικό όταν κυκλοφορούν από τη Σόφια;
Μια πρώτη απάντηση είναι πως ο βουλγαρικός εθνικισμός έρχεται ως από μηχανής θεός να βγάλει τις ελληνικές κυβερνήσεις από το αδιέξοδο στο οποίο αυτοπαγιδεύτηκαν την τελευταία διετία. Με τις συναινετικές «κόκκινες γραμμές» να επιβάλλουν ένα δεύτερο «βέτο» στην εισδοχή της ΠΓΔΜ στην Ε.Ε., και την «ενδιάμεση συμφωνία» του 1995 να απαγορεύει ρητά κάτι τέτοιο για έναν ολόκληρο χρόνο μετά την καταγγελία της (που δεν έχει γίνει), το πρόβλημα της επίσημης Αθήνας είναι κάτι παραπάνω από προφανές.
Υπενθυμίζουμε ότι ο Γκρούεφσκι μας έχει σύρει στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για την οφθαλμοφανή καταπάτηση της «ενδιάμεσης συμφωνίας» κι ότι επίσημη υπερασπιστική γραμμή του ελληνικού Υπ.Εξ. είναι πως το «ηρωικό» βέτο της κυβέρνησης Καραμανλή στο Βουκουρέστι... δεν τέθηκε ποτέ!
Η επανάληψη του εγχειρήματος τον ερχόμενο μήνα στις Βρυξέλλες συνεπάγεται έτσι δυσανάλογο κόστος. Οπότε, ένα βουλγαρικό βέτο αποτελεί μάννα εξ ουρανού - έστω κι αν, επί της ουσίας, «νομιμοποιεί» (εκ μέρους μας) όσα ακριβώς προκάλεσαν την αντισκοπιανή μας «οργή».
Οπως, άλλωστε, συμβαίνει σε όλο τον κόσμο με τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, έτσι κι εδώ οι εκάστοτε κυβερνητικές επιλογές (και) στο «Σκοπιανό» καθορίζονται περισσότερο από την «εσωτερική» πολιτικοκοινωνική ατζέντα παρά από τις όποιες υποτιθέμενες «εθνικές ανάγκες».
Σε συνθήκες οικονομικής κρίσης και παραγωγικών αναδιαρθρώσεων, κοινωνικής υποβάθμισης μιας μεγάλης μερίδας των παραδοσιακών μεσοστρωμάτων και βίαιης απαξίωσης της μισθωτής εργασίας, ένα «εθνικό ζήτημα» συνιστά το καλύτερο καταπραϋντικό για τις αναπόφευκτες κοινωνικές εντάσεις, με την επανεπιβεβαίωση της «εθνικής ενότητας» και την παροχέτευση της διάχυτης δυσφορίας στους γείτονες που επιβουλεύονται τα προπατορικά μας κλέη.
Οταν, μάλιστα, οι γείτονες αυτοί είναι του χεριού μας και το διακύβευμα κινείται σε αυστηρά συμβολικό επίπεδο, η τεχνητή αυτή αντιπαράθεση διαθέτει το επιπλέον προσόν να μη διακινδυνεύει επί της ουσίας τίποτα. Εκτός, φυσικά, από την ποιότητα της δημοκρατίας μας και το επίπεδο του δημόσιου λόγου. Αυτά τα τελευταία, όμως, κάθε άλλο παρά απασχολούν τους επίδοξους μακεδονομάχους: ούτε τους «δικούς μας» ούτε τα συμμετρικά ομοιώματά τους στις αντίπερα πλευρές των συνόρων.
ios@enet.gr Ο «ΙΟΣ» ΣΤΟ ΙΝΤΕΡΝΕΤ: http://www.iospress.gr.
Παρακολουθώντας την εξέλιξη της ελληνικής πολιτικής στο Μακεδονικό, διαπιστώνουμε ότι τον τελευταίο καιρό διαμορφώνεται μια περίεργη τάση στους κόλπους των υποστηρικτών της «σκληρής» γραμμής - σε πολιτικούς και, κυρίως, εθνικόφρονες διαμορφωτές της κοινής γνώμης στην Ελλάδα.
Ο λόγος για την (άτυπη προς το παρόν) ελληνοβουλγαρική σύμπραξη ενάντια στον «κοινό εχθρό» -την ΠΓΔΜ- που «επιβουλεύεται» την ιστορική κληρονομιά Ελλήνων και Βουλγάρων στον μακεδονικό χώρο.
Σύμπραξη που, από ελληνικής πλευράς, ισοδυναμεί σε αρκετά μεγάλο βαθμό με την υιοθέτηση και προβολή των πάγιων επιχειρημάτων του βουλγαρικού εθνικισμού σχετικά με τον «εθνικό χαρακτήρα» και τη νεότερη ιστορία των Σλαβομακεδόνων.
*Ενα πρώτο δείγμα αυτής της προσέγγισης μας ήρθε τον περασμένο Απρίλιο μέσω e-mail: ο ανώνυμος εθνικιστής astron@astron.gr, που πλημμυρίζει τακτικά το ηλεκτρονικό μας γραμματοκιβώτιο με ποικίλα «πατριωτικά» spam, μας γνωστοποίησε με ενθουσιασμό τη «Μεγαλύτερη Συλλογή Πηγών Παγκοσμίως, για την Βουλγαρική καταγωγή των Σκοπιανών!!!».
Η τελευταία αποτελείται από 98 λινκ και διακινείται από κάποιο «History of Macedonia Newsletter», υπερατλαντικής προφανώς προέλευσης. Μεγάλο μέρος των «λημμάτων» έχει οφθαλμοφανώς αντληθεί από εθνικιστικά βουλγαρικά σάιτ κι ο προσεκτικός αναγνώστης θα διαπιστώσει ότι «τεκμηριώνουν» τη βουλγαροσύνη όχι μόνο των «Σκοπιανών», αλλά και όλου συλλήβδην του σλαβόφωνου μακεδονικού πληθυσμού - με πρώτους και καλύτερους, φυσικά, τους γηγενείς Φλωρινιώτες κι Εδεσσαίους.
«Αυθεντικοί» και «τρίτοι»
Η «λεπτομέρεια» αυτή δεν φαίνεται, ωστόσο, να ενοχλεί καθόλου τον αποστολέα του e-mail, ο οποίος ξεσπαθώνει: «Εξαίρετος προσπάθεια! Ενημερωθείτε και αποστομώστε τους επιβουλείς και τους εθνοαποδομητές!»
Οι αυτόκλητοι μακεδονομάχοι του κυβερνοχώρου δεν φημίζονται, βέβαια, συνήθως ούτε για το βάθος της σκέψης τους ούτε για την ευρύτητα της ιστορικής τους παιδείας. Θεωρήσαμε, ως εκ τούτου, τη διακίνηση της επίμαχης «λίστας» ως άνευ νοήματος. Ωσπου αρχίσαμε να πέφτουμε και πάνω σε άλλα, σοβαρότερα δείγματα αυτής της ελληνοβουλγαρικής συμπόρευσης.
*Το πιο εντυπωσιακό ήταν η δήλωση του Ανδρέα Λοβέρδου, πολιτικού εκπροσώπου τότε του ΠΑΣΟΚ για θέματα εξωτερικής πολιτικής, κατά την παρέμβασή του στην ημερίδα των φετινών «Πρεσπείων» για τη δεκαετία του '40 (22.8.09), αμέσως μετά την ενημέρωση που είχε για την πορεία του «Σκοπιανού» από την Ντόρα Μπακογιάννη: «Εχω την αίσθηση», δήλωσε με νόημα, «ότι και η Βουλγαρία δεν έχει πει ακόμα την τελευταία της λέξη».
Κάπως διπλωματικότερα έθεσε ο ίδιος το θέμα στην προεκλογική του συνέντευξη προς την ηλεκτρονική εφημερίδα «Newstime» (1.9.09): «Δεν πρέπει να ξεχνιέται ότι δεν είναι μόνο η Ελλάδα που ενοχλείται από τον εθνικισμό των Σκοπίων. Ο εκφερόμενος από τη FYROM πολιτικός λόγος συναντά αντιρρήσεις και αλλού και ιδιαίτερα στη Βουλγαρία, που έχει ενοχληθεί από την έξαρση του εθνικισμού».
*Σε θεσμικό επίπεδο, δείγμα αυτής της σύγκλισης ήταν η κοινή έκδοση, τον Μάρτιο του 2009, του βιβλίου Το Μακεδονικό και η Βουλγαρία από την Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών και τα Βουλγαρικά Κρατικά Αρχεία.
Συλλογή 21 βουλγαρικών κομματικών ντοκουμέντων του 1950-1967 για το ζήτημα, το βιβλίο παρουσιάστηκε επίσημα στις 29 Απριλίου στο Πολεμικό Μουσείο της Αθήνας από την ΥΠΕΞ Ντόρα Μπακογιάννη και τον πρόεδρο της Εταιρείας, Νικόλαο Μέρτζο.
Προλογίζοντας το βιβλίο, ο Μέρτζος κάνει σαφώς λόγο για ελληνοβουλγαρική συνδιαχείριση του ιστορικού παρελθόντος της Μακεδονίας, απέναντι σε «τρίτους» και «σφετεριστές»: «Οι δύο χώρες και οι δύο Λαοί», διαβάζουμε, «ανταγωνίσθηκαν μεταξύ τους επί ένα τουλάχιστον αιώνα ως αδιαμφισβήτητοι πρωταγωνιστές, η ιστορία του ενός Λαού στάζει το αίμα του άλλου Λαού, διασταυρούμενος ο λόγος τους συνθέτει αυθεντία έναντι κάθε τρίτου». Συνεπώς, «όταν οι αυθεντικοί πρωταγωνιστές ομιλούν, οι τρίτοι οφείλουν τουλάχιστον να ακούν - αν όχι και να σιωπούν» (σελ. 11).
*Ακόμη σαφέστερος, όσον αφορά τους όρους αυτής της «συνιδιοκτησίας» του παρελθόντος, ήταν ο ίδιος στην παρουσίαση του βιβλίου:
«Ελλείψει "μακεδονικού έθνους", είχε αρχίσει τότε ακριβώς η κατασκευή του. Και, για να κατασκευασθεί, οι καταναγκαστικά υποψήφιοι Μακεδόνες υπήκοοι της Γιουγκοσλαβίας ήταν ανάγκη να αποκοπούν από τις ιστορικές ρίζες τους, προ πάντων να απογαλακτισθούν από την μητέρα τους Βουλγαρία ή αντίστοιχα από την μητέρα τους Ελλάδα».
«Η κοινή μας ελληνο-βουλγαρική έκδοση [...] φανερώνει ότι όσοι Βούλγαροι και Ελληνες ειδικοί επιστήμονες κατέχουμε πράγματι την Ιστορία για την Μακεδονία, επειδή είμαστε οι πρωταγωνιστές της, μπορεί να μη συμφωνούμε πάντοτε και παντού, αλλά οπωσδήποτε δεν έχουμε να κρύψουμε ούτε να φοβηθούμε τίποτε».
Ο άνθρωπός μας στη Σόφια;
Η υποδοχή της έκδοσης από τα βουλγαρικά ΜΜΕ υπήρξε ως επί το πλείστον θετική, με τονισμό των θετικών εντυπώσεων «ελλήνων πανεπιστημιακών» από την πολιτική του Τοντόρ Ζίβκοφ στο Μακεδονικό.
*Δεν έλλειψαν κι εκείνοι που τη θεώρησαν ένα ακόμη τέχνασμα «των Δαναών» σε βάρος των βουλγαρικών εθνικών συμφερόντων: «Η Ελλάδα χτυπά ελαφρά στην πλάτη τους βούλγαρους πολιτικούς και ιστορικούς και με ύπουλο χαμόγελο τους λέει: "Ο πληθυσμός στα Σκόπια είναι βουλγαρικός"», αποφάνθηκε π.χ. η επιθεώρηση «Balgarija - Makedonija» (3.2009).
«Η Ελλάδα θα εκδώσει άραγε συλλογή με ντοκουμέντα που περιγράφουν τη μακρά και τραγική διαδικασία αφεθνισμού του βουλγαρικού πληθυσμού από ελληνικής πλευράς; Γιατί δεν είναι λογικό ο πληθυσμός στη Μακεδονία του Βαρδάρη να είναι βουλγαρικός και στη Μακεδονία του Αιγαίου να μην είναι».
*Το καθοριστικό βήμα για τη φαντασιακή διαμόρφωση του «ελληνοβουλγαρικού άξονα» αποτέλεσαν, ωστόσο, η εκλογική νίκη της βουλγαρικής ακροδεξιάς τον περασμένο Ιούλιο και ο σχηματισμός της κυβέρνησης του Μπόικο Μπορίσοφ στη Σόφια.
Ο διορισμός ιδίως του ιστορικού Μπόζινταρ Ντιμιτρόφ ως υπουργού άνευ χαρτοφυλακίου, υπεύθυνου για «τους Βουλγάρους του εξωτερικού», προκάλεσε ρίγη ενθουσιασμού στους ημέτερους «μακεδονομάχους».
*Συγγραφέας του βιβλίου «Τα 10 ψέματα του μακεδονισμού» (2006), ο Ντιμιτρόφ θεωρήθηκε από εθνικά ευαίσθητους αρθρογράφους κι εφημερίδες τού καθ' ημάς «πατριωτικού χώρου» ένας ανεπάντεχος σύμμαχος.
*«Κόκκινο πανί έγινε για τα Σκόπια ο νέος υπουργός», μας πληροφορούσε π.χ. στις 9.8.09 το «Εθνος» διά χειρός Χρήστου Τελλίδη. «Συγγραφέας του βιβλίου στο οποίο φιλοξενούνται άρθρα Βουλγάρων, Σέρβων και άλλων επιστημόνων καθώς και ντοκουμέντα από διάφορες βαλκανικές χώρες, που αμφισβητούν τη λεγόμενη "μακεδονική" ταυτότητα και αρνούνται την ύπαρξη "μακεδονικού έθνους" ως διαφορετικού από το βουλγαρικό, είναι ο σημερινός υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου», που «χαρακτηρίζεται από τους Σκοπιανούς ως ο μέγας πολέμιος του "μακεδονισμού" της χώρας τους».
*Ακολούθησε ολοσέλιδη συνέντευξη του Ντιμιτρόφ στο «Πρώτο Θέμα» (23.8), με την οποία ο βούλγαρος υπουργός «στέλνει αυστηρό μήνυμα στα Σκόπια: Προκειμένου να εξασφαλίσουν την υποστήριξη της χώρας του για την είσοδό τους στην Ευρωπαϊκή Ενωση και το ΝΑΤΟ, πρέπει να πάψουν να σφετερίζονται και να πλαστογραφούν την Ιστορία». Οπως μας πληροφορεί, άλλωστε, ο τίτλος του δημοσιεύματος, «ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν Ελληνας και οι Σκοπιανοί Βούλγαροι!».
*«Η νέα βουλγαρική κυβέρνηση», συνοψίζει στο «Παρόν» (13.9) ο απόστρατος στρατηγός Δημήτριος Δήμου, «αποφάσισε να μη μιμηθεί την Ελλάδα στην πολιτική των σαλιαρισμάτων με τους Σκοπιανούς και έβαλε μαχαίρι άμα τη εκλογή της στο μακεδονικό παραμύθι των Σκοπιανών. Ο Μπορίσοφ έβαλε υπουργό της βουλγαρικής διασποράς τον Μπόζινταρ Δημητρόφ [και] ξεκαθάρισε ότι τα Σκόπια στην πορεία τους για το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ενωση θα βρουν μπροστά τους τη Βουλγαρία. Ο,τι δεν έκανε η Ελλάδα είκοσι χρόνια το έκανε η Βουλγαρία στο άψε σβήσε. Στην Αθήνα ακόμα χασμουριούνται».
Το διά ταύτα: «Να συντονίσουμε τις ενέργειές μας για τα "μακεδονικά ψέματα" των Σκοπιανών με τους Βουλγάρους. Πρέπει Ελλάδα, Βουλγαρία και Αλβανία να κλείσουν την πόρτα του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε. στους Σκοπιανούς. Είναι απαραίτητο να αντιληφθούν οι Αμερικανοί ότι έχουν να κάνουν με ένα ευρύ βαλκανικό μέτωπο και όχι με την Ελλάδα μόνη της. Οφείλουμε να μιμηθούμε τον κ. Δημητρόφ».
Μεγαλέξανδρος αλά βουλγαρικά
*Ποιος είναι όμως και τι λέει ακριβώς αυτός ο τελευταίος; Η περίπτωσή του μας ήταν γνωστή εδώ και χρόνια, κυρίως από τα ειρωνικά σχόλια των επιστημόνων συντοπιτών του, που περιέγραφαν την καριέρα του σαν το χαρακτηριστικότερο σύμπτωμα της επιστημονικής και ιδεολογικής κρίσης της «μετασοσιαλιστικής» περιόδου. Στις παραμονές των τελευταίων εκλογών, η επίσημη αποκάλυψη της έμμισθης συνεργασίας του με τις υπηρεσίες ασφαλείας της «σοσιαλιστικής» περιόδου ήρθε απλώς να συμπληρώσει το προφίλ.
*Εν έτει 1973, ο 28χρονος Μπόζινταρ στρατολογήθηκε από τη βουλγαρική ΕΥΠ ως επένδυση της υπηρεσίας στο χώρο των ιστορικών: «Με τη βοήθειά μας θα μπορέσει ν' αναδειχθεί σ' έναν από τους πιο ελπιδοφόρους επιστημονικούς μας συνεργάτες», σημειώνει χαρακτηριστικά στο φάκελό του ο αξιωματικός που τον «χειριζόταν».
*Η υπηρεσία πλήρωσε για τις μεταπτυχιακές σπουδές του (γαλλικά, λατινικά, αρχαία ελληνικά) και, στη συνέχεια, τον έστειλε για αρχειακή έρευνα στο εξωτερικό. Δεν φαίνεται ωστόσο να διακρίθηκε σαν καταδότης: οι μόνες εκθέσεις του που βρέθηκαν αφορούσαν ξένους επιστήμονες και ήταν «αποκλειστικά και μόνο θετικές» (εφ. «Kapital», 7.8.09).
*Στο «επιστημονικό» επίπεδο, αντίθετα, η επένδυση έπιασε τόπο. Την τελευταία ιδίως δεκαετία, ο Ντιμιτρόφ διέπρεψε σ' ένα γνώριμο και στα καθ' ημάς τομέα: ως πρωταγωνιστής της εκλαϊκευτικής τηλεοπτικής εκπομπής «Βουλγαρική μνήμη», που συνδυάζει τη διασπορά μιας άκρως εθνικιστικής (και κατά κανόνα ατεκμηρίωτης) εκδοχής του παρελθόντος, με την καταγγελία της απόκρυψής του από «εθνικά ύποπτους» επιστήμονες και «μειοδότες» πολιτικούς. Δείγματα αυτών των εκπομπών, αναρτημένα από ακροδεξιούς φαν, μπορεί κανείς ν' απολαύσει στο διαδικτυακό You Tube.
*Στο ίδιο ακριβώς μήκος κύματος κινήθηκε και η παράλληλη εκδοτική δραστηριότητα του δημοφιλούς ιστορικού: μικρά βιβλιαράκια (συνήθως 1-2 το χρόνο) των 80-100 σελίδων, με πλούσια ιλουστρασιόν εικονογράφηση κι ανύπαρκτη βιβλιογραφία, χωρίς παραπομπές σε πηγές αλλά με μπόλικες ασαφείς επικλήσεις κάθε είδους «αυθεντιών». Μπεστ σέλερ στους δημοφιλείς πάγκους της πλατείας Ρακόφσκι και στα συνοικιακά χαρτοβιβλιοπωλεία. Κι όχι βέβαια συλλογές «ντοκουμέντων» ή επιστημονικών άρθρων, όπως κάποιοι παραπληροφόρησαν τον καλό συνάδελφο του «Εθνους»...
*Αυτά όσον αφορά τη μεθοδολογία. Γιατί επί της ουσίας, που μας αφορά, τα πράγματα είναι ακόμα πιο χοντρά: αυτό που ο Μπόζινταρ Ντιμιτρόφ υποστηρίζει, πέρα από τη (δεδομένη για την επίσημη ιστοριογραφία της χώρας του) βουλγαρική καταγωγή των Σλαβομακεδόνων, είναι η στενή συγγένεια των (αρχαίων) Μακεδόνων με τους (σημερινούς) Βούλγαρους!
*Το βιβλίο του Οι Βούλγαροι και ο Αλέξανδρος ο Μακεδών κυκλοφόρησε το 2001 από τις εκδόσεις Τάνγκρα - εκδοτικό οίκο με διακηρυγμένο σκοπό «τη διάδοση επιστημονικών γνώσεων, μύθων, θρύλων και υποθέσεων που συνδέονται με την ιστορία της βουλγαρικής εθνότητας».
Με μικροαλλαγές, ξανακυκλοφόρησε το 2007 από άλλο οίκο, με τον τίτλο Μακεδονία, ιερή βουλγαρική γη. Ποιοι είναι οι απόγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου και της Ρωξάνης;
*Κεντρική ιδέα του: Ο πρώτος βουλγαρικός πολιτισμός εμφανίζεται τον 4ο αι. π.Χ. στη Βακτριανή, με την επιγαμία Βουλγάρων και Μακεδόνων, οι απόγονοι των οποίων «επαναπατρίζονται» (ως Βούλγαροι) στα Βαλκάνια τον 6ο μ.Χ. Δεν λείπουν και στερεοτυπικές συγκρίσεις των «κοινών ιδιοτήτων» των δυο λαών: «πολεμική μαστοριά», «ιδιάζουσα γενναιότητα», «αυστηρή τήρηση των νόμων», προπαντός όμως «σεβασμός στο βασιλικό θεσμό και το βασιλικό γένος» (σ.σ. 56-7). Το βιβλίο, βλέπετε, πρωτοκυκλοφόρησε όταν πρωθυπουργός ήταν ο πρώην τσάρος, που διόρισε τον Μπόζινταρ ως διευθυντή του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου της χώρας. Οσο για σοβαρότητα, αποκαλυπτικό είναι το μπέρδεμα από το συγγραφέα των Μακεδόνων με τους ομηρικούς... Μυρμιδόνες (σ. 62)!
*Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και τα υπόλοιπα έργα του ινδάλματος των ελληνικών ΜΜΕ: Βούλγαροι: οι πρώτοι Ευρωπαίοι (2002), Οι 7 αρχαίοι πολιτισμοί της Βουλγαρίας (2005). Για πιο σύγχρονα γούστα υπάρχουν και Οι πόλεμοι της Βουλγαρίας για την εθνική ενοποίηση (2006).
Μεγάλες Μακεδονίες
Ο εκβουλγαρισμός του Βουκεφάλα δεν είναι όμως το μόνο σημείο όπου ο υπουργός «παγκόσμιου Βουλγαρισμού» έρχεται σε κόντρα με τις δικές μας εθνικές «κόκκινες γραμμές».
Το διαπιστώνουμε από μια αποστροφή της συνέντευξής του προς το «Πρώτο Θέμα» που (όλως παραδόξως;) πέρασε εντελώς ασχολίαστη.
«Τελευταία υπάρχουν αναφορές για μετακίνηση βουλγαρικών στρατευμάτων στα σύνορα με την ΠΓΔΜ. Ποιο θα είναι το επόμενο βήμα της εξωτερικής πολιτικής της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας σε απάντηση των σκοπιανών προκλήσεων;» ρωτάει ο δημοσιογράφος (Μανόλης Γαλάνης), για να εισπράξει κάτι παραπάνω από απλή διάψευση: «Δεν αναπτύξαμε στρατεύματα στα σύνορά μας με τη γειτονική χώρα. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να το κάνουμε. Ωστόσο, θα υπερασπιστούμε, όπως μέχρι σήμερα, τα δικαιώματα κάθε Βούλγαρου, όχι μόνο στην ΠΓΔΜ, όπως αυτά καθορίζονται από την Ευρωπαϊκή Ενωση».
*Περνάμε, έτσι, από τις ψευδοεπιστημονικές ρητορείες για το απώτατο παρελθόν στο καθαρά πολιτικό ζήτημα των σλαβόφωνων Μακεδόνων της Ελλάδας, της ταυτότητας και των δικαιωμάτων τους. Για τη βουλγαρική ιστοριογραφία πρόκειται φυσικά για «Βουλγάρους» ή έστω «Βουλγαρομακεδόνες».
Μετά την αποκατάσταση της ελευθερίας του λόγου (1990), μια ογκώδης βιβλιοπαραγωγή περί Μακεδονικού αναπαράγει απλώς (διά των ανατυπώσεων ή του copy paste) την αντίστοιχη μεσοπολεμική εθνικιστική φιλολογία.
Μόνη ενδιαφέρουσα καινοτομία συνιστά η αθρόα επιλεκτική δημοσίευση αρχειακού υλικού, ενώ οι αποστασιοποιημένες επιστημονικές προσεγγίσεις σπανίζουν. Οπως και στα καθ' ημάς με το «Ποντιακό», οι σοβαροί βούλγαροι ιστορικοί αποφεύγουν συνήθως να θίξουν ένα θέμα που στη συλλογική συνείδηση ταυτίζεται με «χαμένες πατρίδες» και «διωγμούς» (αν όχι «γενοκτονίες») ομοεθνών από «αιμοσταγείς» γείτονες.
*Κορυφαία στιγμή σ' αυτό τον εκδοτικό οργασμό, και ταυτόχρονα μείζον πολιτικό διάβημα, αποτελεί η πρόσφατη επανέκδοση του Αλμπουμ - Αλμανάκ Μακεδονία, με πρωτοβουλία του εθνικιστικού ΒΜΡΟ. Πρόκειται για μια ογκώδη καταγραφή της ιστορικής βουλγαρικής παρουσίας στη μείζονα Μακεδονία (κοινότητες, ήρωες κ.λπ.), προϊόν της συλλογικής δουλειάς τής (ξεριζωμένης απ' τον τόπο της) βουλγαρομακεδονικής διανόησης του Μεσοπολέμου, που πρωτοδημοσιεύθηκε το 1931 ως επιστημονική συμπύκνωση του τότε βουλγαρικού αλυτρωτισμού.
Από μόνη της, η απλή επανέκδοση ενός ιστορικού ντοκουμέντου είναι φυσικά καλοδεχούμενη. Στη συγκεκριμένη, όμως, περίπτωση, το Αλμανάκ συνοδεύεται από δυο προσθήκες:
*Ενα φωτογραφικό «συμπλήρωμα» για την «πανηγυρική υποδοχή» των βουλγαρικών στρατευμάτων στη γιουγκοσλαβική κι ελληνική Μακεδονία το 1941. Κατά κύριο λόγο αφορά τη νυν ΠΓΔΜ, υπάρχουν όμως και φωτογραφίες από την Ελλάδα - όπως αυτή με τους μαθητές του βουλγαρικού σχολείου της Θεσσαλονίκης, που πανηγυρίζουν για τα δώρα από τη μητέρα πατρίδα (σ. 935).
*Εναν πρόλογο του προέδρου του ΒΜΡΟ, Κρασιμίρ Καρακατσάνοφ, όπου διευκρινίζεται το πολιτικό διακύβευμα του διαβήματος: «Το Αλμανάκ», διαβάζουμε, δεν είναι μόνο μια «αδιάψευστη μαρτυρία για τη βουλγαρική κουλτούρα, ιστορία και οντότητα της Μακεδονίας» αλλά «και μια παρακαταθήκη προς τις μελλοντικές βουλγαρικές γενιές που έχουν πάρει τον στρωμένο με αγκάθια δρόμο του μακεδονικού γολγοθά». Μπορεί να βρισκόμαστε στον 21ο αιώνα, όπου «τα έθνη έχουν πια καινούριες ιδέες και οράματα για το μέλλον, όμως για τη Βουλγαρία η Μακεδονία κι ο βουλγαρισμός σε αυτήν θα συνεχίσουν να είναι τμήμα του μεγάλου παμβουλγαρικού ιδεώδους».
*Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και ο Ντίμιταρ Γκότσεφ, πρόεδρος του Μακεδονικού Επιστημονικού Ινστιτούτου, κατά την επίσημη παρουσίαση του βιβλίου στο κτίριο του βουλγαρικού Κοινοβουλίου (14.5.08): «Το Αλμανάκ απευθύνεται στον υπόλοιπο κόσμο, για να δει τι είναι η Μακεδονία και ότι τα πάντα είναι βουλγαρικά. Η πολιτιστική-ιστορική κληρονομιά είναι βουλγαρική, το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα είναι βουλγαρικό, τα σχολεία είναι βουλγαρικά, οι εκκλησίες είναι βουλγαρικές, η ίδια η φύση, η ορολογία, τα τοπωνύμια είναι βουλγαρικά».
*Στις 15.7.2008 ήρθε η σειρά της Ευρώπης να ενημερωθεί, με «την πρώτη πολιτιστική - ιστορική συζήτηση που οργανώθηκε από τη βουλγαρική αντιπροσωπεία στα πλαίσια του Ευρωκοινοβουλίου». Η πανηγυρική παρουσίαση του Αλμανάκ στο ευρωπαϊκό κοινό οργανώθηκε από την ευρωβουλευτή Μπιλιάνα Ράεβα, με συμμετοχή του πρύτανη του Πανεπιστημίου της Σόφιας Ιβάν Ιλτσεφ.
Η εκδήλωση δεν αποτέλεσε, πάντως, είδηση για τα ελληνικά ΜΜΕ, που τις ίδιες ακριβώς μέρες είχαν ξεσαλώσει για την «πρόκληση» της παγκόσμιας συνάντησης των σλαβομακεδόνων πολιτικών προσφύγων του Εμφυλίου στα Σκόπια και για το «ύποπτο» πανηγύρι της Μελίτης.
Οι 500.000 «αλύτρωτοι»
Πρωτεργάτης της επανέκδοσης του Αλμανάκ ήταν ο συντονιστής του ΒΜΡΟ στην περιοχή της Βάρνας, Κονσταντίν Κονσταντίνοφ. Απόφοιτος Βαλκανολογίας του Πανεπιστημίου του Βέλικο Τίρνοβο (το κατεξοχήν «εθνικιστικό φυτώριο» της χώρας), εκτός από βιβλία παράγει και ντοκιμαντέρ με θέμα -τι άλλο;- τους «αλύτρωτους Βουλγάρους» των γύρω χωρών.
Το κυριότερο δημιούργημά του αφορά φυσικά την ελληνική Μακεδονία, γυρίστηκε το 2005 και τιτλοφορείται Ενα έθνος είμαστε. Σύμφωνα με την ιστοσελίδα του της νεολαίας του κόμματος, «η ταινία αποκαλύπτει την ξεχασμένη μειονότητα των 500.000 Βουλγάρων που ζουν στη σημερινή Βόρεια Ελλάδα».
Μικρή αλλά εύγλωττη λεπτομέρεια: το φιλμ είναι αφιερωμένο στο γλωσσολόγο Μπλαγκόι Σκλίφοφ, πολιτικό πρόσφυγα στη Βουλγαρία από τον Πολυκέρασο Καστοριάς, που στις 24.9.2003 σκοτώθηκε σε τροχαίο έξω από τις Σέρρες. Βουλγαρικές εφημερίδες της εποχής έκαναν λόγο για «πολιτική δολοφονία».
Οταν προ τετραετίας ακούσαμε πρώτη φορά γι' αυτό το συμβάν από κάποιον βούλγαρο ιστορικό, στάθηκε αδύνατον να τον πείσουμε ότι στη σημερινή Ελλάδα δεν σκοτώνεται κανείς επειδή μελετά τις τοπικές σλαβομακεδονικές διαλέκτους. Ο συνομιλητής μας είχε κι αυτός τα δικά του στερεότυπα, επικυρωμένα από -τι άλλο;- την Ιστορία: «Κάπως έτσι δεν γίνονται σ' εσάς οι πολιτικές δολοφονίες; Αν θυμηθούμε τον Σαράφη ή τον Λαμπράκη».
Το φάντασμα του βέτο
Ο βουλγαρικός εθνικισμός (και) στο «Μακεδονικό» είναι, λοιπόν, γεγονός! Εκπορεύεται δε από τους ίδιους «αντισκοπιανούς» κύκλους που μετέχουν στη σημερινή κυβέρνηση της Σόφιας και παρουσιάζονται από τους «δικούς μας» εθνικιστές ως ανέλπιστοι σύμμαχοι στον αγώνα για την υπεράσπιση των «ιστορικών μας δικαίων».
Τι σημαίνει, όμως, αυτό στην πράξη; Μια ανακλαστική αντίδραση, με βάση τη συνήθη πρακτική, θα ήταν να προσθέσουμε απλά έναν ακόμη «εθνικό εχθρό» στη λίστα όσων επιβουλεύονται τα εθνικά μας δίκαια. Στοιχειώδης ρεαλισμός αρκεί, αντίθετα, για να διαχωρίσει κανείς τα πραγματικά προβλήματα από τις (πιθανότατα ενοχλητικές αλλά επί της ουσίας ανώδυνες) φαντασιώσεις των όποιων γειτονικών εθνικιστικών κύκλων, και να τοποθετήσει τις τελευταίες στις πραγματικές τους διαστάσεις.
Στην περίπτωση της Βουλγαρίας, ισότιμης πλέον εταίρου μας στην Ε.Ε., οι εθνικόφρονές μας (με πρώτο και καλύτερο τον χουντικό πρόεδρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών) δεν έχουν, όπως είδαμε, κανένα πρόβλημα να επιδείξουν το δέοντα ρεαλισμό, ξεκαθαρίζοντας ότι άλλο πράγμα οι διαφωνίες των εθνικών ιστοριογραφιών για το παρελθόν κι άλλο οι πολιτικές επιλογές των κυβερνήσεων για το παρόν και το μέλλον.
Αν, όμως, αυτό ισχύει για τη Βουλγαρία, με την οποία μας χώρισαν ποταμοί αίματος, για ποιο λόγο δεν θα μπορούσε να ισχύει και για μια -επίσης «ευρωπαϊκή»- ΠΓΔΜ; Γιατί οι χάρτες π.χ. της «μεγάλης Μακεδονίας» έχουν άλλο ειδικό βάρος όταν προέρχονται από τα Σκόπια κι εντελώς διαφορετικό όταν κυκλοφορούν από τη Σόφια;
Μια πρώτη απάντηση είναι πως ο βουλγαρικός εθνικισμός έρχεται ως από μηχανής θεός να βγάλει τις ελληνικές κυβερνήσεις από το αδιέξοδο στο οποίο αυτοπαγιδεύτηκαν την τελευταία διετία. Με τις συναινετικές «κόκκινες γραμμές» να επιβάλλουν ένα δεύτερο «βέτο» στην εισδοχή της ΠΓΔΜ στην Ε.Ε., και την «ενδιάμεση συμφωνία» του 1995 να απαγορεύει ρητά κάτι τέτοιο για έναν ολόκληρο χρόνο μετά την καταγγελία της (που δεν έχει γίνει), το πρόβλημα της επίσημης Αθήνας είναι κάτι παραπάνω από προφανές.
Υπενθυμίζουμε ότι ο Γκρούεφσκι μας έχει σύρει στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για την οφθαλμοφανή καταπάτηση της «ενδιάμεσης συμφωνίας» κι ότι επίσημη υπερασπιστική γραμμή του ελληνικού Υπ.Εξ. είναι πως το «ηρωικό» βέτο της κυβέρνησης Καραμανλή στο Βουκουρέστι... δεν τέθηκε ποτέ!
Η επανάληψη του εγχειρήματος τον ερχόμενο μήνα στις Βρυξέλλες συνεπάγεται έτσι δυσανάλογο κόστος. Οπότε, ένα βουλγαρικό βέτο αποτελεί μάννα εξ ουρανού - έστω κι αν, επί της ουσίας, «νομιμοποιεί» (εκ μέρους μας) όσα ακριβώς προκάλεσαν την αντισκοπιανή μας «οργή».
Οπως, άλλωστε, συμβαίνει σε όλο τον κόσμο με τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, έτσι κι εδώ οι εκάστοτε κυβερνητικές επιλογές (και) στο «Σκοπιανό» καθορίζονται περισσότερο από την «εσωτερική» πολιτικοκοινωνική ατζέντα παρά από τις όποιες υποτιθέμενες «εθνικές ανάγκες».
Σε συνθήκες οικονομικής κρίσης και παραγωγικών αναδιαρθρώσεων, κοινωνικής υποβάθμισης μιας μεγάλης μερίδας των παραδοσιακών μεσοστρωμάτων και βίαιης απαξίωσης της μισθωτής εργασίας, ένα «εθνικό ζήτημα» συνιστά το καλύτερο καταπραϋντικό για τις αναπόφευκτες κοινωνικές εντάσεις, με την επανεπιβεβαίωση της «εθνικής ενότητας» και την παροχέτευση της διάχυτης δυσφορίας στους γείτονες που επιβουλεύονται τα προπατορικά μας κλέη.
Οταν, μάλιστα, οι γείτονες αυτοί είναι του χεριού μας και το διακύβευμα κινείται σε αυστηρά συμβολικό επίπεδο, η τεχνητή αυτή αντιπαράθεση διαθέτει το επιπλέον προσόν να μη διακινδυνεύει επί της ουσίας τίποτα. Εκτός, φυσικά, από την ποιότητα της δημοκρατίας μας και το επίπεδο του δημόσιου λόγου. Αυτά τα τελευταία, όμως, κάθε άλλο παρά απασχολούν τους επίδοξους μακεδονομάχους: ούτε τους «δικούς μας» ούτε τα συμμετρικά ομοιώματά τους στις αντίπερα πλευρές των συνόρων.
ios@enet.gr Ο «ΙΟΣ» ΣΤΟ ΙΝΤΕΡΝΕΤ: http://www.iospress.gr.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)